Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Φυγάδες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωνσταντίνος Καβάφης «Φυγάδες»

Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’ απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα.
Κ’ έπειτα μ’ εκδρομές, και με βιβλία,
και με σπουδές διάφορες περνά η ώρα.
Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
ημείς οι πέντε (με ονόματα όλοι
πλαστά βεβαίως) κι άλλοι μερικοί Γραικοί
απ’ τους ολίγους όπου μείνανε στην πόλι.
Πότε μιλούμε για εκκλησιαστικά (κάπως λατινικοί
μοιάζουν εδώ), πότε φιλολογία.
Προχθές του Νόννου στίχους εδιαβάζαμε.
Τι εικόνες, τι ρυθμός, τι γλώσσα, τι αρμονία.
Ενθουσιασμένοι τον Πανοπολίτην εθαυμάζαμε.
Έτσι περνούν οι μέρες, κ’ η διαμονή
δυσάρεστη δεν είναι, γιατί, εννοείται,
δεν πρόκειται να ’ναι παντοτινή.
Καλές ειδήσεις λάβαμε, και είτε
από την Σμύρνη κάτι γίνει τώρα, είτε τον Aπρίλιο
οι φίλοι μας κινήσουν απ’ την Ήπειρο, τα σχέδιά μας
επιτυγχάνουν, και τον ρίχνουμεν ευκόλως τον Βασίλειο.
Και τότε πια κ’ εμάς θά ’ρθ’ η σειρά μας.

Ιστορικό πλαίσιο
Η ταυτότητα του Βασίλειου, στον οποίο αναφέρεται το ποίημα, δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί. Επί της ουσίας υπάρχουν τρεις πιθανές επιλογές, ο Βασίλειος Α΄ (867-886) και ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), αυτοκράτορες του Βυζαντίου, καθώς και ο Βασίλειος Α΄ ο Μέγας Κομνηνός (1332-1340) που ήταν αυτοκράτορας της Τραπεζούντας.
Ο Γ. Π. Σαββίδης, που προκρίνει τον Βασίλειο Α΄, σημειώνει τα εξής: «Οι ανώνυμοι φυγάδες του ποιήματος δεν μπορούν να ταυτιστούν με ακρίβεια. Η σκηνή ασφαλώς τοποθετείται στην Αλεξάνδρεια, μετά την Αραβική κατάκτηση (641), και πιθανώς λίγο μετά την δολοφονία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (867) από τον θετό συμβασιλέα του Βασίλειο Α΄ (867-886), ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας. Η αναφορά σε «λατινικούς» μάλλον οδηγεί στην περίοδο του λεγομένου σχίσματος του Φωτίου (867-877), όταν ο λόγιος μα κοσμικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος είχε καθαιρεθεί και αφοριστεί (869), και οι περισσότεροι φίλοι του είχαν αναγκαστεί να εξοριστούν.»
Πιθανή, όμως, θα μπορούσε να είναι και η τοποθέτηση της δράσης του ποιήματος στα χρόνια του Βασίλειου Α΄ της Τραπεζούντας, αν θεωρηθεί πως η αναφορά στο ενδεχόμενο να γίνει κάτι είτε από τη Σμύρνη είτε από την Ήπειρο, που θα οδηγήσει στην πτώση του Βασίλειου, υπονοεί τις ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη που σχηματίστηκαν μετά την πρόσκαιρη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους τον Απρίλιο του 1204, δηλαδή: την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Μια τέτοια τοποθέτηση θα εξηγούσε και την αναφορά σε λατινικούς, σε προσκείμενους δηλαδή στον καθολικισμό, λόγω της έντονης επίδρασης που προέκυψε από την επαφή με τους Δυτικούς κατά την περίοδο των Σταυροφοριών.
Σε ό,τι αφορά τους Φυγάδες, αυτοί είναι πιθανό να ανήκουν είτε στην οικονομικά ισχυρή τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων είτε των αριστοκρατών, καθώς και οι τρεις αυτοκράτορες έλαβαν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό της δύναμης που συγκέντρωναν οι πλούσιοι και «δυνατοί» της εποχής τους. Ο Βασίλειος Α΄ της Τραπεζούντας, μάλιστα, είχε προχωρήσει ακόμη και σε εκτελέσεις ευγενών, όπως ήταν, μεταξύ άλλων, ο μεγάλος δούκας Λέκης Τζατιντζάνος κι ο γιος του.

Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’ απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια χώρα.

Στο ποίημα «Φυγάδες» αποτυπώνεται με ιδιαίτερη ενάργεια ο βαθύς θαυμασμός του Καβάφη για την αγαπημένη του πόλη, την Αλεξάνδρεια. Ήδη η αρχική διατύπωση του ποιήματος «Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι», φανερώνει την έκταση της εκτίμησης που τρέφει ο ποιητής για την πόλη στην οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Πάντα γι’ αυτόν η Αλεξάνδρεια υπήρξε το κεντρικό σημείο αναφοράς∙ πάντα η Αλεξάνδρεια ήταν η πόλη που με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και τη μακραίωνη ιστορία της αποτελούσε πηγή συγκίνησης και παρώθησης για τον ποιητή∙ ένα διαρκές ερέθισμα για τη σκέψη του.
Η Αλεξάνδρεια εντυπωσιάζει τους επισκέπτες της, αφού και μόνο να περπατήσει κανείς στον κεντρικό της δρόμο, που φτάνει ως το Ιπποδρόμιο, βλέπει γύρω του τόσο εκπληκτικά παλάτια και μνημεία που του προκαλούν απορία για τον πλούτο και την ανάπτυξη που γνώρισε κατά καιρούς αυτή η υπέροχη πόλη. Η ομορφιά της, άλλωστε, δεν έχει καμφθεί μήτε από τους πολέμους που της έχουν προκαλέσει πλείστες βλάβες ανά διαστήματα, όπως συνέβη το 641 μ.Χ., όταν ο φρούραρχος Αμρ ιμπν Αλ Ας νίκησε τους Βυζαντινούς και κατέκτησε την Αίγυπτο, για λογαριασμό του Άραβα χαλίφη Ομάρ.
Η Αλεξάνδρεια παρέμενε μια θαυμάσια πόλη, ακόμη κι όταν έπαυε να αποτελεί το κέντρο, την πρωτεύουσα, της ευρύτερης περιοχής κι έχανε έτσι μέρος των προνομίων της. Είτε ως το εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής είτε ως μια ακόμη μεγάλη πόλη, παρέμεινε διαχρονικά ένας χώρος εξέχουσας ομορφιάς και έντονης πνευματικής δράσης.

Κ’ έπειτα μ’ εκδρομές, και με βιβλία,
και με σπουδές διάφορες περνά η ώρα.
Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
ημείς οι πέντε (με ονόματα όλοι
πλαστά βεβαίως) κι άλλοι μερικοί Γραικοί
απ’ τους ολίγους όπου μείνανε στην πόλι.
Πότε μιλούμε για εκκλησιαστικά (κάπως λατινικοί
μοιάζουν εδώ), πότε φιλολογία.

Οι πέντε Φυγάδες του ποιήματος απολαμβάνουν τη διαμονή τους στην ιστορική Αλεξάνδρεια, αξιοποιώντας τον εκεί χρόνο τους για να μελετήσουν και να πραγματοποιήσουν σύντομες εκδρομές. Ενώ, τα βράδια μαζεύονται στην παραλία μαζί με μερικούς ακόμη Έλληνες, από τους ελάχιστους που έχουν παραμείνει στην πόλη, και περνούν ευχάριστα το χρόνο τους με συζητήσεις θρησκευτικού ή φιλολογικού περιεχομένου. Ο ποιητής υπενθυμίζει εδώ έμμεσα το γεγονός ότι η αγαπημένη του πόλη αποτέλεσε για αιώνες ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα του ευρύτερου χώρου γνωρίζοντας ιδιαίτερη ακμή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, χωρίς όμως να παύει να προσφέρει αξιόλογη πνευματική παραγωγή ακόμη και σε μεταγενέστερες περιόδους, όπως ήταν τα χρόνια της βυζαντινής κυριαρχίας.
Προσέχουμε πως στους παρενθετικούς στίχους ο Καβάφης εντάσσει πληροφορίες που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάσταση των φυγάδων και επαναφέρουν στη σκέψη του αναγνώστη πως παρά το ευχάριστο κλίμα της εκεί διαμονής τους, οι φυγάδες συνεχίζουν να βιώνουν το αίσθημα του φόβου, μιας και θα μπορούσε να προδοθεί η ταυτότητά τους και να συλληφθούν ίσως από τις αρχές. Έτσι, οι φυγάδες χρησιμοποιούν πλαστά ονόματα όσο βρίσκονται στην Αλεξάνδρεια, για να αποφύγουν το ενδεχόμενο της αναγνώρισής τους. Επιπλέον, καταγράφεται το γεγονός πως στις συζητήσεις εκκλησιαστικού περιεχομένου εμφανίζονται κάπως λατινικοί, δηλαδή περισσότερο προσκείμενοι στον καθολοκισμό∙ πληροφορία, που όπως επισημαίνει ο Γ. Π. Σαββίδης, θα μπορούσε να συνδέεται με το λόγο για τον οποίο οι πέντε αυτοί άνθρωποι έχουν τραπεί σε φυγάδες κι έχουν αναζητήσει καταφύγιο στην Αλεξάνδρεια.

Προχθές του Νόννου στίχους εδιαβάζαμε.
Τι εικόνες, τι ρυθμός, τι γλώσσα, τι αρμονία.
Ενθουσιασμένοι τον Πανοπολίτην εθαυμάζαμε.

Από τα αναγνώσματα της παρέας των Ελλήνων ο ποιητής ξεχωρίζει και επαινεί τους στίχους του Νόννου, του Αιγυπτιώτη ποιητή του 5ου αι. μ.Χ., που έζησε στην Αλεξάνδρεια. Μοιάζει, μάλιστα, να είναι αυτός ο ιδανικός έπαινος για τον Νόννο, εφόσον το έργο του διαβάζεται και θαυμάζεται ακριβώς στην πόλη όπου συντέθηκε, στην Αλεξάνδρεια. Έτσι, οι εκεί φυγάδες βρίσκουν την ευκαιρία να τιμήσουν έναν δημιουργό που έδρασε στην αγαπημένη πόλη του ποιητή.
Οι φυγάδες ενθουσιάζονται με το έργο του Πανοπολίτη -ο Νόννος ήταν από την Πανόπολη της Αιγύπτου-, και εξαίρουν τις εικόνες, το ρυθμό, τη γλώσσα μα και την αρμονία των στίχων του, φανερώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πρόθεση του Καβάφη να τονίσει ιδιαίτερα την αξία που έχει το έργο του «συντοπίτη» του ποιητή. Ο Νόννος συνέθεσε, άλλωστε, το τελευταίο μεγάλο ποίημα της αρχαιότητας, τα «Διονυσιακά» (21.000 στίχοι).

Έτσι περνούν οι μέρες, κ’ η διαμονή
δυσάρεστη δεν είναι, γιατί, εννοείται,
δεν πρόκειται να ’ναι παντοτινή.
Καλές ειδήσεις λάβαμε, και είτε
από την Σμύρνη κάτι γίνει τώρα, είτε τον Aπρίλιο
οι φίλοι μας κινήσουν απ’ την Ήπειρο, τα σχέδιά μας
επιτυγχάνουν, και τον ρίχνουμεν ευκόλως τον Βασίλειο.
Και τότε πια κ’ εμάς θά ’ρθ’ η σειρά μας.

Με τις φιλολογικές αυτές ενασχολήσεις, τις εκδρομές και τις συζητήσεις, η παραμονή των φυγάδων στην Αλεξάνδρεια αποκτά έναν παρήγορα ευχάριστο χαρακτήρα, που έχει τη σημασία του, αφού ούτως ή άλλως η Αλεξάνδρεια δεν παύει να είναι γι’ αυτούς ένας τόπος εκούσιας εξορίας από τον οποίο θέλουν κάποια στιγμή να φύγουν. Έχουν λάβει, μάλιστα, κάποιες ευχάριστες ειδήσεις, που τους επιτρέπουν να ελπίζουν πως η εκεί διαμονή τους δεν θα παραταθεί για πολύ ακόμη. Τόσο οι αντίπαλοι του Βασίλειου στη Σμύρνη, όσο και οι φίλοι των φυγάδων στην Ήπειρο σχεδιάζουν κάποιες κινήσεις ενάντια στον αυτοκράτορα που ίσως οδηγήσουν σε μια σχετικά εύκολη ανατροπή του. Ανατροπή που θα δώσει στους φυγάδες την ευκαιρία να έρθουν εκείνοι στα πράγματα και ν’ αποκτήσουν είτε την εξουσία είτε τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης επιρροής, και, φυσικά, το ελεύθερο να δρουν όπως οι ίδιοι επιθυμούν.

Νόννος
Το τελευταίο μεγάλο ποίημα που έχουμε από την αρχαιότητα: τα 48 βιβλία των Διονυσιακών είναι του Νόννου, που καταγόταν από την αιγυπτιακή Πανόπολη. Η ακριβέστερη χρονολόγησή του είναι δύσκολη∙ μπορεί κανείς με εμπιστοσύνη να τον τοποθετήσει στον 5ο αιώνα μ.Χ. και να προτιμήσει το δεύτερο μισό του.
Με έναν πάρα πολύ μεγάλο απόγυρο το πελώριο αυτό έπος διηγείται την εκστρατεία του Διόνυσου στις Ινδίες και τις μάχες εναντίον του βασιλιά Δηριάδη, έναν θρύλο μέσα στον οποίο η πελωριότητα της εκστρατείας του Αλέξανδρου αρκετό καιρό πριν από τον Νόννο είχε βρει το μυθικό της αντικαθρέφτισμα. Εκτός από αυτά το έπος περιέχει μια πλήρη ιστορία του θεού. Μεγάλα προεισαγωγικά τμήματα διηγούνται τα γεγονότα πριν από την γέννηση, αυτήν την ίδια (μόλις στο 8ο βιβλίο!), και τα νιάτα του, ώσπου στο 13ο βιβλίο αρχίζουν οι προετοιμασίες για τις Ινδίες. Την πτώση του Δηριάδη (40ο βιβλίο) την ακολουθούν πλούσιες περιπέτειες του γυρισμού, καινούργιες αποδείξεις της θεϊκής δύναμης, όπως η τιμωρία του Πενθέα, και τέλος η αποδοχή του στον Όλυμπο.
Ακόμα και σ’ αυτό το μπερδεμένο και παρδαλό υφαντό φαίνεται το στημόνια της ομηρικής προέλευσης τόσο στα θέματα όσο και στα μορφολογικά στοιχεία. Η επίκληση των Μουσών στην αρχή, ένας κατάλογος των εκστρατευτικών δυνάμεων του θεού, η κατασκευή λαμπρών όπλων, ομηρικές σκηνές μάχης, επιτάφιοι αγώνες, ακόμα και μια απάτη της Ήρας σε βάρος του Δία, όλα υπάρχουν. Επίσης αυτό το όψιμο έπος ξέρει τα κοσμητικά επίθετα, μέσα στα οποία σχεδόν κολυμπά, και φράσεις που επαναλαμβάνονται συχνά. Πόσο διαφορετικά όμως είναι τα υφάδια, κάτω από τα οποία τα ομηρικά στοιχεία χάνονται ολότελα! Εδώ επενεργεί η τραγωδία με το πάθος της καθώς και η αλεξανδρινή ποίηση με την τάση της προς το ειδυλλιακό ή την αινιγματική περίφραση. Θα αδικούσαμε όμως τον Νόννο, αν θέλαμε να εξαντλήσουμε τα χαρακτηριστικά του έργου του στην ανάλυση αυτών των στοιχείων. Τα Διονυσιακά παρ’ όλον τον πλούτο θεματικών και μορφολογικών προϋποθέσεων είναι μολαταύτα ένα έργο με ιδιαίτερη σφραγίδα. Είναι τέτοιο χάρη στο στοιχείο του διονυσιακού-μεθυστικού οργασμού, που διαπερνά ολόκληρο το ποίημα. Η κλασικιστική τεχνοκριτική τα κατάφερε να δει εδώ μόνο στόμφο και υπερβολή. Ασφαλώς υπάρχουν και μέρη για τα οποία ταιριάζει μια τέτοια κρίση, εκτός από αυτά όμως όχι λίγα άλλα, που τα διαπερνά μεγάλη κίνηση, που κάμνει να σπάσουν όλα τα σύνορα. Με πόση θεατρική κίνηση αρχίζει ωστόσο το σύνολο! Το Σύμπαν βρίσκεται σε αναταραχή∙ ο Τυφωέας, κατέχοντας τον κεραυνό, απειλεί τον κόσμο του Δία με καταστροφή. Ο Κάδμος θα γίνει ο σωτήρας, γιατί η κόρη του η Σεμέλη θα γεννήσει τον Διόνυσο. Και η άπλα του χώρου ακόμα ανήκει στα μπαροκικά στοιχεία αυτού του ποιήματος: τα σύνορα της οικουμένης είναι στενά γι’ αυτό.
Η σύνθεση θυσιάστηκε στον εκστατικό τύπο αυτού του ποιητή. Εδώ δεν υπάρχει καμία προπαρασκευή και προοικονομία. Πλήθος ιστορίες θεών και ηρώων, μάλιστα και αστρικοί θρύλοι του αλεξανδρινού τύπου μπλέκονται μέσα στη δράση, που οι γραμμές της που και που κοντεύουν να χαθούν κάτω από τα παραγεμίσματα.
Σε παράξενη αντίθεση με αυτήν τη χαλαρότητα βρίσκεται η αυστηρότητα της δομή του εξάμετρου. Την εποχή του Νόννου οι ποσοτικές διαφορές των ελληνικών φωνηέντων έσβηναν πια, κι έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο το ότι αυτός κατασκευάζει εξάμετρους με σωστές ποσότητες, αλλά και ότι ιδρύει σχολή αυτού του είδους. Μάλιστα αυτός συνέχισε την εξέλιξη από τον Όμηρο στον Καλλίμαχο, και με μια σειρά από περιορισμούς λιγόστεψε ακόμα περισσότερο τους επιτρεπτούς δομικούς τύπους των εξάμετρών του. Ο πλούτος των δακτύλων και η υπεροχή της θηλυκής τομής στο μέσο (τομή στον τρίτο τροχαίο) δίνουν στους στίχους κίνηση μαζί και απαλότητα. Από την άλλη μεριά είναι αξιοσημείωτη σ’ αυτόν η μεταβολή του τονισμού και της ποσότητας με τον υποχρεωτικό τόνο στην τελευταία ή την προτελευταία συλλαβή του εξάμετρου (αποκλεισμός των προπαροξύτονων).
Σώθηκε, επίσης, μια Παράφραση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, που δείχνει σε όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα του ύφους του ποιήματος για τον Διόνυσο. Άραγε την έγραψε ο Νόννος όταν ήταν πια χριστιανός, ή μήπως η μεταστροφή του στη νέα πίστη βρίσκεται ανάμεσα στα δύο ποιήματα; Οι κρίσεις για το ζήτημα αυτό είναι διαφορετικές∙ μολαταύτα στα Διονυσιακά τα στοιχεία της μαγείας και της αστρολογίας έχουν τόσο βαθιές ρίζες, ώστε θα προτιμούσε κανείς να τοποθετήσει τη συγγραφή τους στην εποχή που ο Νόννος ήταν ακόμα εθνικός.  
[Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας]

Γιώργος Σεφέρης «Η μορφή της μοίρας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Brooke Shaden 

Γιώργος Σεφέρης «Η μορφή της μοίρας»

Ιστορισμένα παραμύθια στην καρδιά μας
σαν ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο
μιας άδειας εκκλησίας, Ιούλιο στο νησί.
Γ.Σ.

Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μιας σκοτεινή βραδιά του
     Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που
     τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην
     αυλή.

Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας
     μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στή-
     θος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρ-
     μένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.

Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθού-
     σαν
καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα
κι όταν ακόμη ανεμίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το
     λάκκο των κυμμάτων∙
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.

Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί σε τρύπησαν με τη
     λόγχη,
γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη
     γυναίκα
που κοίταξε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου
     να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως, το πέλαγο, το ψωμί.

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα
     γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πρα-
     μάτεια∙
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω
     από μας;

Άφησε μη ρωτάς∙ τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι
γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια
     δεμένα,
άφησε μη ρωτάς, περίμενε∙ το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το
     δράκοντα.

1η Οχτώβρη ‘41

Ένα χρόνο αφότου έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα ο μεγάλος πόλεμος, ο Γιώργος Σεφέρης αποτυπώνει στο έντονα θεατρικό αυτό ποίημα τη φρίκη της φονικής λαίλαπας που έχει χτυπήσει τη χώρα. Ο παραλογισμός της αιματηρής αυτής σύρραξης προσεγγίζεται με τρόπο σχεδόν μοιρολατρικό, εφόσον είναι σαφές πως δεν μπορεί να δοθεί απάντηση στο εναγώνιο «γιατί» τόσων αθώων ανθρώπων που βλέπουν τη ζωή τους να ρημάζεται διαμιάς. Ο ποιητής, αν και κατέχει υψηλή διπλωματική θέση, ως Διευθυντής του τότε Τμήματος Εξωτερικού Τύπου, που του επιτρέπει να έχει πρόσβαση σε σημαντικές πηγές πληροφόρησης, στέκει το ίδιο ενεός απέναντι σ’ αυτή τη συμφορά, όπως και κάθε άλλος πολίτης. Του είναι αδύνατο να κατανοήσει το πώς οι άνθρωποι έφτασαν σ’ ένα τέτοιο σημείο βαρβαρότητας και απανθρωπιάς. Έτσι, μη έχοντας να δώσει κάποια εξήγηση, αρκείται στην καταγραφή μιας προσδοκίας -που λειτουργεί ίσως τη στιγμή που γράφεται περισσότερο ως απόπειρα παραμυθίας παρά ως ουσιαστική πεποίθηση- ότι κάποια στιγμή θα επέλθει η αναγκαία αντεκδίκηση ή καλύτερα η αναγκαία αντίδραση που θα θέσει οριστικό τέρμα στη φονική δράση των ανελέητων κατακτητών.

Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μιας σκοτεινή βραδιά του
     Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που
     τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην
     αυλή.

Το ποίημα ξεκινά με αφηγηματικές αναφορές στη γέννηση ενός παιδιού μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη∙ το Φλεβάρη του 1940, όταν ο ελληνικός στρατός συνέτριβε ουσιαστικά τις ιταλικές δυνάμεις και σημείωνε εκπληκτικές νίκες κατά των πρώτων εκείνων εισβολέων∙ το Φλεβάρη του 1940 που ακόμη τίποτε δεν προμήνυε το μέγεθος της καταστροφής που θα επερχόταν στη χώρα από τη στιγμή που θα εμπλεκόταν στην αναμέτρηση κι η Γερμανία.
Το σκηνικό που συνθέτει ο ποιητής είναι ιδιαίτερα υποβλητικό. Μια ακαθόριστη γυναικεία μορφή, που ενσαρκώνει τη Μοίρα, παρίσταται στη γέννηση ενός παιδιού -ενός αθώου και πάναγνου παιδιού-, με τη σαφή πρόθεση να καθορίσει την πορεία της ζωής του∙ να αποφανθεί για το μέλλον του και την καλοτυχία ή ενδεχομένως την ατυχία που θα το συνοδεύει από εκείνη τη στιγμή και μετά. Ενώ, την ίδια στιγμή, τ’ αστέρια περιστρέφονται, λαμβάνοντας τη θέση που θα σηματοδοτεί το ακριβές χρονικό σημείο της γέννησης του παιδιού∙ κι ο άνεμος προσδίδει με την έντασή του μια δυσοίωνη αίσθηση.
Το όλο σκηνικό συμπληρώνεται ηχητικά με τα τριξίματα της σκάλας από τα βήματα των γεροντισσών που φέρνουν τα γιατροσόφια για τη λεχώνα, και οπτικά με τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς που βρίσκονται ολόγυμνα στην αυλή, παραδομένα κι αυτά στο χειμωνιάτικο κλίμα.
Τι είναι αυτό που ωθεί τον Σεφέρη, έναν ποιητή με τόσο σαφή γνώση των ιστορικών εξελίξεων της εποχής του να καταφύγει στην υπερκόσμια και άλογη μορφή της μοίρας προκειμένου να εξηγήσει ή να κατανοήσει τον παραλογισμό των γεγονότων εκείνων; Ίσως η δυσκολία να ερμηνεύσει μέσω της λογικής τόσο την έκταση που έλαβαν οι πολεμικές εκείνες αναμετρήσεις όσο και την ακραία απάνθρωπη βιαιότητά τους. Υπάρχει, άλλωστε, τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να γνωρίζεις ή να υποθέτεις εκ των προτέρων πως οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις οδηγούν σε μια πολεμική σύγκρουση και στο να βλέπεις γύρω σου τους ανθρώπους να ξεπερνούν κάθε μέτρο και να επιδίδονται σε ανελέητες σφαγές. Πρόκειται για μια βιαιότητα τόσο έξω από τη λογική και τη φύση του ποιητή, που, εύλογα, τον αναγκάζει να αναζητήσει την πηγή αυτού του μίσους κι αυτής της αγριότητας πέρα από τα στενά όρια των εθνικών και οικονομικών ανταγωνισμών. Ίσως, τελικά, ό,τι κινεί τα νήματα αυτού του φονικότατου πολέμου να είναι μια άλλη μορφής ανάγκη∙ μια ανάγκη που υπηρετεί τους σχεδιασμούς της ίδιας της Μοίρας.

Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας
     μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στή-
     θος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρ-
     μένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.

Η μορφή της μοίρας που στέκει πάνω απ’ την κούνια του παιδιού, φορώντας το μαύρο μαντίλι της, χαμογελά αμφίσημα, μιας και κανείς δεν μπορεί να ξεδιαλύνει αν το χαμόγελο αυτό φανερώνει κάποια ευνοϊκή διάθεση ή αντιθέτως έναν ψυχρό υπολογισμό. Με τα βλέφαρα χαμηλωμένα και το ολόλευκο στήθος της, στέκει εκεί και προδιαγράφει το μέλλον του νεογέννητου παιδιού, αδιάφορη για τον ερχομό του πατέρα του. Τίποτε, άλλωστε, δεν μπορεί να επηρεάσει το δικό της το έργο, ούτε καν η αγάπη του πατέρα, που δίχως άλλο θα έκανε το οτιδήποτε για να προστατεύσει το αθώο αυτό παιδί από τη σκληρότητα του κόσμου.
Ο πατέρας, ο θαλασσοδαρμένος καραβοκύρης, έρχεται στο σπίτι και πετά σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο από τα χειμωνιάτικα κύματα σκουφί του, χωρίς να γνωρίζει πως την ίδια στιγμή η μοίρα παίρνει αμετάκλητες αποφάσεις για το μέλλον του παιδιού του∙ αποφάσεις που σχετίζονται άμεσα μ’ εκείνον.

Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθού-
     σαν
καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα
κι όταν ακόμη ανεμίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το
     λάκκο των κυμμάτων∙
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.

Σ’ αυτόν τον θαλασσοδαρμένο καραβοκύρη αναφέρεται ο ποιητής -απευθύνοντάς του μάλιστα σε β΄ πρόσωπο τα λόγια του-, επισημαίνοντας πως τα περιστατικά που σχετίζονταν με τη γέννηση του παιδιού του, όπως και τα πρόσωπα που συμμετείχαν σ’ αυτά τα γεγονότα είναι όσα κρατούσε στην ψυχή του και τον ακολουθούσαν όλο το αμέσως επόμενο διάστημα. Τη στιγμή που ετοίμαζε τα δίχτυα στην ακρογιαλιά, αλλά και τη στιγμή που έπλεε δευτερόπριμα (με τον καιρό στο ισχίο της πρύμης), κοιτάζοντας το λάκκο που σχημάτιζαν τα κύματα της θάλασσας∙ τον ίδιο το λάκκο που σχηματίζεται σ’ όλες τις θάλασσες και σ’ όλους τους κόλπους που έτυχε να τον οδηγήσουν τα ταξίδια του, εκείνος είχε στη σκέψη του τη γέννηση του παιδιού του και τα πρόσωπα της οικογένειάς του, για τα οποία και δούλευε πια όσο πιο σκληρά μπορούσε.
Μια ζωή με πολλές δυσκολίες, βέβαια, μα και μια ζωή με τη δική της χαρά, αφού πλέον ήταν ένας πατέρας που δεν πάσχιζε για τον εαυτό του, αλλά για το παιδί του και τη γυναίκα του. Ένας πατέρας που όσο κι αν μοχθούσε, ήξερε πως στο σπίτι του βρισκόταν και μεγάλωνε το παιδί του, αντλώντας απ’ αυτή την επίγνωση όλη τη δύναμη και την ευδαιμονία που είχε ανάγκη.  

Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί σε τρύπησαν με τη
     λόγχη,
γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη
     γυναίκα
που κοίταξε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου
     να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως, το πέλαγο, το ψωμί.

Κι εδώ ο ποιητής έρχεται, αίφνης, σε αδιέξοδο και αδυνατεί να καταλάβει τη συνέχεια των γεγονότων∙ δεν ξέρει να διαβάσει παρακάτω. Γιατί αυτόν τον άνθρωπο, που μόλις πριν λίγους μήνες είχε αποκτήσει ένα παιδί και δούλευε σκληρά για να του προσφέρει ό,τι χρειαζόταν, τον έδεσαν με αλυσίδες και τον τραυμάτισαν θανάσιμα, χωρίζοντάς τον μια νύχτα από τη γυναίκα του που κοίταζε ανήμπορη τους θύτες και το θύμα μη γνωρίζοντας τι να πει και πώς ν’ αντιδράσει∙ γιατί στέρησαν από αυτόν τον άνθρωπο το φως, το πέλαγος και το ψωμί;
Ποιος ο λόγος να βασανιστεί και να φονευθεί ένας άνθρωπος που το μόνο που ήθελε ήταν να δουλέψει σκληρά για το παιδί και για τη γυναίκα του; Ποιο το όφελος από μια τέτοια παράλογη αιματοχυσία; Ποιος ο λόγος να μείνει ορφανό ένα παιδί που μετρούσε μόλις λίγους μήνες ζωής;

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα
     γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πρα-
     μάτεια∙
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω
     από μας;

Το ερώτημα του ποιητή είναι συνάμα και το ερώτημα όλων των συγκαιρινών του∙ πώς είναι δυνατόν έτσι απροσδόκητα να ζουν ξαφνικά σε μια κατάσταση διαρκούς και ακατάλυτου φόβου; Πώς βρέθηκαν σ’ αυτή την κατάσταση;
Ερώτημα εξαιρετικά δύσκολο ν’ απαντηθεί, εφόσον ο ποιητής είναι βέβαιος πως δεν θα μπορούσε ποτέ ν’ αναλογεί μήτε στη δική του μοίρα, μήτε στη μοίρα των συνανθρώπων του μια τέτοια κατάληξη, αφού εκείνοι ποτέ δεν φέρθηκαν σε άλλους ανθρώπους με τέτοια σκληρότητα και ποτέ δεν προσπάθησαν να στερήσουν με τη βία την ανεξαρτησία των συνανθρώπων τους («ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια»). Πώς μπορεί, λοιπόν, να τους αναλογεί μια τόσο βαριά μοίρα από τη στιγμή που εκείνοι δεν υπήρξαν ποτέ βίαιοι ή φιλοπόλεμοι στη ζωή τους;
Ποιος είναι τελικά εκείνος που λαμβάνει τις αποφάσεις για τέτοιου είδους βιαιότητες και διαπράττει τέτοια εγκλήματα, μένοντας κρυμμένος πίσω από τους απλούς ανθρώπους; Ποιος είναι εκείνος που αποφασίζει να ρίξει και να αφανίσει τόσες ανθρώπινες ψυχές στον παραλογισμό ενός πολέμου;

Άφησε μη ρωτάς∙ τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι
γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια
     δεμένα,
άφησε μη ρωτάς, περίμενε∙ το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το
     δράκοντα.

Η απάντηση που έρχεται από τον υποθετικό συνομιλητή του ποιητή -επί της ουσίας, φυσικά, από τον ίδιο τον ποιητή- φανερώνει την πρόθεση ν’ αποδοθεί το παράλογο και το βάναυσο αυτών των γεγονότων σε μια δύναμη πάνω από τους ανθρώπους∙ ίσως στην άτεγκτη μοίρα, που υπό μία έννοια καλύπτει την απόσταση ανάμεσα στους πολιτικούς υπολογισμούς μιας πολεμικής αναμέτρησης και στην πραγμάτωση αυτού του πολέμου με μια τέτοια βιαιότητα και μ’ ένα τόσο λυσσαλέο μίσος, που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με λογικά μέσα.
Οι άνθρωποι σκοτώνουν έχοντας τυφλωθεί από το μίσος και τη δίψα για αίμα, σαν τα τρία εκείνα κόκκινα άλογα με τα δεμένα μάτια που γυρίζουν στο αλώνι πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα. Οι άνθρωποι σκοτώνουν έχοντας τυφλωθεί από κάτι που ξεπερνά κατά πολύ την προσδοκία κάποιου οικονομικού ή άλλου συμφέροντος. Στην πραγματικότητα τίποτε δεν μπορεί να εξηγήσει τι τους εξωθεί σε τέτοιες ακρότητες, αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί λογικό το να κατασφάζουν συνανθρώπους τους με τη σκέψη σε κάποιο χρηματικό όφελος ή με την αίσθηση κάποιου εθνικού καθήκοντος.
Ο συνομιλητής του ποιητή δεν μπορεί να απαντήσει στο ποιος ή στο τι ωθεί τους ανθρώπους σε τέτοιες πρωτόφαντες πράξεις βίας, του συνιστά, ωστόσο, να περιμένει, διότι το ίδιο το αίμα∙ το αίμα των τόσων αθώων ανθρώπων που σφαγιάστηκαν χωρίς λόγο, θα σηκωθεί ένα λυτρωτικό πρωινό, σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη, και θα καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα∙ θα καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στους απάνθρωπους αυτούς φονιάδες και θα τερματίσει ολοκληρωτικά τη δράση τους.
Η σύνδεση, μέσω της παρομοίωσης, του χτυπήματος που θα καταφέρει το αίμα των αθώων ανθρώπων με τη λαϊκή παράδοση για τον Αι-Γιώργη και τη δολοφονία του δράκου που ετοιμάζεται να κατασπαράξει την νεαρή πριγκίπισσα («θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη»), υποδηλώνει τη θέληση του ποιητή να ενισχύσει την καρτερία των συγκαιρινών του με την υπόμνηση της ισχυρής θρησκευτικής τους πίστης. Όσο παράλογος κι αν είναι αυτός ο πόλεμος, όσο φονικός κι αν είναι, δεν μπορεί παρά να επέλθει κάποια στιγμή το τέλος του∙ κι ακόμη περισσότερο, δεν μπορεί παρά να επέλθει η αναγκαία δικαίωση για όλους εκείνους τους αθώους ανθρώπους που έπεσαν θύματα του τυφλού μίσους και της αγριότητας.


Αγαπημένοι στίχοι και αποφθέγματα... VII

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Brooke Shaden 

Αγαπημένοι στίχοι και αποφθέγματα... VII 

«Η ζωή, λένε, είναι δυνατή. Ναι. Αλλά ζωή χωρίς όνειρο, όραμα και χάδι, είναι μια ζωή που αρχίζει να θυμίζει τη ζωή των ημερών μας.»
Τζένη Καρέζη

«Στα μαλλιά σου, το βλέπω,
έχει περάσει τα δάχτυλα ο άνεμος. Δεν αγαπώ τον άνεμο∙
σ’ το ξαναλέω.»
Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος λόγος

«Ήθελα κάπου να τα πω,
να τα μοιράσω –
τόσο μεγάλα.
Δεν τα είπα.
Ασφυχτικά μεγάλωσα,
μόνος.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Σε μικρούς στίχους
μεγάλα πράγματα κρύβονται
ανείπωτα.
Εσύ ξέρεις.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Δεν έχω∙ δεν είμαι∙ σωπάστε∙ α δημοκόποι, δημοπράτες, λαχειοπώλες, τραπεζίτες, λίγη σιωπή, λίγη σιωπή.»
Γιάννης Ρίτσος 

«Όμορφη μέρα –
δεν την αντέχω
να μην είσαι εδώ.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Ό,τι όμορφο
με τ’ όνομά σου το φωνάζω∙
ακούει κι αποκρίνεται.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Αυτός ο φόβος
μήπως έμεινε κάτι
που δεν το πήρα.
Κι ο φόβος
μήπως εκείνο το απέραντο
έχει τέλος.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Ο θάνατος -είπε- ο θάνατος είναι ήσυχος γιατί δεν έχει τίποτα να κρύψει.»
Γιάννης Ρίτσος

«Ο άνθρωπος, γιε μου, είναι αυτό που θυμάται – το μόνο δικό του.»
Γιάννης Ρίτσος 

«Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Φωνάζουν, - τι φωνάζουν;
Ο λόγος που λησμόνησε το θάνατο δεν έχει τίποτα ν’ ανακοινώσει.» 
Γιάννης Ρίτσος

«Κ’ η επανάληψη
μια ανανέωση είναι.
Τα μαλλιά σου
ριγμένα πλάϊ
μιλούν αλλιώς.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Να ζει κανείς ή να μη ζει, αυτό είναι το ζήτημα∙
τι δείχνει πιο γενναία ψυχή, να υποφέρεις
πετριές και σαΐτες μιας άθλιας τύχης,
ή να παίρνεις τ’ άρματα ενάντια σ’ ένα πέλαγο από βάσανα
κι αντιβγαίνοντας να τους δίνεις τέλος;»
William Shakespeare, Άμλετ

«Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Το σώμα σου είναι απέραντο. Το σώμα σου απερίγραπτο.
Και θέλω να το περιγράψω, να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου,
να το χωρέσω και να με χωρέσει.»
Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος λόγος

«Πώς ζουν οι πεθαμένοι
χωρίς έρωτα;»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Αιστάνουμαι κατάβαθα πόσο ακριβή μου είναι η κάθε στιγμή που περνάει πάνωθέ μου. Θέλω να τη σταματήσω και να της πω στ’ αυτί: Τράβα στο καλό και συ, μα ξέρε το. Σε κατάλαβα που πέρασες. Σ’ ένιωσα, σε χάρηκα και σ’ ευχαριστώ!»
Στρατής Μυριβήλης 

«Ίσως όταν όλοι μπορέσουν να δουν την ομορφιά της ζωής, ίσως τότες όλος ο κόσμος θα γίνει πρώτα καλός και κατόπι ευτυχισμένος.»
Στρατής Μυριβήλης

Ακούγω μιαν απάντηση: «Πόλεμος κατά του πολέμου!» «Πόλεμος των τάξεων!» Ξέρω. Μα αυτό είναι μια καινούργια απάτη. Είναι πάλι ο πόλεμος με πιο μοντέρνα και πιο βδελυρή προσωπίδα.
Στρατής Μυριβήλης

Δεν υπάρχουν νόρμες. Όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις ενός κανόνα που δεν υπάρχει.
[Fernando Pessoa]

Βρίσκομαι σε μια απ’ τις μέρες εκείνες όπου ποτέ δεν είχα μέλλον. Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα ασάλευτο παρόν περιφραγμένο από ένα τείχος αγωνίας.
[Fernando Pessoa]

Έχουμε όλοι δυο ζωές:
Την αληθινή, αυτήν που ονειρευόμαστε στα
παιδικάτα μας,
Και που εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε,
ως ενήλικες, πνιγμένη στην ομίχλη.
Την ψεύτικη, αυτήν που μοιραζόμαστε με τους
άλλους,
Την πρακτική ζωή, την ωφέλιμη ζωή,
Αυτή που στο τέρμα της είναι το φέρετρο.
[Fernando Pessoa]

«Όλα τα σώματα που άγγιξα, που είδα, που πήρα, που ονειρεύτηκα,
όλα
πυκνωμένα στο σώμα σου.»
Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος λόγος

«Το μόνο ορατό είναι αυτό που δε θέλεις να βλέπεις.»
Γιάννης Ρίτσος  

«Το πουκάμισό του
δεν του τόραψε
το κάρφωσε όλο με καρφίτσες
να το φορεί και να λαβώνεται –»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

Χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε.
[Νίκος Καρούζος]

Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:
Η ζωή δεν έχει και τόση ζωή μέσα της∙
[Νίκος Καρούζος]

Ν’ απαγορεύεις το μέλλον ολόκληρο
στον εαυτό σου μέσα και να βλέπεις ήρεμος
το δυστύχημα της υπάρξεως.
[Νίκος Καρούζος]

«Εσένα σου πρέπει
ασάλευτη να μένεις μες στη νιότη σου ή με λίγες κινήσεις
να κυβερνάς τα κύματα μπροστά στο κρεβάτι.»
Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος λόγος

«Κάθε σήμερα μαθαίνω ν’ απορρίπτω
αυτά που πίστεψα χτες.»
Κατερίνα Γώγου

Θα παλέψω.
Με τα νύχια και τις γροθιές
με τα δόντια
θα παλέψω.
Και να ‘σαι σίγουρη
πως θα χαράξω την παρουσία μου ανεξίτηλη
στις πέτρινες κόχες του διαστήματος
που θα κινείσαι.
[Τίτος Πατρίκιος]

Στεγνώσανε τα δάκρυα
ακόμα και της λύπης που θα ‘ρθεί.
[Τίτος Πατρίκιος]

«Η ζωή μας τι είναι; Νά:
λίγες ώρες που διαβαίνουν...
Μόνο η πρώτη μάς γεννά―
όλες οι άλλες μας πεθαίνουν!»
Γεώργιος Αθάνας

«Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.»
Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος λόγος

«Σώμα γυμνό
πλαγιασμένο ή όρθιο
άγνωστη γεωγραφία
χίλιες φορές μελετημένη
αποστηθισμένη
άγνωστη»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο.»
Άρης Αλεξάνδρου

«Αυτός είναι ο θίασός μας, με αυτόν θα παίξουμε.»
Γιώργος Σεφέρης

Θα ‘θελα να ήθελα να θέλω τον έρωτα.
[Fernando Pessoa]

«Θυμήσου πως αν μεταχειριζόμαστε τα λόγια των άλλων, δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τις σκέψεις των άλλων.»
Γιώργος Σεφέρης
Καλημέρα φθινόπωρο
μονολεκτικές ας είναι οι στιγμές σου.
Το πρώτο σώμα
που θα δοθεί
για τροφή λυγμών
ας μην είναι
νεανικό.
[Θάνος Ανεστόπουλος]

Ρώτα την καρδιά σου...
Ό,τι και να της πεις, σου λέει-
«εκεί κάτω απ’ τον βράχο της σιωπής,
υπάρχει ένα “σ’ αγαπώ”
που δεν μπορείς να το διαψεύσεις.
[Θάνος Ανεστόπουλος]

«Όταν δεν δίνουμε στο πνεύμα πράγματα που αξίζουν, λειτουργεί (γιατί δεν μπορεί παρά να λειτουργεί) με πράγματα τυχαία και μηδαμινά που μας ταπεινώνουν.»
Γιώργος Σεφέρης

«Οι λεπτομέρειες, που μας παρέχουν τόσο άφθονα, θολώνουν την κρίση για το ουσιαστικό πρόβλημα. Σ’ αυτό βασίζεται η τέχνη της προπαγάνδας: στην επιδέξια χρησιμοποίηση της λεπτομέρειας, στον τεμαχισμό της αλήθειας.»
Γιώργος Σεφέρης

«Το άθλιο συναίσθημα να βλέπεις τη γλώσσα να φυραίνει, να γίνεται ένα συνθηματικό τραύλισμα, από το φανατισμό.»
Γιώργος Σεφέρης

«Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

[Η ψυχαναλυτική κριτική] μπορεί βέβαια να μας δώσει αξιοπρόσεχτα στοιχεία που μπορεί να φωτίσουν βιογραφικά μια φυσιογνωμία· αλλά [...] δεν μπορεί μήτε να αξιολογήσει μήτε να εξηγήσει τη γένεση ενός ποιήματος. Λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο είτε πρόκειται για τα έργα ενός μεγάλου καλλιτέχνη είτε για τα έργα ενός ηλιθίου [...].
Θα διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον μια καλή ψυχαναλυτική μελέτη για τον Καβάφη, αλλά θα διάβαζα με το ίδιο ενδιαφέρον μια καλή αστρολογική μελέτη πάνω στο ωροσκόπιό του.
[Γιώργος Σεφέρης]

«Αυτό το νόημα, επειδή το βρήκε ο ποιητής, δε σημαίνει πως είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο άξιο από ένα άλλο νόημα που γεννήθηκε από την επαφή ενός τρίτου μ’ αυτό το ίδιο ποίημα. [...] Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να έχει δώσει αυθεντική ερμηνεία του έργου του.»
Γιώργος Σεφέρης

«Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει,
μήπως δεν είμαι η θάλασσα;»
Γιώργος Σεφέρης

«Τα ερωτήματα είναι πιο χρήσιμα από τη σιωπή.»
Γιώργος Σεφέρης

Να ελπίζεις το καλύτερο και να προετοιμάζεσαι για το χειρότερο: ιδού ο κανόνας.
[Fernando Pessoa]

Η ζωή είναι ένα δεινό που αξίζει να το απολαμβάνεις.
[Fernando Pessoa]

Σας λέω: κάντε το καλό. Γιατί; Τι θα κερδίσετε; Τίποτε, απολύτως τίποτε. Ούτε χρήματα, ούτε αγάπη, ούτε εκτίμηση, ίσως ούτε καν πνευματική γαλήνη. Ίσως δεν θα κερδίσετε τίποτε απ’ αυτά. Γιατί τότε σας λέω, κάντε το καλό; Γιατί δεν θα κερδίσετε τίποτε. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αξίζει τον κόπο.
[Fernando Pessoa]

«Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Μπορεί πολιτική να σημαίνει την τέχνη του να κάνεις, δημόσια, πράγματα που ντρέπεσαι να κάνεις ή και να ομολογήσεις στο σπίτι σου.»
Γιώργος Σεφέρης

«Η κυκλοφορία μιας εφημερίδας είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα.»
Γιώργος Σεφέρης

«Και τι άλλο είναι η Τέχνη παρά λεπτομέρειες;»
Κωνσταντίνος Καβάφης

«[Ο Παπαδιαμάντης] είναι λαμπρά ασκημένος στης περιγραφής την τριπλήν ικανότητα ― τα ποια πρέπει να λεχθούν, τα ποια πρέπει να παραλειφθούν, και εις τα ποια πρέπει να σταματηθεί η προσοχή.»
Κωνσταντίνος Καβάφης

«Καλύτερα να κάνει κανείς κάτι ατελές παρά να μην το κάνει καθόλου. Εμείς οι Έλληνες ισχυριζόμεθα ότι επιδιώκομεν την τελειότητα ως δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα.»
Κωνσταντίνος Καραμανλής

«Η Δημοκρατία δεν κινδυνεύει μόνο από τα τανκς. Κινδυνεύει περισσότερο από την δημαγωγία που οδηγεί στα τανκς.»
Κωνσταντίνος Καραμανλής

«Όλοι υποστηρίζομεν εις τον τόπον αυτόν την ανάγκη της αλλαγής. Αλλά για να γίνει καθολική η αλλαγή αυτή θα πρέπει να την πραγματοποιήσει ο καθένας μας χωριστά εις τον τομέα του.»
Κωνσταντίνος Καραμανλής

«Καμμιά σκοπιμότητα δεν είναι ιερότερη από το δικαίωμα του πολίτη να αποφασίζει ο ίδιος για τη μοίρα του.»
Κωνσταντίνος Καραμανλής

Μη φοβάστε, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να καταρρεύσει η κοινωνία από υπερβολικό αλτρουισμό.
[Fernando Pessoa]

«Όχι. Όχι.
Η ανάμνηση του σώματος
δεν είναι σώμα.
Σφίγγω
συμπυκνωμένο αέρα.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Στον τόπο μας, έχομε την συνήθεια να συζητούμε πολύ, για να μην παίρνομε αποφάσεις που συνεπάγονται ευθύνες.»
Κωνσταντίνος Καραμανλής

«Πείρα είναι κυρίως το όνομα που δίνουν οι άνθρωποι στα λάθη τους.»
Κωνσταντίνος Καραμανλής

«Τώρα σταμάτησα
μα αύριο
αντίθετα θ’ αρχίσω να βαδίζω
(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)»
Αλέξανδρος Παναγούλης 

«Πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό που λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία απροσδόκητα συχνά πηγαίνει.»
Ανδρέας Εμπειρίκος

Η συνείδηση της ασημαντότητάς μας είναι το αποκορύφωμα της γνώσης μας για τη ζωή.
[Fernando Pessoa]

«Θρησκεία και γλώσσα, ιδού τα δύο θαυμαστά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την τρίτην και ύστερην εποχήν της Ελληνικής ενότητος· και όποιος αγωνίζεται να φέρει σχίσματα εις την θρησκεία και εις την γλώσσα, αγωνίζεται ν’ αφανίσει το έθνος.»
Ιούλιος Τυπάλδος

«Το Ναδίρ, η απόλυτη εκμηδένιση, δεν είναι μύθος. [...] Βρίσκεται όταν ξεπεράσεις τη ντροπή.»
Στρατής Τσίρκας

«Ο λόγος, η γλώσσα, η φωνή ― αντίδοτα στο θάνατο και στη δυστυχία.»
Γιάννης Τσαρούχης

Ο κόσμος δεν είναι αληθινός, είναι όμως πραγματικός.
[Fernando Pessoa]

Το κάλλος είναι ελληνικό.
Αλλά η ιδέα ότι είναι ελληνικό, είναι μοντέρνα.
[Fernando Pessoa]

«Η τελευταία αγωνία: Να βασανιστείς τόσο όχι για να κερδίσεις κάτι, αλλά για να χάσεις― το μοναδικό που έχεις!»
Άγγελος Τερζάκης

«Ό,τι δεν μπορείς να πετύχεις από τις γυναίκες με τα σοβαρά, το πετυχαίνεις με τα αστεία.»
Άγγελος Τερζάκης

«Το αντίθετο της ευφυΐας δεν είναι η κουταμάρα: είναι η πονηρία. Η ευφυΐα είναι το ευγενές. Αγενής είναι η πονηρία και όχι η κουταμάρα ―που είναι ουδέτερη.»
Άγγελος Τερζάκης

«Κάθε καινούργιος έρωτας σου δίνει ένα άλλο πρόσωπο σε φέρνει ν’ αντιμετωπίσεις ακόμη μια φορά τη μοναξιά σου. Όταν ο έρωτας φύγει το κενό θυμίζει χώρο εγκλήματος.»
Τάκης Σινόπουλος

«Ακόμη κι η επιλογή του ακατέργαστου υλικού (τι θα κρατήσεις ―αλλ’ ιδίως τι θ’ απορρίψεις) δείχνει κι αυτή τον Καλλιτέχνη.»
Γιάννης Μπεράτης

«Η Επιτυχία στην Τέχνη ― είναι κάθε πράμα να ειπωθεί στην ώρα του, στη θέση του και με τη λέξη του.»
Γιάννης Μπεράτης

Όποιοι δεν θέλουν να υποφέρουν, ας απομονωθούν. Κλείστε όσο το δυνατόν τις θύρες της ψυχής σας στα φώτα της συνύπαρξης.
[Fernando Pessoa]

Ο θάνατος είναι η στροφή του δρόμου,
Το να πεθαίνεις σημαίνει απλώς ότι παύουν να σε βλέπουν.
[Fernando Pessoa]

«Δεν μπορείς ν’ αποφύγεις τον εαυτό σου ούτε και στην εκτίμηση (στην εκτίμηση που κάνεις Εσύ) των άλλων.»
Γιάννης Μπεράτης

«Δεν μπορείς ποτέ ν’ αγαπήσεις ό,τι δεν έχεις μέσα σου.»
Γιάννης Μπεράτης

«Είναι φορές που η υπερβολική καλωσύνη ― καταντάει βλακεία.
Κι η υπερβολική ατολμία, προστυχιά.»
Γιάννης Μπεράτης

Μόνο σαν περάσεις περίπου τα «τριάντα» αρχίζεις και καταλαβαίνεις πως ο Κόσμος δεν είναι καινούργιος.
[Γιάννης Μπεράτης]

«Αληθινή αγάπη δεν είναι εκείνη που βγάζει από το δρόμο του παιδιού κάθε δυσκολία, αλλά εκείνη που του μαθαίνει πώς να υπερνικά τις δυσκολίες.»
Πηνελόπη Δέλτα

«Όλα να τα περιμένεις από κείνον που ό,τι πιο πολύ εθαύμασε πιο πολύ τον απογοήτεψε.»
Ηρακλής Ν. Αποστολίδης

«Λαοί που δεν αυτοκρίνονται, που κάνουν δυο και τρεις φορές τα ίδια λάθη, που κερδίζουν τους πολέμους και χάνουν τις ειρήνες, είναι ή γίνανε λειψοί!»
Ηρακλής Ν. Αποστολίδης

«Το καλό για τους πολλούς δε συφέρει στους λίγους.»
Κώστας Βάρναλης

Την έλλειψη αληθινής πνευματικής ανάπτυξης φανερώνει καλά κι η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαραχτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων διανοουμένων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου.
[Γιώργος Θεοτοκάς]

«Τα νησιά είναι για μένα ένα ζήτημα ερωτικό κι ο έρωτας δεν εξηγιέται με επιχειρήματα, αλλά όποιος τον αισθάνεται καταλαβαίνει αμέσως, οι άλλοι ό,τι θέλουν ας λένε.»
Γιώργος Θεοτοκάς

«Μα τα πλήθη (κι ακόμα περισσότερο τα πλήθη των νέων) θέλουνε σήμερα «λύσεις» ―άμεσες, ριζικές, οριστικές, με όλα τα μέσα, με κάθε θυσία― δηλαδή τελικά έναν οπλισμένο αφέντη, που να διδάσκει και μια κοσμοθεωρία και να σκοτώνει τους αντιφρονούντες...»
Γιώργος Θεοτοκάς

Δεν υπάρχει τίποτε ωραιότερο και τιμιότερο από το να ζητάει κανείς να φτιάξει κάτι ανώτερο από τον εαυτό του. Δυστυχώς οι περισσότεροι θέλουν να φτιάξουν τους άλλους απλώς σαν τον εαυτό τους, νομίζοντας ότι έχουν το δικαίωμα να μιμηθούν το Θεό. Άλλο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και άλλο «σαν τα μούτρα μας».
[Παναγιώτης Κανελλόπουλος]

«Η Μοίρα δίνει περισσότερα,
σ’ αυτούς που ανίδεα προσμένουν.»
Γεράσιμος Βώκος

«Οι σοφοί ως επί το πλείστον είναι άβουλοι, ανίκανοι για αποφάσεις, αμφιρρέποντες, ως εκ τούτου ακατάλληλοι για δράση και για κυβέρνηση.
     Απεναντίας δε σ’ εκείνους που είναι αφημένη η δράση στον κόσμο, τους λείπει ως επί το πλείστον η σοφία.»
Γιώργος Βρισιμιτζάκης

Εις δύο περιστάσεις δεν επιτρέπεται η δειλία· εις τον πόλεμον και εις τον έρωτα.
[Πολύβιος Δημητρακόπουλος]

Η καλυτέρα εκδίκησις
είναι η συμπάθεια.
[Ανδρέας Κάλβος]

Ο κόσμος είναι ένα παλιό κακογραμμένο βιβλίο, που σε κάθε ανάτυπο του αλλάζουν μόνο το εξώφυλλο. Στο κείμενο δεν έγινε ποτέ καμμία διόρθωσις...
[Τίμος Μωραϊτίνης]

Από τις λέξεις κράτησε μονάχα
όσες φωτίζουν ως την άκρη της οργής
Κι αν πούνε πως την ποίηση πρόδωσες
μη φοβηθείς όσο θα λες αλήθεια.
Αυτός που πνίγεται δεν τραγουδά∙
Ουρλιάζει.
[Φοίβος Σταυρίδης]

Δεν γίνεται. Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες.
Ακόμα κι όταν έδιωχνες
κάθε τι δικό μου.
Ακόμα κι όταν νόμισες πως τό ‘διωξες.
[Τίτος Πατρίκιος]

«Δε φοβάμαι πια για τίποτα.
Μπορώ να βάλω εδώ στην αρχή
ένα εγώ
και να ξέρω πως μιλάω για τον εαυτό μου.»
Τίτος Πατρίκιος 

Σε κάθε κοινότητα υπάρχει μια τάξη ανθρώπων αληθινά επικίνδυνη για τις άλλες. Δεν εννοώ τους εγκληματίες. Γι’ αυτούς έχουμε τις ποινικές κυρώσεις. Εννοώ τους ηγέτες. Μόνιμα οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι αναζητούν τη δύναμη. Ενώ στα στέκια της αγανάκτησης ο υγιώς σκεπτόμενος πολίτης βράζει μέσα του. 
[Saul Bellow] 

«Το απερίφραστο -έλεγε-
εξοστρακίζει το ποίημα.
Ας είναι.
Προτιμώ το σώμα σου.»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Αυτά που δεν είπαμε
ίσως να συντηρούν ακόμη
χειρονομίες δικές μας
πράξεις δικές μας
σαν πράξεις τρίτων»
Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά

«Κυριακή
τα χέρια μου
μες στην υπομονή τους
τι μυστικά που ετοιμάζουν
τον νέο αγώνα
με τα χέρια σου.»

Γιάννης Ρίτσος, Τα ερωτικά 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...