Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» (ανάλυση)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Joel Robison

Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Νηπενθή (1921) που ήταν η δεύτερη ποιητική του συλλογή. Ο Καρυωτάκης ήταν τότε νεαρός ποιητής, αλλά δε βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε. Την αναγνώριση όμως του έργου του από την κριτική δε θα τη γνωρίσει ούτε όσο ζούσε. Θα χρειαστεί να μεσολαβήσει ο τραγικός του θάνατος, για να περάσει κι ο Καρυωτάκης στην αθανασία. Είναι φανερό πως το ποίημα γράφτηκε υπό την επίδραση μιας παρόμοιας συναισθηματικής κατάστασης, που παρουσιάζει τον ποιητή αλληλέγγυο με όλους τους περιφρονημένους κι άδοξους ποιητές των αιώνων.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Βερλέν: Πωλ Βερλέν (1844-1896)· γνωστός Γάλλος ποιητής.
Ουγκό: Βίκτορ Ουγκό (1802-1885)· ονομαστός Γάλλος ποιητής και συγγραφέας.
Τιμωρίες: ποιητική συλλογή του Ουγκό, που εκδόθηκε το 1853 και περιλαμβάνει κυρίως βίαιους σατιρικούς στίχους κατά του Ναπολέοντα Γ΄.
την τρομερή... μεθούνε: με τους στίχους της προηγούμενης συλλογής οι Ουγκό (ο Ουγκό) μεθούνε την τρομερή εκδίκηση των Ολυμπίων (θεών).
Πόε: Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1899)· ονομαστός Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής.
Μποντλέρ: Κάρολος Μποντλέρ (1821-1867)· Γάλλος ποιητής. Η ποιητική του συλλογή «Άνθη του κακού» αποτέλεσε σταθμό στη γαλλική ποίηση.
νεκροί: σα νεκροί
μπαλάντα: είδος επικολυρικού ποιήματος, που συνήθως αποτελείται από τέσσερις στροφές (οι τρεις είναι οκτάστιχες, η τέταρτη που λέγεται επωδός, είναι τετράστιχη). Όλες οι στροφές επαναλαμβάνουν στο τέλος τον ίδιο στίχο, που παίζει το ρόλο του γυρίσματος (ρεφρέν). Η μπαλάντα γνώρισε μεγάλη ακμή στο Μεσαίωνα. Κατά το 19ο αιώνα τη χρησιμοποίησαν πολλοί μεγάλοι ποιητές στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία. Το είδος του μέτρου και ο αριθμός των συλλαβών στους στίχους κάθε στροφής δεν είναι καθορισμένα· οι στροφές όμως κάθε μπαλάντας πρέπει να ‘χουν το ίδιο μέτρο και ως προς τον αριθμό των στίχων μπορεί να έχουν από εφτά μέχρι δεκατρείς· συνήθως οι στροφές έχουν δέκα ή οκτώ στίχους και, αντίστοιχα, τέσσερις ή τρεις ομοιοκαταληξίες. (Στην μπαλάντα του Καρυωτάκη η κάθε στροφή έχει οκτώ στίχους και τρεις ομοιοκαταληξίες).
έρεβος: βαθύ σκοτάδι.
Σημείωση: Οι παραπάνω ποιητές (κυρίως οι Βερλέν, Πόε, Μποντλέρ) επηρέασαν αποφασιστικά και ανανέωσαν τη νεότερη ποίηση. Στη ζωή τους όμως γνώρισαν πολλές δυσκολίες, που οφείλονταν ή στις πολιτικές τους δραστηριότητες (περίπτωση Ουγκό) ή στις προσωπικές τους αδυναμίες και στην τόλμη που είχαν να γράψουν ποιήματα, τα οποία συγκρούονταν με τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Γι’ αυτό κι ο ποιητής χρησιμοποιεί τα επίθετα μισημένοι, δυστυχισμένοι, (σαν) νεκροί.

Ο Καρυωτάκης συνθέτει την μπαλάντα του αυτή για να τιμήσει όλους εκείνους τους επίδοξους ποιητές που παρά τις προσπάθειές τους δεν κέρδισαν και δεν πρόκειται να κερδίσουν την πολυπόθητη αναγνώριση. Χιλιάδες ποιητές, οι οποίοι είτε γιατί το έργο τους δεν είχε ιδιαίτερη αξία είτε γιατί δεν έλαβε την αναγκαία προσοχή, μένουν στην αφάνεια και ξεχνιούνται, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς γι’ αυτούς και το έργο τους.
Στους άδοξους ποιητές των αιώνων, βέβαια, συγκαταλέγει ο Καρυωτάκης και τον εαυτό του, μιας κι η πρώτη του ποιητική συλλογή δεν είχε την ανταπόκριση που προσδοκούσε. Έτσι, κρίνοντας από την πρώτη του προσπάθεια και μη γνωρίζοντας φυσικά τη διάδοση που θα αποκτούσαν τα ποιήματά του στο μέλλον, ο ποιητής αντικρίζει απογοητευμένος το ενδεχόμενο της αποτυχίας.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.

Το ποίημα γενικότερα και οι δύο πρώτες στροφές ειδικότερα ξεκινούν με αναφορές σε πολύ σημαντικούς ποιητές, οι οποίοι επηρέασαν με το έργο τους την ποιητική τέχνη και απέκτησαν μεγάλη φήμη. Ποιητές, όμως, που παρά το γεγονός ότι κατέκτησαν αιώνια δόξα, έζησαν πολύ δύσκολες καταστάσεις και γνώρισαν μεγάλες δυστυχίες. Έτσι, ο Καρυωτάκης προτάσσει το τίμημα της δόξας των γνωστών ποιητών, καθιστώντας σαφές πως η ποιητική καταξίωση δε σημαίνει απαραίτητα και προσωπική ευτυχία.
Τα πάθη, η εκκεντρικότητα, οι πολιτικές και προσωπικές πεποιθήσεις που έδωσαν μια ιδιαίτερη χροιά στην ποίηση των μεγάλων ποιητών, είναι παράλληλα κι οι αιτίες που τους οδήγησαν στη δυστυχία και τον κατατρεγμό.
Η θυελλώδης σχέση του Βερλέν με το νεότερό του ποιητή Άρθουρ Ρεμπό, είχε ως αποτέλεσμα να πάρει διαζύγιο απ’ τη γυναίκα του και να φυλακιστεί για δύο χρόνια, όταν μεθυσμένος χτύπησε το νεαρό σύντροφό του. Η ζωή του Βερλέν θα σημαδευτεί από τις καταχρήσεις και από τις συνεχείς περιπέτειες που προέκυπταν απ’ την αστάθεια στον επαγγελματικό και προσωπικό τομέα. 
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι οι Βερλέν -ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί πληθυντικό για να συμπεριλάβει στο παράδειγμα του συγκεκριμένου ποιητή κι άλλους σημαντικούς δημιουργούς που είχαν παρόμοια προβλήματα στη ζωή τους.
Σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί: με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής υπονοεί την έντονη αλλαγή στη ζωή του Βερλέν, ο οποίος παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια και είχε τη δυνατότητα να ζήσει έναν οικονομικά άνετο βίο, κατέληξε φτωχός να πασχίζει για την οικονομική του επιβίωση.
Ο Βερλέν, επομένως, παρασυρμένος από το πάθος του για τον Ρεμπό, κατέστρεψε το γάμο του και τις επαγγελματικές του προοπτικές, αντιμετωπίζοντας μια σειρά προβλημάτων, κέρδισε όμως τον πλούτο μιας σημαντικής ποιητικής παραγωγής.
ρίμα πλούσια και αργυρή: Στο στίχο αυτό έχουμε το σχήμα της συνεκδοχής, υπό την έννοια πως ο ποιητής αντί να χρησιμοποιήσει τον όρο ποιήματα, για να αναφερθεί στην ποιητική δημιουργία, χρησιμοποιεί ένα γνώρισμα της ποίησης, την ομοιοκαταληξία.
Στους στίχους αυτούς, επίσης, έχουμε μια σειρά μεταφορών: πικρή, μαραίνονται, ρίμα πλούσια και αργυρή.

Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπήρξε ένας από τους πιο ένδοξους ποιητές και συγγραφείς της Γαλλίας, με παγκόσμια αναγνώριση, που είχε την ευτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του να γνωρίσει την αποθέωση από τους συμπατριώτες του.
Το 1851 ο Ναπολέων Γ΄ θα αναδειχθεί με πραξικόπημα αυτοκράτορας της Γαλλίας κι ο Ουγκώ, αφού εκφράσει με έντονο τρόπο την εναντίωσή του, θα αυτοεξοριστεί από τη χώρα, για να γλιτώσει τη δίωξη από το νέο αυτοκράτορα.
Με τη συλλογή Τιμωρίες ο ποιητής θα επικρίνει τον Ναπολέοντα Γ΄ και θα προαναγγείλει την επικράτηση της δημοκρατίας στη Γαλλία. Με τους αυστηρούς στίχους του είναι σα να προκαλεί ο ποιητής την τιμωρία του από τους θεούς, αφού στρέφεται κατά του Αυτοκράτορα, που είχε τη δύναμη να τον εκδικηθεί.
Η εικοσαετής αυτοεξορία είναι το τίμημα που θα πληρώσει ο Ουγκώ για τις αντιμοναρχικές απόψεις του και για την επιθυμία του να δει τη Γαλλία δημοκρατούμενη.

Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Ο Καρυωτάκης, πάντως, παρά τις δυσκολίες που βίωσαν οι σημαντικοί ποιητές θεωρεί πως είχαν τουλάχιστον την ευκαιρία να δοξαστούν και να διασώσουν το όνομά τους από τη λήθη, γι’ αυτό και θέλει να αφιερώσει τη λυπητερή μπαλάντα του, στους άδοξους ποιητές.
Στο ποίημα του Καρυωτάκη λανθάνει μια σύγκριση ανάμεσα στους ένδοξους και τους άδοξους ποιητές, όπου οι πρώτοι έχουν τη φήμη τους ως αντιστάθμισμα για τα βάσανα της ζωής τους, ενώ οι δεύτεροι δεν έλαβαν καν αυτή την παρηγοριά. Έτσι, ο ποιητής επιχειρεί να ισορροπήσει αυτή την αδικία, αναλαμβάνοντας να συνθέσει ένα ποίημα για όλους τους ομοτέχνους του που παρά τις προσπάθειές τους ξεχάστηκαν πλήρως.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.

Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής κάνει μια πιο σύντομη αναφορά στους ένδοξους ποιητές κι αφιερώνει περισσότερους στίχους στους άδοξους.
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε υπήρξε σημαντικότατος συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος είχε στη ζωή του πολλές οικονομικές δυσκολίες, ενώ ο θάνατος σε νεαρή ηλικία της συζύγου -και πρώτης ξαδέρφης του- τον οδήγησε στον αλκοολισμό.
Ο Κάρολος Μποντλέρ, αν και στην πορεία αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές, κατά τη διάρκεια της ζωής του αντιμετώπισε έντονα οικονομικά προβλήματα, εξαρτήσεις και φυσικά τη δριμεία κριτική για το τολμηρό περιεχόμενο των ποιημάτων του.
Η δυστυχία και η αδυναμία βίωσης της ζωής στην πληρότητά της, χαρακτηρίζουν τους ένδοξους ποιητές (εζήσανε νεκροί: οξύμωρο σχήμα), οι οποίοι πάντως ανταμείβονται με την αθανασία. Το όνομά τους θα μείνει για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων, καθώς μέσα από το έργο τους κατόρθωσαν να συγκινήσουν και να εμπνεύσουν το αναγνωστικό κοινό.

Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι άδοξοι ποιητές, τους οποίους σκεπάζει το σκοτάδι και κανείς δε μιλά γι’ αυτούς, μιας και το έργο τους δεν είχε ποτέ την αναγκαία αξία για να τους χαρίσει τη φήμη.
Οι στιχουργοί αυτοί -ο Καρυωτάκης δεν τους αποκαλεί ποιητές, για να τονιστεί πως το έργο τους δεν είχε τις απαιτούμενες ποιητικές αρετές- στιχουργούνε ανάξια γράφουν στίχους, που δεν έχουν καμία αξία. Εντούτοις, ο ποιητής τους προσφέρει την μπαλάντα του, ως ένδειξη τιμής, για την προσπάθεια που ενσυνείδητα, αλλά μάταια κατέβαλαν.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Η τρίτη στροφή του ποιήματος ασχολείται αποκλειστικά με τους άδοξους ποιητές, σε μια προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να παρουσιάσει πληρέστερα τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ποίηση, χωρίς ποτέ να βρουν την αναγνώριση που προσδοκούσαν.
Οι επίδοξοι ποιητές βρίσκονται αντιμέτωποι με την περιφρόνηση του κόσμου, υπό την έννοια πως δεν έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν φήμη και να γνωρίσουν την επιτυχία, παρά τη μεγάλη αφοσίωση που δείχνουν στο έργο τους. Έτσι, μπροστά στην περιφρόνηση των άλλων οι επίδοξοι ποιητές διατηρούν την περηφάνια τους, έχοντας πάντοτε την ψευδαίσθηση πως η Δόξα τους περιμένει, και αργά ή γρήγορα θα δικαιωθούν για τις θυσίες που έκαναν.
Ο Καρυωτάκης τους χαρακτηρίζει «χλωμούς» θέλοντας να αποδώσει την κούραση και τη διαρκή απομόνωση των ανθρώπων αυτών, που αφιερώνουν όλο τους το χρόνο στην ποιητική τέχνη.
Οι προσδοκίες τους, όμως, διαψεύδονται κι ο ποιητής γνωρίζει πως στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να μάθει για τους επίδοξους αυτούς ποιητές, οι οποίοι θα παραμείνουν στην αφάνεια, μιας και δεν είχαν τίποτε το ουσιώδες να προσφέρουν με τους στίχους τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αφιερώνει τη μπαλάντα του, θέλοντας να τους αποδώσει την ελάχιστη αυτή τιμή, για τις φιλότιμες, αλλά μάταιες προσπάθειές τους.
Ο Καρυωτάκης τονίζει εκ νέου πως η μπαλάντα του είναι θλιβερή (στην πρώτη στροφή την είχε χαρακτηρίσει λυπητερή), καθώς πρόκειται για ένα ποίημα που επιχειρεί να αποτυπώσει όλο τον πόνο και την απογοήτευση των χιλιάδων δημιουργών που ανά τους αιώνες πόθησαν να καταξιωθούν με το ποιητικό έργο τους, αλλά ποτέ δεν το κατάφεραν.
Συνάμα, η μπαλάντα αυτή εκφράζει και την απογοήτευση του ίδιου του ποιητή, που παρά τις προσδοκίες του, δεν κατόρθωσε με τη μέχρι τώρα δημιουργία του να λάβει αναγνώριση και τιμή.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Η τελευταία στροφή της μπαλάντας του Καρυωτάκη εκφράζει με μιαν αντίφαση την προσδοκία του για το μέλλον. Ενώ, δηλαδή, ο ποιητής θέλει να διατηρηθεί το έργο του και σε μελλοντικές εποχές, γεγονός που θα σήμαινε αναγνώριση της αξίας του, εντούτοις εκφράζει την επιθυμία να αναρωτηθούν οι μελλοντικοί αναγνώστες ποιος ήταν ο άδοξος ποιητής που συνέθεσε αυτή την πενιχρή μπαλάντα για τους άδοξους ποιητές.
Η αμφιθυμία αυτή του Καρυωτάκη εκφράζει τις αντικρουόμενες ελπίδες και ανησυχίες του, καθώς ενώ πιστεύει πως το έργο του δε θα ξεχαστεί, έχει συνάμα και το φόβο πως δεν πρόκειται τελικά να αποκτήσει τη φήμη που επιθυμεί.

Ερωτήσεις σχολικού:

1. Πώς έζησαν στη ζωή τους οι Βερλέν, Πόε και Μποντλέρ και τι τους απομένει ως αντιστάθμισμα;

Οι σημαντικοί αυτοί ποιητές έζησαν δυστυχισμένοι, με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κατατρεγμούς και απόρριψη από τους ανθρώπους της εποχής τους. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης, ο προκλητικός τρόπος ζωής και η αδυναμία τους να προσαρμοστούν σε μια καλώς οργανωμένη και συνηθισμένη ζωή, τους ώθησε σε πολλές περιπέτειες και τους προκάλεσε ποικίλα προβλήματα. Εντούτοις, το γεγονός πως, έστω και μετά το θάνατό τους, καταξιώθηκαν και αναγνωρίστηκε το ταλέντο τους, λειτουργεί ως αντιστάθμισμα για τις πίκρες που γνώρισαν όσο ζούσαν.

2. Πώς παρουσιάζεται προοδευτικά η θέση των άδοξων ποιητών στις τρεις πρώτες στροφές; Σε ποια απ’ αυτές μας δίδεται μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του δράματός τους;

Στην πρώτη στροφή ο Καρυωτάκης αφιερώνει δύο στίχους για τους άδοξους ποιητές, στη δεύτερη πέντε, ενώ στην τρίτη και τους οκτώ.
Στην πρώτη στροφή διατυπώνει απλώς την επιθυμία του να αφιερώσει μια λυπητερή μπαλάντα στους άδοξους ποιητές. Στη δεύτερη στροφή δίνει πιο εμφατικά το γεγονός πως, σε αντίθεση με τους γνωστούς ποιητές, κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να μιλήσει για τους άδοξους ποιητές, και γι’ αυτό τους σκεπάζει το βαρύ σκοτάδι. Παρόλο που το έργο του υπήρξε ανάξιο, ο ποιητής θέλει να τους προσφέρει μια μπαλάντα, για να τους τιμήσει.
Στην τρίτη στροφή πάντως ο Καρυωτάκης περιγράφει πιο αναλυτικά τη ζωή αυτών των άδοξων ποιητών, που το μόνο που γνώρισαν στη ζωή τους ήταν η περιφρόνηση. Παρά τις προσπάθειές τους και παρά το γεγονός ότι πάντοτε πίστευαν πως είναι θέμα χρόνου να δοξαστούν, έμειναν τελικά στην αφάνεια και ξεχάστηκαν.

3. Γιατί αισθάνθηκε ο Καρυωτάκης την ανάγκη να γράψει ποίημα για τους άδοξους ποιητές των αιώνων;

Ο Καρυωτάκης συνθέτει το ποίημά του ως μια ελάχιστη ένδειξη τιμής προς τους ποιητές εκείνους που ενώ αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ποίηση, δε γνώρισαν ποτέ την αναγνώριση. Η ανάγκη του αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως κι ο ίδιος φοβάται πως δεν πρόκειται να γνωρίσει τη δόξα και την αναγνώριση που επιθυμεί. Εφόσον η πρώτη του συλλογή δεν είχε την προσδοκώμενη ανταπόκριση από το κοινό, ο ποιητής ανησυχεί πως οι προσπάθειές του και οι ποιητικές του ικανότητες θα περάσουν απαρατήρητες και θα παραμείνει κι ο ίδιος ένας άδοξος ποιητής.

4. Ο ποιητής χαρακτηρίζει την μπαλάντα του πενιχρή. Δικαιολογείται αυτός ο χαρακτηρισμός;

Το ποίημα του Καρυωτάκη από άποψη τεχνοτροπίας είναι άρτιο και αποτελεί εξαίρετο δείγμα μπαλάντας. Επομένως, υπ’ αυτή την έννοια η μπαλάντα του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «πενιχρή». Εντούτοις, ο ποιητής κατανοεί πως μπροστά στο μεγάλο πόνο που βίωσαν όλοι αυτοί οι ποιητές, που είδαν τις προσδοκίες και τα όνειρά τους να διαψεύδονται, το ποίημά του δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό, γι’ αυτό και το χαρακτηρίζει πενιχρό. Άλλωστε, όντας εκείνη τη στιγμή κι ο ίδιος ένας άδοξος ποιητής, αντικρίζει το ποίημά του, όπως θα το έκρινε κάποιος που δε γνώριζε και δεν είχε καμία εκτίμηση για το δημιουργό αυτής της μπαλάντας. Εντοπίζουμε, δηλαδή, απηχήσεις της πικρίας του Καρυωτάκη για το γεγονός πως δεν είχε εκτιμηθεί το έργο του, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ένιωθε σίγουρος για την ποιητική του ικανότητα. Ένας αυτοσαρκασμός από τη μεριά του Καρυωτάκη, που ένιωθε το φόβο πως η ποιητική του παραγωγή θα έμενε στην αφάνεια, σα να ήταν ανάξια προσοχής.

5. Ο ποιητής ακολουθεί την τεχνοτροπία του συμβολισμού και γι’ αυτό προσέχει πολύ την επεξεργασία του στίχου αποτέλεσμα της επεξεργασίας είναι η μουσικότητα και η πλούσια ομοιοκαταληξία. Μπορείτε να δικαιολογήσετε αυτή την άποψη;

Η μπαλάντα του Καρυωτάκη έχει προσεγμένη ομοιοκαταληξία καθώς και ποικίλα σχήματα λόγου που ενισχύουν τη μουσικότητα των στίχων.
Η ομοιοκαταληξία στις τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος ακολουθεί το ίδιο σχήμα: ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, πέμπτο και έβδομο, ενώ ο έκτος με τον όγδοο. Έχουμε δηλαδή στις τρεις πρώτες στροφές: αβαββγβγ.
Ενώ στην τέταρτη τετράστιχη στροφή έχουμε πλεχτή ομοιοκαταληξία με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο με τον τέταρτο, ενώ συνάμα ο πρώτος και τρίτος στίχος ομοιοκαταληκτούν με τους δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο των προηγούμενων στροφών, ενώ ο δεύτερος και τέταρτος ομοιοκαταληκτούν με τους έκτο και όγδοο των προηγούμενων στροφών (βγβγ).
Η μουσικότητα του ποιήματος, πέρα από την ομοιοκαταληξία ενισχύεται με:
- το μέτρο: οι στίχοι του ποιήματος είναι ενδεκασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι κι έχουν γραφτεί σε ιαμβικό μέτρο, έχουμε δηλαδή εναλλαγή μίας άτονης και μίας τονισμένης συλλαβής. Για παράδειγμα: Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε (ως τόνος δε λογίζεται μόνο ο γραμματικός τόνος, αλλά και ο μουσικός τόνος που δίνεται κατά την ανάγνωση σε συμφωνία με το μέτρο του ποιήματος).
- την επανάληψη του στίχου «μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» που τίθεται ως καταληκτικός στίχος όλων των στροφών και λειτουργεί ως το γύρισμα (ρεφρέν) της μπαλάντας.
- τις παρηχήσεις σε διάφορους στίχους. Για παράδειγμα, στους δύο πρώτους στίχους, έχουμε παρήχηση του «σ»: “Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, /σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί.”
Ενώ στους δύο επόμενους έχουμε παρήχηση του «ρ»: “μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει / πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή”

Τάσος Λειβαδίτης «Αυτοβιογραφία» (ανάλυση ποιήματος)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jean-Michel Priaux 
Τάσος Λειβαδίτης «Αυτοβιογραφία»  
Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.


Στο ποίημα Αυτοβιογραφία ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) προχωρά σ’ έναν απολογισμό της ζωής του, διαπιστώνοντας με πόνο πως στην προσπάθειά του να πετύχει κάτι το διαχρονικά σημαντικό, έχασε την ευκαιρία να ζήσει τη ζωή στην πληρότητά της. Εντούτοις, μπροστά σ’ αυτή την επίγνωση δε δειλιάζει κι είναι έτοιμος να βιώσει τον πόνο του, χωρίς να αποζητά παραμυθία.

Αναλυτικότερα:

«Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου»
Ο ποιητής έχει πλήρη συναίσθηση του χρέους που οφείλει στις προηγούμενες γενιές, οι οποίες με διάθεση αυτοθυσίας κράτησαν το έθνος αυτό ζωντανό και προσέφεραν τη δυνατότητα ύπαρξης σε όσους ακολούθησαν. Αυτή η συναίσθηση χρέους, άλλωστε, θα οδηγήσει τον ποιητή και στη δική του προσπάθεια να αγωνιστεί και να προσφέρει ό,τι περισσότερο μπορεί.

«στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα»
Ο ποιητής είναι πια σε προχωρημένη ηλικία, γι’ αυτό και αναφέρει τόσο εμφατικά πως στην ηλικία του χιονίζει αδιάκοπα. Με την αναφορά στο χιόνι ο ποιητής μας υποβάλλει την αίσθηση του ψύχους, της βαρυχειμωνιάς και άρα της απουσίας των στοιχείων εκείνων που χρωματίζουν τη νεότητα, όπως είναι η άνοιξη, ο ήλιος και η ευδαιμονία.
Το γεγονός, επομένως, πως έχει φτάσει πια στο «χειμώνα» της ζωής του, δηλαδή στα γεράματα, αιτιολογεί και την επιθυμία του να προχωρήσει στον επώδυνο απολογισμό των πεπραγμένων του.

«μια κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα»
Τα δημιουργικά χρόνια της νεότητας του ποιητή συνέπεσαν με δύσκολες ιστορικές περιόδους για τη χώρα μας. Η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος, αλλά και τα χρόνια διώξεων που ακολούθησαν για τους ανθρώπους αριστερών πεποιθήσεων, βάρυναν τη ζωή του ποιητή, μ’ ένα μόνιμο φόβο. Ας μην ξεχνάμε πως ο Λειβαδίτης πέρασε αρκετά χρόνια εξόριστος λόγω της μαχητικής του διάθεσης, ενώ στη συνέχεια χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά για να καλύψει τις βιοποριστικές του ανάγκες.
Ο ποιητής, λοιπόν, μας μεταδίδει εδώ την ανησυχία και το φόβο που σκέπαζε τη ζωή του, όλα εκείνα τα χρόνια που βρέθηκε υπόλογος για τις ιδέες του και για την πρόθεσή του να υποστηρίξει μια διαφορετική πολιτική επιλογή από την επικρατούσα.

«δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,»
Η επιθυμία του ποιητή να συνεισφέρει κάτι το ουσιώδες στη χώρα του, τόσο με το ποιητικό του έργο, όσο και με τους προσωπικούς του αγώνες για τη στήριξη της αριστερής παράταξης, είχαν ένα ιδιαίτερα βαρύ κόστος. Έτσι, ενώ ο ποιητής αγαπούσε τη ζωή και όλες τις απολαύσεις που έχει να προσφέρει, επέλεξε τελικά να αφοσιωθεί σε ό,τι θεωρούσε τότε πως θα του έδινε την ευκαιρία να αφήσει ένα έργο αιώνιο, ένα έργο διαχρονικό, αντάξιο της εκτίμησης και της αγάπης που είχε για την πατρίδα του.
Είναι σαφές από τη διατύπωση του ποιητή «πελώρια αγκάθια» πως είχε πλήρη επίγνωση πως η επιθυμία του να προσφέρει κάτι το διαχρονικό, σήμαινε έναν αγώνα δύσκολο, επίπονο και ψυχοφθόρο. Εντούτοις, ανάμεσα στην ομορφιά της ζωής και τους δύσκολους αγώνες, ο ποιητής προτίμησε να αγωνιστεί και να θυσιάσει το πολύτιμο δώρο της ζωής και της νεότητας.

«η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα»
Αντικρίζοντας ο ποιητής τον εαυτό του, όπως είναι τώρα σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία, καταλαβαίνει πως η «σάρκα» του, το φθαρμένο σώμα του, δεν είναι παρά ένας επίδεσμος, ένα ασήμαντο κάλυμμα, μιας υπόστασης που δεν έχει πια μέλλον.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως δεν έχει πια τίποτε να προσμένει από τη ζωή του, καθώς τα γεράματα δεν μπορούν να δώσουν ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο ή για μια ζωή γεμάτη απολαύσεις και χαρά. Εφόσον, θυσίασε τη νεότητά του, έχει απομείνει πια με τη φθαρμένη σάρκα του να προσμένει το τέλος του.

«κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,»
Ο ποιητής αισθάνεται πόνο, καθώς αναλογίζεται πως η ζωή του, η πραγματική ζωή του, έχει πια περάσει και πως ό,τι απομένει είναι μια απλή επιβίωση, με το χρόνο να μετρά αντίστροφα.
Ο πόνος του ποιητή προκύπτει, όχι από τη θέαση του γηρασμένου σώματός του, αλλά από τη συνειδητοποίηση πως άφησε τη ζωή του να περάσει, χωρίς να μπορέσει να την απολαύσει και να γευτεί κάθε χαρά που είχε να του προσφέρει. Κι ο πόνος αυτός είναι χωρίς παρηγοριά, γιατί τίποτε δεν μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω και να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, τίποτε δεν μπορεί να αντιστρέψει τις επιλογές του.
Το μόνο που μπορεί να του προσφέρει βοήθεια είναι ο ίδιος του ο πόνος, υπό την έννοια πως ο ποιητής δε φοβάται να αποδεχτεί και να νιώσει πλήρως την απόγνωσή του. Δεν αποζητά παραμυθίες και τρόπους για να ξεχαστεί, στέκει με θάρρος απέναντι στον πόνο του και τον βιώνει σε όλη του την ένταση, γιατί γνωρίζει καλά πως είναι κομμάτι της ζωής του, είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας και της υπόστασής του. Ο ποιητής γνωρίζει πως έχασε τα χρόνια της νεότητάς του, κατανοεί πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό, αλλά έχει τη δύναμη να συνυπάρξει με τον πόνο του και να πληρώσει το κόστος των επιλογών του.
Τι απομένει λοιπόν στον ηλικιωμένο ποιητή; Η γνώση πως στη ζωή του αγωνίστηκε, η γνώση πως έκανε δύσκολες επιλογές και φυσικά η δύναμη να στέκεται απέναντι στον πόνο του και να μη δειλιάζει, να μην προσπαθεί να αποφύγει την αλήθεια του. Έτσι, παρόλο που ο ποιητής στέκεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, είναι επί της ουσίας μόνος του, γιατί μόνο ο ίδιος γνωρίζει την πραγματική ένταση του πόνου του, μόνο ο ίδιος γνωρίζει πόση δύναμη απαιτείται για να τον αντέξει με αξιοπρέπεια και φυσικά μόνο αυτός γνωρίζει πόσες δυσκολίες, πόσες πληγές και πόσα βάσανα πέρασε στη ζωή του.
Στέκει, άρα, ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους ο ποιητής, με μεγάλο ψυχικό σθένος, με αξιοπρέπεια και με πλήρη επίγνωση πως ό,τι κι αν αισθάνεται αυτή τη στιγμή υπήρξε αποτέλεσμα δικών του συνειδητών επιλογών.

«κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.»
Είναι σημαντικό να προσεχτεί πως ο Λειβαδίτης -ένας ποιητής που τίμησε με κάθε τρόπο την τέχνη του- δε θεωρεί πως μπορεί η ποίηση να του προσφέρει κάποια βοήθεια στο να αντιμετωπίσει τον πόνο και την απόγνωση που αισθάνεται.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό η παρομοίωση που χρησιμοποιεί: η ποίηση είναι σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις αργά, όταν πια δεν μπορεί να σου χρησιμέψει σε τίποτα.
Η ποίηση σαφώς κι έχει μεγάλη αξία για τον ποιητή, εντούτοις σε σχέση με τον πόνο που βιώνει τώρα, σε σχέση δηλαδή με τη συνειδητοποίηση πως άφησε τη ζωή του να περάσει, χωρίς να την απολαύσει, η ποίηση δεν μπορεί να του προσφέρει κάτι. Ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει πως ο χρόνος δε γυρνάει πίσω, οπότε το μόνο που θα μπορούσε να του προσφέρει κάποιος ή η τέχνη του είναι μια παρηγοριά, μια αφορμή να ξεχαστεί για λίγο. Ο Λειβαδίτης, όμως, δεν καταδέχεται τέτοιου είδους προσωρινές παραμυθίες, προτιμά να βιώσει τον πόνο του, χωρίς υπεκφυγές. Άλλωστε, ο ποιητής έχει τη δύναμη να αποδεχτεί πως έκανε κάποιες επιλογές και τώρα οφείλει να πληρώσει το τίμημα.
Η ψυχική δύναμη του ποιητή είναι αξιοθαύμαστη και αποκαλύπτει έναν άνθρωπο με ασυνήθιστο θάρρος, ιδίως στις μέρες μας, που οι άνθρωποι σπανίως αποδέχονται το τίμημα που συνοδεύει τις πράξεις και τις επιλογές τους.
Ο Λειβαδίτης δε διστάζει να αναγνωρίσει πως έκανε μια μεγάλη θυσία και να δηλώσει πως είναι έτοιμος να αισθανθεί τον πόνο του, χωρίς να αποζητά πρόσκαιρες παρηγοριές. Είναι πια πολύ μακριά από τη νεότητα, είναι πια αντιμέτωπος με το θάνατο και προχωρά προς αυτόν με την ψυχή του να υποφέρει που δεν φρόντισε να ζήσει, όσο είχε την ευκαιρία. Κι αυτό το αντιμετωπίζει με τη δύναμη και την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζαν σε όλη του τη ζωή, χωρίς να λυγίζει και να ψάχνει τρόπους για να ξεχαστεί.

«Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.»
Ο στίχος που κλείνει το ποίημα αποτελεί το επιμύθιο της ζωής του ποιητή, που αναλογίζεται πως αγωνίστηκε και προσπάθησε στη ζωή του, για να πετύχει το ακατόρθωτο. Θέλησε με την ποίηση και με την προσωπική του δράση να «αρπαχτεί από τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας», αλλά κατανοεί τώρα πια πως αυτό ήταν κάτι το ανέφικτο.
Ίσως ο χρόνος να δικαιώσει τον ποιητή, ίσως να τον προφυλάξει από τη λήθη, αλλά τη στιγμή που ο ίδιος κάνει τον απολογισμό της ζωής του, αισθάνεται πως έχασε τη μοναδική του ευκαιρία να ζήσει επιδιώκοντας πράγματα που μάλλον δεν τα κατόρθωσε. Όλοι του οι αγώνες, που με την ήττα της αριστεράς διαψεύστηκαν, κι όλο του το ποιητικό έργο, μοιάζουν λίγα μπροστά στην επίγνωση πως ο ίδιος άφησε τη ζωή του να χαθεί, χωρίς να γευτεί την ευδαιμονία της. 

Απαντήσεις στα θέματα των Πανελληνίων 2012: Νεοελληνική Λογοτεχνία

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Shawn Van Daele

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2012

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Κωνσταντίνος Καβάφης: Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου  ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ.

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα˙
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. —
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή.
(1921)

Ερωτήσεις:
Α1. Τρία από τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Κ. Καβάφη είναι η πεζολογία, η ιδιότυπη γλώσσα και η χρήση συμβόλων. Για το κάθε ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα από το ποίημα που σας δόθηκε.
Μονάδες 15

Β1. Στο ποίημα, σύμφωνα με τον Στέφανο Διαλησμά, «έχουμε ένα δυσανάλογα μεγάλο τίτλο (με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται) που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα».
Να τεκμηριώσετε την παραπάνω άποψη αιτιολογώντας τη συγκεκριμένη επιλογή του τίτλου από τον ποιητή.
Μονάδες 20

Β2. Να επισημάνετε στο ποίημα τέσσερα διαφορετικά εκφραστικά μέσα (μονάδες 8) και να ερμηνεύσετε τη λειτουργία τους (μονάδες 12). 
Μονάδες 20

Γ1.
Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους σε ένα κείμενο 100-120 λέξεων:
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα˙
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Μονάδες 25

Δ1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το ποίημα του Κ. Καβάφη Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου  ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 μ.Χ., με το παρακάτω ποίημα του Τ. Λειβαδίτη Αυτοβιογραφία, εντοπίζοντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων.
Μονάδες 20 

Τάσος Λειβαδίτης

Αυτοβιογραφία
  
Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.

Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Αθήνα (Εκδόσεις Κέδρος, 2003, σ. 429.)

Απαντήσεις:
Α1.
Η πεζολογική έκφραση αποτελεί βασικό γνώρισμα της ποίησης του Καβάφη, καθώς η συγκίνηση στο έργο του προκύπτει μέσα από τα εκφραζόμενα νοήματα και όχι από έναν υπερβάλλοντα λυρισμό.
Παράδειγμα πεζολογίας αποτελούν οι σύντομες κύριες προτάσεις του ποιήματος, που δεν περιέχουν επίθετα ή περίτεχνα σχήματα λόγου, όπως: «Δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά».
Η ιδιότυπη γλώσσα του Καβάφη έγκειται στο συνδυασμό καθαρεύουσας και δημοτικής, με την παράλληλη χρήση πολίτικων ιδιωματισμών. Ένα παράδειγμα της ιδιότυπης γλώσσας του ποιητή είναι ο στίχος: «νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω», όπου ο ποιητής χρησιμοποιεί καθαρεύουσα.
Τα σύμβολα στην ποίηση του Καβάφη αποτελούν ένα βασικό στοιχείο υπαινικτικής, αλλά και συμπυκνωμένης διατύπωσης, καθώς σε μια λέξη-σύμβολο μπορούν να συμπεριληφθούν πολλές έννοιες. Στο συγκεκριμένο ποίημα το «φρικτό μαχαίρι» συμβολίζει τη φθορά που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου, ενώ η έννοια του χρόνου υπονοείται, χωρίς να αναφέρεται.

Β1.
Ο ποιητής θέλοντας να αποστασιοποιηθεί από την έκφραση μιας τόσο έντονης ανησυχίας για το γήρασμα της μορφής του, χρησιμοποιεί το προσωπείο του Ιάσονα Κλεάνδρου, ώστε οι σκέψεις αυτές της ανησυχίας και του πόνου να αποδοθούν στον Ιάσονα και να μη συνδεθούν με τον ίδιο. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί παράλληλα τον εκτενή αυτό τίτλο για να μεταθέσει χρονικά τη μελαγχολική αυτή κατάσταση στο απώτατο παρελθόν και να δώσει στις σκέψεις του διαχρονικότητά αλλά και καθολικότητα. Την ίδια ανησυχία που έχει ο Καβάφης για τα γηρατειά και τη φθορά που επιφέρουν, θα μπορούσε να την έχει οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Έτσι, η μελαγχολία του Καβάφη αποδίδεται στον Ιάσονα Κλεάνδρου, ένα ανύπαρκτο πρόσωπο που δημιουργείται από τον ποιητή, ο οποίος υποτίθεται ότι έζησε στην Κομμαγηνή, ένα κρατίδιο βορειανατολικά της Συρίας που ήταν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 638 μ.Χ., και καταγράφει αυτές του τις σκέψεις το 595 μ.Χ., χρονολογία που δεν έχει σημαδευτεί από κάποιο σημαντικό γεγονός για το μικρό αυτό κρατίδιο και την οποία ο ποιητής επέλεξε τυχαία, μόνο και μόνο για να τοποθετήσει χρονικά το ποίημά του στο παρελθόν.
Στον τίτλο του ποιήματος, επομένως, ο Καβάφης μας παρουσιάζει το κυρίαρχο συναίσθημα «Μελαγχολία», το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται αυτό το συναίσθημα «ο Ιάσων Κλεάνδρου», την ιδιότητα του προσώπου «ποιητού», τον τόπο στον οποίο ζει το πρόσωπο αυτό «Κομμαγηνή» και το χρόνο κατά τον οποίο εκτυλίσσεται αυτή η προσωπική εκμυστήρευση «595 μ.Χ». Δημιουργεί έτσι, με τον εκτεταμένο αυτό τίτλο, το ιδανικό άλλοθι. 
Ο τίτλος του ποιήματος έχει συνάμα ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι το μόνο μέρος του ποιήματος στο οποίο ο ποιητής μας δίνει τοπικά και χρονικά στοιχεία, οπότε αν το ποίημα διαβαστεί χωρίς αυτόν τον τίτλο ή με τον αρχικό του τίτλο «Μαχαίρι», τότε δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει τον αναγνώστη να συνδέσει τις απόψεις αυτές με τον ίδιο τον Καβάφη. Επομένως, οι λεπτομέρειες που δίνονται στον τίτλο είναι σημαντικές για να μπορέσει ο ποιητής να αποστασιοποιηθεί από τις μελαγχολικές αυτές σκέψεις που διατυπώνει στους στίχους του. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ενώ σήμερα οι αφηγηματολόγοι επιμένουν να μην ταυτίζουμε τον αφηγητή ή το ποιητικό υποκείμενο με τον συγγραφέα ή ποιητή, την εποχή που ο Καβάφης συνέθετε τα ποιήματά του δεν είχε διατυπωθεί αυτή η σκέψη και οι τότε κριτικοί και αναγνώστες επιχειρούσαν τις ερμηνείες των ποιημάτων αποδίδοντας κάθε σκέψη στον ίδιο τον ποιητή. Επομένως, ο Καβάφης για να μπορέσει να διασφαλίσει την ανεξαρτησία του από το περιεχόμενο των ποιημάτων του έπρεπε να υιοθετεί διάφορες περσόνες και να τοποθετεί τα ποιήματά του στο μακρινό παρελθόν.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο Καβάφης είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στα γηρατειά και το πέρασμα του χρόνου, αλλά δεν παύουν οι σκέψεις του να εκφράζουν τις διαθέσεις και τις ανησυχίες πολλών ανθρώπων κι αυτό είναι που επιχειρεί να τονίσει ο ποιητής με τη μετάθεση των σκέψεών του χρονικά και τοπικά καθώς και με την έκφρασή τους μέσω ενός άλλου προσώπου, έστω και φανταστικού.

Β2.
«είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι»: Στο στίχο αυτό έχουμε το σχήμα της υπαλλαγής καθώς και δύο μεταφορές. Το σχήμα της υπαλλαγής εντοπίζεται στο γεγονός ότι το επίθετο “φρικτός” που θα έπρεπε να προσδιορίζει ως επιθετικός προσδιορισμός τη λέξη πληγή, και να εκφράζει ορθότερα το νόημα, ότι είναι δηλαδή μια “φρικτή πληγή”, έχει ακολουθήσει ως προς το γένος, τον αριθμό και την πτώση το ουσιαστικό μαχαίρι και έχει γίνει δικός του επιθετικός προσδιορισμός “φρικτό μαχαίρι”. Με το σχήμα αυτό ο ποιητής μετατοπίζει την προσοχή του αναγνώστη στη λέξη μαχαίρι ώστε να γίνει περισσότερο αντιληπτός ο πόνος που αισθάνεται ως φρικτή μαχαιριά.
Οι μεταφορές που υπάρχουν στον στίχο αυτό εντοπίζονται στις λέξεις πληγή και μαχαίρι, καθώς ο ποιητής τις χρησιμοποιεί εδώ μεταφορικά για να εκφράσει τον ψυχικό που αισθάνεται πιο παραστατικά παρομοιάζοντάς τον με το σωματικό πόνο που θα του προκαλούσε μια μαχαιριά.
«εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως... εν Φαντασία και Λόγω»: Ο ποιητής για να εκφράσει με έμφαση την εμπιστοσύνη που έχει στην ποιητική τέχνη και στα μέσα που εκείνη χρησιμοποιεί για τη δημιουργία της, προσωποποιεί τις έννοιες αυτές και γι’ αυτό τις γράφει με κεφαλαία γράμματα σα να πρόκειται για κύρια ονόματα. Επομένως, η Τέχνη της Ποίησης, η Φαντασία και ο Λόγος, μέσω της προσωποποίησης αποκτούν υπόσταση δρώντων προσώπων και άρα η παρουσίασή τους γίνεται σαφώς πιο αισθητή.
«νάρκης του άλγους δοκιμές» (δοκιμές νάρκης του άλγους = απόπειρες να κατευνασθεί ο πόνος): Στο στίχο αυτό εντοπίζουμε ένα σχήμα υπερβατό καθώς και το σχήμα της αναστροφής. Η αναστροφή γίνεται άμεσα εμφανής καθώς είναι σαφές ότι ο ποιητής έχει αλλάξει τη φυσική σειρά των λέξεων, ώστε να τοποθετήσει πρώτη τη λέξη “νάρκη” και να δώσει έτσι έμφαση στην έννοια του κατευνασμού και της απάλυνσης του πόνου που θα επιχειρηθεί μέσω της ποιήσεως.

Γ1.
Ο Καβάφης θεωρούσε πάντοτε την ποίηση ως τη σημαντικότερη πτυχή της ζωής του, γι’ αυτό και τώρα που υποφέρει προστρέχει στην τέχνη του. Ο ποιητής, βέβαια, γνωρίζει πως η βοήθεια που μπορεί να του προσφέρει η ποίηση έχει εύλογους περιορισμούς, μιας και τίποτε δεν μπορεί να αναστρέψει ή να θεραπεύσει την επώδυνη διαδικασία της γήρανσης. Εντούτοις, γνωρίζει πως περιερχόμενος στην πνευματική κατάσταση της δημιουργίας, τα «φάρμακα» της ποίησης, η φαντασία και ο λόγος, θα τον κάνουν έστω και για λίγο να ξεχάσει τον πόνο του. Εφόσον για να συλλάβει την ποιητική του ιδέα θα πρέπει να μπει σ’ έναν δημιουργικό κόσμο με τη βοήθεια της φαντασίας του και κατόπιν θα πρέπει να επιλέξει τις σωστές λέξεις για να μπορέσει να αποτυπώσει όσο γίνεται καλύτερα τις σκέψεις του, θα βρει μια πρόσκαιρη παραμυθία.

Δ1.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πραγματεύεται, όπως και ο Καβάφης, το πέρασμα του χρόνου, αλλά και την αφοσίωση στην ποιητική τέχνη. Ο Λειβαδίτης, όμως, αντικρίζει το χρόνο ως φορέα ζωής και συνειδητοποιεί πως στην προσπάθειά του να κερδίσει κάτι το διαχρονικό, έχασε την ευκαιρία να ζήσει πραγματικά τη ζωή του. Έτσι, έχοντας πια φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και κάνοντας τον απολογισμό του συνειδητοποιεί πως άφησε το χρόνο να περάσει, χωρίς να απολαύσει τη χαρά της ζωής. 
Σε ό,τι αφορά δε την ποίηση, παρά την αναμφισβήτητη αξία της, δεν μπορεί πια να τον βοηθήσει σε τίποτε, μιας και δεν μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω και να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει καλύτερα τη ζωή του.

Ομοιότητες:
α) Μια πρώτη ομοιότητα μεταξύ των δύο ποιημάτων είναι η αναφορά στην ηλικία του ποιητικού υποκειμένου.
Στο ποίημα του Λειβαδίτη η συσχέτιση της ηλικίας με τη μεταφορά «χιονίζει αδιάκοπα» προδίδει πως ο ποιητής βρίσκεται πια σε προχωρημένη ηλικία, ενώ και στο ποίημα του Καβάφη, η αναφορά στο «γήρασμα της μορφής» υποδεικνύει πως το ποιητικό υποκείμενο έχει αρχίσει πια να γερνάει.
Πρόκειται, επομένως, για δύο ποιητές σε μεγάλη πια ηλικία που αντικρίζουν το πέρασμα του χρόνου.

β) Και στα δύο ποιήματα γίνεται αναφορά στον πόνο που αισθάνονται τα ποιητικά υποκείμενα. Ο Λειβαδίτης σχολιάζει πως «κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου», τονίζοντας έτσι πως η συνειδητοποίηση ότι άφησε τη ζωή του να περάσει χωρίς να γευτεί κάθε χαρά της, του προκαλεί έναν ασίγαστο πόνο.
Στο ποίημα του Καβάφη, επίσης, γίνεται σαφές πως το ποιητικό υποκείμενο υποφέρει, στοιχείο που γίνεται αντιληπτό τόσο στον τίτλο με την αναφορά στη μελαγχολία, όσο και με την επανάληψη του στίχου «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι».
Τόσο ο Λειβαδίτης, όσο και ο Καβάφης, βιώνουν το πέρασμα του χρόνου ως πηγή έντονου ψυχικού πόνου.

γ) Σημαντική ομοιότητα ανάμεσα στα  δύο ποιήματα είναι φυσικά και η αναφορά στην ποίηση, καθώς μπροστά στο μεγάλο πόνο και οι δύο ποιητές αναλογίζονται το ρόλο της ποίησης στη ζωή τους. Όπως ο Καβάφης, που υπήρξε πάντοτε συνεπής και αφοσιωμένος θεράποντας της ποιητικής τέχνης, γι’ αυτό και στο ποίημά του την προσφωνεί «Τέχνη της Ποιήσεως» και στρέφεται σ’ αυτή για βοήθεια, έτσι και ο Λειβαδίτης υπηρέτησε την ποίηση και βρήκε σ’ αυτή μεγάλες και σημαντικές αλήθειες.
Οι δύο ποιητές βέβαια, αν και αναγνωρίζουν την αξία της ποίησης, δεν έχουν αυταπάτες για το πόσο μπορεί να τους βοηθήσει. Εντούτοις, ενώ ο Λειβαδίτης δηλώνει κατηγορηματικά  πως η ποίηση δεν μπορεί να του χρησιμέψει σε τίποτε, ο Καβάφης θεωρεί πως η ποίηση μπορεί να του προσφέρει μια πρόσκαιρη παραμυθία, γεγονός που διαφοροποιεί τους δύο ποιητές.

Διαφορές:
α) Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο ποιήματα είναι ο τίτλος τους. Ενώ ο Λειβαδίτης δίνει στο ποίημά του τον τίτλο «Αυτοβιογραφία» τονίζοντας πως όσα ακολουθούν αποτελούν έναν απολογισμό της ζωής του, ο Καβάφης χρησιμοποιεί έναν εκτενέστατο τίτλο για να αποστασιοποιηθεί από όσα θα καταγράψει, έστω κι αν αποτελούν μια πολύ προσωπική του εξομολόγηση.

β) Μια διαφορά επίσης εντοπίζουμε στο πώς αντικρίζουν οι δύο ποιητές το σώμα  και τη μορφή τους. Έτσι, ενώ ο Καβάφης υποφέρει βλέποντας το γήρασμα του σώματός του, καθώς θεωρεί πως η φθορά που αντικρίζει σε αυτό είναι ένα αβάσταχτο πλήγμα, ο Λειβαδίτης βλέπει πέρα από την επιφανειακή φθορά και φτάνει στην ουσία του προβλήματός του, που δεν είναι άλλη βέβαια από το γεγονός ότι ο θάνατος βρίσκεται πια πολύ κοντά.
Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Λειβαδίτης «η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα» Η σάρκα του, -ενδεικτική η αδιαφορία του ποιητή για την εικόνα του σώματος και της μορφής, με τη χρήση αυτής της λέξης που δείχνει περιφρόνηση- δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από έναν επίδεσμο που τυλίγει το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια αύριο, δεν υπάρχουν πια προοπτικές και ελπίδες για να ζήσει όσα μέχρι τώρα δεν έζησε.

Λατινικά Β Λυκείου: Ενεργητική – Παθητική Σύνταξη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jeremy Geddes 

Λατινικά Β Λυκείου: Ενεργητική – Παθητική Σύνταξη

Κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική γίνονται οι εξής αλλαγές:  

Ενεργητική: Magnus timor exercitum occupavit (μεγάλος φόβος κατέλαβε το στράτευμα)

Παθητική: Magno timore exercitus occupatus est (το στράτευμα καταλήφθηκε από μεγάλο φόβο)

  • Μετατρέπουμε το ρήμα ενεργητικής στον αντίστοιχο χρόνο παθητικής φωνής (προσέχοντας το πρόσωπο και τον αριθμό του νέου υποκειμένου του).  

  • Το Αντικείμενο του ενεργητικού ρήματος γίνεται πλέον Υποκείμενο του παθητικού ρήματος και τίθεται σε Ονομαστική πτώση.

  • Το Υποκείμενο του ενεργητικού ρήματος τρέπεται σε Ποιητικό αίτιο, το οποίο εκφέρεται με απλή (απρόθετη) Αφαιρετική, όταν είναι άψυχο και με εμπρόθετη Αφαιρετική, όταν είναι έμψυχο. Προσέχουμε πως όταν η λέξη ξεκινά με φωνήεν χρησιμοποιούμε την πρόθεση ab, ενώ όταν ξεκινά με σύμφωνο χρησιμοποιούμε την πρόθεση a.

- Κατά τη μετατροπή προσέχουμε πως αν υπάρχουν ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί στους βασικούς όρους, μετατρέπονται ανάλογα, ώστε να έχουν και στη νέα σύνταξη την ίδια πτώση με τον όρο που προσδιορίζουν.
Στο παραπάνω παράδειγμα το επίθετο magnus που προσδιορίζει το Υποκείμενο timor, τρέπεται σε Αφαιρετική ακολουθώντας την πτώση του υποκείμενου που γίνεται πια Ποιητικό Αίτιο (timore) σε Αφαιρετική.

- Αν το ρήμα είναι χρόνου Παρακειμένου ή Υπερσυντελίκου, προσέχουμε το υποκείμενό του, ώστε να γράψουμε το σωστό τύπο της μετοχής στον περιφραστικό τύπο.
Στον παραπάνω παράδειγμα το Υποκείμενο του ρήματος είναι το αρσενικό exercitus, γι’ αυτό και θέτουμε τη μετοχή σε αρσενικό γένος occupatus est.

Κείμενο 16 (XVI) Άσκηση σχολικού βιβλίου

Να μετατραπεί η ενεργητική σύνταξη σε παθητική και να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο:
π.χ. Plinius tres apros capit (Ο Πλίνιος πιάνει τρία αγριογούρουνα)
= Tres apri a Plinio capiuntur (Τρία αγριογούρουνα πιάστηκαν από τον Πλίνιο)

Imperator hostes vincit (Ο στρατηγός νικά τους εχθρούς)
= Hostes ab imperatore vincuntur (Οι εχθροί νικήθηκαν από το στρατηγό)

Terror Cassium concutit (Ο τρόμος συνταράσσει τον Κάσσιο)
= Cassius terrore concutitur (Ο Κάσσιος συνταράχθηκε από τον τρόμο)

Romani magnum numerum hostium capiunt (Οι Ρωμαίοι συλλαμβάνουν μεγάλο αριθμό εχθρών)
= Magnus numerus hostium a Romanis capitur (Μεγάλος αριθμός εχθρών συνελήφθηκε από τους Ρωμαίους)

Nos arma proicimus (Εμείς καταθέτουμε τα όπλα)
= Arma proiciuntur a nobis (Τα όπλα κατατέθηκαν από εμάς)

Vos legatos mittitis (Εσείς στέλνετε πρέσβεις)
= Legati a vobis mittuntur (Πρέσβεις στέλνονται από εσάς)

Κείμενο 19 (XIX) Άσκηση σχολικού βιβλίου

Να μετατραπεί η ενεργητική σύνταξη σε παθητική και να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο.

Antonius socios Catilinae deprehendit (πρκ.) [Ο Αντώνιος συνέλαβε τους συντρόφους του Κατιλίνα]
= Socii Catilinae ab Antonio deprehensi sunt (Οι σύντροφοι του Κατιλίνα συνελήφθησαν από τον Αντώνιο)

Antonius Catilinam proelio vicit (Ο Αντώνιος νίκησε τον Κατιλίνα στη μάχη)
= Catilina ab Antonio proelio victus est (Ο Κατιλίνας νικήθηκε στη μάχη από τον Αντώνιο)

Ego pastorem improbum vi prohibui (Εγώ με βία εμπόδισα τον αχρείο βοσκό)
= Pastor improbus a me vi prohibitus est (Ο αχρείος βοσκός εμποδίστηκε με βία από εμένα)

Tu bovum mugitum audivisti (Εσύ άκουσες το μουγκρητό των βοδιών)
= Bovum mugitus a te auditus est (Το μουγκρητό των βοδιών ακούστηκε από σένα)

Vos boves in speluncam traxistis (Εσείς τραβήξατε τα βόδια στη σπηλιά)
= Boves a vobis in speluncam tracti sunt (Τα βόδια τραβήχτηκαν στη σπηλιά από εσάς)

Incolae Herculem honoraverunt (Οι κάτοικοι τιμούσαν τον Ηρακλή)
= Hercules ab incolis honoratus est (Ο Ηρακλής τιμήθηκε από τους κατοίκους)

Στην αντίστροφη μετατροπή από Παθητική σύνταξη σε Ενεργητική, έχουμε εύλογα τις ακόλουθες αλλαγές:

-          Το Ποιητικό Αίτιο τίθεται σε Ονομαστική και λειτουργεί ως Υποκείμενο του ενεργητικού ρήματος.
-          Το ρήμα παθητικής φωνής τρέπεται σε ρήμα ενεργητικής φωνής του αντίστοιχου χρόνου.
-          Το Υποκείμενο τίθεται σε Αιτιατική πτώση και λειτουργεί ως Αντικείμενο του ενεργητικού ρήματος.
Προσέχουμε κατά τη μετατροπή της σύνταξης να αλλάξουμε τις πτώσεις των ομοιόπτωτων προσδιορισμών και των συνημμένων μετοχών, ώστε να συμφωνούν με τη νέα πτώση των όρων που προσδιορίζουν.

Παραδείγματα μετατροπής από τα Κείμενα του Σχολικού βιβλίου: 

Κείμενο 19

-          Παθητική σύνταξη: Catilina a Cicerone ex urbe expulsus est (Ο Κατιλίνας διώχθηκε απ’ την πόλη από τον Κικέρωνα)

Ενεργητική σύνταξη: Cicero Catilinam ex urbe expulit

-          Παθητική σύνταξη: Ab Antonio, altero consule, Catilina ipse cum exercitu suo, proelio victus, interfectus est (Από τον Αντώνιο, τον άλλο ύπατο, ο ίδιος ο Κατιλίνας με το στρατό του, αφού νικήθηκε στη μάχη, σκοτώθηκε)

Ενεργητική σύνταξη: Antonius, alter Consul, Catilinam ipsum cum exercitu suo, proelio victum, interfecit

Κείμενο 20

-          Παθητική σύνταξη: Ab his in castra delatus est tristis et trepidus (Από αυτούς μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο λυπημένος και έντρομος)

Ενεργητική σύνταξη: Hi (εννοείται: αυτόν = eum) in castra detulerunt tristem et trepidum

Ο αφηγητής μοιάζει ενσωματωμένος περισσότερο στην κοινωνία των προσφύγων και λιγότερο στην κοινωνία της πόλης του.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ivana Stojakovic 

Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς" 

Ο αφηγητής μοιάζει ενσωματωμένος περισσότερο στην κοινωνία των προσφύγων και λιγότερο στην κοινωνία της πόλης του. Σε ποια σημεία του κειμένου προβάλλεται περισσότερο,  κατά τη γνώμη σας,  αυτό;  Πού πιστεύετε ότι οφείλεται;

Οι γονείς του Ιωάννου είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, γεγονός που του δημιουργεί την πεποίθηση πως θα έπρεπε να βρίσκεται κι αυτός μαζί με τους άλλους πρόσφυγες. Ο μόνος λόγος, άλλωστε, που δεν μεγάλωσε σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό είναι το γεγονός ότι οι δικοί του ήρθαν στη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν γίνει η ανταλλαγή πληθυσμών και ξεκινήσει το μεγάλο κύμα προσφύγων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο αφηγητής όντας παιδί προσφύγων αισθάνεται περισσότερο οικείους τους πρόσφυγες απ’ ό,τι τους απρόσωπους και αδιάφορους κατοίκους της πόλης.
«Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Ο αφηγητής αισθάνεται κοντά στους πρόσφυγες την οικειότητα εκείνη που χαρίζει η κοινή καταγωγή, αισθάνεται τους ακατάλυτους δεσμούς αίματος και νιώθει τον εαυτό του κομμάτι της κοινωνίας τους. Το δέσιμο άλλωστε και η ανθρώπινη επαφή και ζεστασιά που παρατηρεί στους προσφυγικούς συνοικισμούς, είναι κάτι που λείπει από τη ζωή του και του δημιουργείται η επιθυμία να βρίσκεται κι αυτός μαζί τους. «Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.»
Οι ήρεμοι ρυθμοί ζωής των προσφύγων, η συνεχής επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ τους, οι απλές κουβέντες στα καφενεία και η ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους φρενήρεις ρυθμούς των κατοίκων της πόλης και την πλήρη αποξένωση που υπάρχει ανάμεσά τους. «Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.», «Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.» Ο Ιωάννου αδυνατεί να κατανοήσει την τάση των ανθρώπων της πόλης να μη θέλουν να δημιουργήσουν σχέσεις μεταξύ τους, να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία και να προτιμούν να κινούνται αδιάφοροι μέσα σ’ ένα απρόσωπο πλήθος.
Ο ίδιος, άλλωστε, αισθάνεται μόνος τους και το κυριότερο χωρίς να έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια δική του οικογένεια κι ένα δικό του σπίτι, ώστε να έχει και η δική του ζωή τα θεμέλια εκείνα που θα του χάριζαν την πολύτιμη αίσθηση ότι ανήκει κάπου, ότι βρίσκεται μαζί με δικούς του ανθρώπους. «Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα.» Εκείνο που επιθυμεί ο αφηγητής είναι να βρεθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που να τους αισθάνεται δικούς του, να αισθανθεί ότι αποκτά και η δική του ζωή ρίζες και φυσικά να πάψει να είναι μόνος και ξένος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, γι’ αυτό και στο τέλος του πεζογραφήματος δηλώνει πως ζηλεύει εκείνους που ζουν στον τόπο τους, στον τόπο που γεννήθηκαν, κι εκφράζει την ευχή να μπορούσε τουλάχιστον να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας του. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...