Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποκρίνομαι»

Laura Lein Svencner
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ποκρίνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ποκρίνομαι, ποκρίν ή ποκρίνει, ποκρίνεται, ποκρινόμεθα, ποκρίνεσθε, ποκρίνονται
Υποτακτική
ποκρίνωμαι, ποκρίν, ποκρίνηται, ποκρινώμεθα, ποκρίνησθε, ποκρίνωνται
Ευκτική
ποκρινοίμην, ποκρίνοιο, ποκρίνοιτο, ποκρινοίμεθα, ποκρίνοισθε, ποκρίνοιντο
Προστακτική
---, ποκρίνου, ποκρινέσθω, ---, ποκρίνεσθε, ποκρινέσθων ή ποκρινέσθωσαν
Απαρέμφατο
ποκρίνεσθαι
Μετοχή
ποκρινόμενος
ποκρινομένη
ποκρινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πεκρινόμην, πεκρίνου, πεκρίνετο, πεκρινόμεθα, πεκρίνεσθε, πεκρίνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποκρινομαι, ποκριν ή ποκρινε, ποκρινεται, ποκρνομεθα, ποκρινεσθε, ποκρινονται
Ευκτική
ποκρινοίμην, ποκρινοο, ποκρινοτο, ποκρινοίμεθα, ποκρινοσθε, ποκρινοντο
Απαρέμφατο
ποκρινεσθαι
Μετοχή
ποκρινούμενος
ποκρινουμένη
ποκρινούμενον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποκριθήσομαι, ποκριθήσ ή ποκριθήσει, ποκριθήσεται, ποκριθησόμεθα, ποκριθήσεσθε, ποκριθήσονται
Ευκτική
ποκριθησοίμην, ποκριθήσοιο, ποκριθήσοιτο, ποκριθησοίμεθα, ποκριθήσοισθε, ποκριχθήσοιντο
Απαρέμφατο
ποκριθήσεσθαι
Μετοχή
ποκριθησόμενος
ποκριθησομένη
ποκριθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πεκρινάμην, πεκρίνω, πεκρίνατο, πεκρινάμεθα, πεκρίνασθε, πεκρίναντο
Υποτακτική
ποκρίνωμαι, ποκρίν, ποκρίνηται, ποκρινώμεθα, ποκρίνησθε, ποκρίνωνται
Ευκτική
ποκριναίμην, ποκρίναιο, ποκρίναιτο, ποκριναίμεθα, ποκρίναισθε, ποκρίναιντο
Προστακτική
---, πόκριναι, ποκρινάσθω, ----, ποκρίνασθε, ποκρινάσθων ή ποκρινάσθωσαν
Απαρέμφατο
ποκρίνασθαι
Μετοχή
ποκρινάμενος, ποκριναμένη, ποκρινάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πεκρίθην, πεκρίθης, πεκρίθη, πεκρίθημεν, πεκρίθητε, πεκρίθησαν
Υποτακτική
ποκριθ, ποκριθς, ποκριθ, ποκριθμεν, ποκριθτε, ποκριθσι(ν)
Ευκτική
ποκριθείην, ποκριθείης, ποκριθείη, ποκριθείημεν ή ποκριθεμεν, ποκριθείητε ή ποκριθετε, ποκριθείησαν ή ποκριθεεν
Προστακτική
---, ποκρίθητι, ποκριθήτω, ---, ποκρίθητε, ποκριθέντων ή ποκριθήτωσαν
Απαρέμφατο
ποκριθναι
Μετοχή
ποκριθείς
ποκριθεσα
ποκριθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ποκέκριμαι, ποκέκρισαι, ποκέκριται, ποκεκρίμεθα, ποκέκρισθε, ποκέκρινται
 
Υποτακτική
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον ς
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα μεν
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα τε
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα σι
 
Ευκτική
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον εην
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον εης
ποκεκριμένος- ποκεκριμένη- ποκεκριμένον εη
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα εημεν (εμεν)
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα εητε (ετε)
ποκεκριμένοι- ποκεκριμέναι- ποκεκριμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ποκέκρισο, ποκεκρίσθω, ---, ποκέκρισθε, ποκεκρίσθων ή ποκεκρίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ποκεκρίσθαι
Μετοχή
ποκεκριμένος,
ποκεκριμένη,
ποκεκριμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεκεκρίμην, πεκέκρισο, πεκέκριτο, πεκεκρίμεθα, πεκέκρισθε, πεκέκριντο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου