Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2017

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

George Baloghy

Ιστορία Προσανατολισμού: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2017

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
Α1.
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων ιστορικών όρων/συμφωνιών:
α. Φεντερασιόν
β. Οργανικός νόμος (1900)
γ. Συμφωνία Μουρνιών Κυδωνίας
Μονάδες 15

Φεντερασιόν: Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, μιας πόλης με σημαντικό -για τα μέτρα της περιοχής- βιομηχανικό υπόβαθρο και με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα. Η μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση της πόλης, η Φεντερασιόν, με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοιχτή σε νέες ιδέες εβραϊκή κοινότητα της πόλης, αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για τη διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα.

Οργανικός νόμος (1900): Ένα σοβαρό ζήτημα, που αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από την πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώδη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.

Συμφωνία Μουρνιών Κυδωνίας: Οι διαπραγματεύσεις των επαναστατών του Θερίσου ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε από τον Ελ. Βενιζέλο στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Εξασφαλίστηκε γενική αμνηστία και οι Μ. Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στον κρητικό λαό, αρνούμενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Α2.
Να αντιστοιχίσετε σωστά τα ονόματα πολιτικών αρχηγών (στήλη Α) με τους πολιτικούς σχηματισμούς (στήλη Β) (περισσεύουν δύο στοιχεία από τη στήλη Β).

ΣΤΗΛΗ Α                                                    ΣΤΗΛΗ Β
α. Δημήτριος Βούλγαρης                            1. Αγγλικό κόμμα
β. Δημήτριος Γούναρης                               2. Γαλλικό κόμμα
γ. Επαμεινώνδας Δεληγιώργης                  3. Εθνικόν Κομιτάτον
δ. Ιωάννης Κωλέττης                                   4. Εθνικό κόμμα
ε. Κυριακούλης Μαυρομιχάλης                5. Ομάδα Ιαπώνων
6. Ορεινοί
7. Πεδινοί

Μονάδες 10

α. Δημήτριος Βούλγαρης = 7. Πεδινοί
β. Δημήτριος Γούναρης = 5. Ομάδα Ιαπώνων
γ. Επαμεινώνδας Δεληγιώργης = 3. Εθνικόν Κομιτάτον
δ. Ιωάννης Κωλέττης = 2. Γαλλικό κόμμα
ε. Κυριακούλης Μαυρομιχάλης = 4. Εθνικό κόμμα

Β1.
α) Ποια ήταν η οικονομική λειτουργία της Εθνικής Τράπεζας κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της; (μονάδες 5)
β) Ποιοι ήταν οι λόγοι ίδρυσης της Τράπεζας της Ελλάδος (μονάδες 5) και ποιος ήταν ο ρόλος της στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας μέχρι τις αρχές του 1932; (μονάδες 5)
Μονάδες 15

α) Η δραστηριότητά της στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους.

β) Το 1927, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, το Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της ένα χρόνο αργότερα. Πολύ γρήγορα πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την έκδοση χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας τη μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος σε χρυσό. Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μία ισχυρή δυναμική που επέτρεψε τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 1932, οπότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929.

Β2.
Να αναφερθείτε στους φορείς που ανέλαβαν το έργο της περίθαλψης των προσφύγων κατά το διάστημα 1914-1921.
Μονάδες 10

Στην αρχή η περίθαλψη των προσφύγων ήταν ως επί το πλείστον έργο εθελοντών. Καταρτίστηκαν επιτροπές από το Υπουργείο Εσωτερικών με έργο τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και την παροχή στοιχειώδους οικονομικής βοήθειας. Τα έσοδα προέρχονταν από εράνους, δωρεές και μικρή κρατική επιχορήγηση. Τον Ιούλιο του 1914 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη Οργανισμός, με σκοπό την άμεση περίθαλψη και στη συνέχεια την εγκατάσταση των προσφύγων σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Παρεχόταν συσσίτιο, προσωρινή στέγη και ιατρική περίθαλψη, μέχρι οι πρόσφυγες να βρουν εργασία ή να αποκτήσουν γεωργικό κλήρο.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1917) η κυβέρνηση Βενιζέλου ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη την «Ανωτάτην Διεύθυνσιν Περιθάλψεως». Τον Ιούλιο του 1917 (είχε επικρατήσει ο Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα) ιδρύθηκε το Υπουργείο Περιθάλψεως. Για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε η περίθαλψη και για τις οικογένειες των εφέδρων που βρίσκονταν στο μέτωπο και για τις οικογένειες των θυμάτων του πολέμου.
Μολονότι η Ελλάδα βρισκόταν σε πολεμική αναμέτρηση (Α' Παγκόσμιος πόλεμος) και οι οικονομικές συνθήκες ήταν αντίξοες, η φροντίδα για τους πρόσφυγες ήταν περισσότερο οργανωμένη από το 1917 έως το 1921. Σύμφωνα με στοιχεία των υπηρεσιών του Υπουργείου Περιθάλψεως, δέχτηκαν περίθαλψη κατά διαστήματα περίπου 450.000 πρόσφυγες.
Η μέριμνα για τους πρόσφυγες περιελάμβανε:
- Διανομή χρηματικού βοηθήματος. Ιδιαίτερο επίδομα δινόταν σε ιερείς, δασκάλους και επιμελείς μαθητές.
- Διανομή συσσιτίου. Οργανώθηκαν καθημερινά συσσίτια από το κράτος ή το Πατριωτικό Ίδρυμα σε συνοικίες των πόλεων όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί πρόσφυγες.
- Παροχή ιατρικής περίθαλψης. Διορίστηκαν γιατροί, φαρμακοποιοί και μαίες, αποκλειστικά για τους πρόσφυγες
- Χορήγηση φαρμάκων και νοσηλεία σε νοσοκομεία, δημόσια ή ειδικά διαμορφωμένα για την περίθαλψη των προσφύγων.
- Στέγαση σε προσωρινά καταλύματα, (σκηνές ή παραπήγματα), σε δημόσια και σε επιταγμένα ή μισθωμένα ιδιωτικά κτίρια.
- Παροχή ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων.
- Βοήθεια για εύρεση εργασίας.
- Δωρεάν μετακίνηση, ομαδική ή ατομική, για εύρεση στέγης και εργασίας η για επιστροφή στις περιοχές της προηγούμενης εγκατάστασης.

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Γ1.
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να αναφερθείτε στη διάσταση γηγενών και προσφύγων:
α. στον οικονομικό τομέα (μονάδες 3)
β. στον κοινωνικό τομέα (μονάδες 10)
γ. στον πολιτικό τομέα (μονάδες 12)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Γηγενείς και πρόσφυγες
Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920 ο προσφυγικός κόσμος υπήρξε η σταθερότερη, συμπαγέστερη και μαζικότερη εκλογική βάση της βενιζελικής παράταξης. (Κατά προέκταση, δε, επειδή η μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ελλάδα, στις λεγόμενες Νέες Χώρες, οι περιοχές αυτές κατέστησαν εκλογικό φέουδο των βενιζελικών.) Χαρακτηριστικό είναι πως απειροελάχιστοι πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν όλο αυτό το διάστημα σε συνδυασμούς αντιβενιζελικών κομμάτων (και αυτό, όποτε και στο βαθμό που έγινε, προκαλούσε ενδοπαραταξιακές αντιρρήσεις και γκρίνιες)... Πως υπήρχαν προσφυγικά εκλογικά τμήματα ή τμήματα σε προσφυγικές συνοικίες, όπου δεν βρισκόταν ούτε μια ψήφος (!) για κόμμα της αντιβενιζελικής πολιτικής οικογένειας... Και πως, τουλάχιστον στις εκλογές του 1926, παρά το αναλογικό εκλογικό σύστημα με το οποίο αυτές διεξήχθησαν, ο αντιβενιζελισμός θα είχε αποσπάσει άνετη απόλυτη πλειοψηφία, εάν ψήφιζαν μόνο οι γηγενείς...

Θανάσης Διαμαντόπουλος, 10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων. Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017, 2ο τεύχος, Η δεκαετία του 1920, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2017, σ.78.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1. Ήρθε αμερικάνικο καταδρομικό και πήρε τους υπόλοιπους δικούς μας. Αυτοί ήταν περισσότεροι από μας. Τους πήγε στη Ρόδο. Απ’ εκεί έγινε αχταρμάς [μεταφορά] σε ελληνικό πλοίο που τους μετέφερε στην Ελλάδα, στις Σπέτσες.
Εδώ οι Παλαιοελλαδίτες, οι βασιλικοί, δε μας φέρθηκαν καθόλου καλά. Μας έλεγαν τουρκόσπορους και άλλα προσβλητικά λόγια. Δε μας χώνευαν, γιατί ήμασταν βενιζελικοί. Κοροϊδεύανε εμάς που σαν τουρκόφωνοι δυσκολευόμασταν να μιλήσουμε ελληνικά. [...]

Μαρτυρία Νικολάου Μάρκογλου από την Αλάγια της νότιας Μικράς Ασίας. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. 2, Αθήνα 1982, σ. 509.

2. Μας έφεραν στην Κέρκυρα, μας έβαλαν στο φρούριο, στις εκεί παράγκες. Μεγάλο Σάββατο ήτανε. Έρχεται ένας αέρας και τις παίρνει τις παράγκες. Τί να κάνουμε; Πήγαμε στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη, εκεί κοντά. [...]
Στην αρχή δεν ταιριάζαμε με τους Κερκυραίους. Άλλες συνήθειες αυτοί, άλλες συνήθειες εμείς. Γλώσσα δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Μετά όμως τα φτιάξαμε. Πολλά συνοικέσια έγιναν Κερκυραίοι πήραν προσφυγοπούλες.

Μαρτυρία Ελένης Μαναήλογλου από το Ικόνιο. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. 2, σ. 349. Στο σχολικό βιβλίο Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ΄ Γενικού Λυκείου, Θεωρητικής Κατεύθυνσης, ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ», 2014, σ.166.

Η διάσταση προσφύγων και γηγενών εκφράστηκε κυρίως:
α) Στην οικονομική ζωή. Υπήρχε ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, στην ιδιοκτησία της γης και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
β) Στην κοινωνική ζωή. Οι πρόσφυγες που κατοικούσαν στους συνοικισμούς ήταν απομονωμένοι, δεν είχαν συχνές επαφές με ντόπιους και προτιμούσαν να συνάπτουν γάμους μεταξύ τους. Δεν συνέβαινε το ίδιο με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μέσα στις πόλεις ή τα χωριά. Ο χώρος εργασίας, το σχολείο, η εκκλησία και κυρίως η γειτονιά έδιναν ευκαιρίες επικοινωνίας με τους ντόπιους. Σιγά-σιγά άρχισαν να συνάπτονται μικτοί γάμοι, που με την πάροδο του χρόνου γίνονταν όλο και περισσότεροι. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της Ελένης Μαναήλογλου (Κείμενο Β), η οποία επισημαίνει πως ενώ στην αρχή οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα δεν ταίριαζαν με τους ντόπιους, καθώς είχαν διαφορετικές συνήθειες, αλλά και διότι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, μιας κι οι πρόσφυγες δεν γνώριζαν τη γλώσσα, εντούτοις στην πορεία έγιναν πολλά συνοικέσια και προσφυγοπούλες παντρεύτηκαν με Κερκυραίους.   
Η αντίθεση μεταξύ προσφύγων και γηγενών, σε ελάχιστες περιπτώσεις πήρε τη μορφή ανοικτής σύγκρουσης. Ο όρος «πρόσφυγας», όμως, είχε στην κοινή συνείδηση υποτιμητική σημασία, για πολλά χρόνια. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Νικολάου Μάρκογλου (Κείμενο Β), ο οποίος αναφέρει πως όταν βρέθηκαν στις Σπέτσες, οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν «τουρκόσπορους» και τους έλεγαν διάφορα άλλα προσβλητικά λόγια. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προσφύγων και γηγενών έπαψε να υπάρχει μετά τη δεκαετία του 1940. Αλλά και από πιο πριν οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς και αργότερα τα παιδιά και τα εγγόνια τους συμμετείχαν σε όλες τις δραστηριότητες στη νέα πατρίδα τους.
γ) Στην πολιτική ζωή. Πριν ακόμη από την παροχή στέγης και εργασίας, οι πρόσφυγες απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα. Εντάχθηκαν στο κόμμα του Βενιζέλου τόσο ως ψηφοφόροι όσο και ως πολιτευτές, βουλευτές και υπουργοί. Όπως αναφέρεται στο Κείμενο Α οι πρόσφυγες αποτέλεσαν την πιο σταθερή εκλογική βάση του κόμματος του Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Επειδή, μάλιστα, οι πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, η περιοχή αυτή παρέμεινε σε εκλογικό επίπεδο αμιγώς βενιζελική. Ο αριθμός, άλλωστε, των προσφύγων που τοποθετήθηκαν σε συνδυασμούς αντιβενιζελικών κομμάτων ήταν μηδαμινός, προκαλώντας -και στις ελάχιστες αυτές περιπτώσεις- εσωτερικές διαμαρτυρίες στα κόμματα που τους δέχονταν. Υπήρξαν δε εκλογικά τμήματα προσφύγων στα οποία τα αντιβενιζελικά κόμματα δεν έλαβαν ούτε μία ψήφο. Ενώ στις εκλογές του 1926, παρά το γεγονός ότι έγιναν με αναλογικό εκλογικό σύστημα, οι αντιβενιζελικοί θα είχαν λάβει απόλυτη πλειοψηφία, αν είχαν  ψηφίσει μόνο οι ντόπιοι. Οι αντιβενιζελικοί και ο αντιβενιζελικός τύπος καλλιεργούσαν το μίσος εναντίον τους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νικολάου Μάρκογλου (Κείμενο Β) οι πρόσφυγες που βρέθηκαν στις Σπέτσες αντιμετωπίστηκαν με άσχημο τρόπο από τους εκεί βασιλικούς, οι οποίοι τους μιλούσαν προσβλητικά και τους κοροϊδεύαν· αντιπάθεια που πήγαζε πρωτίστως από το γεγονός πως οι πρόσφυγες ήταν βενιζελικοί.  


Δ1.
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να αναφερθείτε:
α. στα οικονομικοκοινωνικά, πολιτικά και θεσμικά αίτια που οδήγησαν στο στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, και στο πώς αυτά εκφράστηκαν μέσα από τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. (μονάδες 22)
β. στον ρόλο του Στρατιωτικού Συνδέσμου στην προώθηση του νομοθετικού έργου της Βουλής μέχρι τη διάλυση αυτού. (μονάδες 3)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Τα άρθρα στον Τύπο αυτής της περιόδου είναι πολύ διαφωτιστικά. Ένα κύριο άρθρο του Γαβριηλίδη, γραμμένο πριν από το κίνημα, λέει: [...] «Η Ειρηνική Επανάστασις πρόκειται λοιπόν να εκτοπίση την κρατούσαν διεφθαρμένην ολιγαρχίαν, διά την οποίαν δεν υπάρχουν συμφέροντα αγροτικά, ούτε συμφέροντα εμπορικά, ούτε συμφέροντα βιομηχανικά, ούτε συμφέροντα κτηματικά, ούτε συμφέροντα εξυγιάνσεως και ρωμαλεώσεως1 της φυλής, ούτε συμφέροντα εθνικά, ούτε ανάγκαι στρατού και στόλου πραγματικού....».
* Βλάσης Γαβριηλίδης, Εκδότης της Εφημερίδας Ακρόπολις
1. ενίσχυσης, ισχυροποίησης

Γ ι ώ ρ γ ο ς Δ ε ρ τ ι λ ή ς , Κ ο ι ν ω ν ι κ ό ς μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ό ς κ α ι σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ή ε π έ μ β α σ η , 1880-1909, Α θ ή ν α , Ε ξ ά ν τ α ς , 1 9 7 7 , σ . 1 8 0 .

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Η δυσαρέσκεια των αξιωματικών εναντίον του διαδόχου Κωνσταντίνου, που σωβούσε από το 1897, αναζωπυρώθηκε το 1908-09 από μια ποικιλία παραγόντων για τους οποίους δεν ήταν βέβαια πάντοτε υπεύθυνος ο θρόνος.
Τα πλήγματα, που δέχθηκε η εθνική οικονομία το 1908 από την αδυναμία διαθέσεως των γεωργικών προϊόντων και από μια κακή συγκομιδή [...] Η άκαιρη επιβολή νέων φόρων από την κυβέρνηση εξάλλου έκανε ακόμη πιο δύσκολη τη θέση των τάξεων [...]. Η οικονομική δυσπραγία έθιξε όλους τους μισθωτούς και συνεπώς τους αξιωματικούς, που επίσης βασίζονταν συνήθως σε οικογενειακούς πόρους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Έτσι στους εθνικούς λόγους για τη δυσαρέσκεια των αξιωματικών προστέθηκαν ακόμα και επαγγελματικοί και οικονομικοί.

Θ ά ν ο ς Β ε ρ έ μ η ς , « Τ ο Σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ό κ ί ν η μ α τ ο υ 1 9 0 9 » , Ι σ τ ο ρ ί α τ ο υ Ε λ λ η ν ι κ ο ύ Έ θ ν ο υ ς , τ . Ι Δ ΄ , Ν ε ώ τ ε ρ ο ς Ε λ λ η ν ι σ μ ό ς α π ό τ ο 1881 ω ς τ ο 1913, Α θ ή ν α , Ε κ δ ο τ ι κ ή Α θ η ν ώ ν , 1977, σ . 2 5 9 .

*Τα κείμενα αποδόθηκαν στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία τους.

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
«Προς την Α.Μ. τον Βασιλέα, την Κυβέρνησιν και τον Ελληνικόν Λαόν,
Η πατρίς μας ευρίσκεται υπό δυσχερεστάτας περιστάσεις, το δε επίσημον κράτος υβρισθέν και ταπεινωθέν, αδυνατεί να κινηθή προς άμυναν των δικαίων του... Ο Σύνδεσμος των αξιωματικών του Εθνικού Στρατού της Ξηράς και του Ναυτικού... προβαίνει εις την υποβολήν ιεράς παρακλήσεως προς τον Βασιλέα... και προς την Κυβέρνησίν του, όπως ολοψύχως επιδοθώσιν εις την άμεσον και ταχείαν ανόρθωσιν των κακώς εν γένει εχόντων, ιδία δε των του Στρατού και του Ναυτικού... πρέπει, χάριν αυτού του συμφέροντος της Δυναστείας, όπως ο τε Διάδοχος και οι Βασιλόπαιδες, απόσχωσι της ενεργού και διοικητικής εν τω στρατώ και τω ναυτικώ υπηρεσίας [...] Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ποθεί όπως η Θρησκεία μας υψωθή εις τον εμπρέποντα ιερόν προορισμόν της, όπως η Διοίκησις της Χώρας καταστή1 χρηστή και έντιμος, όπως η Δικαιοσύνη απονέμηται ταχέως μετ’ αμεροληψίας και ισότητος προς άπαντας εν γένει τους πολίτας αδιακρίτως τάξεως, όπως η Εκπαίδευσις του Λαού καταστή λυσιτελής2 δια τον πρακτικόν βίον και τας στρατιωτικάς ανάγκας της Χώρας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία των πολιτών εξασφαλισθώσιν, και τέλος όπως τα οικονομικά ανορθωθώσι...».

1 γίνει
2 ωφέλιμη, χρήσιμη

Γιάννης Κορδάτος: Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τ. Ε΄, σ. 114-117, στο σχολικό βιβλίο Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ΄ Γενικού Λυκείου, Θεωρητικής Κατεύθυνσης, ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ», 2014, σ. 88 .

α) Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη, το όραμα για ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο θα ήταν οικονομικά ανεπτυγμένο και ισχυρό στη διεθνή σκηνή, δεν πραγματοποιήθηκε.
Παρά τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, το κράτος οδηγήθηκε σε πτώχευση. Αστοί και διανοούμενοι απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από τη γενικότερη κατάσταση και την αναποτελεσματικότητα του κράτους, το οποίο χαρακτηριζόταν από μια βραδυκίνητη γραφειοκρατία. Δεν έβλεπαν την επιθυμητή οικονομική ανάπτυξη, ενώ διαπίστωναν ότι μεγάλωνε η απόσταση από τα ευρωπαϊκά κράτη. Ανάλογη δυσαρέσκεια επικρατούσε και σε μεγάλο μέρος των μικροκαλλιεργητών. Οι αξιωματικοί του στρατού ήταν επίσης δυσαρεστημένοι, καθώς εκτιμούσαν ότι λόγω οικονομικής αδυναμίας ο στρατός θα ήταν αναποτελεσματικός σε περίπτωση πολέμου. Όλα αυτά οδήγησαν σε κρίση της εμπιστοσύνης προς τα κόμματα συλλήβδην, οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι θεσμοί και τα κόμματα δεν ήταν ικανά να υλοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Α υπήρχε η απαίτηση μιας «ειρηνικής επανάστασης» μέσω της οποίας θα εκτοπιζόταν η διεφθαρμένη ολιγαρχία του τόπου, η οποία δεν φρόντιζε μήτε για τα συμφέροντα των αγροτών, μήτε για τα συμφέροντα των εμπόρων, μήτε για τα συμφέροντα της βιομηχανίας ή των κτηματιών. Έδιναν γενικότερα οι κυβερνώντες την εντύπωση πως δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τα εθνικά συμφέροντα, αφού δεν νοιάζονταν για το πώς θα ισχυροποιηθεί ο ελληνισμός, ούτε για τις ανάγκες του στρατού και του στόλου. Στο διάστημα από την πτώχευση του 1893 έως τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 τα δύο μεγάλα κόμματα προσπάθησαν να υλοποιήσουν το πολιτικό τους πρόγραμμα, χωρίς όμως επιτυχία, γεγονός που δημιούργησε την εντύπωση ενός γενικού αδιεξόδου. Ούτε το δηλιγιαννικό κόμμα μπόρεσε, ελλείψει χρημάτων, να τηρήσει την υπόσχεσή του για λιγότερους φόρους, ούτε το τρικουπικό να συνεχίσει το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που τελείωσε με ολοκληρωτική ήττα της Ελλάδας, επέτεινε το πολιτικό αδιέξοδο. Η δυσπιστία προς τα κόμματα κορυφώθηκε και έδωσε στον Γεώργιο την ευκαιρία να επιβληθεί στο Κοινοβούλιο και να ασκεί προσωπική πολιτική. Όσες μεταρρυθμίσεις έγιναν μέχρι το 1909, κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις του τρικουπικού κόμματος υπό την ηγεσία του Γεωργίου Θεοτόκη, ήταν διοικητικού χαρακτήρα (π.χ. αποκέντρωση). Όπως τονίζεται στο Κείμενο Β η δυσαρέσκεια που είχαν οι αξιωματικοί του στρατού απέναντι στον διάδοχο Κωνσταντίνο από την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου αναζωπυρώθηκε κατά την περίοδο 1908-1909 λόγω ορισμένων παραγόντων, έστω κι αν δεν είχε για όλους την ευθύνη ο θρόνος. Ειδικότερα, το 1908 η εθνική οικονομία ζημιώθηκε σημαντικά, διότι δεν μπόρεσαν να διατεθούν τα γεωργικά προϊόντα και γιατί υπήρξε μια κακή χρονιά σε επίπεδο παραγωγής. Συνάμα, η χρονικά άκαιρη επιβολή νέων φόρων έφερε σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τους πολίτες. Η οικονομικά αυτή δύσκολη κατάσταση έπληξε όλους τους μισθωτούς, άρα και τους στρατιωτικούς, οι οποίοι συχνά βασίζονταν σε οικογενειακούς πόρους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Ως εκ τούτου πλάι στους εθνικούς λόγους που είχαν ενοχλήσει τους αξιωματικούς προστέθηκαν και οικονομικοί.  
Το 1909 συντελείται μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας γενικότερα, και των πολιτικών κομμάτων ειδικότερα. Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε κίνημα στο Γουδί, το οποίο έγινε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια μυστική ένωση στρατιωτικών, με αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το Κείμενο Γ, ο στρατιωτικός σύνδεσμος λαμβάνοντας υπόψη του τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα ζητούσε από τον Βασιλιά και την κυβέρνηση να κινηθούν ταχύτατα για την αντιμετώπιση των αρνητικών καταστάσεων και ιδίως εκείνων που σχετίζονταν με τον στρατό και το ναυτικό. Ζητούσε, επίσης, να απομακρυνθούν από τη διοίκηση του στρατού και του ναυτικού ο διάδοχος και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας, να εξυψωθεί η σημασία της Θρησκείας στον τόπο, να εξυγιανθεί η διοίκηση της χώρας, να αποκατασταθεί η γρήγορη, αμερόληπτη και ισότιμη απονομή της δικαιοσύνης, να λάβει η εκπαίδευση ωφέλιμο χαρακτήρα για τις πρακτικές ανάγκες της ζωής, αλλά και για τις στρατιωτικές ανάγκες της χώρας, να εξασφαλισθούν τα δικαιώματα των πολιτών στη ζωή, την τιμή και την περιουσία, και τέλος, να ληφθεί μέριμνα για την ανόρθωση των οικονομικών.  

β) Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήματά του μέσω της Βουλής. Με αφορμή το κίνημα, έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου μεγάλη διαδήλωση των επαγγελματικών σωματείων της πρωτεύουσας. Οι διαδηλωτές υποστήριξαν το διάβημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου και υπέβαλαν ψήφισμα στο παλάτι με το οποίο ζητούσαν την επίλυση σειράς οικονομικών αιτημάτων. Υπό την πίεση του Συνδέσμου η Βουλή ψήφισε, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, μεγάλο αριθμό νόμων, που επέφεραν ριζικές αλλαγές. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του συντάγματος. Έτσι προκηρύχθηκαν εκλογές, από τις οποίες προήλθε αναθεωρητική βουλή. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του.

Γιάννης Μαγκλής «Γιατί;»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Howard Pyle

Γιάννης Μαγκλής «Γιατί;»

Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων «Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί» (1956) και αποτυπώνει χαρακτηριστικά το ανθρωπιστικό πνεύμα της πεζογραφίας του Γ. Μαγκλή.

Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα κόπασε πια. Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο. Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα του οχτρού.
         Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.
         Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του.
         «Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το ‘χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.
         - Θε μου, όμορφη ‘ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ’ αδέρφια μου.
         Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
         Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος, να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.
         Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.
         Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα, κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει:
         - «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».
         Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.
         Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας.
         Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.
         Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος.
         Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.
         Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:
         «Γιατί το ‘κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς, να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το Θεό να μ’ έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν’ αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».
         Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.
         «Κι ακόμα, σα να του ‘λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες».
         Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
         Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το ‘σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.
         Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο.
         -  Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
         Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
         Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ’ αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.
         Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του ‘βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του ‘σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που ‘χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομάτου. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.
         -  Αδερφέ μου, του ‘λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά.
         Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
         -  Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το ‘θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ’ ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.
         Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.
         Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ’ ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει. Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να ‘τανε φίλοι παλιοί, σα να ‘τανε αδέρφια. Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.

Γ. Μαγκλής, Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί, Δωρικός

* σύναυγα: ξημερώματα * είχε σημάνει: είχε εντοπίσει * γουρνίτσα: μικρή πηγή * μέρεψε: ημέρωσε * να τελέψει: να τελειώσει * ξαρμάτωτος: χωρίς όπλα * κάψα: ζέστη * να κριματιστείς: να αμαρτήσεις * να σκεβρώνει: να κυρτώνει

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Γιατί ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα και την εθνικότητα των στρατιωτών;

Πρόθεση του συγγραφέα είναι να λάβει η ιστορία του καθολικές διαστάσεις και να μην περιοριστεί στην αναμέτρηση μεταξύ συγκεκριμένων εθνών ή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν γίνεται αναφορά στα ονόματα των προσώπων, προκειμένου να μην εκληφθούν τα γεγονότα αυτά ως μεμονωμένο περιστατικό που αφορά μόνο τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Σε μια ανάλογη κατάσταση και αντιμέτωποι μ’ ένα παρόμοιο δίλημμα μπορούν να βρεθούν ή έχουν πιθανά ήδη βρεθεί στρατιώτες οποιασδήποτε χώρας έχει γνωρίσει ή θα γνωρίσει τα δεινά του πολέμου. Αντιστοίχως, δεν γίνεται αναφορά στην εθνικότητα των στρατιωτών, ώστε να μην υπονομευτεί η καθολική διάσταση της ιστορίας μέσα από τη συσχέτισή της με την πολεμική αναμέτρηση συγκεκριμένων εθνών. Ο πόλεμος συνιστά μια ακραία πράξη βίας, απολύτως καταδικαστέα, όποια κι αν είναι η εθνικότητα των εμπλεκομένων.  

2. Ποια κοινά γνωρίσματα έχουν οι δύο αντίπαλοι στρατιώτες;

Οι δύο στρατιώτες, αν και ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα, βιώνουν με τον ίδιο τρόπο τη φρίκη και τη δυσκολία του πολέμου. Είναι νέοι στην ηλικία, μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους, εγκλωβισμένοι σ’ έναν πόλεμο που τους προκαλεί τρόμο και κάθε μέρα που κατορθώνουν να επιβιώσουν ευχαριστούν τον Θεό που τους προφύλαξε. Το γεγονός ότι βρίσκονται στον πόλεμο δεν αποτελεί προσωπική τους επιλογή, αφού κι οι δύο ανυπομονούν να τελειώσει, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην οικογένειά τους. Η γριά μητέρα που με πόνο περιμένει την επιστροφή του παιδιού της δίνεται ως κοινό στοιχείο και για τους δύο στρατιώτες, ενώ για τον έναν από αυτούς αφήνεται να εννοηθεί, ως εικασία, πως υπάρχει και μια νεαρή κοπέλα που τον προσμένει.
Με παρόμοιο τρόπο οι δύο στρατιώτες βασανισμένοι από τη ζέστη της ημέρας, αφήνουν τα ντουφέκια τους μόλις ηρεμεί η μάχη και σπεύδουν να βρεθούν στη δροσερή πηγή για να πιούν νερό και να δροσιστούν. Με την ίδια σκέψη κατά νου, να νιώσουν τη δροσιά του νερού της πηγής και να ξεφύγουν -έστω και για λίγο- από το κλίμα του πολέμου, οι δύο νέοι θα κατευθυνθούν «ξέγνοιαστοι» προς το ίδιο μέρος. Η συνάντησή τους, ωστόσο, θα αποβεί μοιραία, καθώς παρά το πλήθος των κοινών τους γνωρισμάτων, οι δύο αυτοί νέοι παραμένουν στρατιώτες δύο αντίπαλων στρατευμάτων. «Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.»

3. Περιγράψτε τη μεταβολή της ψυχικής κατάστασης του στρατιώτη από τη στιγμή που πυροβόλησε τον εχθρό ως τη στιγμή που τον είδε νεκρό.

Ο στρατιώτης που πατά τη σκανδάλη, ο ίδιος αυτός νέος που μόλις πριν από λίγες στιγμές ευχαριστούσε το Θεό και αναγνώριζε την ομορφιά της ζωής, οδηγείται σ’ αυτή την πράξη παρακινημένος προφανώς από μια διάθεση αυτοπροστασίας. Δίχως να χάσει χρόνο, δίχως να αναλογιστεί πως ίσως ο νεαρός που βρίσκεται απέναντί του να είναι άοπλος και, άρα, ακίνδυνος, αφήνει τα ένστικτά του να τον οδηγήσουν σε μια άθλια πράξη βίας, όπως αυτές ακριβώς από τις οποίες βιαζόταν να ξεφύγει: «Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ’ αδέρφια μου.»
Μόλις πυροβολεί τον αντίπαλο στρατιώτη, τον πλησιάζει μ’ έντονη νευρικότητα και τον παρακολουθεί από κοντά καθώς εκείνος σπαρταρά στο έδαφος, θανάσιμα πληγωμένος. Η εικόνα του νέου ανθρώπου που το σώμα του κλονίζεται από τον πόνο και στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένο ακόμη το ξάφνιασμα από το απροσδόκητο αυτό χτύπημα, δρα καταλυτικά στην ψυχική του κατάσταση. Νιώθει σαν να του σφίγγει ένα σκληρό χέρι την καρδιά κι αισθάνεται πως ένας σιδερένιος κύκλος έχει περαστεί γύρω από το κεφάλι του, σφίγγοντάς το και προκαλώντας του ανυπόφορο πόνο. Αρχίζει να νιώθει σωματικό και ψυχικό πόνο, θυμώνει με τα όσα βλέπει να έχουν συμβεί και άθελά του τρέπεται σε φυγή, μη θέλοντας άλλο να βρίσκεται εκεί.
Ο νεαρός τρέχει για να ξεφύγει από το θέαμα της φριχτής του πράξης, μα σύντομα το σώμα του τον προδίδει, σταματά να τρέχει, αδυνατώντας πια να πάει παραπέρα, και μένει ακίνητος νιώθοντας το κεφάλι του να βουίζει. Κι εντελώς ξαφνικά, όπως προηγουμένως θέλησε να φύγει μακριά από τον στρατιώτη που χτύπησε, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του, με την ελπίδα πως θα τον προλάβει ζωντανό για να του προσφέρει βοήθεια.
Ο νεαρός που για μια και μόνο στιγμή επέτρεψε στον εαυτό του να λειτουργήσει ως στρατιώτης και όχι ως άνθρωπος, μετανιώνει για τη φριχτή του πράξη και ζητάει τώρα από τον Θεό να λυπηθεί τον νέο που τραυμάτισε και να τον κρατήσει στη ζωή. Τρέχει κοντά του, αγκαλιάζει το πληγωμένο του σώμα και τον κρατά σφιχτά, νιώθοντας μέσα του συναισθήματα αγάπης, τρυφεράδας και πόνου για εκείνον, έστω κι αν είναι ο ίδιος που του προκάλεσε αυτό το θανάσιμο τραύμα. Ο νέος που πριν από λίγο ήταν ο μισητός εχθρός, έχει γίνει πλέον ένας αγαπημένος αδερφός.
Ο στρατιώτης μεταφέρει τον τραυματία κοντά στην πηγή, του καθαρίζει το ωραίο, νεανικό πρόσωπο, κι αφού παίρνει το χέρι του στο δικό του, αρχίζει να του ζητά να τον συγχωρέσει. Κλαίει για ό,τι του έκανε και προσπαθεί να εξηγήσει το απάνθρωπο της πράξης του: «Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω».
Ο στρατιώτης που πριν από λίγες στιγμές πυροβολούσε χωρίς δισταγμό τον εχθρό του, δεν υπάρχει πια. Στη θέση του βρίσκεται ένας ψυχικά συντετριμμένος νέος, που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άλλου τον εαυτό του, έναν φοβισμένο νέο που στο σπίτι τον περιμένει η μάνα του, ο πατέρας και τ’ αδέρφια του.    

4. Ο ένας στρατιώτης σκοτώνει και ο άλλος σκοτώνεται. Ποιος είναι το τραγικό πρόσωπο και γιατί;

Παρά το γεγονός πως ο ένας στρατιώτης χάνει τη ζωή του, τραγικό πρόσωπο της ιστορίας αναδεικνύεται ο θύτης, εφόσον είναι εκείνος που πρέπει τώρα να ζήσει με την επίγνωση του φρικτού του εγκλήματος. Ο στρατιώτης που πεθαίνει παύει ν’ ακούει και να νιώθει· παύει να βασανίζεται από αυτό που του συνέβη, εκείνος, όμως, που επιβιώνει, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με τις οδυνηρές του τύψεις που θα τον συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο νέος αυτός βιώνει συναισθήματα απόλυτης ψυχικής συντριβής, διότι ο φόνος που διέπραξε δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο κάποιας μάχης, όταν κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης και οι σφαίρες ρίχνονται προς τους απρόσωπους εχθρούς. Το δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός άοπλου νέου, που έχοντας σηκώσει τα χέρια ψηλά παρακαλούσε για έλεος. Το δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός νέου που τον κοιτούσε παρακλητικά και φοβισμένα, ζητώντας του να τον λυπηθεί.
Ο στρατιώτης αυτός θα έχει για πάντα στη σκέψη του το φοβισμένο πρόσωπο του άλλου νέου κι ύστερα το τραυματισμένο του σώμα που σπάραζε στο χώμα. Θα θυμάται ξανά και ξανά πως παρασυρμένος από «τα λόγια που τους μάθαιναν» έφτασε στο σημείο να αφαιρέσει τη ζωή ενός νέου συνανθρώπου του, στερώντας του την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγκαλιά της μητέρας του, που θ’ απομείνει πια να τον περιμένει μάταια.    

5. Εντοπίστε τα βασικότερα σημεία του κειμένου μέσα από τα οποία προκύπτει το ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό του μήνυμα.

Το ανθρωπιστικό μήνυμα του κειμένου υπηρετείται συνολικά από την παρουσιαζόμενη ιστορία, καθώς ο συγγραφέας επιτυγχάνει να παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ των δύο νεαρών στρατιωτών, ώστε στο τέλος να δημιουργείται η αίσθηση πως αυτός που σκοτώνεται δεν είναι κάποιος εχθρός, αλλά ένας αδικημένος αδερφός.
Μπορούμε, ωστόσο, να διακρίνουμε εντονότερα το αντιπολεμικό μήνυμα μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του στρατιώτη-θύτη απ’ τη στιγμή που επιστρέφει πλάι στον νέο που τραυμάτισε.
«- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
         Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
         Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ’ αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.»
Ο στρατιώτης-θύτης πλησιάζει τον τραυματισμένο και τον αγκαλιάζει με τη φροντίδα και την τρυφερότητα που θα αγκάλιαζε όχι έναν εχθρό, αλλά έναν δικό του αγαπημένο άνθρωπο. Οι τύψεις που αισθάνεται κι η ένταση της μετάνοιας που νιώθει αλλάζουν άρδην την ψυχολογική του κατάσταση και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει εκείνον που λίγο πριν πυροβόλησε, δίχως να διστάσει.
«Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του ‘βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του ‘σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που ‘χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομά του. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.»
Οι ύστατες φροντίδες που προσφέρει ο στρατιώτης-θύτης στον θανάσιμα τραυματισμένο νέο, είναι γεμάτες έγνοια και αγάπη, κι είναι ανάλογες μ’ αυτές που θα προσέφερε όχι σ’ έναν εχθρό, αλλά στον ίδιο του τον αδερφό. Ως αδερφό του, άλλωστε, τον προσφωνεί αμέσως μετά, και του ζητά να τον συγχωρέσει για το αδιανόητο έγκλημά του.
«Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το ‘θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ’ ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.»
Τα τελευταία αυτά λόγια που ολοκληρώνουν το διήγημα αποτελούν μια συγκλονιστική υπόμνηση της βασικότερης ανθρωπιστικής αλήθειας, πως όλοι οι άνθρωποι είναι επί της ουσίας αδέρφια μεταξύ τους. Καμία εθνολογική διαφορά δεν μπορεί να άρει τη βαθιά σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, αφού όλοι, όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται, έχουν μια μητέρα που τους νοιάζεται και τους προσμένει με την ίδια αγάπη, σ’ όποια γλώσσα κι αν αυτή εκφράζεται, σ’ όποιο τόπο κι αν ακούγεται.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...