Ben Heine
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»
(κρίνω = αποφασίζω, εξετάζω, δικάζω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνω, κρίνεις, κρίνει, κρίνομεν, κρίνετε, κρίνουσι(ν)
Υποτακτική
κρίνω, κρίνῃς, κρίνῃ, κρίνωμεν, κρίνητε, κρίνωσι(ν)
Ευκτική
κρίνοιμι, κρίνοις, κρίνοι, κρίνοιμεν, κρίνοιτε, κρίνοιεν
Προστακτική
---, κρίνε, κρινέτω, ---, κρίνετε, κρινόντων (ή κρινέτωσαν)
Απαρέμφατο
κρίνειν
Μετοχή
κρίνων, κρίνουσα, κρίνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκρινον, ἔκρινες, ἔκρινε, ἐκρίνομεν, ἐκρίνετε, ἔκρινον
Μέλλοντας
Οριστική
κρινῶ, κρινεῖς, κρινεῖ, κρινοῦμεν, κρινεῖτε, κρινοῦσι(ν)
Ευκτική
κρινοῖμι, κρινοῖς, κρινοῖ, ή κρινοίην, κρινοίης, κρινοίη, κρινοῖμεν, κρινοῖτε, κρινοῖεν
Απαρέμφατο
κρινεῖν
Μετοχή
κρινῶν, κρινοῦσα, κρινοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἔκρινα, ἔκρινας, ἔκρινε(ν), ἐκρίναμεν, ἐκρίνατε, ἔκριναν
Υποτακτική
κρίνω, κρίνῃς, κρίνῃ, κρίνωμεν, κρίνητε, κρίνωσι(ν)
Ευκτική
κρίναιμι, κρίναις / κρίνειας, κρίναι / κρίνειε(ν), κρίναιμεν, κρίναιτε, κρίναιεν / κρίνειαν
Προστακτική
---, κρῖνον, κρινάτω, ---, κρίνατε, κρινάντων (ή κρινάτωσαν)
Απαρέμφατο
κρῖναι
Μετοχή
κρίνας, κρίνασα, κρῖναν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρικα, κέκρικας, κέκρικε, κεκρίκαμεν, κεκρίκατε, κεκρίκασι(ν)
Υποτακτική
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ὦ
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ᾖς
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ᾖ
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα ὦμεν
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα ἦτε
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα ὦσι
Ευκτική
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός εἴην
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός εἴης
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός εἴη
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα εἴημεν (εἶμεν)
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα εἴητε (εἶτε)
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ἴσθι
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ἔστω
---
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα ἔστε
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα ἔστων
Απαρέμφατο
κεκρικέναι
Μετοχή
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκρίκειν, ἐκεκρίκεις, ἐκεκρίκει, ἐκεκρίκεμεν, ἐκεκρίκετε, ἐκεκρίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνομαι, κρίνῃ/κρίνει, κρίνεται, κρινόμεθα, κρίνεσθε, κρίνονται
Υποτακτική
κρίνωμαι, κρίνῃ, κρίνηται, κρινώμεθα, κρίνησθε, κρίνωνται
Ευκτική
κρινοίμην, κρίνοιο, κρίνοιτο, κρινοίμεθα, κρίνοισθε, κρίνοιντο
Προστακτική
---, κρίνου, κρινέσθω, ---, κρίνεσθε, κρινέσθων ή κρινέσθωσαν
Απαρέμφατο
κρίνεσθαι
Μετοχή
κρινόμενος
κρινομένη
κρινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκρινόμην, ἐκρίνου, ἐκρίνετο, ἐκρινόμεθα, ἐκρίνεσθε, ἐκρίνοντο
Μέλλοντας
Οριστική
κρινοῦμαι, κρινῇ/κρινεῖ, κρινεῖται, κρινοῦμεθα, κρινεῖσθε, κρινοῦνται
Ευκτική
κρινοίμην, κρινοῖο, κρινοῖτο, κρινοίμεθα, κρινοῖσθε, κρινοῖντο
Απαρέμφατο
κρινεῖσθαι
Μετοχή
κρινούμενος
κρινουμένη
κρινούμενον
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
κριθήσομαι, κριθήσῃ/κριθήσει, κριθήσεται, κριθησόμεθα, κριθήσεσθε, κριθήσονται
Ευκτική
κριθησοίμην, κριθήσοιο, κριθήσοιτο, κριθησοίμεθα, κριθήσοισθε, κριθήσοιντο
Απαρέμφατο
κριθήσεσθαι
Μετοχή
κριθησόμενος
κριθησομένη
κριθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκρινάμην, ἐκρίνω, ἐκρίνατο, ἐκρινάμεθα, ἐκρίνασθε, ἐκρίναντο
Υποτακτική
κρίνωμαι, κρίνῃ, κρίνηται, κρινώμεθα, κρίνησθε, κρίνωνται
Ευκτική
κριναίμην, κρίναιο, κρίναιτο, κριναίμεθα, κρίναισθε, κρίναιντο
Προστακτική
---, κρῖναι, κρινάσθω, ---, κρίνασθε, κρινάσθων ή κρινάσθωσαν
Απαρέμφατο
κρίνασθαι
Μετοχή
κρινάμενος
κριναμένη
κρινάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκρίθην, ἐκρίθης, ἐκρίθη, ἐκρίθημεν, ἐκρίθητε, ἐκρίθησαν
Υποτακτική
κριθῶ, κριθῇς, κριθῇ, κριθῶμεν, κριθῆτε, κριθῶσι(ν)
Ευκτική
κριθείην, κριθείης, κριθείη, κριθείημεν ή κριθεῖμεν, κριθείητε ή κριθεῖτε, κριθείησαν ή κριθεῖεν
Προστακτική
---, κρίθητι, κριθήτω, ---, κρίθητε, κριθέντων ή κριθήτωσαν
Απαρέμφατο
κριθῆναι
Μετοχή
κριθείς
κριθεῖσα
κριθέν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκριμαι, κέκρισαι, κέκριται, κεκρίμεθα, κέκρισθε, κέκρινται
Υποτακτική
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον ὦ
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον ᾖς
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον ᾖ
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα ὦμεν
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα ἦτε
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα ὦσι
Ευκτική
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον εἴην
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον εἴης
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον εἴη
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα εἴημεν (εἶμεν)
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα εἴητε (εἶτε)
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, κέκρισο, κεκρίσθω, --- κέκρισθε, κεκρίσθων ή κεκρίσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκρίσθαι
Μετοχή
κεκριμένος,
κεκριμένη,
κεκριμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκρίμην, ἐκέκρισο, ἐκέκριτο, ἐκεκρίμεθα, ἐκέκρισθε, ἐκέκριντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνω, κρίνεις, κρίνει, κρίνομεν, κρίνετε, κρίνουσι(ν)
κρίνω, κρίνῃς, κρίνῃ, κρίνωμεν, κρίνητε, κρίνωσι(ν)
κρίνοιμι, κρίνοις, κρίνοι, κρίνοιμεν, κρίνοιτε, κρίνοιεν
Προστακτική
---, κρίνε, κρινέτω, ---, κρίνετε, κρινόντων (ή κρινέτωσαν)
Απαρέμφατο
κρίνειν
Μετοχή
κρίνων, κρίνουσα, κρίνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκρινον, ἔκρινες, ἔκρινε, ἐκρίνομεν, ἐκρίνετε, ἔκρινον
Οριστική
κρινῶ, κρινεῖς, κρινεῖ, κρινοῦμεν, κρινεῖτε, κρινοῦσι(ν)
κρινοῖμι, κρινοῖς, κρινοῖ, ή κρινοίην, κρινοίης, κρινοίη, κρινοῖμεν, κρινοῖτε, κρινοῖεν
κρινεῖν
κρινῶν, κρινοῦσα, κρινοῦν
Οριστική
ἔκρινα, ἔκρινας, ἔκρινε(ν), ἐκρίναμεν, ἐκρίνατε, ἔκριναν
κρίνω, κρίνῃς, κρίνῃ, κρίνωμεν, κρίνητε, κρίνωσι(ν)
κρίναιμι, κρίναις / κρίνειας, κρίναι / κρίνειε(ν), κρίναιμεν, κρίναιτε, κρίναιεν / κρίνειαν
Προστακτική
---, κρῖνον, κρινάτω, ---, κρίνατε, κρινάντων (ή κρινάτωσαν)
κρῖναι
κρίνας, κρίνασα, κρῖναν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρικα, κέκρικας, κέκρικε, κεκρίκαμεν, κεκρίκατε, κεκρίκασι(ν)
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ὦ
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ᾖς
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα ὦμεν
Ευκτική
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός εἴην
Προστακτική
---
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός ἴσθι
κεκρικότες- κεκρικυῖαι- κεκρικότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκρικέναι
Μετοχή
κεκρικώς- κεκρικυῖα- κεκρικός
Οριστική
ἐκεκρίκειν, ἐκεκρίκεις, ἐκεκρίκει, ἐκεκρίκεμεν, ἐκεκρίκετε, ἐκεκρίκεσαν
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνομαι, κρίνῃ/κρίνει, κρίνεται, κρινόμεθα, κρίνεσθε, κρίνονται
κρίνωμαι, κρίνῃ, κρίνηται, κρινώμεθα, κρίνησθε, κρίνωνται
κρινοίμην, κρίνοιο, κρίνοιτο, κρινοίμεθα, κρίνοισθε, κρίνοιντο
Προστακτική
---, κρίνου, κρινέσθω, ---, κρίνεσθε, κρινέσθων ή κρινέσθωσαν
Απαρέμφατο
κρίνεσθαι
Μετοχή
κρινόμενος
κρινομένη
κρινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκρινόμην, ἐκρίνου, ἐκρίνετο, ἐκρινόμεθα, ἐκρίνεσθε, ἐκρίνοντο
Οριστική
κρινοῦμαι, κρινῇ/κρινεῖ, κρινεῖται, κρινοῦμεθα, κρινεῖσθε, κρινοῦνται
κρινοίμην, κρινοῖο, κρινοῖτο, κρινοίμεθα, κρινοῖσθε, κρινοῖντο
κρινεῖσθαι
κρινούμενος
κρινουμένη
κρινούμενον
Οριστική
κριθήσομαι, κριθήσῃ/κριθήσει, κριθήσεται, κριθησόμεθα, κριθήσεσθε, κριθήσονται
κριθησοίμην, κριθήσοιο, κριθήσοιτο, κριθησοίμεθα, κριθήσοισθε, κριθήσοιντο
Απαρέμφατο
κριθήσεσθαι
Μετοχή
κριθησόμενος
κριθησομένη
κριθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκρινάμην, ἐκρίνω, ἐκρίνατο, ἐκρινάμεθα, ἐκρίνασθε, ἐκρίναντο
κρίνωμαι, κρίνῃ, κρίνηται, κρινώμεθα, κρίνησθε, κρίνωνται
κριναίμην, κρίναιο, κρίναιτο, κριναίμεθα, κρίναισθε, κρίναιντο
Προστακτική
---, κρῖναι, κρινάσθω, ---, κρίνασθε, κρινάσθων ή κρινάσθωσαν
κρίνασθαι
Μετοχή
κρινάμενος
κριναμένη
κρινάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκρίθην, ἐκρίθης, ἐκρίθη, ἐκρίθημεν, ἐκρίθητε, ἐκρίθησαν
κριθῶ, κριθῇς, κριθῇ, κριθῶμεν, κριθῆτε, κριθῶσι(ν)
κριθείην, κριθείης, κριθείη, κριθείημεν ή κριθεῖμεν, κριθείητε ή κριθεῖτε, κριθείησαν ή κριθεῖεν
---, κρίθητι, κριθήτω, ---, κρίθητε, κριθέντων ή κριθήτωσαν
Απαρέμφατο
κριθῆναι
κριθείς
κριθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
κέκριμαι, κέκρισαι, κέκριται, κεκρίμεθα, κέκρισθε, κέκρινται
Υποτακτική
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον ὦ
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον ᾖς
κεκριμένοι- κεκριμέναι-κεκριμένα ὦμεν
Ευκτική
κεκριμένος- κεκριμένη-κεκριμένον εἴην
Προστακτική
---, κέκρισο, κεκρίσθω, --- κέκρισθε, κεκρίσθων ή κεκρίσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκρίσθαι
Μετοχή
κεκριμένος,
κεκριμένη,
κεκριμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκρίμην, ἐκέκρισο, ἐκέκριτο, ἐκεκρίμεθα, ἐκέκρισθε, ἐκέκριντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου