Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Δυνάμωσις»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Naxart studio

Κωνσταντίνος Καβάφης «Δυνάμωσις»

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.

Το χειρόγραφο του ποιήματος συνοδεύεται από το σημείωμα: «Όχι για δημοσίευσι. Αλλά μπορεί να μένει εδώ».

Το ποίημα «Δυνάμωσις» ανήκει στα Κρυμμένα του ποιητή, αφού αν και ολοκληρωμένο, ο ποιητής προτίμησε να μην το δημοσιεύσει τελικά. Θέμα του ποιήματος είναι το τι, κατά τη γνώμη του ποιητή, οφείλει να κάνει όποιος θέλει να ενδυναμώσει πραγματικά το πνεύμα του, προκειμένου να αποκτήσει αληθινή αντίληψη της πραγματικότητας.

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.

Μια πρώτη βασική προϋπόθεση για όποιον επιθυμεί να δυναμώσει το πνεύμα του είναι να απομακρυνθεί από τα δεσμά του σεβασμού και της υποταγής. Ο άνθρωπος που τείνει να υποτάσσεται στη θέληση των άλλων και να περιορίζει τον εαυτό του υπακούοντας σε μια εσωτερική αίσθηση σεβασμού απέναντι στους συνανθρώπους του και στις αξίες της εποχής του, δεν κατορθώνει ποτέ να αποκτήσει την επιδιωκόμενη πνευματική οξύτητα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να προσαρμόζεται πλήρως στα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα της εποχής του και να γίνεται ένας φιλήσυχος άνθρωπος που μένει σταθερά προσηλωμένος στις προσωπικές του υποθέσεις.
Η υποταγή σε νόμους, αξίες και ανθρώπους είναι ο πλέον ασφαλής δρόμος για να ακρωτηριάσει κανείς την πνευματική του αντίληψη και να μετατραπεί σ’ ένα πειθήνιο και καθοδηγούμενο πιόνι του κοινωνικού συστήματος. Η υποταγή είναι εκείνη που φέρνει τους ανθρώπους στα μέτρα που επιθυμούν η κοινωνία και οι κρατούντες, ώστε να μπορούν να τους έχουν διαρκώς υπό έλεγχο.
Ο άνθρωπος που απορρίπτει την υποταγή και το σεβασμό εξωθείται στο να αντικρίσει την πραγματικότητα μακριά από τις κατευθυντήριες γραμμές της κοινωνίας και αναγκάζεται έτσι να εμπιστευτεί τη δική του αντίληψη σε σχέση με τα πώς και τα γιατί του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Μη έχοντας την ασφάλεια των έξωθεν επιβεβλημένων «οδηγιών» αρχίζει σιγά σιγά να βλέπει το πλέγμα ελέγχου που διαμορφώνεται από τους κρατούντες σταθερά και συστηματικά προκειμένου να είναι απολύτως καθοδηγούμενη η αντίληψη των πολιτών για τα πράγματα∙ αρχίζει σιγά σιγά να κατανοεί πως κάθε κοινωνική, πολιτική και οικονομική εξέλιξη, όχι μόνο δεν προκύπτει τυχαία ή δήθεν κατ’ ανάγκη, αλλά ότι ακολουθεί ένα προσεκτικά οργανωμένο σχέδιο των ισχυρών, που από νωρίς και με πλήρη αίσθηση αποστασιοποίησης προδιαγράφουν την πορεία που θα ακολουθήσει κάθε πολιτεία προκειμένου να αποκομίσουν εκείνοι τα οφέλη που επιθυμούν.

Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.

Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, την κοινωνική υπόσταση του ατόμου και τη θέση του ως πολίτη του κράτους, οφείλει να συνειδητοποιήσει πως οι νόμοι υπάρχουν περισσότερο για να κατευθύνουν τη δράση των πολιτών και να μορφοποιούν τις συνειδήσεις τους σύμφωνα με τις ανάγκες των ισχυρών. Έτσι, πέρα από ορισμένους νόμους που έχουν ζωτική σημασία για την ορθή κοινωνική συνύπαρξη, τους υπόλοιπους θα πρέπει να τους παραβιάζει, όπως άλλωστε και τα έθιμα, που αποτελούν κι αυτά μέσο ελέγχου και καθοδήγησης των ανθρώπων.
Η πορεία προς την ενδυνάμωση του πνεύματος δεν είναι εύκολη και δεν μπορεί να προκύψει αν το άτομο αφήνεται στις κατευθυντήριες γραμμές που του προσφέρει η κοινωνία. Οφείλει να βγει από τη νομιμότητα και από τους περιορισμούς της εθιμοτυπίας∙ οφείλει να αποστασιοποιηθεί από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και ύστερα να παρατηρήσει με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα τις δράσεις και τις αντιδράσεις τους, προκειμένου να κατανοήσει τη λογική που τις διατρέχει, και πολύ περισσότερο προκειμένου να αντιληφθεί πόσο κενή είναι η δράση των ανθρώπων από ουσιαστική σκέψη. Οι περισσότεροι άνθρωποι, άλλωστε, δεν δρουν∙ οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν στις συνθήκες που σκοπίμως διαμορφώνουν οι κρατούντες, προκειμένου να αφαιρούν από τους πολίτες τη δυνατότητα της σε βάθος εξέτασης των κοινωνικών συνθηκών. Πιεσμένοι από πλείστες ανάγκες ή ξεγελασμένοι από τεχνητές συνθήκες ευφορίας οι πολίτες είναι τα υπό των έλεγχο των ισχυρών άβουλα ανδρείκελα μιας πολιτείας δίχως πολιτική σκέψη και αντίληψη.
Έτσι, ο άνθρωπος που θέλει να δυναμώσει το πνεύμα του οφείλει να βγει από την κοινωνικώς αποδεκτή «ευθύτητα»∙ από την κοινωνικώς αποδεκτή πορεία, αφού αυτή δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια προδιαγεγραμμένη από τους έχοντες και τους κρατούντες πορεία που κρατά υπό έλεγχο τα μέλη της κάθε κοινωνίας. Μια πορεία που βολεύει εκείνους που κινούν τα νήματα, μα μια πορεία ανεπαρκής για όποιον θέλει να δει την αλήθεια της κοινωνίας όπως ακριβώς είναι και όχι με τις στρεβλώσεις που τις προκαλούν οι παρεμβάσεις των κρατούντων.

Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.

Σε ό,τι αφορά από την άλλη τις πιο προσωπικές πτυχές της προσωπικότητας του κάθε ατόμου, σημαντική πηγή γνώσεων είναι οι ηδονές, οι απολαύσεις τόσο του σώματος όσο και του πνεύματος, οι οποίες φανερώνουν κατά τρόπο ιδιαίτερα εναργή τις πραγματικές κλίσεις και τις πραγματικές επιθυμίες του κάθε ανθρώπου.
Οι πνευματικές απολαύσεις, ιδιαίτερα, που συνιστούν και μέσο αγωγής της ψυχής του ατόμου, δεν θα πρέπει να αντλούνται από τις προς μαζική κατανάλωση μορφές διασκέδασης κι από τα αναγνώσματα για το ευρύ κοινό, που επιχειρούν συνήθως να χειραγωγήσουν -έστω και έμμεσα- τη σκέψη των ανθρώπων. Το άτομο οφείλει να αναζητήσει εκείνες τις «ηδονές» που αφενός ανταποκρίνονται περισσότερο στις δικές του προτιμήσεις κι αφετέρου του επιτρέπουν να αποστασιοποιηθεί από τη μαζική χειραγωγούμενη κουλτούρα.

Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι∙
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.

Καίριας σημασίας, συνάμα, για την επίτευξη της πνευματικής ενδυνάμωσης είναι να πάψει το άτομο να επιζητεί την ασφάλεια και την αδιατάρακτη γαλήνη. Θα πρέπει να είναι έτοιμο να ανατρέψει παγιωμένες καταστάσεις του παρελθόντος και να βγει από την ολέθρια αδρανοποίηση της συνήθειας και του βολέματος. Θα πρέπει να πάψει να φοβάται την καταστρεπτική πράξη, αφού μόνο αν είναι πρόθυμο να έρθει σε ρήξη με την τεχνηέντως δομημένη κοινωνική πραγματικότητα θα μπορέσει να αποδεσμευτεί δραστικά από τη αλλοιωμένη θέαση της πραγματικότητας.
Το τίμημα για την ελεύθερη και αντικειμενική αποτίμηση των κοινωνικών δεδομένων, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί υπό τον έλεγχο των κρατούντων, είναι η ύπαρξη πέρα από την αίσθηση ασφάλειας και κανονικότητας που προσφέρει η ελεγχόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Όπως, άλλωστε, το αποδίδει ο ποιητής, το μισό σπίτι θα πρέπει να γκρεμισθεί, έστω κι αν αυτή η προοπτική φοβίζει τους περισσότερους ανθρώπους. Όσο οι πολίτες συνεχίζουν να συμβιβάζονται με τις κοινωνικές συνθήκες που τους προσφέρουν οι ισχυροί και οι έχοντες, δεν μπορεί να προκύψει πραγματική και ουσιαστική γνώση. Δεν μπορεί κάποιος να ζει και να αποδέχεται τους κανόνες μιας ρυθμιζόμενης από άλλους πραγματικότητας και να έχει συνάμα την αξίωση να γνωρίσει την αλήθεια.
Το άτομο που θα παραβεί τους κανόνες και τους νόμους∙ το άτομο που θα αποτινάξει την ανάγκη της ασφάλειας και θα είναι πρόθυμο να ζήσει χωρίς δεδομένα∙ το άτομο που θα είναι έτοιμο να καταστρέψει την εικόνα της πραγματικότητας που του παρουσιάζουν συστηματικά, είναι εκείνο που θα μπορέσει τελικά να προσεγγίσει τη γνώση. Πρόκειται, βέβαια, για μια πορεία εξαιρετικά δύσκολη που θα δοκιμάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αντοχές του, προσφέροντάς του ως μόνο αντάλλαγμα τη δυνατότητα να αντικρίζει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, με όλες τις εξαρτήσεις, τα συμφέροντα, τη σκληρότητα, τους υπολογισμούς και τις ακούσιες θυσίες που τον διακρίνουν.

Παρά το γεγονός, πάντως, πως η επίτευξη της γνώσης συνεπάγεται πως το άτομο θα παραβεί με τη θέλησή του νόμους και ηθικές αξίες, αυτό δε σημαίνει πως θα εξαχρειωθεί∙ το αντίθετο μάλιστα. Η πορεία προς τη γνώση με όλες τις πράξεις αντίστασης και ανυποταγής που τη συνοδεύουν απομακρύνει το άτομο από την τεχνητή αίσθηση ηθικής που έχουν εμφυσήσει οι κρατούντες στα μέλη της κοινωνίας, και το οδηγεί σε μια πραγματικά ενάρετη διαβίωση, αφού θα σταθεί απέναντι στο αληθινό πρόσωπο της κοινωνίας, γνωρίζοντας πια τι είναι πραγματικά σωστό και ποια είναι η «επιβεβλημένη» εικόνα του σωστού. Έχοντας σπάσει τα δεσμά της χειραγωγημένης αντίληψης, θα φτάσει πλησιέστερα σε μια πιο καθαρή και αγνή εικόνα της ηθικής. 

Κωνσταντίνος Καβάφης «Κτίσται»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
LW Hine

Κωνσταντίνος Καβάφης «Κτίσται»

Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρει
καθείς τον λίθον του· ο εις λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις — και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος

εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,

ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.

Aλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση·
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κ’ εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.

Το ποίημα «Κτίσται» γράφτηκε το 1891 και εντάσσεται στα αποκηρυγμένα του Κωνσταντίνου Καβάφη. «Είναι το πρώτο ποίημα που ο Καβάφης δημοσιεύει -και μάλιστα πρώτα σε μονόφυλλο και αμέσως μετά σε αθηναϊκό περιοδικό- ύστερα από πεντάχρονη αποχή από την δημοσιότητα.» Γ. Π. Σαββίδης

Στην στήλη αλληλογραφία «Συζητήσεις», του Αττικού Μουσείου (Δ΄, 6, 30 Σεπτεμβρίου 1891, σ. 71 – η ημερομηνία με το παλιό ημερολόγιο) δημοσιεύτηκε η ακόλουθη κρίση για το «Κτίσται», ασφαλώς γραμμένη από τον Ι. Πολέμη, λογοτεχνικό διευθυντή του περιοδικού:
«ο Κ. Φ. Καβ. Εις Αλεξάνδρειαν. – Το ποίημά σας μας εφάνη εξόχως ωραίον και θα ήτο ίσως ωραιότερον αν δεν εκάμνετε τόσην κατάχρησιν του συστήματος εκείνου της γαλλικής στιχουργίας του να μεταβαίνωσιν αι προτάσεις από του ενός στίχου εις τον έτερον. Έχει όμως τόσα άλλα προτερήματα το ποίημά σας ώστε παραβλέπει τις τας μικράς ταύτας ποιητικάς ιδιοτροπίας σας. Θα το δημοσιεύσωμεν ευχαρίστως.»

Όπως επισημαίνει ο Γ. Π. Σαββίδης το ποίημα αυτό συνιστά μια αλληγορική μεταφορά, σε μορφή σονέτου με 15σύλλαβους και ομοιοκαταληξία αβαβ γδγδ εεε ζζζ.

Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρει
καθείς τον λίθον του∙ ο εις λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις — και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν.

Στο επίκεντρο του ποιήματος τίθεται η έννοια της Προόδου∙ η επιδιωκόμενη εξέλιξη της κοινωνίας και του πολιτισμού, που αποτελεί μια διαρκή μέριμνα για όλους τους πολίτες. Η συνεχής προσπάθεια για την επίτευξη της Προόδου δίνεται από τον ποιητή κατά τρόπο αλληγορικό, αφού η Πρόοδος παρουσιάζεται ως μια μεγάλη οικοδομή στο χτίσιμο της οποίας συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, φέροντας κι ο καθένας το δικό του λίθο προκειμένου να γίνει κάποια στιγμή πραγματικότητα η ολοκλήρωσή της.
Ο «λίθος» που προσφέρει ο κάθε πολίτης στη συλλογική αυτή προσπάθεια διαφέρει ανάλογα με τις ειδικότερες δεξιότητες του κάθε ανθρώπου, έτσι, άλλος συνεισφέρει με τα λόγια του, άλλος με τις επιθυμίες και τις προσδοκίες του, κι άλλος με τις πράξεις του. Αποτέλεσμα, πάντως, αυτής της πολυσυλλεκτικής εναπόθεσης δεξιοτήτων και ικανοτήτων είναι να σηκώνεται καθημερινά όλο και ψηλότερα το οικοδόμημα της Προόδου.

Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος

εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.

Οι πολίτες, οι αγαθοί εργάτες αυτού του οικοδομήματος, είναι πάντοτε έτοιμοι όχι μόνο να συνεισφέρουν στην οικοδόμησή του, αλλά και να σπεύσουν να το προφυλάξουν σε περίπτωση που παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος. Έτσι, αν εμφανιστεί αιφνιδίως κάποια θύελλα ή κάποια ταραχή, όλοι όσοι συμμετέχουν στην κοινή προσπάθεια ανέγερσης του ξεχωριστού αυτού οικοδομήματος, σπεύδουν από κοινό για να υπερασπιστούν το «μάταιο» έργο τους.
Η αιφνίδια εμφάνιση της θύελλας που απειλεί τη σταθερότητα του οικοδομήματος, φανερώνει πως το χτίσιμο της Προόδου, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια συνειδητή και σταθερή προσπάθεια όλων, δεν είναι απαλλαγμένο από κινδύνους. Η εξέλιξη, άλλωστε, μιας κοινωνίας δεν συνεπάγεται πως ακολουθεί πάντοτε μια πορεία που να ευχαριστεί όλους τους πολίτες, ούτε είναι διασφαλισμένο πως δεν θα υπάρξουν οπισθοδρομήσεις και καθυστερήσεις στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας.

Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,

ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.

Εκείνο, ωστόσο, που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι πως το εξαίρετο αυτό έργο της Προόδου χαρακτηρίζεται από τον ποιητή «μάταιο», αφού η αποτυχία του είναι προδικασμένη. Ο λόγος για τον οποίο ο ποιητής θεωρεί πως δεν πρόκειται να επιτευχθεί ποτέ η επιδιωκόμενη πρόοδος είναι το γεγονός ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι υπερβολικά υψηλοί και φιλόδοξοι.
Έτσι, αν και οι τωρινοί πολίτες, οι τωρινοί χτίστες καταβάλλουν πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες, αυτό που τελικά επιδιώκουν δεν πρόκειται να υλοποιηθεί. Ο ποιητής, μάλιστα, τονίζει πως είναι ειλικρινά αξιοθαύμαστο το πνεύμα αυτοθυσίας των πολιτών, αφού ο καθένας από αυτούς θυσιάζει τη ζωή του προς όφελος μιας μελλοντικής γενιάς, υπομένοντας πλήθος ταλαιπωριών και πόνων, προκειμένου η μελλοντική εκείνη γενιά να γνωρίσει μια αγνή και άδολη ευτυχία. Προκειμένου η ιδεατή γενιά του μέλλοντος να απολαύσει μια μακρόχρονη ζωή γεμάτη πλούτο και σοφία, έχοντας απαλλαγεί από την ανάγκη να εργάζεται υπό πιεστικές συνθήκες για να ζήσει∙ έχοντας απαλλαγεί από τον άθλιο ιδρώτα της δουλειάς εκείνης που υπονομεύει την ηθική ακεραιότητα του ατόμου και που το ωθεί ακόμη και σε πράξεις μικρότητας, κι όλα αυτά στο όνομα της καθημερινής επιβίωσης.
Οι επιδιωκόμενες αυτές επιτεύξεις είναι, εννοείται, εξαιρετικές ως προς την πρόθεσή τους, αφού οι άνθρωποι του παρόντος έχοντας γνωρίσει τις δυσκολίες της καθημερινότητας κι έχοντας απαυδήσει με τους πλείστους συμβιβασμούς και τις πλείστες υποχωρήσεις που ο οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος προκειμένου να επιβιώσει, οραματίζονται πλέον μια κοινωνία που δεν θα συντρίβει ψυχολογικά, συναισθηματικά και ηθικά τα μέλη της∙ οραματίζονται μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι δεν θα χρειάζεται να εξαχρειώνονται για να καταφέρουν να διασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Αγωνίζονται, λοιπόν, προσφέροντας ο καθένας ό,τι μπορεί για να δουν την κοινωνία τους να προοδεύει και να εξελίσσεται, μέχρι να φτάσει στο ιδεατό εκείνο σημείο ανάπτυξης όπου θα παρέχονται πλέον οι καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβίωσης σε όλους τους ανθρώπους, χωρίς εκείνοι να είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν το ολέθριο τίμημα που πληρώνουν οι συγκαιρινοί του ποιητή για να επιβιώσουν.

Aλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση∙
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κ’ εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.   

Κι όμως, καταλήγει ο ποιητής, η μυθικά ιδεατή εκείνη μελλοντική γενιά δεν θα υπάρξει ποτέ, αφού το έργο αυτό της προόδου θα γκρεμιστεί από την ίδια του την τελειότητα κι ο μάταιος κόπος των ανθρώπων θα αρχίσει πάλι απ’ την αρχή.
Ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα, που θέτει τόσο υψηλούς στόχους, ώστε να μοιάζει πλέον τέλειο, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να επιτευχθεί. Το γεγονός ότι τίθεται ως στόχος ένα τόσο άριστο επίπεδο διαβίωσης, θα αποτελέσει από μόνο του το στοιχείο εκείνο που θα οδηγήσει την προσπάθεια αυτή σε αποτυχία.

Μοιάζει σαν να επιδιώκουν οι άνθρωποι μια ουτοπία, η οποία όσο κι αν συγκεντρώνει πλήθος αρετών, αφού θα σημαίνει μια ιδεατή ζωή για όλους τους ανθρώπους, δεν μπορεί επί της ουσίας να υλοποιηθεί, αφού παραγνωρίζει τον ίδιο τον ανθρώπινο παράγοντα∙ τις αδυναμίες, τα ελαττώματα, τη χαιρεκακία, τα αντικρουόμενα συμφέροντα, μα κι εκείνη την καταστροφική τάση της υπεροχής έναντι των άλλων. 

Κωνσταντίνος Καβάφης «Οι Εχθροί»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michael Creese

Κωνσταντίνος Καβάφης «Οι Εχθροί»

        Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να χαιρετήσουν.
        Ο Ύπατος τους έβαλε κοντά του να καθίσουν.
        Ευγενικά τους μίλησε. Κ’ έπειτα, να φροντίσουν,
        τους είπε, χωρατεύοντας. «Η φήμη φθονερούς
        κάμνει. Συγγράφουν οι αντίζηλοι. Έχετ’ εχθρούς.»
        Aπήντησ’ ένας απ’ τους τρεις με λόγους σοβαρούς.

«Οι τωρινοί μας οι εχθροί δεν θα μας βλάψουνε ποτέ.
Κατόπι θά ’λθουν οι εχθροί μας, οι καινούριοι σοφισταί.
Όταν ημείς, υπέργηροι, θα κείμεθα ελεεινά
και μερικοί θα μπήκαμε στον Άδη. Τα σημερινά
τα λόγια και τα έργα μας αλλόκοτα (και κωμικά
ίσως) θα φαίνονται, γιατί θ’ αλλάξουν τα σοφιστικά,
το ύφος και τας τάσεις οι εχθροί. Όμοια σαν κ’ εμένα,
και σαν κι αυτούς, που τόσο μεταπλάσαμε τα περασμένα.
Όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά
θα τ’ αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά
τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς μεγάλον κόπο).
Καθώς κ’ εμείς τα λόγια τα παλιά είπαμε μ’ άλλον τρόπο.»

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, στο ποίημα «Οι Εχθροί», που ανήκει στα Κρυμμένα του, πραγματεύεται τη διαχρονική ανάγκη για ανανέωση και αλλαγή που διακρίνει κάθε έκφανση της ανθρώπινης πνευματικής και πολιτικής δραστηριότητας. Ανανέωση που οδηγεί στην αφάνεια και στη λήθη εκείνους που κάποτε μεσουρανούσαν, έστω κι αν στην πραγματικότητα βασίζεται στην αναδιατύπωση των ίδιων ιδεών και των ίδιων απόψεων που εξέφραζαν κι όλοι οι προηγούμενοι.

Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να χαιρετήσουν.
Ο Ύπατος τους έβαλε κοντά του να καθίσουν.
Ευγενικά τους μίλησε. Κ’ έπειτα, να φροντίσουν,
τους είπε, χωρατεύοντας. «Η φήμη φθονερούς
κάμνει. Συγγράφουν οι αντίζηλοι. Έχετ’ εχθρούς.»
Aπήντησ’ ένας απ’ τους τρεις με λόγους σοβαρούς.

Η αναφορά στον Ύπατο -ρωμαϊκό αξίωμα- τοποθετεί πιθανώς τον φανταστικό αυτό διάλογο στα χρόνια της δεύτερης σοφιστικής (1ος αιώνας μ.Χ.), σε μια περίοδο, δηλαδή, κατά την οποία οι σοφιστές προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, οπότε και δικαιολογείται μια τέτοιου είδους επίσκεψη σ’ έναν ανώτατο αξιωματούχο.
Ο Ύπατος υποδέχεται θερμά τους τρεις σοφιστές, τους βάζει να καθίσουν κοντά του και τους μιλά με ευγένεια. Τους εκφράζει, μάλιστα, ορισμένες ανησυχίες του, κατά τρόπο, ωστόσο, που να δίνει την εντύπωση πως αστειεύεται, προκειμένου να μη τους δημιουργήσει τη δυσάρεστη αίσθηση ότι απειλούνται. Η διαπίστωση, άλλωστε, του Υπάτου βασίζεται σε γενικότερες παρατηρήσεις σχετικά με τη φύση των ανθρώπων και τον φθόνο που προκαλεί η επιτυχία των άλλων. Όπως, χαρακτηριστικά σχολιάζει, θα πρέπει να φροντίσουν, θα πρέπει να προσέχουν, διότι η φήμη κάνει εν γένει τους άλλους ανθρώπους να ζηλεύουν, κι έχουν αποκτήσει έτσι κι εκείνοι εχθρούς. Έχουν αντίζηλους, οι οποίοι έχουν επιδοθεί στη συγγραφή, προκειμένου να διεκδικήσουν μερίδιο της φήμης τους. Υπάρχουν, δηλαδή, κι άλλοι εκεί έξω που θέλουν να γίνουν τόσο γνωστοί και τόσο σημαντικοί, όσο οι σοφιστές και προσπαθούν να το πετύχουν αυτό με τη δημιουργία αξιόλογου έργου, που ίσως να έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις και τις διδασκαλίες των σοφιστών.  

«Οι τωρινοί μας οι εχθροί δεν θα μας βλάψουνε ποτέ.
Κατόπι θά ’λθουν οι εχθροί μας, οι καινούριοι σοφισταί.
Όταν ημείς, υπέργηροι, θα κείμεθα ελεεινά
και μερικοί θα μπήκαμε στον Άδη.

Σε αντίθεση με το ύφος του Υπάτου, που επιχειρεί να εκφράσει τις σκέψεις του κάπως ανάλαφρα, ο σοφιστής που αναλαμβάνει να απαντήσει σ’ αυτές του τις ανησυχίες διατυπώνει τα λόγια του με σοβαρότητα, φανερώνοντας, έτσι, πως όχι μόνο έχει υπόψη του το ζήτημα, αλλά και πως το έχει εξετάσει προσεκτικά.
Ο σοφιστής, λοιπόν, διαβεβαιώνει τον Ύπατο πως οι τωρινοί τους εχθροί δεν θα κατορθώσουν ποτέ να τους βλάψουν, αφού ανήκοντας κι εκείνοι στην ίδια εποχή, δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι το τόσο ρηξικέλευθο, ώστε να κλονιστεί το ήδη εδραιωμένο κύρος των σοφιστών. Οι πραγματικοί εχθροί τους θα έρθουν αργότερα και θα είναι οι καινούριοι σοφιστές που θα αναδυθούν από τη νέα γενιά, όταν πια εκείνοι θα είναι υπέργηροι και θα κείτονται ελεεινά, ίσως και κλινήρεις, ενώ κάποιοι από αυτούς ενδέχεται να έχουν πεθάνει κιόλας.

Τα σημερινά
τα λόγια και τα έργα μας αλλόκοτα (και κωμικά
ίσως) θα φαίνονται, γιατί θ’ αλλάξουν τα σοφιστικά,
το ύφος και τας τάσεις οι εχθροί.

Ο σοφιστής προδικάζει πως με τον ερχομό της κατοπινής γενιάς στα σοφιστικά πράγματα, τα λόγια και τα έργα τους τα σημερινά θα μοιάζουν αλλόκοτα, αν όχι και κωμικά, αφού οι νέοι σοφιστές, οι πραγματικοί εχθροί τους, θ’ αλλάξουν το ύφος και τις τάσεις στη σοφιστική, καθιστώντας τους εντελώς παρωχημένους. Η αλλαγή, βέβαια, δεν θα είναι ουσιαστική, αφού δεν θα αφορά το περιεχόμενο των λόγων, αλλά το ύφος και τις τάσεις ως προς την έκφραση και τη διατύπωση∙ θα είναι, όμως, έστω κι έτσι, ικανή να «εκθρονίσει» εκείνους και να δώσει οριστικό προβάδισμα στους νέους, αφού θα ανταποκρίνεται στην ανάγκη των ανθρώπων για ανανέωση ή έστω για μιαν επίφαση ανανέωσης.

Όμοια σαν κ’ εμένα,
και σαν κι αυτούς, που τόσο μεταπλάσαμε τα περασμένα.
Όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά
θα τ’ αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά
τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς μεγάλον κόπο).
Καθώς κ’ εμείς τα λόγια τα παλιά είπαμε μ’ άλλον τρόπο.»

Ο σοφιστής είναι βέβαιος για το τι θα συμβεί, αφού αυτό ακριβώς έκανε ο ίδιος και οι συνάδελφοί του σε σχέση με τους προγενέστερους. Πήραν τα λόγια και τις ιδέες των περασμένων και τις μετέπλασαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δίνουν την εντύπωση ενός νέου και πρωτάκουστου υλικού, έστω κι αν δεν υπήρχε τίποτε το νέο σε αυτό πέρα από το ύφος που επιλέχθηκε για τη διατύπωσή του.
Έτσι, όσα αυτοί κατόρθωσαν να τα παρουσιάσουν στους πολίτες ωραία και σωστά, θα έρθουν οι εχθροί τους και θα τα καταδικάσουν ως ανόητα και περιττά, λέγοντας εντούτοις ακριβώς τα ίδια, με άλλο τρόπο όμως -κάτι που δεν απαιτεί καν ιδιαίτερο κόπο. Θα κάνουν, άρα, οι νεότεροι ότι έκαναν στο παρελθόν κι οι ίδιοι που είπαν τα λόγια τα παλιά με άλλο, διαφορετικό τρόπο.  
Ο Καβάφης καταγράφει εδώ μια ιδέα που προσεγγίζει και στο πεζό κείμενο «Aι σκέψεις ενός γέροντος καλλιτέχνου»∙ ό,τι αναφέρει ο σοφιστής πως συμβαίνει στο δικό τους χώρο πνευματικής δημιουργίας, συμβαίνει επί της ουσίας και στην ποίηση, όπως και στην πεζογραφία, αλλά, ως ένα βαθμό, ακόμη και στην πολιτική. Κάθε νέα γενιά δημιουργών ή και πολιτικών δεν έχει παρά να μεταλλάξει λίγο τον τρόπο διατύπωσης των παλαιότερων ιδεών κι έχει διασφαλίσει εύκολα τη στήριξη του κοινού. Σκέψεις, φιλοσοφικές ιδέες, ποιητικά θέματα, αλλά και διακηρύξεις πολιτικού περιεχομένου, που έχουν αποδειχθεί στο παρελθόν ευχάριστες στους πολίτες, μπορούν εύκολα να παρουσιαστούν ως νέο υλικό, κερδίζοντας ξανά και ξανά την εύνοια του κοινωνικού συνόλου ή του αναγνωστικού κοινού, αρκεί να παρουσιαστούν μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο.
Οι νέοι σοφιστές, όπως κι οι νέοι ποιητές δεν χρειάζεται επί της ουσίας να κοπιάσουν αναζητώντας νέες ιδέες, αφού υπάρχει ήδη άφθονο δοκιμασμένο υλικό από τους προηγούμενους. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να το μεταπλάσουν σε ικανό βαθμό, ώστε να ηχεί ως νέο και πρωτότυπο. Ένα καινούριο ύφος διατύπωσης και μια αλλαγή σε σχέση με το σε ποιες ιδέες θα πρέπει να δίνεται έμφαση, επαρκούν για να δημιουργήσουν την αίσθηση μιας πρωτοποριακής αντίληψης και να καταστήσουν τους προγενέστερους -που έλεγαν ωστόσο ακριβώς τα ίδια- ξεπερασμένους και ανόητους.
Η ίδια λογική, άλλωστε, ακολουθείται διαχρονικά και στο χώρο της πολιτικής, όπου κάθε νέος επίδοξος ηγέτης αλλάζοντας λίγο τη συνθηματολογία των προηγούμενων υπόσχεται κι αυτός τα ίδια, κατορθώνοντας ωστόσο να δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως οι δικές του προτάσεις είναι σύγχρονες και πιο πρωτοποριακές.
Οι άνθρωποι είτε ως αναγνωστικό κοινό, είτε ως πολίτες, ανταποκρίνονται επί της ουσίας σε ορισμένες θεμελιώδεις ιδέες, των οποίων η ουσία διατηρεί διαχρονικά κεντρική σημασία στη ζωή τους. Εντούτοις, δείχνουν να κουράζονται από εκείνα που διατηρούν απαράλλαχτο ύφος, γι’ αυτό κι επιθυμούν πάντοτε μια αίσθηση -ψευδαίσθηση προτιμότερα- ανανέωσης, έστω κι αν στην πραγματικότητα οι ανάγκες τους τόσο στον πνευματικό όσο και στον πολιτικό τομέα παραμένουν σταθερά ίδιες. Επιβραβεύουν, έτσι, εκείνους τους δημιουργούς (ή και τους πολιτικούς) που θα μπορέσουν να τους παρουσιάσουν ως απολύτως νέες και πρωτότυπες, εκείνες ακριβώς τις ίδιες ιδέες που έχουν και θα έχουν πάντοτε ανάγκη.   

«Αι σκέψεις ενός γέροντος καλλιτέχνου»

Eγήρασεν ο συγγραφεύς. Είναι ογδόντα ετών. Είναι κάπως σαστισμένος από την δόξαν των πεζών του έργων και των ποιημάτων του, και από το γήρας. H πολλή του εσωτερική πεποίθησις και η έγκρισις του κόσμου συντείνουν εις το να αμβλύνουν την κρίσιν του. Αλλά δεν την αμβλύνουν ολοτελώς. Παρατηρεί ότι υπό τον επίσημον θαυμασμόν των πολλών υπάρχει μία ελαφρά ψυχρότης των ολίγων. Τα έργα του δεν θαυμάζονται τόσον υπό τινων εκ των νέων. H σχολή των δεν είναι η σχολή του, και το ύφος των δεν είναι το ύφος του. Σκέπτονται και προ πάντων γράφουν διαφορετικά. O γέρων καλλιτέχνης αναγινώσκει και μελετά ευσυνειδήτως τα έργα των και τα ευρίσκει κατώτερα των ιδικών του, και θεωρεί την νέαν σχολήν υποδεεστέραν, τουλάχιστον όχι ανωτέραν, της ιδικής του. Φρονεί ότι εάν ήθελε θα ηδύνατο να γράψη με τον νέον τούτον τρόπον. Αλλά, βέβαια, όχι αμέσως. Θα εχρειάζετο 8, 10 έτη διά να έμβη εις το πνεύμα του νέου ύφους ― και τώρα πλησιάζει ο καιρός να αποθάνη.
     Έρχονται στιγμαί που περιφρονεί τους νεωτερισμούς. Τι σπουδαιότητα έχουν; Ένας μικρός αριθμός νέων που κάπως δεν τον αρέσουν! Αλλά εκατομμύρια όλα τον θαυμάζουν. Αισθάνεται όμως ότι κατασοφιστεύει τον εαυτόν του. Και εκείνος ούτω ήρχισεν. Ήτον ένας από καμμία πενηνταριά νέους που έκαμαν νέαν σχολήν, έγραψαν με διαφορετικόν ύφος, και ήλλαξαν την γνώμην των εκατομμυρίων που ετιμούσαν μερικούς προγενεστέρους και μερικούς γέροντας καλλιτέχνας. Οι τελευταίοι διηυκόλυναν πολύ την νίκην του αποθνήσκοντες. Από αυτά συμπεραίνει ο γέρων συγγραφεύς ότι είναι μάταιον πράγμα η καλλιτεχνία με τους συρμούς της που αλλάζουν συχνά. Bέβαια και των νέων αυτών το έργον θα ήναι προσωρινόν ως το ιδικόν του ― αλλά τούτο δεν τον παρηγορεί.
     Εν τη εξελίξει των σκέψεων και των ρεμβασμών του, παρατηρεί με πικρίαν ότι ο Ενθουσιασμός και η Ποιητικότης εκάστου συγγραφέως μόλις γηράσουν κατά 40 ή 50 έτη αρχίζουν να φαίνονται αλλόκοτα ή γελοία. Ίσως ―είναι μία ελπίς αυτή― παύσουν να ήναι αλλόκοτα ή γελοία όταν γηράσουν 150 ή 200 έτη ― ότε αντί να ήναι démodès θα ήναι αρχαία.

     Τον καταλαμβάνει δε και αμφιβολία τις περί της απολύτου ή αφηρημένης αξίας πολλών του κατακρίσεων. Εκείνοι οι συγγραφείς που κατέκρινε όταν ήτον νέος και αντικατέστησεν, ίσως τους κατέκρινε διότι δεν τους εννοούσε ― όχι ένεκα ελλείψεως μεγαλοφυΐας, αλλά διότι πιθανόν η δύναμις της κατανοήσεως διαφθείρεται υπό συγχρόνων περιστάσεων ή μάλλον συρμών. Το εξωτερικόν της κατακρίσεώς του ωμοίαζε καθ’ όλα με την κατάκρισιν των σημερινών νέων δι’ αυτόν. Δεν ήλλαξε γνώμην ― τουλάχιστον ως διά τα περισσότερα. Τους πλείστους εκ των παλαιών εκείνων καλλιτεχνών κατακρίνει σήμερον ως προ 60 ετών. Αλλ’ αυτό βέβαια δεν είναι μεγάλη απόδειξις ότι η κατάκρισίς του είναι ορθή. Είναι απόδειξις ότι, ψυχικώς, είναι ο ίδιος νέος της τότε.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jules Elie Delaunay

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»

«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός
ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός·
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά φιλοσοφώντας.
Πόσα θα πούμ’ εκεί, πόσα θα πούμ’ εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Αυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».

«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».

Τίτλος: «Τα λοιπά θα τα πω σε όσους βρίσκονται κάτω στον Άδη». (Τελευταία λόγια του Αίαντος, πριν από την αυτοκτονία του, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους, στ. 865).
Ανθύπατος: Ρωμαίος διοικητής υποτελούς επαρχίας, με ανώτατες πολιτικές και κυρίως στρατιωτικές δικαιοδοσίες υπάτου (pro consule).
[Γ. Π. Σαββίδης]

Ο Αίας, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και της Ερίβοιας, χαρακτηρίζεται ως νδρν μέγ’ ριστος, (Β 768) και θεωρείται ο δεύτερος μετά τον Αχιλλέα ήρωας του έπους, άξιος αντίπαλος του Έκτορα. Αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν ήρωας στο πεδίο της μάχης, διακρινόμενος από τους άλλους Αχαιούς εξαιτίας του λαμπρού παραστήματος και του οπλισμού του· η πελώρια ασπίδα του, όμοια με πύργο, είχε εφτά στρώσεις δέρματος, δεινν σάκος πταβόεων, (Η 245).
Βασικό θέμα του μύθου του Αίαντα είναι η αντιδικία του με τον Οδυσσέα για τα όπλα του Αχιλλέα, η συνακόλουθη μανία (: τρέλα) και η αυτοκτονία του. Η κρίση για τα όπλα του Πηλείδη γίνεται μετά το θάνατο του ήρωα, με πρωτοβουλία των Αχαιών ή της μητέρας του Θέτιδας.
Ο Αίας, νιώθοντας προσβεβλημένος από το γεγονός ότι επιλέγουν τον Οδυσσέα για να του δώσουν τα όπλα του νεκρού πια Αχιλλέα, αποπειράται να σκοτώσει τους άλλους αρχηγούς των Αχαιών. Με παρέμβαση της Αθηνάς, όμως, περιέρχεται σε πνευματική σύγχυση και επιτίθεται τελικά σ’ ένα κοπάδι πρόβατα. Όταν την επόμενη μέρα συνειδητοποιεί σε τι σημείο έχει ξεπέσει αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Όπως, άλλωστε, έχει ήδη πει: λλ’ καλς ζν καλς τεθνηκέναι  / τν εγεν χρή.
Ο Αίας βρίσκεται μόνος, σ’ ένα ερημικό τόπο, με το ξίφος μπηγμένο όρθιο στη γη. Ο επιθανάτιος μονόλογος του ήρωα είναι συγκλονιστικός. Αποχαιρετώντας τον κόσμο, με βαθιά συγκίνηση, αυτοκτονεί πέφτοντας πάνω στο ξίφος.

«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός
ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός∙
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά φιλοσοφώντας.

Ο Ρωμαίος ανθύπατος διαβάζοντας την τραγωδία του Σοφοκλή «Αίας» εντυπωσιάζεται από τα τελευταία λόγια που αποδίδει τραγικός ο ποιητής στον ήρωά του: «Τα λοιπά θα τα πω σε όσους βρίσκονται κάτω στον Άδη». Θεωρεί τον στίχο ωραίο και πολύ σωστό, κι εκτιμά πως η διατύπωση αυτή προέκυψε ως αποτέλεσμα βαθιάς φιλοσοφικής σκέψης από μέρους του δημιουργού.
Προσέχουμε ότι ο Καβάφης βάζει έναν Ρωμαίο να διαβάζει την τραγωδία του Σοφοκλή, θέλοντας να τονίσει τη συνεχιζόμενη επιρροή που ασκούσαν τα έργα των αρχαίων κλασικών δημιουργών, ακόμη και σ’ εκείνους τους πολιτισμούς που ήρθαν μ’ εχθρικές διαθέσεις στην Ελλάδα. Οι Ρωμαίοι, άλλωστε, αν και κατέκτησαν με τις στρατιωτικές τους δυνάμεις την Ελλάδα, «υπέκυψαν» τελικά στην υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο αξιοποίησαν ως πνευματικό υπόβαθρο και τον έθεσαν ως πρότυπο για τις δικές τους δημιουργίες.  

«Πόσα θα πούμ’ εκεί, πόσα θα πούμ’ εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.»

Η σκέψη που βρίσκει απόλυτα σύμφωνο τον Ρωμαίο ανθύπατο και γι’ αυτό την επαναλαμβάνει, είναι πως όταν οι άνθρωποι βρεθούν στον Άδη, στον άλλο κόσμο, θα έχουν να πουν πάρα πολλά∙ θα είναι σε θέση πια να μιλήσουν ελεύθερα και να φανερώσουν έτσι έναν τελείως διαφορετικό εαυτό∙ εκείνον τον εαυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική τους φύση, αφού εκεί δεν θα υπάρχουν οι πλείστοι περιορισμοί της κοινωνικής πραγματικότητας.

Αυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».

Όλα αυτά που οι άνθρωποι τα κρατούν μέσα τους και τα προφυλάσσουν σαν άγρυπνοι φρουροί, μη και αποκαλυφθούν στους άλλους∙ όλες εκείνες τις πληγές και τα μυστικά που ο καθένας κρατά μέσα του, με βαριά καθημερινή αγωνία, θα μπορέσει ελεύθερα και καθαρά να τα πει, μόλις βρεθεί εκεί, μόλις απαλλαγεί από τα κοινωνικά δεσμά του ανθρώπινου βίου.
Ο Καβάφης εστιάζοντας στον συγκεκριμένο στίχο του Σοφοκλή, έρχεται να υπενθυμίσει πως πολλοί άνθρωποι βιώνουν μια ιδιαίτερα καταπιεστική κατάσταση στη ζωή τους, αφού νιώθουν πως δεν μπορούν να εκφράσουν με πλήρη ελευθερία όσα αισθάνονται και όσα σκέφτονται. Μη θέλοντας να στενοχωρήσουν τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά τους σιωπούν για πράγματα που τους έχουν πληγώσει∙ κρατούν μυστικά, είτε αυτά είναι επώδυνες εμπειρίες είτε είναι καίρια στοιχεία του εαυτού τους, τα οποία, όμως, θεωρούν πως δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά από τους άλλους με ευνοϊκό τρόπο. Κρύβουν, έτσι, με πραγματική αγωνία την αλήθεια του εαυτού τους, για να αποφύγουν την απόρριψη∙ για να αποφύγουν συμπεριφορές που θα τους πληγώσουν ακόμη περισσότερο.
Οι άνθρωποι αποφεύγουν να εκφράσουν σκέψεις και συναισθήματα για πολλά πράγματα, αφού κρίνουν πως είναι καλύτερο να σιωπήσουν παρά να προκαλέσουν εντάσεις ή αντιδράσεις που τελικά ενδέχεται να επιδεινώσουν ορισμένες καταστάσεις, αντί να τις διορθώσουν. Οι άνθρωποι σιωπούν απέναντι σ’ εκείνους που βρίσκονται σε θέση ισχύος, αφού γνωρίζουν πως αν τους εκφράσουν ελεύθερα αυτά που σκέφτονται θα πληρώσουν τελικά το τίμημα αυτής τους της απερισκεψίας. Οι άνθρωποι σιωπούν ακόμη κι απέναντι σ’ εκείνους που αγαπούν, καθώς γνωρίζουν πως πολλές φορές αν τους αποκαλύψουν ορισμένες αλήθειες, το μόνο που θα προκύψει είναι πόνος και απογοήτευση.
Έτσι, η σιωπή καλύπτει τα πιο προσωπικά μας μυστικά (είτε αυτά είναι σημαντικά είτε όχι)∙ η σιωπή καλύπτει την αληθινή μας άποψη για ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, που από ευγένεια δεν θέλουμε να τους αποκαλύψουμε τι πραγματικά πιστεύουμε για τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους∙ η σιωπή καλύπτει ακόμη και την πραγματική μας άποψη για τον ίδιο μας τον εαυτό, αφού κάθε ανασφάλεια, κάθε φόβος, μα και κάθε λανθάνουσα προσδοκία μας, παραμένουν ανέκφραστα. Στη σιωπή αφήνονται πράξεις και λόγια των άλλων που μας πλήγωσαν βαθιά, όπως κι όλες εκείνες οι οδύνες που ζήσαμε κρυφά από τους άλλους, μη θέλοντας να φανερώσουμε τα πιο αδύναμα σημεία μας και τις πιο επώδυνες ευαισθησίες μας.

«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».

Ωστόσο, η παρέμβαση ενός σοφιστή -που είναι σαφώς ο κατάλληλος για να εκφράσει τον αντίλογο σ’ αυτή τη σκέψη του Σοφοκλή-, λειτουργεί κατά τρόπο ειρωνικό, αφού υπονομεύει, ως ένα βαθμό, την αξία αυτής της διαπίστωσης, τονίζοντας πως είναι πολύ πιθανό όταν οι άνθρωποι βρεθούν στον Άδη να μη λένε τέτοια πράγματα εκεί, να μην τους νοιάζει πια γι’ αυτά που θεωρούσαν τόσο σημαντικά όσο ζούσαν.  
Ίσως, επομένως, αν υπάρχει λόγος να ειπωθούν κάποια από αυτά που οι άνθρωποι κρατούν κρυμμένα στη σκέψη και στην καρδιά τους, να πρέπει να ειπωθούν όσο είναι καιρός, όσο ζουν, αφού μετά θα είναι πια αργά. Η προσδοκία μιας μεταθανάτιας ευκαιρίας στο δικαίωμα της πλήρους ελευθερίας ως προς την έκφραση και την εξωτερίκευση των πραγματικών σκέψεων και της αληθινής προσωπικότητας των ατόμων, είναι αφενός παρακινδυνευμένη και αφετέρου δεν προσφέρει κανένα ουσιαστικό όφελος στην παρούσα -και δεδομένη- ζωή.

Σε κάθε περίπτωση, η ειρωνική παρέμβαση του σοφιστή αναδεικνύει το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο της ελληνικής σκέψης που ήταν πάντοτε έτοιμη να εξετάσει κάθε θέμα κι από την άλλη του πλευρά και να σεβαστεί την ύπαρξη αντιλόγου σε κάθε πιθανή θέση, μη λαμβάνοντας υπόψη της την έννοια της αυθεντίας. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...