Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

W. B. Yeats «Η Δευτέρα Παρουσία»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
James W Johnson

W. B. Yeats «Η Δευτέρα Παρουσία»

Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη∙
τα πάντα γίνουνται κομμάτια∙ το κέντρο δεν αντέχει∙
ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙
οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά∙
σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφτασα να σώσω αυτό το λόγο
και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
μορφή με σώμα λιονταριού και το σώμα ανθρώπου,
ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει∙ τώρα όμως ξέρω
πως είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

Υπό την επίδραση των γεγονότων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο W. B. Yeats προχωρά το 1919 στη σύνθεση του εμβληματικού ποιήματος «Η Δευτέρα Παρουσία» στο οποίο προλέγει τη γέννηση του Θηρίου και την εκκίνηση μιας νέας περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας. Σύμφωνα με την προσωπική θεωρία του Yeats η ιστορία κινείται κυκλικά, σ’ ένα είδος κωνικών στροβίλων, ξεκινώντας αντίστροφα από το πιο στενό σημείο και σταδιακά προχωρά στο πλατύτερο, μέχρι του σημείου που ξεπερνά τα όρια του κώνου, οπότε και αρχίζει μια νέα πορεία. Θεωρούσε, μάλιστα, πως η ολοκλήρωση κάθε τέτοιας πορείας απαιτούσε περίπου δύο χιλιάδες χρόνια.
Με τη σκέψη πως πλησίαζε η συμπλήρωση δύο χιλιετιών από την εμφάνιση του Χριστού, ο ποιητής πίστευε πως η ανθρωπότητα ήταν κοντά στην εκκίνηση μιας νέας, διαφορετικής πορείας, η οποία, ωστόσο, προμηνύεται δυσοίωνη για το ανθρώπινο γένος.

«Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη∙
τα πάντα γίνουνται κομμάτια∙ το κέντρο δεν αντέχει∙»

Το γεράκι, που μπορεί να εκληφθεί ως σύμβολο των ανθρώπινων δημιουργημάτων -υλικών και πνευματικών- με τη συνεχή διεύρυνση του χώρου στον οποίο κινείται, φεύγει σταδιακά από τον έλεγχο του γερακάρη. Με την εικόνα αυτή, που σε κυριολεκτικό επίπεδο γίνεται εύκολα κατανοητή, ο ποιητής επιχειρεί να συμβολίσει αφενός την αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει πλέον τον αντίκτυπο και τις συνέπειες των ποικίλων πολιτικών ή άλλων αντιλήψεών του, όπως αντιστοίχως και τη χρήση των επιστημονικών του επιτευγμάτων, κι αφετέρου να παρουσιάσει κατά τρόπο σαφή την κυκλική πορεία της ιστορίας, η οποία καθώς φτάνει στο πλατύτερο σημείο του κώνου που καθορίζει τα όρια της είναι έτοιμη να παρεκτραπεί πλήρως από αυτόν.
Η κεντρομόλος δύναμη που διασφαλίζει τη συνέχιση της ομαλής κυκλικής πορείας της ιστορίας εκφυλίζεται με γοργούς ρυθμούς, καθώς το κέντρο δεν αντέχει πια να ασκεί την αναγκαία δύναμη έλξης. Όλα θραύονται∙ γίνονται κομμάτια, και η ανθρώπινη ιστορία είναι έτοιμη να τεθεί εκτός ελέγχου.    

«ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙»

Ό,τι μπορεί να διαπιστώσει κανείς σε ολόκληρο τον κόσμο είναι μια ανεξέλεγκτη και ωμή διάθεση αναρχίας, η οποία καθιστά ατελέσφορη κάθε πιθανή προσπάθεια να επανέλθει η συνύπαρξη των κρατών σε μια ειρηνική και γόνιμη κανονικότητα. Ένας φονικός ποταμός, μολυσμένος από το αίμα χιλιάδων ανθρώπων -θύματα του πολέμου που προηγήθηκε-, έχει ξεχυθεί και πνίγει παντού την αγαθή αθωότητα. Η όποια θέληση να διασφαλιστεί η αθωότητα των νεότερων αίρεται από το γενικευμένο κλίμα μίσους που παρασύρει το σύνολο της ανθρωπότητας και το οδηγεί σε μια δίχως διαφαινόμενο τέλος αιματηρή αντιπαράθεση.

«οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.»

Σε αυτό το κλίμα της διαρκώς εντεινόμενης εχθρικότητας, οι καλύτεροι από τους πολίτες, αυτοί ακριβώς που διαθέτουν την απαραίτητη πνευματική νηφαλιότητα, ώστε να αντιληφθούν εγκαίρως τον ολέθριο χαρακτήρα της ανθρώπινης δράσης, δεν έχουν την απαιτούμενη πεποίθηση για να σταθούν απέναντι σ’ εκείνους που διασπείρουν το μίσος και να τους σταματήσουν. Μένουν εγκλωβισμένοι στη διστακτικότητα που γεννά η επίγνωση της πολλαπλότητας που χαρακτηρίζει την αλήθεια και δε βρίσκουν τη δύναμη να υπερασπιστούν με πυγή μια μόνο έκφανση της αλήθειας∙ αυτή του αμοιβαίου συμβιβασμού και της υποχωρητικότητας.
Αντιθέτως, οι χειρότεροι από τους πολίτες, εκείνοι που βλέπουν τα πράγματα μονόπλευρα, φανατίζονται και δε διστάζουν να υπερασπιστούν με δογματισμό και ανυποχώρητο πείσμα τις απόψεις τους. Είναι αυτοί ακριβώς που οδηγούν τις καταστάσεις στα άκρα, αφού δεν χάνουν ούτε ένα λεπτό με τη σκέψη πως μπορεί να έχει δίκιο και η άλλη πλευρά. Γεμάτοι από την ένταση του πάθους, πιέζουν ακατάπαυστα, μέχρι να δουν τη δική τους άποψη να κυριαρχεί, έστω κι αν αυτό σημαίνει το ξεκίνημα φονικών και εν γένει καταστροφικών εντάσεων.

«Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά∙
σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.»

Ο ποιητής βλέποντας την ανθρωπότητα να οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερης έντασης πολεμικές αναμετρήσεις, παρασυρμένη από ένα κύμα μίσους και ανταγωνισμού, αισθάνεται βέβαιος πως βρισκόμαστε κοντά σε κάποια αποκάλυψη∙ αισθάνεται βέβαιος πως επέρχεται η Δευτέρα Παρουσία. Μια αναφορά που παραπέμπει εμφανώς στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και στην εκεί διακηρυγμένη πρόθεση του Ιησού να επανέλθει στον κόσμο των ανθρώπων, για να εκμηδενίσει τη δύναμη του κακού και να κρίνει τους ανθρώπους∙ ζωντανούς και νεκρούς. Ωστόσο, ο ποιητής, αν και συνδιαλέγεται με το κείμενο του Ιωάννη, δεν ακολουθεί τη χριστιανική εκδοχή των πραγμάτων. Η δική του αίσθηση είναι πως ό,τι έρχεται είναι μια νέα εποχή δραστικής επιδείνωσης του ανθρώπινου βίου, για την οποία ευθύνονται αποκλειστικά οι ίδιοι οι άνθρωποι.     

«Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφτασα να σώσω αυτό το λόγο
και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
μορφή με σώμα λιονταριού και το σώμα ανθρώπου,
ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων πουλιών.»

Αντί, λοιπόν, για τη σωτήρια επανεμφάνιση του Ιησού, ο ποιητής, στο δικό του προφητικό όραμα, αντικρίζει τη φρικτή μορφή ενός ολέθριου θηρίου που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα του Κόσμου∙ αντικρίζει ένα θηρίο, που έχει γεννηθεί από τη μιασμένη πια από το μίσος συλλογική συνείδηση των ανθρώπων. Με την έμμονη προσήλωσή τους στον ανταγωνισμό, στις φονικές πολεμικές αναμετρήσεις, στον εθνικισμό και στην προάσπιση του ατομικού τους συμφέροντος, οι ίδιοι οι άνθρωποι γεννούν τη διάδοχη κατάσταση της ιστορίας τους. Έτσι, η νέα ιστορική περίοδος που ξεκινά θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός ανθρωπόμορφου θηρίου, που δεν θα έχει ίχνος ελέους για τους ανθρώπους.
Το θηρίο αυτό ξεπροβάλλει κάπου στην άμμο της ερήμου και με αργές κινήσεις κατευθύνεται προς το χώρο όπου θα πραγματοποιηθεί η επίσημη «γέννησή» του, ώστε να εγκαινιαστεί η περίοδος της κυριαρχίας του. Συνοδεύεται, μάλιστα, από αγανακτισμένα όρνεα, που αδημονούν να ξεσκίσουν τις σάρκες των ανθρώπων∙ εκείνων που θα αποτελέσουν τα θύματα των νέων, κατά πολύ φονικότερων πολέμων που θα ξεσπάσουν στον κόσμο.
Ο Yeats αντλεί την ιδέα του θηρίου από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, φροντίζει, όμως, να του δώσει ανθρώπινο σώμα, προκειμένου να είναι προφανής η ευθύνη που βαρύνει τους ανθρώπους για τη γέννησή του. Το θηρίο-αντίχριστος του Ιωάννη, που λειτουργεί ως μια ύστατη δοκιμασία της πίστης των ανθρώπων, τρέπεται στο όραμα του ποιητή σε μια οδυνηρή κλιμάκωση της ανθρώπινης ευθύνης για την πορεία που ακολουθεί η ιστορία τους. Οι άνθρωποι έσπειραν παντού και με ποικίλους τρόπους το μίσος και τη διχόνοια, κι οφείλουν πλέον να βιώσουν τις συνέπειες του «έργου» τους.   

«Και στάθην πί την μμον τς θαλσσης· και εδον κ τς θαλσσης θηρον ναβανον, χον κρατα δκα και κεφαλάς πτ, και πί τν κερτων ατο δκα διαδματα, και πί τας κεφαλάς ατο νματα βλασφημας. και το θηρον εδον ν μοιον παρδλει, και ο πδες ατο ς ρκου, και το στμα ατο ς στμα λοντος. και δωκεν ατ δρκων την δναμιν ατο και τον θρνον ατο και ξουσαν μεγλην·» [Αποκάλυψις Ιωάννου κεφ. ιγ΄ 1-2]

«Το σκοτάδι ξαναπέφτει∙ τώρα όμως ξέρω
πως είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.»

Το φρικτό όραμα χάνεται με τον ερχομό της νύχτας, ο ποιητής είναι όμως βέβαιος πια πως έχει τεθεί σε κίνηση η έλευση του «ανήμερου» αυτού θηρίου, το οποίο ήδη βαδίζει με αργό ρυθμό προς τη Βηθλεέμ για να γεννηθεί. Εκεί που κάποτε γεννήθηκε ο Ιησούς για να φέρει στους ανθρώπους ένα μήνυμα αγάπης και ειρήνευσης, θα ξεκινήσει τη δική του πορεία ένα αδίστακτο θηρίο για να σπείρει τον όλεθρο. Η ιστορική περίοδος που προηγήθηκε φτάνει στο τέλος της, έχοντας πρώτα καταφέρει να κυοφορήσει ένα ανελέητο κτήνος, που το έθρεψε με αιώνες δυστυχίας, μίσους, φθόνου και ασίγαστης εχθρότητας.  

W. B. Yeats «Ποιήματα», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

Γιάννης Ρίτσος «Ορέστης» [απόσπασμα]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anton von Maron

Γιάννης Ρίτσος «Ορέστης» [απόσπασμα]

...
Ωστόσο αυτή η γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσέ την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυκτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τι,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα∙ οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολώνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγω-
     γείο,
απ’ τους σταύλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών
     πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;

Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυ-
     γμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριανταφύλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό κα-
     θρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια, σ’ ανταύγεια, υδάτινο, -το αναθυ-
     μάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια -αυτό μου μένει ασκίαστο-
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο -μια αοριστία-
το άχρονο, το αναμάρτητο, -κάτι απαλό κ’ εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των εφήβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνώτο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης
     άστρα.

Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει∙ μήτε τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι∙ δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμά της -τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συ-
     νάμα-
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι που λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τους
έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση, η σιωπή, -τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κ’ επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους
     διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρί-
     νες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιώ, καπέλα, τσάντες βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.

Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους
που πια δεν διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (-ποιο αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλυτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης –
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ως το τέλος του χρόνου.

Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα –δεν τα καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; -τι όμορφη που είναι ακόμη- δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττει
κάθε στιγμή, -θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει∙ -ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.
...

[Γιάννης Ρίτσος «Ορέστης, Εκδόσεις «Κέδρος»]

Ο Γιάννης Ρίτσος αξιοποιεί στον θεατρικής υφής αυτό μονόλογο το μύθο του Ορέστη, που αναλαμβάνει να σκοτώσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, προκειμένου να λάβει εκδίκηση για τη θανάτωση του πατέρα του από αυτούς. Ο ποιητής ακολουθεί εδώ περισσότερο την εκδοχή του Σοφοκλή, ο οποίος είχε θέσει στο επίκεντρο της τραγωδίας του την Ηλέκτρα και τη δική της παθιασμένη θέληση για την τέλεση της μητροκτονίας∙ μητροκτονία που ήταν, μάλιστα, έτοιμη να κάνει η ίδια, όσο νόμιζε πως ο αδερφός της ήταν νεκρός. Διαφοροποιείται, ωστόσο ο Ρίτσος, τόσο από τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, που αποδίδουν περισσότερη έμφαση στα συναισθήματα της Ηλέκτρας, όσο και από τον Αισχύλο, που αποδίδει την πρόθεση εκδίκησης κυρίως στον Ορέστη, καθώς επιλέγει να στρέψει την προσοχή του στα συναισθήματα του Ορέστη και στη βαθιά απροθυμία του να ενδώσει στο κάλεσμα της αδερφής του για εκδίκηση∙ έστω κι αν στο τέλος υποτάσσεται και εκπληρώνει το οδυνηρό χρέος που του έχει ανατεθεί.
Ό,τι ενδιαφέρει περισσότερο τον ποιητή είναι να εξετάσει την έννοια και την επιθυμία της εκδίκησης, και να καταδείξει το μάταιο της χρόνιας διατήρησης του μίσους, αφού πρόκειται για ένα αμιγώς αρνητικό συναίσθημα που καθηλώνει και κατατρώει την ψυχή του ατόμου. Πρόδηλη πρόθεση του ποιητή είναι να δοθεί έμφαση στην αξία, αν όχι της συγχώρεσης, τουλάχιστον της εγκατάλειψης του μίσους, προς όφελος νέων πιο δημιουργικών στοχεύσεων. Η ζωή δεν εγκλωβίζεται σε στιγμές και συναισθήματα του παρελθόντος κι αυτό βρίσκει εφαρμογή τόσο σε ό,τι αφορά την προσωπική ζωή μεμονωμένων ατόμων, όσο και σε ευρύτερη κλίμακα στη στάση και συμπεριφορά ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Ο Ρίτσος, άλλωστε, εμπλουτίζει τη σύνθεσή του με αναφορές που βαθαίνουν απρόσμενα το μήνυμα του ποιήματος και του δίνουν πολιτική διάσταση. Τα μέλη της αριστεράς, που βίωσαν τη διάψευση των προσδοκιών τους και θρήνησαν πολλαπλές απώλειες κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, κι ήρθαν κατόπιν αντιμέτωποι με τις πολιτικές διώξεις και την εξορία, οφείλουν, κατά τον ποιητή, να αφήσουν όσα έγιναν στο παρελθόν και να αποδεχτούν τη νέα μορφή που έχει λάβει η κοινωνική πραγματικότητα. Ποιος ο λόγος, αναρωτιέται έμμεσα ο ποιητής, να διαιωνίζεται η διάθεση εκδίκησης, αφού όλα πια έχουν αλλάξει και τίποτε δεν μπορεί να γίνει όπως ήταν ή όπως μπορούσε να γίνει πριν;

«Ωστόσο αυτή η γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσέ την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυκτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τι,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα∙ οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολώνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγω-
     γείο,
απ’ τους σταύλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών
     πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;»

Προκειμένου ο ποιητής να δώσει στο μήνυμα του ποιήματος ευρύτερη διάσταση, αν και αναφέρεται μέσω του Ορέστη στην Ηλέκτρα και στα συναισθήματά της, δεν την κατονομάζει σε κανένα σημείο της σύνθεσής του. Έτσι, ο συναισθηματικός αυτός εγκλωβισμός στη φθοροποιό διάθεση για εκδίκηση, δεν περιορίζεται στην Ηλέκτρα.
Ο Ορέστης απευθυνόμενος στον πιστό σύντροφό του που παραμένει βουβός καθ’ όλη τη διάρκεια του εκτενή αυτού μονολόγου, στρέφει την προσοχή του στην αδιάκοπη ομιλία εκείνης∙ στην μετ’ επιμονής επανάληψη των ίδιων κατηγοριών και των ίδιων σχεδίων για εκδίκηση. Εκπλήσσεται από την εμμονή με την οποία η αδερφή του έχει αγκιστρωθεί στα γεγονότα του παρελθόντος κι από την αδυναμία της να αντιληφθεί πως έχει παγιδευτεί σε μια και μόνο στιγμή παρωχημένου πια χρόνου, που ελάχιστη σημασία έχει για το παρόν και για την τρέχουσα κατάσταση της ζωής της. Του είναι δύσκολο να καταλάβει πώς μπορεί εκείνη να ανατροφοδοτεί το πάθος της για εκδίκηση, όταν καθετί γύρω της φανερώνει πως όλα πια έχουν αλλάξει και πως η ζωή έχει προχωρήσει για τα καλά.
Η Ηλέκτρα παραμένει εγκλωβισμένη στο παρελθόν και μηρυκάζει επίμονα τις ίδιες σκέψεις μίσους για τη μητέρα της, χωρίς να συνειδητοποιεί πως το πέρασμα του χρόνου έχει πια καταστήσει τα γεγονότα του παρελθόντος αδιάφορα. Ο αντίλαλος της φωνής της, όπως επιστρέφει σ’ εκείνη κι όπως κατακλύζει όλο το χώρο γύρω της, φανερώνει πως ακόμη και τα αντικείμενα, που από τη φύση τους είναι στατικά, έχουν κατορθώσει να ξεφύγουν από το παρελθόν κι έχουν λησμονήσει όσα για εκείνη αποτελούν ακόμη το κέντρο της ύπαρξής της. Οι στοές, οι κολώνες, οι σκάλες, τα έπιπλά, τα πιθάρια, οι σπηλιές του όρου Σκίαθις (της Ζάρας), το υδραγωγείο, οι στάβλοι των αλόγων, οι σκοπιές των φρουρών, οι πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων, ακόμη κι οι ευγενικοί φαλλοί των πέτρινων δρομέων, έχουν όλα αντιληφθεί το γεγονός πως εκείνη αδυνατεί να ξεχάσει όσα συνέβησαν και τη χλευάζουν γι’ αυτή της την αδυναμία.

«Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυ-
     γμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριανταφύλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό κα-
     θρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια, σ’ ανταύγεια, υδάτινο, -το αναθυ-
     μάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια -αυτό μου μένει ασκίαστο-
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο -μια αοριστία-
το άχρονο, το αναμάρτητο, -κάτι απαλό κ’ εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των εφήβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνώτο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης
     άστρα.»

Τη στιγμή που εκείνη διατηρεί άσβεστο το μίσος που νιώθει για τη μητέρα της και δεν της περνά καν η σκέψη να τη συγχωρέσει, τα ίδια τα αντικείμενα του σπιτιού επιχειρούν να αντιτάξουν στον αφύσικα διατηρούμενο θρήνο της μια αίσθηση επιείκειας∙ ένα ύστατο, ίσως, κάλεσμα να αντικρίσει όσα έγιναν από τη μεριά της μητέρας και ν’ αφήσει επιτέλους πίσω της το παρελθόν.
Μια κίνηση επιείκειας από τα τριαντάφυλλα που με χάρη έχουν τοποθετηθεί από το χέρι της μητέρας στο ανθοδοχείο, πάνω στο σκαλιστό τραπέζι που βρισκόταν μπροστά στον παλιό πατρογονικό καθρέφτη. Ένας χώρος στολισμένος από την Κλυταιμνήστρα, που διατηρείται στη μνήμη του Ορέστη σαν σύμβολο μιας αέναης αθωότητας, χάρη στο παιχνίδι του φωτός που προκύπτει από το καθρέφτισμα των φρέσκων λουλουδιών στον καθρέφτη. Καθρέφτισμα που συνθέτει μια υδάτινη ανταύγεια χρώματος∙ μια λεπταίσθητη και σχεδόν άχρονη ανταύγεια, που φέρνει στη σκέψη απαλές, εξαίσιες και αθώες αντίστοιχες εικόνες, όπως είναι το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών ή στα χείλη εφήβων που λαμπυρίζει στο φως του ήλιου ή όπως η μυρωδιά ενός φρεσκοπλυμένου σώματος πάνω στα σεντόνια που έχουν ζεσταθεί από τη γλυκιά θέρμη μιας ολόφωτης θερινής νύχτας.
Ο Ορέστης επαναφέρει στη μνήμη του εικόνες γαλήνιας ζεστασιάς και διαρκούς αθωότητας∙ εικόνες που τις έχει συνδέσει άρρηκτα με τις καθημερινές φροντίδες της μητέρας του, φανερώνοντας έτσι την αδυναμία του να την καταδικάσει τόσο απόλυτα και τόσο άτεγκτα, όπως το κάνει η Ηλέκτρα. Εκείνος είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει στην Κλυταιμνήστρα κάθε πιθανό ελαφρυντικό, προκειμένου να μη χρειαστεί να προχωρήσει στην εκπλήρωση του μιαρού χρέους που του έχει αναθέσει η αδερφή του.

«Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει∙ μήτε τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι∙ δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμά της -τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συ-
     νάμα-
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι που λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τους
έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση, η σιωπή, -τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κ’ επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους
     διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρί-
     νες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιώ, καπέλα, τσάντες βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.»

Η Ηλέκτρα δεν καταλαβαίνει, εντούτοις, τίποτε από αυτά που ωθούν τον Ορέστη στο να αναθεωρήσει ή ακόμη και να απορρίψει τα φονικά σχέδια εις βάρος της μητέρας τους. Η Ηλέκτρα δεν αντιλαμβάνεται μήτε τους αντίλαλους των αντικειμένων και του περιβάλλοντα χώρου που φανερώνουν πόσο ανάρμοστο είναι το άσβεστο μίσος της, μήτε την αθωότητα που εμπεριέχεται στις καθημερινές πράξεις της Κλυταιμνήστρας.
Ο Ορέστης νιώθει μέσα του πως δεν θα μπορέσει τελικά να ανταποκριθεί στο φονικό κάλεσμα της αδερφής του που μοιάζει, όχι μόνο υπέρογκο, αφού η μητροκτονία αποτελεί μια υπέρμετρη δοκιμασία για τη βασανισμένη ψυχή του νέου, αλλά και συνάμα τραγικά αστείο, καθώς τίποτε δεν πρόκειται να επιτευχθεί ακόμη κι αν ο Ορέστης διαπράξει το φόνο αυτό. Ο πατέρας τους θα παραμείνει νεκρός και η ζωή θα συνεχίσει αδιάφορη την πορεία της. Ό,τι συνέβη ανήκει πια αμετάκλητα στο παρελθόν και οι επιπτώσεις του δεν μπορούν να αντιστραφούν.
Τα λόγια της ακούγονται πια στομφώδη και παλιωμένα, σαν να έχουν ανασυρθεί από σεντούκια περασμένων καλών εποχών, που δεν έχουν όμως πια καμία σχέση με την τωρινή πραγματικότητα. Η επίμονη διατήρηση του μίσους και η ανώφελα παρατεταμένη διάθεση για εκδίκηση, μοιάζουν με παλιές ασιδέρωτες σημαίες, που μέσα στις ραφές τους έχουν ήδη εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση και η σιωπή∙ μοιάζουν με σημαίες που συμβολίζουν ιδέες και ιδανικά τόσο ξεπερασμένα πια που μήτε τα ίδια δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πόσο έξω από την τωρινή εποχή βρίσκονται∙ μοιάζουν με παμπάλαιες σημαίες που επιμένουν να πλαταγίζουν πάνω από τους ανύποπτους και αδιάφορους διαβάτες, χωρίς να κατανοούν πως ό,τι συμβολίζουν κι ό,τι εκπροσωπούν είναι πια εντελώς ασύμβατο με την τρέχουσα πραγματικότητα.
Ο Ρίτσος προχωρά εδώ σταδιακά από την εποχή του Ορέστη στη δική του εποχή και συνδέει το ανώφελα διατηρούμενο μίσος της Ηλέκτρας με την επίμονη διατήρηση της εχθρότητας και του μίσους που αισθάνονται οι αριστεροί απέναντι σ’ εκείνους που με τόση βιαιότητα έβαλαν τέλος στις επιδιώξεις και στα ιδανικά τους. Ο ποιητής νιώθει πως είναι πια μάταιο να διατηρείται ο διχασμός ανάμεσα στους πολίτες, έστω κι αν όσα συνέβησαν μεταξύ τους σφραγίστηκαν με το αίμα αγνών στην ψυχή ανθρώπων και αγωνιστών. Η ζωή έχει προχωρήσει κι η πραγματικότητα έχει πια αλλάξει τόσο δραστικά, ώστε όσα επιζήτησαν κάποτε με τους αγώνες τους μοιάζουν τώρα ανεδαφικά και ανεφάρμοστα. Οι πολίτες έχουν ενδώσει στο δέλεαρ της ευκολίας, της υλικής ευδαιμονίας και των άφθονων καταναλωτικών αγαθών, και δεν έχουν πια καμία απολύτως διάθεση να εγκαταλείψουν αυτές τους τις ανέσεις.
Οι βιτρίνες στους δρόμους είναι γεμάτες με προϊόντα που εξυπηρετούν καλύτερα τις εφήμερες ανάγκες της ώρας, και, άρα, ανταποκρίνονται καλύτερα στην αιώνια ανάγκη της ζωής που ό,τι επιθυμεί είναι η κάλυψη των τρεχουσών επιθυμιών της, κι όχι τη στέρηση, την άγονη αναμονή ή ένα στείρο ιδεαλισμό, που δεν έχουν να της προσφέρουν τίποτε το άμεσο και το χειροπιαστό. Εμφανής εδώ η ειρωνική διάθεση του ποιητή απέναντι στην ευκολία με την οποία οι άνθρωποι αφέθηκαν στις ανούσιες απολαύσεις του καταναλωτισμού, και λησμόνησαν όλα εκείνα τα ιδανικά που θα μπορούσαν ίσως να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Ωστόσο, έστω κι έτσι, ο ποιητής είναι έτοιμος να αποδεχτεί το γεγονός ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει πλήρως και πως δεν ωφελεί κανέναν το να παραμένουν ο ίδιος και οι συναγωνιστές και ομοϊδεάτες του προσκολλημένοι στα επώδυνα γεγονότα του παρελθόντος. Η διατήρηση του μίσους και της εχθρότητας για βιώματα που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί κατορθώνει μόνο να μολύνει και να υπονομεύει την υγεία του παρόντος και τις νέες δυνατότητες που αυτό προσφέρει.  

«Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους
που πια δεν διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (-ποιο αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλυτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης –
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ως το τέλος του χρόνου.»

Κι είναι αυτή η επίμονη προσκόλληση στο παρελθόν που αναδεικνύεται με απόλυτη παραστατικότητα μέσα από τις πράξεις και τη στάση της Ηλέκτρας, η οποία επιμένει να ετοιμάζει ακόμη προσφορές για τους πεθαμένους, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως οι πεθαμένοι δεν έχουν πια καμία ανάγκη και δεν επιθυμούν μήτε την όποια αποκατάστασή τους, μα μήτε και την εκδίκηση. Στην προσπάθειά της, μάλιστα, να αιτιολογήσει το έμμονο αίτημά της για εκδίκηση, επικαλείται το υποτιθέμενο αλάθητο των νεκρών, μόνο και μόνο επί της ουσίας για να αποφύγει την ευθύνη που ενέχει μια δική της επιλογή και απόφαση. Το να ζητά όμως επίμονα εκδίκηση δεν είναι αίτημα των νεκρών, είναι γέννημα της δικής της αδυναμίας να ξεπεράσει τα γεγονότα του παρελθόντος και να δώσει ένα νέο νόημα στη ζωή της. Όπως, άλλωστε, σχολιάζει ο ποιητής, πώς μπορεί κανείς να αναγνωρίζει στους νεκρούς το αλάθητο∙ ένα τέτοιο «προνόμιο» δεν αναλογεί σε κανέναν, αφού κανενός οι πράξεις και οι επιλογές δεν μπορούν να ιδωθούν ως απολύτως αλάνθαστες και ιδανικές∙ κανενός οι πράξεις δεν μπορούν να ξεφύγουν από την υποκειμενικότητα και τη σχετικότητα που χαρακτηρίζει καθετί το ανθρώπινο. Ό,τι μόνο μπορεί να θεωρηθεί αλάθητο είναι ακριβώς η τύχη που επιφυλάσσει η ζωή σε ό,τι ανήκει στο παρελθόν, όπως συμβαίνει και με τα δόντια των νεκρών που απομένουν ολόγυμνα και σκόρπια στο χώμα, σαν μια λευκή σπορά πάνω στη μαύρη κοιλάδα της λήθης, και τα οποία δίνουν ζωή σε ολόλευκα δέντρα∙ σε ολόλευκα δέντρα που φωσφορίζουν στο φεγγαρόφωτο και μένουν εκεί να θυμίζουν ως το τέλος του χρόνου πως ό,τι συνέβη στο παρελθόν δεν μπορεί να έχει άλλη αξία ή άλλη σημασία παρά να απομένει σαν μια υπόμνηση του τι υπήρξε κάποτε.

«Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα –δεν τα καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; -τι όμορφη που είναι ακόμη- δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττει
κάθε στιγμή, -θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει∙ -ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.»

Ο Ορέστης αδυνατεί να κατανοήσει την επιμονή της αδερφής του να αναμασά λόγια μίσους∙ αδυνατεί να κατανοήσει πως εκείνη αντέχει να μιλά για πράγματα τόσο παρωχημένα που είναι σαν να έχουν ανασυρθεί από παλιά σεντούκια, σαν κι αυτά στα οποία φυλάσσονται οι περασμένες επιλογές της μητέρας, που πια η ίδια δεν τις καταδέχεται καν. Τη στιγμή που η Κλυταιμνήστρα έχει αλλάξει κι έχει αποκτήσει νέους τρόπους και συνήθειες, αφήνοντας αμετάκλητα πίσω της τις επιλογές του παρελθόντος, όπως ακριβώς τα παλιά της καπέλα, που ανήκουν σε περασμένη μόδα, η Ηλέκτρα επιμένει να την κρίνει ακόμη με βάση εκείνες ακριβώς τις ξεχασμένες επιλογές. Όσο η Κλυταιμνήστρα ανανεώνεται και αναπροσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, η Ηλέκτρα παραμένει αρρωστημένα προσκολλημένη στο παρελθόν και αδυνατεί να παρακολουθήσει την εποχή της.
Ο Ορέστης αναγνωρίζει με θαυμασμό πως η μητέρα του παραμένει ακόμη όμορφη, χωρίς να επιτρέπει στο χρόνο να τη φθείρει και να τη γερνά. Η Κλυταιμνήστρα κατορθώνει να εκμηδενίζει τη φθορά του χρόνου, ίσως γιατί γνωρίζει πως να εποπτεύει πλήρως κάθε στιγμή που περνά και να τη βιώνει στο έπακρό της. Έχει πλήρη συναίσθηση πως χάνει στιγμή προς στιγμή τη νεότητά της, γι’ αυτό και φροντίζει να βρίσκεται σε μια διαρκή ανανέωση, κατορθώνοντας έτσι να την επανακτά επιτυχώς.

(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κ’ ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι. Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια, σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκιά τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσίς στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον πρωϊνό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της). 

Βουκουρέστι, Αθήνα, Σάμος, Μυκήνες, Ιούνιος 1962 - Ιούλιος 1966

Σαπφώ «Ύμνος στην Αφροδίτη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Antonio Canova

Σαπφώ «Ύμνος στην Αφροδίτη»

Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ: δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες την καρδιά μου!

Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες την
προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα κάτω
στη μαύρη γη.

Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;

Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα
σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.

[Μετάφραση: Δ. Ιακώβ]

Η προσευχή στην Αφροδίτη, ο παρακλητικός αυτός ύμνος, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ποιήματα της Σαπφούς που έχουν διασωθεί ολόκληρα, επαρκεί, ωστόσο, για να φανερώσει την απαράμιλλη τέχνη της και να δικαιολογήσει τη διάδοση που είχε η ποίησή της κατά την αρχαιότητα.

«Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ: δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες την καρδιά μου!»

Η ποιήτρια ικετεύει (λσσομα σε) την αθάνατη θεά να εισακούσει την προσευχή της και να εμφανιστεί μπροστά της, για να της συμπαρασταθεί στο νέο ερωτικό αυτό πάθος που την ταλαιπωρεί. Την ικετεύει να πάψει να τη βασανίζει με λύπες της καρδιάς και του νου (ναισι), χρησιμοποιώντας σκοπίμως έναν όρο ιατρικό, αφού ο έρωτας για τους αρχαίους Έλληνες ήταν συχνά ιδωμένος ως αρρώστια που έβρισκε απροσδόκητα τους ανθρώπους και κλόνιζε τόσο τη σωματική τους υγεία όσο και την πνευματική τους γαλήνη.
Η «πάσχουσα» ποιήτρια στρέφεται, έτσι, στη θεά που διαφεντεύει την ακλόνητη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος κι επικαλείται την πολυμήχανη φύση της (δολπλοκε), αναζητώντας την ίαση των παθών της σε κάποιο τέχνασμα ή κάποια απάτη της θεάς, προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση εκείνης που τόσο επίμονα αρνείται να ενδώσει στο ερωτικό της κάλεσμα. Η Αφροδίτη, άλλωστε, κατέφευγε συχνά σε πονηρά μέσα, για να εξαπατήσει τα «θύματά» της και να τους ξυπνήσει τον πόθο και τον έρωτα, παρακάμπτοντας τις όποιες αντιρρήσεις της λογικής και της σύνεσης.   

«Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες την
προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα κάτω
στη μαύρη γη.»

Σταθερό μοτίβο των ύμνων επίκλησης, πέρα από την εξύμνηση της θεότητας και της δήλωσης σεβασμού σε αυτή, ήταν η υπενθύμιση παλαιότερων περιπτώσεων κατά τις οποίες είτε είχε δεχτεί τα προσφερόμενα δώρα από τον θνητό είτε είχε συναινέσει σε κάποιο παραπλήσιο αίτημά του. Ζητά, λοιπόν, η Σαπφώ από την Αφροδίτη να έρθει κοντά της, όπως και άλλοτε εισάκουσε την προσευχή της από μακριά κι άφησε το χρυσό παλάτι του πατέρα της, για να της προσφέρει την πολύτιμη βοήθειά της.
Με την έξοχη εικόνα της συνοδευόμενης και συρόμενης από όμορφα σπουργίτια άμαξας, που φέρνει γοργά την Αφροδίτη στη μαύρη γη, η Σαπφώ επιτυγχάνει να παρουσιάσει το μεγαλείο της θεάς, μα και να αναδείξει τη χαώδη διαφορά ανάμεσα στον γεμάτο κάλλος και ευδαιμονία βίο των θεών, και στη δύστυχη ζωή των θνητών, οι οποίοι έρχονται ξανά και ξανά αντιμέτωποι με τον πόνο και την οδύνη. Η γρήγορη (κεες), πάντως, άφιξη της θεάς, καθιστά εμφανή την προθυμία της να συμπαρασταθεί στη βασανιζόμενη ποιήτρια, κάτι που τονίζεται επιπλέον με την εμφατική χρήση δύο συνώνυμων ρημάτων για να δηλωθεί η ανταπόκριση της θεάς∙ άκουσες κι εισάκουσες (ἀίοισα - κλυες).
Η Αφροδίτη, που γνωρίζει καλά την ένταση του ερωτικού πάθους, διόλου δεν αδιαφορεί για εκείνους που βιώνουν τα βάσανα του γλυκόπικρου αυτού αισθήματος. Σπεύδει, έτσι, σ’ εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά της, έτοιμη να τους προσφέρει τα πονηρά τεχνάσματά της, προκειμένου να γευτούν τον έρωτα που επιθυμούν. 

«Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;»

Τα σπουργίτια που σέρνουν την άμαξα της θεάς χτυπούν γοργά τα φτερά τους και διασχίζουν με βιασύνη τον αιθέρα, κατανοώντας την επείγουσα φύση της αποστολής τους, αφού ξέρουν κι εκείνα πόσο επώδυνα κυλά ο χρόνος για τον ερωτευμένο θνητό και πόση αξία έχει κι η ελάχιστη στιγμή που περνά. Φτάνουν, έτσι, γρήγορα, φέρνοντας κοντά στη θλιμμένη ποιήτρια την ευλογημένη και γελαστή θεά. Εμφανής εδώ η αντίθεση ανάμεσα στην ταραγμένη συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας και στη αδιατάραχτη ευδαιμονία της θεάς, η οποία στέκει άτρωτη απέναντι στις λύπες και στη θλίψη που τόσο συχνά ταλανίζουν την ψυχή των θνητών.
Το χαμόγελο της θεάς φανερώνει ίσως την τρυφερή εκείνη διάθεση κατανόησης που διακρίνει τη στάση της Αφροδίτης απέναντι στους βασανιζόμενους απ’ τον έρωτα ανθρώπους ή υποδηλώνει την καρτερία με την οποία η θεά αποδέχεται τα παράπονα και τα παρακάλια των ερωτευμένων, έχοντας πια συνηθίσει στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις για τη συνδρομή της. «Γελαστή, όπως μιλά κανείς σ’ ένα κάπως δύσκολο παιδί», σύμφωνα με την ανάγνωση του Albin Lesky, η Αφροδίτη ρωτά τη Σαπφώ τι έπαθε πάλι και γιατί την καλεί ξανά∙ τι είναι αυτό που επιθυμεί περισσότερο η τρελή, η ξέφρενη καρδιά της. Με το επίθετο μαινλαι, που αποδίδει στην καρδιά της η ίδια η ποιήτρια, αποδίδεται η κατάσταση μανίας, η τρέλα που παρασύρει και ταλαιπωρεί τον ερωτευμένο.
Η ανάκληση αυτού του επεισοδίου -αυτής της συνομιλίας με τη θεά- συνιστά επί της ουσίας το περιεχόμενο και της παρούσας έκκλησης της ποιήτριας. Όπως τότε η Αφροδίτη φάνηκε πρόθυμη να φέρει στον έρωτα της Σαπφούς, όποιον αντιστεκόταν στη γοητεία της, έτσι και τώρα της ζητά μια παρόμοια λυτρωτική παρέμβαση, ώστε να ξεφύγει απ’ τα δεινά του ανεκπλήρωτου ερωτικού της πάθους και να βιώσει την ανόθευτη χαρά του αμοιβαίου έρωτα.
Η θεά είχε υποσχεθεί τότε να «πείσει» όποιον την αδικεί, αρνούμενος να υποκύψει στα θέλγητρά της, και να τον φέρει κοντά της, κι είναι αυτό ακριβώς που επιθυμεί ξανά η ποιήτρια. Προσέχουμε, πάντως, πως η ερωτηματική αντωνυμία τίς  (τς σ’, Ψπφ’, δικει;) είναι κοινή για το αρσενικό και για το θηλυκό γένος, καθιστώντας έτσι ασαφές το φύλο του προσώπου που έχει προκαλέσει μια τέτοια ερωτική αναστάτωση στην ποιήτρια. Η απορία αυτή, ωστόσο, θα βρει την απάντησή της στην αμέσως επόμενη στροφή.

«Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα
σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.»

Η θεά Αφροδίτη είχε τη δύναμη να ξυπνά τον έρωτα στις καρδιές των ανθρώπων, και με τις αθώες πανουργίες της και με την πονηριά της, μπορούσε να ξεγελά κάθε θνητό και να τον οδηγεί όπου ήθελε εκείνη. Έτσι, η κοπέλα που απέφευγε τη Σαπφώ, θα βρισκόταν γρήγορα στην αντίθετη κατάσταση, εφόσον θα ήταν εκείνη που θα την κυνηγούσε, κι ενώ πριν δεν δεχόταν τα δώρα της ποιήτριας, θα ήταν εκείνη που θα της προσέφερε τα δικά της∙ κι αν μέχρι τότε δεν την αγαπούσε, σύντομα θα έπεφτε στον έρωτα της Σαπφούς, ακόμη κι αν πριν δεν το ήθελε. Τέτοια ήταν η εξουσία της Αφροδίτης πάνω στους θνητούς, ώστε μπορούσε εύκολα να τους αλλάξει τις διαθέσεις και να αντιστρέψει πλήρως τη θέλησή τους. Ό,τι μέχρι πριν από λίγο δεν τους συγκινούσε, μπορούσε γρήγορα να γίνει ό,τι ακριβώς θα επιθυμούσαν περισσότερο από καθετί.
Σε αυτή τη δύναμη της Αφροδίτης εναποθέτει τις ελπίδες της η ποιήτρια, προσδοκώντας τη λύτρωση από το βαρύ μαράζι του έρωτα, και λόγω αυτού του έντονου πόνου βρίσκει το θάρρος και μας εκπλήσσει με την αμεσότητα που αποκτά η επίκλησή της στη θεά. «Γίνε σύμμαχός μου», εκλιπαρεί η Σαπφώ, την Αφροδίτη, αποσκοπώντας στο να καμφθούν με τη βοήθεια της θεάς οι αντιστάσεις της κοπέλας που αγαπά, σ’ ένα κείμενο που γοητεύει με την ιδιαιτερότητά του, αφού η ίδια η παθούσα είναι συνάμα εκείνη που κατορθώνει να αποστασιοποιηθεί τόσο, ώστε να λειτουργήσει ως το πρόσωπο που παρατηρεί και καταγράφει την οδύνη που προκαλεί αυτός ο χωρίς ανταπόκριση έρωτας.
Το γένος της μετοχής «κoκ θέλοισα» μας φανερώνει πως ο έρωτας της ποιήτριας αφορά κάποια γυναίκα και πως τελικά η θεά Αφροδίτη γίνεται αποδέκτης μιας έκκλησης που ίσως και να παραξενεύει. Η Αφροδίτη, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει αρνητικά καμία έκφανση του έρωτα, καθώς στη δική της παντοκρατορία κάθε ερωτικό αίσθημα γίνεται εξίσου σεβαστό και γεννά παρόμοιας έντασης πόθους και οδύνες.

Βιβλιογραφία:
Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...