Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀλισθαίνω & ὀλισθάνω»
Ενεστώτας
Οριστική
ὀλισθαίνω, ὀλισθαίνεις, ὀλισθαίνει, ὀλισθαίνομεν, ὀλισθαίνετε, ὀλισθαίνουσι(ν)
ὀλισθάνω, ὀλισθάνῃς, ὀλισθάνῃ, ὀλισθάνωμεν, ὀλισθάνητε, ὀλισθάνωσι(ν)
ὀλισθάνοιμι, ὀλισθάνοις, ὀλισθάνοι, ὀλισθάνοιμεν, ὀλισθάνοιτε, ὀλισθάνοιεν
---, ὀλίσθανε, ὀλισθανέτω, ---, ὀλισθάνετε, ὀλισθανόντων (ή ὀλισθανέτωσαν)
ὀλισθάνειν
ὀλισθάνων, ὀλισθάνουσα, ὀλισθάνον
Παρατατικός
Οριστική
ὠλίσθανον, ὠλίσθανες, ὠλίσθανε, ὠλισθάνομεν, ὠλισθάνετε, ὠλίσθανον
Μέλλοντας
Οριστική
ὀλισθήσω, ὀλισθήσεις, ὀλισθήσει, ὀλισθήσομεν, ὀλισθήσετε, ὀλισθήσουσι(ν)
ὀλισθήσοιμι, ὀλισθήσοις, ὀλισθήσοι, ὀλισθήσοιμεν, ὀλισθήσοιτε, ὀλισθήσοιεν
ὀλισθήσειν
ὀλισθήσων, ὀλισθήσουσα, ὀλισθῆσον
Οριστική
ὠλίσθησα, ὠλίσθησας, ὠλίσθησε(ν), ὠλισθήσαμεν, ὠλισθήσατε, ὠλίσθησαν
ὀλισθήσω, ὀλισθήσῃς, ὀλισθήσῃ, ὀλισθήσωμεν, ὀλισθήσητε, ὀλισθήσωσι(ν)
ὀλισθήσαιμι, ὀλισθήσαις / ὀλισθήσειας, ὀλισθήσαι / ὀλισθήσειε(ν), ὀλισθήσαιμεν, ὀλισθήσαιτε, ὀλισθήσαιεν / ὀλισθήσειαν
---, ὀλίσθησον, ὀλισθησάτω, ---, ὀλισθήσατε, ὀλισθησάντων (ή ὀλισθησάτωσαν)
ὀλισθῆσαι
ὀλισθήσας, ὀλισθήσασα, ὀλισθῆσαν
Οριστική
ὤλισθον, ὤλισθες, ὤλισθε(ν), ὠλίσθομεν, ὠλίσθετε, ὤλισθον
ὀλίσθω, ὀλίσθῃς, ὀλίσθῃ, ὀλίσθωμεν, ὀλίσθητε, ὀλίσθωσι(ν)
ὀλίσθοιμι, ὀλίσθοις, ὀλίσθοι, ὀλίσθοιμεν, ὀλίσθοιτε, ὀλίσθοιεν
---, ὄλισθε, ὀλισθέτω, ---, ὀλίσθετε, ὀλισθόντων (ή ὀλισθέτωσαν)
ὀλισθεῖν
ὀλισθών, ὀλισθοῦσα, ὀλισθόν
Οριστική
ὠλίσθηκα, ὠλίσθηκας, ὠλίσθηκε, ὠλισθήκαμεν, ὠλισθήκατε, ὠλισθήκασι(ν)
Υποτακτική
ὠλισθηκώς- ὠλισθηκυῖα- ὠλισθηκός ὦ
ὠλισθηκώς- ὠλισθηκυῖα- ὠλισθηκός ᾖς
ὠλισθηκότες- ὠλισθηκυῖαι- ὠλισθηκότα ὦμεν
Ευκτική
ὠλισθηκώς- ὠλισθηκυῖα- ὠλισθηκός εἴην
Προστακτική
---
ὠλισθηκώς- ὠλισθηκυῖα- ὠλισθηκός ἴσθι
ὠλισθηκότες- ὠλισθηκυῖαι- ὠλισθηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ὠλισθηκέναι
ὠλισθηκώς- ὠλισθηκυῖα- ὠλισθηκός
ὠλισθήκειν, ὠλισθήκεις, ὠλισθήκει, ὠλισθήκεμεν, ὠλισθήκετε, ὠλισθήκεσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου