Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αἰνίττομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αἰνίττομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Charles Munn
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανίττομαι»
 
νίττομαι: υπονοώ)
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανίττομαι, ανίττνίττει, ανίττεται, ανιττόμεθα, ανίττεσθε, ανίττονται
Υποτακτική
ανίττωμαι, ανίττ, ανίττηται, ανιττώμεθα, ανίττησθε, ανίττωνται
Ευκτική
ανιττοίμην, ανίττοιο, ανίττοιτο, ανιττοίμεθα, ανιττοισθε, ανίττοιντο
Προστακτική
---, ανίττου, ανιττέσθω, ---, ανίττεσθε, ανιττέσθων ή ανιττέσθωσαν
Απαρέμφατο
ανίττεσθαι
Μετοχή
ανιττόμενος
ανιττομένη
ανιττόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
νιττόμην, νίττου, νίττετο, νιττόμεθα, νίττεσθε, νίττοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ανίξομαι, ανίξ ή ανίξει, ανίξεται, ανιξόμεθα, ανίξεσθε, ανίξονται
Ευκτική
ανιξοίμην, ανίξοιο, ανίξοιτο, ανιξοίμεθα, ανιξοισθε, ανίξοιντο
Απαρέμφατο
ανίξεσθαι
Μετοχή
ανιξόμενος
ανιξομένη
ανιξόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
νιξάμην, νίξω, νιξατο, νιξάμεθα, νίξασθε, νίξαντο
Υποτακτική
ανίξωμαι, ανίξ, ανίξηται, ανιξώμεθα, ανίξησθε, ανίξωνται
Ευκτική
ανιξαίμην, ανίξαιο, ανίξαιτο, ανιξαίμεθα, ανίξαισθε, ανίξαιντο
Προστακτική
---, ανιξαι, ανιξάσθω, ---, ανίξασθε, ανιξάσθων ή ανιξάσθωσαν
Απαρέμφατο
ανίξασθαι
Μετοχή
ανιξάμενος
ανιξαμένη
ανιξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
νίχθην, νίχθης, νίχθη, νίχθημεν, νίχθητε, νίχθησαν
Υποτακτική
ανιχθ, ανιχθς, ανιχθ, ανιχθμεν, ανιχθτε, ανιχθσι(ν)
Ευκτική
ανιχθείην, ανιχθείης, ανιχθείη, ανιχθείημεν ή ανιχθεμεν, ανιχθείητε ή ανιχθετε, ανιχθείησαν ή ανιχθεεν
Προστακτική
---, ανίχθητι, ανιχθήτω, ---, ανίχθητε, ανιχθέντων ή ανιχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ανιχθναι
Μετοχή
ανιχθείς
ανιχθεσα
ανιχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νιγμαι, νιξαι, νικται, νίγμεθα, νιχθε, νιγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
νιγμένος- νιγμένη- νιγμένον
νιγμένος- νιγμένη- νιγμένον ς
νιγμένος- νιγμένη- νιγμένον
νιγμένοι- νιγμέναι- νιγμένα μεν
νιγμένοι- νιγμέναι- νιγμένα τε
νιγμένοι- νιγμέναι- νιγμένα σι
 
Ευκτική
νιγμένος- νιγμένη- νιγμένον εην
νιγμένος- νιγμένη- νιγμένον εης
νιγμένος- νιγμένη- νιγμένον εη
νιγμένοι- νιγμέναι- νιγμένα εημεν (εμεν)
νιγμένοι- νιγμέναι- νιγμένα εητε (ετε)
νιγμένοι- νιγμέναι- νιγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, νιξο, νίχθω, --- νιχθε, νίχθων ή νίχθωσαν
 
Απαρέμφατο
νίχθαι
 
Μετοχή
νιγμένος,
νιγμένη,
νιγμένον
 
Υπερσυντέλικος
νίγμην, νιξο, νικτο, νίγμεθα, νιχθε, νιγμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...