Εύα Νεοκλέους «Ποίηση δεν είναι…» Δεν είναι η ποίηση θαυμαστικά φτιασιδωμένα να τα περιφέρουν σε συνάξεις στιχάκια με λεξούλες γλυκερές να συμπληρώνουν βιογραφικά ατάλαντων. Είναι η ποίηση καημός κι οι λέξεις της πληγές που αναβρύζουν αίμα. Δεν έχει ανάγκη από ορισμούς η ποίηση. Μην επιμένετε. Έχει δικό της τρόπο να ορίζει τις σιωπές… Εύα Νεοκλέους, Λευκή Σελίδα, Εκδόσεις Το
ροδακιό, 2020 Η ποιητική τέχνη αποτελεί σταθερό τρόπο έκφρασης ιδεών, συναισθημάτων
και εμπειριών εδώ και χιλιάδες χρόνια, γεγονός που φανερώνει πως καλύπτει μια
ουσιώδη μας ανάγκη. Μέρος της γοητείας της εντοπίζεται στη δυνατότητα που προσφέρει
να αποδίδονται με νοηματική πυκνότητα καίριες συνειδητοποιήσεις και έντονα
συναισθηματικά βιώματα. Προσφέρει, έτσι, στο δημιουργό την ευκαιρία να
καταγράψει με τρόπο μεστό τα όσα ο ίδιος διδάχτηκε από τη ζωή, καθώς και να
λυτρωθεί -υπό μία έννοια- απ’ όσα βαρύνουν την ψυχή του. Ενώ, ο αναγνώστης από
τη μεριά του γίνεται αποδέκτης μιας γνώσης έτοιμης ή μιας απόδοσης οικείων σε
αυτόν συναισθημάτων που του παρέχουν την παραμυθία πως δεν είναι μόνος του στην
πάλη που δίνει να διαχειριστεί τις δυσκολίες της ζωής. Η ποίηση, βέβαια, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις λειτουργίες, ιδίως
όταν γίνεται μέσο έκφρασης μεγάλων δημιουργών, οπότε και αποκτά το χαρακτήρα
υψηλής τέχνης που προσφέρει νοητικές και αισθητικής συγκινήσεις με βαθύ
αντίκτυπο, ξεπερνώντας συχνά τα όρια της μιας εθνότητας και γινόμενη «κτήμα»
οικουμενικό. Η ποίηση μπορεί να καλλιεργήσει τη σκέψη των ανθρώπων, μπορεί να
εμπλουτίσει τη γλώσσα ενός λαού, μπορεί ακόμη και να ενώσει πολίτες
διαφορετικών εθνοτήτων. Κι είναι, εν τέλει, αυτή η πολύπλευρη προσφορά της ποιητικής
τέχνης που καθιστά δύσκολη τη διαμόρφωση ενός ορισμού ικανού να αποδώσει αποτελεσματικά
όλο το εύρος της κι όλες τις πτυχές της. Πολλοί θεράποντες της ποιητικής τέχνης έχουν επιχειρήσει να την ορίσουν,
καλύπτοντας κάθε φορά μέρος μόνο της πολύμορφης ουσίας της. Η ποίηση, άλλωστε, αποκτά
συνεχώς νέες ποιότητες και διερευνά νέους θεματικούς τόπους και νέες μορφές
έκφρασης, διατηρώντας ακέραιο το ενδιαφέρον των αναγνωστών και ανανεώνοντας
διαρκώς τη θέση της ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. «Δεν είναι η ποίηση θαυμαστικά φτιασιδωμένα να τα περιφέρουν σε συνάξεις στιχάκια με λεξούλες γλυκερές να συμπληρώνουν βιογραφικά ατάλαντων.» Η αναγνώριση και η εκτίμηση που συνοδεύουν τους λίγους πραγματικούς
ποιητές παρακινεί συχνά επίδοξους δημιουργούς να διεκδικήσουν μια θέση στη χορεία
των ποιητών, προσδοκώντας πως θα λάβουν κι εκείνοι μερίδιο του θαυμασμού των
αναγνωστών. Η ποιητική τέχνη, ωστόσο, δεν αποτελεί, όπως τείνουν να πιστεύουν
κάποιοι, έναν εύκολο δρόμο για τη φήμη και τη δόξα. Οι αληθινοί θεράποντες,
άλλωστε, της ποιητικής τέχνης δεν την αντικρίζουν ωφελιμιστικά, ούτε επιδιώκουν
τη με κάθε τρόπο αναγνώριση. Κατανοούν την αφοσίωση που αυτή απαιτεί και την
αντιμετωπίζουν με τον μεγαλύτερο δυνατό σεβασμό. Ό,τι καταγγέλλει, επομένως, η ποιήτρια στους εισαγωγικούς της στίχους
είναι η λανθασμένη πεποίθηση ορισμένων επίδοξων «ποιητών» -ή καλύτερα
στιχοπλόκων- πως με μικρό κόπο και με συνθέσεις στερούμενες ουσίας θα μπορέσουν
να κερδίσουν τον τίτλο του αληθινού ποιητή. Θαρρούν ορισμένοι πως καλλωπίζοντας
τον λόγο τους, γράφοντας για κοινότοπα συναισθήματα και «διαφημίζοντας» το
εύκολα δημιουργημένο «ποιητικό» τους «έργο» θα μπορέσουν να αποκτήσουν την
αναγνώριση που τόσο επιθυμούν. Η ποιητική τέχνη, όμως, δεν είναι ποτέ κάτι το
εύκολο και ο πολύτιμος τίτλος του ποιητή δεν κερδίζεται με παρουσιάσεις σε
ποιητικές βραδιές και προωθητικά τεχνάσματα. Τα «φτιασιδωμένα θαυμαστικά» και τα «στιχάκια» με τις «γλυκερές λεξούλες»
δεν επαρκούν για να ξεγελαστεί το αυστηρό κριτήριο των αναγνωστών και το ακόμη
αυστηρότερο κριτήριο του «χρόνου». Το να ονομαστεί κάποιος ποιητής δεν
εξαρτάται από τον ίδιο, πρόκειται για μια διαδικασία που απαιτεί πολύ καιρό και
αδιάκοπη αφοσίωση στην ποιητική τέχνη. Ο τίτλος του ποιητή αποδίδεται μόνο από τους
αναγνώστες και μόνο αφού το υπό κρίση ποιητικό έργο περάσει τη σκληρή δοκιμασία
της αντοχής στο πέρασμα του χρόνου. «Είναι η ποίηση καημός κι οι λέξεις της πληγές που αναβρύζουν αίμα.» Η αληθινή ποιητική δημιουργία είναι «καημός» που αντλείται από τα βάθη της
ψυχής του ποιητή. Ποίηση δεν είναι η μίμηση συναισθημάτων ή η ωραιοποιημένη
καταγραφή κοινότοπων βιωμάτων. Η ποίηση απαιτεί από τον θεράποντά της να
εξωτερικεύσει τις πιο βαθιές πληγές του και να τις αποδώσει με τον πλέον
ειλικρινή τρόπο. Κάθε λέξη ενός αληθινού ποιήματος είναι και μια ανοιχτή πληγή
του δημιουργού⸱ μια
πληγή που τον πονά ακόμη⸱
μια πληγή που αναβρύζει αίμα. Εκείνος που επιθυμεί να υπηρετήσει πραγματικά την ποιητική τέχνη οφείλει
να είναι προετοιμασμένος πως θα χρειαστεί να ανοίξει ένα παράθυρο απευθείας
στην ψυχή του, επιτρέποντας στον αναγνώστη να αντικρίσει τις πλέον σκοτεινές
πλευρές της. Πραγματική ποίηση, άλλωστε, δεν μπορεί να δημιουργηθεί χωρίς
προσωπικό κόστος. «Δεν έχει ανάγκη από ορισμούς η ποίηση. Μην επιμένετε.» Η ποίηση όχι μόνο δεν υπηρετείται εύκολα, δεν αποτελεί καν μια μορφή
τέχνης που μπορεί να οριστεί και να περιοριστεί σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Πέρα,
οπότε, από εκείνους που αντικρίζουν την τέχνη αυτή ωφελιμιστικά, υπάρχουν και
όσοι θεωρούν πως πρέπει με κάποιο τρόπο να οριστεί και να αποκτήσει κατ’ επέκταση
ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας. Η ποίηση, όμως, όπως ακριβώς και η γλώσσα
που αποτελεί το δομικό της στοιχείο, βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Αλλάζει,
ανανεώνεται και βρίσκει συνεχώς νέους τρόπους να εκπληρώνει τον επικοινωνιακό της
ρόλο. Το να επιχειρήσει, επομένως, κάποιος να ορίσει την ποίηση είναι κάτι το
περιττό, εφόσον η τέχνη αυτή είναι αμιγώς πρωτεϊκή, μιας και στόχος της κάθε
φορά είναι να προσφέρει τους κατάλληλους τρόπους έκφρασης στους θεράποντές της.
Αλλάζει, έτσι, συνεχώς μορφή, ματαιώνοντας τις όποιες προσπάθειες καθορισμού της. «Έχει δικό της τρόπο να ορίζει τις σιωπές…» Η ποίηση δεν έχει ανάγκη ορισμούς, αφού δεν αποτελεί μια στάσιμη μορφή
τέχνης και αφού δεν έχει εξαντλήσει την πορεία της. Συνεχίζει να συνοδεύει
σταθερά τους ανθρώπους, προσαρμοζόμενη συνεχώς στις ανάγκες τους. Πολύ
περισσότερο, μάλιστα, η ποίηση δεν αποτελεί ένα αντικείμενο προς προσδιορισμό,
αλλά ένα ζωντανό μέσο έκφρασης, το οποίο έχει τη δυνατότητα να μετουσιώνει τα
πιο μύχια συναισθήματά μας σε λόγο. Κατ’ αυτό τον τρόπο είναι τελικά η ποίηση
εκείνη που κατορθώνει να ορίζει κάτι το εξαιρετικά δυσερμήνευτο, τις ίδιες τις σιωπές
μας. Όσα με επιμονή κρατούμε ανέκφραστα και ανομολόγητα, η ποίηση βρίσκει τρόπο
να τα ονοματίσει, να τα ορίσει και να τους δώσει την κατάλληλη διατύπωση. Όσο,
επομένως, μάταια επιχειρούμε εμείς να ορίσουμε την τέχνη αυτή, εκείνη συνεχίζει
αδιάκοπα το δικό της έργο, να φέρνει στο φως και να εκφράζει όσα ποτέ δεν
θεωρούσαμε εφικτό να ειπωθούν και να βρουν την έκφραση που τους ταιριάζει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου