Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Ιωάννου Η μόνη κληρονομιά Αναλύσεις κειμένων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου "Το Βουγγάρι" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Το Ωρολόγιο του Κυρρήστου

Το Βουγγάρι

Περίληψη του κειμένου: Η κεντρική ηρωίδα του κειμένου θα γνωρίσει έναν άντρα με τον οποίο θα συνάψει ερωτική σχέση, προτού όμως κατορθώσει να τον παντρευτεί εκείνος θα καταταγεί στο στρατό καθώς θα έχει ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος. Η κοπέλα που στο μεταξύ έχει μείνει έγκυος θα καταφύγει στην Αθήνα, ώστε να μείνει κρυφή η εγκυμοσύνη της. Εκείνη την εποχή το να μείνει μια γυναίκα έγκυος, χωρίς να έχει παντρευτεί, αποτελούσε μεγάλη ντροπή όχι μόνο για την κοπέλα αλλά και για ολόκληρη την οικογένειά της. Όταν μετά από κάποιο διάστημα η κοπέλα εντοπίσει τα ίχνη του πατέρα του παιδιού της στη Φλώρινα, θα σπεύσει να τον βρει για να μπορέσει να τον παντρευτεί. Παρόλο που θα γίνει ο γάμος, ο άντρας θα εκτελεστεί από τους Γερμανούς και η κοπέλα θα αναγκαστεί να μεγαλώσει μόνη της και με πολλούς αγώνες το παιδί της. 

- Το κείμενο αυτό ασχολείται με τις περιπέτειες μιας γυναίκας που έχασε τον άντρα της στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Με αφορμή την ιστορία αυτής της κοπέλας ο Ιωάννου βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει για μερικά ακόμη ζευγάρια και να μας δώσει έτσι μια εικόνα για την κατάσταση που επικράτησε όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ελλάδα αλλά και στα χρόνια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησε.
- Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας κι επομένως αφηγείται με εσωτερική εστίαση.
- Η αφήγηση δεν ακολουθεί μια γραμμική χρονική σειρά, αλλά καταφεύγει σε διαρκείς αναχρονίες, ξεκινά από ένα χρονικό σημείο που αποτελεί το παρόν του αφηγητή, κατόπιν γυρίζει στο παρελθόν για να μας διηγηθεί όσα είχαν προηγηθεί και ύστερα επιστρέφει στο παρόν για να μας αναφέρει όσα ακολούθησαν.
- Με τις αναχρονίες στη διήγηση ο συγγραφέας κατορθώνει να ενισχύσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη που αυξάνει την προσοχή του για να μπορέσει να παρακολουθήσει τις εναλλαγές στο χρόνο της αφήγησης.
- Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας δημιουργεί με την αφήγησή του σχήμα κύκλου, καθώς ξεκινά με την αναφορά στον άντρα της κοπέλας, τον μηχανικό, που τον κρέμασαν μαζί με άλλους δέκα και κλείνει την αφήγησή του με την αναφορά στο γάμο της κόρης του, όπου οι πολυέλαιοι στην εκκλησία του θυμίζουν τον κρεμασμένο πατέρα της μαζί με τους άλλους δέκα. Με το σχήμα κύκλου ο αφηγητής δημιουργεί στον αναγνώστη μια αίσθηση ολοκλήρωσης της ιστορίας ενώ παράλληλα υπενθυμίζει το σημείο από το οποίο όλα ξεκίνησαν.
- Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 6 Απριλίου 1941 από τα σύνορα της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία και ολοκληρώθηκε στις 23 Απριλίου με την παράδοση του ελληνικού στρατού στον γερμανικό. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η γερμανική κατοχή η οποία τελείωσε τον Οκτώβρη του 1944.
- Η οικογένεια του Ιωάννου αισθάνεται υπεύθυνη κατά κάποιο τρόπο για την κατάσταση της κοπέλας που έμεινε χήρα, μιας κι εκείνοι είχαν κάνει το προξενιό το καλοκαίρι του 1940, που, όπως συνήθιζαν, έκαναν τις διακοπές τους στη Φλώρινα. Στις 28 Οκτώβρη 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και ξεκίνησε γενική επιστράτευση στη χώρα. Η επιστράτευση στάθηκε η αφορμή για να φύγει ο μηχανικός προτού γίνει ο γάμος του με την κοπέλα.
- Ο μηχανικός ήταν παντρεμένος παλιότερα με μια γυναίκα που κατέληξε στην πορνεία και με την οποία είχε αποκτήσει ένα αγοράκι.
- Λίγες μέρες μετά τη γνωριμία του ζευγαριού οι γονείς του Ιωάννου οργάνωσαν μια εκδρομή σ’ ένα μακρινό χωριό για να βρεθούν στο πανηγύρι που γινόταν προς τιμή των Αγίων Πάντων. Η γιορτή των Αγίων Πάντων είναι κινητή και γιορτάζεται μετά το τέλος της πεντηκοστής, πενήντα ημέρες δηλαδή μετά το Πάσχα. Ο Ιωάννου επομένως αναφέρεται σε μια εκδρομή που έγινε στις 23 Ιουνίου 1940.
- Το δεύτερο ζευγάρι για το οποίο μας μιλά ο συγγραφέας είναι ένας κουρέας και η κοπέλα που αγαπούσε. Η κοπέλα αυτή πάντως θα παντρευτεί τελικά έναν Αμερικάνο που είχε έρθει να γνωρίσει μια γυναίκα που του προξένευαν.
- Ο μηχανικός παρά το γεγονός ότι είχε κανονιστεί το προξενιό του με τη φίλη της οικογένειας του Ιωάννου, συνέχιζε να πηγαίνει στις Λουκανίκες μιας και είχε δεσμό με τη μία από τις τρεις.
- Η αναφορά στις Λουκανίκες δίνει την ευκαιρία στον Ιωάννου να μας αναφέρει και τη δική τους ιστορία. Από τις τρεις η μία είχε παντρευτεί, χάρη στην επέμβαση του μηχανικού, μ’ έναν βαθμοφόρο του στρατού ο οποίος την είχε αφήσει έγκυο. Για τις άλλες δύο δε μαθαίνουμε αν είχαν κάποια σταθερή σχέση παρά μόνο ότι η μία βρισκόταν περιστασιακά με το μηχανικό και ότι γενικώς και οι δύο ήταν πάντοτε πρόθυμες να φλερτάρουν με τους φαντάρους.
- Ο γάμος της κοπέλας με το μηχανικό είχε οριστεί για το Νοέμβρη του 1940 αλλά δεν έγινε καθώς ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Η κοπέλα πάντως ήταν ήδη έγκυος από τον Ιούνιο.
- Η οικογένεια του Ιωάννου καταφεύγει στην Αθήνα για να γλιτώσει από τις έντονες επιθέσεις των Ιταλών. Εγκαταστάθηκαν σε μια γιαγιά στη συνοικία των Αέρηδων στην Πλάκα. Η συνοικία αυτή είναι η περιοχή που βρίσκεται γύρω από το Ωρολόγιο του Κυρρήστου.
- Το μνημείο αυτό του οποίου το επίσημο όνομα είναι Ωρολόγιο του Κυρρήστου, θεωρείται πως το ανήγειρε τον 1ο αιώνα π.Χ. ο Ανδρόνικος ο Κύρρηστος ή Κυρρήστης, εξ ου και το όνομα. Πρόκειται για οκταγωνικό μαρμάρινο κτίριο, χωρίς κίονες, όπου στις ισάριθμες μετώπες του φέρονται ανάγλυφοι οι οκτώ κύριοι άνεμοι, εξ ου και αέρηδες. Φέρει δύο θύρες, μία προς το Βορρά και μία προς τη Δύση.
Στην περιοχή αυτή συνάντησε ο Ιωάννου την κοπέλα του μηχανικού το Πάσχα του 1941, τον Απρίλη του 1941 δηλαδή, όταν είχε ξεκινήσει και η γερμανική επίθεση.
- Με την παράδοση του ελληνικού στρατού, άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν οι στρατιώτες από τα δύο βασικά μέτωπα του πολέμου, δηλαδή από την Ήπειρο και από τη Μακεδονία.
- Η κοπέλα αρχικά ακολουθεί τις άλλες γυναίκες που πηγαίνουν στου Ρέντη για να υποδεχτούν τους φαντάρους που έρχονται με το τρένο αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποιεί ότι μάταια ελπίζει και σταματά να πηγαίνει.
- Ο δήμος του Αγίου Ιωάννη Ρέντη αποσπάστηκε από την πόλη του Πειραιά ως κοινότητα το 1925. Είκοσι χρόνια μετά, το 1946, ανακηρύχθηκε σε ομώνυμο Δήμο. Το όνομά του οφείλεται στην ομώνυμη εκκλησία στην κεντρική πλατεία της πόλης που ανήκε κτητορικά στην οικογένεια των Ρέντη. Η οικογένεια αυτή φέρεται από τον 14ο αιώνα όταν ο συμβολαιογράφος Δημήτριος Ρέντη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και βοήθησε τους Καταλανούς κατά του Νέριου Ατζαγιόλι. Για τη βοήθειά του εκείνη έλαβε ως ανταμοιβή μεγάλη έκταση κτημάτων στη σημερινή περιοχή που πήρε το όνομα Ρέντης.
- Ο μηχανικός, παρά τους φόβους της κοπέλας, είναι ζωντανός και βρίσκεται στη Φλώρινα, όπου και πηγαίνει αμέσως η κοπέλα με την κορούλα της, για να μπορέσει έστω και καθυστερημένα να τον παντρευτεί και να μπορέσει έτσι να αποκαλύψει στους δικούς της το γεγονός ότι έχει αποκτήσει παιδί.
Μετά τον απαγχονισμό του μηχανικού η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να ζήσει στην Αθήνα κι επέστρεψε στη Φλώρινα όπου αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά και να υπομείνει πολλές ταπεινώσεις για να κατορθώσει να μεγαλώσει το παιδί της.

Γιώργος Ιωάννου "Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Τα τείχη της Θεσσαλονίκης 

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ

Περίληψη κειμένου: Το διήγημα ασχολείται με την πορεία δύο οικογενειών που προέκυψαν από το γάμο προσφύγων από τη Θράκη. Δύο νεαρές προσφυγοπούλες αναγκάζονται από την οικογένειά τους να παντρευτούν εσπευσμένα (με έναν μαραγκό κι έναν χτίστη, αντίστοιχα) ώστε να μπορέσουν να πάρουν κάποιο από τα οικόπεδα που μοίραζε το κράτος στους πρόσφυγες. Στο γλέντι του γάμου θα σημειωθούν πολλά ευτράπελα, τα οποία θα προξενήσουν ιδιαίτερη ενόχληση στην κουμπάρα, η οποία ανήκε στις αρχοντικές οικογένειες της Θράκης.
Λίγες μέρες μετά το γάμο τα δύο αντρόγυνα θα παρουσιαστούν στην επιτροπή για να διαλέξουν το οικόπεδο που τους αναλογούσε. Από τις διάφορες περιοχές της Θεσσαλονίκης εκείνοι θα προτιμήσουν την περιοχή του Εσκί Ντελίκ, ψηλά στα κάστρα της πόλης, όπου και θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Λίγα χρόνια μετά το γάμο οι δύο οικογένειες θα αρχίσουν να μετρούν τις απώλειές τους. Η σύζυγος του μαραγκού, η οποία ήταν αλαφροΐσκιωτη, όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, θα πεθάνει πρώτη, από εχινόκοκκο. Μετά από λίγο καιρό θα πεθάνει από πνευμονία και ο χτίστης, με αποτέλεσμα να απομείνουν ένας από κάθε ζευγάρι και από κοινού να έχουν την ευθύνη των αγοριών του ξυλουργού και της κόρης του χτίστη. Οι θάνατοι αυτοί θα επηρεάσουν ιδιαίτερα το χτίστη, ο οποίος θα αρχίσει να πίνει για να ξεχάσει τόσο το χαμό της γυναίκας του όσο και το χαμό του φίλου του.
Ο συγγραφέας αναφέρει, επίσης, πως την περίοδο των σεισμών της Ιερισσού εκείνος μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο σπίτι των προσφύγων αυτών, μιας και ήταν πιο ασφαλές και σταθερό από το δικό τους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας συγγένειας του Ιωάννου με τις δύο οικογένειες των προσφύγων.

Στα χρόνια της Κατοχής τα παιδιά των προσφύγων θα βγαίνουν στους δρόμους και θα πωλούν διάφορα μικροαντικείμενα, συντηρώντας έτσι τις οικογένειές τους, ενώ στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, θα συμμετάσχουν στις πολεμικές αναμετρήσεις, έχοντας πεισθεί ότι θα έχουν κάποιο όφελος. Το τέλος, όμως, του εμφυλίου θα βρει τα αγόρια του ξυλουργού θα βρεθούν άνεργα και θα αναγκαστούν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία.
Με τα αρσενικά της οικογένειας να έχουν φύγει όλα στη Γερμανία, απομένουν μόνο ο ξυλουργός με τη γυναίκα και την κόρη του χτίστη. Ενώ, σύντομα, θα έρθει από τη Γερμανία κι ένας νεαρός, φίλος των αγοριών, ο οποίος θα διεκδικήσει την κόρη του χτίστη και παρά τη μεγάλη της ηλικία θα την παντρευτεί και θα αρχίσει να αποκτά μαζί της παιδιά, δίνοντας και πάλι ζωή στο σπίτι που είχε αρχίσει να ερημώνει. 


Στοιχεία τεχνικής

1. Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση

Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική. (Αντίθετη της μονοεστιακής είναι η πολυμερής αφήγηση, όπου τα γεγονότα μας δίνονται με βάση τον τρόπο με τον οποίο τα ζουν διάφορα πρόσωπα, από ένα «παντογνώστη» αφηγητή).

2. Διάσπαση του αφηγηματικού θέματος

Το κείμενο σχηματίζεται από θεματικές ψηφίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές συνάφειες. Ο, τι συνδέει τις θεματικές ψηφίδες δεν είναι η χωρική ή χρονική αλληλουχία, αλλά η αλληλεγγύη τους προς την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αφηγητής την ώρα που αφηγείται. Με άλλα λόγια, στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, που κυριαρχεί στην πεζογραφία του Ιωάννου, δεν έχουμε την κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση, τέλος, με δέση, κορύφωση και λύση αλλά τα γεγονότα εκτίθενται με τη σειρά που παίρνουν συνειρμικά στη συνείδηση του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα.

3. Σύνθεση του χρόνου

Πρόκειται για τη σύνθεση παρόντος-παρελθόντος και γενικότερα διαφορετικών χρονικών στιγμών, η οποία είναι αλληλένδετη με την τεχνική του διασπασμένου θέματος. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν αποτελεί την αφετηρία μιας αφήγησης που προχωρεί γραμμικά προς όλο και μεταγενέστερες στιγμές. Η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής, παρακολουθώντας τη συνειρμική ροή της σκέψης και την ψυχική κατάσταση του αφηγητή.

Η αφήγηση στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»: Ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή του τριτοπρόσωπα χωρίς να υποδηλώνεται η δική του παρουσία σε όσα διαδραματίζονται. Μέχρι τη μέση σχεδόν του διηγήματος ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται άμεσα με τον αφηγητή, όπως γίνεται συνήθως στα κείμενα του Ιωάννου, κι αυτό γιατί τα γεγονότα που μας παρουσιάζει έγιναν προτού ο ίδιος γεννηθεί ή όταν ήταν πολύ μικρός για να μπορεί να έχει αναμνήσεις από αυτά. Επομένως, αρκετά από τα γεγονότα που μας αναφέρει, ειδικά όσα σχετίζονται με το γάμο των δύο ζευγαριών, θα πρέπει να είναι πληροφορίες που αποκόμισε από διηγήσεις των δικών του ανθρώπων. Η πρώτη αυτοπρόσωπη παρουσία του συγγραφέα στα γεγονότα γίνεται στην κηδεία του χτίστη. Διαβάζουμε έτσι στην 6η σελίδα: «Πήγαμε και στη νέα κηδεία». Δεν έχουμε κάποια χρονολογική αναφορά για το πότε έγινε η κηδεία του χτίστη ώστε να γνωρίζουμε την ηλικία που είχε ο συγγραφέας σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή. Η μόνη έμμεση χρονολογική αναφορά που έχουμε είναι αμέσως μετά όταν αναφέρεται στους σεισμούς της Ιερισσού, που ανάγκασαν την οικογένεια του συγγραφέα να μεταφερθεί στο σπίτι των δύο οικογενειών. Οι σεισμοί αυτή έγιναν το 1932 οπότε ο Ιωάννου που γεννήθηκε το 1927 θα ήταν τότε 5 χρονών. Προφανώς οι στιγμές που πέρασε ο συγγραφέας μαζί με τα παιδιά των δύο οικογενειών του ήταν πολύ δυσάρεστες γι’ αυτό και παρά την μικρή του ηλικία έχει ακόμη αναμνήσεις από τη σύντομη παραμονή του εκεί.
Ο συγγραφέας παρουσιάζεται ξανά όταν αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής (1941-1944). «Στην Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα.» Δεν κάνει εμφανή την παρουσία του στα χρόνια του Εμφυλίου (1946-1949) και παρουσιάζεται ξανά όταν γίνεται η μετανάστευση του δεύτερου γιου του μαραγκού, κάποια στιγμή από το 1950 και μετά. «Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον ξεπροβοδήσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγαν αστεία...» Από την αναφορά του αφηγητή ότι ήταν όλο το σόι εκεί έχουμε μια ακόμη επιβεβαίωση ότι τα πρόσωπα για τα οποία μιλά ο συγγραφέας είναι συγγενείς του, έστω κι αν δε γνωρίζουμε το βαθμό της συγγένειας. Ξέρουμε ήδη ότι η οικογένειά του πήγε στις κηδείες που έκαναν οι δύο οικογένειες αλλά και το γεγονός ότι κατέλυσαν στο δικό τους σπίτι όταν γίνονταν οι σεισμοί.
Από το σημείο αυτό έχουμε μερικές ακόμη εμφανίσεις του συγγραφέα, μέχρι που στην τελευταία παράγραφο το κείμενο περνά ολοκληρωτικά στο πρώτο πρόσωπο και η κατάληξη του διηγήματος αφορά αποκλειστικά τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ίδιου του συγγραφέα. «Τριγυρνούσα τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο από την πρωτεύουσα....»

Οι «ανώνυμοι» ήρωες του διηγήματος: Σε όλο το διήγημα ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα των πρωταγωνιστών και μας μιλά γι’ αυτούς χαρακτηρίζοντάς τους με βάση το επάγγελμά τους ή το χαρακτήρα τους. Ο χτίστης, ο μαραγκός, η αλαφροΐσκιωτη. Μας διηγείται τη ζωή τους, μας μιλά για τη ζωή των παιδιών τους αλλά ποτέ δεν μας λέει τα ονόματά τους, ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν όλα αυτά που καταγράφει. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας δεν μας δίνει αυτές τις πληροφορίες είναι γιατί δεν έχει την πρόθεση να διηγηθεί την ιστορία των συγκεκριμένων προσώπων. Θέλει να μας μιλήσει γενικά για το πώς ήταν η ζωή των ανθρώπων τις δύσκολες εποχές που ακολούθησαν τα χρόνια της προσφυγιάς και γι’ αυτό δεν ονοματίζει τους ήρωές του. Οι βιαστικοί γάμοι, ο ξεπεσμός των αρχοντικών οικογενειών μετά την προσφυγιά, οι αρρώστιες, οι θάνατοι, οι οικονομικές δυσκολίες αλλά και η μάστιγα της μετανάστευσης δεν αφορούν μόνο τα συγκεκριμένα πρόσωπα, είναι γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή πολλών ανθρώπων. Αφήνοντας, επομένως, ανώνυμους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του, μας επιτρέπει ο συγγραφέας να εκλάβουμε τη ζωή των προσώπων αυτών σαν ένα παράδειγμα, με γενικότερη εφαρμογή, για το πώς ήταν η ζωή στα ταραγμένα εκείνα χρόνια.

Οι θεματικές του διηγήματος: Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου καταπιάνεται με μερικές προσφιλείς θεματικές του που τις συναντάμε σε πολλά από τα κείμενά του. Αναλυτικότερα έχουμε:
1. Το θέμα των γάμων που γίνονται μεταξύ των προσφύγων βιαστικά και χωρίς να προϋπάρχει έρωτας ή αγάπη ανάμεσα στα ζευγάρια, για να μπορέσουν ως οικογένειες πλέον να διεκδικήσουν τούρκικα κτήματα από την επιτροπή εποικισμού.
2. Ο ξεπεσμός των αρχοντικών οικογενειών της Ανατολικής Θράκης που προκλήθηκε από την προσφυγιά. Άνθρωποι που είχαν μεγάλες περιουσίες στην πατρίδα τους, ερχόμενοι στην Ελλάδα βρίσκονται ξαφνικά χωρίς χρήματα και χωρίς τις πηγές των εσόδων τους. Η ξαφνική αυτή αλλαγή τους προκαλεί μεγάλη στενοχώρια και τους αναγκάζει να συναναστραφούν με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
3. Οι αρρώστιες και οι συχνοί θάνατοι. Ο συγγραφέας αναφερόμενος στα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τις δύσκολες συνθήκες ζωής των ανθρώπων που δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ακόμη και απλές ασθένειες και πέθαιναν συχνά πολύ νέοι.
4. Εμφύλιος. Ο συγγραφέας μη θέλοντας να πάρει θέση για τα γεγονότα του εμφυλίου προσπερνά τα χρόνια αυτά γράφοντας απλώς «έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους....». Αν και η περίοδος του εμφυλίου πολέμου είναι παρούσα στη ζωή των ηρώων του διηγήματος, ο συγγραφέας αρνείται να ταχθεί με το μέρος των με ή των δε και με μια μικρή αναφορά προσπερνά αυτό το επίπονο κομμάτι της ιστορίας.
5. Μετανάστευση. Η περίοδος που ξεκίνησε για την Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου απασχολεί ιδιαίτερα το συγγραφέα και του προκαλεί μεγάλη αγανάκτηση. Πάρα πολλοί νέοι κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 έφυγαν από τη φτωχή Ελλάδα για να μπορέσουν να επιβιώσουν και πήγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γερμανία αλλά και ακόμη μακρύτερα (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Το ξεγύμνωμα της Ελλάδας από τη νεολαία της είναι μια πληγή που ενοχλεί πολύ το συγγραφέα γι’ αυτό και κλείνοντας το διήγημα αυτό, λέει πώς θα ήθελε να δει τους υπεύθυνους για τη μετανάστευση να πληρώσουν. Σκέφτεται ότι η πλέον ταιριαστή τιμωρία θα ήταν ο θάνατος και κοιτώντας έναν πλάτανο σχολιάζει σαρκαστικά «Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες...» Στα κλαδιά του πλατάνου δηλαδή θα μπορούσαν να κρεμάσουν πολλούς από τους υπεύθυνους αυτής της εθνικής συμφοράς.

Προσφυγιά – Μετανάστευση

Το 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης τερματίζει τον πόλεμο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, επιβάλλοντας μεταξύ άλλων την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής είναι να βρεθούν χιλιάδες ελληνόφωνοι της Ανατολικής Θράκης πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και οι γονείς του συγγραφέα, ο οποίος έκτοτε μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που συχνά – πυκνά θυμάται την ιδανική ζωή της προγονικής πατρίδας και διαμαρτύρεται για τη ζωή στην Ελλάδα. Στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ο συγγραφέας ξεκινά με τις επιπτώσεις της προσφυγιάς και καταλήγει στις επιπτώσεις της μετανάστευσης.
Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι φεύγουν από την πατρίδα τους για να ζήσουν σε μια άλλη χώρα αλλά ενώ στην πρώτη περίπτωση κυριαρχεί το στοιχείο του εξαναγκασμού στη δεύτερη κυριαρχεί το στοιχείο της επιλογής. Τα άτομα που μεταναστεύουν κατά κάποιο τρόπο το επιλέγουν καθώς προτιμούν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη σε μια άλλη χώρα από το να μείνουν και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην πατρίδα τους. Για τον Ιωάννου όμως ακόμη και η μετανάστευση γίνεται εξαναγκαστικά γι’ αυτό και θεωρεί ότι υπάρχουν υπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση που πρέπει να πληρώσουν.

Η στάση του συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα: Ο Ιωάννου στα διηγήματά του δεν επιχειρεί να δημιουργήσει συγκίνηση στον αναγνώστη δραματοποιώντας τις καταστάσεις και χρησιμοποιώντας συγκινησιακή γλώσσα. Καταγράφει όσα έχουν συμβεί με τρόπο λιτό και ρεαλιστικό, αφήνοντας τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν στον αναγνώστη. Αρρώστιες, θάνατοι και βίαιοι αποχωρισμοί δίνονται με λίγες λέξεις, συνοπτικά και χωρίς περιττές συναισθηματολογίες. Ο συγγραφέας παραμένει αποστασιοποιημένος και παρατηρεί σαν θεατής τα διαδραματιζόμενα.
Στο συγκεκριμένο διήγημα διακρίνουμε κάποτε τη συγκίνηση του συγγραφέα μέσα από τα σχόλια που κάνει καθώς διηγείται. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε την ιδιαίτερη συγκίνηση του συγγραφέα την ημέρα της αναχώρησης για τη Γερμανία του γιου του μαραγκού, καθώς γράφει: «Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναξε τη λέξη του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πώς άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα την ανάγκη να σκύψω.»
Και πάλι, στο τέλος του διηγήματος, εκεί που ο συγγραφέας κοιτά τον πλάτανο και σκέφτεται ότι θα μπορούσαν στα κλαδιά του να κρεμάσουν τους υπεύθυνους για τη μετανάστευση, είναι εμφανής η αγανάκτηση που αισθάνεται για τη φυγή τόσων νέων ανθρώπων.

Η ειρωνεία του συγγραφέα: Ο συγγραφέας αν και καταγράφει τα γεγονότα αυτά γιατί τον απασχόλησαν πολύ και κατά κάποιο τρόπο διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή του, διατηρεί την ανεξαρτησία του απέναντι στα πρόσωπα της ιστορίας. Καταφέρνει, δηλαδή, να παραμείνει συναισθηματικά ανεξάρτητος ώστε να μπορεί να ειρωνεύεται ανά διαστήματα συμπεριφορές που του φαίνονταν υπερβολικές, καθώς και κάποια πρόσωπα που δεν τα ενέκρινε.
Η ειρωνεία του συγγραφέα χρωματίζει την αφήγηση των γεγονότων του γάμου, καθώς θεωρεί υπερβολική τη στάση της νεαρής κουμπάρας, «αλαζονική και ολοφάνερα μουτρωμένη» αλλά και το μεγάλο μεθύσι των γαμπρών. «... οι παρεξηγήσεις, και ιδίως το επεισόδιο με την κουμπάρα, είχαν προκαλέσει στους νιόγαμπρους τραύματα ψυχικά, που σήκωναν πολύ κρασί».
Ειρωνική είναι και η στάση του συγγραφέα απέναντι στη γεροντοκόρη που απορούσε με τη γρήγορη γονιμοποίηση των γυναικών: «Μα, με το πρώτο πια, με το πρώτο.... Αυτηνής ο νους όλο στο κεχρί έτρεχε».
Έντονος είναι ο αυτοσαρκασμός του συγγραφέα όταν αναφέρεται στην παραμονή του με τις οικογένειες των ηρώων του διηγήματος: «Ήμουν σαν ένα κλωσσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κολοπετσωμένα κοτόπουλα κλώσας.»
Ο συγγραφέας διατηρεί μιαν αρνητική στάση απέναντι στις γυναίκες, η οποία είναι ιδιαίτερα έκδηλη όταν σχολιάζει τις ξένες νύφες που έφερναν τα παιδιά από τη Γερμανία: «κάθε τόσο όμως κουβαλούν κι από καμιά ξελιγωμένη ξένη, κολλημένη σα βέλα πάνω τους». Και λίγο μετά σχολιάζει: «Τους άλλους τους κατάπιαν οι ακόρεστες ξένες.»
Όλα τα αγόρια των δύο οικογενειών έχουν φύγει για τη Γερμανία και αυτό στενοχωρεί το συγγραφέα: «Τα παιδιά του χασικλή και της χαζούλας θα συνεχίσουν την οικογένεια.»

Τα πρόσωπα του κειμένου: Το ένα ζευγάρι ήταν ο μαραγκός με την κοπέλα που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «αλαφροΐσκιωτη» και οι οποία πέθανε πρώτη απ’ όλους από εχινόκοκκο. Το ζευγάρι αυτό απέκτησε τρία αγόρια, από το οποία το δεύτερο έφυγε πρώτο για τη Γερμανία και μετά κατάφερε να πάρει και τ’ αδέρφια του κοντά του.
Το δεύτερο ζευγάρι ήταν ο χτίστης με τη γυναίκα του. Από το ζευγάρι αυτό πέθανε ο άντρας, ο χτίστης δηλαδή. Στο κείμενο δεν αναφέρεται ακριβώς πόσα παιδιά απέκτησε αυτό το ζευγάρι αλλά ξέρουμε ότι στο τέλος επέζησαν η κόρη, που ήταν το μεγαλύτερο παιδί τους, καθώς και δύο αγόρια. Ένα ή δύο αγόρια πέθαναν από εχινόκοκκο.
Τελευταίο ζευγάρι, είναι η μεγαλύτερη κόρη του χτίστη που παντρεύτηκε έναν φίλο του μεγάλου της αδερφού.

Οι χρονολογίες της ιστορίας: Η ιστορία ξεκινά λίγο μετά την προσφυγιά που δημιούργησε η ανταλλαγή πληθυσμών, δηλαδή λίγο μετά το 1923.
Οι σεισμοί της Ιερισσού έγιναν το 1932.
Η Κατοχή το 1941 – 1944.
Ο Εμφύλιος κορυφώθηκε το 1946 μέχρι το 1949.
Η μετανάστευση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960.

Ο Γιώργος Ιωάννου μπαίνει στο χώρο της πεζογραφίας και καταξιώνεται με ένα του δημιούργημα, το Πεζογράφημα. Πρόκειται για πρόζες που εμπεριέχουν ανάμεικτα τα χαρακτηριστικά του χρονικού, του δοκιμίου και του διηγήματος και που συμπληρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα. Είναι, όπως λέει, κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο ή το ευρύτερο και μάλλον άγνωστο από αλλού είδος, που βρίσκεται μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος. Κατορθώνει μ' αυτό το είδος να πει αυτά που θέλει να πει και συγχρόνως να κάνει τέχνη. Αναμειγνύοντας τα στοιχεία του δοκιμιακού λόγου με τις φαντασιώσεις του, που πηγάζουν από την ποιητική του φλέβα, σε μια λογοτεχνική απόδοση, δημιουργεί συνειδητά ένα κείμενο που δεν είναι μόνο διήγημα ή δοκίμιο, χρονικό ή ιστορία, αλλά μέσα του συνυφαίνονται στοιχεία από τα είδη που προαναφέραμε. Πολλά από τα έργα του δεν είναι παρά μια αλυσίδα συνειρμών, ενώ υπάρχουν στοιχεία δοκιμιακής γραφής, όπως η ταξινόμηση και τα σχόλια στο τέλος κάθε κομματιού.
Ακόμα και τα κείμενα της Μόνης Κληρονομιάς, που ο ίδιος χαρακτηρίζει διηγήματα, δεν έχουν τα βασικά στοιχεία του είδους, πχ. κεντρικό ήρωα, πλοκή, μύθο, ενότητα τόπου και χρόνου (βλ. τα Περιμένοντας το λογαριασμό, Ο παλιός αέρας) και ελάχιστα, όπως Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, πλησιάζουν περισσότερο τις παραδοσιακές φόρμες .
Σε ό,τι αφορά το θάνατο, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα που βασανίζουν κάθε άνθρωπο, όπως το ερώτημα τι μπορεί να μας στηρίξει, ώστε να ζούμε ξεχνώντας την ύπαρξη του τέλους. Συχνά επισημαίνει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά ανακαλύπτει τον τρόπο να δώσει νόημα στη ζωή του, ανακαλύπτει τη λογοτεχνία. Δίνει σ' αυτήν τον εαυτό του και βρίσκει σ' αυτήν το στήριγμα και την ελπίδα που θα καταξιώσουν την ύπαρξή του και θα απογυμνώσουν το θάνατο αφήνοντάς του μόνο το βιολογικό του ένδυμα. Η αρχική του ανησυχία και ο φόβος για το θάνατο θα μεταβληθούν σε αγωνία για την επιτυχία του έργου του. Γνωρίζοντας ότι δεν είναι αθάνατος, θα επιδιώξει την αθανασία μέσα από αυτό.
Η Θεσσαλονίκη περισσότερο, η Αθήνα λιγότερο, οι άνθρωποι της πόλης, οι πρόσφυγες, οι αναφορές στα παιδικά του χρόνια και την Κατοχή είναι τα κυριότερα θέματα που θα συναντήσουμε στο έργο του. Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του το αφιερώνει, όπως είναι γνωστό, στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που τον γοητεύει και τον συγκινεί. Η Μόνη Κληρονομιά έχει εξολοκλήρου γραφτεί με σκηνικό τη Θεσσαλονίκη.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει βιωματική την πεζογραφία του. "Νομίζω ότι το κλειδί της δουλειάς μου, είναι η βιωματικότητα", λέει σε συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία. "Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα …αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις κατά κάποιο τρόπο ζήσει". Και αλλού, στο περιοδικό Η λέξη, αντιδιαστέλλει τους όρους βιωματικό - αυτοβιογραφικό: "Τα κείμενά μου στηρίζονται στα βιώματά μου …αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικά, δεν έχουν πρώτα-πρώτα το βασικό χαρακτηριστικό της αυτοβιογραφίας το αδιάσπαστο". Οπωσδήποτε θεωρεί το βίωμα ως ένα σημαντικό στοιχείο της καλής λογοτεχνίας και χρησιμοποιώντας το πρώτο γραμματικό πρόσωπο δίνει στον αναγνώστη του την εντύπωση ότι αυτοβιογραφείται.
Αξιοπρόσεκτος στα κείμενά του είναι και ο συνειρμός. Ένα όνομα, ένα περιστατικό, μια εικόνα, τα τοπωνύμια, οι χώροι, οι πλατείες μπορεί να γίνουν αφορμή για μια επιστροφή στο παρελθόν με μια σειρά από συνειρμούς.
Οι σύντομες προτάσεις, οι μικρές περίοδοι δίνουν μια κοφτή και ξεκάθαρη μορφή στο λόγο του και νομίζω ότι πηγάζουν από την ενασχόλησή του με τη δημοτική μας ποίηση, ενώ η έλλειψη περιγραφών της φύσης και οι σύντομες αποδόσεις των συναισθημάτων έχουν ως αποτέλεσμα ένα λιτό, διαυγές και περιεκτικό ύφος. Την εικόνα συμπληρώνει ένα υποδόριο χιούμορ, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού σε κάποια σημεία.

Γιώργος Ιωάννου "Τα σκυλιά του Σέιχ – σοῦ"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Τα σκυλιά του Σέιχ – σοῦ


Περίληψη του κειμένου: Ο Ιωάννου με αφορμή τους ήχους που ακούει από το διαμέρισμα που διαμένει μόνος του, αρχίζει συνειρμικά να θυμάται ήχους που άκουγε σε παλαιότερες εποχές. Με το παιχνίδι αυτό των συνειρμών ο συγγραφέας θα θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια και τη δύσκολη περίοδο της κατοχής. Τα σκυλιά που αναφέρονται στον τίτλο του διηγήματος είναι αυτά που οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στο δάσος του Σέιχ-σου και τα χρησιμοποιούσαν για να καταδιώκουν όσους τολμούσαν να παραβιάζουν την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Το διήγημα στρέφεται έμμεσα στις παρόμοιες τακτικές απαγόρευσης που ακολουθούσε η δικτατορία, μιας και την εποχή που γράφονται τα διηγήματα της συλλογής στην Ελλάδα έχει επικρατήσει η χούντα των ταγματαρχών. 
  • Σέιχ - σοῦ (το νερό του Σεΐχη), δάσος ανάμεσα στους δήμους Θεσσαλονίκης, Ασβεστοχωρίου και Πανοράματος. Γνωστό επίσης και ως Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης.
  • Κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1939-1945) η Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανική – ιταλική και βουλγαρική κατοχή, από το 1941 μέχρι το 1944. Οι Γερμανοί ήλεγχαν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Έβρο, την Κρήτη καθώς και τη Λήμνο, τη Λέσβο και τη Χίο. Οι Βούλγαροι τη Θράκη και ένα μέρος της Μακεδονίας, ενώ οι Ιταλοί όλοι την υπόλοιπη χώρα. Τον Ιούλιο του 1943 ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρας Εμμανουήλ καθαίρεσε τον Μουσολίνι και δύο μήνες μετά η Ιταλία συνθηκολόγησε με τους συμμάχους της Ελλάδας και απομάκρυνε το στρατό της από τα ελληνικά εδάφη. Τότε η Γερμανία αναγκάστηκε να διαθέσει στρατό για να ελέγξει τα μέρη που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί.
  • Όταν ο συγγραφέας έγγραφε αυτό το διήγημα έμενε ακόμα στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα ήταν τα χρόνια της δικτατορίας. Στις 21 Απριλίου 1967 οι συνταγματάρχες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Νικόλαος Μακαρέζος καθώς και ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός κατέλαβαν δια της βίας την εξουσία της χώρας.
  • Το διήγημα γράφεται προτού τερματιστεί η χούντα στην Ελλάδα. Η χούντα κατέρρευσε στις 24 Ιουλίου 1974, λόγω της πίεσης που ασκήθηκε από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο που έγινε τέσσερις μέρες πριν στις 20 Ιουλίου 1974
  • Οι αναφορές για τους Γερμανούς είναι μια έμμεση διαμαρτυρία του συγγραφέα για τις μεθόδους που ακολουθούσαν οι δικτάτορες.
  • Ο Ιωάννου στην αρχή του διηγήματος μιλά για τους θορύβους που ακούει από το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί. Ο ήχος από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά τον ενοχλεί και συνειρμικά αρχίζει να θυμάται ήχους που άκουγε από το πατρικό του σπίτι όταν ήταν μικρός. Ένας από τους χαρακτηριστικούς ήχους ήταν αυτός των πετεινών, ο οποίος τον γυρνά πίσω στα χρόνια της κατοχής.
  • Η Σύβαρη στην αρχαιότητα ήταν ελληνική αποικία στη Νότια Ιταλία. Οι κάτοικοι της πόλης αυτής ήταν γνωστοί για την αγάπη τους στην πολυτέλεια, τη διασκέδαση και τη σπατάλη, γι’ αυτό και τους θεωρούσαν ιδιαίτερα μαλθακούς.
  • Την περίοδο της κατοχής οι Γερμανοί είχαν επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών από την ώρα που νύχτωνε μέχρι το πρωί, για να μπορούν έτσι να τους ελέγχουν καλύτερα. Οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι αν οι πολίτες μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα τις νυχτερινές ώρες θα μπορούσαν να συναντιούνται κρυφά για να οργανώσουν την αντίστασή τους και θα μπορούσαν να καταφέρουν αιφνιδιαστικά χτυπήματα σε γερμανικούς στόχους.
  • Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ανάγκαζε τους πολίτες να παραμένουν στα σπίτια τους και στην πόλη δεν υπήρχε κίνηση και θόρυβοι. Επικρατούσε ησυχία και όλοι μπορούσαν να ακούσουν από τα σπίτια τους ακόμη και ήχους από μακρινές περιοχές της πόλης. Πυροβολισμοί, χειροβομβίδες, φωνές, μετακινήσεις Γερμανών στρατιωτών ήταν από τους ήχους που ξεχώριζαν μέσα στην ησυχία της νύχτας. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι συμβαίνει τις νυχτερινές ώρες στην πόλη τους άκουγαν με προσοχή τους ήχους γύρω τους και είχαν μάθει ξεχωρίζουν τους διαφορετικούς ήχους και να καταλαβαίνουν αν αυτός που πλησιάζει στο σπίτι τους είναι φίλος ή εχθρός.
  • Χαφιές είναι αυτός που συνεργάζεται με τους εχθρούς και προδίδει τις κινήσεις και τα σχέδια αυτών που αγωνίζονταν υπέρ της πατρίδας. Παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί ήταν κοινός εχθρός για όλους τους Έλληνες υπήρχαν και Έλληνες που δε δίστασαν να συνεργαστούν μαζί τους για να μπορέσουν να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη.
  • Νεαρά παιδιά, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας και παρά το γεγονός ότι αν τους έπιαναν οι Γερμανοί θα τους εκτελούσαν, έγραφαν κατά τη διάρκεια της νύχτας συνθήματα στους τοίχους συνθήματα υπέρ της ελευθερίας. Με την πράξη τους αυτή ήθελαν να τονώσουν το ηθικό των κατοίκων της πόλης και να περάσουν το μήνυμα ότι ο αγώνας για την ελευθερία συνεχιζόταν.
  • Ο Ιωάννου μετά τον ήχο από τους πετεινούς που λαλούσαν διαδοχικά σε διάφορες περιοχές της πόλης, θυμάται τον ήχο από τα άγρια σκυλιά που οι Γερμανοί κατακτητές είχαν συγκεντρώσει στο δάσος του Σέιχ - σοῦ, για να τα εκπαιδεύσουν να καταδιώκουν Έλληνες αντάρτες ή και πολίτες που δεν συμμορφώνονταν στους κανόνες των Γερμανών.
  • Ο ήχος από τους σκύλους ανησυχεί πολύ τον συγγραφέα ο οποίος συνειρμικά θυμάται εποχές που από το παράθυρό του άκουγε ήχους πιο ευχάριστους και αγαπημένους, όπως τα συνθηματικά σφυρίγματα που έκανε για εκείνον ο πατέρας του που ήταν μηχανοδηγός στο σιδηρόδρομο της Θεσσαλονίκης.
  • Τα γαυγίσματα από τα σκυλιά δεν ήταν ο μόνος ήχος που συνόδευε τις βραδιές των Θεσσαλονικέων. Ο Ιωάννου θυμάται και τις βραδιές που έβγαιναν στα μπαλκόνια και τραγουδούσαν, για να περάσουν πιο ευχάριστα οι ώρες που αναγκαστικά έμεναν στα σπίτια τους.
  • Ο συγγραφέας στα χρόνια της κατοχής πήγαινε ακόμη στο σχολείο και μάλιστα ανήκε και στην οργάνωση που είχαν φτιάξει οι μαθητές για να παρακολουθούν τις κινήσεις των εχθρών. Για το λόγο αυτό ο Ιωάννου είχε επιλεγεί να πηγαίνει στο δάσος του Σέιχ - σοῦ για να μάθει περισσότερα πράγματα για τα σκυλιά που τόσο τρόμαζαν τους κατοίκους της πόλης.
  • Ο Απόστολος Παύλος κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία του επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή μεταξύ 49 και 52 μ.Χ. Στη Θεσσαλονίκη παρέμεινε μόνο για τρεις εβδομάδες, φιλοξενούμενος στο σπίτι του Απόστολου Ιάσονα, αλλά αναγκάστηκε να φύγει λόγω των διωγμών κατά των Χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη μετάδοση του Χριστιανισμού στην Ελλάδα.
  • Τα παιδιά εκείνη την εποχή πήγαιναν στο δάσος όχι μόνο για να παρακολουθήσουν τα σκυλιά αλλά και για να δουν τα ζευγάρια που κατέφευγαν εκεί για να κάνουν έρωτα. Λόγω της γερμανικής κατοχής οι νόμοι περί προσβολής της δημοσίας αιδούς είχαν ατονήσει και τα ζευγάρια έβρισκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την ανοχή των αρχών. Ο συγγραφέας τονίζει ότι δεν τον ενδιέφερε να παρακολουθεί τις ερωτοδουλειές ξένων ανθρώπων και ότι τον απασχολούσαν μόνο οι δικές του δραστηριότητες.
  • Τα σκυλιά δεν παρέμειναν καθόλη της διάρκεια της κατοχής στην πόλη, καθώς οι Γερμανοί τα ανέβασαν στα βουνά για να καταδιώξουν τους αντάρτες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πολλά ειρωνικά σχόλια από τους ντόπιους καθώς ήταν φανερό ότι οι Γερμανοί είχαν υποτιμήσει την αγριότητα των Μακεδόνων ανταρτών.
  • Από τη στιγμή που έφυγαν τα σκυλιά, στην πόλη άρχισαν να επικρατούν και πάλι οι ήχοι που ακούγονταν και παλιότερα, ανάμεσα στους οποίους ο συγγραφέας αναφέρει και τα παγόνια. Η αναφορά στα παγόνια επαναφέρει το συγγραφέα στο σήμερα και η διήγησή του περνά στην παρούσα κατάσταση, δηλαδή στην περίοδο της δικτατορίας.
  • Τη δεκαετία του 1960 στο δάσος του Σέιχ - σοῦ κυκλοφορούσε ένας άντρας ο οποίος βίαζε και σκότωνε τις γυναίκες. Είχε γίνει γνωστός ως ο δράκος του Σέιχ - σοῦ και είχε προκαλέσει τρόμο στους κατοίκους της πόλης. Λόγω της παρουσίας αυτού του ανθρώπου η αστυνομία έκανε διαρκώς έρευνες στην περιοχή και οδηγούσε για ανάκριση όποιον νέο άντρα έβλεπε να κυκλοφορεί εκεί. Το 1968 οι αρχές συνέλαβαν και εκτέλεσαν έναν Θεσσαλονικιό για την ενοχή του οποίου όμως δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία.
  • Την περίοδο της δικτατορίας ο συγγραφέας επιχειρεί να ανέβει ξανά στο δάσος αλλά του το απαγορεύουν οι αστυνομικοί που εργάζονταν για το καθεστώς της δικτατορίας. Αυτή η απαγόρευση προκαλεί αγανάκτηση στο συγγραφέα και του θυμίζει εκ νέου την περίοδο που εκεί υπήρχαν τα σκυλιά των Γερμανών και συχνά οι κατακτητές εμπόδιζαν τους πολίτες να πάνε στο δάσος λέγοντάς τους Verboten (απαγορεύεται).
  • Τη δεύτερη φορά που επιχείρησε να πάει στο δάσος ήταν μαζί με έναν φίλο του Γερμανό, ο οποίος βρίσκει απαράδεκτη την απαγόρευση των αστυνομικών. Η αντίδραση αυτή του Γερμανού φίλου του προκαλεί αρνητική εντύπωση στον Ιωάννου καθώς μόλις πριν από τριάντα χρόνια οι Γερμανοί ήταν αυτοί που είχαν γεμίσει με απαγορεύσεις τη ζωή των ανθρώπων και είχαν σκοτώσει πολλούς Έλληνες. Παρόλα αυτά δικαιολογεί το φίλο του γιατί ήταν νέος και δεν γνώριζε για τη δράση των ομοεθνών του στα χρόνια της κατοχής. Άλλωστε η πλειοψηφία των Γερμανών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ένιωθε ντροπή για τον πόλεμο και προσπάθησε να ξεχάσει όλα όσα έκανε ο στρατός τους στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
  • Κλείνοντας το διήγημα ο Ιωάννου αφήνει υπονοούμενα για την παρούσα κατάσταση, για τη δικτατορία δηλαδή. Όταν γράφει αυτό το κείμενο δε γνωρίζει πότε θα λήξει η περίοδος της χούντας και σχολιάζει ότι “όλα είναι μουλωχτά και σκοτεινιασμένα.” Επειδή εκείνη την περίοδο υπήρχε λογοκρισία ο συγγραφέας δεν μπορούσε να εκφράσει ανοιχτά την αγανάκτησή του για το καθεστώς γι’ αυτό και μιλά για τη γερμανική κατοχή. Όπως οι Γερμανοί στην κατοχή είχαν στερήσει την ελευθερία των Ελλήνων, έτσι και οι δικτάτορες με παρόμοιες μεθόδους (απαγόρευση κυκλοφορίας, λογοκρισία και με χαφιέδες) είχαν στερήσει από τους πολίτες την ελευθερία τους. Πολλά από τα σχόλια για τη γερμανική κατοχή απευθύνονται στην πραγματικότητα για των καθεστώς της δικτατορίας και εκφράζουν έτσι έμμεσα την αγανάκτηση του συγγραφέα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...