Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Σεφέρης «Τρεις μούλες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Luke Sharrat

Γιώργος Σεφέρης «Τρεις μούλες»

Γράμμα στον Μάστρο

Καί καβαλλίκεψεν  ρήγαινα πάνω τς θαυμαστς μούλας το νδρός της το ρέ Πιέρ, νόματι Μαργαρίτα, καί κατσεν πάνω τς θαυμαστς μούλας γυναικεα, καί παράγγειλεν το σκουτιέρη της, νόματι Πουτζουρέλλο, νά κρατε μετά του τά φτερνιστηρία της, καί ντα το νέψει, νά γυρίσει τό πόδιν της νά κάτσει ανθρωπινά...

Χρονικό του Μαχαιρά

Στη Δαμασκό μια νύχτα αγρύπνιας
μου φάνηκε το πέρασμα της Ούμ Χαράμ 
της βαθυσέβαστης γενιάς του Προφήτη.
Άκουγα πέταλα σαν αργυρά δηνάρια
κι εκείνη λες και διάβαινε λόφους αλάτι
κατά τη Λάρνακα, στη μούλα της καβάλα.
Περίμενα μέσα σε δροσερά κλωνάρια
δαγκώνοντας τον καρπό της μυρτιάς∙
τα μάτια μου τ’ αγκύλωνε μια ασπράδα
ίσως τ’ αλάτι ίσως το φάσμα της. Και τότε
στους θάμνους ένας ψίθυρος:
                                                «Εδώ ήταν
που γλίστρησε το ζό μου. Τούτη η πέτρα
μου τσάκισε το διάφωτον αυχένα
κι έδωσα την ψυχή μου νικηφόρα.
Απ’ τη βουλή του θεού ήμουν γεμάτη∙
μια μούλα δε σηκώνει τέτοιο βάρος∙
μην το ξεχνάς και μην την αδικήσεις».

Είπε κι εχάθη. Ωστόσο ακόμη και τώρα
η μούλα της ολοένα βόσκει στο μυαλό μου,
καθώς και η άλλη όπου σταμάτησε η καρδιά της
όταν την ξεφόρτωσαν απ’ τα δυο κιβούρια,
τους δυό αδελφούς τους αδικοσφαγμένους
απ’ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη.

Μα η πιο τρανή, πώς να την πω; Στον τόπο
που όσοι έζησαν πιο χαμηλά από τα καστέλια
λησμονήθηκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου,
αυτή αρμενίζει ακόμη στα φτερά της φήμης∙
το ξακουσμένο ζωντανό της ρήγαινας Λινόρας.
Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια,
στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνια,
στο γλάκι της τραντά τα στήθια εκείνα
γεμάτα σαν τα ρόδια φονικό.
Κι όταν Ναπολιτάνοι Γενοβέζοι και Λομπάρδοι
φέραν απάνω στο βασιλικό τραπέζι
σ’ ένα ασημένιο δίσκο, ματωμένο
του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο
και ξέκαμαν τον ελεεινόν Ιωάννη∙
λογιάζω πως χιχίνισε τη νύχτα εκείνη,
έξω από την απάθεια της φυλής της,
καθώς ουρλιάζει το σκυλί,
διπλοεντέλινη, χρυσοκάπουλη, στο στάβλο,
η μούλα Μαργαρίτα.

Με το ποίημα «Τρεις μούλες» ο Γιώργος Σεφέρης επιχειρεί μια συνειρμική σύνδεση ανάμεσα σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους της πολυπαθούς Κύπρου, συνθέτοντας ένα γράμμα που έχει ως αποδέκτη τον Μάστρο, ψευδώνυμο του Κύπριου αγωνιστή Γρηγόρη Αυξεντίου.
Το 1955 θα ξεκινήσει ο αγώνας των Κυπρίων για την απελευθέρωση του νησιού τους από τους Άγγλους που κατείχαν το νησί ήδη από το 1878. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου συμμετείχε στην Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.) -οργανωτής και αρχηγός της οποίας υπήρξε ο Γεώργιος Γρίβας- και με τη γενναιότητα και αποφασιστικότητα που επέδειξε σύντομα έλαβε τη θέση του υπαρχηγού.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου θα καεί ζωντανός από τους Άγγλους το 1957 κοντά στην Ιερά Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά, όπου και βρισκόταν το κρησφύγετό του. Ο αγώνας των Κυπρίων, βέβαια, θα συνεχιστεί μέχρι το 1959, οπότε θα επιτευχθεί συμφωνία για την ανεξαρτητοποίηση του νησιού. Η επιθυμία του κυπριακού λαού για ένωση με την Ελλάδα δε θα ευοδωθεί, με αντάλλαγμα εγγυήσεις από το τουρκικό κράτος πως δε θα επιμείνει στο σχέδιο διχοτόμησης του νησιού. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη Συνθήκη Εγγυήσεως, που υπογράφηκε στη Ζυρίχη, η Τουρκία, η Ελλάδα και η Μεγάλη Βρετανία «θα εγγυώνταν την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα, ασφάλεια και το πολίτευμα της Κύπρου, η οποία δε θα είχε δικαίωμα να κινηθεί είτε προς την κατεύθυνση της Ένωσης, είτε της διχοτόμησης». [Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΙΣΤ, σελ. 461]
Ο Σεφέρης σ’ αυτό το ποίημα- γράμμα υπενθυμίζει γεγονότα που παραπέμπουν, κατά σειρά, στην εισβολή Αράβων στην Κύπρο το 694 μ.Χ., στην αποτυχημένη προσπάθεια ορισμένων ευγενών να εμποδίσουν την άνοδο στο θρόνο της Κύπρου του Ιακώβου Α΄ (1382-1389), αδελφού του δολοφονηθέντος βασιλιά Πέτρου Α΄ (1359-1369), και τέλος στην Ελεονόρα της Αραγονίας, συζύγου του Πέτρου Α΄, η οποία λίγα χρόνια πριν τη στέψη του Ιακώβου είχε προκαλέσει εισβολή των Γενουατών στο νησί (1373) για να εκδικηθεί τους δολοφόνους του άντρα της.
Τα φαινομενικώς αταίριαστα μεταξύ τους γεγονότα συνθέτουν μια εικόνα των περιπετειών που έχει περάσει το νησί της Κύπρου. Οι Άγγλοι που κατείχαν εκείνη την εποχή το νησί, ακολουθούσαν μια μακρά σειρά κατακτητών και επίδοξων κατακτητών. Μόνο η γαλλική δυναστεία των Λουζινιάν βασίλεψε στο νησί σχεδόν τρεις αιώνες (1192-1474).

Ο ποιητής θα συνδέσει το ποίημά του με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, θέτοντας ως υπότιτλο τη σημείωση «Γράμμα στον Μάστρο». Έτσι, όλες αυτές οι ιστορικές αναφορές λαμβάνουν πλέον μια διαφορετική πρόσληψη, καθώς λειτουργούν ως υπενθυμίσεις στο νεαρό αγωνιστή, για τα μακραίωνα βάσανα του νησιού του. Όπως η αραβική εισβολή δεν οδήγησε στην υποδούλωση του νησιού, κι όπως τερματίστηκε η βασιλεία των Λουζινιάν, έτσι και η αγγλική κατοχή μπορεί και πρέπει να διακοπεί.

Το χωρίο από το χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά υποδηλώνει τη στενή σχέση της ποιητικής σύνθεσης με το ιστορικό αυτό έργο, από το οποίο ο Σεφέρης αντλεί πολλές πληροφορίες. Το χρονικό του Μαχαιρά το έχει αξιοποιήσει ο ποιητής και στο ποίημά του «Ο Δαίμων της Πορνείας», όπου αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία του βασιλιά της Κύπρου, Πέτρου Α΄ της δυναστείας των Λουζινιάν.
Ενώ, όμως, στο ποίημα «Ο Δαίμων της Πορνείας» ο Σεφέρης λειτουργεί ως αμέτοχος αφηγητής, στο ποίημα «Τρεις μούλες» εντάσσει τον εαυτό του στη δράση, θέλοντας να καταστήσει σαφές το έντονο ενδιαφέρον που έχει για την ιστορία και την ιστορική συνέχεια της Κύπρου.
Ο τίτλος του ποιήματος «Τρεις μούλες» υποδεικνύει τον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο ο ποιητής συνδέει τα διάφορα ιστορικά γεγονότα μεταξύ τους. Σε κάθε μία από τις ιστορικές αναφορές εμπλέκεται και μια μούλα (θηλυκό μουλάρι), δημιουργώντας έτσι μια τριμερή σύνθεση, όπως φανερώνεται δομικά κι από τα τρία άνισα μέρη του ποιήματος.

1η Ενότητα: Ποιητής – Ούμ Χαράμ
Στην πρώτη εκτενή στροφή του ποιήματος ο Σεφέρης θα αναφερθεί στην ιστορία της Ούμ Χαράμ, διαπλέκοντας συνάμα και τη δική του ενεργή συμμετοχή στο ξετύλιγμα της ποιητικής ιστορίας.

Στη Δαμασκό μια νύχτα αγρύπνιας
μου φάνηκε το πέρασμα της Ούμ Χαράμ 
της βαθυσέβαστης γενιάς του Προφήτη.

Ένα βράδυ στη Δαμασκό, όπου ο ποιητής μένει άγρυπνος, του φαίνεται πως βλέπει σαν όραμα το πέρασμα της Ούμ Χαράμ στο νησί της Κύπρου.
Η Ούμ Χαράμ [Ummul Haram (αραβ.) ή Hala Sultan (τουρκ.) = σεβάσμια μητέρα], στη μνήμη της οποίας έχει αφιερωθεί το μουσουλμανικό τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, σε κοντινή απόσταση από τη Λάρνακα, ήταν κατά την παράδοση συγγενής του Προφήτη Μωάμεθ ή η παραμάνα του, αν και σύμφωνα με διαφορετική εκδοχή ανήκε απλώς στο στενό φιλικό περιβάλλον του Προφήτη. Το τέμενός της αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τόπους λατρείας για τους μουσουλμάνους, σε ένδειξη τιμής για τη μεγάλη βοήθεια που είχε προσφέρει η Ούμ Χαράμ στον Προφήτη κατά τη φυγή του (Εγίρα) από τη Μέκκα προς τη Μεδίνα.
Η Ούμ Χαράμ σκοτώθηκε στην Κύπρο, όταν σε μεγάλη ηλικία είχε συνοδεύσει τους Άραβες που υπό τις διαταγές του εμίρη της Δαμασκού (Συρίας), Μωαβία, -μετέπειτα Χαλίφη- είχαν κάνει επιδρομή στο νησί (694 μ.Χ.).
Η επιδρομή των Αράβων έληξε όταν ο Μωαβίας πληροφορήθηκε την έλευση ισχυρής ναυτικής δύναμης των Βυζαντινών. Αν και δεν κατόρθωσε την κατάκτηση του νησιού πέτυχε ωστόσο την επιβολή φόρου στους Κυπρίους, δημιουργώντας έτσι ένα αντίβαρο στην κυριαρχία των Βυζαντινών.

Άκουγα πέταλα σαν αργυρά δηνάρια
κι εκείνη λες και διάβαινε λόφους αλάτι
κατά τη Λάρνακα, στη μούλα της καβάλα.

Ο ποιητής παρουσιάζει το όραμά του με ιδιαίτερη ζωντάνια συμπληρώνοντας την οπτική εικόνα με μια ηχητική. Άκουγε τα πέταλα της μούλας, σαν ασημένια νομίσματα που πέφτουν στο δάπεδο, κι έβλεπε την Ούμ Χαράμ σα να περνούσε πάνω σε λόφους αλάτι, πηγαίνοντας προς τη Λάρνακα.
Η αναφορά στους λόφους με το αλάτι έρχεται ως υπόμνηση του σημείου όπου συνέβη το ατύχημα, μιας και η Ούμ Χαράμ σκοτώθηκε στην αλυκή της Λάρνακας.

Περίμενα μέσα σε δροσερά κλωνάρια
δαγκώνοντας τον καρπό της μυρτιάς∙
τα μάτια μου τ’ αγκύλωνε μια ασπράδα
ίσως τ’ αλάτι ίσως το φάσμα της. Και τότε
στους θάμνους ένας ψίθυρος:

Ο ποιητής έχει μεταφερθεί νοερά από τη Δαμασκό στην Κύπρο και βρίσκει τον εαυτό του να περιμένει κρυμμένος σε δροσερά φύλλα, δαγκώνοντας παράλληλα τον καρπό της μυρτιάς με το μεθυστικό άρωμα. Τα μάτια του έχουν αρχίσει να πονούν από τη λευκότητα είτε του τοπίου, όπου κυριαρχεί το αλάτι, είτε από τη λευκότητα του φάσματος που αντικρίζει.
Η παρουσία του πάντως δεν περνά απαρατήρητη, καθώς η ίδια η Ούμ Χαράμ του απευθύνει το λόγο. Η αποστροφή αυτή προς τον ποιητή ενισχύει τη δραματικότητα του ποιήματος και καθιστά εντονότερη τη συμμετοχή του στα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Ο ποιητής δε λειτουργεί ως αποστασιοποιημένος αναδιηγητής, αλλά ως δρών πρόσωπο της ιστορίας.

                                                «Εδώ ήταν
που γλίστρησε το ζό μου. Τούτη η πέτρα
μου τσάκισε το διάφωτον αυχένα
κι έδωσα την ψυχή μου νικηφόρα.
Απ’ τη βουλή του θεού ήμουν γεμάτη∙
μια μούλα δε σηκώνει τέτοιο βάρος∙
μην το ξεχνάς και μην την αδικήσεις».

Η Ούμ Χαράμ υποδεικνύει στον ποιητή το σημείο όπου γλίστρησε το μουλάρι της και την πέτρα στην οποία τσακίστηκε ο αυχένας της. Του επισημαίνει, όμως, πως ο θάνατός της δεν πρέπει να βαρύνει τη μούλα που τη μετέφερε, μιας κι ήταν αποτέλεσμα θεϊκής θέλησης. Μια μούλα δε θα μπορούσε να σηκώσει τέτοιο βάρος, δε θα μπορούσε να κινηθεί πέρα από τη βουλή του θεού.
Ο θάνατος της Ούμ Χαράμ στην Κύπρο λαμβάνεται ως θεϊκή θέληση, υπό την έννοια πως θα σταθεί η αφορμή για να δημιουργηθεί στο νησί ένας σημαντικότατος τόπος λατρείας των μουσουλμάνων. Μέσα στην πανσπερμία των πολιτισμικών στοιχείων του νησιού, θα ενταχθεί από νωρίς και το μουσουλμανικό.
Η πρώτη μούλα, λοιπόν, που παρουσιάζεται στο ποίημα είναι αυτή που συνδέεται με το θάνατο της Ούμ Χαράμ, ξεκινώντας τις αναφορές στην ιστορία της Κύπρου μ’ ένα γεγονός που τοποθετείται το 694 μ.Χ.

2η Ενότητα: Perot και Wilmot de Montolif

Ο πρόωρος θάνατος του Πέτρου Β΄ της Κύπρου, γιου του διαβόητου Πέτρου Α΄, το 1382, άφησε το θρόνο χωρίς άμεσο διάδοχο, μιας και ο Πέτρος δεν είχε αποκτήσει γιο, ενώ η κόρη του είχε πεθάνει σε πολύ μικρή ηλικία. Έτσι, ο μόνος νόμιμος διεκδικητής του θρόνου ήταν ο μικρότερος αδερφός του πατέρα του, Πέτρου Α΄, ο Ιάκωβος Α΄ (Jacque I de Lusignan).
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου Β΄ η μητέρα του, Ελεονόρα της Αραγονίας, έπεισε τους Γενουάτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως είχαν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στο νησί, να εισβάλουν στην Κύπρο (1373) με σκοπό να τιμωρήσουν τους δολοφόνους του συζύγου της Πέτρου Α΄. Την αντίσταση κατά των Γενουατών ανέλαβαν οι δύο αδερφοί του Πέτρου Α΄, Ιωάννης και Ιάκωβος.
Ο Ιωάννης, που θεωρήθηκε από την Ελεονόρα ως ένας από τους βασικούς υπευθύνους για τη δολοφονία του συζύγου της, θα σκοτωθεί από τους Γενουάτες. Τα γεγονότα της δολοφονίας του Ιωάννη υπονοούνται στην τρίτη στροφή του ποιήματος, όπου ο ποιητής αναφέρεται στην Ελεονόρα της Αραγονίας.
Με το θάνατο, λοιπόν, του Πέτρου Β΄ άνοιγε ο δρόμος για την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιάκωβο, ενδεχόμενο που ενοχλούσε μερικούς από τους ευγενείς του νησιού, με επικεφαλής του αδελφούς Perot και Wilmot de Montolif, οι οποίοι θεωρούσαν προτιμότερο να διατηρηθεί η εξουσία από τη γυναίκα του Πέτρου Β΄, τη βασίλισσα του νησιού Βαλεντίνα Βισκόντι. Η Βαλεντίνα ήταν κόρη του Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, δούκα του Μιλάνου, κι είχε ανακηρυχθεί βασίλισσα της Κύπρου μετά το γάμο της με τον Πέτρο Β΄. Σ’ αυτή είχε στραφεί ο Perot Montolif ζητώντας της να παραμείνει στο θρόνο και να μη δεχτεί τον ερχομό του Ιάκωβου. « Περτ τε Μουντολφ τον ντρειωμένος βαχλιώτης, κα τον πολλ γαπημένος τς ρήγαινας τς Βαλιαντίνας, κατ τ πεν τος λς· τν ποίαν βούλευσέν τν ατς Περτ ν κρατήσ τ ρηγάτον δι λόγου της, καθς ποκεν πατέρας της κα κράτησεν τ Μιλ κα ολην τν (Λου)μπαρδίαν μ δυναστείαν.» [Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά]
Μια εναλλακτική πρόταση των αδελφών Montolif ήταν να παντρέψουν την κόρη του Πέτρου Α΄ και αδερφή του αποθανόντος Πέτρου Β΄ με κάποιον τοπικό άρχοντα και να δώσουν σ’ εκείνον το θρόνο του νησιού: «Διατ ν μν πάρ τ ρηγάτον κόρη το ρ Πιέρ, δελφ το μικρο ρ Πιέρ, κα ν τν παντρέψουν μ κανέναν το τόπου μεγάλον φέντην; κα θέλουν τν στέψειν ρήγα.» [Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά]
Ο Ιάκωβος εντούτοις θα κατορθώσει να επιστρέψει στην Κύπρο, από τη Γένοβα όπου κρατούνταν ως αιχμάλωτος από τους Γενουάτες, τους οποίους είχε πολεμήσει με σθένος στον πόλεμο που είχε προηγηθεί, και θα επιτύχει την τιμωρία των ευγενών. Έτσι οι αδελφοί Perot και Wilmot de Montolif, θα δολοφονηθούν από τους έμπιστους του νέου βασιλιά, παρόλο που η αντίδρασή τους στο ενδεχόμενο της στέψης του Ιάκωβου ήταν σύννομη και δεν είχε επαναστατικό χαρακτήρα.  
Το γεγονός της δολοφονίας τους θα καταγράψει στο χρονικό του ο Λεόντιος Μαχαιράς, αναφέροντας μάλιστα και το θάνατο του ζώου που μετέφερε τα δύο νεκρά σώματα: «Κα μετ τ στέψιμόν του () ρ Τζκ πεψεν κα κόψαν τς κεφαλάς τους· κα βάλαν τους ες ναν κιβούριν κα φορτσαν τους ες ναν βορδόνιν κα φέραν τους ες τν Κάβαν, κα ᾿ψόφησεν τ βορδόνιν κ᾿ κε τος θάψασιν· ...»

Είπε κι εχάθη. Ωστόσο ακόμη και τώρα
η μούλα της ολοένα βόσκει στο μυαλό μου,
καθώς και η άλλη όπου σταμάτησε η καρδιά της
όταν την ξεφόρτωσαν απ’ τα δυο κιβούρια,
τους δυό αδελφούς τους αδικοσφαγμένους
απ’ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη.

Το φάσμα της Ούμ Χαράμ χάνεται, αλλά ο ποιητής δηλώνει πως στη σκέψη του συνεχίζει να επανέρχεται η μούλα της, ενώ συνειρμικά θυμάται μια ακόμη μούλα, εκείνη που πέθανε αφού μετέφερε τα νεκρά σώματα των αδερφών Montolif. Με το συνειρμό αυτό ο ποιητής μεταβαίνει από το 649 μ.Χ. στο 1385 μ.Χ. οπότε ο Ιάκωβος Α΄ ανέβηκε στο θρόνο της Κύπρου. Από την εισβολή των Αράβων περνά στα γεγονότα που οδήγησαν στη διαδοχή του Πέτρου Β΄ από τον Ιάκωβο Α΄, διασφαλίζοντας τη συνέχεια της δυναστείας των Λουζινιάν.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει του δύο αδελφούς αδικοσφαγμένους, καθώς οι προσπάθειές τους να αποτρέψουν τη στέψη του Ιάκωβου ήταν απολύτως νόμιμες. Ήταν μάλιστα σαφής η πρόθεσή τους να δηλώσουν την υποταγή τους στο νέο βασιλιά, όταν διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε στήριξη στο σχέδιό τους να δοθεί σε κάποιον άλλον ο θρόνος: “Κα νταν μάθαν κα λθεν ρ Τζκ ες τν Κερυνίαν, επεν το δελφο του το Γλιμότ: «δελφέ, ς κ(ρ)εμμίσωμε ν πμεν ες τν Κερυνίαν ν ζητήσωμεν συμπάθειον το ρηγός, κα θέλει μς συμπαθίσει κατ τ καλ συνηθία το ρηγάτου.»”  [Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά]
Ο Ιάκωβος βέβαια δεν είχε καμία διάθεση να συγχωρέσει τους δύο διαφωνούντες, γι’ αυτό και με δική του εντολή ο τζελάτης (ο δήμιος) έκοψε τα κεφάλια τους στο κάστρο του Κουτσοβέντη [στις πλαγιές του Πενταδάκτυλου].
Η δεύτερη μούλα του ποιήματος, εκείνη που πέθανε μόλις ολοκλήρωσε τη μακάβρια μεταφορά των δύο φέρετρων, μας οδηγεί μια δεκαετία μετά τα γεγονότα που πραγματεύεται η τρίτη ενότητα του ποιήματος.

Ενότητα 3η: Ελεονόρα της Αραγονίας

Δέκα χρόνια προτού γίνει η στέψη του Ιάκωβου, η Ελεονόρα επιδίωξε και πέτυχε την τιμωρία των ευγενών που δολοφόνησαν τον άντρα της. Παρά το γεγονός ότι ο Πέτρος Α΄ είχε πολλές ερωμένες, η Ελεονόρα θεώρησε χρέος της να εκδικηθεί εκείνους που τόλμησαν να σκοτώσουν τον άντρα της. [Η ιστορία του Πέτρου Α΄ και της ταραχώδους σχέσης του με την Ελεονόρα δίνεται στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο Δαίμων της Πορνείας»]
Η δολοφονία του Πέτρου Α΄ έγινε το 1369 από ευγενείς του νησιού, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αδερφός του Πέτρου, Ιωάννης. Λίγα χρόνια μετά, το 1373, η Ελεονόρα έπεισε τους Γενουάτες να εισβάλουν στην Κύπρο, οι οποίοι αν κι εκπλήρωσαν την υπόσχεσή τους, θέλησαν ωστόσο να καταλάβουν και να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους όλο το νησί. Ο Ιάκωβος, που κατόπιν έγινε βασιλιάς της Κύπρου, ανέλαβε την υπεράσπιση του νησιού.

Μα η πιο τρανή, πώς να την πω; Στον τόπο
που όσοι έζησαν πιο χαμηλά από τα καστέλια
λησμονήθηκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου,
αυτή αρμενίζει ακόμη στα φτερά της φήμης∙
το ξακουσμένο ζωντανό της ρήγαινας Λινόρας.

Η πιο διάσημη μούλα του ποιήματος είναι αυτή που ανήκε στην Ελεονόρα της Αραγονίας. Ενώ όλοι όσοι έζησαν έξω από τα κάστρα του νησιού ξεχάστηκαν, σαν το χώμα του περασμένου χρόνου, όπως σχολιάζει ο ποιητής, η μούλα αυτή, η μούλα Μαργαρίτα, συνεχίζει να κινείται με τα φτερά της φήμης.
Η μούλα Μαργαρίτα ανήκε πρώτα στον Πέτρο Α΄ (το όνομά της είναι ίδιο με το όνομα της κόρης του) και μετά τη δολοφονία εκείνου πέρασε στη γυναίκα του Ελεονόρα. Το γεγονός ότι ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρεται ρητά στη μούλα αυτή, χρησιμοποιώντας μάλιστα και το όνομά της, [βλέπε το παράθεμα που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης στην αρχή του ποιήματος] τη διέσωσε από τη λήθη και της προσέφερε μια θέση στην ιστορία του νησιού, κάτι που δε συνέβη για τους χιλιάδες απλούς πολίτες που έζησαν εκείνη την περίοδο.

Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια,
στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνια,
στο γλάκι της τραντά τα στήθια εκείνα
γεμάτα σαν τα ρόδια φονικό.

Η μούλα Μαργαρίτα είχε την τύχη να μεταφέρει την Ελεονόρα της Αραγονίας, μια από τις πιο δυναμικές και περιβόητες γυναίκες που συνέδεσαν το όνομά τους με την ιστορία της Κύπρου.
Στην κοιλιά του μουλαριού βρίσκονταν τα χρυσά φτερνιστήρια, ένδειξη του πλούτου και της δύναμης που κατείχε η σύζυγος του Πέτρου Α΄ και μητέρα του βασιλιά Πέτρου Β΄.
Στη σέλα της ακουμπούσαν τα ακόρεστα λαγόνια της Ελεονόρας, μιας γυναίκας που δε δίστασε να συνάψει ερωτική σχέση μ’ έναν από τους ευγενείς της αυλής, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στο νησί.
Ενώ, με το τρέξιμο της μούλας ταράζονταν τα στήθη της Ελεονόρας, στήθη γεμάτα με φονική διάθεση. Αναφορά που μας παραπέμπει στην αποφασιστικότητα της Ελεονόρας να εκδικηθεί τους φονιάδες του άντρα της, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο όλο το νησί, με την εισβολή των Γενουατών.

Κι όταν Ναπολιτάνοι Γενοβέζοι και Λομπάρδοι
φέραν απάνω στο βασιλικό τραπέζι
σ’ ένα ασημένιο δίσκο, ματωμένο
του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο
και ξέκαμαν τον ελεεινόν Ιωάννη∙
λογιάζω πως χιχίνισε τη νύχτα εκείνη,
έξω από την απάθεια της φυλής της,
καθώς ουρλιάζει το σκυλί,
διπλοεντέλινη, χρυσοκάπουλη, στο στάβλο,
η μούλα Μαργαρίτα.

Ο ποιητής αναφέρεται στη μούλα σε συσχέτιση πάντα με την Ελεονόρα, αλλά στο κλείσιμο του ποιήματος θα εστιάσει την προσοχή του στην αντίδραση του ζωντανού, όταν πια η τιμωρία των φονιάδων του Πέτρου Α΄ είχε συντελεστεί.
Όταν, λοιπόν, οι διάφοροι Ιταλοί που είχαν συμπράξει για να βοηθήσουν την Ελεονόρα στην εκδίκησή της (από τη Νάπολη, τη Γένοβα και τη Λομβαρδία), έφεραν πειστήρια πως είχαν σκοτώσει τον Ιωάννη, τον αδερφό του νεκρού βασιλιά, τότε μας λέει ο ποιητής πως πιστεύει ότι η μούλα χλιμίντρισε, με τον ίδιο πόνο που ουρλιάζει το σκυλί. Αντίθετα προς την απάθεια που χαρακτηρίζει τα μουλάρια, η μούλα Μαργαρίτα συναισθανόμενη πως επιτέλους πλήρωσαν το τίμημα οι φονιάδες του αφεντικού της, χλιμίντρισε εκφράζοντας τον πόνο για το αφεντικό της και συνάμα τη χαρά για τη δίκαιη εκδίκηση.
Η διάθεση του ποιητή να δείξει πόσο ξεχωριστή υπήρξε η μούλα Μαργαρίτα, έγκειται τόσο στο γεγονός ότι της αποδίδει συναισθήματα, που δε συνηθίζονται σ’ αυτά τα ζώα, όσο κι από τον τρόπο που την παρουσιάζει, μ’ όλη την πολυτέλεια ενός βασιλικού ζώου. Με τα διπλά λουριά της και τα χρυσά καπούλια, στο στάβλο της, η μούλα Μαργαρίτα ένιωσε πως δόθηκε τέλος στην αδικία που έγινε στο αγαπημένο κι ένδοξο αφεντικό της. 


Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Lauri Blank

Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Το ποίημα κινείται στο γνωστό ποιητικό κλίμα της Πολυδούρη, που διαμορφώνεται κυρίως από το ερωτικό συναίσθημα, διαποτισμένο από μια γυναικεία ευαισθησία.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Η δημιουργική δύναμη που κινεί την πένα της Πολυδούρη είναι ο έρωτας, ιδωμένος εδώ μ’ όλη την τρυφερότητα που αισθάνεται η ποιήτρια για τον αγαπημένο της. Μοναδικός αποδέκτης των στίχων της, αν και δεν κατονομάζεται, είναι ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, για τον οποίο η Πολυδούρη έτρεφε δυνατά συναισθήματα μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της.
Η Πολυδούρη, που εντάσσεται στη γενιά των νεορομαντικών, απογοητευμένη από την αβεβαιότητα και την παρακμή που χαρακτήριζε την εποχή της, αποζητά τη δικαίωση της ζωής στον έρωτα. Η κοινωνική εμπειρία και οι συλλογικές ανησυχίες δεν βρίσκουν έκφραση στην ποίησή της, καθώς η ποιήτρια -ακολουθώντας την τάση της γενιάς της- έχει στραφεί στον εσωτερικό της κόσμο και προτάσσει στους στίχους της το ατομικό βίωμα. Αντιμέτωποι με μια καταρρέουσα κοινωνία, που δεν εμπνέει πια υψηλά ιδανικά, οι νεορομαντικοί ποιητές επιλέγουν τη χαμηλόφωνη προσωπική ποίηση, που εκφράζει κυρίως τις εσωτερικές τους συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Η πρώτη στροφή ξεκινά με δύο κύριες προτάσεις που δηλώνουν η πρώτη αποφατικά και η δεύτερη καταφατικά το αίσθημα γαλήνης που αισθάνεται η ποιήτρια, όταν βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον.
Με τη χρήση του β΄ προσώπου γίνεται αισθητή η ύπαρξη ενός αποδέκτη των λόγων και της τρυφερότητας της ποιήτριας. Ιδανικά το ποίημα της Πολυδούρη θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ερωτικό ψιθύρισμα στο πλάι του αγαπημένου της.
Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στους δύο στίχους εκφράζει με ιδιαίτερη παραστατικότητα την ασφάλεια και την ψυχική γαλήνη που αισθάνεται η ποιήτρια όταν βρίσκεται κοντά στον αγαπημένο της. Κοντά σ’ εκείνον οι άνεμοι παύουν να ηχούν τόσο άγρια, κοντά του είναι γαλήνη και φως. Ενώ οι άνεμοι δημιουργούν ένα χειμερινό σκηνικό με μια αίσθηση κινδύνου, το φως του δεύτερου στίχου επαναφέρει το καλοκαιρινό τοπίο, με όλη την αισιόδοξη και χαρούμενη διάθεση που το χαρακτηρίζει.  
Στους επόμενους δύο στίχους η ποιήτρια με μια πρωτότυπη μεταφορά εκφράζει την ευδαιμονική ομορφιά και τη θετική προέκταση των σκέψεων που κάνουν οι δυο τους, όταν βρίσκονται μαζί. Υπό την επίδραση της γαλήνης που επιφέρει η παρουσία του αγαπημένου, τίποτε δεν ταράσσει και δεν ενοχλεί τις «ρόδινες» σκέψεις τους.
Η «χρυσόβεργη ανέμη» -η συσκευή που χρησιμοποιείται για το τύλιγμα του νήματος- τίθεται εδώ μεταφορικά για να αποδώσει το ήρεμο δέσιμο των σκέψεων των δύο ερωτευμένων. Οι σκέψεις τους τυλίγονται «ρόδινα» σε μιαν ανέμη χρυσόβεργη (σχήμα υπερβολής που αποδίδει εμφατικά την ιδανική πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι δύο νέοι).
Στους τέσσερις αυτούς στίχους έχουμε τέσσερις μεταφορές «αχούν άγρια», «ρόδινος συλλογισμός», «στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη» και «ρόδινος τυλιέται στοχασμός», καθώς κι ένα διασκελισμό μεταξύ τρίτου και τέταρτου στίχου (στο διασκελισμό το νόημα δεν ολοκληρώνεται στα πλαίσια ενός στίχου, γι’ αυτό και συνεχίζεται στον επόμενο).

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Η πνευματική και συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στην ποιήτρια και τον αγαπημένο της είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε είτε σιωπούν είτε μιλούν κατακλύζονται από συναισθήματα τρυφερότητας και χαράς.
Στους δύο πρώτους στίχους παρουσιάζεται η άνεση που αισθάνονται οι δυο τους να μένουν μαζί χωρίς να μιλούν, ένδειξη πως στη σχέση τους δεν υπάρχει η ανασφαλής ανάγκη να γεμίζουν τις σιωπές. Έτσι, η σιωπή μεταξύ τους δε βαρύνει την ατμόσφαιρα, αντιθέτως μοιάζει με γέλιο, μοιάζει με πηγή χαράς, που καθρεφτίζεται σε τρυφερά μάτια.
Οι δύο νέοι ακόμη κι όταν δε μιλούν βιώνουν την τρυφερότητα του ερωτικού συναισθήματος, καθώς βλέπουν ο ένας στα μάτια του άλλου, όλη την αλήθεια των αισθημάτων τους.
Στους δύο επόμενος στίχους, η ποιήτρια δηλώνει πως η τρυφερότητα που διακρίνει τις σιωπές τους, αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και γίνεται χαρά, όταν αρχίζουν να μιλούν. Όταν εκφράζουν με λόγια την αγάπη τους ή όταν μοιράζονται τις σκέψεις τους, η χαρά που στεκόταν πλάι τους άνεργη «αναφτεριάζει», αποκτά εκ νέου υπόσταση και γεμίζει την ψυχή τους.
Στη στροφή αυτή έχουμε: α) μια παρομοίωση «η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει», που εκφράζει με την ηχητική έκφανση του γέλιου, πόσο εκφραστική και μεστή από χαρά είναι η σιωπή τους, β) τρεις μεταφορές «αντιφεγγίζουν», «μάτια τρυφερά» και «αναφτεριάζει», ενώ η χαρά που στέκεται «άνεργη» προσωποποιείται.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Στην τρίτη στροφή συναντάμε δύο ακόμη φορές τη φράση «κοντά σου», που αποτελεί συνάμα τον τίτλο του ποιήματος κι η οποία εντοπίζεται και στις δύο προηγούμενες στροφές. Η συνεχής επανάληψη αυτής της φράσης τονίζει πως όλα τα θετικά συναισθήματα κι όλη η τρυφερότητα που γεννιέται στην ψυχή της ποιήτριας, έχουν ως βασική αιτία την παρουσία εκείνου. Μόνο κοντά του οι άνεμοι παύουν να ηχούν άγρια και μόνο κοντά του η θλίψη τρέπεται σε χαρά.
Κοντά στον αγαπημένο της, λοιπόν, η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι, μετουσιώνεται δηλαδή σε κάτι όμορφο και διαχέεται στη ζωή. Η γλυκόπικρη αίσθηση του έρωτα, που ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πόνο και καημούς, μετατρέπεται σε μια γλυκιά αίσθηση που γίνεται ανύποπτα μέρος της ζωής της, όταν εκείνος βρίσκεται κοντά της. 
Άλλωστε, όπως εμφατικά δηλώνεται με το ασύνδετο σχήμα των δύο καταληκτικών στίχων, κοντά στον αγαπημένο της όλα είναι γλυκά κι όλα απαλά και τρυφερά σα χνούδι, σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Στο κλείσιμο του ποιήματος η Πολυδούρη επιχειρεί να αποδώσει όλη την τρυφερότητα που πλημμυρίζει την ψυχή της όποτε βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον, δίνοντας με πολλαπλές παρομοιώσεις πόσο απαλά και γαλήνια γίνονται όλα πλάι του. Η θλίψη κι οι δυσκολίες της ζωής χάνονται όταν εκείνος είναι δίπλα της, καθώς απομακρύνει με την παρουσία του κάθε φόβο και προσφέρει στην ποιήτρια μια πολύτιμη αίσθηση ασφάλειας, γαλήνης κι ευτυχίας.

Στο ποίημα διακρίνεται η χρήση ομοιοκαταληξίας, που σε συνδυασμό με τις επαναλήψεις της φράσης «κοντά σου» ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο να ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και στις τρεις στροφές (σχηματικά έχουμε: αβαβ). Σε κάθε στροφή ο πρώτος και ο τρίτος στίχος είναι ενδεκασύλλαβος ενώ ο δεύτερος και ο τέταρτος είναι δεκασύλλαβος. 
Το μέτρο του ποιήματος είναι ο ίαμβος, που δημιουργείται με την εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη. Για παράδειγμα στον ακόλουθο δεκασύλλαβο στίχο κάθε δεύτερη συλλαβή τονίζεται κατά την ανάγνωση.
κι α / νύ/ πο / πτα / περ / νά / μες / στη / ζω / ή

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν τῇ ὁδῳ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jeff Neugebauer

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἐν τῇ ὁδῳ»

Τό συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι χρό
τά καστανά του μάτια, σαν κομένα
εκοσι πέντ’ τών, πλήν μοιάζει μλλον εκοσι
μέ κάτι καλλιτεχνικό στό ντύσιμό του
– τίποτε χρμα τς κραβάτας, σχμα το κολλάρου –
σκόπως περπατε μές στήν δό,
κόμη σάν πνωτισμένος π’ τήν νομη δονή,
πό τήν πολύ νομη δονή πού πέκτησε.

[1916]

Ένα από τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, όπου το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί ως παντογνώστης παρατηρητής. Ο ποιητής, προκειμένου να συνθέσει την ιστορία στην πληρότητά της, ξεπερνά τα περιορισμένα όρια γνώσης ενός απλού παρατηρητή και μας πληροφορεί τόσο για την ηλικία του ήρωα, όσο και για το που βρισκόταν λίγο προτού θεαθεί να περπατά στο δρόμο.  
Είναι εμφανής η επιθυμία του ποιητή να εστιάσει την προσοχή του αναγνώστη στον νεαρό ήρωα, δίνοντας σκοπίμως ελλιπείς πληροφορίες για το σκηνικό της ποιητικής ιστορίας. Από τον τίτλο κιόλας κατανοούμε πως ο τόπος στον οποίο βλέπει ο ποιητής τον όμορφο νέο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. «ν τ δῳ», στο δρόμο, σε κάποιο δρόμο, προφανώς της Αλεξάνδρειας, ο ποιητής έχει την τύχη ν’ αντικρίσει το συμπαθή ήρωα του ποιήματος.
Το συμπαθητικό του πρόσωπο -όχι εκπληκτικά ωραίο, δεν έλκει άλλωστε γι’ αυτό την προσοχή του ποιητή- είναι κάπως ωχρό, ένδειξη κόπωσης που θα ενισχυθεί κι από την παρατήρηση του δεύτερου στίχου πως τα μάτια του είναι σαν κομμένα.
Ελαφρώς κουρασμένος, λοιπόν, ο ήρωας, όπως δηλώνεται με τις διατυπώσεις που απαλύνουν την ένταση της εντύπωσης «κομμάτι ωχρό», «σαν κομένα», με συμπαθητικό πρόσωπο και καστανά μάτια.
Με μια ενδιαφέρουσα διαδικασία εστίασης ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αρχικά στο πρόσωπο του νεαρού, στη συνέχεια διευρύνει την εικόνα παρουσιάζοντας το ντύσιμό του και κατόπιν μας δίνει πληρέστερα την εικόνα, με το νέο να περπατά σαν υπνωτισμένος.
Αν και είκοσι πέντε ετών ο νεαρός, μοιάζει περισσότερο με είκοσι, ενώ το ντύσιμό του έχει κάτι το καλλιτεχνικό, εντύπωση που οφείλεται ίσως στο χρώμα της γραβάτας και στο σχήμα που έχει το κολάρο του πουκαμίσου του. Τα στοιχεία αυτά, αν συνδυαστούν με την ωχρότητα του προσώπου, μας επιτρέπουν να εικάσουμε πως ο νεαρός ήρωας δεν ασχολείται με κάποιο επίπονο χειρωνακτικό επάγγελμα, αλλά είναι μάλλον παιδί των γραμμάτων ή της τέχνης.
Ο νεαρός περπατά μέσα στο δρόμο άσκοπα, σα να είναι υπνωτισμένος από την άνομη, την ανήθικη ηδονή, που απέκτησε. Κι εδώ έχουμε το κεντρικό σημείο του ποιήματος, υπό την έννοια πως ό,τι είλκυσε το ενδιαφέρον του ποιητή είναι ακριβώς η άσκοπη περιπλάνηση του νεαρού, η ζάλη της ηδονής, που είναι εμφανής στο πρόσωπο και στις κινήσεις του.
Ο ποιητής επιχειρεί ν’ αποτυπώσει το μοναδικό εκείνο αντίκτυπο που έχει η παράδοση του νέου στην άνομη ηδονή, τη γλυκιά ζάλη, το πρόσκαιρο ξέχασμα του εαυτού, την άσκοπη περιπλάνηση, ενόσω γεύεται ακόμη την άμεση εντύπωση της ηδονικής επαφής.
Ο καταληκτικός στίχος, άλλωστε, με τη μερική επανάληψη του προηγούμενου, «πό τήν πολύ νομη δονή» ενισχυμένου με το ποσοτικό επίρρημα «πολύ», έρχεται να δώσει έμφαση στη βασική θεματική του ποιήματος. Είναι η άφθονη ηδονή που έχει κάνει το νεαρό να λησμονήσει κάθε τι άλλο κι είναι συγκεκριμένα η «άνομη» ηδονή, ώστε να διακριθεί από τους έρωτες της ρουτίνας.
Οι στιγμές που ο χρόνος καθηλώνεται και αποκτά μια διαφορετική σημασία είναι ακριβώς οι στιγμές που ο νέος άνθρωπος αφήνεται στον έρωτα, χωρίς δισταγμούς κι ενοχές, γευόμενος «πολύ νομη δονή». Έτσι, ο ποιητής απομονώνει το περιστατικό αυτό, τη στιγμή δηλαδή που ο νεαρός παραζαλισμένος ακόμη περπατά στο δρόμο, με τις αισθήσεις του γεμάτες από τον έρωτα, για να τονίσει την ομορφιά που αποκτά η ζωή, όταν οι άνθρωποι εκπληρώνουν τις επιθυμίες τους.
Ό,τι ο Καβάφης επιθυμούσε πάντοτε, ό,τι επιδίωκε, ήταν να αφεθεί στις τολμηρές ηδονές και να τις γευτεί με απόλυτη ένταση. Κι αυτό ακριβώς το συναίσθημα διακρίνει στο συμπαθητικό πρόσωπο του νέου, την έκσταση του ανθρώπου που μόλις απέκτησε πολύ ιδανική ηδονή.
Σε οκτώ μόλις στίχους ο ποιητής κατορθώνει να δημιουργήσει μια ερωτική ιστορία, που συγκινεί τον αναγνώστη, όχι με το περίτεχνο ύφος του λόγου, αλλά με την ανάκληση μιας οικείας κατάστασης, με την ανάκληση της μέθης που προκαλεί η ηδονική επαφή. Ο μεσήλικας πια ποιητής, που δεν έχει τη δυνατότητα να βιώσει εκ νέου, με την πληρότητα που μόνο η νιότη χαρίζει, μιαν αντίστοιχη εμπειρία, παρατηρεί τον ανώνυμο νέο και αντλεί ό,τι μπορεί απ’ τη δική του ερωτική παραζάλη.
Ο ποιητής λειτουργεί πλέον ως ο καταγραφές των στιγμών εκείνων που αξίζουν όσο τίποτε να διασωθούν απ’ τη λήθη. Με προσοχή και απόλυτο σεβασμό διαλέγει τις ψηφίδες εκείνες που αρκούν για να παραστήσουν επαρκώς το περιστατικό και να μεταδώσουν την ιδιαίτερη αίσθηση που βιώνει ο νεαρός. Αν ο εικοσιπεντάχρονος ήρωας δεν έχει πλήρη επίγνωση του πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έζησε, ο ποιητής γνωρίζει καλά πως αυτό που βλέπει πρέπει να διαφυλαχτεί απ’ το σαρωτικό πέρασμα της καθημερινότητας, πρέπει να μείνει ως διαρκής υπενθύμιση του πολύτιμου δώρου της ηδονής.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η στίξη του ποιήματος -σημαντική σε κάθε ποίημα του Καβάφη- που αποτελεί επί της ουσίας οδηγό για το πώς θέλει ο ποιητής να γίνει η ανάγνωση. Έτσι, οι τρεις πρώτοι στίχοι που δίνουν τα βασικά σημεία της εμφάνισης του νεαρού έχουν άνω τελεία, στοιχείο που υποδηλώνει μικρή παύση σε κάθε επιμέρους στίχο. Ο ποιητής επιθυμεί μια σταδιακή αποκάλυψη της εικόνας του νέου, ώστε ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να παραστήσει στη σκέψη του το συμπαθητικό πρόσωπο με τα καστανά μάτια που δείχνει αρκετά νεότερο απ’ την ηλικία του.
Μια διαφοροποίηση στον τόνο της φωνής απαιτεί ο στίχος που δίνεται μέσα στις παύλες, μιας και αποτελεί μιαν απόπειρα να εξηγηθεί που οφείλεται η εντύπωση που δημιουργεί το ντύσιμο του νεαρού. Ενώ, τρεις τελευταίοι στίχοι που αποτελούν την κορύφωση του ποιήματος, διαβάζονται με μικρότερες παύσεις, όπως αυτές ορίζονται με τη χρήση του κόμματος. 

Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» (ανάλυση)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Joel Robison

Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Νηπενθή (1921) που ήταν η δεύτερη ποιητική του συλλογή. Ο Καρυωτάκης ήταν τότε νεαρός ποιητής, αλλά δε βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε. Την αναγνώριση όμως του έργου του από την κριτική δε θα τη γνωρίσει ούτε όσο ζούσε. Θα χρειαστεί να μεσολαβήσει ο τραγικός του θάνατος, για να περάσει κι ο Καρυωτάκης στην αθανασία. Είναι φανερό πως το ποίημα γράφτηκε υπό την επίδραση μιας παρόμοιας συναισθηματικής κατάστασης, που παρουσιάζει τον ποιητή αλληλέγγυο με όλους τους περιφρονημένους κι άδοξους ποιητές των αιώνων.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Βερλέν: Πωλ Βερλέν (1844-1896)· γνωστός Γάλλος ποιητής.
Ουγκό: Βίκτορ Ουγκό (1802-1885)· ονομαστός Γάλλος ποιητής και συγγραφέας.
Τιμωρίες: ποιητική συλλογή του Ουγκό, που εκδόθηκε το 1853 και περιλαμβάνει κυρίως βίαιους σατιρικούς στίχους κατά του Ναπολέοντα Γ΄.
την τρομερή... μεθούνε: με τους στίχους της προηγούμενης συλλογής οι Ουγκό (ο Ουγκό) μεθούνε την τρομερή εκδίκηση των Ολυμπίων (θεών).
Πόε: Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1899)· ονομαστός Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής.
Μποντλέρ: Κάρολος Μποντλέρ (1821-1867)· Γάλλος ποιητής. Η ποιητική του συλλογή «Άνθη του κακού» αποτέλεσε σταθμό στη γαλλική ποίηση.
νεκροί: σα νεκροί
μπαλάντα: είδος επικολυρικού ποιήματος, που συνήθως αποτελείται από τέσσερις στροφές (οι τρεις είναι οκτάστιχες, η τέταρτη που λέγεται επωδός, είναι τετράστιχη). Όλες οι στροφές επαναλαμβάνουν στο τέλος τον ίδιο στίχο, που παίζει το ρόλο του γυρίσματος (ρεφρέν). Η μπαλάντα γνώρισε μεγάλη ακμή στο Μεσαίωνα. Κατά το 19ο αιώνα τη χρησιμοποίησαν πολλοί μεγάλοι ποιητές στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία. Το είδος του μέτρου και ο αριθμός των συλλαβών στους στίχους κάθε στροφής δεν είναι καθορισμένα· οι στροφές όμως κάθε μπαλάντας πρέπει να ‘χουν το ίδιο μέτρο και ως προς τον αριθμό των στίχων μπορεί να έχουν από εφτά μέχρι δεκατρείς· συνήθως οι στροφές έχουν δέκα ή οκτώ στίχους και, αντίστοιχα, τέσσερις ή τρεις ομοιοκαταληξίες. (Στην μπαλάντα του Καρυωτάκη η κάθε στροφή έχει οκτώ στίχους και τρεις ομοιοκαταληξίες).
έρεβος: βαθύ σκοτάδι.
Σημείωση: Οι παραπάνω ποιητές (κυρίως οι Βερλέν, Πόε, Μποντλέρ) επηρέασαν αποφασιστικά και ανανέωσαν τη νεότερη ποίηση. Στη ζωή τους όμως γνώρισαν πολλές δυσκολίες, που οφείλονταν ή στις πολιτικές τους δραστηριότητες (περίπτωση Ουγκό) ή στις προσωπικές τους αδυναμίες και στην τόλμη που είχαν να γράψουν ποιήματα, τα οποία συγκρούονταν με τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Γι’ αυτό κι ο ποιητής χρησιμοποιεί τα επίθετα μισημένοι, δυστυχισμένοι, (σαν) νεκροί.

Ο Καρυωτάκης συνθέτει την μπαλάντα του αυτή για να τιμήσει όλους εκείνους τους επίδοξους ποιητές που παρά τις προσπάθειές τους δεν κέρδισαν και δεν πρόκειται να κερδίσουν την πολυπόθητη αναγνώριση. Χιλιάδες ποιητές, οι οποίοι είτε γιατί το έργο τους δεν είχε ιδιαίτερη αξία είτε γιατί δεν έλαβε την αναγκαία προσοχή, μένουν στην αφάνεια και ξεχνιούνται, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς γι’ αυτούς και το έργο τους.
Στους άδοξους ποιητές των αιώνων, βέβαια, συγκαταλέγει ο Καρυωτάκης και τον εαυτό του, μιας κι η πρώτη του ποιητική συλλογή δεν είχε την ανταπόκριση που προσδοκούσε. Έτσι, κρίνοντας από την πρώτη του προσπάθεια και μη γνωρίζοντας φυσικά τη διάδοση που θα αποκτούσαν τα ποιήματά του στο μέλλον, ο ποιητής αντικρίζει απογοητευμένος το ενδεχόμενο της αποτυχίας.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.

Το ποίημα γενικότερα και οι δύο πρώτες στροφές ειδικότερα ξεκινούν με αναφορές σε πολύ σημαντικούς ποιητές, οι οποίοι επηρέασαν με το έργο τους την ποιητική τέχνη και απέκτησαν μεγάλη φήμη. Ποιητές, όμως, που παρά το γεγονός ότι κατέκτησαν αιώνια δόξα, έζησαν πολύ δύσκολες καταστάσεις και γνώρισαν μεγάλες δυστυχίες. Έτσι, ο Καρυωτάκης προτάσσει το τίμημα της δόξας των γνωστών ποιητών, καθιστώντας σαφές πως η ποιητική καταξίωση δε σημαίνει απαραίτητα και προσωπική ευτυχία.
Τα πάθη, η εκκεντρικότητα, οι πολιτικές και προσωπικές πεποιθήσεις που έδωσαν μια ιδιαίτερη χροιά στην ποίηση των μεγάλων ποιητών, είναι παράλληλα κι οι αιτίες που τους οδήγησαν στη δυστυχία και τον κατατρεγμό.
Η θυελλώδης σχέση του Βερλέν με το νεότερό του ποιητή Άρθουρ Ρεμπό, είχε ως αποτέλεσμα να πάρει διαζύγιο απ’ τη γυναίκα του και να φυλακιστεί για δύο χρόνια, όταν μεθυσμένος χτύπησε το νεαρό σύντροφό του. Η ζωή του Βερλέν θα σημαδευτεί από τις καταχρήσεις και από τις συνεχείς περιπέτειες που προέκυπταν απ’ την αστάθεια στον επαγγελματικό και προσωπικό τομέα. 
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι οι Βερλέν -ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί πληθυντικό για να συμπεριλάβει στο παράδειγμα του συγκεκριμένου ποιητή κι άλλους σημαντικούς δημιουργούς που είχαν παρόμοια προβλήματα στη ζωή τους.
Σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί: με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής υπονοεί την έντονη αλλαγή στη ζωή του Βερλέν, ο οποίος παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια και είχε τη δυνατότητα να ζήσει έναν οικονομικά άνετο βίο, κατέληξε φτωχός να πασχίζει για την οικονομική του επιβίωση.
Ο Βερλέν, επομένως, παρασυρμένος από το πάθος του για τον Ρεμπό, κατέστρεψε το γάμο του και τις επαγγελματικές του προοπτικές, αντιμετωπίζοντας μια σειρά προβλημάτων, κέρδισε όμως τον πλούτο μιας σημαντικής ποιητικής παραγωγής.
ρίμα πλούσια και αργυρή: Στο στίχο αυτό έχουμε το σχήμα της συνεκδοχής, υπό την έννοια πως ο ποιητής αντί να χρησιμοποιήσει τον όρο ποιήματα, για να αναφερθεί στην ποιητική δημιουργία, χρησιμοποιεί ένα γνώρισμα της ποίησης, την ομοιοκαταληξία.
Στους στίχους αυτούς, επίσης, έχουμε μια σειρά μεταφορών: πικρή, μαραίνονται, ρίμα πλούσια και αργυρή.

Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπήρξε ένας από τους πιο ένδοξους ποιητές και συγγραφείς της Γαλλίας, με παγκόσμια αναγνώριση, που είχε την ευτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του να γνωρίσει την αποθέωση από τους συμπατριώτες του.
Το 1851 ο Ναπολέων Γ΄ θα αναδειχθεί με πραξικόπημα αυτοκράτορας της Γαλλίας κι ο Ουγκώ, αφού εκφράσει με έντονο τρόπο την εναντίωσή του, θα αυτοεξοριστεί από τη χώρα, για να γλιτώσει τη δίωξη από το νέο αυτοκράτορα.
Με τη συλλογή Τιμωρίες ο ποιητής θα επικρίνει τον Ναπολέοντα Γ΄ και θα προαναγγείλει την επικράτηση της δημοκρατίας στη Γαλλία. Με τους αυστηρούς στίχους του είναι σα να προκαλεί ο ποιητής την τιμωρία του από τους θεούς, αφού στρέφεται κατά του Αυτοκράτορα, που είχε τη δύναμη να τον εκδικηθεί.
Η εικοσαετής αυτοεξορία είναι το τίμημα που θα πληρώσει ο Ουγκώ για τις αντιμοναρχικές απόψεις του και για την επιθυμία του να δει τη Γαλλία δημοκρατούμενη.

Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Ο Καρυωτάκης, πάντως, παρά τις δυσκολίες που βίωσαν οι σημαντικοί ποιητές θεωρεί πως είχαν τουλάχιστον την ευκαιρία να δοξαστούν και να διασώσουν το όνομά τους από τη λήθη, γι’ αυτό και θέλει να αφιερώσει τη λυπητερή μπαλάντα του, στους άδοξους ποιητές.
Στο ποίημα του Καρυωτάκη λανθάνει μια σύγκριση ανάμεσα στους ένδοξους και τους άδοξους ποιητές, όπου οι πρώτοι έχουν τη φήμη τους ως αντιστάθμισμα για τα βάσανα της ζωής τους, ενώ οι δεύτεροι δεν έλαβαν καν αυτή την παρηγοριά. Έτσι, ο ποιητής επιχειρεί να ισορροπήσει αυτή την αδικία, αναλαμβάνοντας να συνθέσει ένα ποίημα για όλους τους ομοτέχνους του που παρά τις προσπάθειές τους ξεχάστηκαν πλήρως.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.

Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής κάνει μια πιο σύντομη αναφορά στους ένδοξους ποιητές κι αφιερώνει περισσότερους στίχους στους άδοξους.
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε υπήρξε σημαντικότατος συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος είχε στη ζωή του πολλές οικονομικές δυσκολίες, ενώ ο θάνατος σε νεαρή ηλικία της συζύγου -και πρώτης ξαδέρφης του- τον οδήγησε στον αλκοολισμό.
Ο Κάρολος Μποντλέρ, αν και στην πορεία αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές, κατά τη διάρκεια της ζωής του αντιμετώπισε έντονα οικονομικά προβλήματα, εξαρτήσεις και φυσικά τη δριμεία κριτική για το τολμηρό περιεχόμενο των ποιημάτων του.
Η δυστυχία και η αδυναμία βίωσης της ζωής στην πληρότητά της, χαρακτηρίζουν τους ένδοξους ποιητές (εζήσανε νεκροί: οξύμωρο σχήμα), οι οποίοι πάντως ανταμείβονται με την αθανασία. Το όνομά τους θα μείνει για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων, καθώς μέσα από το έργο τους κατόρθωσαν να συγκινήσουν και να εμπνεύσουν το αναγνωστικό κοινό.

Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι άδοξοι ποιητές, τους οποίους σκεπάζει το σκοτάδι και κανείς δε μιλά γι’ αυτούς, μιας και το έργο τους δεν είχε ποτέ την αναγκαία αξία για να τους χαρίσει τη φήμη.
Οι στιχουργοί αυτοί -ο Καρυωτάκης δεν τους αποκαλεί ποιητές, για να τονιστεί πως το έργο τους δεν είχε τις απαιτούμενες ποιητικές αρετές- στιχουργούνε ανάξια γράφουν στίχους, που δεν έχουν καμία αξία. Εντούτοις, ο ποιητής τους προσφέρει την μπαλάντα του, ως ένδειξη τιμής, για την προσπάθεια που ενσυνείδητα, αλλά μάταια κατέβαλαν.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Η τρίτη στροφή του ποιήματος ασχολείται αποκλειστικά με τους άδοξους ποιητές, σε μια προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να παρουσιάσει πληρέστερα τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ποίηση, χωρίς ποτέ να βρουν την αναγνώριση που προσδοκούσαν.
Οι επίδοξοι ποιητές βρίσκονται αντιμέτωποι με την περιφρόνηση του κόσμου, υπό την έννοια πως δεν έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν φήμη και να γνωρίσουν την επιτυχία, παρά τη μεγάλη αφοσίωση που δείχνουν στο έργο τους. Έτσι, μπροστά στην περιφρόνηση των άλλων οι επίδοξοι ποιητές διατηρούν την περηφάνια τους, έχοντας πάντοτε την ψευδαίσθηση πως η Δόξα τους περιμένει, και αργά ή γρήγορα θα δικαιωθούν για τις θυσίες που έκαναν.
Ο Καρυωτάκης τους χαρακτηρίζει «χλωμούς» θέλοντας να αποδώσει την κούραση και τη διαρκή απομόνωση των ανθρώπων αυτών, που αφιερώνουν όλο τους το χρόνο στην ποιητική τέχνη.
Οι προσδοκίες τους, όμως, διαψεύδονται κι ο ποιητής γνωρίζει πως στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να μάθει για τους επίδοξους αυτούς ποιητές, οι οποίοι θα παραμείνουν στην αφάνεια, μιας και δεν είχαν τίποτε το ουσιώδες να προσφέρουν με τους στίχους τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αφιερώνει τη μπαλάντα του, θέλοντας να τους αποδώσει την ελάχιστη αυτή τιμή, για τις φιλότιμες, αλλά μάταιες προσπάθειές τους.
Ο Καρυωτάκης τονίζει εκ νέου πως η μπαλάντα του είναι θλιβερή (στην πρώτη στροφή την είχε χαρακτηρίσει λυπητερή), καθώς πρόκειται για ένα ποίημα που επιχειρεί να αποτυπώσει όλο τον πόνο και την απογοήτευση των χιλιάδων δημιουργών που ανά τους αιώνες πόθησαν να καταξιωθούν με το ποιητικό έργο τους, αλλά ποτέ δεν το κατάφεραν.
Συνάμα, η μπαλάντα αυτή εκφράζει και την απογοήτευση του ίδιου του ποιητή, που παρά τις προσδοκίες του, δεν κατόρθωσε με τη μέχρι τώρα δημιουργία του να λάβει αναγνώριση και τιμή.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Η τελευταία στροφή της μπαλάντας του Καρυωτάκη εκφράζει με μιαν αντίφαση την προσδοκία του για το μέλλον. Ενώ, δηλαδή, ο ποιητής θέλει να διατηρηθεί το έργο του και σε μελλοντικές εποχές, γεγονός που θα σήμαινε αναγνώριση της αξίας του, εντούτοις εκφράζει την επιθυμία να αναρωτηθούν οι μελλοντικοί αναγνώστες ποιος ήταν ο άδοξος ποιητής που συνέθεσε αυτή την πενιχρή μπαλάντα για τους άδοξους ποιητές.
Η αμφιθυμία αυτή του Καρυωτάκη εκφράζει τις αντικρουόμενες ελπίδες και ανησυχίες του, καθώς ενώ πιστεύει πως το έργο του δε θα ξεχαστεί, έχει συνάμα και το φόβο πως δεν πρόκειται τελικά να αποκτήσει τη φήμη που επιθυμεί.

Ερωτήσεις σχολικού:

1. Πώς έζησαν στη ζωή τους οι Βερλέν, Πόε και Μποντλέρ και τι τους απομένει ως αντιστάθμισμα;

Οι σημαντικοί αυτοί ποιητές έζησαν δυστυχισμένοι, με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κατατρεγμούς και απόρριψη από τους ανθρώπους της εποχής τους. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης, ο προκλητικός τρόπος ζωής και η αδυναμία τους να προσαρμοστούν σε μια καλώς οργανωμένη και συνηθισμένη ζωή, τους ώθησε σε πολλές περιπέτειες και τους προκάλεσε ποικίλα προβλήματα. Εντούτοις, το γεγονός πως, έστω και μετά το θάνατό τους, καταξιώθηκαν και αναγνωρίστηκε το ταλέντο τους, λειτουργεί ως αντιστάθμισμα για τις πίκρες που γνώρισαν όσο ζούσαν.

2. Πώς παρουσιάζεται προοδευτικά η θέση των άδοξων ποιητών στις τρεις πρώτες στροφές; Σε ποια απ’ αυτές μας δίδεται μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του δράματός τους;

Στην πρώτη στροφή ο Καρυωτάκης αφιερώνει δύο στίχους για τους άδοξους ποιητές, στη δεύτερη πέντε, ενώ στην τρίτη και τους οκτώ.
Στην πρώτη στροφή διατυπώνει απλώς την επιθυμία του να αφιερώσει μια λυπητερή μπαλάντα στους άδοξους ποιητές. Στη δεύτερη στροφή δίνει πιο εμφατικά το γεγονός πως, σε αντίθεση με τους γνωστούς ποιητές, κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να μιλήσει για τους άδοξους ποιητές, και γι’ αυτό τους σκεπάζει το βαρύ σκοτάδι. Παρόλο που το έργο του υπήρξε ανάξιο, ο ποιητής θέλει να τους προσφέρει μια μπαλάντα, για να τους τιμήσει.
Στην τρίτη στροφή πάντως ο Καρυωτάκης περιγράφει πιο αναλυτικά τη ζωή αυτών των άδοξων ποιητών, που το μόνο που γνώρισαν στη ζωή τους ήταν η περιφρόνηση. Παρά τις προσπάθειές τους και παρά το γεγονός ότι πάντοτε πίστευαν πως είναι θέμα χρόνου να δοξαστούν, έμειναν τελικά στην αφάνεια και ξεχάστηκαν.

3. Γιατί αισθάνθηκε ο Καρυωτάκης την ανάγκη να γράψει ποίημα για τους άδοξους ποιητές των αιώνων;

Ο Καρυωτάκης συνθέτει το ποίημά του ως μια ελάχιστη ένδειξη τιμής προς τους ποιητές εκείνους που ενώ αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ποίηση, δε γνώρισαν ποτέ την αναγνώριση. Η ανάγκη του αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως κι ο ίδιος φοβάται πως δεν πρόκειται να γνωρίσει τη δόξα και την αναγνώριση που επιθυμεί. Εφόσον η πρώτη του συλλογή δεν είχε την προσδοκώμενη ανταπόκριση από το κοινό, ο ποιητής ανησυχεί πως οι προσπάθειές του και οι ποιητικές του ικανότητες θα περάσουν απαρατήρητες και θα παραμείνει κι ο ίδιος ένας άδοξος ποιητής.

4. Ο ποιητής χαρακτηρίζει την μπαλάντα του πενιχρή. Δικαιολογείται αυτός ο χαρακτηρισμός;

Το ποίημα του Καρυωτάκη από άποψη τεχνοτροπίας είναι άρτιο και αποτελεί εξαίρετο δείγμα μπαλάντας. Επομένως, υπ’ αυτή την έννοια η μπαλάντα του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «πενιχρή». Εντούτοις, ο ποιητής κατανοεί πως μπροστά στο μεγάλο πόνο που βίωσαν όλοι αυτοί οι ποιητές, που είδαν τις προσδοκίες και τα όνειρά τους να διαψεύδονται, το ποίημά του δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό, γι’ αυτό και το χαρακτηρίζει πενιχρό. Άλλωστε, όντας εκείνη τη στιγμή κι ο ίδιος ένας άδοξος ποιητής, αντικρίζει το ποίημά του, όπως θα το έκρινε κάποιος που δε γνώριζε και δεν είχε καμία εκτίμηση για το δημιουργό αυτής της μπαλάντας. Εντοπίζουμε, δηλαδή, απηχήσεις της πικρίας του Καρυωτάκη για το γεγονός πως δεν είχε εκτιμηθεί το έργο του, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ένιωθε σίγουρος για την ποιητική του ικανότητα. Ένας αυτοσαρκασμός από τη μεριά του Καρυωτάκη, που ένιωθε το φόβο πως η ποιητική του παραγωγή θα έμενε στην αφάνεια, σα να ήταν ανάξια προσοχής.

5. Ο ποιητής ακολουθεί την τεχνοτροπία του συμβολισμού και γι’ αυτό προσέχει πολύ την επεξεργασία του στίχου αποτέλεσμα της επεξεργασίας είναι η μουσικότητα και η πλούσια ομοιοκαταληξία. Μπορείτε να δικαιολογήσετε αυτή την άποψη;

Η μπαλάντα του Καρυωτάκη έχει προσεγμένη ομοιοκαταληξία καθώς και ποικίλα σχήματα λόγου που ενισχύουν τη μουσικότητα των στίχων.
Η ομοιοκαταληξία στις τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος ακολουθεί το ίδιο σχήμα: ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, πέμπτο και έβδομο, ενώ ο έκτος με τον όγδοο. Έχουμε δηλαδή στις τρεις πρώτες στροφές: αβαββγβγ.
Ενώ στην τέταρτη τετράστιχη στροφή έχουμε πλεχτή ομοιοκαταληξία με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο με τον τέταρτο, ενώ συνάμα ο πρώτος και τρίτος στίχος ομοιοκαταληκτούν με τους δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο των προηγούμενων στροφών, ενώ ο δεύτερος και τέταρτος ομοιοκαταληκτούν με τους έκτο και όγδοο των προηγούμενων στροφών (βγβγ).
Η μουσικότητα του ποιήματος, πέρα από την ομοιοκαταληξία ενισχύεται με:
- το μέτρο: οι στίχοι του ποιήματος είναι ενδεκασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι κι έχουν γραφτεί σε ιαμβικό μέτρο, έχουμε δηλαδή εναλλαγή μίας άτονης και μίας τονισμένης συλλαβής. Για παράδειγμα: Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε (ως τόνος δε λογίζεται μόνο ο γραμματικός τόνος, αλλά και ο μουσικός τόνος που δίνεται κατά την ανάγνωση σε συμφωνία με το μέτρο του ποιήματος).
- την επανάληψη του στίχου «μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» που τίθεται ως καταληκτικός στίχος όλων των στροφών και λειτουργεί ως το γύρισμα (ρεφρέν) της μπαλάντας.
- τις παρηχήσεις σε διάφορους στίχους. Για παράδειγμα, στους δύο πρώτους στίχους, έχουμε παρήχηση του «σ»: “Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, /σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί.”
Ενώ στους δύο επόμενους έχουμε παρήχηση του «ρ»: “μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει / πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή”

Τάσος Λειβαδίτης «Αυτοβιογραφία» (ανάλυση ποιήματος)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jean-Michel Priaux 
Τάσος Λειβαδίτης «Αυτοβιογραφία»  
Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.


Στο ποίημα Αυτοβιογραφία ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) προχωρά σ’ έναν απολογισμό της ζωής του, διαπιστώνοντας με πόνο πως στην προσπάθειά του να πετύχει κάτι το διαχρονικά σημαντικό, έχασε την ευκαιρία να ζήσει τη ζωή στην πληρότητά της. Εντούτοις, μπροστά σ’ αυτή την επίγνωση δε δειλιάζει κι είναι έτοιμος να βιώσει τον πόνο του, χωρίς να αποζητά παραμυθία.

Αναλυτικότερα:

«Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου»
Ο ποιητής έχει πλήρη συναίσθηση του χρέους που οφείλει στις προηγούμενες γενιές, οι οποίες με διάθεση αυτοθυσίας κράτησαν το έθνος αυτό ζωντανό και προσέφεραν τη δυνατότητα ύπαρξης σε όσους ακολούθησαν. Αυτή η συναίσθηση χρέους, άλλωστε, θα οδηγήσει τον ποιητή και στη δική του προσπάθεια να αγωνιστεί και να προσφέρει ό,τι περισσότερο μπορεί.

«στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα»
Ο ποιητής είναι πια σε προχωρημένη ηλικία, γι’ αυτό και αναφέρει τόσο εμφατικά πως στην ηλικία του χιονίζει αδιάκοπα. Με την αναφορά στο χιόνι ο ποιητής μας υποβάλλει την αίσθηση του ψύχους, της βαρυχειμωνιάς και άρα της απουσίας των στοιχείων εκείνων που χρωματίζουν τη νεότητα, όπως είναι η άνοιξη, ο ήλιος και η ευδαιμονία.
Το γεγονός, επομένως, πως έχει φτάσει πια στο «χειμώνα» της ζωής του, δηλαδή στα γεράματα, αιτιολογεί και την επιθυμία του να προχωρήσει στον επώδυνο απολογισμό των πεπραγμένων του.

«μια κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα»
Τα δημιουργικά χρόνια της νεότητας του ποιητή συνέπεσαν με δύσκολες ιστορικές περιόδους για τη χώρα μας. Η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος, αλλά και τα χρόνια διώξεων που ακολούθησαν για τους ανθρώπους αριστερών πεποιθήσεων, βάρυναν τη ζωή του ποιητή, μ’ ένα μόνιμο φόβο. Ας μην ξεχνάμε πως ο Λειβαδίτης πέρασε αρκετά χρόνια εξόριστος λόγω της μαχητικής του διάθεσης, ενώ στη συνέχεια χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά για να καλύψει τις βιοποριστικές του ανάγκες.
Ο ποιητής, λοιπόν, μας μεταδίδει εδώ την ανησυχία και το φόβο που σκέπαζε τη ζωή του, όλα εκείνα τα χρόνια που βρέθηκε υπόλογος για τις ιδέες του και για την πρόθεσή του να υποστηρίξει μια διαφορετική πολιτική επιλογή από την επικρατούσα.

«δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,»
Η επιθυμία του ποιητή να συνεισφέρει κάτι το ουσιώδες στη χώρα του, τόσο με το ποιητικό του έργο, όσο και με τους προσωπικούς του αγώνες για τη στήριξη της αριστερής παράταξης, είχαν ένα ιδιαίτερα βαρύ κόστος. Έτσι, ενώ ο ποιητής αγαπούσε τη ζωή και όλες τις απολαύσεις που έχει να προσφέρει, επέλεξε τελικά να αφοσιωθεί σε ό,τι θεωρούσε τότε πως θα του έδινε την ευκαιρία να αφήσει ένα έργο αιώνιο, ένα έργο διαχρονικό, αντάξιο της εκτίμησης και της αγάπης που είχε για την πατρίδα του.
Είναι σαφές από τη διατύπωση του ποιητή «πελώρια αγκάθια» πως είχε πλήρη επίγνωση πως η επιθυμία του να προσφέρει κάτι το διαχρονικό, σήμαινε έναν αγώνα δύσκολο, επίπονο και ψυχοφθόρο. Εντούτοις, ανάμεσα στην ομορφιά της ζωής και τους δύσκολους αγώνες, ο ποιητής προτίμησε να αγωνιστεί και να θυσιάσει το πολύτιμο δώρο της ζωής και της νεότητας.

«η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα»
Αντικρίζοντας ο ποιητής τον εαυτό του, όπως είναι τώρα σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία, καταλαβαίνει πως η «σάρκα» του, το φθαρμένο σώμα του, δεν είναι παρά ένας επίδεσμος, ένα ασήμαντο κάλυμμα, μιας υπόστασης που δεν έχει πια μέλλον.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως δεν έχει πια τίποτε να προσμένει από τη ζωή του, καθώς τα γεράματα δεν μπορούν να δώσουν ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο ή για μια ζωή γεμάτη απολαύσεις και χαρά. Εφόσον, θυσίασε τη νεότητά του, έχει απομείνει πια με τη φθαρμένη σάρκα του να προσμένει το τέλος του.

«κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,»
Ο ποιητής αισθάνεται πόνο, καθώς αναλογίζεται πως η ζωή του, η πραγματική ζωή του, έχει πια περάσει και πως ό,τι απομένει είναι μια απλή επιβίωση, με το χρόνο να μετρά αντίστροφα.
Ο πόνος του ποιητή προκύπτει, όχι από τη θέαση του γηρασμένου σώματός του, αλλά από τη συνειδητοποίηση πως άφησε τη ζωή του να περάσει, χωρίς να μπορέσει να την απολαύσει και να γευτεί κάθε χαρά που είχε να του προσφέρει. Κι ο πόνος αυτός είναι χωρίς παρηγοριά, γιατί τίποτε δεν μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω και να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, τίποτε δεν μπορεί να αντιστρέψει τις επιλογές του.
Το μόνο που μπορεί να του προσφέρει βοήθεια είναι ο ίδιος του ο πόνος, υπό την έννοια πως ο ποιητής δε φοβάται να αποδεχτεί και να νιώσει πλήρως την απόγνωσή του. Δεν αποζητά παραμυθίες και τρόπους για να ξεχαστεί, στέκει με θάρρος απέναντι στον πόνο του και τον βιώνει σε όλη του την ένταση, γιατί γνωρίζει καλά πως είναι κομμάτι της ζωής του, είναι αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας και της υπόστασής του. Ο ποιητής γνωρίζει πως έχασε τα χρόνια της νεότητάς του, κατανοεί πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό, αλλά έχει τη δύναμη να συνυπάρξει με τον πόνο του και να πληρώσει το κόστος των επιλογών του.
Τι απομένει λοιπόν στον ηλικιωμένο ποιητή; Η γνώση πως στη ζωή του αγωνίστηκε, η γνώση πως έκανε δύσκολες επιλογές και φυσικά η δύναμη να στέκεται απέναντι στον πόνο του και να μη δειλιάζει, να μην προσπαθεί να αποφύγει την αλήθεια του. Έτσι, παρόλο που ο ποιητής στέκεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, είναι επί της ουσίας μόνος του, γιατί μόνο ο ίδιος γνωρίζει την πραγματική ένταση του πόνου του, μόνο ο ίδιος γνωρίζει πόση δύναμη απαιτείται για να τον αντέξει με αξιοπρέπεια και φυσικά μόνο αυτός γνωρίζει πόσες δυσκολίες, πόσες πληγές και πόσα βάσανα πέρασε στη ζωή του.
Στέκει, άρα, ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους ο ποιητής, με μεγάλο ψυχικό σθένος, με αξιοπρέπεια και με πλήρη επίγνωση πως ό,τι κι αν αισθάνεται αυτή τη στιγμή υπήρξε αποτέλεσμα δικών του συνειδητών επιλογών.

«κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.»
Είναι σημαντικό να προσεχτεί πως ο Λειβαδίτης -ένας ποιητής που τίμησε με κάθε τρόπο την τέχνη του- δε θεωρεί πως μπορεί η ποίηση να του προσφέρει κάποια βοήθεια στο να αντιμετωπίσει τον πόνο και την απόγνωση που αισθάνεται.
Χαρακτηριστική ως προς αυτό η παρομοίωση που χρησιμοποιεί: η ποίηση είναι σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις αργά, όταν πια δεν μπορεί να σου χρησιμέψει σε τίποτα.
Η ποίηση σαφώς κι έχει μεγάλη αξία για τον ποιητή, εντούτοις σε σχέση με τον πόνο που βιώνει τώρα, σε σχέση δηλαδή με τη συνειδητοποίηση πως άφησε τη ζωή του να περάσει, χωρίς να την απολαύσει, η ποίηση δεν μπορεί να του προσφέρει κάτι. Ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει πως ο χρόνος δε γυρνάει πίσω, οπότε το μόνο που θα μπορούσε να του προσφέρει κάποιος ή η τέχνη του είναι μια παρηγοριά, μια αφορμή να ξεχαστεί για λίγο. Ο Λειβαδίτης, όμως, δεν καταδέχεται τέτοιου είδους προσωρινές παραμυθίες, προτιμά να βιώσει τον πόνο του, χωρίς υπεκφυγές. Άλλωστε, ο ποιητής έχει τη δύναμη να αποδεχτεί πως έκανε κάποιες επιλογές και τώρα οφείλει να πληρώσει το τίμημα.
Η ψυχική δύναμη του ποιητή είναι αξιοθαύμαστη και αποκαλύπτει έναν άνθρωπο με ασυνήθιστο θάρρος, ιδίως στις μέρες μας, που οι άνθρωποι σπανίως αποδέχονται το τίμημα που συνοδεύει τις πράξεις και τις επιλογές τους.
Ο Λειβαδίτης δε διστάζει να αναγνωρίσει πως έκανε μια μεγάλη θυσία και να δηλώσει πως είναι έτοιμος να αισθανθεί τον πόνο του, χωρίς να αποζητά πρόσκαιρες παρηγοριές. Είναι πια πολύ μακριά από τη νεότητα, είναι πια αντιμέτωπος με το θάνατο και προχωρά προς αυτόν με την ψυχή του να υποφέρει που δεν φρόντισε να ζήσει, όσο είχε την ευκαιρία. Κι αυτό το αντιμετωπίζει με τη δύναμη και την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζαν σε όλη του τη ζωή, χωρίς να λυγίζει και να ψάχνει τρόπους για να ξεχαστεί.

«Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.»
Ο στίχος που κλείνει το ποίημα αποτελεί το επιμύθιο της ζωής του ποιητή, που αναλογίζεται πως αγωνίστηκε και προσπάθησε στη ζωή του, για να πετύχει το ακατόρθωτο. Θέλησε με την ποίηση και με την προσωπική του δράση να «αρπαχτεί από τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας», αλλά κατανοεί τώρα πια πως αυτό ήταν κάτι το ανέφικτο.
Ίσως ο χρόνος να δικαιώσει τον ποιητή, ίσως να τον προφυλάξει από τη λήθη, αλλά τη στιγμή που ο ίδιος κάνει τον απολογισμό της ζωής του, αισθάνεται πως έχασε τη μοναδική του ευκαιρία να ζήσει επιδιώκοντας πράγματα που μάλλον δεν τα κατόρθωσε. Όλοι του οι αγώνες, που με την ήττα της αριστεράς διαψεύστηκαν, κι όλο του το ποιητικό έργο, μοιάζουν λίγα μπροστά στην επίγνωση πως ο ίδιος άφησε τη ζωή του να χαθεί, χωρίς να γευτεί την ευδαιμονία της. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...