Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εργασίες για τον Ιωάννου - Η μόνη κληρονομιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η αγάπη στα διηγήματα της συλλογής Η μόνη κληρονομιά του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonid Afremov

Η αγάπη στα διηγήματα του Ιωάννου

Οι σχέσεις των ανθρώπων στα πεζογραφήματα του Ιωάννου επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό τόσο από τις ιστορικές συγκυρίες όσο και από τα αυστηρά ήθη της εποχής. Ο πόλεμος, η κατοχή και οι στερήσεις από τη μία, απομακρύνουν τους ανθρώπους, παραμερίζουν ως ένα βαθμό την αγάπη και θέτουν ως βασική προϋπόθεση για μια πετυχημένη συμβίωση τα χρήματα. Ενώ, από την άλλη, οι αυστηρές ηθικές αρχές της εποχής αναγκάζουν τους ανθρώπους να ζουν τον έρωτά τους κρυφά και να επιδιώκουν το γάμο με κάθε κόστος, μιας και μόνο μέσω του γάμου μπορούσε μια σχέση να αποκτήσει την απαιτούμενη νομιμότητα στα μάτια των υπολοίπων.
Με ιδιαίτερα σαφή τρόπο μας δείχνει ο πεζογράφος τις επιπτώσεις που είχαν τα δραματικά ιστορικά γεγονότα αλλά και οι αυστηρές ηθικές αρχές, στις σχέσεις των ανθρώπων, στο διήγημα «Το Βουγγάρι». Στο πεζογράφημα αυτό βλέπουμε ότι η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου αναγκάζει τον κεντρικό ήρωα του διηγήματος να καταταχτεί στο στρατό αφήνοντας την κοπέλα που έχει ερωτευτεί μόνη της. Αν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος το ζευγάρι αυτό θα είχε παντρευτεί και θα είχαν πιθανότατα ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή. Ο πόλεμος όμως χωρίζει το ζευγάρι και οδηγεί την κοπέλα στην απελπισία καθώς έχει ήδη μείνει έγκυος προτού προλάβουν να παντρευτούν κι αυτό θεωρούνταν απαράδεκτο εκείνη την εποχή. Η κοπέλα επομένως αναγκάζεται να φύγει για την Αθήνα ώστε να γεννήσει εκεί το παιδί της κρυφά από την οικογένειά της, που δε θα δεχόταν ποτέ μια εγκυμοσύνη χωρίς να έχει γίνει πρώτα ο γάμος. Κι ενώ τελικά η κοπέλα κατορθώνει να εντοπίσει ξανά τον άντρα που αγαπά και να τον παντρευτεί, μένει τελικά πολύ σύντομα χήρα καθώς οι Γερμανοί τον εκτελούν για να τον τιμωρήσουν που συμμετείχε σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση. Στο ίδιο διήγημα, μάλιστα, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει ακόμη μια ερωτική ιστορία που είχε άδοξο τέλος, αυτή τη φορά για χάρη των χρημάτων. Ένας νεαρός κουρέας είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα της πόλης του, η οποία όμως προτιμά να παντρευτεί έναν ευκατάστατο Αμερικάνο που μόλις γνώρισε, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει μια πιο άνετη ζωή.
Μια πιο αισιόδοξη ιστορία αγάπης μας παρουσιάζει ο συγγραφέας στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ». Στο διήγημα αυτό η κόρη του μαραγκού παρόλο που δεν είναι όμορφη και δεν βρίσκεται πια στην πρώτη της νεότητα, ερωτεύεται ένα νεαρό που της έχει γνωρίσει ο αδερφός της. Ο νεαρός αυτός δεν είναι καθόλου εργατικός και δεν κατορθώνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συγγενών της κοπέλας, γι’ αυτό και τον απομακρύνουν. Εντούτοις, με την επιμονή του και χάρη στην αγάπη που έχει για εκείνον η κοπέλα, κατορθώνει να τους πείσει να τον δεχτούν ξανά και να του επιτρέψουν να την παντρευτεί. Στην ιστορία αυτή ο Ιωάννου μας παρουσιάζει με αρκετές δόσεις χιούμορ μια ενδιαφέρουσα περίπτωση κατά την οποία ο έρωτας υπερισχύει και παραμερίζει τόσο τις αντιρρήσεις των συγγενών, όσο και την οικονομική ανασφάλεια που συνοδεύει τον χασικλή γαμπρό.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί η εικόνα που μας παρουσιάζει ο Ιωάννου σ’ ένα ακόμη διήγημα, στο οποίο ο έρωτας και η αγάπη απουσιάζουν εντελώς, παρόλο που η ηρωίδα θα μπορούσε να έχει χτίσει μια ευτυχισμένη ζωή. Συγκεκριμένα, στο διήγημα «Η Ευτυχούλα», ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την ιστορία μιας κοπέλας που είχε τις προϋποθέσεις να ζήσει μια καλή ζωή και γιατί όχι να δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια. Οι αυστηρές ηθικές αρχές όμως με τις οποίες μεγάλωσε η ηρωίδα του κειμένου, η αφοσίωση της στη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών της, αλλά και ο φόβος που είχε αποκτήσει με τα χρόνια απέναντι στον έρωτα, την εγκλωβίζουν και της στερούν την ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένη και να δικαιώσει τις προσδοκίες των γονιών της, που της είχαν δώσει το σημαδιακό όνομα, Ευτυχούλα.
Η αγάπη, ο έρωτας και κάθε είδους διαπροσωπική επαφή ήταν λογικό να συμπαρασύρεται από τις δύσκολες ιστορικές συνθήκες που για χρόνια ταλαιπώρησαν τη χώρα, οδηγώντας τους ανθρώπους να θέσουν άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους, όπως για παράδειγμα την οικονομική εξασφάλιση. Οι ήρωες των διηγημάτων του Ιωάννου αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις καταστρεπτικές συνέπειες των πολέμων αλλά και την καταπίεση που μπορεί να επιφέρει στη ζωή του ανθρώπου ένα αυστηρό σύστημα ηθικών αρχών.

Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Salvador Dali

Ο θάνατος στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ
Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου μας παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τη ζωή των ηρώων και με τον ίδιο τρόπο αναφέρεται και στο θάνατό τους. «Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη.» Όπως δεν μπαίνει στη διαδικασία να μας δώσει τα ονόματά τους και να μας τους παρουσιάσει με μεγαλύτερη πληρότητα, έτσι και όταν φτάνει η στιγμή να μιλήσει για το τέλος τους, το κάνει με σύντομο τρόπο, χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και εκτενείς περιγραφές. Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει για το συγγραφέα ιδιαίτερος λόγος να αφιερώσει μεγάλο τμήμα της αφήγησής του σε αυτόν. Μας επιτρέπει παρ’ όλα αυτά να αντιληφθούμε τον καημό που επιφέρει ο χαμός της «αλαφροΐσκιωτης» αλλά και του «χτίστη», όταν μας μιλά για τη στενοχώρια που έχει ο μαραγκός και για το γεγονός ότι συνήθιζε μετά το θάνατό τους να πίνει και να τους θυμάται με μεγάλη συγκίνηση.

Ο θείος Βαγγέλης
Στο πεζογράφημα αυτό ο Ιωάννου μας δίνει μια διαφορετική εικόνα για το θάνατο. Αντί να βλέπουμε τη θλίψη και το θρήνο των γονιών για τον άδικο χαμό των παιδιών τους σ’ έναν μάταιο εμφύλιο πόλεμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την τυποποιημένη διαδικασία του ενταφιασμού που επιφύλασσε ο ελληνικός στρατός για τους νέους που πέθαιναν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ο ήρωας του διηγήματος που έχει αναλάβει να διαβάζει τον επικήδειο λόγο κατά τη διάρκεια της κηδείας των στρατιωτών έχει τόσο πολύ συνηθίσει να παρευρίσκεται στις κηδείες αυτές που έχει πάψει πια να αισθάνεται συγκίνηση για τα παιδιά αυτά. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να διαβάζει τους επικήδειους λόγους για να διασκεδάσει τους συγγενείς του, την ώρα που όλοι μαζί περιμένουν την αλλαγή του χρόνου.
Μας δίνεται για μια στιγμή η εντύπωση ότι ο θάνατος τόσων ανθρώπων δε σημαίνει τίποτα για το θείο Βαγγέλη. Εντύπωση που, όμως, ανατρέπεται όταν πεθαίνει η γυναίκα του και τον βλέπουμε ξαφνικά να καταρρέει από τον πόνο. «Αυτός που είχε θάψει και θάψει ξένους, ένιωθε τώρα στο πετσί του το θάνατο. Λέξη δεν ήταν σε θέση να προφέρει.»

Η μόνη κληρονομιά
Ο Ιωάννου στο κείμενο αυτό που είναι από τα πιο προσωπικά της συλλογής αναφέρεται στο θάνατο των μελών της οικογένειάς του, ελέγχοντας τους θανάτους αυτούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αισθάνεται ότι ο πρόωρος θάνατος των παππούδων, των θείων αλλά και του πατέρα του, προδιαγράφουν έναν πρόωρο θάνατο και για τον ίδιο. Όπως μας λέει ο Ιωάννου «Παλιότερα, οι πρόωροι αυτοί θάνατοι είχαν συναισθηματική μόνο σημασία για μένα.» Τώρα, όμως, που ο συγγραφέας έχει μεγαλώσει, αντικρίζει για πρώτη φορά όλους αυτούς τους θανάτους ως γεγονότα που τον αφορούν πολύ πιο άμεσα, μιας και αποτελούν μια σημαντική ένδειξη ότι κι ο ίδιος ενδέχεται να έχει μια παρόμοια πρόωρη κατάληξη.
Στο ίδιο πάντως, διήγημα, έχει ξεχωριστή σημασία η αναφορά στο θάνατο του πατέρα του. Τη στιγμή που ο Ιωάννου μιλά για το θάνατο ενός από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα και θα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει περισσότερο συναισθηματικός και να εκφράσει τον πόνο που αισθάνεται, προτιμά να προσπεράσει με συντομία το γεγονός αυτό. «Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου.» Ο συγγραφέας αρνείται να μας μιλήσει για το θάνατο του πατέρα του και μας λέει μόνο «Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά στα ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα.»

Ομίχλη
Στο κείμενο αυτό που η αφήγηση σε ορισμένα σημεία κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία ο συγγραφέας βλέπει και ακολουθεί πρόσωπα της ζωής του που έχουν πια πεθάνει. Τα ακολουθεί κι εύχεται να ήταν αλήθεια η παλιά δοξασία ότι κάποτε θα τους ξαναβρούμε όλους, αλλά δεν θέλει να περάσει μαζί τους την Πορτάρα. Ο συγγραφέας δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει τους νεκρούς της ζωής του στην άλλη πλευρά. Φυλάει αυτή τη σκέψη για την εποχή που θα βρεθεί κάποιο αγαπημένο πρόσωπο να του ζητήσει να περάσει στην πλευρά των πεθαμένων.

Ευτυχούλα
Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια τραυματική εμπειρία που μας γεμίζει με πόνο και θλίψη, αντιμετωπίζεται κάποτε με συγκράτηση και αξιοπρέπεια. «Κάποτε έσβησε μαλακά και την κήδεψαν μέσα σε ακριβό και σοβαρό φέρετρο, μα χωρίς πολλά κλάματα και στεφάνια.» Η Ευτυχούλα που έχει μάθει να ζει αξιοπρεπώς, χωρίς πολλές εντάσεις και συγκινήσεις, αντιμετωπίζει το θάνατο της μητέρας της με τρόπο μετρημένο και ήπιο. Όπως ακριβώς έχει μάθει να μετριάζει τον ενθουσιασμό της και να περιορίζει τη ζωή της, έτσι περιορίζει και τη θλίψη της.

Η σημασία της Θεσσαλονίκης στα διηγήματα του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sandi Baker

Η σημασία της Θεσσαλονίκης στα διηγήματα του Ιωάννου

Η γενέτειρά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη μας δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και ως ο χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Ομίχλη

Όπως και στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, έτσι κι εδώ, η Θεσσαλονίκη αποτελεί το χώρο όπου διαδραματίζονται όσα μας αναφέρει ο συγγραφέας. Ο Ιωάννου έχει ταυτίσει τους περιπάτους του στην ομίχλη με το λιμάνι της πόλης, καθώς όπως μας λέει ο ίδιος «ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.» Η Θεσσαλονίκη σε αυτό το κείμενο, πάντως, πέραν από το γεγονός ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του συγγραφέα μιας και είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, γίνεται και κομμάτι της πλοκής του διηγήματος λαμβάνοντας μάλιστα συμβολικές διαστάσεις. Βλέπουμε δηλαδή τον Ιωάννου να αναφέρει την Πορτάρα σαν να είναι η πύλη που οδηγεί στο θάνατο, μια πύλη που δεν θέλει να την περάσει γιατί, όπως μας αναφέρει «Θαρρώ πώς μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.»

Στου Κεμάλ το σπίτι

Στο διήγημα αυτό η Θεσσαλονίκη αποτελεί όχι μόνο το χώρο που εκτυλίσσεται η ιστορία αλλά και το λόγο για τον οποίο μια μουσουλμάνα επιστρέφει ξανά και ξανά από την Τουρκία. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται το σπίτι που γεννήθηκε και γι’ αυτό την αισθάνεται κι εκείνη, όπως και ο Ιωάννου, σαν την ιδιαίτερη πατρίδα της. Ο συγγραφέας συνειδητοποιεί, έτσι, με συγκίνηση ότι την πόλη αυτή την έχουν αγαπήσει σαν πατρίδα τους και οι μουσουλμάνοι που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν κατά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία το 1923.

Τα σκυλιά του Σέιχ – σου

Ο Ιωάννου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη γι’ αυτό και οι αναμνήσεις από την παιδική και εφηβική του ηλικία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πόλη αυτή. Στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας με αφορμή τους ήχους της σύγχρονής Θεσσαλονίκης κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν και θυμάται τους ήχους που κυριαρχούσαν στην πόλη του κατά καιρούς. Η Θεσσαλονίκη, επομένως, γίνεται το έναυσμα για να μας αφηγηθεί αυτή την ιστορία ο Ιωάννου.

Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nicolas Martin 

Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ

Η πρώτη εικόνα μοναξιάς που μας παρουσιάζει ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα έχει να κάνει με τον μαραγκό, ο οποίος μετά το θάνατο της γυναίκας του και του μπατζανάκη του, κυκλοφορεί μεθυσμένος και αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές που περνούσαν οι δύο οικογένειες μαζί. Ο μαραγκός αισθάνεται πολύ έντονα την απώλεια της γυναίκας που αγαπούσε και του φίλου του και στρέφεται στο αλκοόλ για να ξεχάσει και να βρει παρηγοριά. «Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας στερεότυπα..... Την είχε αγαπήσει πολύ τη μακαρίτισσα κι ας ήταν κομμάτι αγαθιάρα. Του έλειπε πολύ κι ο μπατζανάκη του.... θυμόταν το γυρισμό στο σπίτι με τον μπατζανάκη του και τις γυναίκες τους... και τα μάτια του βούρκωναν.»
· Το δεύτερο σημείο που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως έκφραση μοναξιάς σε αυτό το διήγημα είναι η εποχή όπου τα αγόρια των δύο οικογενειών έχουν φύγει για τη Γερμανία και στο σπίτι έχουν μείνει μόνο ο μαραγκός, η κουνιάδα του και η κόρη της. Στο σπίτι που κάποτε υπήρχαν πολλά άτομα και ήταν γεμάτο ζωή, τώρα μόλις τρία πρόσωπα περιφέρονται, δημιουργώντας εντονότερη την εικόνα της ερήμωσης που προκαλεί η μετανάστευση. «Μονάχα ο μαραγκός με τις σαράντα ομολογίες του, η κουνιάδα του και η κόρη της, μεγαλοκοπέλα πια και παχύσαρκη, αναδεύαν στα ανώγια, στα κατώγια και στις αυλές.»

Ο θείος Βαγγέλης

Στο διήγημα αυτό παρουσιάζεται μια ιδιότυπη εικόνα μοναξιάς που έχει να κάνει με τους νεκρούς στρατιώτες, οι οποίοι ενταφιάζονται χωρίς να είναι κοντά τους κανένας από τους δικούς τους ανθρώπους. «Συνήθως τους έθαβαν έρμους και μοναχούς στο ξένο χώμα.»

Η μόνη κληρονομιά

Ο Ιωάννου σε αυτό το κείμενο αναφέρεται αφενός στο ότι δεν πρόκειται να κληροδοτήσει σε κανέναν το όνομά του και αφετέρου στο ότι δεν έχει περιουσιακά στοιχεία αλλά ούτε και κληρονόμους. Οι σκέψεις αυτές του συγγραφέα δείχνουν ότι αισθάνεται μόνος του γιατί δεν έχει δημιουργήσει οικογένεια και δεν έχει αποκτήσει παιδιά. «Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω.» «Κι εγώ, φυσικά, τίποτα δε θα κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα;»

Τα σκυλιά του Σέιχ – σού

Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου ακούει τους διάφορους ήχους που ακούγονται τη νύχτα από το δρόμο και θυμάται περασμένες εποχές και τους αντίστοιχους ήχους που άκουγε τότε από το παράθυρό του. Οι αναμνήσεις από την εποχή που ήταν μικρότερος και ζούσε με την οικογένειά του έρχονται σε έντονη αντίθεση με το παρόν του συγγραφέα που είναι πια μόνος του και δεν έχει κανέναν για να μοιραστεί τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Τη μοναξιά του αυτή ο Ιωάννου την εκφράζει με ξεκάθαρο τρόπο όταν περιγράφει τις στιγμές που σηκώνεται από το κρεβάτι για να πάει να μιλήσει σε κάποιον δικό του και συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος μέσα στο σπίτι του. «Ξεχνιέμαι καμιά φορά και σηκώνομαι να πάω σε άλλο κρεβάτι να σιγομιλήσω για τις φωνές με κανέναν δικό μου. Μα, μόλις τρίξει το χερούλι της άλλης πόρτας και νιώσω το άδειο δωμάτιο, συνέρχομαι και τρέχω στο γιατάκι μου.»

Ομίχλη

Το πεζογράφημα «Ομίχλη» αποτελεί συνολικά ένα κείμενο μοναξιάς, καθώς ο συγγραφέας μας περιγράφει μια αγαπημένη του μοναχική ασχολία. Του αρέσει να περπατά μόνος του και να χάνεται μέσα στην ομίχλη και τις σκέψεις του. Ακόμη κι όταν επιχειρεί να βρει τους φίλους του, στην ταβέρνα που συνήθιζαν να μαζεύονται, δεν είναι κανένας εκεί και ο Ιωάννου κάθεται και περιμένει μάταια. «Κι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Κι όταν δεν ήταν εκεί – και δεν ήταν ποτέ εκεί – καθόμουν ώρες και καρτερούσα.»

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...