Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Για τον όρο «μετανάστες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Diggie Vitt

Μπέρτολτ Μπρεχτ:  Για τον όρο «μετανάστες»

Ο σημαντικός Γερμανός συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956) έγραψε το ποίημα αυτό το 1937, όταν ζούσε ως αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία, κατατρεγμένος από τη χιτλερική εξουσία. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμη ξεσπάσει, αλλά το ναζιστικό καθεστώς είχε ήδη δώσει δείγματα του βίαιου και απάνθρωπου προσώπου του με την άγρια καταδίωξη των Εβραίων και των αντιφρονούντων Γερμανών. Πολλοί δημοκρατικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι διώχτηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, για να γλιτώσουν από την ηθική και σωματική τους εξόντωση.
Από το 1933 ως το 1947 έζησε αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία και στις ΗΠΑ, εξαιτίας του ναζιστικού καθεστώτος που επικρατούσε στην πατρίδα του. Το καθεστώς αυτό έριξε στην πυρά τα βιβλία του και του αφαίρεσε την ιθαγένεια, κηρύσσοντάς τον ανεπιθύμητο στην πατρίδα του. Τα πιο πολλά ποιήματά του συγκεντρώθηκαν στον τόμο Ποιήματα του Σβένμπορ (1939) και διακρίνονται για την ανθρώπινη ευαισθησία και τον κοινωνικό τους προβληματισμό.

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα,
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο
«Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.»

Ο ποιητής, ο οποίος από το 1933 -χρονιά που ο Αδόλφος Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία- έφυγε από τη χώρα του, θεωρεί λανθασμένο τον όρο «μετανάστες» που απέδιδαν σε αυτόν και σε όσους, όπως κι εκείνος, εξαναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από τη χώρα τους λόγω της ιδεολογικής και ηθικής τους αντίδρασης απέναντι στο καθεστώς των εθνικοσοσιαλιστών. Ο όρος «μετανάστης» χαρακτηρίζει εκείνον που οικειοθελώς εγκαταλείπει τη χώρα του προκειμένου να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη που προσφέρει καλύτερες οικονομικές συνθήκες και προοπτικές. Ο ποιητής, ωστόσο, δεν έφυγε από τη Γερμανία γιατί το θέλησε, έχοντας αυτοβούλως επιλέξει κάποια άλλη χώρα· η δική του απομάκρυνση από την πατρίδα του ήταν το αποτέλεσμα μιας βίαιης τακτικής εκφοβισμού.    

«Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.»

Σε αντίθεση με τους μετανάστες που πηγαίνουν σε μια άλλη, καλύτερη χώρα, με την πιθανή πρόθεση να μείνουν για πάντα εκεί, οι πολιτικοί πρόσφυγες της Γερμανίας, όπως ήταν ο Μπρεχτ, έφυγαν από τη δική τους χώρα στα κρυφά, έχοντας βιώσει πρώτα διώξεις κι έχοντας την επίγνωση ότι απειλείται η ζωή τους. Το ναζιστικό καθεστώς, πράγματι, ξεκίνησε με το που ανέλαβε την εξουσία συστηματικές προγραφές, διώξεις, δηλαδή, εις βάρος εκείνων των πολιτικών και πνευματικών ανθρώπων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στην περαιτέρω εδραίωσή του.  
Η απόφαση, επομένως, του ποιητή να φύγει από τη χώρα του, δεν ήταν το αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αλλά μια εξαναγκαστική επιλογή, προκειμένου να γλιτώσει τη ζωή του και να διαφυλάξει την ελευθερία του.

«Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.»

Οι άνθρωποι που φεύγουν από τη Γερμανία για να γλιτώσουν τις διώξεις του καθεστώτος, δεν αντικρίζουν τη χώρα στην οποία φτάνουν -τη χώρα υποδοχής- ως τη νέα τους πατρίδα, αλλά ως ένα τόπο εξορίας. Δεν έχουν βρεθεί, άλλωστε, εκεί με την πρόθεση να παραμείνουν για πάντα, αλλά για να βρουν ένα προσωρινό καταφύγιο σωτηρίας.
Με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, μάλιστα, ο ποιητής καταγράφει, στο αφηγηματικό μέρος του ποιήματος, την κατάσταση ανησυχίας και εγρήγορσης στην οποία βρίσκονται οι πολιτικοί πρόσφυγες αναμένοντας την πολυπόθητη στιγμή κατά την οποία θα νιώσουν ασφαλείς να επιστρέψουν και πάλι στην πατρίδα τους.
Επιλέγουν να μείνουν όσο πιο κοντά μπορούν στα σύνορα, ώστε να τους είναι όσο γίνεται πιο εύκολο να μαθαίνουν τι συμβαίνει στην πατρίδα τους, αλλά και να είναι σε θέση να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό σ’ αυτήν. Διαρκώς «ασύχαστοι», διαρκώς σε κατάσταση ανησυχίας, περιμένουν με αδημονία το παραμικρό σημάδι πως έχει αλλάξει η πολιτική κατάσταση στη χώρα τους· αγωνιούν και δε διστάζουν να κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτούς από τη Γερμανία, θέλοντας να γνωρίσουν κάθε νέα εξέλιξη στη χώρα τους. Κι είναι ακριβώς αυτή η ασίγαστη επιθυμία τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αμέσως μόλις αλλάξουν τα πράγματα που καθιστά σαφές πως δεν πρόκειται για μετανάστες, αλλά για πρόσφυγες, οι οποίοι οδηγήθηκαν ακουσίως στο να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Ενδεικτικό στοιχείο της αγανάκτησης που πνίγει τους πρόσφυγες για το γεγονός ότι εκδιώχθηκαν απ’ την πατρίδα τους είναι η διάθεσή τους να μην ξεχάσουν και να μη συγχωρήσουν τίποτε απ’ όσα συνέβησαν σ’ αυτούς και στη χώρα τους. Η επανάληψη, μάλιστα, της φράσης «τίποτα δε συχωράμε» φανερώνει την απόφασή τους να θέσουν τους υπεύθυνους αυτής της οδυνηρής κατάστασης αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους. Οι πολιτικοί πρόσφυγες δεν επαναπαύονται στο γεγονός πως οι ίδιοι είναι πια ασφαλείς και μακριά από τη φονική δράση του ναζιστικού καθεστώτος· νιώθουν οργή για όσα συνεχίζουν να συμβαίνουν στην πατρίδα τους και θέλουν με κάθε τρόπο να δουν τους υπαίτιους να τιμωρούνται. Νιώθουν, συνάμα, πως είναι δική τους ευθύνη να μην αφήσουν να ξεχαστεί τίποτε απ’ όσα έχει διαπράξει ο Χίτλερ εις βάρος του γερμανικού λαού και να μην επιτρέψουν να αλλοιωθεί η αλήθεια μέσω των μηχανισμών προπαγάνδας του καθεστώτος.

«Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει.»

Τα πρώτα χρόνια δράσης του ναζιστικού καθεστώτος, προτού οι επεκτατικές του διαθέσεις γίνουν εμφανείς σε όλους, οι γύρω χώρες δεν είχαν αντιληφθεί επαρκώς το βαθμό επικινδυνότητάς του. Έτσι, στη χώρα που βρίσκεται τώρα ο ποιητής δεν ακούγεται ακόμη τίποτα σε σχέση με το τι συμβαίνει στη Γερμανία· κανείς δεν έχει καταλάβει πόσο δραματική είναι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Οι πολιτικοί πρόσφυγες, όμως, δεν ξεγελιούνται από την απουσία ενημέρωσης στις γειτονικές χώρες, αφού οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά τις διαδικασίες φίμωσης και τις διώξεις που πραγματοποιούνται εις βάρος όσων αντιτίθενται στο καθεστώς. Οι πολιτικοί πρόσφυγες ακούν μέσα στη σιωπή τα ουρλιαχτά των συμπατριωτών τους· ακούν τα ουρλιαχτά εκείνων που προσπαθούν να αντιδράσουν στα σχέδια των ναζιστών, και γνωρίζουν πόσο τραγικά είναι τα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα τους. Οι ίδιοι, άλλωστε, αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη για το καθεστώς ανελευθερίας που έχει επιβληθεί στην πατρίδα τους, αφού ο λόγος που τους έχει οδηγήσει στην εξορία είναι ακριβώς ο βίαιος εκφοβισμός που επιχειρείται εις βάρος εκείνων που αρνούνται να υποταχτούν στη θέληση του Χίτλερ.
Οι γειτονικές χώρες μπορεί να μην ακούν ή να μη θέλουν να καταλάβουν το τι συμβαίνει στη Γερμανία, η παρουσία, όμως, των προσφύγων εντός των συνόρων τους συνιστά μια σαφή ένδειξη πως η κατάσταση που διαμορφώνεται στη Γερμανία του Χίτλερ είναι εκρηκτική. Οι γειτονικές χώρες ενδεχομένως εθελοτυφλούν, διότι δεν θέλουν να πιστέψουν πόσο άσχημα είναι τα πράγματα, οι πρόσφυγες, ωστόσο, ξέρουν καλά τις εφιαλτικές καταστάσεις που εκτυλίσσονται στη χώρα τους.     

«Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.»

Καθένας από τους πολιτικούς πρόσφυγες που περπατά εξαθλιωμένος ανάμεσα στο πλήθος της ξένης χώρας, αποτελεί μια ολοφάνερη μαρτυρία για τα όσα άθλια συμβαίνουν στη Γερμανία. Η εκεί παρουσία τους, με τα ξεσκισμένα παπούτσια και μ’ εμφανή τα σημάδια της ταλαιπωρίας, δεν μπορεί παρά να φανερώνει σε όλους πως κάτι το ντροπιαστικό, κάτι το οδυνηρό συμβαίνει στην πατρίδα τους· κάτι που τους εξανάγκασε να την εγκαταλείψουν άθελά τους. Αν, άλλωστε, η κατάσταση στην πατρίδα τους ήταν όντως καλή, όπως πάσχιζε να πείσει η ναζιστική προπαγάνδα, για ποιο λόγο να υποστούν μια τέτοια ταλαιπωρία και μια τέτοια ταπείνωση οι πολιτικοί πρόσφυγες;
Ο ποιητής, πάντως, προειδοποιεί τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του πως κανένας από τους πρόσφυγες δεν θα παραμείνει στην ξένη χώρα. Θα επιστρέψουν όλοι τους στη Γερμανία, προκειμένου να επαναφέρουν την ομαλότητα στην πολιτική σκηνή του τόπου τους. Το γεγονός ότι έφυγαν δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως δείλιασαν ή πως αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στη χώρα τους. Έφυγαν για να γλιτώσουν τη ζωή τους, μα με την πρώτη ευκαιρία θα γυρίσουν και πάλι· η τελευταία λέξη τους δεν ειπώθηκε ακόμα. Έφυγαν κυνηγημένοι απ’ τις δυνάμεις του Χίτλερ, μα δεν πρόκειται να ξεχάσουν μήτε να συγχωρήσουν τίποτε. Θα επιστρέψουν με την πρόθεση να αποκαταστήσουν την αλήθεια και τη δημοκρατία· θα επιστρέψουν για να τιμωρήσουν τη ναζιστική αθλιότητα.

Ερωτήσεις

1. Γιατί ο ποιητής θεωρεί λαθεμένο τον όρο «μετανάστες»; Απαντήστε στην ερώτηση χρησιμοποιώντας τις φράσεις του ποιήματος που υποστηρίζουν την άποψή του.

Ο ποιητής δεν δέχεται τον όρο μετανάστες, διότι τόσο εκείνος όσο και οι υπόλοιποι πολιτικοί πρόσφυγες έφυγαν από την πατρίδα τους όχι γιατί το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά γιατί εξαναγκάστηκαν (Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη). Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους μετανάστες που επιλέγουν με δική τους θέληση μια νέα πατρίδα, οι πρόσφυγες οδηγούνται σ’ αυτή τη λύση υπό το καθεστώς φόβου. Συνάμα, ενώ οι μετανάστες φεύγουν συχνά με την πρόθεση να μην επιστρέψουν ξανά στην πατρίδα τους, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τους πρόσφυγες (Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.) Οι πρόσφυγες βρέθηκαν σε μια άλλη χώρα κυνηγημένοι (Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.), χωρίς, φυσικά, να έχουν την πρόθεση να παραμείνουν εκεί (Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.) Βρίσκονται εκεί ως εξόριστοι και όχι ως εκούσιοι μετανάστες· βρίσκονται εκεί από ανάγκη και μόνο προσωρινά, έχοντας πάντοτε κατά νου το πότε θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, κατέφυγαν σε μια κοντινή χώρα, ώστε η επιστροφή τους να είναι όσο γίνεται πιο γρήγορη (Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά στα σύνορα, προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα). Παράλληλα, για τους πρόσφυγες το τι συμβαίνει στην πατρίδα τους είναι η μόνιμη έγνοια τους, αφού δεν έχουν καμία πρόθεση να ενταχθούν και να ενσωματωθούν στη χώρα που τους φιλοξενεί (πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε).

2. Ο ποιητής μιλάει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Ποιους εκπροσωπεί και ποια είναι η άποψή του για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην πατρίδα τους;

Ο ποιητής χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό πρόσωπο μιλώντας εκ μέρους όλων των πολιτικών προσφύγων που, όπως κι εκείνος, αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους. Οι πρόσφυγες αυτοί ήταν πνευματικοί άνθρωποι και πρόσωπα του πολιτικού χώρου που προσπάθησαν να αντιδράσουν στα σχέδια του Χίτλερ να καταλύσει τη δημοκρατία στη Γερμανία. Είναι εκείνοι που δεν παρασύρθηκαν από τα εθνικιστικά οράματα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κατάλαβαν αμέσως τις δόλιες προθέσεις που κρύβονταν πίσω από τις διακηρύξεις περί ανόρθωσης του γερμανικού έθνους. Είναι, πολύ περισσότερο, εκείνοι που θεωρήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς ανεπιθύμητοι, διότι είχαν τη δυνατότητα να ξεσκεπάσουν την αντιδημοκρατική του φύση και να προκαλέσουν δυσκολίες στην εδραίωσή του.
Ο ποιητής αντιμετωπίζει με αγανάκτηση την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην πατρίδα του, αφού είναι ξεκάθαρο πως το ανελεύθερο καθεστώς του Χίτλερ δεν επιτρέπει ν’ ακούγονται οι αντίθετες απόψεις και καταδιώκει όποιον τολμά να αντιδρά στα νοσηρά σχέδιά του. Διώξεις, προγραφές και βίαια βασανιστήρια περιμένουν όποιον δεν υποτάσσεται στη θέληση του καθεστώτος, γεγονός που φανερώνει πως έχουν καταλυθεί πλήρως οι έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας.     

3. «Α, δε μας ξεγελάει, δρασκελίσει». Εντοπίστε την αντίθεση που υπάρχει στο σημείο αυτό και σχολιάστε τη.

«Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει.»

Στις γειτονικές χώρες, όπου είχαν καταφύγει οι πρόσφυγες, επικρατούσε σιωπή σχετικά με το τι συνέβαινε στη Γερμανία, αφενός διότι ελάχιστοι είχαν αντιληφθεί από την αρχή την επικινδυνότητα της κατάστασης κι αφετέρου διότι οι περισσότεροι επέλεγαν να καθησυχάζονται από τα προπαγανδιστικά μηνύματα του καθεστώτος που φρόντιζε αρχικώς να καλύπτει την αντιδημοκρατική του δράση. Η σιωπή, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, αφού υπάρχει ένας «απόηχος» που έχει καταφέρει να περάσει τα σύνορα και να προσφέρει σαφείς ενδείξεις για τις αθλιότητες που διαπράττονταν στη Γερμανία. Ο «απόηχος» αυτός δεν ήταν άλλος από τους ίδιους τους πρόσφυγες, οι οποίοι με την εμφάνισή τους στις γειτονικές χώρες φανερώνουν πως η κατάσταση στην πατρίδα τους έχει οδηγηθεί σ’ επικίνδυνο σημείο και τους έχει εξωθήσει στη φυγή.   

4. «Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα». Σήμερα, με την ιστορική γνώση που διαθέτουμε σχετικά με τα γεγονότα που ακολούθησαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, πώς θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε αυτήν τη φράση;

Όταν ο ποιητής έφυγε από την πατρίδα του, το ναζιστικό καθεστώς ήταν μόλις στα πρώτα του βήματα και δεν είχε ακόμη διαπράξει τις γνωστές θηριωδίες εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, μήτε είχε ξεκινήσει τον φονικότατο επεκτατικό πόλεμο. Έτσι, όταν ο ποιητής σχολιάζει πως «η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα» αναφέρεται στην πρόθεση των προσφύγων να επιστρέψουν στη χώρα τους προκειμένου να θέσουν τέρμα στην κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών που είχε ξεκινήσει από τον Χίτλερ. Ο ποιητής είχε, δηλαδή, εκείνη τη στιγμή υπόψη του μόνο τη συστηματική προσπάθεια φίμωσης των αντιφρονούντων και την επιβολή ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος στη Γερμανία, δεν γνώριζε σε τι ακρότητες έμελλε να φτάσει το ναζιστικό καθεστώς.
Αν, λοιπόν, λάβουμε υπόψη μας τις διαστάσεις που έλαβε η παραφροσύνη των ναζιστών θα πρέπει να τονίσουμε πως η «τελευταία λέξη» ειπώθηκε μόνο ύστερα από τον θάνατο 60 και πλέον εκατομμυρίων στρατιωτών και άμαχων πολιτών, μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση κατέχουν τα περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίων που θανατώθηκαν βιαίως στο πλαίσιο του ναζιστικού Ολοκαυτώματος. Χρειάστηκε, δηλαδή, να περάσουν αρκετά χρόνια από τη στιγμή που γράφτηκε το ποίημα του Μπρεχτ και χρειάστηκε να εμπλακούν πάρα πολλά κράτη σ’ έναν ακραία φονικό πόλεμο, μέχρι να τερματιστεί η νοσηρή και άθλια δράση του Χίτλερ και των υποστηριχτών του. 

Ιστορία Προσανατολισμού: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2017

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

George Baloghy

Ιστορία Προσανατολισμού: Επαναληπτικές Πανελλήνιες 2017

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
Α1.
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων ιστορικών όρων/συμφωνιών:
α. Φεντερασιόν
β. Οργανικός νόμος (1900)
γ. Συμφωνία Μουρνιών Κυδωνίας
Μονάδες 15

Φεντερασιόν: Η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, μιας πόλης με σημαντικό -για τα μέτρα της περιοχής- βιομηχανικό υπόβαθρο και με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το εργατικό κίνημα. Η μεγάλη πολυεθνική εργατική οργάνωση της πόλης, η Φεντερασιόν, με πρωτεργάτες σοσιαλιστές από την ανοιχτή σε νέες ιδέες εβραϊκή κοινότητα της πόλης, αποτέλεσε σημαντικό δίαυλο για τη διάδοση σοσιαλιστικής και εργατικής ιδεολογίας στη χώρα.

Οργανικός νόμος (1900): Ένα σοβαρό ζήτημα, που αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από την πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώδη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.

Συμφωνία Μουρνιών Κυδωνίας: Οι διαπραγματεύσεις των επαναστατών του Θερίσου ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε από τον Ελ. Βενιζέλο στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνιάς. Εξασφαλίστηκε γενική αμνηστία και οι Μ. Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στον κρητικό λαό, αρνούμενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Α2.
Να αντιστοιχίσετε σωστά τα ονόματα πολιτικών αρχηγών (στήλη Α) με τους πολιτικούς σχηματισμούς (στήλη Β) (περισσεύουν δύο στοιχεία από τη στήλη Β).

ΣΤΗΛΗ Α                                                    ΣΤΗΛΗ Β
α. Δημήτριος Βούλγαρης                            1. Αγγλικό κόμμα
β. Δημήτριος Γούναρης                               2. Γαλλικό κόμμα
γ. Επαμεινώνδας Δεληγιώργης                  3. Εθνικόν Κομιτάτον
δ. Ιωάννης Κωλέττης                                   4. Εθνικό κόμμα
ε. Κυριακούλης Μαυρομιχάλης                5. Ομάδα Ιαπώνων
6. Ορεινοί
7. Πεδινοί

Μονάδες 10

α. Δημήτριος Βούλγαρης = 7. Πεδινοί
β. Δημήτριος Γούναρης = 5. Ομάδα Ιαπώνων
γ. Επαμεινώνδας Δεληγιώργης = 3. Εθνικόν Κομιτάτον
δ. Ιωάννης Κωλέττης = 2. Γαλλικό κόμμα
ε. Κυριακούλης Μαυρομιχάλης = 4. Εθνικό κόμμα

Β1.
α) Ποια ήταν η οικονομική λειτουργία της Εθνικής Τράπεζας κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της; (μονάδες 5)
β) Ποιοι ήταν οι λόγοι ίδρυσης της Τράπεζας της Ελλάδος (μονάδες 5) και ποιος ήταν ο ρόλος της στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας μέχρι τις αρχές του 1932; (μονάδες 5)
Μονάδες 15

α) Η δραστηριότητά της στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους.

β) Το 1927, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, το Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της ένα χρόνο αργότερα. Πολύ γρήγορα πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την έκδοση χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας τη μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος σε χρυσό. Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μία ισχυρή δυναμική που επέτρεψε τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 1932, οπότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929.

Β2.
Να αναφερθείτε στους φορείς που ανέλαβαν το έργο της περίθαλψης των προσφύγων κατά το διάστημα 1914-1921.
Μονάδες 10

Στην αρχή η περίθαλψη των προσφύγων ήταν ως επί το πλείστον έργο εθελοντών. Καταρτίστηκαν επιτροπές από το Υπουργείο Εσωτερικών με έργο τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και την παροχή στοιχειώδους οικονομικής βοήθειας. Τα έσοδα προέρχονταν από εράνους, δωρεές και μικρή κρατική επιχορήγηση. Τον Ιούλιο του 1914 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη Οργανισμός, με σκοπό την άμεση περίθαλψη και στη συνέχεια την εγκατάσταση των προσφύγων σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Παρεχόταν συσσίτιο, προσωρινή στέγη και ιατρική περίθαλψη, μέχρι οι πρόσφυγες να βρουν εργασία ή να αποκτήσουν γεωργικό κλήρο.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1917) η κυβέρνηση Βενιζέλου ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη την «Ανωτάτην Διεύθυνσιν Περιθάλψεως». Τον Ιούλιο του 1917 (είχε επικρατήσει ο Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα) ιδρύθηκε το Υπουργείο Περιθάλψεως. Για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε η περίθαλψη και για τις οικογένειες των εφέδρων που βρίσκονταν στο μέτωπο και για τις οικογένειες των θυμάτων του πολέμου.
Μολονότι η Ελλάδα βρισκόταν σε πολεμική αναμέτρηση (Α' Παγκόσμιος πόλεμος) και οι οικονομικές συνθήκες ήταν αντίξοες, η φροντίδα για τους πρόσφυγες ήταν περισσότερο οργανωμένη από το 1917 έως το 1921. Σύμφωνα με στοιχεία των υπηρεσιών του Υπουργείου Περιθάλψεως, δέχτηκαν περίθαλψη κατά διαστήματα περίπου 450.000 πρόσφυγες.
Η μέριμνα για τους πρόσφυγες περιελάμβανε:
- Διανομή χρηματικού βοηθήματος. Ιδιαίτερο επίδομα δινόταν σε ιερείς, δασκάλους και επιμελείς μαθητές.
- Διανομή συσσιτίου. Οργανώθηκαν καθημερινά συσσίτια από το κράτος ή το Πατριωτικό Ίδρυμα σε συνοικίες των πόλεων όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί πρόσφυγες.
- Παροχή ιατρικής περίθαλψης. Διορίστηκαν γιατροί, φαρμακοποιοί και μαίες, αποκλειστικά για τους πρόσφυγες
- Χορήγηση φαρμάκων και νοσηλεία σε νοσοκομεία, δημόσια ή ειδικά διαμορφωμένα για την περίθαλψη των προσφύγων.
- Στέγαση σε προσωρινά καταλύματα, (σκηνές ή παραπήγματα), σε δημόσια και σε επιταγμένα ή μισθωμένα ιδιωτικά κτίρια.
- Παροχή ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων.
- Βοήθεια για εύρεση εργασίας.
- Δωρεάν μετακίνηση, ομαδική ή ατομική, για εύρεση στέγης και εργασίας η για επιστροφή στις περιοχές της προηγούμενης εγκατάστασης.

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Γ1.
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να αναφερθείτε στη διάσταση γηγενών και προσφύγων:
α. στον οικονομικό τομέα (μονάδες 3)
β. στον κοινωνικό τομέα (μονάδες 10)
γ. στον πολιτικό τομέα (μονάδες 12)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Γηγενείς και πρόσφυγες
Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920 ο προσφυγικός κόσμος υπήρξε η σταθερότερη, συμπαγέστερη και μαζικότερη εκλογική βάση της βενιζελικής παράταξης. (Κατά προέκταση, δε, επειδή η μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ελλάδα, στις λεγόμενες Νέες Χώρες, οι περιοχές αυτές κατέστησαν εκλογικό φέουδο των βενιζελικών.) Χαρακτηριστικό είναι πως απειροελάχιστοι πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν όλο αυτό το διάστημα σε συνδυασμούς αντιβενιζελικών κομμάτων (και αυτό, όποτε και στο βαθμό που έγινε, προκαλούσε ενδοπαραταξιακές αντιρρήσεις και γκρίνιες)... Πως υπήρχαν προσφυγικά εκλογικά τμήματα ή τμήματα σε προσφυγικές συνοικίες, όπου δεν βρισκόταν ούτε μια ψήφος (!) για κόμμα της αντιβενιζελικής πολιτικής οικογένειας... Και πως, τουλάχιστον στις εκλογές του 1926, παρά το αναλογικό εκλογικό σύστημα με το οποίο αυτές διεξήχθησαν, ο αντιβενιζελισμός θα είχε αποσπάσει άνετη απόλυτη πλειοψηφία, εάν ψήφιζαν μόνο οι γηγενείς...

Θανάσης Διαμαντόπουλος, 10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων. Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017, 2ο τεύχος, Η δεκαετία του 1920, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2017, σ.78.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1. Ήρθε αμερικάνικο καταδρομικό και πήρε τους υπόλοιπους δικούς μας. Αυτοί ήταν περισσότεροι από μας. Τους πήγε στη Ρόδο. Απ’ εκεί έγινε αχταρμάς [μεταφορά] σε ελληνικό πλοίο που τους μετέφερε στην Ελλάδα, στις Σπέτσες.
Εδώ οι Παλαιοελλαδίτες, οι βασιλικοί, δε μας φέρθηκαν καθόλου καλά. Μας έλεγαν τουρκόσπορους και άλλα προσβλητικά λόγια. Δε μας χώνευαν, γιατί ήμασταν βενιζελικοί. Κοροϊδεύανε εμάς που σαν τουρκόφωνοι δυσκολευόμασταν να μιλήσουμε ελληνικά. [...]

Μαρτυρία Νικολάου Μάρκογλου από την Αλάγια της νότιας Μικράς Ασίας. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. 2, Αθήνα 1982, σ. 509.

2. Μας έφεραν στην Κέρκυρα, μας έβαλαν στο φρούριο, στις εκεί παράγκες. Μεγάλο Σάββατο ήτανε. Έρχεται ένας αέρας και τις παίρνει τις παράγκες. Τί να κάνουμε; Πήγαμε στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη, εκεί κοντά. [...]
Στην αρχή δεν ταιριάζαμε με τους Κερκυραίους. Άλλες συνήθειες αυτοί, άλλες συνήθειες εμείς. Γλώσσα δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Μετά όμως τα φτιάξαμε. Πολλά συνοικέσια έγιναν Κερκυραίοι πήραν προσφυγοπούλες.

Μαρτυρία Ελένης Μαναήλογλου από το Ικόνιο. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. 2, σ. 349. Στο σχολικό βιβλίο Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ΄ Γενικού Λυκείου, Θεωρητικής Κατεύθυνσης, ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ», 2014, σ.166.

Η διάσταση προσφύγων και γηγενών εκφράστηκε κυρίως:
α) Στην οικονομική ζωή. Υπήρχε ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, στην ιδιοκτησία της γης και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
β) Στην κοινωνική ζωή. Οι πρόσφυγες που κατοικούσαν στους συνοικισμούς ήταν απομονωμένοι, δεν είχαν συχνές επαφές με ντόπιους και προτιμούσαν να συνάπτουν γάμους μεταξύ τους. Δεν συνέβαινε το ίδιο με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μέσα στις πόλεις ή τα χωριά. Ο χώρος εργασίας, το σχολείο, η εκκλησία και κυρίως η γειτονιά έδιναν ευκαιρίες επικοινωνίας με τους ντόπιους. Σιγά-σιγά άρχισαν να συνάπτονται μικτοί γάμοι, που με την πάροδο του χρόνου γίνονταν όλο και περισσότεροι. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της Ελένης Μαναήλογλου (Κείμενο Β), η οποία επισημαίνει πως ενώ στην αρχή οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα δεν ταίριαζαν με τους ντόπιους, καθώς είχαν διαφορετικές συνήθειες, αλλά και διότι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, μιας κι οι πρόσφυγες δεν γνώριζαν τη γλώσσα, εντούτοις στην πορεία έγιναν πολλά συνοικέσια και προσφυγοπούλες παντρεύτηκαν με Κερκυραίους.   
Η αντίθεση μεταξύ προσφύγων και γηγενών, σε ελάχιστες περιπτώσεις πήρε τη μορφή ανοικτής σύγκρουσης. Ο όρος «πρόσφυγας», όμως, είχε στην κοινή συνείδηση υποτιμητική σημασία, για πολλά χρόνια. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Νικολάου Μάρκογλου (Κείμενο Β), ο οποίος αναφέρει πως όταν βρέθηκαν στις Σπέτσες, οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν «τουρκόσπορους» και τους έλεγαν διάφορα άλλα προσβλητικά λόγια. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προσφύγων και γηγενών έπαψε να υπάρχει μετά τη δεκαετία του 1940. Αλλά και από πιο πριν οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς και αργότερα τα παιδιά και τα εγγόνια τους συμμετείχαν σε όλες τις δραστηριότητες στη νέα πατρίδα τους.
γ) Στην πολιτική ζωή. Πριν ακόμη από την παροχή στέγης και εργασίας, οι πρόσφυγες απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα. Εντάχθηκαν στο κόμμα του Βενιζέλου τόσο ως ψηφοφόροι όσο και ως πολιτευτές, βουλευτές και υπουργοί. Όπως αναφέρεται στο Κείμενο Α οι πρόσφυγες αποτέλεσαν την πιο σταθερή εκλογική βάση του κόμματος του Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Επειδή, μάλιστα, οι πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, η περιοχή αυτή παρέμεινε σε εκλογικό επίπεδο αμιγώς βενιζελική. Ο αριθμός, άλλωστε, των προσφύγων που τοποθετήθηκαν σε συνδυασμούς αντιβενιζελικών κομμάτων ήταν μηδαμινός, προκαλώντας -και στις ελάχιστες αυτές περιπτώσεις- εσωτερικές διαμαρτυρίες στα κόμματα που τους δέχονταν. Υπήρξαν δε εκλογικά τμήματα προσφύγων στα οποία τα αντιβενιζελικά κόμματα δεν έλαβαν ούτε μία ψήφο. Ενώ στις εκλογές του 1926, παρά το γεγονός ότι έγιναν με αναλογικό εκλογικό σύστημα, οι αντιβενιζελικοί θα είχαν λάβει απόλυτη πλειοψηφία, αν είχαν  ψηφίσει μόνο οι ντόπιοι. Οι αντιβενιζελικοί και ο αντιβενιζελικός τύπος καλλιεργούσαν το μίσος εναντίον τους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νικολάου Μάρκογλου (Κείμενο Β) οι πρόσφυγες που βρέθηκαν στις Σπέτσες αντιμετωπίστηκαν με άσχημο τρόπο από τους εκεί βασιλικούς, οι οποίοι τους μιλούσαν προσβλητικά και τους κοροϊδεύαν· αντιπάθεια που πήγαζε πρωτίστως από το γεγονός πως οι πρόσφυγες ήταν βενιζελικοί.  


Δ1.
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να αναφερθείτε:
α. στα οικονομικοκοινωνικά, πολιτικά και θεσμικά αίτια που οδήγησαν στο στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, και στο πώς αυτά εκφράστηκαν μέσα από τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. (μονάδες 22)
β. στον ρόλο του Στρατιωτικού Συνδέσμου στην προώθηση του νομοθετικού έργου της Βουλής μέχρι τη διάλυση αυτού. (μονάδες 3)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Τα άρθρα στον Τύπο αυτής της περιόδου είναι πολύ διαφωτιστικά. Ένα κύριο άρθρο του Γαβριηλίδη, γραμμένο πριν από το κίνημα, λέει: [...] «Η Ειρηνική Επανάστασις πρόκειται λοιπόν να εκτοπίση την κρατούσαν διεφθαρμένην ολιγαρχίαν, διά την οποίαν δεν υπάρχουν συμφέροντα αγροτικά, ούτε συμφέροντα εμπορικά, ούτε συμφέροντα βιομηχανικά, ούτε συμφέροντα κτηματικά, ούτε συμφέροντα εξυγιάνσεως και ρωμαλεώσεως1 της φυλής, ούτε συμφέροντα εθνικά, ούτε ανάγκαι στρατού και στόλου πραγματικού....».
* Βλάσης Γαβριηλίδης, Εκδότης της Εφημερίδας Ακρόπολις
1. ενίσχυσης, ισχυροποίησης

Γ ι ώ ρ γ ο ς Δ ε ρ τ ι λ ή ς , Κ ο ι ν ω ν ι κ ό ς μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ό ς κ α ι σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ή ε π έ μ β α σ η , 1880-1909, Α θ ή ν α , Ε ξ ά ν τ α ς , 1 9 7 7 , σ . 1 8 0 .

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Η δυσαρέσκεια των αξιωματικών εναντίον του διαδόχου Κωνσταντίνου, που σωβούσε από το 1897, αναζωπυρώθηκε το 1908-09 από μια ποικιλία παραγόντων για τους οποίους δεν ήταν βέβαια πάντοτε υπεύθυνος ο θρόνος.
Τα πλήγματα, που δέχθηκε η εθνική οικονομία το 1908 από την αδυναμία διαθέσεως των γεωργικών προϊόντων και από μια κακή συγκομιδή [...] Η άκαιρη επιβολή νέων φόρων από την κυβέρνηση εξάλλου έκανε ακόμη πιο δύσκολη τη θέση των τάξεων [...]. Η οικονομική δυσπραγία έθιξε όλους τους μισθωτούς και συνεπώς τους αξιωματικούς, που επίσης βασίζονταν συνήθως σε οικογενειακούς πόρους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Έτσι στους εθνικούς λόγους για τη δυσαρέσκεια των αξιωματικών προστέθηκαν ακόμα και επαγγελματικοί και οικονομικοί.

Θ ά ν ο ς Β ε ρ έ μ η ς , « Τ ο Σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ό κ ί ν η μ α τ ο υ 1 9 0 9 » , Ι σ τ ο ρ ί α τ ο υ Ε λ λ η ν ι κ ο ύ Έ θ ν ο υ ς , τ . Ι Δ ΄ , Ν ε ώ τ ε ρ ο ς Ε λ λ η ν ι σ μ ό ς α π ό τ ο 1881 ω ς τ ο 1913, Α θ ή ν α , Ε κ δ ο τ ι κ ή Α θ η ν ώ ν , 1977, σ . 2 5 9 .

*Τα κείμενα αποδόθηκαν στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία τους.

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
«Προς την Α.Μ. τον Βασιλέα, την Κυβέρνησιν και τον Ελληνικόν Λαόν,
Η πατρίς μας ευρίσκεται υπό δυσχερεστάτας περιστάσεις, το δε επίσημον κράτος υβρισθέν και ταπεινωθέν, αδυνατεί να κινηθή προς άμυναν των δικαίων του... Ο Σύνδεσμος των αξιωματικών του Εθνικού Στρατού της Ξηράς και του Ναυτικού... προβαίνει εις την υποβολήν ιεράς παρακλήσεως προς τον Βασιλέα... και προς την Κυβέρνησίν του, όπως ολοψύχως επιδοθώσιν εις την άμεσον και ταχείαν ανόρθωσιν των κακώς εν γένει εχόντων, ιδία δε των του Στρατού και του Ναυτικού... πρέπει, χάριν αυτού του συμφέροντος της Δυναστείας, όπως ο τε Διάδοχος και οι Βασιλόπαιδες, απόσχωσι της ενεργού και διοικητικής εν τω στρατώ και τω ναυτικώ υπηρεσίας [...] Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ποθεί όπως η Θρησκεία μας υψωθή εις τον εμπρέποντα ιερόν προορισμόν της, όπως η Διοίκησις της Χώρας καταστή1 χρηστή και έντιμος, όπως η Δικαιοσύνη απονέμηται ταχέως μετ’ αμεροληψίας και ισότητος προς άπαντας εν γένει τους πολίτας αδιακρίτως τάξεως, όπως η Εκπαίδευσις του Λαού καταστή λυσιτελής2 δια τον πρακτικόν βίον και τας στρατιωτικάς ανάγκας της Χώρας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία των πολιτών εξασφαλισθώσιν, και τέλος όπως τα οικονομικά ανορθωθώσι...».

1 γίνει
2 ωφέλιμη, χρήσιμη

Γιάννης Κορδάτος: Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τ. Ε΄, σ. 114-117, στο σχολικό βιβλίο Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ΄ Γενικού Λυκείου, Θεωρητικής Κατεύθυνσης, ΙΤΥΕ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ», 2014, σ. 88 .

α) Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη, το όραμα για ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο θα ήταν οικονομικά ανεπτυγμένο και ισχυρό στη διεθνή σκηνή, δεν πραγματοποιήθηκε.
Παρά τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, το κράτος οδηγήθηκε σε πτώχευση. Αστοί και διανοούμενοι απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από τη γενικότερη κατάσταση και την αναποτελεσματικότητα του κράτους, το οποίο χαρακτηριζόταν από μια βραδυκίνητη γραφειοκρατία. Δεν έβλεπαν την επιθυμητή οικονομική ανάπτυξη, ενώ διαπίστωναν ότι μεγάλωνε η απόσταση από τα ευρωπαϊκά κράτη. Ανάλογη δυσαρέσκεια επικρατούσε και σε μεγάλο μέρος των μικροκαλλιεργητών. Οι αξιωματικοί του στρατού ήταν επίσης δυσαρεστημένοι, καθώς εκτιμούσαν ότι λόγω οικονομικής αδυναμίας ο στρατός θα ήταν αναποτελεσματικός σε περίπτωση πολέμου. Όλα αυτά οδήγησαν σε κρίση της εμπιστοσύνης προς τα κόμματα συλλήβδην, οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι θεσμοί και τα κόμματα δεν ήταν ικανά να υλοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Α υπήρχε η απαίτηση μιας «ειρηνικής επανάστασης» μέσω της οποίας θα εκτοπιζόταν η διεφθαρμένη ολιγαρχία του τόπου, η οποία δεν φρόντιζε μήτε για τα συμφέροντα των αγροτών, μήτε για τα συμφέροντα των εμπόρων, μήτε για τα συμφέροντα της βιομηχανίας ή των κτηματιών. Έδιναν γενικότερα οι κυβερνώντες την εντύπωση πως δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τα εθνικά συμφέροντα, αφού δεν νοιάζονταν για το πώς θα ισχυροποιηθεί ο ελληνισμός, ούτε για τις ανάγκες του στρατού και του στόλου. Στο διάστημα από την πτώχευση του 1893 έως τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 τα δύο μεγάλα κόμματα προσπάθησαν να υλοποιήσουν το πολιτικό τους πρόγραμμα, χωρίς όμως επιτυχία, γεγονός που δημιούργησε την εντύπωση ενός γενικού αδιεξόδου. Ούτε το δηλιγιαννικό κόμμα μπόρεσε, ελλείψει χρημάτων, να τηρήσει την υπόσχεσή του για λιγότερους φόρους, ούτε το τρικουπικό να συνεχίσει το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που τελείωσε με ολοκληρωτική ήττα της Ελλάδας, επέτεινε το πολιτικό αδιέξοδο. Η δυσπιστία προς τα κόμματα κορυφώθηκε και έδωσε στον Γεώργιο την ευκαιρία να επιβληθεί στο Κοινοβούλιο και να ασκεί προσωπική πολιτική. Όσες μεταρρυθμίσεις έγιναν μέχρι το 1909, κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις του τρικουπικού κόμματος υπό την ηγεσία του Γεωργίου Θεοτόκη, ήταν διοικητικού χαρακτήρα (π.χ. αποκέντρωση). Όπως τονίζεται στο Κείμενο Β η δυσαρέσκεια που είχαν οι αξιωματικοί του στρατού απέναντι στον διάδοχο Κωνσταντίνο από την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου αναζωπυρώθηκε κατά την περίοδο 1908-1909 λόγω ορισμένων παραγόντων, έστω κι αν δεν είχε για όλους την ευθύνη ο θρόνος. Ειδικότερα, το 1908 η εθνική οικονομία ζημιώθηκε σημαντικά, διότι δεν μπόρεσαν να διατεθούν τα γεωργικά προϊόντα και γιατί υπήρξε μια κακή χρονιά σε επίπεδο παραγωγής. Συνάμα, η χρονικά άκαιρη επιβολή νέων φόρων έφερε σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τους πολίτες. Η οικονομικά αυτή δύσκολη κατάσταση έπληξε όλους τους μισθωτούς, άρα και τους στρατιωτικούς, οι οποίοι συχνά βασίζονταν σε οικογενειακούς πόρους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Ως εκ τούτου πλάι στους εθνικούς λόγους που είχαν ενοχλήσει τους αξιωματικούς προστέθηκαν και οικονομικοί.  
Το 1909 συντελείται μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας γενικότερα, και των πολιτικών κομμάτων ειδικότερα. Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε κίνημα στο Γουδί, το οποίο έγινε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια μυστική ένωση στρατιωτικών, με αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το Κείμενο Γ, ο στρατιωτικός σύνδεσμος λαμβάνοντας υπόψη του τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα ζητούσε από τον Βασιλιά και την κυβέρνηση να κινηθούν ταχύτατα για την αντιμετώπιση των αρνητικών καταστάσεων και ιδίως εκείνων που σχετίζονταν με τον στρατό και το ναυτικό. Ζητούσε, επίσης, να απομακρυνθούν από τη διοίκηση του στρατού και του ναυτικού ο διάδοχος και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας, να εξυψωθεί η σημασία της Θρησκείας στον τόπο, να εξυγιανθεί η διοίκηση της χώρας, να αποκατασταθεί η γρήγορη, αμερόληπτη και ισότιμη απονομή της δικαιοσύνης, να λάβει η εκπαίδευση ωφέλιμο χαρακτήρα για τις πρακτικές ανάγκες της ζωής, αλλά και για τις στρατιωτικές ανάγκες της χώρας, να εξασφαλισθούν τα δικαιώματα των πολιτών στη ζωή, την τιμή και την περιουσία, και τέλος, να ληφθεί μέριμνα για την ανόρθωση των οικονομικών.  

β) Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήματά του μέσω της Βουλής. Με αφορμή το κίνημα, έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου μεγάλη διαδήλωση των επαγγελματικών σωματείων της πρωτεύουσας. Οι διαδηλωτές υποστήριξαν το διάβημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου και υπέβαλαν ψήφισμα στο παλάτι με το οποίο ζητούσαν την επίλυση σειράς οικονομικών αιτημάτων. Υπό την πίεση του Συνδέσμου η Βουλή ψήφισε, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, μεγάλο αριθμό νόμων, που επέφεραν ριζικές αλλαγές. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του συντάγματος. Έτσι προκηρύχθηκαν εκλογές, από τις οποίες προήλθε αναθεωρητική βουλή. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...