Charles Munn
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αἰνίττομαι»
(αἰνίττομαι: υπονοώ)
Ενεστώτας
Οριστική
αἰνίττομαι, αἰνίττῃ/αἰνίττει, αἰνίττεται, αἰνιττόμεθα, αἰνίττεσθε, αἰνίττονται
Υποτακτική
αἰνίττωμαι, αἰνίττῃ, αἰνίττηται, αἰνιττώμεθα, αἰνίττησθε, αἰνίττωνται
Ευκτική
αἰνιττοίμην, αἰνίττοιο, αἰνίττοιτο, αἰνιττοίμεθα, αἰνιττοισθε, αἰνίττοιντο
Προστακτική
---, αἰνίττου, αἰνιττέσθω, ---, αἰνίττεσθε, αἰνιττέσθων ή αἰνιττέσθωσαν
Απαρέμφατο
αἰνίττεσθαι
Μετοχή
αἰνιττόμενος
αἰνιττομένη
αἰνιττόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ᾐνιττόμην, ᾐνίττου, ᾐνίττετο, ᾐνιττόμεθα, ᾐνίττεσθε, ᾐνίττοντο
Μέλλοντας
Οριστική
αἰνίξομαι, αἰνίξῃ ή αἰνίξει, αἰνίξεται, αἰνιξόμεθα, αἰνίξεσθε, αἰνίξονται
Ευκτική
αἰνιξοίμην, αἰνίξοιο, αἰνίξοιτο, αἰνιξοίμεθα, αἰνιξοισθε, αἰνίξοιντο
Απαρέμφατο
αἰνίξεσθαι
Μετοχή
αἰνιξόμενος
αἰνιξομένη
αἰνιξόμενον
Αόριστος
Οριστική
ᾐνιξάμην, ᾐνίξω, ᾐνιξατο, ᾐνιξάμεθα, ᾐνίξασθε, ᾐνίξαντο
Υποτακτική
αἰνίξωμαι, αἰνίξῃ, αἰνίξηται, αἰνιξώμεθα, αἰνίξησθε, αἰνίξωνται
Ευκτική
αἰνιξαίμην, αἰνίξαιο, αἰνίξαιτο, αἰνιξαίμεθα, αἰνίξαισθε, αἰνίξαιντο
Προστακτική
---, αἴνιξαι, αἰνιξάσθω, ---, αἰνίξασθε, αἰνιξάσθων ή αἰνιξάσθωσαν
Απαρέμφατο
αἰνίξασθαι
Μετοχή
αἰνιξάμενος
αἰνιξαμένη
αἰνιξάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ᾐνίχθην, ᾐνίχθης, ᾐνίχθη, ᾐνίχθημεν, ᾐνίχθητε, ᾐνίχθησαν
Υποτακτική
αἰνιχθῶ, αἰνιχθῇς, αἰνιχθῇ, αἰνιχθῶμεν, αἰνιχθῆτε, αἰνιχθῶσι(ν)
Ευκτική
αἰνιχθείην, αἰνιχθείης, αἰνιχθείη, αἰνιχθείημεν ή αἰνιχθεῖμεν, αἰνιχθείητε ή αἰνιχθεῖτε, αἰνιχθείησαν ή αἰνιχθεῖεν
Προστακτική
---, αἰνίχθητι, αἰνιχθήτω, ---, αἰνίχθητε, αἰνιχθέντων ή αἰνιχθήτωσαν
Απαρέμφατο
αἰνιχθῆναι
Μετοχή
αἰνιχθείς
αἰνιχθεῖσα
αἰνιχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ᾔνιγμαι, ᾔνιξαι, ᾔνικται, ᾐνίγμεθα, ᾔνιχθε, ᾐνιγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον ὦ
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον ᾖς
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον ᾖ
ᾐνιγμένοι- ᾐνιγμέναι- ᾐνιγμένα ὦμεν
ᾐνιγμένοι- ᾐνιγμέναι- ᾐνιγμένα ἦτε
ᾐνιγμένοι- ᾐνιγμέναι- ᾐνιγμένα ὦσι
Ευκτική
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον εἴην
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον εἴης
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον εἴη
ᾐνιγμένοι- ᾐνιγμέναι- ᾐνιγμένα εἴημεν (εἶμεν)
ᾐνιγμένοι- ᾐνιγμέναι- ᾐνιγμένα εἴητε (εἶτε)
ᾐνιγμένοι- ᾐνιγμέναι- ᾐνιγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ᾔνιξο, ᾐνίχθω, --- ᾔνιχθε, ᾐνίχθων ή ᾐνίχθωσαν
Απαρέμφατο
ᾐνίχθαι
Μετοχή
ᾐνιγμένος,
ᾐνιγμένη,
ᾐνιγμένον
Υπερσυντέλικος
ᾐνίγμην, ᾔνιξο, ᾔνικτο, ᾐνίγμεθα, ᾔνιχθε, ᾐνιγμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αἰνίττομαι»
Οριστική
αἰνίττομαι, αἰνίττῃ/αἰνίττει, αἰνίττεται, αἰνιττόμεθα, αἰνίττεσθε, αἰνίττονται
αἰνίττωμαι, αἰνίττῃ, αἰνίττηται, αἰνιττώμεθα, αἰνίττησθε, αἰνίττωνται
αἰνιττοίμην, αἰνίττοιο, αἰνίττοιτο, αἰνιττοίμεθα, αἰνιττοισθε, αἰνίττοιντο
---, αἰνίττου, αἰνιττέσθω, ---, αἰνίττεσθε, αἰνιττέσθων ή αἰνιττέσθωσαν
αἰνίττεσθαι
αἰνιττόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ᾐνιττόμην, ᾐνίττου, ᾐνίττετο, ᾐνιττόμεθα, ᾐνίττεσθε, ᾐνίττοντο
Μέλλοντας
Οριστική
αἰνίξομαι, αἰνίξῃ ή αἰνίξει, αἰνίξεται, αἰνιξόμεθα, αἰνίξεσθε, αἰνίξονται
αἰνιξοίμην, αἰνίξοιο, αἰνίξοιτο, αἰνιξοίμεθα, αἰνιξοισθε, αἰνίξοιντο
αἰνίξεσθαι
αἰνιξόμενος
Οριστική
ᾐνιξάμην, ᾐνίξω, ᾐνιξατο, ᾐνιξάμεθα, ᾐνίξασθε, ᾐνίξαντο
αἰνίξωμαι, αἰνίξῃ, αἰνίξηται, αἰνιξώμεθα, αἰνίξησθε, αἰνίξωνται
αἰνιξαίμην, αἰνίξαιο, αἰνίξαιτο, αἰνιξαίμεθα, αἰνίξαισθε, αἰνίξαιντο
---, αἴνιξαι, αἰνιξάσθω, ---, αἰνίξασθε, αἰνιξάσθων ή αἰνιξάσθωσαν
αἰνίξασθαι
αἰνιξάμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ᾐνίχθην, ᾐνίχθης, ᾐνίχθη, ᾐνίχθημεν, ᾐνίχθητε, ᾐνίχθησαν
αἰνιχθῶ, αἰνιχθῇς, αἰνιχθῇ, αἰνιχθῶμεν, αἰνιχθῆτε, αἰνιχθῶσι(ν)
αἰνιχθείην, αἰνιχθείης, αἰνιχθείη, αἰνιχθείημεν ή αἰνιχθεῖμεν, αἰνιχθείητε ή αἰνιχθεῖτε, αἰνιχθείησαν ή αἰνιχθεῖεν
---, αἰνίχθητι, αἰνιχθήτω, ---, αἰνίχθητε, αἰνιχθέντων ή αἰνιχθήτωσαν
αἰνιχθῆναι
αἰνιχθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ᾔνιγμαι, ᾔνιξαι, ᾔνικται, ᾐνίγμεθα, ᾔνιχθε, ᾐνιγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον ὦ
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον ᾖς
ᾐνιγμένοι- ᾐνιγμέναι- ᾐνιγμένα ὦμεν
Ευκτική
ᾐνιγμένος- ᾐνιγμένη- ᾐνιγμένον εἴην
Προστακτική
---, ᾔνιξο, ᾐνίχθω, --- ᾔνιχθε, ᾐνίχθων ή ᾐνίχθωσαν
Απαρέμφατο
ᾐνίχθαι
ᾐνιγμένος,
Υπερσυντέλικος
ᾐνίγμην, ᾔνιξο, ᾔνικτο, ᾐνίγμεθα, ᾔνιχθε, ᾐνιγμένοι ἦσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου