Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργης Παυλόπουλος «Τα Αντικλείδια» (ανάλυση ποιήματος)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joana Kruse

Γιώργης Παυλόπουλος «Τα Αντικλείδια»

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

ð Πολλές είναι οι απόπειρες των ποιητών να ορίσουν την ποίηση:
Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος (Βαλερύ).
Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου (Εμπειρίκος).
Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε (Καρυωτάκης).

ð Να προσεχθεί πως ενώ το κλειδί είναι ένα, τα αντικλείδια είναι πολλά.

Σχόλιο
Το ποίημα είναι ένας μύθος για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτεία στον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Αξίζει να προσεχθεί ότι το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος) και γίνεται έτσι το ίδιο φορέας της εμπειρίας που περιγράφει.

Γιώργης Παυλόπουλος
Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου και διέμενε από το 1951 μέχρι και το τέλος της ζωής του (2008). Υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του «Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Εργάστηκε ως βοηθός λογιστή και ως γραμματέας στο Κ.Τ.Ε.Λ. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1943 δημοσιεύοντας ποιήματά του σε περιοδικά. Έκτοτε δημοσίευσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα Αντικλείδια (1988), Τριάντα Τρία Χάι-Κου (1990), Λίγος άμμος (1997), Πού είναι τα πουλιά; (2004).
Η ποίησή του επαινέθηκε από το Γιώργο Σεφέρη, για τον οποίο ο Παυλόπουλος έγραψε τη μελέτη «Από μια πρώτη συγκίνηση». Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ποιημάτων του Έλιοτ, Πάουντ κ.ά., ενώ παράλληλα πολλά ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αγγλικά.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.

Η κριτική για το έργο του
«Αισθάνομαι πως τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του Παυλόπουλου [Τα Αντικλείδια], πιασμένα όλα σχεδόν στο δίχτυ του ονείρου, μπορεί να μοιραστούν στα τρία: κάποια μιλούν πιο πολύ για το σώμα -του ανθρώπου και του κόσμου. άλλα περισσότερο για τη στάχτη και τη σκόνη του. μερικά για τη βιώσιμη αγάπη του. Τα πρώτα είναι σκοτεινά και παιδεμένα. τα δεύτερα μαύρα κι απελπισμένα. στα τρίτα μπαίνει κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση, κι η ποίηση το ποίημα. Όπως στην ιλιαδική παρομοίωση που μπήκε προμετωπίδα στα «Αντικλείδια», κι είναι αυτή επιτέλους το καλό και το σωστό κλειδί».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ.151)

ð Η ιλιαδική προμετωπίδα είναι σε μετάφραση Μαρωνίτη: «Όπως στο όνειρο, λοιπόν, όπου ο κυνηγός δεν μπορεί να προφτάσει τον κυνηγημένο· μήτε ο ένας γίνεται να ξεφύγει, μήτε ο άλλος να τον φτάσει».

«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί ν’ αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει. να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. Και προπαντός ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί και να πετάξει λεύτερος, αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή κάτι τέτοιο.
Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π., σελ. 146-147)

«Ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις παγίδες κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα στο λαβύρινθο των ονείρων και με γνώση και μαστοριά, φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί έντεχνα τις καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα όμως αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια εκείνα τα συναισθήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να γραφούν αυτά τα ποιήματα: η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία του καλλιτέχνη για το έργο του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με το θάνατό του […]. Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο ουσιαστικές αρετές. Η πρώτη είναι μια φαντασία οπτική. Η δεύτερη αρετή, είναι κατ’ εξοχή πεζογραφική: ή αφηγηματική δεξιότητα […]. Αλλά ο Γ. Παυλόπουλος είναι επίσης ένας ποιητής που τον διακρίνει η γλωσσική ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια. Λέγοντας γλωσσική ωριμότητα εννοώ εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ’ έναν ποιητή όχι απλώς να βρίσκει τη σωστή λύση σ’ ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί ένα ποίημα, αλλά και τη μόνη σωστή λύση».
(Νίκος Λάζαρης, Πλανόδιον, 11, 1989)

Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.
Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.
«Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλάει για την ποίηση και το έργο του», Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ-Μάιος 1998, σ.24-26

Το ποίημα
Ο τίτλος του ποιήματος «Τα Αντικλείδια» με τη χρήση του κεφαλαίου γράμματος στο ουσιαστικό, υποδηλώνει πως πρόκειται για «ξεχωριστά» αντικλείδια και όχι για απλά, καθημερινά αντικλείδια, αλλά δεν επιτρέπει μιαν άμεση κατανόηση του νοήματός του.

«Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, είναι ένα διαρκές κάλεσμα προς τους τεχνίτες του λόγου να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως θα κατορθώσουν ποτέ να γνωρίσουν, αλλά και να κατακτήσουν τη βαθύτερη ουσία της τέχνης τους.
ð Το ποίημα ξεκινά μ’ έναν ορισμό της ποιητικής τέχνης, που την παρουσιάζει ως προσιτή ή έστω «ανοιχτή» σε όλους.
ð Η λέξη Ποίηση γράφεται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, ώστε να τονιστεί η ιδιαίτερη αξία που έχει για τον ποιητή η τέχνη του.
ð Η πόρτα λειτουργεί ως σύμβολο της εισόδου στον χώρο της ποιητικής τέχνης, στον ξεχωριστό κόσμο της ποίησης.
ð Ο πρώτος στίχος είναι μια λιτή και σύντομη κύρια πρόταση, που δημιουργεί την εντύπωση ενός αποφθέγματος.

«Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.»

Η διάκριση που κάνει ο ποιητής ανάμεσα σε αυτούς που κοιτάζουν και αυτούς που πραγματικά βλέπουν, έχει να κάνει με την ιδιαίτερη φύση της ποιητικής τέχνης, η οποία απαιτεί από τον αναγνώστη μια αυξημένη ευαισθησία κι ένα ουσιαστικό ενδιαφέρον για να μπορέσει πραγματικά να εκτιμήσει όσα έχει να του προσφέρει μια τόσο εκλεπτυσμένη μορφή τέχνης. Η ποίηση δεν είναι προσιτή σε όλους, υπό την έννοια ότι δεν είναι πάντοτε εύκολο σ’ έναν αμύητο αναγνώστη να κατανοήσει και να αισθανθεί πλήρως την ομορφιά του ποιητικού λόγου αλλά και τις πνευματικές ανησυχίες που επιχειρεί να εκφράσει ο ποιητής.

ð Εμφανής η αντίθεση ανάμεσα στους πολλούς, οι οποίοι μένουν ασυγκίνητοι στο κάλεσμα της ποιητικής τέχνης, και τους μερικούς, οι οποίοι «μαγεύονται» απ’ την ομορφιά της ιδιαίτερης αυτής τέχνης.
ð Εφόσον η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, αυτό σημαίνει πως μπορούν να την αντικρίσουν όλοι, ακόμη κι εκείνοι που δεν εκφράζουν τελικά κάποιο ενδιαφέρον γι’ αυτήν.
ð Η αντίθεση ανάμεσα στους πολλούς και τους μερικούς τονίζεται και με τη χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων αντίληψης. Οι πολλοί κοιτάζουν, χωρίς να βλέπουν, μένουν άρα στην επιφανειακή και βιαστική θέαση. Οι «μερικοί», ωστόσο, «κάτι» βλέπουν, γεγονός που σημαίνει ότι η δική τους θέαση γίνεται με μεγαλύτερη προσοχή και ενδιαφέρον. Ακόμη κι εκείνοι, εντούτοις, βλέπουν «κάτι» και όχι το σύνολο των θέλγητρων της ποιητικής τέχνης.
ð Μεταφορές: «το μάτι τους αρπάζει κάτι», «μαγεμένοι».
ð Χιαστό σχήμα: «κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι»
ð Η ζωντάνια και η έντονη κινητικότητα του ρήματος «αρπάζει», το οποίο τίθεται σε χρόνο Ενεστώτα (παρόν – διάρκεια), αποδίδει με ιδιαίτερη παραστατικότητα τη διαδικασία πρόσληψης της τέχνης, και συνάμα ενισχύει τη θεατρικότητα του ποιήματος (εικόνα κίνησης / δράσης).
ð Σε όλο το ποίημα είναι εμφανείς οι διασκελισμοί, καθώς συχνά το νόημα δεν ολοκληρώνεται στο πλαίσιο του στίχου, αλλά συνεχίζεται και στον επόμενο: (Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν / τίποτα και προσπερνούνε).

«Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει.»

Τη στιγμή που οι γοητευμένοι απ’ τη μαγεία της ποίησης επιχειρούν να εισέλθουν στον ποιητικό κόσμο, η πόρτα κλείνει. Ένα δραματικό απρόοπτο, που υποδηλώνει με εμφατικό τρόπο το ανέφικτο αυτής της πρόσβασης. Η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή καθώς τα μυστικά της ποιητικής δημιουργίας δεν μπορούν να αποκαλυφθούν όσο κι αν προσπαθεί κανείς. Η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποιος εύκολος τρόπος για να μπορέσει κάποιος να φτάσει στα ύψη αυτής της τέχνης.
Το κλειδί για την πόρτα της ποίησης, σύμφωνα με τον Παυλόπουλο, δεν μπορεί να βρεθεί μιας και κανείς δε γνωρίζει ποιος το έχει. Η εύρεση του κλειδιού, άλλωστε, θα σήμαινε ότι κάποιος θα μπορούσε να κατακτήσει πλήρως την τέχνη της ποιήσεως, κάτι που προφανώς δεν μπορεί να συμβεί. Ο Παυλόπουλος εκφράζει την άποψη ότι είναι αδύνατο να γνωρίσει κάποιος τα μυστικά της ποιητικής τέχνης, υπό την έννοια ότι η ποίηση είναι στην ουσία μια τέχνη που δεν μπορεί να προσδιοριστεί και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή στην ολότητά της. Η ποίηση ήταν και παραμένει μια απρόσιτη μορφή δημιουργίας, που ενώ έχει την ικανότητα να μαγεύει τους ανθρώπους με την αρμονία της, δεν επιτρέπει εντούτοις την οριοθέτηση και την κατάκτησή της.

ð Το αιφνίδιο κλείσιμο της πόρτας ενισχύει τη θεατρικότητα του ποιήματος.
ð Το μάταια αναζητούμενο κλειδί λειτουργεί ως σύμβολο της βαθύτερης ουσίας της ποιητικής τέχνης· είναι το στοιχείο εκείνο που θα οδηγούσε σε μια πλήρη αποκωδικοποίηση των μυστικών της ποιητικής τέχνης.
ð Η αδυναμία εύρεσης του κλειδιού, ενώ από τη μία δείχνει πως είναι επί της ουσίας αδύνατο να «κατακτήσει» κάποιος τα μυστικά της ποιητικής τέχνης, από την άλλη αποτελεί και το καίριο συστατικό της ανυπέρβλητης γοητείας που ασκεί αυτή η τέχνη. Το απρόσιτο της βαθύτερης ουσίας της, την καθιστά περισσότερο θελκτική και μυστηριώδη.
ð Το γεγονός πως κανείς δεν ανοίγει την κλειστή πόρτα της ποίησης, σημαίνει πως κανείς μέχρι τώρα δεν έχει κατορθώσει να εισέλθει στον κόσμο της· κανείς δεν είναι σε θέση να ανοίξει αυτή την πόρτα, καθώς κανείς δεν έχει γνωρίσει πλήρως την ουσία της και δεν την έχει γνωρίσει απόλυτα.
ð Η δράση που δηλώνεται με τα ρήματα Ενεστώτα (κλείνει, χτυπάνε, ψάχνουνε) ενισχύει τη θεατρικότητα του κειμένου. Η θεατρικότητα, άλλωστε, είναι εμφανής και στην γενικότερη παρουσία δρώντων προσώπων, αλλά και στην όλη σκηνοθεσία του ποιήματος με την ανοιχτή πόρτα, τους περαστικούς, κι ύστερα εκείνους που επιχειρούν μάταια να την ανοίξουν.
ð Η αλληγορική παρουσίαση της Ποιητικής Τέχνης, η οποία δίνεται ως μια πόρτα ανοιχτή, σε συνδυασμό με την αντίφαση που προκύπτει από το γεγονός ότι η ανοιχτή αυτή πόρτα κλείνει και δεν μπορεί να ανοιχτεί από κανέναν, καθιστούν το ποίημα αυτό ένα νοητικό παιχνίδι που παγιδεύει τον αναγνώστη σ’ έναν αέναο κύκλο, όπου η πάντοτε ανοιχτή πόρτα της Ποίησης παραμένει κλειστή, χωρίς ποτέ να μπορεί να ανοιχτεί από κανέναν, παρά τις συνεχείς προσπάθειες των ποιητών να δημιουργήσουν το κατάλληλο αντικλείδι.

«Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.»

Η προσπάθεια των επίδοξων ποιητών να δημιουργήσουν το αντικλείδι που θα ανοίξει την πόρτα της ποίησης, μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή και να μη φτάσει ποτέ στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Παρά την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων στην τέχνη της ποιήσεως και παρά το γεγονός ότι έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, είναι πιθανό να μην μπορέσουν ποτέ να δημιουργήσουν αξιόλογα ποιήματα.
Ο Παυλόπουλος, ωστόσο, παρόλο που αρνείται τη δυνατότητα σε κάποιον να κατακτήσει απόλυτα την ποίηση, δεν αρνείται εν γένει τη δημιουργία της ποίησης. Τα αντικλείδια είναι η προσφορά όλων των ποιητών που έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με την τέχνη αυτή κι ενώ κανείς από αυτούς δεν έφτασε στο σημείο να αποκτήσει το κλειδί, εντούτοις ο καθένας προσέφερε και κάτι στη συλλογική γνώση της ποίησης. Ίσως η προσφορά κάθε ποιητή να ήταν μόλις ένα ακέραιο ποίημα, ίσως πάλι να ήταν μόνο μερικοί άρτιοι στίχοι, σε κάθε περίπτωση πάντως το ποιητικό έργο που βρίσκεται πίσω από την πόρτα της ποίησης δημιουργήθηκε σταδιακά από όλους εκείνους που ο καθένας μόνος του απέτυχε να ανοίξει την πόρτα, αλλά όλοι μαζί κατόρθωσαν να δώσουν ζωή σε ό,τι σήμερα εμείς αποκαλούμε ποίηση.

ð Η αγωνία των ποιητών ή των επίδοξων ποιητών να βρουν το μυστικό που θα τους επιτρέψει να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης, υποδηλώνει το βαθμό έλξης που ασκεί σε αυτούς η ποίηση, και άρα τον βαθμό αφοσίωσής τους σε αυτήν.
ð Τα αντικλείδια συμβολίζουν τα ποιήματα που γράφουν οι ποιητές, τις απόπειρες δημιουργίας του άρτιου εκείνου ποιήματος που θα τους επιτρέψει να εισέλθουν στον κόσμο της ποίησης.
ð Εμφανής η αντίθεση ανάμεσα στο ένα «κλειδί» και στα πολλά «αντικλείδια». Έτσι, ενώ το κλειδί, το φανέρωμα της ουσίας της ποίησης μπορεί να επιτευχθεί με έναν τρόπο και μέσω μιας και μόνης οδού, τα αντικλείδια, οι απόπειρες να εισέλθουν στο χώρο της ποίησης, είναι πολλά.
ð Μεταφορά: «και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε».  

«Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.»

Στους στίχους αυτούς η αντίφαση που προκύπτει με την «ανοιχτή πόρτα της ποίησης» (1ος στίχος) είναι καθαρά φαινομενική, καθώς επί της ουσίας η πόρτα είναι κλειστή κυρίως για τους ανθρώπους που μπορούν να δουν στο βάθος και μπορούν να αντιληφθούν την αξία της ποιητικής τέχνης, μιας και οι άνθρωποι αυτοί μπορούν παράλληλα να κατανοήσουν τη δυσκολία που υπάρχει στο να δημιουργήσει κανείς ένα αξιόλογο ποιητικό έργο.
Όσοι κοιτάζουν μέσα από την πόρτα της ποίησης και δε βλέπουν τίποτα, δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν τη μαγεία της ποίησης και τη δυσκολία που υπάρχει στο να μπορέσει κάποιος να συνθέσει ένα πραγματικά αξιόλογο ποιητικό έργο.
Όσοι κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, δεν πρόκειται καν να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή γιατί δεν πρόκειται ποτέ να επιχειρήσουν να την ανοίξουν, δεν πρόκειται δηλαδή ποτέ να επιχειρήσουν να γράψουν ποίηση.
Όσοι όμως βλέπουν μέσα από την πόρτα της ποίησης και κατανοούν την αξία της, το πιθανότερο είναι ότι θα προσπαθήσουν να εισαχθούν βαθύτερα στον κόσμο της ποίησης δημιουργώντας και οι ίδιοι ποιητικό έργο και τότε θα αντιληφθούν ακόμη καλύτερα την αξία της καθώς θα διαπιστώσουν ότι η ποιητική δημιουργία δεν είναι εύκολη ούτε και δεδομένη.
Για κάποιους, μάλιστα. ακόμη και το γεγονός ότι θα αφιερώσουν όλη τους τη ζωή στην ποίηση δε θα σταθεί αρκετό να τους επιτρέψει να ανοίξουν την πόρτα της τέχνης αυτής.

ð Με τη χρήση του Ενεστώτα, στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, ο Παυλόπουλος παρουσιάζει την παροντική διάσταση της αλληγορίας, δημιουργώντας εμφατικά την αίσθηση πως η πόρτα της ποίησης είναι τώρα και κάθε στιγμή ανοιχτή. Έτσι, το κάλεσμα της ποίησης, αλλά και οι προσπάθειες των ποιητών να ανοίξουν την πόρτα που αίφνης έκλεισε, αποδίδονται με χρόνο Ενεστώτα, παρουσιάζοντας τα γεγονότα ως εξελισσόμενα στο παρόν· στοιχείο που ενισχύει τη θεατρικότητα του ποιήματος. Η απόπειρα κατάκτησης της ποίησης δεν αποτελεί ένα γεγονός του παρελθόντος, αλλά μια συνεχιζόμενη, επίκαιρη και συνάμα διαχρονική κατάσταση.
Η αλλαγή χρόνου στον 12ο και 13ο στίχο, (δεν άνοιξε, μπόρεσαν), που τοποθετεί τις ρηματικές ενέργειες στο παρελθόν, έρχεται να αποκαλύψει πως στην πραγματικότητα η πόρτα της ποίησης δεν είχε ανοίξει ποτέ. Με την απολυτότητα του Αορίστου, που παρουσιάζει τα γεγονότα ως τετελεσμένα στο παρελθόν, καθίσταται σαφής η πλάνη εκείνων που θεώρησαν πως η πόρτα της ποίησης ήταν ανοιχτή.

«Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.»

Στους στίχους αυτούς ο ποιητής επιχειρεί έναν ορισμό των ποιημάτων, του ποιητικού έργου. Η ποίηση, βέβαια, μπορεί να γίνει αντιληπτή είτε από την οπτική των αναγνωστών είτε από την οπτική των ποιητών. Για τους αναγνώστες ποίηση είναι το σύνολο του ποιητικού έργου που έχει δημιουργηθεί, από τις πρώτες κιόλας ποιητικές προσπάθειες, μέχρι σήμερα. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να κατανοήσει την ποίηση πέρα από τις υπάρχουσες διατυπώσεις, πέρα από το υπάρχον δηλαδή ποιητικό έργο. Τα αντικλείδια, τα ποιήματα που «γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος» είναι το πεδίο στο οποίο κινούνται όσοι αγαπούν την ποίηση, όσοι τη μελετούν και τη σπουδάζουν.
Οι ποιητές, όμως, οι υπηρέτες της ποιητικής τέχνης, την κατανοούν τελείως διαφορετικά, καθώς για εκείνους τα αντικλείδια, τα ποιήματα που έχουν ήδη γραφτεί δεν είναι παρά προσπάθειες προσέγγισης της ποίησης. Τα αντικλείδια για τους ποιητές δεν είναι η ποίηση, ποίηση είναι το μοναδικό εκείνο ποίημα, η τέλεια εκείνη διατύπωση που τόσο επίμονα αρνείται να γίνει κτήμα τους. Οι αναγνώστες γνωρίζουν την ποίηση με βάση τα όσα έχουν ήδη γραφτεί, οι ποιητές όμως γνωρίζουν ότι μπορεί να υπάρξει ποιητικός λόγος ασύλληπτα καλύτερος, ποιητικός λόγος τόσο τέλειος που θα τους οδηγήσει κατευθείαν στην ουσία της ποίησης.
Οι ποιητές παλεύουν με τις λέξεις, δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να μένουν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα γιατί ξέρουν ότι κάθε σκέψη και κάθε στίχος μπορεί να διατυπωθεί καλύτερα. Οι ποιητές φτάνουν στο τέλος της διαδρομής τους γνωρίζοντας ότι τελικά δεν κατόρθωσαν να πετύχουν την ιδανική εκείνη έκφραση, που θα τους επέτρεπε να διαμορφώσουν τον ποιητικό λόγο στην καλύτερή του μορφή.

ð Ο ποιητής με τη διστακτικότητα της διατύπωσής του (Ίσως) καθιστά σαφές πως δεν είναι εύκολο να δοθούν σαφείς ορισμοί της ποίησης και του ποιητικού έργου. Άλλωστε, η ποίηση μέσω των ήδη υπαρχόντων ποιημάτων έχει λάβει ποικίλες εκφάνσεις, κι εφόσον είναι μια τέχνη ζωντανή προφανώς θα λάβει στο μέλλον κι άλλες.
ð Ο αφηγητής του ποιήματος έχει καθολική εποπτεία στον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Είναι, δηλαδή, ένας παντογνώστης αφηγητής, με μηδενική εστίαση, που γνωρίζει συνολικά τις αέναες, μα ανεπιτυχείς, προσπάθειες των ποιητών να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης και άρα να κατακτήσουν την ποιητική τέχνη. Μας προσφέρει, άρα, μιαν αντικειμενική θέαση του ζητήματος που εξετάζει.
Το γεγονός, όμως, ότι είναι παντογνώστης δεν τον καθιστά και αμέτοχο παρατηρητή, καθώς στον 17ο στίχο «για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης», συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του στη χορεία των ποιητών, που μάταια προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Έτσι, ο αφηγητής αντικρίζει τα γεγονότα με εσωτερική εστίαση, και αποκαλύπτει πως η εναγώνια αυτή προσπάθεια του είναι εξαιρετικά οικεία, μιας κι ο ίδιος προσπαθεί μαζί με όλους τους ομοτέχνους του να δημιουργήσει το πολυπόθητο κλειδί. Η δραματοποίηση αυτή του αφηγητή ενισχύει την αλήθεια και την πιστότητα της περιγραφόμενης εμπειρίας, καθώς δίνεται από κάποιον που την έχει βιώσει προσωπικά.
ð Μεταφορά: «είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά».

«Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»

Ο Παυλόπουλος με το κλείσιμο του ποιήματος δημιουργεί σχήμα κύκλου, επαναφέροντας την αρχική του διαπίστωση, αυτή τη φορά εισαγόμενη με το σύνδεσμο «μα», θέλοντας να εκφράσει αντίθεση με όσα προηγουμένως έχει δηλώσει σχετικά με το γεγονός ότι η πόρτα της Ποίησης κλείνει για όσους κάτι βλέπουν και επιχειρούν να μπουν, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο να μπορέσει κάποιος να περάσει την πόρτα της Ποίησης. Ο ποιητής, άλλωστε, αντιλαμβάνεται ότι, όπως ο ίδιος αφιέρωσε τη ζωή του στην τέχνη αυτή, είναι αναμενόμενο να υπάρξουν πολλοί ακόμη που μαγεμένοι από την τέχνη του λόγου, θα θελήσουν να αφοσιωθούν στην δυσεπίτευκτη αναμέτρηση με την Ποίηση.
Ο Παυλόπουλος δε θέλει να δώσει την εντύπωση πως η αναμέτρηση αυτή είναι χαμένη, δε θέλει δηλαδή να αποτρέψει τους νεότερους θεράποντες της Ποίησης από το σημαντικό αυτό έργο. Η πόρτα της Ποίησης κλείνει, υπό την έννοια ότι το έργο των επίδοξων ποιητών είναι εξαιρετικά δύσκολο και κάποτε μάλιστα δεν δικαιώνεται -δεν είναι όλοι όσοι γράφουν στίχους πραγματικοί ποιητές-, αυτό όμως δε σημαίνει πως θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η ενασχόληση με τη σημαντική αυτή τέχνη.
Το σχήμα κύκλου, επομένως, δημιουργεί την αίσθηση της ακατάλυτης συνέχειας στις προσπάθειες των ποιητών να διαβούν την πόρτα της Ποίησης, να κατακτήσουν δηλαδή τα μυστικά της ιδιαίτερης αυτής τέχνης. Ο Παυλόπουλος, άλλωστε, συνηθίζει να δίνει στα ποιήματά του την αίσθηση μιας αέναης διαχρονικής πορείας, χωρίς διαφαινόμενο τερματισμό, καθώς τα θέματα που πραγματεύεται (Τέχνη, Έρωτας), είναι ιδωμένα από τον ποιητή ως έννοιες που δεν γνωρίζουν -ή που δε θέλουμε να γνωρίζουν- τέλος.

ð Ο καταληκτικός στίχος, αν και μοιάζει να δημιουργεί αντίφαση με όσα προηγήθηκαν, θέλει απλώς να τονίσει πως το κάλεσμα της ποιητικής τέχνης προς όλους παραμένει πάντοτε ενεργό. Έτσι, δεν υπάρχει επί της ουσίας αντίφαση, αφού ο αναγνώστης έχει αντιληφθεί πως, αν και δεν είναι εφικτό να κατακτήσει κανείς πλήρως την ποιητική τέχνη, ωστόσο μπορούν όλοι να προσφέρουν τη δική τους συνεισφορά στον αέναο κύκλο της ποιητικής δημιουργίας.

Ο ποιητικός λόγος του Παυλόπουλου στα Αντικλείδια χαρακτηρίζεται από μια συνεχή εναλλαγή αυτοτελών νοημάτων που του προσδίδουν ένα γοργό ρυθμό αφήγησης. Η κυριαρχία των κύριων προτάσεων, επομένως, ενισχύει την προσπάθεια του ποιητή να διατυπώσει με σαφήνεια και απλότητα το μήνυμά του. Ο ποιητής δεν επιθυμεί να αποκρύψει τη σκέψη του ούτε να δυσκολέψει τον αναγνώστη μέσα από δυσνόητες κι ελλειπτικές διατυπώσεις, γι’ αυτό και επιλέγει την εκφραστική καθαρότητα που του προσφέρουν οι κύριες προτάσεις. Άλλωστε, η απλότητα του ποιητικού του λόγου δε σημαίνει παράλληλα και απλότητα στις σκέψεις που διατυπώνει κι αυτό είναι που κάνει τα ποιήματά του τόσο ενδιαφέροντα. Ο Παυλόπουλος δημιουργεί με λιτά εκφραστικά μέσα τα ποιητικά του αινίγματα που καλούν τον αναγνώστη σε μια καίρια πνευματική αναζήτηση απαντήσεων.

Οι κύριες προτάσεις με τη νοηματική τους σαφήνεια επιτρέπουν στον αναγνώστη να εισχωρήσει στο αφηγηματικό ξεδίπλωμα του ποιήματος και να εμπλακεί στην αναζήτηση του ποιητή. Δημιουργούν, παράλληλα, μια αίσθηση οικειότητας καθώς ο λόγος του ποιητή ακούγεται απλός και καθημερινός, χωρίς την ποιητικότητα εκείνη που κάποτε δυσχεραίνει την κατανόηση του νοήματος και αποθαρρύνει τους αναγνώστες.

Έκθεση Α΄ Λυκείου: Εφηβεία [Τράπεζα Θεμάτων]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Martin Stranka

Έκθεση Α΄ Λυκείου: Εφηβεία [Τράπεζα Θεμάτων]

Κείμενο 1

Εφηβεία

Οι έφηβοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του επόμενου βήματος, που οδηγεί στην ενηλικίωση, ενώ η κοινωνία απαιτεί απ’ αυτούς να αρχίσουν να προετοιμάζονται για τους νέους ρόλους τους. Παύουν πια να είναι παιδιά εξαρτημένα, που ζουν σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από τους γονείς τους. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να προσεγγίζουν την ανεξαρτησία, συνήθως με την καθοδήγηση των γονιών τους. Προσπαθούν να ενσωματώσουν τους εαυτούς τους και τα οράματά τους στην κοινωνία, να βρουν κάποιον χώρο πολιτισμικά και κοινωνικά αποδεκτό.
Γενικά, η εφηβεία θεωρείται περίοδος κρίσης. Υπάρχουν ενήλικες που πιστεύουν πως οι νέοι είναι ιδεαλιστές, απογοητευμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα και ότι δεν έχουν καλές σχέσεις με την παλαιότερη γενιά, από την οποία προσπαθούν να αποδεσμευτούν. Η αντίθετη θεώρηση της εφηβείας θέλει τους νέους να έχουν ενσωματώσει τις πεποιθήσεις και τα ιδανικά των γονιών τους και να λειτουργούν με βάση αυτά σε ένα περιβάλλον, στο οποίο η γονική εξουσία και καθοδήγηση συνεχώς μειώνεται, καθώς οι γονείς βλέπουν τα παιδιά τους να αναλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο τους ρόλους των ενηλίκων. Τότε οι περισσότεροι γονείς αρχίζουν να λειτουργούν ως καθοδηγητές και σύμβουλοι, ενώ οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και στους νέους χαρακτηρίζονται από αμοιβαίο σεβασμό και φροντίδα.

A.C. Diver. (1990). Εφηβεία. Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, τ.4ος, 2185-2190. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα (διασκευή).

Κείμενο 2

Συγκρουσιακές σχέσεις γονέων και εφήβων: Μύθος ή πραγματικότητα;

Η σχέση γονέων-εφήβων έχει μελετηθεί διεξοδικά από ειδικούς. Ωστόσο, παρατηρείται μεγάλη διαφορά τόσο στα δεδομένα των ερευνών, όσο και στις θεωρητικές προσεγγίσεις. Παρά τις διαφορές, οι περισσότερες κλασικές ψυχολογικές θεωρήσεις της προσωπικότητας έχουν ορισμένες ομοιότητες όσον αφορά στην εφηβεία. Όλοι, λόγου χάριν, συμφωνούν πως η εφηβεία είναι μια μεταβατική περίοδος αλλαγών, που δημιουργεί άγχος και πίεση στους εφήβους.
Παραδοσιακά οι εκδηλώσεις του άγχους και της πίεσης οδηγούσαν στη γενίκευση για τη συγκρουσιακή φύση των σχέσεων γονέων-εφήβων. Η άποψη που επικρατούσε για πολλές δεκαετίες είναι ότι οι γονικές-εφηβικές σχέσεις είναι κυρίως συγκρουσιακές. Μάλιστα ως πρόσφατα αποτελούσε κοινή παραδοχή ότι κατά την περίοδο της εφηβείας αναπτύσσονται συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς και στους εφήβους. Όμως, τα πορίσματα νεότερων μελετών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για τη μεγάλη πλειονότητα η περίοδος της εφηβείας βιώνεται από τους νέους και τις οικογένειές τους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ακόμη κι όταν υπάρχουν διαφωνίες των εφήβων με τους γονείς και είναι ιδιαίτερα έντονες, οι νέοι πιστεύουν πως δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις σχέσεις τους με τους γονείς.
Στις περιπτώσεις βέβαια εκείνες στις οποίες οι οικογενειακές σχέσεις είναι συγκρουσιακές, αποδεικνύεται ότι πράγματι δημιουργούνται ουσιαστικά προβλήματα που επηρεάζουν τη λειτουργία της οικογένειας και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του εφήβου καθώς και τη συμπεριφορά του. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις διαπιστώνεται ότι οι σχέσεις γονέων-εφήβων δεν έγιναν συγκρουσιακές με την αρχή της εφηβείας, αλλά προϋπήρχαν.

Χρ. Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη. (2002). Συγκρουσιακές σχέσεις γονέων και εφήβων: Μύθος ή πραγματικότητα; Εκπαιδευτική, Οικογενειακή και Πολιτική Ψυχοπαθολογία, τ. Β΄, 208-242. Αθήνα: Ατραπός (διασκευή).

ΘΕΜΑΤΑ

Α1. Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των γονέων κατά την περίοδο της εφηβείας, σύμφωνα με το πρώτο κείμενο; (60-80 λέξεις)

Οι γονείς θα πρέπει σταδιακά να παραχωρούν όλο και περισσότερες ελευθερίες στα παιδιά τους, διατηρώντας για τον εαυτό τους το ρόλο του συμβούλου και καθοδηγητή. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τον προγενέστερο πιο παρεμβατικό τους ρόλο και με την προϋπόθεση πως οι έφηβοι αξιοποιούν με σύνεση και υπευθυνότητα τις νέες ελευθερίες τους, οι γονείς θα πρέπει να είναι έτοιμοι να εμπιστευτούν την κρίση των παιδιών τους. Ζητούμενο, άλλωστε, είναι οι έφηβοι να έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες τους, ώστε σύντομα να είναι σε θέση να λειτουργήσουν ως ενήλικες.

Α1. Ποιες είναι, σύμφωνα με το δεύτερο κείμενο, οι απόψεις που υπάρχουν για τις σχέσεις γονέων και εφήβων; (60-80 λέξεις)

Σύμφωνα με το δεύτερο κείμενο υπάρχουν δύο αντιτιθέμενες απόψεις για τις σχέσεις γονέων και εφήβων. Η μία άποψη, που είναι και η παλαιότερη, υποστηρίζει πως οι εντάσεις και το άγχος της εφηβείας οδηγούν σε συγκρούσεις τους εφήβους με τους γονείς τους, καθιστώντας έτσι έντονα συγκρουσιακές τις μεταξύ τους σχέσεις. Η δεύτερη και νεότερη άποψη, ωστόσο, βασιζόμενη σε έρευνες επισημαίνει πως οι περισσότερες οικογένειες αντιμετωπίζουν την εφηβεία χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ενώ, ακόμη κι αν υπάρχουν διαφωνίες ή συγκρούσεις, αυτές δεν έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στις σχέσεις γονέων-εφήβων.

Α1. Ποιες απόψεις διατυπώνονται στο κείμενο για την περίοδο της εφηβείας; (60-80 λέξεις)

Στο κείμενο διατυπώνονται δύο διαφορετικές απόψεις σχετικά με την εφηβεία. Από τη μία πλευρά υπάρχει η αίσθηση πως οι έφηβοι ως ιδεαλιστές είναι απογοητευμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα κι αυτό τους ωθεί σε μια τάση απόρριψης της παλαιότερης γενιάς απ’ την οποία και θέλουν να αποδεσμευτούν. Ενώ, από την άλλη διατυπώνεται η σκέψη πως η μετάβαση των εφήβων στην ενηλικίωση γίνεται ομαλότερα, καθώς αυτοί έχουν υιοθετήσει τα ιδανικά και τις πεποιθήσεις των γονιών τους και με τη δική τους καθοδήγηση αξιοποιούν την ανεξαρτησία που τους παρέχεται. Προκύπτει, έτσι, μεταξύ γονιών και εφήβων μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού και φροντίδας.

Α2. Να δώσετε από έναν πλαγιότιτλο στη δεύτερη παράγραφο (Παραδοσιακά… γονείς) και την τρίτη παράγραφο (Στις περιπτώσεις… προϋπήρχαν) του δεύτερου κειμένου.

2η παράγραφος: Αντιτιθέμενες απόψεις σχετικά με την εφηβεία.
3η παράγραφος: Οι συγκρουσιακές σχέσεις στην οικογένεια επηρεάζουν σημαντικά τους εφήβους.

Α2. Πώς επιτυγχάνεται η συνοχή ανάμεσα στις περιόδους της δεύτερης παραγράφου (Παραδοσιακά… τους γονείς) του δεύτερου κειμένου;

Μάλιστα ως πρόσφατα...: Το βεβαιωτικό επίρρημα «μάλιστα» χρησιμοποιείται για να τονίσει με έμφαση πως μέχρι και πρόσφατα οι σχέσεις γονέων-εφήβων θεωρούνταν συγκρουσιακές. Όσα συμπληρώνονται με το μάλιστα, ενισχύουν και επιβεβαιώνουν όσα είχαν προηγηθεί.

Όμως, τα πορίσματα νεότερων μελετών...: Ο αντιθετικός σύνδεσμος «όμως», σε λειτουργία επιρρήματος εδώ, ενισχύει τη συνοχή των περιόδων του κειμένου, καθώς δηλώνει την αντίθεση ανάμεσα σε όσα θεωρούσαν παλαιότερα ως δεδομένα για την εφηβεία και σε όσα προκύπτουν πλέον από πορίσματα ερευνών. 

Α2. Να χωρίσετε τη δεύτερη παράγραφο (Παραδοσιακά… τους γονείς) του δεύτερου κειμένου σε δυο παραγράφους και να αιτιολογήσετε τη διαφορετική παραγραφοποίηση.

1η παράγραφος: Παραδοσιακά οι εκδηλώσεις του άγχους... συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς και στους εφήβους.
2η παράγραφος: Όμως, τα πορίσματα νεότερων μελετών... σημαντικές επιπτώσεις στις σχέσεις τους με τους γονείς.

Στην πρώτη παράγραφο αναφέρεται η κυρίαρχη άποψη για την εφηβεία που ίσχυε μέχρι και πρόσφατα, ενώ στη δεύτερη παράγραφο καταγράφονται τα πορίσματα νεώτερων μελετών, τα οποία έρχονται σε αντίθεση με την παλαιότερη θεώρηση της εφηβείας.
 
Β1. Να δημιουργήσετε από μία πρόταση με ένα αντώνυμο των λέξεων του πρώτου κειμένου με έντονη γραφή: παύουν, εξαρτημένα, ενήλικες, απογοητευμένοι, μειώνεται.

παύουν ≠ συνεχίζουν
εξαρτημένα ≠ ανεξάρτητα
ενήλικες ≠ ανήλικοι
απογοητευμένοι ≠ ευχαριστημένοι
μειώνεται ≠ αυξάνεται

ð Οι έφηβοι συνεχίζουν σε πολλές περιπτώσεις να ερμηνεύουν την πραγματικότητα σύμφωνα με τις απόψεις και τις αντιλήψεις των γονιών τους.

ð Βασική επιδίωξη των γονιών είναι να βοηθήσουν τα παιδιά τους, ώστε να γίνουν ανεξάρτητα και υπεύθυνα άτομα.

ð Οι ανήλικοι έχουν πάντοτε ανάγκη την προστατευτική παρουσία κάποιου ενήλικα.

ð Οι γονείς είναι ευχαριστημένοι, όταν βλέπουν πως η προσπάθειά τους έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

ð Η απόδοση των εφήβων αυξάνεται, όταν ζουν σ’ ένα ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον κι έχουν τη συνεχή στήριξη των γονιών τους.

B1. «Γενικά, η εφηβεία θεωρείται περίοδος κρίσης».
Χρησιμοποιώντας την παραπάνω πρόταση, να δημιουργήσετε μια παράγραφο 50-60 λέξεων.

Γενικά, η εφηβεία θεωρείται περίοδος κρίσης, καθώς η μετάβαση στην ενηλικίωση συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές στην ψυχοσύνθεση των νέων. Η προσπάθεια διαμόρφωσης και εδραίωσης μιας ταυτότητας που να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του εφήβου, τον φέρνει συχνά σε σύγκρουση με τις προσδοκίες των γονιών του. Ενώ, συνάμα, η ολοένα εντονότερη επιθυμία του για ανεξαρτησία εντείνει τις μεταξύ τους προστριβές, με αποτέλεσμα ο έφηβος να βιώνει συχνά συναισθηματικές διακυμάνσεις και απογοητεύσεις.

B1. Να συντάξετε μία παράγραφο 40-50 λέξεων στην οποία να χρησιμοποιήσετε τις λέξεις/φράσεις του κειμένου με έντονη γραφή: νέους ρόλους, ανεξαρτησία, πεποιθήσεις και ιδανικά, αμοιβαίο σεβασμό και φροντίδα, σχέση γονέων-εφήβων.

Η σχέση γονέων-εφήβων μπορεί να χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό και φροντίδα, αρκεί αφενός οι γονείς να αντιλαμβάνονται και να αποδέχονται την ανάγκη των εφήβων για ανεξαρτησία κι αφετέρου οι έφηβοι να σέβονται τις εύλογες ανησυχίες των γονιών τους. Οι έφηβοι, άλλωστε, καθώς προετοιμάζονται να υιοθετήσουν τους νέους ρόλους τους στην ενήλικη ζωή, είναι βέβαιο πως θα διατηρήσουν πολλές πεποιθήσεις και ιδανικά των γονιών τους.

Β2. Να επισημάνετε ποιες από τις λέξεις με έντονη γραφή των παρακάτω προτάσεων έχουν κυριολεκτική / δηλωτική και ποιες μεταφορική / συνυποδηλωτική σημασία:

1. Οι περισσότεροι γονείς αρχίζουν να λειτουργούν ως καθοδηγητές και σύμβουλοι.
ð Κυριολεκτική – δηλωτική

2. [Οι νέοι] έχουν ενσωματώσει τις πεποιθήσεις και τα ιδανικά των γονιών τους.
ð Μεταφορική – συνυποδηλωτική

3. Η εφηβεία είναι μια μεταβατική περίοδος αλλαγών, που δημιουργεί άγχος και πίεση στους εφήβους.
ð Κυριολεκτική – δηλωτική

Β2. Να επισημάνετε ποιες από τις παρακάτω προτάσεις του πρώτου κειμένου χρησιμοποιούνται με κυριολεκτική / δηλωτική και ποιες με μεταφορική / συνυποδηλωτική σημασία:

1. «Οι έφηβοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του επόμενου βήματος». = Μεταφορική / συνυποδηλωτική 

2. «[Οι περισσότεροι] ενήλικες πιστεύουν». = Κυριολεκτική – δηλωτική

3. «Θέλει τους νέους να έχουν ενσωματώσει τις πεποιθήσεις και τα ιδανικά των γονιών τους». = Μεταφορική / συνυποδηλωτική

Β2. Να επισημάνετε ποιες από τις παρακάτω προτάσεις του πρώτου κειμένου χρησιμοποιούνται με κυριολεκτική-δηλωτική και ποιες με μεταφορική-συνυποδηλωτική σημασία:

1. «Οι έφηβοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του επόμενου βήματος».
ð Μεταφορική – συνυποδηλωτική

2. «Προσπαθούν να ενσωματώσουν τους εαυτούς τους και τα οράματά τους».
ð Μεταφορική – συνυποδηλωτική

3. «Οι περισσότεροι γονείς αρχίζουν να λειτουργούν ως καθοδηγητές και σύμβουλοι».
ð Κυριολεκτική

Κείμενο

Εφηβεία

Η εφηβεία αποτελεί μία μεταβατική περίοδο στη ζωή του ανθρώπου, η οποία αρχίζει με το τέλος της παιδικής ηλικίας και οδηγεί στην ενηλικίωση. Κατά τη διάρκειά της, συντελούνται βιολογικές, σωματικές και ψυχολογικές μεταβολές, που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τη στάση του εφήβου απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους, ενηλίκους και συνομηλίκους, καθώς και τις απόψεις και τις ιδέες του απέναντι σε αρχές και αξίες που επικρατούν στην κοινωνία, όπου ζει. Επίσης, η εφηβεία είναι μία περίοδος αναζήτησης ταυτότητας, ατομικότητας, προσωπικών επιλογών και στάσης ζωής. Όμως, σήμερα οι αναζητήσεις αυτές γίνονται όλο και πιο δύσκολες λόγω των κοινωνικών συνθηκών, καθώς η ρευστότητα της σημερινής οικογενειακής δομής δημιουργεί αντιφάσεις και ασυνέχειες στον τρόπο με τον οποίο οι γονείς και τα παιδιά βιώνουν τους ρόλους τους.
Ο έφηβος έχει ανάγκη να του αναγνωρίζουν ελευθερία και αυτονομία. Χρειάζεται το δικό του χώρο, ο οποίος συμβολίζει την ατομικότητα και τη διαφορετικότητά του. Οι προσωπικές επιλογές στο ντύσιμο, η διευθέτηση του προσωπικού χώρου και χρόνου, η επιλογή των φίλων, του τρόπου διασκέδασης, της ελευθερίας λόγου και πράξεων, η ανάληψη ορισμένων ευθυνών και η αναγνώριση από τους γονείς των ικανοτήτων του είναι τα στοιχεία που συντελούν στην απόκτηση ξεχωριστής αυτόνομης ταυτότητας και συνθέτουν την αλλαγή της σχέσης του παιδιού με τους γονείς του.
Ασφαλώς, όπως ο έφηβος βρίσκεται σε φάση αναζήτησης ταυτότητας, έτσι και ο γονιός βρίσκεται σε φάση αναζήτησης του γονεϊκού του ρόλου. Καθώς έρχεται αντιμέτωπος με πρωτόγνωρες συμπεριφορές και νέες ανάγκες, πολλές φορές δυσκολεύεται να βάλει όρια.
Η ταυτότητα του εφήβου δομείται γύρω από δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος αφορά την «ταυτότητα του φύλου», δηλαδή την αναγνώριση και την αποδοχή για τον εαυτό του των σωματικών, ψυχολογικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών που διακρίνουν το φύλο στο οποίο ανήκει βιολογικά. Ο δεύτερος άξονας αφορά την «κοινωνική ταυτότητα», δηλαδή τη διαμόρφωση της ιδεολογίας, των ηθικών αξιών, των κοινωνικών στάσεων και των επαγγελματικών επιλογών. Η κοινωνική ταυτότητα αναφέρεται στη θέση, στις ενέργειες και στη λειτουργία του ατόμου ως μέλους της κοινωνίας. Αν σκεφθούμε, λοιπόν, τη σημασία των παραπάνω «ταυτοτήτων», θα καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους η εφηβεία θεωρείται πολύ σημαντική περίοδος της ζωής του ανθρώπου.
Προς το τέλος της εφηβείας ο έφηβος, έχοντας πλέον επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του με τους γονείς και τ’ αδέλφια του, έχοντας δοκιμαστεί στις σχέσεις του (σχέσεις βαθιάς φιλίας, αντιπαλότητας, εχθρότητας, αγάπης) με τους συνομηλίκους του, έχοντας υιοθετήσει ηθικές αξίες και ιδεολογικά πρότυπα, αισθάνεται ικανός να ενεργεί ως μέλος της κοινωνίας των ενηλίκων.

Θ. Γιοβαζολιάς κ.α. (2011). Συνεργασία εκπαιδευτικών – οικογένειας, 27-28. Αθήνα: ΥΠΔΒΜΘ, Γ. Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης. ΙΔΕΚΕ (διασκευή).

ΘΕΜΑΤΑ

Α1. Ποιες αλλαγές, σύμφωνα με το κείμενο, συντελούνται στον έφηβο κατά τη διάρκεια της εφηβείας και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών; (60-80 λέξεις)

Σύμφωνα με το κείμενο, κατά τη διάρκεια της εφηβείας συντελούνται βιολογικές, σωματικές και ψυχολογικές μεταβολές, οι οποίες επηρεάζουν κι εν τέλει διαμορφώνουν τη στάση του εφήβου τόσο απέναντι στον εαυτό του όσο και απέναντι στους άλλους. Από τις αλλαγές αυτές επηρεάζονται, επίσης, οι απόψεις και οι ιδέες του εφήβου απέναντι στο σύστημα αρχών και αξιών της κοινωνίας στην οποία ζει. Ενώ, συνάμα, έχουν σημαντική επίδραση και στην τελική διαμόρφωση της ταυτότητας, της προσωπικότητας και των γενικότερων ατομικών επιλογών του εφήβου.

Α1. Ποιες είναι οι αλλαγές, σύμφωνα με το κείμενο, που σηματοδοτούν το τέλος της εφηβείας; (60-80 λέξεις)

Το τέλος της εφηβείας σηματοδοτείται από την αίσθηση του εφήβου πως είναι πια ικανός να ενεργήσει ως μέλος της κοινωνίας των ενηλίκων. Αίσθηση, η οποία προκύπτει ύστερα από τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων του εφήβου με τους γονείς και τα αδέρφια του, κι αφού έχει δοκιμαστεί στις διάφορες εκφάνσεις των σχέσεων με τους συνομηλίκους του, αφού δηλαδή έχει γνωρίσει τη φιλία, την εχθρότητα, μα και την αγάπη. Ενώ, παράλληλα, έχει ήδη διαμορφώσει το πλαίσιο των ηθικών του αξιών και των ιδεολογικών του προτύπων.

Α1. Για ποιους λόγους, σύμφωνα με το κείμενο, ο έφηβος επιθυμεί να αισθάνεται ελεύθερος και αυτόνομος; (60-80 λέξεις)

Η επιθυμία του εφήβου να αισθάνεται ελεύθερος και αυτόνομος οφείλεται στην ανάγκη απόκτησης και διαμόρφωσης της ξεχωριστής του ταυτότητας. Ο έφηβος μέσα από τις προσωπικές του επιλογές στο ντύσιμο, στον τρόπο διασκέδασης, στους φίλους· μέσα από την ελεύθερη διευθέτηση του προσωπικού του χώρου και χρόνου, καθώς και μέσα από την ουσιαστικότερη ελευθερία λόγου και πράξεων, δομεί σταδιακά τη δική του αυτόνομη προσωπικότητα. Εκφράζει, έτσι, την ατομικότητα και τη διαφορετικότητά του, και προχωρά στην αναδιαμόρφωση των σχέσεών του με τους γονείς του, απ’ τους οποίους επιθυμεί να γίνει αποδεκτός ως ένας αυτόνομος άνθρωπος με τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα.

Α2. Ποια είναι η συλλογιστική πορεία που ακολουθεί ο συγγραφέας στη δεύτερη παράγραφο (Ο έφηβος... γονείς του) του κειμένου (επαγωγική ή παραγωγική); Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Η συλλογιστική πορεία που ακολουθείται είναι παραγωγική, διότι από τη γενικότερη διαπίστωση πως ο έφηβος έχει ανάγκη να του αναγνωρίζουν ελευθερία και αυτονομία, ο γράφων προχωρά σε επιμέρους στοιχεία, τα οποία ορίζουν την ελευθερία και την αυτονομία του νέου στο επίπεδο των προσωπικών επιλογών (ντύσιμο, διευθέτηση προσωπικού χώρου και χρόνου, επιλογή φίλων κ.ά.).

Α2. Με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η δεύτερη παράγραφος (Ο έφηβος έχει... γονείς του) του κειμένου;

Η παράγραφος αναπτύσσεται με παραδείγματα, καθώς ο συγγραφέας παραθέτει σειρά παραδειγμάτων προκειμένου να προσδιορίσει την αναγκαία ελευθερία των εφήβων. Έτσι, ο προσωπικός χώρος, οι προσωπικές επιλογές στο ντύσιμο, στη διευθέτηση του προσωπικού χώρου, η επιλογή των φίλων, η επιλογή του τρόπου διασκέδασης κ.λπ., λειτουργούν ως ενδεικτικά παραδείγματα της ελευθερίας εκείνης που επιτρέπει στους εφήβους να αποκτήσουν ξεχωριστή αυτόνομη προσωπικότητα.

Α2. Πώς επιτυγχάνεται η συνοχή στις περιόδους της πρώτης παραγράφου (Η εφηβεία... ρόλους τους) του κειμένου;

ð Επίσης, η εφηβεία είναι μία περίοδος αναζήτησης...
Με το επίρρημα «επίσης» ο συγγραφέας προσθέτει επιπλέον στοιχεία σχετικά με την εφηβεία.

ð Όμως, σήμερα οι αναζητήσεις αυτές γίνονται όλο και πιο δύσκολες...
Με την επιρρηματική χρήση του αντιθετικού συνδέσμου «όμως» τονίζεται η αντίθεση με όσα προηγήθηκαν.

Β1. Να συντάξετε μία παράγραφο 40-50 λέξεων στην οποία να χρησιμοποιήσετε τις ακόλουθες λέξεις/φράσεις, με βάση τη σημασία τους στο κείμενο: εφηβεία, μεταβατική περίοδο, ελευθερία, αυτονομία, αλλαγή της σχέσης.

Η εφηβεία συνιστά μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία το νέο άτομο διεκδικεί περισσότερη ελευθερία και αυτονομία από τους γονείς του, προκειμένου να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα. Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο αξιοποιεί την ελευθερία που του παρέχεται, αλλά και η προσωπικότητα που διαμορφώνει σταδιακά, οδηγούν στην αλλαγή της σχέσης του με τους γονείς του. 

Β1. «Η εφηβεία είναι μία περίοδος αναζήτησης ταυτότητας και προσωπικών επιλογών».
Χρησιμοποιώντας την παραπάνω πρόταση, να δημιουργήσετε μία παράγραφο 40-50 λέξεων.

Η εφηβεία είναι μία περίοδος αναζήτησης ταυτότητας και προσωπικών επιλογών. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι νέοι διαμορφώνουν τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους, επιλέγουν τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό και αρχίζουν να σχεδιάζουν τη μελλοντική τους εξέλιξη. Συνάμα, οι νέοι εν μέσω ποικίλων σωματικών και ψυχολογικών αλλαγών, συνθέτουν το πλαίσιο των ηθικών τους αρχών και θέτουν τις βάσεις για την ξεχωριστή και αυτόνομη ταυτότητά τους.  

Β1. «Η εφηβεία θεωρείται πολύ σημαντική περίοδος της ζωής του ανθρώπου».
Χρησιμοποιώντας την παραπάνω πρόταση να δημιουργήσετε μία παράγραφο 40-50 λέξεων.

Η εφηβεία θεωρείται πολύ σημαντική περίοδος της ζωής του ανθρώπου, μιας και κατά τη διάρκειά της συγκροτείται και διαμορφώνεται η προσωπικότητά του. Τα πνευματικά ερεθίσματα που παρέχονται στον νέο, οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής, αλλά και η στάση των γονιών συνιστούν καίριους παράγοντες επίδρασης στην κρίσιμη αυτή διαδικασία αναζήτησης προσωπικής ταυτότητας.

Β2. Να επισημάνετε τρία παραδείγματα μεταφορικής / συνυποδηλωτικής χρήσης της γλώσσας στο κείμενο και να αιτιολογήσετε τη χρήση τους.

ð η «ρευστότητα» της σημερινής οικογενειακής δομής...
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη λέξη «ρευστότητα» για να αποδώσει με ιδιαίτερη παραστατικότητα το γεγονός πως η δομή της οικογένειας τείνει να μην έχει πια τη σταθερότητα παλαιότερων εποχών.

ð έχοντας «υιοθετήσει» ηθικές αξίες και ιδεολογικά πρότυπα...
Η λέξη «υιοθετήσει» χρησιμοποιείται εδώ μεταφορικά για να δηλώσει εμφατικά την αποδοχή και την αξιοποίηση από τους εφήβους προγενέστερων ηθικών αξιών και προτύπων.

ð σχέσεις «βαθιάς» φιλίας...
Το επίθετο «βαθιάς» δίνει παραστατικότερα την έννοια της ουσιαστικής φιλίας.

Β2. Να δώσετε στο κείμενο έναν μεταφορικό/συνυποδηλωτικό τίτλο που να περιέχει τη λέξη «εφηβεία» ή παράγωγά της.

ð Ο δρόμος προς την εφηβική ταυτότητα, είναι δρόμος αλλαγών!   

Β2.α. Να επισημάνετε στην τέταρτη παράγραφο (Η ταυτότητα... του ανθρώπου) δύο φράσεις ειδικού λεξιλογίου.

ð ταυτότητα του φύλου
ð κοινωνική ταυτότητα

Β2.β.Να αιτιολογήσετε τη χρήση τους από τον συγγραφέα.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί φράσεις ειδικού λεξιλογίου καθώς επιθυμεί να πραγματευτεί με επιστημονικό τρόπο το εξεταζόμενο θέμα. Αξιοποιεί, έτσι, όρους της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας προκειμένου να αποδώσει με σαφή τρόπο δύο βασικά ζητούμενα της εφηβικής ηλικίας.



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...