Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρούω»

Stephanie Laird
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρούω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρούω, κρούεις, κρούει, κρούομεν, κρούετε, κρούουσι(ν)
Υποτακτική
κρούω, κρούς, κρού, κρούωμεν, κρούητε, κρούωσι(ν)
Ευκτική
κρούοιμι, κρούοις, κρούοι, κρούοιμεν, κρούοιτε, κρούοιεν
Προστακτική
---, κροε, κρουέτω, ---, κρούετε, κρουόντων (ή κρουέτωσαν)
Απαρέμφατο
κρούειν
Μετοχή
κρούων, κρούουσα, κρούον
 
Παρατατικός
Οριστική
κρουον, κρουες, κρουε, κρούομεν, κρούετε, κρουον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κρούσω, κρούσεις, κρούσει, κρούσομεν, κρούσετε, κρούσουσι(ν)
Ευκτική
κρούσοιμι, κρούσοις, κρούσοι, κρούσοιμεν, κρούσοιτε, κρούσοιεν
Απαρέμφατο
κρούσειν
Μετοχή
κρούσων, κρούσουσα, κροσον
 
Αόριστος
Οριστική
κρουσα, κρουσας, κρουσε(ν), κρούσαμεν, κρούσατε, κρουσαν
Υποτακτική
κρούσω, κρούσς, κρούσ, κρούσωμεν, κρούσητε, κρούσωσι(ν)
Ευκτική
κρούσαιμι, κρούσαις / κρούσειας, κροσαι / κρούσειε(ν), κρούσαιμεν, κρούσαιτε, κρούσαιεν / κρούσειαν
Προστακτική
---, κροσον, κρουσάτω, ---, κρούσατε, κρουσάντων (ή κρουσάτωσαν)
Απαρέμφατο
κροσαι
Μετοχή
κρούσας, κρούσασα, κροσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρουκα, κέκρουκας, κέκρουκε, κεκρούκαμεν, κεκρούκατε, κεκρούκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός ς
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα μεν
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα τε
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα σι
 
Ευκτική
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός εην
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός εης
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός εη
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα εημεν (εμεν)
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα εητε (ετε)
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός σθι
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός στω
---
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα στε
κεκρουκότες- κεκρουκυαι- κεκρουκότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκρουκέναι
Μετοχή
κεκρουκώς- κεκρουκυα- κεκρουκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεκρούκειν, κεκρούκεις, κεκρούκει, κεκρούκεμεν, κεκρούκετε, κεκρούκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρούομαι, κρού/κρούει, κρούεται, κρουόμεθα, κρούεσθε, κρούονται
Υποτακτική
κρούωμαι, κρού, κρούηται, κρουώμεθα, κρούησθε, κρούωνται
Ευκτική
κρουοίμην, κρούοιο, κρούοιτο, κρουοίμεθα, κρούοισθε, κρούοιντο
Προστακτική
---, κρούου, κρουέσθω, ---, κρούεσθε, κρουέσθων ή κρουέσθωσαν
Απαρέμφατο
κρούεσθαι
Μετοχή
κρουόμενος
κρουομένη
κρουόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κρουόμην, κρούου, κρούετο, κρουόμεθα, κρούεσθε, κρούοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κρούσομαι, κρούσ/κρούσει, κρούσεται, κρουσόμεθα, κρούσεσθε, κρούσονται
Ευκτική
κρουσοίμην, κρούσοιο, κρούσοιτο, κρουσοίμεθα, κρούσοισθε, κρούσοιντο
Απαρέμφατο
κρούσεσθαι
Μετοχή
κρουσόμενος
κρουσομένη
κρουσόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κρουσάμην, κρούσω, κρούσατο, κρουσάμεθα, κρούσασθε, κρούσαντο
Υποτακτική
κρούσωμαι, κρούσ, κρούσηται, κρουσώμεθα, κρούσησθε, κρούσωνται
Ευκτική
κρουσαίμην, κρούσαιο, κρούσαιτο, κρουσαίμεθα, κρούσαισθε, κρούσαιντο
Προστακτική
---, κροσαι, κρουσάσθω, ---, κρούσασθε, κρουσάσθων ή κρουσάσθωσαν
Απαρέμφατο
κρούσασθαι
Μετοχή
κρουσάμενος
κρουσαμένη
κρουσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κρούσθην, κρούσθης, κρούσθη, κρούσθημεν, κρούσθητε, κρούσθησαν
Υποτακτική
κρουσθ, κρουσθς, κρουσθ, κρουσθμεν, κρουσθτε, κρουσθσι(ν)
Ευκτική
κρουσθείην, κρουσθείης, κρουσθείη, κρουσθείημεν ή κρουσθεμεν, κρουσθείητε ή κρουσθετε, κρουσθείησαν ή κρουσθεεν
Προστακτική
---, κρούσθητι, κρουσθήτω, ---, κρούσθητε, κρουσθέντων ή κρουσθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρουσθναι
Μετοχή
κρουσθείς
κρουσθεσα
κρουσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέκρουσμαι, κέκρουσαι, κέκρουσται, κεκρούσμεθα, κέκρουσθε, κεκρουσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον ς
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα μεν
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα τε
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα σι
 
Ευκτική
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον εην
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον εης
κεκρουσμένος- κεκρουσμένη-κεκρουσμένον εη
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα εημεν (εμεν)
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα εητε (ετε)
κεκρουσμένοι- κεκρουσμέναι-κεκρουσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέκρουσο, κεκρούσθω, --- κέκρουσθε, κεκρούσθων ή κεκρούσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκροσθαι
Μετοχή
κεκρουσμένος,
κεκρουσμένη,
κεκρουσμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκρούσμην, κέκρουσο, κέκρουστο, κεκρούσμεθα, κέκρουσθε, κεκρουσμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου