Laura Lein Svencner
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποκρίνομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ἀποκρίνομαι, ἀποκρίνῃ ή ἀποκρίνει, ἀποκρίνεται, ἀποκρινόμεθα, ἀποκρίνεσθε, ἀποκρίνονται
Υποτακτική
ἀποκρίνωμαι, ἀποκρίνῃ, ἀποκρίνηται, ἀποκρινώμεθα, ἀποκρίνησθε, ἀποκρίνωνται
Ευκτική
ἀποκρινοίμην, ἀποκρίνοιο, ἀποκρίνοιτο, ἀποκρινοίμεθα, ἀποκρίνοισθε, ἀποκρίνοιντο
Προστακτική
---, ἀποκρίνου, ἀποκρινέσθω, ---, ἀποκρίνεσθε, ἀποκρινέσθων ή ἀποκρινέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀποκρίνεσθαι
Μετοχή
ἀποκρινόμενος
ἀποκρινομένη
ἀποκρινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἀπεκρινόμην, ἀπεκρίνου, ἀπεκρίνετο, ἀπεκρινόμεθα, ἀπεκρίνεσθε, ἀπεκρίνοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀποκρινοῦμαι, ἀποκρινῇ ή ἀποκρινεῖ, ἀποκρινεῖται, ἀποκρνοῦμεθα, ἀποκρινεῖσθε, ἀποκρινοῦνται
Ευκτική
ἀποκρινοίμην, ἀποκρινοῖο, ἀποκρινοῖτο, ἀποκρινοίμεθα, ἀποκρινοῖσθε, ἀποκρινοῖντο
Απαρέμφατο
ἀποκρινεῖσθαι
Μετοχή
ἀποκρινούμενος
ἀποκρινουμένη
ἀποκρινούμενον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀποκριθήσομαι, ἀποκριθήσῃ ή ἀποκριθήσει, ἀποκριθήσεται, ἀποκριθησόμεθα, ἀποκριθήσεσθε, ἀποκριθήσονται
Ευκτική
ἀποκριθησοίμην, ἀποκριθήσοιο, ἀποκριθήσοιτο, ἀποκριθησοίμεθα, ἀποκριθήσοισθε, ἀποκριχθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἀποκριθήσεσθαι
Μετοχή
ἀποκριθησόμενος
ἀποκριθησομένη
ἀποκριθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἀπεκρινάμην, ἀπεκρίνω, ἀπεκρίνατο, ἀπεκρινάμεθα, ἀπεκρίνασθε, ἀπεκρίναντο
Υποτακτική
ἀποκρίνωμαι, ἀποκρίνῃ, ἀποκρίνηται, ἀποκρινώμεθα, ἀποκρίνησθε, ἀποκρίνωνται
Ευκτική
ἀποκριναίμην, ἀποκρίναιο, ἀποκρίναιτο, ἀποκριναίμεθα, ἀποκρίναισθε, ἀποκρίναιντο
Προστακτική
---, ἀπόκριναι, ἀποκρινάσθω, ----, ἀποκρίνασθε, ἀποκρινάσθων ή ἀποκρινάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀποκρίνασθαι
Μετοχή
ἀποκρινάμενος, ἀποκριναμένη, ἀποκρινάμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἀπεκρίθην, ἀπεκρίθης, ἀπεκρίθη, ἀπεκρίθημεν, ἀπεκρίθητε, ἀπεκρίθησαν
Υποτακτική
ἀποκριθῶ, ἀποκριθῇς, ἀποκριθῇ, ἀποκριθῶμεν, ἀποκριθῆτε, ἀποκριθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀποκριθείην, ἀποκριθείης, ἀποκριθείη, ἀποκριθείημεν ή ἀποκριθεῖμεν, ἀποκριθείητε ή ἀποκριθεῖτε, ἀποκριθείησαν ή ἀποκριθεῖεν
Προστακτική
---, ἀποκρίθητι, ἀποκριθήτω, ---, ἀποκρίθητε, ἀποκριθέντων ή ἀποκριθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀποκριθῆναι
Μετοχή
ἀποκριθείς
ἀποκριθεῖσα
ἀποκριθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀποκέκριμαι, ἀποκέκρισαι, ἀποκέκριται, ἀποκεκρίμεθα, ἀποκέκρισθε, ἀποκέκρινται
Υποτακτική
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον ὦ
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον ᾖς
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον ᾖ
ἀποκεκριμένοι- ἀποκεκριμέναι- ἀποκεκριμένα ὦμεν
ἀποκεκριμένοι- ἀποκεκριμέναι- ἀποκεκριμένα ἦτε
ἀποκεκριμένοι- ἀποκεκριμέναι- ἀποκεκριμένα ὦσι
Ευκτική
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον εἴην
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον εἴης
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον εἴη
ἀποκεκριμένοι- ἀποκεκριμέναι- ἀποκεκριμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἀποκεκριμένοι- ἀποκεκριμέναι- ἀποκεκριμένα εἴητε (εἶτε)
ἀποκεκριμένοι- ἀποκεκριμέναι- ἀποκεκριμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἀποκέκρισο, ἀποκεκρίσθω, ---, ἀποκέκρισθε, ἀποκεκρίσθων ή ἀποκεκρίσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀποκεκρίσθαι
Μετοχή
ἀποκεκριμένος,
ἀποκεκριμένη,
ἀποκεκριμένον
Υπερσυντέλικος
ἀπεκεκρίμην, ἀπεκέκρισο, ἀπεκέκριτο, ἀπεκεκρίμεθα, ἀπεκέκρισθε, ἀπεκέκριντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποκρίνομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ἀποκρίνομαι, ἀποκρίνῃ ή ἀποκρίνει, ἀποκρίνεται, ἀποκρινόμεθα, ἀποκρίνεσθε, ἀποκρίνονται
ἀποκρίνωμαι, ἀποκρίνῃ, ἀποκρίνηται, ἀποκρινώμεθα, ἀποκρίνησθε, ἀποκρίνωνται
ἀποκρινοίμην, ἀποκρίνοιο, ἀποκρίνοιτο, ἀποκρινοίμεθα, ἀποκρίνοισθε, ἀποκρίνοιντο
---, ἀποκρίνου, ἀποκρινέσθω, ---, ἀποκρίνεσθε, ἀποκρινέσθων ή ἀποκρινέσθωσαν
ἀποκρίνεσθαι
ἀποκρινόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἀπεκρινόμην, ἀπεκρίνου, ἀπεκρίνετο, ἀπεκρινόμεθα, ἀπεκρίνεσθε, ἀπεκρίνοντο
Οριστική
ἀποκρινοῦμαι, ἀποκρινῇ ή ἀποκρινεῖ, ἀποκρινεῖται, ἀποκρνοῦμεθα, ἀποκρινεῖσθε, ἀποκρινοῦνται
ἀποκρινοίμην, ἀποκρινοῖο, ἀποκρινοῖτο, ἀποκρινοίμεθα, ἀποκρινοῖσθε, ἀποκρινοῖντο
ἀποκρινεῖσθαι
ἀποκρινούμενος
Μέλλοντας
Οριστική
ἀποκριθήσομαι, ἀποκριθήσῃ ή ἀποκριθήσει, ἀποκριθήσεται, ἀποκριθησόμεθα, ἀποκριθήσεσθε, ἀποκριθήσονται
ἀποκριθησοίμην, ἀποκριθήσοιο, ἀποκριθήσοιτο, ἀποκριθησοίμεθα, ἀποκριθήσοισθε, ἀποκριχθήσοιντο
ἀποκριθήσεσθαι
ἀποκριθησόμενος
Οριστική
ἀπεκρινάμην, ἀπεκρίνω, ἀπεκρίνατο, ἀπεκρινάμεθα, ἀπεκρίνασθε, ἀπεκρίναντο
ἀποκρίνωμαι, ἀποκρίνῃ, ἀποκρίνηται, ἀποκρινώμεθα, ἀποκρίνησθε, ἀποκρίνωνται
ἀποκριναίμην, ἀποκρίναιο, ἀποκρίναιτο, ἀποκριναίμεθα, ἀποκρίναισθε, ἀποκρίναιντο
---, ἀπόκριναι, ἀποκρινάσθω, ----, ἀποκρίνασθε, ἀποκρινάσθων ή ἀποκρινάσθωσαν
ἀποκρίνασθαι
ἀποκρινάμενος, ἀποκριναμένη, ἀποκρινάμενον
Οριστική
ἀπεκρίθην, ἀπεκρίθης, ἀπεκρίθη, ἀπεκρίθημεν, ἀπεκρίθητε, ἀπεκρίθησαν
ἀποκριθῶ, ἀποκριθῇς, ἀποκριθῇ, ἀποκριθῶμεν, ἀποκριθῆτε, ἀποκριθῶσι(ν)
ἀποκριθείην, ἀποκριθείης, ἀποκριθείη, ἀποκριθείημεν ή ἀποκριθεῖμεν, ἀποκριθείητε ή ἀποκριθεῖτε, ἀποκριθείησαν ή ἀποκριθεῖεν
---, ἀποκρίθητι, ἀποκριθήτω, ---, ἀποκρίθητε, ἀποκριθέντων ή ἀποκριθήτωσαν
ἀποκριθῆναι
ἀποκριθείς
Οριστική
ἀποκέκριμαι, ἀποκέκρισαι, ἀποκέκριται, ἀποκεκρίμεθα, ἀποκέκρισθε, ἀποκέκρινται
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον ὦ
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον ᾖς
ἀποκεκριμένοι- ἀποκεκριμέναι- ἀποκεκριμένα ὦμεν
Ευκτική
ἀποκεκριμένος- ἀποκεκριμένη- ἀποκεκριμένον εἴην
Προστακτική
---, ἀποκέκρισο, ἀποκεκρίσθω, ---, ἀποκέκρισθε, ἀποκεκρίσθων ή ἀποκεκρίσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀποκεκρίσθαι
ἀποκεκριμένος,
Υπερσυντέλικος
ἀπεκεκρίμην, ἀπεκέκρισο, ἀπεκέκριτο, ἀπεκεκρίμεθα, ἀπεκέκρισθε, ἀπεκέκριντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου