Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Δημήτριος Βικέλας «Λουκής Λάρας» (Ερωτήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Theodore Gericault

Δημήτριος Βικέλας «Λουκής Λάρας» (Ερωτήσεις σχολικού)

Λουκής Λάρας [απόσπασμα]

Ο Λουκής Λάρας είναι ένα έργο αφετηριακό· με τη δημοσίευσή του εγκαινιάζεται μια καινούργια περίοδος της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η υπόθεσή του αναφέρεται στην Επανάσταση του '21 και ιδιαίτερα στις αντιδράσεις του άμαχου πληθυσμού. Τοπικά εξελίσσεται στη Σμύρνη, στη Χίο και στην Τήνο όπου ο Λάρας κατέφυγε τελικά και σταδιοδρόμησε ως έμπορος. Το απόσπασμα που ακολουθεί δίνει μια σκηνή από τα φρικιαστικά γεγονότα της σφαγής της Χίου κατά το 1822.

«Την επιούσαν ήμεθα από πρωίας συνηγμένοι κατά το σύνηθες εις την ισόγειον της οικίας είσοδον, ήτις εχρησίμευεν ως κοινή αίθουσά μας. Καθήμενοι εις των θυρών τα κατώφλια και επί των βαθμίδων της κλίμακος συνεσκεπτόμεθα, ως πάντοτε, περί του πρακτέου, αναμένοντες τι η ημέρα θα μας φέρει και υπολογίζοντες πότε ηδυνάμεθα να περιμένωμεν απόκρισιν εκ Ψαρών.

Η Ανδριάνα μόνη ήτο απούσα. Είχεν εξέλθει προς εύρεσιν τροφής. Και άλλοτε κατώρθωσε να ποικίλει την πενιχράν δίαιτάν μας συλλέγουσα χόρτα άγρια εις τους πέριξ του χωρίου λόφους. Αλλ’ εβράδυνεν ήδη να επιστρέψει. Και η μήτηρ μου, ανησυχούσα, πολλάκις ήνοιξε την θύραν και προέτεινε την κεφαλήν εις την οδόν, να ίδει μη φαίνεται ερχόμενη.

Η Ανδριάνα ήτο ο γενικός προστάτης, η αληθής πρόνοια ολοκλήρου της εις Μεστά δυστυχούς ημών ομάδος. Πλήρης αυταπαρνήσεως και αφοσιώσεως, περιέθαλπε την μητέρα και τας αδελφάς μου και εφρόντιζε περί πάντων των λοιπών· όλα τα επρόφθανεν, όλα τα εσυλλογίζετο· αυτή εύρισκεν ή εφεύρισκε την καθημερινήν τροφήν μας, αυτή έφερε το νερόν εκ της πηγής, αυτή κατώρθωσε δι’ αχύρων και παλαιών ταπήτων ν’ αυτοσχεδιάσει στρωμνάς δι’ όλους εις τα εύκαιρα δωμάτια της οικίας εκείνης· αυτή μας έφερεν ειδήσεις έξωθεν, σχετιζόμενη μετά των χωρικών και τα πάντα ερευνώσα και τα πάντα μανθάνουσα. Η ενεργητικότης της ήτο αδάμαστος και ακατάβλητος η ευθυμία της. Είχε την καρδίαν υγιά και ακμαίαν όσον και το σώμα, και συχνάκις δια της ζωηρότητος, διά της φαιδρότητός της έφερεν εις τα χείλη μας το μειδίαμα, εν μέσω της επικρατούσης εκεί γενικής αθυμίας.

Η ώρα εν τούτοις παρήρχετο και ηύξανε της μητρός μου η ανησυχία. Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ’ ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης. - Τι έγινε; Πώς αργεί; μην έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα...

Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην.

Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης:

Α! οι Τούρκοι οι Τούρκοι! Και αρπάσασα τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.

Η δε Ανδριάνα με τη μίαν χείρα επί της ανοικτής θύρας, εδείκνυε διά της άλλης την έξοδον, και ασθμαίνουσα δεν ηδύνατο ν’ άρθρωση τας λέξεις τας οποίας επροσπάθει να προφέρη·- Φύγετε, κρυφθείτε! Ευρέθη μεν όλοι διά μιας έξω εις τον δρόμον μετά της Ανδριάνας.

Πού επηγαίνομεν; Τι ηθέλομεν; Έμφυτος τις ορμή διηύθυνε τα βήματά μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους Τούρκους. Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεταί τις εις τοιαύτας ώρας;

Ενώ ετρέχομεν ούτω περίφοβοι, παραζαλισμένοι, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν, μια γραία εις την θύραν ταπεινής οικίας ιστάμενη μας είδε, μας ελυπήθη και ήπλωσε προς ημάς την χείρα.

- Ελάτε, εδώ να σας κρύψω, Χριστιανοί.

Εχύθημεν όλοι εντός της ανοικτής θύρας, ακολουθούντες την γραίαν. Ο θεός την εφώτισε! Εις εκείνην χρεωστούμεν την σωτηρίαν, την ύπαρξίν μας. Δεν την είδα έκτοτε, ούτε το όνομα της, γνωρίζω, αλλά ποτέ δεν ελησμόνησα το αγαθόν πρόσωπόν της, ουδ’ έπαυσα ευλόγων την μνήμην της. Είθε να την αντήμειψεν ο Θεός και να την ανέπαυσεν εν ειρήνη!

Όπισθεν της οικίας ήτο αυλή ύπαιθρος, εις δε την άκραν της αυλής σταύλος. Εντός του σταύλου μάς έκρυψεν η γραία. Αι αγελάδες της έβοσκον εις την εξοχήν και δεν επέστρεψαν ούτε την εσπέραν εκείνην, ούτε τας επιούσας, να μας διαφιλονικήσωσι της κατοικίας των την κατοχήν. Δεν ηχμαλώτιζον γυναικόπαιδα μόνον οι Τούρκοι· ό,τι εύρισκον ήτο λεία ευπρόσδεκτος. Αλλά δεν εζημίωσαν ημάς τότε ληστεύσαντες της πτωχής γραίας τα ζώα.

Η είσοδος ήτο στενή και σκοτεινή, εις δε το βάθος ηνοίγετο ο σταύλος τετράγωνος και οπωσούν ευρύχωρος· αλλ’ ουδ’ αυτός είχε παράθυρον ή άλλην οπήν, ώστε, ότε εκλείετο η επί της αυλής θύρα της διόδου, το σκότος ήτο ψηλαφητόν και η αποφορά δεν είχε διέξοδον. Τέσσαρα ημερόνυκτα εμείναμεν εντός του κρυψώνος τούτου, δεκαοκτώ εν συνόλω ψυχαί!

Το εσπέρας της πρώτης ημέρας η φιλάνθρωπος γραία μάς έφερε σάκκον πλήρη σύκων. Ότε δε συνηθίσαμεν εις το σκότος, ανεκαλύψαμεν εις μίαν γωνίαν κάδον έχοντα εισέτι ύδωρ αρκετόν, προς ποτισμόν των αγελάδων. Χάρις εις το ύδωρ τούτο και εις τα σύκα δεν απεθάνομεν της δίψης και της πείνης. Εις θέσιν σε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του σταύλου εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας!

Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και άλλοτε πλησίον. Την τελευταίαν μάλιστα νύκτα τούς είχομεν πολύ, πολύ πλησίον, διότι διενυκτέρευσαν εις την οικίαν της γραίας, και ηκούομεν τας ομιλίας των και τας διηγήσεις των αισχρών κατορθωμάτων των.

Ο κύριος των Τούρκων σκοπός ήτο η ανακάλυψις των κρυπτομένων φυγάδων. Τους άνδρας εφόνευον, τα δε γυναικόπαιδα ηχμαλώτιζον μεταφέροντες την άγραν των εις την πόλιν. Τους χωρικούς δεν έβλαπτον συνήθως, εκτός δι’ ύβρεων και ραβδισμών και λακτισμάτων και διά της καταναλώσεως των τροφίμων των. Δεν έμενον δε επί πολύ οι αυτοί Τούρκοι εις το χωρίον. Αφ’ εσπέρας ήρχετο μία συμμορία, έτρωγον, έπινον εκοιμώντο, την δεν πρωίαν ήρχιζεν η έρευνα προς σφαγήν και αιχμαλωσίαν· ανεχώρουν οι πρώτοι με αιχμαλώτους και λάφυρα, και τους διεδέχετο νέα την εσπέραν συμμορία, και ούτως εφεξής. Ημείς δ’ επεριμένομεν να κορεσθώσι και να παύση η εξάντλησις της λείας την διαδοχήν του διωγμού, παρακαλούντες τον Θεόν να μη ανακαλυφθώμεν μέχρι τέλους.

Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελεύτητων εκείνων ημερών! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον από του στήθους της· ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν.

- Θέλεις να μας καταδώσης; έλεγε.

Και έκυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και δεν ηκούετο ο θρήνος της.

Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την παρηγόρηση.

- Μη μ’ εγγίζεις και λερώνεσαι!

Δυστυχής νέα! Η μαύρη απελπισία της εντός του σκοτεινού και δυσώδους εκείνου καταφυγίου ήτο η φοβερωτέρα ένδειξις της τύχης, η οποία επερίμενε τας λοιπάς εκεί γυναίκας, εάν οι Τούρκοι μάς ανεκάλυπτον!

Την τελευταίαν νύκτα εξημερώθημεν με τον φόβον ότι δεν θα σωθώμεν από τας χείρας των. Η θύρα μόνη του σταύλου μάς εχώριζεν απ’ αυτών.

Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η σιωπή, αλλ’ εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι παρήρχοντο! Θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας; Θα τους έχωμεν και την νύκτα πάλιν; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.

Προς το εσπέρας τούς ηκούσαμεν εις την αυλήν, ετοιμαζομένους προς αναχώρησιν, και εκρατούμεν την αναπνοήν μας, περιμένοντες την ελπιζομένην απομάκρυνσίν των.

Εκεί, ακούομεν αίφνης, πλησίον της θύρας, βροντώδη Τούρκου φωνήν.

- Ας ίδωμεν πριν φύγωμεν, τι έχει εις αυτήν την αποθήκην. Έκαμα τον σταυρόν μου. Κρύος ιδρώς με περιέχυσεν.

Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δεν την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.

Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν!

Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο. Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί εν βήμα... Αντήχησε διά μιας ο πάταγος υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις. - Μόνον βρώμαι είναι εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!

Η θύρα εκλείσθη μετά κρότου και οι Τούρκοι ανεχώρησαν. Εσώθημεν! Εν βήξιμον, εις στεναγμός ηδύνατο να μας προδώση. Αλλ’ ο Θεός μάς ελυπήθη και ηυδόκησε να μας διαφύλαξη, η δε σωτηρία μας την ώραν εκείνην μας εφάνη ως αγαθός δια το μέλλον οιωνός και επεριμέναμεν με πλειότερον ήδη θάρρος της δοκιμασίας μας το τέλος.

Δεν εψεύσθησαν αι ελπίδες μας. Την αυτήν εκείνην εσπέραν, αφού ενύκτωσεν, ηνοίχθη του στάβλου η θύρα και πάλιν, αλλ’ υπό φίλης τώρα χειρός, και ήλθεν εν μέσω ημών ο χωρικός τον οποίον ο θείος μου είχεν αποστείλει προς εύρεσιν πλοίου. Πώς εξετέλεσε την παραγγελίαν, πώς ανεκάλυψε το κρυσφύγετόν μας, δεν γνωρίζω. Έφερε την αγγελίαν ότι πλοίον ψαριανόν μας επερίμενεν εις έρημον λιμενίσκον, όχι μακράν του χωρίου, και ήτο έτοιμος ο χωρικός να μας οδήγηση αμέσως προς αυτό.

Η νυκτερινή ώρα, ο φόβος των Τούρκων, η άγνοια του μέλλοντος, οι κίνδυνοι της φυγής, η ανάμνησις των πρώτων ματαίων περιπλανήσεων πολλούς δισταγμούς την ώραν εκείνην εγέννησαν. Αλλ’ αν εμέναμεν, ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού.

Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός μας είχε λάβει τα μέτρα του. Εισήλθομεν εντός οικίας ερήμου διά να δραπετεύσωμεν εκ των όπισθεν. Η νυξ ήτο σκοτεινή, διεκρίνετο όμως εκ του παραθύρου το κρημνώδες κάτω έδαφος. Εκρεμάσθη σχοινίον και κατέβην πρώτος εγώ. Έδεσα εις την ζώνην μου το σχοινίον και το εκράτουν εκ των χειρών, ενώ με κατεβίβαζον οι άνωθεν. Κατήλθον κατόπιν οι λοιποί άνδρες ανά εις, και επεριλάβομεν έπειτα τας καταβιβαζομένας γυναίκας και παιδία. Τελευταίος επήδησεν ο χωρικός, ετέθη επί κεφαλής μας, και ήρχισεν η νυκτερινή οδοιπορία.

Η απόστασις δεν ήτο μεγάλη, αλλά δεν είναι εύκολος ο δρόμος, όταν με την καρδίαν τρέμουσαν φεύγης εις το σκότος, μη γνωρίζων πού πηγαίνεις, και φοβήσαι ανά πάσαν στιγμήν μη φανώσιν οι Τούρκοι, και έχης γέροντας και γυναίκας και παιδία μικρά εις την συνοδείαν σου!»

Μεστά: χωριό της Χίου.
εύκαιρος: αδειανός.

Ερωτήσεις:

1. Πώς κρίνετε τη συμπεριφορά της Ανδριάνας;

Η Ανδριάνα, μια ορφανή κοπέλα που ζει με την οικογένεια του αφηγητή ως υπηρέτρια, παρουσιάζεται κατά τρόπο εξιδανικευτικό και κοσμείται με ποικίλες αρετές, γεγονός που συμβαδίζει με τη γενικότερη διάθεση του συγγραφέα να εντάσσει στα κείμενά του ήρωες που διακρίνονται για την αγαθότητα του χαρακτήρα τους.
Ο αφηγητής θα μας παρουσιάσει λεπτομερώς τη συμπεριφορά της Ανδριάνας προτού η άτυχη κοπέλα βιαστεί από τους Τούρκους, προκειμένου οι αναγνώστες να είναι σε θέση να αντιληφθούν την τεράστια διαφορά που θα προκύψει στη στάση και στις αντιδράσεις της μετά το τραγικό αυτό γεγονός. Έτσι, κατά το διάστημα που προηγείται του βιασμού, η Ανδριάνα εμφανίζεται ως μια κοπέλα με εύθυμη διάθεση και ακατάλυτη ενεργητικότητα, η οποία κατορθώνει να λειτουργεί ως «γενικός προστάτης» για όλη την οικογένεια. Ίσως για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της απέναντι στους ανθρώπους αυτούς που την έχουν κοντά τους σαν να είναι μέλος της οικογένειάς τους, η Ανδριάνα επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αφοσίωση και θέτοντας τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα φροντίζει διαρκώς τα μέλη της οικογένειας του αφηγητή. Σε καθημερινή βάση η Ανδριάνα καταφέρνει να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στους προστάτες της, βρίσκοντας ή, αν δεν υπήρχαν πραγματικά τρόφιμα, εφευρίσκοντας το καθημερινό τους γεύμα, φέρνοντας νερό από την πηγή, φέρνοντας νέα για το τι συμβαίνει στο νησί και εν γένει καλύπτοντας κάθε πιθανή τους ανάγκη. Χαρακτηριστικό δείγμα, άλλωστε, της εφευρετικότητας που επιδεικνύει η νεαρή κοπέλα στην προσπάθειά της να φανεί χρήσιμη στους ανθρώπους γύρω της, είναι το γεγονός ότι μόλις η οικογένεια βρέθηκε προσωρινά στα Μεστά της Χίου, εκείνη κατόρθωσε να φτιάξει αυτοσχέδια στρώματα για όλα τα μέλη της οικογένειας με άχυρα και παλιά χαλιά της οικείας στην οποία είχαν βρει κατάλυμα.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια κοπέλα με αυξημένο το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στους άλλους ανθρώπους, με έντονη διάθεση αυταπάρνησης, αλλά και με σαφή κατανόηση πως εφόσον η οικογένεια που καλείται να φροντίσει της έχει φερθεί με μεγάλη καλοσύνη, οφείλει κι εκείνη με τη σειρά της να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της. Η μεγαλοψυχία της, μάλιστα, και η διαρκώς καλή της διάθεση, θα αποτελούν ένα εξαιρετικό ψυχολογικό στήριγμα για την οικογένεια του αφηγητή, που αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς και να γνωρίσει πλείστες ταλαιπωρίες.
Ωστόσο, η συμπεριφορά της Ανδριάνας και πολύ περισσότερο η ψυχολογική της κατάσταση θα αλλάξουν δραματικά μετά το τραγικό περιστατικό του βιασμού της από τους Τούρκους. Η κοπέλα από εκείνη τη στιγμή και μετά θα αισθάνεται ντροπιασμένη και δεν θα μπορεί να αντιπαλέψει το βαθύ της πόνο. Η κάποτε χαρούμενη Ανδριάνα θα μετατραπεί σ’ ένα δυστυχισμένο πλάσμα, που θα θεωρεί τον εαυτό του ταπεινωμένο και μιασμένο από τα χέρια των Τούρκων. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το γεγονός ότι όταν η μητέρα του αφηγητή θα θελήσει κάποια στιγμή να την παρηγορήσει παίρνοντάς την αγκαλιά, η Ανδριάνα θα της πει:  «Μη μ’ εγγίζεις και λερώνεσαι!».
Η Ανδριάνα δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει το ψυχολογικό και σωματικό τραύμα του βιασμού της και λίγο καιρό μετά, όταν μαζί με την οικογένεια του αφηγητή θα βρίσκεται στο πλοίο που θα τους απομακρύνει από τη σφαγιαζόμενη Χίο, εκείνη θα πέσει στα παγωμένα νερά της θάλασσας και θα εξαφανιστεί. Η υπερηφάνεια της κοπέλας και ο αυτοσεβασμός της, δεν της επέτρεπαν να συνεχίσει να ζει μετά την τρομερή ταπείνωση που υπέστη από τους Τούρκους.
Αξίζει να δούμε πώς αποδίδει ο αφηγητής, σε επόμενο κεφάλαιο, την ψυχολογική κατάσταση και τη συμπεριφορά της Ανδριάνας τις μέρες που ακολούθησαν τον βιασμό της:
«Τα πάντα ήσαν ως ξένα προς αυτήν. Οι οφθαλμοί της ήσαν προσηλωμένοι, αλλ’ έβλεπες ότι δεν προσέχουν εις ό,τι ητένιζαν. Μελαγχολία ανεκλάλητος απεικονίζετο εις το βλέμμα, εις την στάσιν, εις την σιωπήν της. Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως να απεσπάτο μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων∙ και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της. Πού η προτέρα ζωηρότης; Πού η ενέργεια, πού η φαιδρότης, ήτις μας υπεστήριζε και μας εζωογόνει κατά τας πρώτας του διωγμού ημέρας; Αφ’ ης ώρας ήνοιξε την θύραν εις Μεστά με την κόμην λυτήν και τα στήθη ανοικτά και το φόρεμα σχισμένον, δεν είδα το μειδίαμα, ουδέ ήκουσα την εύθυμον εκείνην φωνήν της. Μόνον τους λυγμούς της ήκουα εντός του σκοτεινού στάβλου, και τώρα έβλεπα το άτονον βλέμμα της και τα βωβά χείλη της. Η ευτυχία της υπάρξεώς της κατεστράφη υπό τας αγρίας χείρας, εκ των οποίων διέφυγε δια να μας σώση. Η ατιμωτική εκείνη επαφή απεμάκρυνε το θαλερόν της ζωής της γόητρον. Το κάλλος απέμενεν, αλλ’ άνευ της προτέρας λάμψεως πλέον. Ήτο εισέτι ωραία, αλλ’ είχε την ωραιότητα του άνθους, το οποίον χειρ σκληρά απέκοψε του στελέχους και το έρριψε κατά γης, αφού το έθλιψε.»    

2. Ποια η ψυχολογική κατάσταση των προσώπων του έργου κατά τον εγκλεισμό τους στο στάβλο και κατά τη φυγή τους;

Τα τέσσερα μερόνυχτα που περνούν τα πρόσωπα του έργου κλεισμένα μέσα στον σκοτεινό στάβλο ήταν γεμάτα φόβο και αγωνία. Η οικογένεια του αφηγητή έχει να αντιμετωπίσει αφενός τις δυσκολίες που τους προκαλεί η διαβίωση σ’ έναν βρόμικο και σκοτεινό χώρο κι αφετέρου την αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή ο παραμικρός θόρυβος από τη μεριά τους θα μπορούσε να τους προδώσει. Δημιουργείται, έτσι, ένα ασφυκτικό κλίμα, που κάνει κάθε λεπτό να μοιάζει ατελείωτο, μιας και οι ήρωες του έργου έχουν διαρκώς την ανησυχία πως οι Τούρκοι που περιφέρονται στο χωριό θα τους βρουν και θα τους σκοτώσουν.
Ιδιαίτερα οδυνηρή είναι η κατάσταση που βιώνει η Ανδριάνα, η οποία έκλαιγε ασταμάτητα, διότι πέρα από το φόβο που διέτρεχε όλη την οικογένεια, είχε να αντιμετωπίσει και το προσωπικό της τραύμα∙ την κακοποίηση που είχε υποστεί από τους Τούρκους. Η νεαρή κοπέλα καλείται, άρα, όχι μόνο να αντέξει τις απάνθρωπες συνθήκες του εγκλεισμού σ’ έναν άθλιο στάβλο, αλλά και να υπομείνει τα συναισθήματα ντροπής και ταπείνωσης, που της προκαλούσαν ένα ανυπόφορο συναίσθημα πόνου.
Το αποκορύφωμα του τρόμου που βίωσαν οι έγκλειστοι στον στάβλο προέκυψε, σαφώς, όταν ένας από τους Τούρκους, που είχαν διανυκτερεύσει στο σπίτι της γριάς που είχε προσφέρει καταφύγιο στην οικογένεια του αφηγητή, άνοιξε την πόρτα του στάβλου για να ελέγξει το χώρο. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους κι ένιωθαν πως έχει φτάσει πια η τραγική στιγμή κατά την οποία οι Τούρκοι θα τους αιχμαλωτίσουν. Εύλογα, λοιπόν, μόλις ο Τούρκος αναφώνησε πως δεν υπάρχει τίποτε μέσα στο στάβλο, αισθάνθηκαν απίστευτη ανακούφιση, για το γεγονός ότι είχαν μόλις γλιτώσει απ’ αυτό που φοβόντουσαν περισσότερο.
Το αίσθημα του φόβου, πάντως, θα είναι κυρίαρχο και κατά τη διάρκεια της νυχτερινής φυγής τους, εφόσον μη γνωρίζοντας τι τους επιφυλάσσει το μέλλον και όντας παντελώς αβέβαιοι για το αν θα κατορθώσουν να φτάσουν στο πλοίο χωρίς να τους εντοπίσουν οι Τούρκοι, κάνουν την πορεία τους μέσα στη σιωπή και με συνεχή αίσθημα ανασφάλειας. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής, ένιωθαν την καρδιά τους να τρέμει μέσα στο σκοτάδι κι έτρεμαν πως θα έβλεπαν από στιγμή σε στιγμή τους Τούρκους μπροστά τους.
Οι ήρωες της ιστορίας νιώθουν στην αρχή δισταγμό σχετικά με την πρόθεσή τους να προχωρήσουν σ’ αυτή τη νυχτερινή φυγή, αλλά γνωρίζουν κιόλας πως αν παραμείνουν στο χωριό αργά ή γρήγορα θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Έτσι, παρά το φόβο τους και παρά το γεγονός ότι είχαν σκέφτονταν ακόμη το πόσο μάταιες στάθηκαν οι πρώτες τους περιπλανήσεις και προσπάθειες να διαφύγουν από τους διώκτες τους, αποφασίζουν να τολμήσουν αυτή την επικίνδυνη νυχτερινή οδοιπορία, που θα μπορούσε ίσως να τους διασφαλίσει την τελική σωτηρία.

3. Ο Λουκής Λάρας είναι ένα έργο αφετηριακό· γράφτηκε δηλαδή σε μια εποχή που ο αφηγηματικός μας λόγος δεν είχε διαμορφωθεί ακόμα και γι’ αυτό, εκτός από τις αρετές του, παρουσιάζει και αδυναμίες. Στις αρετές του εντάσσεται ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται ορισμένες καταστάσεις. Να εντοπίσετε μέσα στο απόσπασμα τέτοια σημεία, υπογραμμίζοντας και τις αντίστοιχες φράσεις.

[Ρεαλισμός: Με το ρεαλισμό, η λογοτεχνία θέτει πλέον ως πρώτο στόχο της την πιστή απόδοση της πραγματικότητας, όπως βέβαια την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο δημιουργός. Οι ρεαλιστές πεζογράφοι καλλιεργούν κυρίως το είδος του μυθιστορήματος και θεωρητικά επιδιώκουν την αντικειμενικότητα· αλλά όπως είναι φυσικό, όσο και αν αποφεύγουν τις συναισθηματικές εξάρσεις, τις κρίσεις και τις προσωπικές ερμηνείες, τα όσα γράφουν επηρεάζονται έστω και έμμεσα από τις πεποιθήσεις τους. Για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, θετικά στοιχεία θεωρούνται η αληθοφάνεια και η πειστικότητα. Οι συγγραφείς δε στοχεύουν καθόλου στον εντυπωσιασμό αλλά αφήνουν την πραγματικότητα να μιλήσει από μόνη της. Επιλέγουν θέματα οικεία στον αναγνώστη και σε γενικές γραμμές συνηθισμένα, προβάλλοντας τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές τους είναι κατά κάποιο τρόπο εκπρόσωποι της κοινωνίας και του πολιτισμού στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκουν, και μολονότι πλαστοί, δεν παύουν να είναι αληθοφανείς.]

Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Βικέλας, αν και κάνει σημαντικά βήματα προς τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας, δεν έχει ωστόσο απομακρυνθεί πλήρως από το ρομαντισμό, κι αυτό γίνεται εμφανές από την τάση του να παρουσιάζει στα κείμενά του εξιδανικευμένους ήρωες απόλυτης αγαθότητας και καλοσύνης. Ο συγγραφέας δεν παύει να επιχειρεί να δώσει μια ιδανική εικόνα των Ελλήνων της εποχής του, έστω κι αν δεν υμνεί τόσο τον ηρωισμό τους, όσο την αφοσίωσή τους στη σκληρή εργασία και στην προθυμία να χτίσουν κάτι νέο ύστερα από τις αιματηρές μάχες με τους Τούρκους.
Σε ό,τι αφορά τη ρεαλιστική απεικόνιση ορισμένων καταστάσεων, θα πρέπει να αναγνωριστεί η σαφής προσπάθεια του συγγραφέα, παρόλο που αφηγείται γεγονότα που δεν τα έχει βιώσει ο ίδιος, να αποδώσει όσο γίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα την αλήθεια αυτών των εμπειριών. Εξαιρετικά ρεαλιστική, για παράδειγμα, είναι η απόδοση της εικόνας που παρουσιάζει η Ανδριάνα ύστερα από την κακοποίησή της από τους Τούρκους: «Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα...». Αντιστοίχως, ιδιαίτερα ρεαλιστική είναι η απεικόνιση του Τούρκου που ανοίγει την πόρτα του στάβλου, όπως και του τρόμου που προκάλεσε το θέαμα αυτό στην ψυχή του αφηγητή: «Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δεν την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.
Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν!».
Ρεαλιστική, άλλωστε, είναι η απόδοση της συναισθηματικής κατάστασης των προσώπων, απέναντι στη διαρκή απειλή της παρουσίας των Τούρκων. Το συναίσθημα του φόβου και της αδιάκοπης ανασφάλειας αποτελεί, δίχως άλλο, μια πραγματικότητα που γίνεται εύκολα αντιληπτή, εφόσον οι άνθρωποι αυτοί ένιωθαν συνεχώς πως ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να συλληφθούν από τους αδίστακτους και αιμοσταγείς Τούρκους: «Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελεύτητων εκείνων ημερών! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση».

Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας γράφει για τον Δημήτριο Βικέλα και τη στροφή προς το ηθογραφικό διήγημα:

«Η μεταβολή του 1880 στάθηκε ένα κίνημα πνευματικό γενικότερα. Η απομάκρυνση από το ρομαντισμό και η προσήλωση στο οικείο και στο συγκεκριμένο ευνόησαν ιδιαίτερα την πεζογραφία, η οποία, εγκαταλείποντας το ιστορικό μυθιστόρημα της παλιάς Αθηναϊκής σχολής, στράφηκε προς το σύντομο διήγημα, ιδιαίτερα στο διήγημα, όπως το ονομάζουμε, το ηθογραφικό, εκείνο δηλαδή που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το ελληνικό χωριό και τους απλοϊκούς κατοίκους. Μπορούμε να πούμε πως καθαρή λογοτεχνική πεζογραφία τώρα για πρώτη φορά δημιουργείται στη νεοελληνική λογοτεχνία∙ στα περιορισμένα πλαίσια του διηγήματος η συγκέντρωση στον ένα κεντρικό χαρακτήρα ή στο ένα περιστατικό επιτρέπουν και τη λογοτεχνικότερη επεξεργασία. Από την άλλη μεριά, το λαογραφικό κίνημα άνοιγε το δρόμο προς την εκμετάλλευση της ζωής του χωριού και του πλούτου των λαϊκών παραδόσεων.
Στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ιστορικό μυθιστόρημα και στο ηθογραφικό διήγημα βρίσκεται ο Λουκής Λάρας του Δημητρίου Βικέλα (1835-1909). Ο συγγραφέας ανήκει σ’ αυτούς που ταλαντεύονται ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο. Αφού απέκτησε κάποια οικονομική άνεση ως έμπορος στο Λονδίνο (1852-1872), έζησε στο Παρίσι, όπου σχετίστηκε με τους εκεί ελληνιστές και επηρέασε την επιστημονική έρευνα της πρωιμότερης λογοτεχνίας. Από το 1896, όπου έρχεται οριστικά στην Αθήνα, αναπτύσσει έντονη πνευματική και κοινωνική δράση, κυρίως στο «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», που τον ίδρυσε ο ίδιος. Σε νεανική ηλικία είχε μεταφράσει πολλές από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ, χωρίς ποιητική πνοή και σε γλώσσα πλαδαρή και ακαλαίσθητη, ωστόσο από τις μεταφράσεις αυτές γνώρισε το ελληνικό κοινό από τη σκηνή τον Άγγλο δραματουργό.
Στο Λουκή Λάρα (που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1879) τα περιστατικά εκτυλίσσονται μέσα στα πλαίσια της Επανάστασης του 1821, ο ήρωας όμως δεν παίρνει ενεργό μέρος στα γεγονότα. Η διήγηση αρχίζει στη Σμύρνη στα 1821, και εξακολουθεί στη Χίο, όπου βρίσκει τον ήρωα η μεγάλη καταστροφή και η σφαγή του 1822∙ καταφεύγοντας στην Τήνο ασκεί με επιτυχία το εμπόριο, ενώ η απήχηση από τα περιστατικά του Αγώνα μας έρχεται από μακριά. Η αντιρομαντική, ρεαλιστική αυτή τοποθέτηση δίνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο∙ άλλωστε στον ίδιο βασικό τόνο είναι ταιριασμένοι και οι χαρακτήρες (ο έμπορος αυτός, γεμάτος αγαθότητα και καλοσύνη), οι εκφραστικοί τρόποι, ακόμα και η γλώσσα: καθαρεύουσα βέβαια, αλλά μια καθαρεύουσα μετριοπαθής, χωρίς τους αρχαϊσμούς του Ραγκαβή ή του Παύλου Καλλιγά.
Ο Λουκής Λάρας σημείωσε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και επηρέασε αποφασιστικά τους μεταγενέστερους. Αλλά και ο Βικέλας, επηρεασμένος με τη σειρά του από αυτούς, έγραψε στη δεκαετία 1880-90 μια σειρά γνήσια ηθογραφικά διηγήματα, όπου διακρίνουμε (αρετή είτε μειονέκτημα) την ίδια «μεσότητα». Στο πιο πετυχημένο ίσως, τον «Παπα-Νάρκισσο» παρουσιάζεται με συμπάθεια και ενάργεια ο χαρακτήρας ενός νιόπαντρου παπά, που με την αγαθότητα και την εσωτερική ευγένεια (που είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων ηρώων του Βικέλα) κατορθώνει να υπερνικήσει τον αποτροπιασμό που του προκαλούσε η θέα του ανθρώπου που ψυχορραγεί και να βγει άλλος άνθρωπος από τη δοκιμασία.


Νίκος Καρούζος «Ρομαντικός επίλογος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sharon Cummings

Νίκος Καρούζος «Ρομαντικός επίλογος»

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
Ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
Στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Ο Νίκος Καρούζος κλείνει τη συλλογή «Πενθήματα» με τον Ρομαντικό επίλογο, παρουσιάζοντας μέσα από συνεχείς αρνητικές δηλώσεις τις ποιότητες που οφείλουν να έχουν οι ιδανικοί αναγνώστες του. Ποιότητες που αποτελούν αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να μπορέσουν να αισθανθούν και να κατανοήσουν τον ποιητικό του λόγο. Θα πρέπει, έτσι, να είναι άνθρωποι που δεν ακολουθούν τις συμβάσεις∙ άνθρωποι με ελεύθερο πνεύμα, που δεν υποτάσσουν τη ζωή τους στο πλήθος των κοινωνικών κανόνων∙ άνθρωποι που δεν επιδιώκουν την ως προς όλα καλά ρυθμισμένη ζωή του μικροαστισμού. Ο Ρομαντικός επίλογος, άρα, διακόπτει επί της ουσίας την επικοινωνία του ποιητή μ’ εκείνους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του∙ μ’ εκείνους, δηλαδή, τους αναγνώστες που θαρρούν πως η ποίηση είναι μια συμβατική ασχολία, ενταγμένη κι αυτή στο καθημερινό πρόγραμμα ενός ανθρώπου που τηρεί και υιοθετεί πάντοτε τα κοινωνικώς αποδεκτά.
Με δεδομένο, μάλιστα, το γεγονός ότι η συλλογή Πενθήματα εκδόθηκε το 1969, το ποίημα λαμβάνει επιπλέον προεκτάσεις, αν συνδεθεί με το κλίμα καταπίεσης και ανελευθερίας που είχε επιβληθεί από το καθεστώς της δικτατορίας.

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.

Μη με διαβάζετε, δηλώνει και ζητά ο ποιητής, όταν δεν έχετε παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων, θέτοντας αρχής εξαρχής την έννοια της μη συμβατικής συμπεριφοράς, εφόσον μια τέτοια πράξη θα ήταν προφανώς αταίριαστη με το ήθος ενός καθώς πρέπει ανθρώπου, που σέβεται την ιδιωτική φύση μιας τέτοιας τελετής.
Ακόμη κι ο ίδιος, βέβαια, μοιάζει να αναγνωρίζει την υπερβολή του αιτήματος, γι’ αυτό και κάνει έναν σχετικό συμβιβασμό με την αναφορά στα μνημόσυνα, τα οποία έχουν εκ των πραγμάτων λιγότερη συγκινησιακή φόρτιση, και, άρα, η παρουσία ενός ξένου σε αυτά δεν δημιουργεί τόσο έντονο προβληματισμό.

Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν έχετε αντιληφθεί τη δύναμη εκείνη που μπορεί να καταστήσει την αγάπη εξίσου ισχυρή με τον θάνατο. Μια προϋπόθεση που υποδηλώνει την αξία που αναγνωρίζει ο ποιητής στην έντονη βίωση των συναισθημάτων του έρωτα και της αγάπης. Μόνο, άλλωστε, ένας άνθρωπος που έχει νιώσει πως η αγάπη μπορεί να παίξει εξίσου καθοριστικό ρόλο στη ζωή -όπως και ο θάνατος- ανατρέποντας τα πάντα, μπορεί να αισθανθεί μια από τις βασικότερες πηγές του ποιητικού λόγου.
Η αγάπη έχει τη δύναμη όχι μόνο να ανατρέψει ανέκκλητα τα δεδομένα στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά ακόμη και να τον φέρει στο σημείο να αποζητά το θάνατο, ως μόνη πια διαφυγή απ’ την οδύνη ενός συναισθήματος που πνίγεται στην ίδια του την υπερβολή.

Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.

Μη με διαβάζετε, αν δεν γνωρίζετε πώς να βιώσετε πραγματικά και ελεύθερα μια διασκεδαστική ενασχόληση, είναι σαν να λέει ο ποιητής μέσα από την αναφορά στον αϊτό της Καθαρής Δευτέρας.
Βρίσκεστε εκεί για να ζήσετε κάτι ευχάριστο, για να δείτε τον χαρταετό να πετάει στον αέρα, έστω και για λίγο, έστω και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ποιος ο λόγος να τον βασανίζετε τραβώντας διαρκώς το σπάγκο του, ποιος ο λόγος ακόμη και σε μια τέτοια ασχολία να επιδιώκετε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα;
Ο ιδανικός αναγνώστης του ποιητή, θα πρέπει να είναι σε θέση να αφεθεί από την ανάγκη πάντοτε να επιτυγχάνει κάτι∙ θα πρέπει να είναι απαλλαγμένος από τη χρησιμοθηρία και τον ανταγωνισμό. Η ποίηση, άλλωστε, χάνει απευθείας κάθε της νόημα, αν ιδωθεί χρησιμοθηρικά.

Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
Ο Νοστράδαμος.

Μη με διαβάζετε, αν δεν είστε διατεθειμένοι να δεχτείτε κάτι που δεν υπακούει στην αυστηρή λογική, και δεν γνωρίζετε, έτσι, πότε έζησε ο Νοστράδαμος, από περιφρόνηση για τη δράση και την προσωπικότητά του∙ από περιφρόνηση απέναντι σ’ εκείνα που δοκιμάζουν την έννοια του χειροπιαστού και της επιστήμης.

Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
Στην Αποκαθήλωση.

Το χριστιανικό στοιχείο της αναφοράς στην Αποκαθήλωση δημιουργεί εδώ μια αντίφαση με την αναφορά στον Νοστράδαμο και τις προφητείες του, που κινούνται έξω από το θρησκευτικό πλαίσιο. Εντούτοις, ακριβώς αυτή η αντίφαση είναι το ζητούμενο, αφού ο ποιητής μοιάζει να επιθυμεί αναγνώστες που να γνωρίζουν πώς είναι να ζεις έχοντας αποδεχτεί τις πλείστες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση.
Η Αποκαθήλωση λαμβάνει, πάντως, μια ακόμη έννοια, αν συνδεθεί με το επόμενο αίτημα του ποιητή. Η Αποκαθήλωση γίνεται νοητή ως βίωση της απώλειας, ως γνώση του τι σημαίνει να βλέπεις τις προσδοκίες και τις ελπίδες μιας ζωής να ματαιώνονται δια παντός. Μια βαθιά αίσθηση απόγνωσης, που είτε δυναμώνει ψυχικά τον άνθρωπο είτε τον συντρίβει.

Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν ξέρετε τι σημαίνει να έχετε αφήσει πράγματα στο παρελθόν, όταν δεν έχετε ζήσει την απόλυτη εκείνη απώλεια που συνοδεύει τις συντελεσμένες καταστάσεις.

Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.

Μη με διαβάζετε, αν οι ευαισθησίες σας περιορίζονται μόνο στα ανθρώπινα και μόνο σε ό,τι μοιάζει πρόδηλα χαριτωμένο και γοητευτικό. Αν κάποιος συγκινείται από την ομορφιά, για παράδειγμα, ενός κουταβιού, αλλά είναι προκατειλημμένος απέναντι στις νυφίτσες, διότι τις έχει συσχετίσει με τη δολιότητα και τη δυσωδία, δεν έχει θέση στους ιδανικούς αναγνώστες του ποιητή, μιας και εκτιμά μόνο ό,τι ανταποκρίνεται στα πρότυπα μιας καθιερωμένης ομορφιάς και στα πρότυπα μιας συγκεκριμένης οπτικής. Η απόρριψη της νυφίτσας, υποδηλώνει την απροθυμία του αναγνώστη να δει πέρα από το αναμενόμενο και το συνηθισμένο∙ την απροθυμία του ν’ αναζητήσει τη γοητεία του απρόσμενου.

Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.

Μη με διαβάζετε, αν έχετε τόσο συνηθίσει την αιθρία και τη γαλήνη, ώστε οι κεραυνοί σας τρομάζουν και σας ενοχλούν. Οι κεραυνοί, που συμβολίζουν υπό μία έννοια τη διάθεση του ποιητή να έρθει αντιμέτωπος με τις αντιλήψεις και τις απόψεις μιας συμβατικής θέασης της ζωής, αποτελούν εν τέλει το πιο καίριο στοιχείο της ποίησής του. Ο Καρούζος, άλλωστε, δεν γράφει για να δώσει με νέες λέξεις και νέα σχήματα, τις ίδιες εκείνες κοινότοπες ιδέες που τρέφουν τις γενιές των νεοελλήνων. Ο Καρούζος γράφει για να επιφέρει ένα αναγκαίο ρήγμα στο παλιό και καλά εδραιωμένο σύστημα του συντηρητισμού και της μικροπρέπειας.

Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν αντιλαμβάνεστε τη δύναμη του ποιητικού λόγου. Όταν δεν γνωρίζετε πως ο Modigliani -Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης (1884-1920)- ένιωσε κάποτε τόσο έντονη την ανάγκη να στραφεί στον ποιητικό λόγο για να εκφράσει τα συναισθήματά του, ώστε έφτασε μεθυσμένος να χτυπά την πόρτα ενός φίλου του, για να πάρει τα ποιήματα του Βιγιόν -Villon, Γάλλος ποιητής (1431-1463)- κι άρχισε κατόπιν να τα διαβάζει για ώρες δυνατά, προκαλώντας ενόχληση σε όλους.
Ο Modigliani στράφηκε στην ποίηση του «καταραμένου» Villon για να δώσει λόγο στην αγανάκτηση εκείνη που μπορεί εν τέλει να βρει έκφραση μόνο μέσα από τη δύναμη που έχει η ποίηση να αποδίδει και τις πιο λεπτές εκφάνσεις των ανθρώπινων συναισθημάτων.

Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.

Μη με διαβάζετε, όταν είστε τόσο δοσμένοι στις συμβάσεις και στις εδραιωμένες αντιλήψεις και ιδέες, ώστε αποκαλείτε κι εσείς τη φύση «μητέρα», όπως το κάνουν όλοι, και δεν της δίνετε έναν τίτλο διαφορετικό.

Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν είστε σε θέση να απολαύσετε τις μικρές, καθημερινές απολαύσεις της ζωής, γιατί έχετε τόσο αφοσιωθεί στο κυνήγι των μεγάλων και δαπανηρών προσκτήσεων, ώστε δεν μπορείτε πια ούτε καν να εκτιμήσετε την ομορφιά της απλότητας.  

Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.

Μη με διαβάζετε, αν δεν έχετε καταλάβει πως η εποχή που μας αντιστοιχεί∙ η εποχή που αναλογεί, τόσο στους ποιητές όσο και στους λοιπούς ανθρώπους, είναι η εποχή της άνοιξης, η «Ανθούσα», η εποχή που φέρνει μαζί της την αναγέννηση της φύσης και το ξεπέρασμα της αδράνειας και της απραξίας. Μια σκέψη συμβολική, που διατρέχει διαχρονικά τη λογοτεχνία, διατηρώντας ωστόσο πάντοτε ακέραιη την αξία της, καθώς οι άνθρωποι συχνά τείνουν να μένουν στάσιμοι, αποφεύγοντας την ανάληψη εκείνης της ζωοποιού δράσης, που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα και να οδηγήσει σε νέες επιτεύξεις.
Προσοχή χρώματα, αναγράφεται στην επιγραφή που προειδοποιεί τους αναγνώστες πως στο έργο του ποιητή υπάρχει το υλικό εκείνο που οδηγεί σε σκέψη και προβληματισμό∙ υπάρχει το υλικό εκείνο που μπορεί να οδηγήσει σε μια αναγκαία αφύπνιση, έστω κι αν αυτό επιχειρείται μέσα από διατυπώσεις και διαπιστώσεις που πιθανά θα ενοχλήσουν τους ανθρώπους που έχουν επιλέξει να βολευτούν στην αδράνεια του συνεχούς εφησυχασμού.

Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.

Απολύτως ουσιώδες το αίτημα του ποιητή να μείνουν μακριά από το έργο του εκείνοι που έχουν -ή καλύτερα νομίζουν ότι έχουν- δίκιο. Οι άνθρωποι εκείνοι που τείνουν να πιστεύουν πως η δική τους άποψη είναι -πάντοτε- η ορθή, είτε γιατί ακόμη κι αν τους διαψεύσει η πραγματικότητα εκείνοι αρνούνται να το αποδεχτούν είτε γιατί κινούνται πάντοτε σε τόσο προβλέψιμα επίπεδα, ώστε δεν έχουν γνωρίσει την έννοια τη διάψευσης.
Άνθρωποι δογματικοί, που η απουσία ουσιαστικής πνευματικής παίδευσης δεν έχει φέρει στη ζωή τους το δαίμονα της συνεχούς αμφιβολίας∙ της αμφιβολίας ακόμη και για τα αυταπόδεικτα∙ της αμφιβολίας ακόμη και για την ίδια την ύπαρξη.   

Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…

Μη με διαβάζετε, προτρέπει ο ποιητής, όταν δεν ήρθατε ποτέ σε ρήξη με το σώμα, προκειμένου να δώσετε στο πνεύμα και στη μελέτη την αφοσίωση εκείνη, που κάποτε έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και την παραμέληση στοιχειωδών βιοτικών αναγκών. Αν δεν έχετε χαθεί μέσα στις πνευματικές αναζητήσεις κατά τέτοιο απόλυτο τρόπο, ώστε να έχετε λησμονήσει το σώμα και τις δικές του απαιτήσεις, τότε δεν μπορείτε να αντιληφθείτε τις διαδρομές που έχει κάνει ο ποιητής προκειμένου να φτάσει στη δημιουργία του έργου του.

Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Ο ποιητής ολοκληρώνει αίφνης τις ιδιαίτερες εκείνες προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι αναγνώστες των ποιημάτων του και δηλώνει την πρόθεσή του να αποχωρήσει, αφού δεν έχει πια άλλο κουράγιο, άλλο στήθος, για να συνεχίσει τη σχετική απαρίθμηση, η οποία προφανώς θα μπορούσε να συνεχιστεί ακόμη περισσότερο στο ίδιο κλίμα, συνθέτοντας περαιτέρω το προφίλ του αντισυμβατικού ιδανικού αναγνώστη που οραματίζεται ο δημιουργός.

Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ούτος Εκείνος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Cameron Gray

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ούτος Εκείνος»

Άγνωστος — ξένος μες στην Aντιόχεια — Εδεσσηνός
γράφει πολλά. Και τέλος πάντων, να, ο λίνος
ο τελευταίος έγινε. Με αυτόν ογδόντα τρία

ποιήματα εν όλω. Πλην τον ποιητή
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
και τόση έντασις σ’ ελληνική φρασιολογία,
και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι —

Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία
τον βγάζει — το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,
που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός.

Στο επίκεντρο του ποιήματος, και φυσικά της καβαφικής ειρωνείας, τίθεται η ματαιόδοξη εκείνη φιλοδοξία που ωθεί ορισμένους επίδοξους ποιητές να ασχοληθούν με την Ποιητική Τέχνη∙ την Τέχνη που τόσο βαθιά εκτιμούσε ο Καβάφης. Κεντρικό πρόσωπο εδώ δεν είναι κάποιος μεγάλος ποιητής, για τον οποίο η ποίηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς του, αλλά ένας ασήμαντος στιχοπλόκος -ούτε καν ποιητής-, ο οποίος αντικρίζει την ποίηση χρησιμοθηρικά και ελπίζει πως μέσω αυτής θα αποκτήσει κάποτε μεγάλη φήμη και αναγνώριση. Μια τέτοια αντιμετώπιση της ποίησης βρίσκει, φυσικά, τον Καβάφη απολύτως αντίθετο, αφού φανερώνει έλλειψη σεβασμού απέναντι στην αξία της ποιητικής τέχνης, αλλά και έλλειψη αφοσίωσης. Η Ποίηση, όπως την προσεγγίζει τουλάχιστον ο Καβάφης, οφείλει να είναι ο σκοπός του δημιουργού και όχι το μέσο.

Άγνωστος — ξένος μες στην Αντιόχεια — Εδεσσηνός
γράφει πολλά.

Ο ανώνυμος, ξενόγλωσσος, ελληνομαθής ήρωας του ποιήματος είναι φανταστικό πρόσωπο, καταγόμενο από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Η Έδεσσα ήταν, από το 132 π.Χ., πρωτεύουσα της Οσροηνής, αλλά στα 116 μ.Χ. καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους. Ο πληθυσμός της ήταν κυρίως Σημιτικός.
Σ’ αυτό το ποίημα του 1898, γίνεται η πρώτη εμφάνιση της Αντιόχειας στο ποιητικό έργο του Καβάφη.

Και τέλος πάντων, να, ο λίνος
ο τελευταίος έγινε.

Ο άγνωστος ποιητής που έχει βρεθεί στην Αντιόχεια, αναζητώντας προφανώς μια περιοχή με καλύτερες προοπτικές για έναν τεχνίτη του λόγου, περνά το χρόνο του γράφοντας πολλά στιχουργήματα, ελπίζοντας ίσως πως η ποσότητά τους θα αποτελέσει ικανό αντίβαρο για την απουσία επαρκούς ποιότητας και ουσίας.
λίνος: «Είναι ένα είδος ποιήματος το οποίον κατ’ αρχάς είχεν ως θέμα αντικείμενόν τι -ελεγειακής φύσεως- αφορών τον πανάρχαιον ή μυθικόν ποιητήν Λίνον. Ένα είδος dirge [= μοιρολόγι]. Κατόπιν, όμως, […] ήτο απλώς ένας σκοπός επάνω εις τον οποίον έγραφαν ποιήματα οιασδήποτε φύσεως» (Καβάφης).

Με αυτόν ογδόντα τρία
ποιήματα εν όλω.

Ο άγνωστος ποιητής έχει ήδη συνθέσει 83 ποιήματα, γεγονός που τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής ως προς την ποσότητά τους, αφού πλέον μπορεί να επαίρεται πως έχει πια δημιουργήσει ένα σημαντικό -σε αριθμό- έργο. Ιδιαίτερα καυστικός ως προς το θέμα της ποσότητας των ποιημάτων ο Καβάφης, σ’ ένα σχετικό επεξηγηματικό σχόλιο:  «Τα ογδόντα τρία δύνασαι να τα κάμης 93 ή 73, ή 103, ή 96, ή 70, ή 108, όπως σε βολεί, Αλλ’ όχι ολιγώτερα από 70, διότι τότε πέφτουν λίγα» (Καβάφης)

Πλην τον ποιητή
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
και τόση έντασις σ’ ελληνική φρασιολογία,
και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι —

Ο άγνωστος ποιητής, έχοντας ολοκληρώσει και το τελευταίο του ποίημα, αισθάνεται πια κουρασμένος από την τόση στιχοποιία και την τόση πνευματική ένταση∙ πολύ περισσότερο εφόσον οι συνθέσεις του γίνονται στην ελληνική γλώσσα, που δεν είναι η μητρική του.
Προσέχουμε πως ο φιλόδοξος αυτός ποιητής έχει επιλέξει ως χώρο δράσης του την Αντιόχεια, καθώς είναι μια πόλη με μεγαλύτερη διάδοση των τεχνών και των γραμμάτων απ’ ό,τι η Έδεσσα, κι έχει εύλογα επιλέξει την ελληνική γλώσσα, αφού είναι η γλώσσα του εμπορίου, της εξουσίας, αλλά και των πνευματικών ανθρώπων. Κάθε πολίτης, άλλωστε, των περισσότερων τότε χωρών, που ήθελε να θεωρείται καλλιεργημένος φρόντιζε να μάθει ελληνικά.
Ο ποιητής έχει, λοιπόν, κουραστεί από τη συνεχή ενασχόληση με την στιχοποιία και πλέον τον βαραίνει, του φαίνεται ενοχλητικό και τον εξαντλεί το κάθε τι.
Στιχοποιία: «Επίτηδες μετεχειρίσθην την λέξιν «στιχοποιίαν» δια να δείξω ότι δεν πρόκειται περί κανενός μεγάλου ποιητού (έναν μεγάλο ποιητή ποτέ δεν μπορείς να τον πης Στιχοποιόν. Γι’ αυτό έγραψα και «άγνωστος»). […] Θέλω να περιγράψω ένα φιλόδοξο στιχουργόν, χωρίς όμως εξ έλλου pointedly [= απερίφραστα] να αναφέρω περί αυτού τίποτε εξευτελιστικόν» (Καβάφης).

Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία
τον βγάζει — το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,
που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός.

Παρά την κούραση που αισθάνεται ο επίδοξος ποιητής, μια συγκεκριμένη σκέψη τον συνεφέρει αμέσως από την κακοκεφιά του∙ το εκπληκτικό Ούτος Εκείνος (Είναι Εκείνος) που είχε κάποτε ακούσει ο σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός στον ύπνο του. Η υπόσχεση, δηλαδή της Παιδείας, πως θα τον κοσμήσει με τόσα και τέτοια γνωρίσματα, ώστε όπου κι αν βρεθεί οι άνθρωποι θα τον δείχνουν και θα λένε: Είναι Εκείνος!
Ο επίδοξος ποιητής φαντάζεται μια αντίστοιχη υπόσχεση της Ποίησης, η οποία -ανεξάρτητα από το αν έχει πραγματική αξία ως ποιητής ή όχι- θα φροντίσει να του διασφαλίσει τέτοια φήμη και αναγνώριση, ώστε κάποια στιγμή, ακόμη κι όταν θα βρίσκεται σε χώρα άλλη από τη δική του, οι άνθρωποι θα τον αναγνωρίζουν και θα λένε: Είναι Εκείνος.
Το κίνητρο, άρα, του άγνωστου ποιητή, και η επιθυμία που τον ωθούν να ασχοληθεί με την ποιητική τέχνη, δεν είναι κάποια εσωτερική ανάγκη έκφρασης ή κάποια θέληση να μετουσιώσει σε ποιητικό λόγο εμπειρίες και σκέψεις του, είναι απλώς και μόνο η φιλοδοξία να γίνει διάσημος και να αναγνωριστεί από τους συγκαιρινούς του. Η ποίηση δεν αποτελεί κομμάτι του εαυτού του, δεν είναι μέρος της ψυχής του, είναι μόνο το μέσο για να επιτύχει έναν τελείως εγωκεντρικό -και εντελώς ασύνδετο με την ποίηση- στόχο∙ είναι το μέσο για να αποκτήσει δόξα.   
Μια φιλοδοξία ξένη προς την πραγματική ουσία της ποιητικής τέχνης, που εύλογα προκαλεί ενόχληση σε ποιητές, όπως ήταν ο Καβάφης, που είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στο να υπηρετούν την τέχνη τους και στο να προσπαθούν να φανούν αντάξιοι του δυσαπόκτητου τίτλου «Ποιητής». Ο Καβάφης, άλλωστε, έχει κι άλλες φορές στηλιτεύσει τη διάθεση ορισμένων επίδοξων ποιητών ή στιχοποιών να ασχολούνται με την ποίηση, όχι γιατί είναι πραγματικοί ποιητές, αλλά γιατί θέλουν να αποκομίσουν κάποιο διαφορετικό όφελος∙ ενδεικτικά είναι τα ποιήματα «Ο Δαρείος» και «Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών».

Ούτος Εκείνος: Φράση από το Ενύπνιον του Λουκιανού (γενν. 115 μ.Χ.), ο οποίος λέει ότι, στα νιάτα του, επείστηκε να προτιμήσει το στάδιο των γραμμάτων, όταν ονειρεύτηκε την Παιδεία να του υπόσχεται, ανάμεσα σε άλλα:
«Κν που ποδημς, οδ ᾿ π τς λλοδαπς γνς κα φανς σ∙ τοιατα σοι περιθήσω τ γνωρίσματα, στε τν ρώντων καστος τν πλησίον κινήσας δεει σε τ δακτύλ "οτος κενος" λέγων.»
«Αν δε τύχει και ταξιδεύσεις, ούτε εις τας ξένας χώρας θα είσαι άγνωστος και αφανής. Τοιαύτα γνωρίσματα θα σου επιθέσω, ώστε καθείς που θα σε βλέπει, θα κινεί τον πλησίον και θα σε δεικνύει με τον δάκτυλον λέγων: ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ (μετάφραση: Κονδυλάκη)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...