Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀκούω / ἀκούομαι»

David Ridley 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κούω / κούομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κούω, κούεις, κούει, κούομεν, κούετε, κούουσι(ν)
Υποτακτική
κούω, κούς, κού, κούωμεν, κούητε, κούωσι(ν)
Ευκτική
κούοιμι, κούοις, κούοι, κούοιμεν, κούοιτε, κούοιεν
Προστακτική
---, κουε, κουέτω, ---, κούετε, κουόντων (ή κουέτωσαν)
Απαρέμφατο
κούειν
Μετοχή
κούων, κούουσα, κούον
 
Παρατατικός
Οριστική
κουον, κουες, κουε, κούομεν, κούετε, κουον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κούσομαι, κούσ/κούσει, κούσεται, κουσόμεθα, κούσεσθε, κούσονται
Ευκτική
κουσοίμην, κούσοιο, κούσοιτο, κουσοίμεθα, κούσοισθε, κούσοιντο
Απαρέμφατο
κούσεσθαι
Μετοχή
κουσόμενος
κουσομένη
κουσόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κουσα, κουσας, κουσε(ν), κούσαμεν, κούσατε, κουσαν
Υποτακτική
κούσω, κούσς, κούσ, κούσωμεν, κούσητε, κούσωσι(ν)
Ευκτική
κούσαιμι, κούσαις / κούσειας, κοσαι / κούσειε(ν), κούσαιμεν, κούσαιτε, κούσαιεν / κούσειαν
Προστακτική
---, κουσον, κουσάτω, ---, κούσατε, κουσάντων (ή κουσάτωσαν)
Απαρέμφατο
κοσαι
Μετοχή
κούσας, κούσασα, κοσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κήκοα, κήκοας, κήκοε, κηκόαμεν, κηκόατε, κηκόασι(ν)
 
Υποτακτική
κηκοώς- κηκουα- κηκοός
κηκοώς- κηκουα- κηκοός ς
κηκοώς- κηκουα- κηκοός
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα μεν
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα τε
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα σι
 
Ευκτική
κηκοώς- κηκουα- κηκοός εην
κηκοώς- κηκουα- κηκοός εης
κηκοώς- κηκουα- κηκοός εη
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα εημεν (εμεν)
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα εητε (ετε)
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κηκοώς- κηκουα- κηκοός σθι
κηκοώς- κηκουα- κηκοός στω
---
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα στε
κηκοότες- κηκουαι- κηκοότα στων
 
Απαρέμφατο
κηκοέναι
Μετοχή
κηκοώς- κηκουα- κηκοός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κηκόειν, κηκόεις, κηκόει, κηκόεμεν, κηκόετε, κηκόεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κούομαι, κού/κούει, κούεται, κουόμεθα, κούεσθε, κούονται
Υποτακτική
κούωμαι, κού, κούηται, κουώμεθα, κούησθε, κούωνται
Ευκτική
κουοίμην, κούοιο, κούοιτο, κουοίμεθα, κούοισθε, κούοιντο
Προστακτική
---, κούου, κουέσθω, ---, κούεσθε, κουέσθων ή κουέσθωσαν
Απαρέμφατο
κούεσθαι
Μετοχή
κουόμενος
κουομένη
κουόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κουόμην, κούου, κούετο, κουόμεθα, κούεσθε, κούοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κουσθήσομαι, κουσθήσ / κουσθήσει, κουσθήσεται, κουσθησόμεθα, κουσθήσεσθε, κουσθήσονται
Ευκτική
κουσθησοίμην, κουσθήσοιο, κουσθήσοιτο, κουσθησοίμεθα, κουσθήσοισθε, κουσθήσοιντο
Απαρέμφατο
κουσθήσεσθαι
Μετοχή
κουσθησόμενος
κουσθησομένη
κουσθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κουσάμην, κούσω, κούσατο, κουσάμεθα, κούσασθε, κούσαντο
Υποτακτική
κούσωμαι, κούσ, κούσηται, κουσώμεθα, κούσησθε, κούσωνται
Ευκτική
κουσαίμην, κούσαιο, κούσαιτο, κουσαίμεθα, κούσαισθε, κούσαιντο
Προστακτική
---, κουσαι, κουσάσθω, ---, κούσασθε, κουσάσθων ή κουσάσθωσαν
Απαρέμφατο
κούσασθαι
Μετοχή
κουσάμενος
κουσαμένη
κουσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κούσθην, κούσθης, κούσθη, κούσθημεν, κούσθητε, κούσθησαν
Υποτακτική
κουσθ, κουσθς, κουσθ, κουσθμεν, κουσθτε, κουσθσι(ν)
Ευκτική
κουσθείην, κουσθείης, κουσθείη, κουσθείημεν ή κουσθεμεν, κουσθείητε ή κουσθετε, κουσθείησαν ή κουσθεεν
Προστακτική
---, κούσθητι, κουσθήτω, ---, κούσθητε, κουσθέντων ή κουσθήτωσαν
Απαρέμφατο
κουσθναι
Μετοχή
κουσθείς
κουσθεσα
κουσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κουσμαι, κουσαι, κουσται, κούσμεθα, κουσθε, κουσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κουσμένος- κουσμένη-κουσμένον
κουσμένος- κουσμένη-κουσμένον ς
κουσμένος- κουσμένη-κουσμένον
κουσμένοι- κουσμέναι-κουσμένα μεν
κουσμένοι- κουσμέναι-κουσμένα τε
κουσμένοι- κουσμέναι-κουσμένα σι
 
Ευκτική
κουσμένος- κουσμένη-κουσμένον εην
κουσμένος- κουσμένη-κουσμένον εης
κουσμένος- κουσμένη-κουσμένον εη
κουσμένοι- κουσμέναι-κουσμένα εημεν (εμεν)
κουσμένοι- κουσμέναι-κουσμένα εητε (ετε)
κουσμένοι- κουσμέναι-κουσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κουσο, κούσθω, --- κουσθε, κούσθων ή κούσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κοσθαι
Μετοχή
κουσμένος,
κουσμένη,
κουσμένον
 
Υπερσυντέλικος
κούσμην, κουσο, κουστο, κούσμεθα, κουσθε, κουσμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου