Θουκυδίδη, Επιτάφιος Περικλή, Κεφάλαιο 43
43. «Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ’ ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ’ οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος».
43. Κι αὐτοὶ μὲν ἀποδείχτηκαν ἄξιοι τῆς πόλης. Ἀλλὰ ἐμεῖς ποὺ μένουμε ἂς ἀξιώνουμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας φρόνημα καθόλου πιὸ ἄτολμο ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς καί, ἂς εὐχόμαστε, πιὸ ἀκίνδυνο. καὶ νὰ μὴν κρίνετε μὲ βάση μόνο τὰ λόγια τοῦ ρήτορα τὴν ἀξία αὐτοῦ τοῦ φρονήματος, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἔλεγε πολλά, κι ἐσεῖς αὐτὸ τὸ γνωρίζετε καλύτερα, ἐκθέτοντας πόσα πλεονεκτήματα ἔχει τὸ νὰ ἀντιστέκεται κανεὶς στὸν ἐχθρό, ἀλλὰ πιὸ πολὺ νὰ τὸ κρίνετε βλέποντας τὴ δύναμη τῆς πόλης κάθε μέρα στὰ ἔργα της καὶ ἀγαπώντας την μὲ πάθος, κι ὅταν σᾶς φανεῖ μεγάλη, ἀναλογιστεῖτε ὅτι αὐτὰ εἶναι κατακτήσεις ἀνθρώπων ποὺ τολμοῦσαν καὶ ἤξεραν τί ἔπρεπε νὰ πράξουν καὶ στὸν ἀγώνα ἐπάνω εἶχαν φιλότιμο. κι ἂν καμιὰ φορὰ σὲ κάποιο ἐγχείρημά τους ἀποτύγχαναν, ἔκριναν ὅτι δὲν ἔπρεπε γι’ αὐτὸ νὰ στερηθεῖ καὶ ἡ πόλη τὴν ἀνδρεία τους καὶ τῆς τὴν πρόσφεραν ὡς τὴν ὡραιότερη συνεισφορά. Γιατὶ θυσιάζοντας τὴ ζωή τους γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ ἔπαιρναν καθένας χωριστὰ ἀθάνατο ἔπαινο καὶ τάφο περίλαμπρο ὄχι τόσο ἐκεῖ ὅπου κείτονται, ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου ζεῖ ἀμάραντη ἡ δόξα τους καὶ μνημονεύεται παντοτινὰ σὲ κάθε εὐκαιρία λόγων καὶ πράξεων πρὸς τιμήν τους. Διότι τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τάφος εἶναι ὅλη ἡ γῆ, καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ ἐπιγραφὴ στὶς ἐπιτύμβιες στῆλες στὴν πατρίδα τους ποὺ δηλώνει τὸ ὄνομά τους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ξένους τόπους σώζεται ἄγραφη μέσα στὴν ψυχὴ καθενὸς ἡ ἀνάμνηση ὄχι τόσο τοῦ ἔργου, ὅσο τῆς ἀπόφασής τους. Αὐτοὺς ἀκριβῶς ἔχοντας τώρα γιὰ παράδειγμα καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι εὐτυχία εἶναι ἡ ἐλευθερία, καὶ ἐλευθερία ἡ δυνατὴ ψυχή, μὴ δειλιάζετε μπροστὰ στοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Γιατὶ δὲν θὰ ἦταν καὶ τόσο δικαιολογημένο νὰ ἀψηφοῦν τὴ ζωή τους ὅσοι δυστυχοῦν, ὅσοι δὲν ἐλπίζουν σὲ κανένα καλὸ ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ διατρέχουν τὸν κίνδυνο νὰ μεταπέσουν, ὅσο ζοῦν ἀκόμα, ἀπὸ τὴν εὐτυχία στὴ δυστυχία καὶ πού, ἐὰν σκοντάψουν κάπου, ἡ μεταβολὴ γι’ αὐτοὺς θὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ μεγάλη. Γιατὶ ἕναν ἄνδρα μὲ γενναῖο φρόνημα τὸν πονάει περισσότερο ἡ ταπείνωση τῆς δειλίας παρὰ ὁ θάνατος ποὺ ἐπέρχεται σὲ στιγμὴ δύναμης καὶ κοινῆς ἐλπίδας χωρὶς νὰ γίνεται αἰσθητός.
Μια πρώτη αντίθεση εντοπίζεται ανάμεσα στο «ἀξιοῦν» και στο «εὔχεσθαι», με το πρώτο απαρέμφατο να δηλώνει το καθήκον των πολιτών να έχουν φρόνημα και τόλμη ανάλογα με εκείνα των εχθρών, και το δεύτερο απαρέμφατο να δηλώνει την ελπίδα πως δεν θα χρειαστεί να έρθουν αντιμέτωποι με εξίσου σημαντικούς κινδύνους. Η τόλμη του φρονήματος συνιστά κάτι που εξαρτάται απολύτως από την προαίρεση και τη θέληση των ίδιων των πολιτών, ενώ το κατά πόσο θα κληθούν να διαχειριστούν μεγάλους ή μικρότερους κινδύνους αυτό είναι κάτι που, ως ένα βαθμό, εξαρτάται από την τύχη και τη μοίρα. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αντίθεση που προκύπτει ανάμεσα στο «ἀσφαλεστέραν» και στο «ἀτολμοτέραν» αποτελεί νοηματικά μέρος της πρώτης. Οι πολίτες μπορούν να ελπίζουν και να εύχονται πως δεν θα κινδυνεύσουν, όπως οι νεκροί του πολέμου, έχουν το χρέος όμως να δείξουν παρόμοια τόλμη με εκείνους.