Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανεβαίνω»

Παλαμήδι, Ναύπλιο 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανεβαίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανεβαίνω, ανεβαίνεις, ανεβαίνει, ανεβαίνουμε, ανεβαίνετε, ανεβαίνουν (ή ανεβαίνουνε)
Υποτακτική
να ανεβαίνω, να ανεβαίνεις, να ανεβαίνει, να ανεβαίνουμε, να ανεβαίνετε, να ανεβαίνουν (ή να ανεβαίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανέβαινε – β΄ πληθυντικό: ανεβαίνετε
Μετοχή
ανεβαίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανέβαινα, ανέβαινες, ανέβαινε, ανεβαίναμε, ανεβαίνατε, ανέβαιναν ή ανεβαίνανε
 
Αόριστος
Οριστική
ανέβηκα, ανέβηκες, ανέβηκε, ανεβήκαμε, ανεβήκατε, ανέβηκαν ή ανεβήκανε
Υποτακτική
να ανεβώ, να ανεβείς, να ανεβεί, να ανεβούμε, να ανεβείτε, να ανεβούν (ή να ανεβούνε)
& να ανέβω, να ανέβεις, να ανέβει, να ανέβουμε, να ανέβετε, να ανέβουν (ή να ανέβουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανέβα – β΄ πληθυντικό: ανεβείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανεβαίνω, θα ανεβαίνεις, θα ανεβαίνει, θα ανεβαίνουμε, θα ανεβαίνετε, θα ανεβαίνουν (ή θα ανεβαίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανεβώ, θα ανεβείς, θα ανεβεί, θα ανεβούμε, θα ανεβείτε, θα ανεβούν (ή θα ανεβούνε)
& θα ανέβω, θα ανέβεις, θα ανέβει, θα ανέβουμε, θα ανέβετε, θα ανέβουν (ή θα ανέβουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανεβεί, θα έχεις ανεβεί, θα έχει ανεβεί, θα έχουμε ανεβεί, θα έχετε ανεβεί, θα έχουν ανεβεί
& θα έχω ανέβει, θα έχεις ανέβει, θα έχει ανέβει, θα έχουμε ανέβει, θα έχετε ανέβει, θα έχουν ανέβει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανέβει, έχεις ανέβει, έχει ανέβει, έχουμε ανέβει, έχετε ανέβει, έχουν(ε) ανέβει
& έχω ανεβεί, έχεις ανεβεί, έχει ανεβεί, έχουμε ανεβεί, έχετε ανεβεί, έχουν(ε) ανεβεί
Υποτακτική
να έχω ανεβεί, να έχεις ανεβεί, να έχει ανεβεί, να έχουμε ανεβεί, να έχετε ανεβεί, να έχουν ανεβεί
& να έχω ανέβει, να έχεις ανέβει, να έχει ανέβει, να έχουμε ανέβει, να έχετε ανέβει, να έχουν ανέβει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανέβει, είχες ανέβει, είχε ανέβει, είχαμε ανέβει, είχατε ανέβει, είχαν(ε) ανέβει
& είχα ανεβεί, είχες ανεβεί, είχε ανεβεί, είχαμε ανεβεί, είχατε ανεβεί, είχαν ανεβεί
 
Παθητική φωνή
 
Παρακείμενος
Οριστική
είμαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
είσαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
είναι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
είμαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
είστε / είσαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
είναι ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
Υποτακτική
να είμαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
να είσαι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
να είναι ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο
να είμαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
να είστε / είσαστε ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
να είναι ανεβασμένοι, ανεβασμένες, ανεβασμένα
Μετοχή
ανεβασμένος, ανεβασμένη, ανεβασμένο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου