Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»

Ben Heine 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»
 
(κρίνω = αποφασίζω, εξετάζω, δικάζω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνω, κρίνεις, κρίνει, κρίνομεν, κρίνετε, κρίνουσι(ν)
Υποτακτική
κρίνω, κρίνς, κρίν, κρίνωμεν, κρίνητε, κρίνωσι(ν)
Ευκτική
κρίνοιμι, κρίνοις, κρίνοι, κρίνοιμεν, κρίνοιτε, κρίνοιεν
Προστακτική
---, κρίνε, κρινέτω, ---, κρίνετε, κρινόντων (ή κρινέτωσαν)
Απαρέμφατο
κρίνειν
Μετοχή
κρίνων, κρίνουσα, κρίνον
 
Παρατατικός
Οριστική
κρινον, κρινες, κρινε, κρίνομεν, κρίνετε, κρινον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κριν, κρινες, κρινε, κρινομεν, κρινετε, κρινοσι(ν)
Ευκτική
κρινομι, κρινος, κρινο, ή κρινοίην, κρινοίης, κρινοίη, κρινομεν, κρινοτε, κρινοεν
Απαρέμφατο
κρινεν
Μετοχή
κρινν, κρινοσα, κρινον
 
Αόριστος
Οριστική
κρινα, κρινας, κρινε(ν), κρίναμεν, κρίνατε, κριναν
Υποτακτική
κρίνω, κρίνς, κρίν, κρίνωμεν, κρίνητε, κρίνωσι(ν)
Ευκτική
κρίναιμι, κρίναις / κρίνειας, κρίναι / κρίνειε(ν), κρίναιμεν, κρίναιτε, κρίναιεν / κρίνειαν
Προστακτική
---, κρνον, κρινάτω, ---, κρίνατε, κρινάντων (ή κρινάτωσαν)
Απαρέμφατο
κρναι
Μετοχή
κρίνας, κρίνασα, κρναν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρικα, κέκρικας, κέκρικε, κεκρίκαμεν, κεκρίκατε, κεκρίκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός ς
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα μεν
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα τε
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα σι
 
Ευκτική
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός εην
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός εης
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός εη
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα εημεν (εμεν)
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα εητε (ετε)
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός σθι
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός στω
---
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα στε
κεκρικότες- κεκρικυαι- κεκρικότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκρικέναι
Μετοχή
κεκρικώς- κεκρικυα- κεκρικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεκρίκειν, κεκρίκεις, κεκρίκει, κεκρίκεμεν, κεκρίκετε, κεκρίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνομαι, κρίν/κρίνει, κρίνεται, κρινόμεθα, κρίνεσθε, κρίνονται
Υποτακτική
κρίνωμαι, κρίν, κρίνηται, κρινώμεθα, κρίνησθε, κρίνωνται
Ευκτική
κρινοίμην, κρίνοιο, κρίνοιτο, κρινοίμεθα, κρίνοισθε, κρίνοιντο
Προστακτική
---, κρίνου, κρινέσθω, ---, κρίνεσθε, κρινέσθων ή κρινέσθωσαν
Απαρέμφατο
κρίνεσθαι
Μετοχή
κρινόμενος
κρινομένη
κρινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κρινόμην, κρίνου, κρίνετο, κρινόμεθα, κρίνεσθε, κρίνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κρινομαι, κριν/κρινε, κρινεται, κρινομεθα, κρινεσθε, κρινονται
Ευκτική
κρινοίμην, κρινοο, κρινοτο, κρινοίμεθα, κρινοσθε, κρινοντο
Απαρέμφατο
κρινεσθαι
Μετοχή
κρινούμενος
κρινουμένη
κρινούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κριθήσομαι, κριθήσ/κριθήσει, κριθήσεται, κριθησόμεθα, κριθήσεσθε, κριθήσονται
Ευκτική
κριθησοίμην, κριθήσοιο, κριθήσοιτο, κριθησοίμεθα, κριθήσοισθε, κριθήσοιντο
Απαρέμφατο
κριθήσεσθαι
Μετοχή
κριθησόμενος
κριθησομένη
κριθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κρινάμην, κρίνω, κρίνατο, κρινάμεθα, κρίνασθε, κρίναντο
Υποτακτική
κρίνωμαι, κρίν, κρίνηται, κρινώμεθα, κρίνησθε, κρίνωνται
Ευκτική
κριναίμην, κρίναιο, κρίναιτο, κριναίμεθα, κρίναισθε, κρίναιντο
Προστακτική
---, κρναι, κρινάσθω, ---, κρίνασθε, κρινάσθων ή κρινάσθωσαν
Απαρέμφατο
κρίνασθαι
Μετοχή
κρινάμενος
κριναμένη
κρινάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κρίθην, κρίθης, κρίθη, κρίθημεν, κρίθητε, κρίθησαν
Υποτακτική
κριθ, κριθς, κριθ, κριθμεν, κριθτε, κριθσι(ν)
Ευκτική
κριθείην, κριθείης, κριθείη, κριθείημεν ή κριθεμεν, κριθείητε ή κριθετε, κριθείησαν ή κριθεεν
Προστακτική
---, κρίθητι, κριθήτω, ---, κρίθητε, κριθέντων ή κριθήτωσαν
Απαρέμφατο
κριθναι
Μετοχή
κριθείς
κριθεσα
κριθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέκριμαι, κέκρισαι, κέκριται, κεκρίμεθα, κέκρισθε, κέκρινται
 
Υποτακτική
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον ς
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα μεν
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα τε
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα σι
 
Ευκτική
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον εην
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον εης
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον εη
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα εημεν (εμεν)
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα εητε (ετε)
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέκρισο, κεκρίσθω, --- κέκρισθε, κεκρίσθων ή κεκρίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκρίσθαι
Μετοχή
κεκριμένος,
κεκριμένη,
κεκριμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκρίμην, κέκρισο, κέκριτο, κεκρίμεθα, κέκρισθε, κέκριντο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου