Ιστορία Προσανατολισμού: Σύμβαση της Λοζάνης [Επεξεργασία πηγής]
Ιστορία Προσανατολισμού: Σύμβαση της
Λοζάνης [Επεξεργασία πηγής] Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και
αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα Α, Β και Γ που σας δίνονται: α.
να αναφερθείτε στις ρυθμίσεις της Σύμβασης της Λοζάνης της 30ης Ιανουαρίου
1923 για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, (μονάδες
13) β.
να εξηγήσετε πώς η υπογραφή της Σύμβασης της Λοζάνης συνδέεται με την
πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και
με τις βλέψεις των ηγετών των δύο κρατών. (μονάδες 12) Μονάδες 25 ΚΕΙΜΕΝΟ Α Μια μέρα ήρθε στο Γκέλβερι Επιτροπή,
από την Ελλάδα, όπως έλεγαν. Πήγαν μαζί τους και οι δικοί μας, για να
κουβεντιάσουν για την Ανταλλαγή. […] Οι άνθρωποι της Επιτροπής ήρθαν και μας
έγραψαν τα ονόματα και τις περιουσίες μας. Μας είπαν πως θα γίνει Ανταλλαγή, θα
πάμε στην Ελλάδα. Μας σύστησαν να μην φοβόμαστε. Να πουλήσουμε ό,τι μπορούμε
από την κινητή μας περιουσία, και τα υπόλοιπα να τα πάρουμε μαζί μας. Μας είπαν
πως, αν υπάρχουν στο χωριό μας τουρκεμένοι, μπορούνε, αν θέλουν, να φύγουν κι
αυτοί για την Ελλάδα. Η Έξοδος, τ.Β΄, Μαρτυρίες από τις
επαρχίες της κεντρικής και νότιας Μικρασίας (Επιμ. Γ. Μουρέλος), Αθήνα: Κέντρο
Μικρασιατικών Σπουδών, 1982, σ. 9. ΚΕΙΜΕΝΟ Β Η ελληνική πλευρά [το 1923] επεδίωκε
την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο Μουσταφά Κεμάλ συμμετείχε στον στενό πυρήνα των
Νεότουρκων που κυβέρνησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1908 έως το τέλος
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βασική πολιτική των Νεότουρκων αποτελούσε η εκδίωξη
των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων από το έδαφος της αυτοκρατορίας. Η έξοδος των
Ελλήνων κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν μη αναστρέψιμη. Η εκδίωξη των
εναπομεινάντων Ελλήνων από την Τουρκία ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Σε μια τέτοια
περίπτωση, η Ελλάδα δεν θα είχε τη διαπραγματευτική ικανότητα να απαιτήσει τη
μετανάστευση των τουρκο–μουσουλμανικών πληθυσμών της Ελλάδος. Α. Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις,
Αθήνα: Πατάκης 2014, σ. 53. ΚΕΙΜΕΝΟ Γ Και στο ζήτημα των μειονοτήτων, υπήρξε
ανεπανάληπτος ο ορθολογισμός και ο ρεαλισμός της βενιζελικής πολιτικής–και του
Βενιζέλου προσωπικά. Κατεξοχήν δείγμα αυτής της ορθολογικής και ρεαλιστικής
προσέγγισης υπήρξε η πρώιμη προθυμία του Βενιζέλου να αποδεχθεί την ανταλλαγή
πληθυσμών ως ριζική μέθοδο επίλυσης των σχετικών ζητημάτων, ήδη από το 1914 (με
την Τουρκία). […] Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο
Βενιζέλος έσπευσε ανενδοίαστα να αναλάβει προσωπικά τη βαρύτατη ευθύνη της
υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών (μολονότι προέβλεπε τότε ότι οι πρόσφυγες
θα τον «αναθεματίσουν»). Στη συνέχεια ορθολογισμός και ρεαλισμός χαρακτήρισαν
την κοσμογονία της προσφυγικής αποκατάστασης μέχρι την τελευταία της
λεπτομέρεια. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, Ιστορία της
Ελλάδας του 20ου αιώνα (Επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ), τ.Β2΄, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2003,
σσ. 24-25. Ενδεικτική απάντηση α)
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη ειρήνης της Λοζάνης. Έξι μήνες πριν,
στις 30 Ιανουαρίου 1923, είχε υπογραφεί η ελληνοτουρκική Σύμβαση, η οποία
ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Προβλεπόταν η υποχρεωτική
ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των
Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας. Το γεγονός πως η ανταλλαγή γινόταν με βάση
το θρήσκευμα έρχεται σε αντίθεση με την προφορική μαρτυρία που καταγράφεται
στο Κείμενο Α, όπου αναφέρεται πως είχαν τη δυνατότητα να μεταφερθούν στην
Ελλάδα, αν το επιθυμούσαν, ακόμη κι Έλληνες που είχαν εξισλαμιστεί. Η
ανταλλαγή, πάντως, θα ίσχυε τόσο γι’ αυτούς που παρέμεναν στις εστίες τους, όσο
και για εκείνους που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα. Μάλιστα, η ανταλλαγή
ίσχυσε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από τη μέρα που
κηρύχθηκε ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος (18 Οκτωβρίου 1912). Από την ανταλλαγή αυτή
εξαιρέθηκαν οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της
Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Οι ανταλλάξιμοι, σύμφωνα με τη σύμβαση
ανταλλαγής θα απέβαλαν την παλιά ιθαγένεια και θα αποκτούσαν την ιθαγένεια της
χώρας στην οποία θα εγκαθίσταντο. Είχαν, επίσης, δικαίωμα να μεταφέρουν την
κινητή περιουσία τους, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται κι από το Κείμενο Α,
όπου, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία, η ελληνική Επιτροπή παρότρυνε τους κατοίκους
του Γκέλβερι της Καππαδοκίας να πουλήσουν ό,τι μπορούσαν από την κινητή τους περιουσία
και ό,τι απέμενε να το μεταφέρουν μαζί τους στην Ελλάδα. Είχαν, ακόμη, δικαίωμα
να πάρουν από το κράτος στο οποίο μετανάστευαν ως αποζημίωση περιουσία ίσης
αξίας με την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειπαν φεύγοντας, όπως επιβεβαιώνεται
κι από το Κείμενο Α, όπου αναφέρεται πως η Επιτροπή από την Ελλάδα κατέγραφε
τα ονόματα των κατοίκων που επρόκειτο να μεταναστεύσουν, όπως και τις περιουσίες
τους. Οι ανταλλάξιμοι, τέλος, θα διευκολύνονταν στη μετακίνηση τους από τη
Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής. Η συμφωνία αυτή για ανταλλαγή πληθυσμών
διέφερε από τις προηγούμενες. Καθιέρωνε για πρώτη φορά τη μαζική μετακίνηση
πληθυσμών και είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, ενώ οι μέχρι τότε συμφωνίες
προέβλεπαν εθελοντική μετανάστευση κατοίκων κάποιων επίμαχων περιοχών. β)
Όταν έγινε γνωστή η υπογραφή της Σύμβασης και οι όροι της, οι πρόσφυγες που
βρίσκονταν στην Ελλάδα αντέδρασαν έντονα. Σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας
συγκρότησαν συλλαλητήρια, διατρανώνοντας την απόφασή τους να εμποδίσουν την
εφαρμογή της. Η πραγματικότητα όμως, όπως είχε διαμορφωθεί μετά την έξοδο
χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους και την άρνηση της Τουρκίας
να δεχτεί την επιστροφή τους, ανάγκασε την ελληνική αντιπροσωπεία να
συμφωνήσει. Εξάλλου η υπογραφή της Σύμβασης υποβοηθούσε τις βλέψεις των ηγετών
των δύο χωρών (Βενιζέλου και Κεμάλ) για τη διασφάλιση και αναγνώριση των
συνόρων τους, την επίτευξη ομοιογένειας και την απρόσκοπτη ενασχόληση με την
εσωτερική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη. Όπως επισημαίνει ο Άγγελος Μ. Συρίγος
(Κείμενο Β), ο Μουσταφά Κεμάλ, από τη δική του μεριά, έχοντας υπάρξει μέλος
της αρχικής ομάδας των Νεότουρκων, οι οποίοι κατείχαν τον έλεγχο της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας από το 1908 μέχρι και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,
υπηρετούσε τη βασική επιδίωξη των Νεότουρκων, την απομάκρυνση, δηλαδή, από τα
εδάφη της αυτοκρατορίας όλων των εθνοτήτων που δεν ήταν μουσουλμανικές.
Επιδίωξη που θα υλοποιούσε ούτως ή άλλως, όσο πιο σύντομα μπορούσε, από τη
στιγμή που οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στη Μικρά Ασία. Για τον λόγο αυτό η
ελληνική πλευρά, από τη δική της μεριά, επιδίωκε κι εκείνη την ανταλλαγή των
πληθυσμών το 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ώστε να έχει ακόμη στη
διάθεσή της τη διαπραγματευτική δυνατότητα να ζητήσει την απομάκρυνση των
Τούρκων μουσουλμάνων που βρίσκονταν στα εδάφη της. Σύμφωνη ήταν και η Κοινωνία
των Εθνών. Επιπροσθέτως, όπως διευκρινίζει ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος
(Κείμενο Γ), στο ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών έγινε φανερό το πόσο
ορθολογικά και ρεαλιστικά λειτουργούσε το κόμμα των Φιλελευθέρων και ιδίως ο
ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος διέβλεπε ήδη από το 1914 πως η επιλογή αυτή θα
αποτελούσε την πλέον δραστική μέθοδο για την επίλυση των διαφορών ανάμεσα στην
Ελλάδα και την Τουρκία. Έτσι, όταν συντελέστηκε η Μικρασιατική Καταστροφή, ο
Βενιζέλος δεν δίστασε καθόλου να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη για την επιλογή
της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, έστω κι αν γνώριζε εκ των προτέρων
πως οι πρόσφυγες θα στρέφονταν εναντίον του και θα τον «αναθεμάτιζαν». Με
αυστηρό ρεαλισμό, άλλωστε, προσεγγίστηκε κατόπιν και η διαδικασία της
αποκατάστασης των προσφύγων, η οποία άλλαξε τα πάντα στη χώρα και η οποία
σχεδιάστηκε λεπτομερώς, για να είναι αποτελεσματική. Οι πρόσφυγες, ωστόσο,
έμειναν με την πικρία ότι το δίκαιο και τα συμφέροντά τους θυσιάστηκαν στο βωμό
των συμφερόντων του ελληνικού κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου