Stephanie Laird
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρούω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρούω, κρούεις, κρούει, κρούομεν, κρούετε, κρούουσι(ν)
Υποτακτική
κρούω, κρούῃς, κρούῃ, κρούωμεν, κρούητε, κρούωσι(ν)
Ευκτική
κρούοιμι, κρούοις, κρούοι, κρούοιμεν, κρούοιτε, κρούοιεν
Προστακτική
---, κροῦε, κρουέτω, ---, κρούετε, κρουόντων (ή κρουέτωσαν)
Απαρέμφατο
κρούειν
Μετοχή
κρούων, κρούουσα, κρούον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκρουον, ἔκρουες, ἔκρουε, ἐκρούομεν, ἐκρούετε, ἔκρουον
Μέλλοντας
Οριστική
κρούσω, κρούσεις, κρούσει, κρούσομεν, κρούσετε, κρούσουσι(ν)
Ευκτική
κρούσοιμι, κρούσοις, κρούσοι, κρούσοιμεν, κρούσοιτε, κρούσοιεν
Απαρέμφατο
κρούσειν
Μετοχή
κρούσων, κρούσουσα, κροῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἔκρουσα, ἔκρουσας, ἔκρουσε(ν), ἐκρούσαμεν, ἐκρούσατε, ἔκρουσαν
Υποτακτική
κρούσω, κρούσῃς, κρούσῃ, κρούσωμεν, κρούσητε, κρούσωσι(ν)
Ευκτική
κρούσαιμι, κρούσαις / κρούσειας, κροῦσαι / κρούσειε(ν), κρούσαιμεν, κρούσαιτε, κρούσαιεν / κρούσειαν
Προστακτική
---, κροῦσον, κρουσάτω, ---, κρούσατε, κρουσάντων (ή κρουσάτωσαν)
Απαρέμφατο
κροῦσαι
Μετοχή
κρούσας, κρούσασα, κροῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρουκα, κέκρουκας, κέκρουκε, κεκρούκαμεν, κεκρούκατε, κεκρούκασι(ν)
Υποτακτική
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ὦ
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ᾖς
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ᾖ
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα ὦμεν
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα ἦτε
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα ὦσι
Ευκτική
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός εἴην
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός εἴης
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός εἴη
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα εἴημεν (εἶμεν)
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα εἴητε (εἶτε)
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ἴσθι
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ἔστω
---
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα ἔστε
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα ἔστων
Απαρέμφατο
κεκρουκέναι
Μετοχή
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκρούκειν, ἐκεκρούκεις, ἐκεκρούκει, ἐκεκρούκεμεν, ἐκεκρούκετε, ἐκεκρούκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρούομαι, κρούῃ/κρούει, κρούεται, κρουόμεθα, κρούεσθε, κρούονται
Υποτακτική
κρούωμαι, κρούῃ, κρούηται, κρουώμεθα, κρούησθε, κρούωνται
Ευκτική
κρουοίμην, κρούοιο, κρούοιτο, κρουοίμεθα, κρούοισθε, κρούοιντο
Προστακτική
---, κρούου, κρουέσθω, ---, κρούεσθε, κρουέσθων ή κρουέσθωσαν
Απαρέμφατο
κρούεσθαι
Μετοχή
κρουόμενος
κρουομένη
κρουόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκρουόμην, ἐκρούου, ἐκρούετο, ἐκρουόμεθα, ἐκρούεσθε, ἐκρούοντο
Μέλλοντας
Οριστική
κρούσομαι, κρούσῃ/κρούσει, κρούσεται, κρουσόμεθα, κρούσεσθε, κρούσονται
Ευκτική
κρουσοίμην, κρούσοιο, κρούσοιτο, κρουσοίμεθα, κρούσοισθε, κρούσοιντο
Απαρέμφατο
κρούσεσθαι
Μετοχή
κρουσόμενος
κρουσομένη
κρουσόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκρουσάμην, ἐκρούσω, ἐκρούσατο, ἐκρουσάμεθα, ἐκρούσασθε, ἐκρούσαντο
Υποτακτική
κρούσωμαι, κρούσῃ, κρούσηται, κρουσώμεθα, κρούσησθε, κρούσωνται
Ευκτική
κρουσαίμην, κρούσαιο, κρούσαιτο, κρουσαίμεθα, κρούσαισθε, κρούσαιντο
Προστακτική
---, κροῦσαι, κρουσάσθω, ---, κρούσασθε, κρουσάσθων ή κρουσάσθωσαν
Απαρέμφατο
κρούσασθαι
Μετοχή
κρουσάμενος
κρουσαμένη
κρουσάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκρούσθην, ἐκρούσθης, ἐκρούσθη, ἐκρούσθημεν, ἐκρούσθητε, ἐκρούσθησαν
Υποτακτική
κρουσθῶ, κρουσθῇς, κρουσθῇ, κρουσθῶμεν, κρουσθῆτε, κρουσθῶσι(ν)
Ευκτική
κρουσθείην, κρουσθείης, κρουσθείη, κρουσθείημεν ή κρουσθεῖμεν, κρουσθείητε ή κρουσθεῖτε, κρουσθείησαν ή κρουσθεῖεν
Προστακτική
---, κρούσθητι, κρουσθήτω, ---, κρούσθητε, κρουσθέντων ή κρουσθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρουσθῆναι
Μετοχή
κρουσθείς
κρουσθεῖσα
κρουσθέν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρουσμαι, κέκρουσαι, κέκρουσται, κεκρούσμεθα, κέκρουσθε, κεκρουσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον ὦ
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον ᾖς
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον ᾖ
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα ὦμεν
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα ἦτε
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα ὦσι
Ευκτική
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον εἴην
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον
εἴης
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον
εἴη
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα
εἴημεν (εἶμεν)
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα
εἴητε (εἶτε)
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα
εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, κέκρουσο, κεκρούσθω, --- κέκρουσθε, κεκρούσθων ή κεκρούσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκροῦσθαι
Μετοχή
κεκρουσμένος,
κεκρουσμένη,
κεκρουσμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκρούσμην, ἐκέκρουσο, ἐκέκρουστο, ἐκεκρούσμεθα, ἐκέκρουσθε, κεκρουσμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρούω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρούω, κρούεις, κρούει, κρούομεν, κρούετε, κρούουσι(ν)
κρούω, κρούῃς, κρούῃ, κρούωμεν, κρούητε, κρούωσι(ν)
κρούοιμι, κρούοις, κρούοι, κρούοιμεν, κρούοιτε, κρούοιεν
Προστακτική
---, κροῦε, κρουέτω, ---, κρούετε, κρουόντων (ή κρουέτωσαν)
κρούειν
Μετοχή
κρούων, κρούουσα, κρούον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκρουον, ἔκρουες, ἔκρουε, ἐκρούομεν, ἐκρούετε, ἔκρουον
Οριστική
κρούσω, κρούσεις, κρούσει, κρούσομεν, κρούσετε, κρούσουσι(ν)
κρούσοιμι, κρούσοις, κρούσοι, κρούσοιμεν, κρούσοιτε, κρούσοιεν
Απαρέμφατο
κρούσειν
Μετοχή
κρούσων, κρούσουσα, κροῦσον
Οριστική
ἔκρουσα, ἔκρουσας, ἔκρουσε(ν), ἐκρούσαμεν, ἐκρούσατε, ἔκρουσαν
κρούσω, κρούσῃς, κρούσῃ, κρούσωμεν, κρούσητε, κρούσωσι(ν)
κρούσαιμι, κρούσαις / κρούσειας, κροῦσαι / κρούσειε(ν), κρούσαιμεν, κρούσαιτε, κρούσαιεν / κρούσειαν
---, κροῦσον, κρουσάτω, ---, κρούσατε, κρουσάντων (ή κρουσάτωσαν)
κροῦσαι
κρούσας, κρούσασα, κροῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρουκα, κέκρουκας, κέκρουκε, κεκρούκαμεν, κεκρούκατε, κεκρούκασι(ν)
Υποτακτική
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ὦ
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ᾖς
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα ὦμεν
Ευκτική
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός εἴην
Προστακτική
---
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός ἴσθι
κεκρουκότες- κεκρουκυῖαι- κεκρουκότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκρουκέναι
Μετοχή
κεκρουκώς- κεκρουκυῖα- κεκρουκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκρούκειν, ἐκεκρούκεις, ἐκεκρούκει, ἐκεκρούκεμεν, ἐκεκρούκετε, ἐκεκρούκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρούομαι, κρούῃ/κρούει, κρούεται, κρουόμεθα, κρούεσθε, κρούονται
κρούωμαι, κρούῃ, κρούηται, κρουώμεθα, κρούησθε, κρούωνται
κρουοίμην, κρούοιο, κρούοιτο, κρουοίμεθα, κρούοισθε, κρούοιντο
Προστακτική
---, κρούου, κρουέσθω, ---, κρούεσθε, κρουέσθων ή κρουέσθωσαν
Απαρέμφατο
κρούεσθαι
Μετοχή
κρουόμενος
κρουομένη
κρουόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκρουόμην, ἐκρούου, ἐκρούετο, ἐκρουόμεθα, ἐκρούεσθε, ἐκρούοντο
Οριστική
κρούσομαι, κρούσῃ/κρούσει, κρούσεται, κρουσόμεθα, κρούσεσθε, κρούσονται
κρουσοίμην, κρούσοιο, κρούσοιτο, κρουσοίμεθα, κρούσοισθε, κρούσοιντο
Απαρέμφατο
κρούσεσθαι
Μετοχή
κρουσόμενος
κρουσομένη
κρουσόμενον
Οριστική
ἐκρουσάμην, ἐκρούσω, ἐκρούσατο, ἐκρουσάμεθα, ἐκρούσασθε, ἐκρούσαντο
κρούσωμαι, κρούσῃ, κρούσηται, κρουσώμεθα, κρούσησθε, κρούσωνται
κρουσαίμην, κρούσαιο, κρούσαιτο, κρουσαίμεθα, κρούσαισθε, κρούσαιντο
Προστακτική
---, κροῦσαι, κρουσάσθω, ---, κρούσασθε, κρουσάσθων ή κρουσάσθωσαν
κρούσασθαι
Μετοχή
κρουσάμενος
κρουσαμένη
κρουσάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκρούσθην, ἐκρούσθης, ἐκρούσθη, ἐκρούσθημεν, ἐκρούσθητε, ἐκρούσθησαν
κρουσθῶ, κρουσθῇς, κρουσθῇ, κρουσθῶμεν, κρουσθῆτε, κρουσθῶσι(ν)
κρουσθείην, κρουσθείης, κρουσθείη, κρουσθείημεν ή κρουσθεῖμεν, κρουσθείητε ή κρουσθεῖτε, κρουσθείησαν ή κρουσθεῖεν
---, κρούσθητι, κρουσθήτω, ---, κρούσθητε, κρουσθέντων ή κρουσθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρουσθῆναι
κρουσθείς
κρουσθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρουσμαι, κέκρουσαι, κέκρουσται, κεκρούσμεθα, κέκρουσθε, κεκρουσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον ὦ
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον ᾖς
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα ὦμεν
Ευκτική
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον εἴην
Προστακτική
---, κέκρουσο, κεκρούσθω, --- κέκρουσθε, κεκρούσθων ή κεκρούσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκροῦσθαι
κεκρουσμένος,
κεκρουσμένη,
κεκρουσμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκρούσμην, ἐκέκρουσο, ἐκέκρουστο, ἐκεκρούσμεθα, ἐκέκρουσθε, κεκρουσμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου