Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Πάνος Κυπαρίσσης «Για μια έστω φορά»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Πάνος Κυπαρίσσης «Για μια έστω φορά»

Αρκεί να τραβήξεις ένα ξέφτι
απ’ όσα ύφαν’ η συνήθεια
κι ευθύς την καταστρέφει

Η τόλμη έστω μιας φοράς
δίχως ν’ αφήσεις
το νήμα που στα χέρια σου κρατάς
ανοίγει δρόμους
που ποτέ δεν είδες

Μιας στιγμής η αστραπή
τη νύχτα τη ραγίζει

Πάνος Κυπαρίσσης, Σκύβοντας Ουρανέ, Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2015

Θέμα του ποιήματος αυτού είναι η δυνατότητα που έχει το κάθε άτομο να αποδεσμευτεί από τους ποικίλους περιορισμούς που τού δημιουργεί η διαμόρφωση μιας βολικής ρουτίνας στην καθημερινότητά του. Η επιθυμία του ατόμου να κινείται σ’ ένα γνώριμο πλαίσιο δραστηριοτήτων κι η σταδιακή επικράτηση στη ζωή του της «συνήθειας», η οποία φαινομενικά του προσφέρει την αίσθηση της οργάνωσης και το απαλλάσσει από το πιθανό άγχος της επαφής με άγνωστες ή νέες δραστηριότητες, λειτουργεί εν τέλει ως μέσο παγίδευσής του σ’ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ίδιων ή παρόμοιων δράσεων, το οποίο καθιστά την καθημερινότητά του μονότονη.
Οι άνθρωποι συνηθίζουν να διαμορφώνουν το καθημερινό τους πρόγραμμα με βάση τις εργασιακές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις, εντάσσοντας πιθανώς σε αυτό και κάποιες επιπλέον δραστηριότητες που τους είναι ευχάριστες, ώστε να αποφορτίζονται από το άγχος και την κούραση της ημέρας. Πρόκειται για μια συνήθη τακτική που ως ένα βαθμό επιβάλλεται από τις συγκεκριμένες εργασιακές ή άλλες δεσμεύσεις του ατόμου. Σταδιακά, ωστόσο, αυτό που μοιάζει με μια ελεύθερη επιλογή του ατόμου τείνει να λαμβάνει τη μορφή αναπόδραστης συνήθειας που το εγκλωβίζει σ’ ένα προκαθορισμένο τρόπο συμπεριφοράς και λειτουργίας.
Η ύπαρξη κι η κυριαρχία της συνήθειας στη ζωή του ατόμου, το αποτρέπει από το να αναζητά και να δοκιμάζει νέες εμπειρίες. Με τη σκέψη πως έχει ήδη μια ευχάριστη ρουτίνα στη ζωή του και με το φόβο πως οτιδήποτε το νέο και ασυνήθιστο μπορεί να του προκαλέσει περιττή ενόχληση, παγιδεύεται στις υπάρχουσες επιλογές του, χάνοντας την ευκαιρία να γνωρίσει καινούρια πράγματα που θα μπορούσαν να του προσφέρουν μια ουσιαστική ανανέωση.

«Αρκεί να τραβήξεις ένα ξέφτι
απ’ όσα ύφαν’ η συνήθεια
κι ευθύς την καταστρέφει»

Σε β΄ ενικό πρόσωπο το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται παραινετικά είτε γενικώς στον αναγνώστη, είτε σ’ έναν υποτιθέμενο αποδέκτη των λόγων του, είτε ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό. Πεποίθηση του ποιητικού υποκειμένου είναι πως το άτομο μπορεί να ξεφύγει από τα «δεσμά» της συνήθειας, αρκεί να το θελήσει και να το επιδιώξει συνειδητά. Μπορεί να καταστρέψει όσα έχει «υφάνει» κι έχει εδραιώσει η συνήθεια στη ζωή του, αρκεί να βρει και να τραβήξει ένα ξέφτι, ένα νήμα που κρέμεται στο παλιό αυτό υφαντό. Δεν χρειάζεται να έρθει αντιμέτωπος με όλο το πλέγμα των συνηθειών του, αφού η διαδικασία της αποσύνθεσης δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο δύσκολη. Το μόνο που απαιτείται είναι να αλλάξει μία μόνο δραστηριότητα απ’ αυτές που συνθέτουν το πλαίσιο των συνηθειών του κι όλες οι υπόλοιπες θα συμπαρασυρθούν αμέσως.  
Η μεταφορική αναφορά στο ξέφτι και σε όσα έχει υφάνει η συνήθεια, επιτρέπει στον ποιητή να παρουσιάσει κατά τρόπο γενικό το πλέγμα συνηθειών, χωρίς να χρειαστεί να δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα, εφόσον, όπως είναι εύλογο, οι συνήθειες κάθε ατόμου είναι διαφορετικές.

«Η τόλμη έστω μιας φοράς
δίχως ν’ αφήσεις
το νήμα που στα χέρια σου κρατάς
ανοίγει δρόμους
που ποτέ δεν είδες»

Προκειμένου να επιτευχθεί η αποδέσμευση του ατόμου από τα δεσμά της συνήθειας φτάνει η τόλμη «έστω μιας φοράς», αρκεί να συνοδεύεται από την αναγκαία αποφασιστικότητα. Θα πρέπει, δηλαδή, το άτομο να ξεκινήσει να τραβά το νήμα, χωρίς να το αφήσει από τα χέρια του, έχοντας ως συνειδητό στόχο να δει το οικοδόμημα των συνηθειών του να καταρρέει. Κι αν επιτελέσει αυτή τη διαδικασία «ξηλώματος», θα συνειδητοποιήσει ότι του ανοίγονται δρόμοι που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αντικρίσει, αφού θα είναι πια ελεύθερος να διεκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα νέων, πρωτόγνωρων εμπειριών.
Από τη στιγμή που το άτομο απελευθερώνεται από τις παγιωμένες εκείνες συνήθειες που το κρατούσαν καθηλωμένο σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο καθημερινής λειτουργίας, είναι δεκτικό σε νέες προκλήσεις και πρόθυμο να ακολουθήσει νέα μονοπάτια που του προσφέρουν μια καινούρια αντίληψη για τα πράγματα και διευρύνουν την ικανότητά του να απολαμβάνει και να βιώνει πληρέστερα τη ζωή του.
Εκείνο, μάλιστα, που έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ποιητή είναι το να τονιστεί πως η επίτευξη αυτής της αποδέσμευσης δεν απαιτεί συνεχή και μακρόχρονη προσπάθεια. Αρκεί, όπως, επισημαίνει η τόλμη «έστω μιας φοράς». Επιλέγει, έτσι, να αξιοποιήσει αυτό τον χρονικό προσδιορισμό για να συνθέσει τον τίτλο του ποιήματος, θέλοντας να δώσει έμφαση στο γεγονός πως το μόνο που απαιτείται είναι να έχει το άτομο την απαιτούμενη τόλμη «για μια έστω φορά».
Είναι σαφές, βέβαια, πως η αποκαλούμενη δύναμη της συνήθειας είναι συχνά εξαιρετικά ισχυρή, γι’ αυτό κι ο ποιητής αναφέρεται σε απαιτούμενη «τόλμη». Γνωρίζει πως δεν είναι εύκολο να έρθει κανείς αντιμέτωπος με τις ίδιες του τις συνήθειες και με τη ρουτίνα του. Γνωρίζει όμως επίσης πόσα πράγματα χάνει κανείς, όταν παραμένει καθηλωμένος στη ρουτίνα του, γι’ αυτό και θεωρεί αναγκαία την παρότρυνση στους ανθρώπους να αντισταθούν στην εφησυχαστική επίδραση της συνήθειας.

«Μιας στιγμής η αστραπή
τη νύχτα τη ραγίζει»

Η τόλμη και το κουράγιο της μιας στιγμής θα έχει καταλυτική επίδραση στη ζωή του ατόμου, καθώς θα του επιτρέψει να αντιληφθεί πόσο περιορισμένα ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή και πόσες εκπληκτικές ευκαιρίες προσπέρασε εξαιτίας της απροθυμίας του να εγκαταλείψει τις συνήθειές του. Θα είναι σαν να φωτίζεται αιφνιδίως η ζωή του και να γίνονται ορατά τα πλείστα νέα μονοπάτια που μπορεί να ακολουθήσει προκειμένου να οδηγηθεί σε νέα σημαντικά βιώματα, που θα το πλουτίσουν ψυχικά και πνευματικά. Με τη μεταφορική εικόνα της αστραπής που «ραγίζει» τη νύχτα, ο ποιητής αποδίδει τη δυναμική που έχει η απελευθέρωση από τα δεσμά της συνήθειας, αφού πλέον το άτομο έχει την ευκαιρία να αντικρίσει και να συνειδητοποιήσει πράγματα που μέχρι τότε τα είχε παραβλέψει. Είναι σαν να μπαίνει σ’ έναν νέο δρόμο που του αποκαλύπτει μια υπέροχη θέα, την οποία δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε και πιθανώς δεν θα έβλεπε ποτέ, αν συνέχιζε να ακολουθεί το δρόμο της συνήθειας. 

Θεώνη Κοτίνη «Μπάμιες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Θεώνη Κοτίνη «Μπάμιες»

Σήμερα στο μεσημεριανό έχουνε μπάμιες. Δεν του αρέσανε ποτέ. Σκαλίζει το πιάτο ξεφλουδίζοντας με το πιρούνι τη σάρκα, αποκαλύπτει τα σπόρια γυμνά. Μέσα σαρδόνια οδοντοστοιχία, σαν τη γκριμάτσα της συνάθροισης γύρω από το τραπέζι. Σκυθρωποί, μαλωμένοι ή έτοιμοι να μαλώσουν σε λίγο, μάνα πατέρας παιδιά.
Λαδερές με φρέσκια ντομάτα, κόκκινη όπως η αιματοχυσία γύρω απ’ το στρωμένο τραπέζι. Πράγματι, δεσμοί αίματος. Τόσο που σου ’ρχεται να πάρεις το μαχαίρι του ψωμιού και να διαρρήξεις όλα ετούτα τα δεσμά, να το βυθίσεις στην καρδιά αυτού του λάκκου που είναι γεμάτος γεύματα κυριακάτικα και αιτιάσεις και παράπονα και ξεχασμένες τώρα ήδη εκδρομές στη θάλασσα.
Η μάνα του τις φτιάχνει με κοτόπουλο. Ανάμεσα στα ξεδοντιάρικα ούλα του λαχανικού η μυρωδιά εκείνη. Σφαγμένου ζώου όπως της μάνας του τα μάτια, όταν για όλα μετανιώνει, σαν του πατέρα του τα μάτια, όταν στριμώχνεται να αρθρώσει κάποια αλήθεια. Όπως τα μάτια τα δικά του, όταν σηκώνει το κεφάλι από το πιάτο να απαντήσει γιατί δεν του αρέσει το φαΐ, τι διάβολος τον πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει κι όλο θυμώνει και κλειδώνεται.
Σκαλίζει αμίλητος τις μπάμιες. Μέσα όχι δόντια μα σπυριά, πολλά πολλά σπυριά, όπως εκείνα που στα δώδεκα του αυλάκωναν το πρόσωπο, κι όποτε γύριζε να δει κατά τον κόσμο, άνθιζαν σαν ντροπή που αδέξιος υπήρχε. Μπάμιες όπως η γλίτσα της στοργής που για να σου δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο το σάλιο της υποταγής, της ενοχής που είσαι εσύ και δεν τους μοιάζεις, που θες αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να πεινάς δική σου πείνα. Μπάμιες, κουμπωμένος καρπός του θυμού που δεν ωριμάζει μα σαπίζει σε μαλακή γλοιώδη αυτολύπηση.

[https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2018/02/11/theoni-kotini-mpamies/]

σαρδόνια (μόνο στην έκφραση σαρδόνιο γέλιο): εκφράζει μια διάθεση χλευαστική και χαιρέκακη.
γλίτσα: στρώμα λιπαρής βρομιάς.

Το σύντομο αυτό πεζογράφημα μάς μεταφέρει το κλίμα καταπίεσης που δημιουργείται στο στενό πλαίσιο μιας οικογένειας, όταν τα μέλη της βιώνουν σιωπηρά τις δικές τους απογοητεύσεις, χωρίς να επιτρέπουν στον εαυτό τους την επίλυση ή την παραμυθία που θα τους προσέφερε ένας ανοιχτός και ειλικρινής διάλογος. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τίθεται ο εφηβικής ή πρώτης νεανικής ηλικίας γιος της οικογένειας, ο οποίος αισθάνεται εντονότερα απ’ όλους την ανάγκη να απελευθερωθεί απ’ την ψυχοφθόρο αυτή συμβίωση.

«Σήμερα στο μεσημεριανό έχουνε μπάμιες. Δεν του αρέσανε ποτέ. Σκαλίζει το πιάτο ξεφλουδίζοντας με το πιρούνι τη σάρκα, αποκαλύπτει τα σπόρια γυμνά. Μέσα σαρδόνια οδοντοστοιχία, σαν τη γκριμάτσα της συνάθροισης γύρω από το τραπέζι. Σκυθρωποί, μαλωμένοι ή έτοιμοι να μαλώσουν σε λίγο, μάνα πατέρας παιδιά.»

Οι μπάμιες -το μεσημεριανό φαγητό εκείνης της ημέρας- αποτελούν την αφορμή για να προχωρήσει σταδιακά ο παντογνώστης αφηγητής στη διερεύνηση της ποιότητας των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ο νεαρός γιος, που δεν του άρεσαν ποτέ οι μπάμιες, χρησιμοποιεί το πιρούνι του για να ανοίξει την πράσινη σάρκα του καρπού και να φανερώσει τα σπόρια που περιέχονται σ’ αυτόν. Τα παραταγμένα στη σειρά σπόρια μοιάζουν με μια οδοντοστοιχία που χαμογελά σαρδόνια, θυμίζοντας τη γκριμάτσα που σχηματίζουν τα παραταγμένα πρόσωπα των μελών της οικογένειας γύρω απ’ το τραπέζι. Όλοι τους σκυθρωποί γιατί έχουν ήδη μαλώσει ή γιατί είναι έτοιμοι να μαλώσουν σε λίγο. Οι τσακωμοί αποτελούν τη συνήθη έκβαση των συναντήσεών τους, αφού βρίσκονται όλοι σε συναισθηματική ένταση, μη αντέχοντας -έστω κι αν δεν το δηλώνουν ευθέως- να βρίσκονται πια ο ένας πλάι στον άλλο.
Η απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας όπως κι η απροθυμία των μελών της οικογένειας να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν ο καθένας τα όρια ελευθερίας και αυτονομίας του άλλου, δημιουργούν ένα κλίμα νοσηρής αλληλεξάρτησης και καταπίεσης, που τους καταδικάζει όλους σ’ ένα αίσθημα ασφυξίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι συνεχείς εντάσεις είναι αναπόφευκτες.

«Λαδερές με φρέσκια ντομάτα, κόκκινη όπως η αιματοχυσία γύρω απ’ το στρωμένο τραπέζι. Πράγματι, δεσμοί αίματος. Τόσο που σου ’ρχεται να πάρεις το μαχαίρι του ψωμιού και να διαρρήξεις όλα ετούτα τα δεσμά, να το βυθίσεις στην καρδιά αυτού του λάκκου που είναι γεμάτος γεύματα κυριακάτικα και αιτιάσεις και παράπονα και ξεχασμένες τώρα ήδη εκδρομές στη θάλασσα.»

Η μητέρα μαγειρεύει τις μπάμιες λαδερές, χρησιμοποιώντας φρέσκια κόκκινη ντομάτα. Η αναφορά στο κόκκινο χρώμα επιτρέπει στον αφηγητή ένα συνειρμικό πέρασμα στο χρώμα του αίματος και σε μια τολμηρή παρομοίωση. Η συνάθροιση των μελών της οικογένειας παρομοιάζεται με μια αιματοχυσία -κόκκινη όπως η φρέσκια ντομάτα. Μια παρομοίωση που τονίζει εμφατικά τις εντάσεις, τους τσακωμούς και την καταπιεσμένη, αλλά ορατή αίσθηση αντιπάθειας που έχει αναπτύξει ο ένας για τον άλλον.
Η αδυναμία των μελών της οικογένειας να συνυπάρξουν χωρίς να ξεκινήσουν μια νέα έντονη διαφωνία και χωρίς να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου, σε ό,τι μοιάζει με μια αδιάκοπη μάχη, ωθεί τον αφηγητή να σχολιάσει ειρωνικά πως πράγματι ό,τι τους ενώνει είναι δεσμοί αίματος, όπως «αιματηρές» είναι οι συγκρούσεις τους. Δεμένοι αξεδιάλυτα μεταξύ τους, αφού δεν επιτρέπουν μήτε το ελάχιστο περιθώριο αυτονομίας ο ένας στον άλλον, δημιουργούν την αίσθηση πως ο μόνος τρόπος για να μπορέσει κανείς να τους χωρίσει και κατ’ επέκταση να τους επιτρέψει να υπάρξουν ως ανεξάρτητες προσωπικότητες, είναι να πάρει το μαχαίρι του ψωμιού και να αρχίσει να κόβει τα -μεταφορικά- αυτά δεσμά που τους έχουν καθηλώσει στην ψυχοφθόρα αυτή αλληλεξάρτηση.
Χρειάζεται να βυθίσει κανείς το μαχαίρι στην καρδιά αυτού του λάκκου στον οποίο βρίσκονται τελματωμένες οι ζωές αυτών των ανθρώπων, για να τους απελευθερώσει από την οδυνηρή πραγματικότητα της συνύπαρξής τους. Έχει, άλλωστε, καταλήξει η κοινή τους ζωή σε μια δυσάρεστη επανάληψη ενός σταθερού μοτίβου που τους πληγώνει όλους, χωρίς να λαμβάνει κανείς την πρωτοβουλία για την επίλυση όσων προκαλούν τις εντάσεις που τους ταλανίζουν. Κυριακάτικα γεύματα -ξανά και ξανά- στο πλαίσιο των οποίων ο ένας κατηγορεί τον άλλον κι όλοι εμφανίζονται να έχουν παράπονα και να είναι δυσαρεστημένοι με τη ζωή τους. Ενώ, οι μόνες ευχάριστες κοινές τους εμπειρίες -κάποιες εκδρομές στη θάλασσα- είναι πια ξεχασμένες. Ό,τι απομένει κι ό,τι κυριαρχεί στη ζωή τους είναι η πικρία και μια αυξανόμενη αίσθηση θυμού.  

«Η μάνα του τις φτιάχνει με κοτόπουλο. Ανάμεσα στα ξεδοντιάρικα ούλα του λαχανικού η μυρωδιά εκείνη. Σφαγμένου ζώου όπως της μάνας του τα μάτια, όταν για όλα μετανιώνει, σαν του πατέρα του τα μάτια, όταν στριμώχνεται να αρθρώσει κάποια αλήθεια. Όπως τα μάτια τα δικά του, όταν σηκώνει το κεφάλι από το πιάτο να απαντήσει γιατί δεν του αρέσει το φαΐ, τι διάβολος τον πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει κι όλο θυμώνει και κλειδώνεται.»

Τις μπάμιες η μητέρα τις φτιάχνει με κοτόπουλο, κάνοντας για τον νεαρό ήρωα ακόμη πιο ενοχλητικό αυτό το φαγητό, αφού πλάι στην περίεργη όψη του λαχανικού με τα ξεδοντιάρικα ούλα προστίθεται κι η δυσάρεστη μυρωδιά του σφαγμένου ζώου.
Ο αφηγητής συνδέει την αναφορά στο φαγητό, όπως και στις προηγούμενες παραγράφους, με τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων μέσα από απροσδόκητες παρομοιώσεις. Έτσι, σαν τα μάτια σφαγμένου ζώου μοιάζουν τα μάτια της μάνας που μετανιώνει κάθε φορά για όλα -για όσα της ξέφυγαν και είπε, χωρίς να το θέλει, για όσα θυσίασε, χωρίς να το θέλει, για όσα υπομένει, χωρίς να είναι σε θέση να ξεφύγει απ’ το φαύλο κύκλο της ζωής της. Σαν τα μάτια σφαγμένου ζώου μοιάζουν και τα μάτια του πατέρα, όταν καμιά φορά στριμώχνεται απ’ τους άλλους κι αναγκάζεται να πει κάποια αλήθεια για το τι σκέφτεται, για τις επιλογές, αλλά και για τα λάθη του. Αλήθειες που τον πληγώνουν, αφού δεν θέλει να γνωρίζουν τα άλλη μέλη της οικογένειάς του πόσες φορές έκανε τη λάθος επιλογή, πόσες ευκαιρίες έχασε, μα και για πόσα πράγματα έχει μετανιώσει.
Σαν τα μάτια σφαγμένου ζώου είναι και τα μάτια του νεαρού ήρωα, κάθε φορά που σηκώνει το κεφάλι του για να τους αντικρίσει και να τους απαντήσει στα πάγια ερωτήματά τους: «γιατί δεν του αρέσει το φαΐ», «τι διάβολος τον πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει». Ο νεαρός γιος της οικογένειας δεν θέλει -κι ίσως δεν μπορεί- να τους εξηγήσει γιατί νιώθει μέσα του τόσο θυμό και γιατί κλειδώνεται στο δωμάτιό του, αρνούμενος να περάσει περισσότερη ώρα μαζί τους. Εγκλωβισμένος σε μια ρουτίνα χτισμένη στην απουσία πραγματικής επικοινωνίας και πληγωμένος απ’ την επίγνωση πως δεν μπορεί να μιλήσει στους γονείς του με ειλικρίνεια για το τι θέλει να κάνει στη ζωή του, επιλέγει τη σιωπή. Ο νεαρός γνωρίζει πως αν τους πει πόσο τον πνίγει η διαρκής παρουσία τους και πόσο πολύ χρειάζεται την ελευθερία του, εκείνοι θα θυμώσουν και θα αισθανθούν προδομένοι. Ξέρει πως αφού οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν από μόνοι τους πόσο σημαντικό είναι να τον βοηθήσουν να ακολουθήσει τη δική του αυτόνομη πορεία, πόσο μάταιο θα είναι να προσπαθήσει να τους το εξηγήσει.
Μένει, έτσι, εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση ψυχικής αδράνειας που σκοτώνει μέσα του τη δυναμική της ηλικίας του και τη διάθεσή του να φτιάξει τη δική του ζωή.

«Σκαλίζει αμίλητος τις μπάμιες. Μέσα όχι δόντια μα σπυριά, πολλά πολλά σπυριά, όπως εκείνα που στα δώδεκα του αυλάκωναν το πρόσωπο, κι όποτε γύριζε να δει κατά τον κόσμο, άνθιζαν σαν ντροπή που αδέξιος υπήρχε.»

Ο νεαρός νιώθοντας πως είναι ανώφελο να τους μιλήσει για όσα θα έπρεπε οι ίδιοι να γνωρίζουν και να κατανοούν, παραμένει σιωπηλός να σκαλίζει τις μπάμιες, που μέσα τους δεν έχουν δόντια, αλλά πάρα πολλά σπυριά, όπως εκείνα που είχαν γεμίσει το πρόσωπό του όταν ήταν δώδεκα χρονών. Τα σπυριά της ακμής, τα οποία κάθε φορά που έστρεφε το πρόσωπό του να κοιτάξει τον κόσμο γύρω του εκείνα «άνθιζαν» κι έμοιαζαν πιο κόκκινα, φανερώνοντας τη ντροπή και την αμηχανία που ένιωθε. Στην αρχή της εφηβείας του, μη έχοντας ακόμη γνωρίσει τον εαυτό του και μη έχοντας διαμορφώσει την προσωπικότητά του, αντιδρούσε αμήχανα κι αδέξια στις κοινωνικές του συναναστροφές, αφού δεν είχε αποκτήσει μια σταθερή αίσθηση της ταυτότητάς του.

«Μπάμιες όπως η γλίτσα της στοργής που για να σου δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο το σάλιο της υποταγής, της ενοχής που είσαι εσύ και δεν τους μοιάζεις, που θες αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να πεινάς δική σου πείνα. Μπάμιες, κουμπωμένος καρπός του θυμού που δεν ωριμάζει μα σαπίζει σε μαλακή γλοιώδη αυτολύπηση.»

Το αίσθημα της στοργής που με δυσκολία διασφαλίζεται στο πλαίσιο της οικογένειας παρομοιάζεται με τη γλίτσα που έχουν οι μπάμιες, διότι δεν αποτελεί μια ελεύθερη και αυτονόητη έκφραση αγάπης κι ενδιαφέροντος, προσφέρεται μόνο υπό προϋποθέσεις. Αν ο νέος θέλει να δέχεται στοργή από τους δικούς του, οφείλει να υποταχθεί στις απαιτήσεις τους και να ακολουθεί τις υποδείξεις τους. Οφείλει, επίσης, να βιώνει αισθήματα ενοχής για το ποιος είναι και για το γεγονός ότι δεν θέλει να ζήσει όπως εκείνοι. Οφείλει να μένει διαρκώς κοντά τους και να ζει τη ματαίωση των δικών του προσδοκιών για την απόκτηση της ελευθερίας εκείνης που θα του επιτρέψει να καθορίσει τη ζωή του. Η επιθυμία του να βρεθεί μακριά τους, να απογυμνωθεί από τις πλείστες υποχρεώσεις και τα συμπλέγματα που του έχουν φορτώσει η επιθυμία του να απομακρυνθεί από την προστασία τους, έστω κι αν αυτό τον φέρει αντιμέτωπο με μεγάλες δυσκολίες, θα πρέπει να μείνει κρυφή, αν θέλει να λαμβάνει την αγάπη τους.
Η οικογένεια του νέου δεν είναι ούτε έτοιμη ούτε πρόθυμη να του παραχωρήσει την ελευθερία που τόσο έχει ανάγκη. Αν θελήσει να τη διεκδικήσει, ξέρει πως θα αισθανθούν πληγωμένοι και θα πάψουν να του εκφράζουν την αγάπη και τη συμπαράστασή τους. Τον κρατούν δέσμιο κοντά τους με την υπονοούμενη απειλή πως αν προσπαθήσει να διεκδικήσει την ελευθερία του, θα χάσει την αγάπη τους.
Έτσι, ο νέος βιώνει μέσα του τον θυμό αυτής της πραγματικότητας, χωρίς να φανερώνει σε κανέναν τους λόγους που του τον προκαλούν. Ένας θυμός κουμπωμένος, όπως ο καρπός της μπάμιας. Θυμός, όμως, που δεν ωριμάζει για να οδηγήσει τον νεαρό σε δράση και σε ενεργή διεκδίκηση της ελευθερίας του. Ένας θυμός που παραμένει συγκρατημένος μέχρι που σαπίζει και του προκαλεί συναισθήματα αυτολύπησης και απόγνωσης.
Ο νεαρός αν και γνωρίζει πως αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη ελευθερία, δεν βρίσκει μέσα του το κουράγιο να έρθει σε ρήξη με τους δικούς του, καταλήγοντας έτσι να βιώνει την απογοήτευση και τη θλίψη που του προκαλεί ο εγκλεισμός σε μια περιορισμένη ζωή, υπαγορευμένη και καθορισμένη σύμφωνα με τη θέληση εκείνων.

Ερμηνευτικό σχόλιοΚύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου είναι η αναδυόμενη ανάγκη των εφήβων για ανεξαρτητοποίηση, ιδίως όταν στο πλαίσιο της οικογένειας απουσιάζει το κλίμα μιας ανοιχτής στον ειλικρινή διάλογο επικοινωνίας. Στο επίκεντρο του μικροδιηγήματος αυτού τίθεται ο εφηβικής ηλικίας ήρωας (Σκαλίζει αμίλητος τις μπάμιες), ο οποίος βιώνει ενοχικά και καταπιέζει την επιθυμία του για μεγαλύτερα όρια ελευθερίας (της ενοχής… που θες αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να πεινάς δική σου πείνα), εφόσον αισθάνεται πως οι γονείς του δεν είναι σε θέση να τον κατανοήσουν (τι διάβολος τον πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει κι όλο θυμώνει). Ο εγκλωβισμός του νεαρού ήρωα στο ασφυκτικό πλαίσιο της οικογένειάς του αποδίδεται μέσα από συνεχείς παρομοιώσεις με το φαγητό που περισσότερο απεχθάνεται, τις μπάμιες (σαν τη γκριμάτσα της συνάθροισης γύρω από το τραπέζι / όπως η γλίτσα της στοργής που για να σου δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο το σάλιο της υποταγής). Ο ήρωας παραμένει, λοιπόν, παγιδευμένος σ’ ένα νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον αλληλεξάρτησης και στενής συνύπαρξης, όπου επικρατεί η ανειλικρίνεια, η απόκρυψη κι η βαθιά αίσθηση πως για την απουσία πραγματικής ευτυχίας ευθύνονται οι άλλοι, όπως παραστατικά τονίζεται με τη χρήση μεταφορικών εικόνων: «σου ’ρχεται να πάρεις το μαχαίρι… να το βυθίσεις στην καρδιά αυτού του λάκκου που είναι γεμάτος γεύματα κυριακάτικα και αιτιάσεις και παράπονα». Ο νέος βιώνει μέσα του τον θυμό αυτής της πραγματικότητας, χωρίς, ωστόσο, να οδηγείται σε μια ενεργή διεκδίκηση της ελευθερίας του. Εσωτερικεύει τα συναισθήματά του και αφήνεται σε μια μοιρολατρική κατάσταση παραίτησης, όπως τονίζεται με τη χρήση μεταφορικού λόγου: «Μπάμιες, κουμπωμένος καρπός του θυμού που δεν ωριμάζει μα σαπίζει σε μαλακή γλοιώδη αυτολύπηση».
Πρόκειται για ένα θέμα που ταλανίζει διαχρονικά πολλές ελληνικές οικογένειες, καθώς απουσιάζει από αυτές η κουλτούρα του αλληλοσεβασμού και της έγκαιρης συνειδητοποίησης πως ρόλος των γονιών είναι να προφυλάσσουν τα παιδιά από τις δικές τους ματαιώσεις και να τα προετοιμάζουν για την έγκαιρη αποδέσμευσή τους από τον οικογενειακό εναγκαλισμό.

Αριστοτέλης «Μετά τά φυσικά», Α 2, 98b12-28

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sheila Terry

Αριστοτέλης «Μετ τ φυσικά», Α 2, 98b12-28

Δι γρ τ θαυμζειν ο νθρωποι κα νν κα τ πρτον ρξαντο φιλοσοφεν, ξ ρχς μν τ πρχειρα τν τπων θαυμσαντες, ετα κατ μικρν οτω προϊντες κα περ τν μειζνων διαπορσαντες, οον περ τε τν τς σελνης παθημτων κα τν περ τν λιον κα τ στρα κα περ τς το παντς γενσεως. δ’ πορν κα θαυμζων οεται γνοεν (δι κα φιλμυθος φιλσοφς πς στιν· γρ μθος σγκειται κ θαυμασων)· στ’ επερ δι τ φεγειν τν γνοιαν φιλοσφησαν, φανερν τι δι τ εδναι τ πστασθαι δωκον κα ο χρσες τινος νεκεν. Μαρτυρε δ ατ τ συμβεβηκός· σχεδν γρ πάντων παρχόντων τν ναγκαίων κα τν πρς ῥᾳστώνην κα διαγωγν τοιαύτη φρόνησις ρξατο ζητεσθαι. Δλον ον ς δι’ οδεμίαν ατν ζητομεν χρείαν τέραν, λλ’ σπερ νθρωπος, φαμέν, λεύθερος ατο νεκα κα μ λλου ν, οτω κα ατν ς μόνην οσαν λευθέραν τν πιστημν· μόνη γρ ατη ατς νεκέν στιν.

Γιατί, όπως συμβαίνει και τώρα, οι άνθρωποι άρχισαν για πρώτη φορά να φιλοσοφούν από περιέργεια και θαυμασμό. Στην αρχή θεώρησαν άξια θαυμασμού τα παράξενα της καθημερινής ζωής και, προχωρώντας σιγά σιγά με αυτόν τον τρόπο, άρχισαν να προβληματίζονται και για τα πιο σημαντικά, όπως λ.χ. για τα φαινόμενα της σελήνης και του ήλιου, για τα άστρα, για τη γέννηση του σύμπαντος. Αυτός όμως που απορεί και που θαυμάζει, αντιλαμβάνεται ότι αγνοεί (γι’ αυτό και όποιος αγαπά τους μύθους είναι κατά κάποιο τρόπο και φιλόσοφος, αφού οι μύθοι συντίθενται από γεγονότα θαυμάσια). Εφόσον λοιπόν οι άνθρωποι φιλοσόφησαν για να ξεφύγουν από την άγνοιά τους, είναι φανερό ότι επιζήτησαν την επιστήμη για την ίδια τη γνώση και όχι χάριν κάποιας χρησιμότητας. Αυτό φαίνεται και από την πορεία των πραγμάτων. Μόνο όταν όλες σχεδόν οι άμεσες ανάγκες τους ικανοποιήθηκαν, και το ίδιο συνέβη με την άνεση και την απόλαυσή τους, μόνο τότε οι άνθρωποι στράφηκαν σ’ αυτού του είδους την πνευματική αναζήτηση. Είναι λοιπόν φανερό ότι τη γνώση αυτή δεν την επιζητούμε για να καλύψει άλλη ανάγκη, αλλά, όπως λέγεται ότι ελεύθερος είναι εκείνος ο άνθρωπος που υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για κάποιον άλλον, έτσι επιζητούμε και αυτήν ως τη μόνη ελεύθερη επιστήμη. γιατί είναι η μόνη που υπάρχει γι’ αυτήν την ίδια.

(μετάφραση Β. Κάλφας)

θαυμάζω: μένω έκθαμβος, νιώθω έκπληξη για κάτι. Το ρήμα δεν μπορεί να αποδοθεί πλήρως στα νέα ελληνικά, καθώς περιλαμβάνει τόσο την έκπληξη (ευχάριστη ή δυσάρεστη, άρα και την αμηχανία) όσο και την περιέργεια και τον θαυμασμό.
Το θαυμάζειν αποτελεί και για τον Πλάτωνα αρχή της φιλοσοφίας: μλα γρ φιλοσφου τοτο τ πθος͵ τ θαυμζειν. ο γρ λλη ρχ φιλοσοφας ατη [: έντονα ο φιλόσοφος βιώνει την έκπληξη και τον θαυμασμό. και δεν είναι άλλη η αρχή της φιλοσοφίας παρά ακριβώς αυτή] (Θεαίτητος 155d).
φιλοσοφ: Στην αρχική του ετυμολογική σημασία (φιλ + σοφία) το ρήμα σημαίνει «αγαπώ τη σκέψη και τη γνώση». Η φιλοσοφία είναι φιλία, επιθυμία σοφίας. Στην Πολιτεία (475b) του Πλάτωνα λέγεται: κα τν φιλσοφον σοφας φσομεν πιθυμητν εναι.
Ο Αριστοτέλης συνδέει άμεσα τη φιλοσοφική δραστηριότητα με την αναζήτηση της αλήθειας: ρθς δ΄ χει κα τ καλεσθαι τν φιλοσοφαν πιστμην τς ληθεας [: είναι σωστό που καλείται η φιλοσοφία επιστήμη της αλήθειας] (Μετ τ Φυσικά, 993b19-20). Γι’ αυτόν η φιλοσοφία αποσκοπεί στην καθαρή γνώση και όχι στη χρησιμότητα.
Ήδη, λοιπόν, από την αρχαιότητα το ρήμα φιλοσοφ άρχισε να αποκτά την ειδικότερη σημασία που έχει και σήμερα: στοχάζομαι, αναζητώ και ερευνώ σε έκταση και βάθος τη φύση των πραγμάτων και την αλήθεια των όντων, τη γνώση, τις αξίες κ.λπ.
πορ (στερ. α- + πόρος): βρίσκομαι σε αδιέξοδο και αμηχανία, αδυνατώ να καταλάβω και να εξηγήσω κάτι· διατυπώνω απορία, ρωτώ να μάθω κάτι. Ο Αριστοτέλης (Μετ τ Φυσικά, 993a30 κ.ε.) παρομοιάζει τη διάνοια που βιώνει την πορία με διάνοια δεμένη που επιδιώκει λύση (λύσιμο). Με αυτό τον τρόπο η πορία γίνεται αφετηρία φιλοσοφικής αναζήτησης.
φρόνησις: Στο χωρίο αυτό η φρόνησις είναι ισοδύναμη νοηματικά με την σοφίαν ή πιστήμην. Σε άλλα κείμενα του Αριστοτέλη (π.χ. στα θικ Νικομάχεια) θα πάρει τη σημασία μιας συγκεκριμένης διανοητικής αρετής, αυτής που επιτρέπει στον άνθρωπο να κάνει σωστές ηθικές επιλογές σε πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής.
πιστήμη: ακριβής γνώση. Αντίστοιχα, το ρήμα πίσταμαι σημαίνει «γνωρίζω καλά», «γνωρίζω με βεβαιότητα». Κατά τον Αριστοτέλη η πιστήμη συνδέεται άμεσα με τη λογική λειτουργία του ανθρώπου: πιστμη δ΄ πασα μετ λγου στ (ναλυτικ στερα, 100b10). Η πιστμη υπερβαίνει την απλή εμπειρική μάθηση αλλά και τη γνώση μιας τέχνης. Αποτελεί σύνολο τεκμηριωμένων γνώσεων σε συγκεκριμένο και διακριτό τομέα του επιστητού.

Ενδεικτικές Δραστηριότητες
Α. Τι λέει το κείμενο;

1. Ποια είναι τα επιχειρήματα στο απόσπασμα; Να προσεχθεί ο ρόλος του συνδέσμου γάρ.

Το κείμενο ξεκινά με μια αιτιολόγηση (γαρ) που υποδηλώνει συνέχιση -τεκμηρίωση- μιας προηγούμενης σκέψης. Στο πρώτο επιχείρημα του κειμένου το ξεκίνημα της φιλοσοφίας αποδίδεται στην περιέργεια και το θαυμασμό των ατόμων. Το επιχείρημα αυτό συμπληρώνεται με τη διευκρίνιση πως αρχικά όσα κίνησαν την περιέργεια των ανθρώπων ήταν τα παράξενα της καθημερινής ζωής κι ακολούθως ο προβληματισμός τους προχώρησε και στα πιο ουσιώδη, όπως είναι τα φαινόμενα της σελήνης και του ήλιου, αλλά κι η δημιουργία του σύμπαντος.
Το επόμενο επιχείρημα επισημαίνει πως χαρακτηριστικό του ατόμου που απορεί και θαυμάζει -κατ’ επέκταση του ατόμου που φιλοσοφεί- είναι η επίγνωση της άγνοιάς του. Το επιχείρημα αυτό συμπληρώνεται με τη διαπίστωση πως κατά παρόμοιο τρόπο ακόμη και τα άτομα που αγαπούν τους μύθους ασχολούνται υπό μία έννοια με τη φιλοσοφία, εφόσον στη βάση κάθε μύθου υπάρχει κάτι το αξιοπρόσεκτο και άξιο απορίας.
Το καταληκτικό επιχείρημα αναδεικνύει την ιδιαίτερη -ελεύθερη- φύση της φιλοσοφίας, τονίζοντας πως αφού οι άνθρωποι οδηγήθηκαν σε αυτή μόνο για να ξεφύγουν από την άγνοιά τους, τότε η επιδίωξη της γνώσης γίνεται για χάρη και μόνο της μάθησης κι όχι με κριτήριο τη χρησιμότητα. Οι άνθρωποι φιλοσοφούν μόνο γιατί επιθυμούν τη γνώση κι όχι για πρακτικούς ή άλλως αξιοποιήσιμους λόγους.

2. Να παρουσιάσετε με δικά σας λόγια την πορεία του ανθρώπου από τον θαυμασμό στη φιλοσοφία. Να επισημάνετε τις ενδιάμεσες φάσεις;

Οι άνθρωποι στράφηκαν στις πνευματικές αναζητήσεις που τους οδήγησαν στη φιλοσοφία μόνο αφού πρώτα κάλυψαν τις άμεσες ανάγκες τους και διασφάλισαν έναν σχετικά άνετο βίο, με απολαύσεις. Τότε κινούμενοι από περιέργεια και θαυμασμό άρχισαν να φιλοσοφούν λαμβάνοντας ως πρώτο ερέθισμα τα παράξενα της καθημερινής ζωής. Η αρχική αυτή φιλοσοφική ενασχόληση τους οδήγησε σταδιακά και στη διερεύνηση των πιο σημαντικών, όπως είναι τα φαινόμενα του ήλιου και της σελήνης, κι η δημιουργία του σύμπαντος. Ωστόσο, πολύ κοντά στη φιλοσοφία βρίσκεται κι η ενασχόληση με τους μύθους, εφόσον οι μύθοι καλούνται να δώσουν απαντήσεις σε γεγονότα ή φαινόμενα που προκαλούν απορία και θαυμασμό στους ανθρώπους.

3. Σε τι συνίσταται η διαφορά της φιλοσοφίας από επιμέρους τομείς της επιστημονικής γνώσης;

Η φιλοσοφία, σε αντίθεση με άλλες επιστήμες, δεν συνδέει το ξεκίνημα ή τη συνέχισή της με την κάλυψη κάποιας πρακτικής ανάγκης. Οι άνθρωποι στρέφονται σε αυτή για χάρη της γνώσης και μόνο, χωρίς να αναμένουν κάποιο άλλο όφελος. Υπ’ αυτή την έννοια η φιλοσοφία είναι μια ελεύθερη επιστήμη, αφού υπάρχει για χάρη της ίδιας της φιλοσοφικής διερεύνησης και δεν αποσκοπεί στην επίτευξη κάποιου μετρήσιμου αποτελέσματος.

Β. Ας εμβαθύνουμε στο νόημα του κειμένου
1. Ο Αριστοτέλης θεωρεί τη φιλοσοφία ς μόνην οσαν λευθέραν τν πιστημν. Ποια έννοια δίνει στο επίθετο λευθέρα; Με ποια αναλογία υποστηρίζει την άποψή του;

Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζοντας τη φιλοσοφία λευθέρα επιχειρεί να τονίσει πως αυτή δεν ελέγχεται από την αξίωση να προσφέρει μετρήσιμα αποτελέσματα στον τομέα του πρακτικού βίου. Οι άνθρωποι, άλλωστε, δεν φιλοσοφούν γιατί αναμένουν να επιλύσουν κάποιο ζήτημα της καθημερινότητάς τους ή να καλύψουν κάποια πρακτική τους ανάγκη. Η φιλοσοφία θέλγει τους ανθρώπους χωρίς το δέλεαρ ενός χρηστικού αποτελέσματος κι αυτό την καθιστά τη μόνη ελεύθερη επιστήμη. Υπάρχει μόνο για τον ίδιο της τον εαυτό, για την εμπειρία του φιλοσοφικού στοχασμού και για τη διεύρυνση της ανθρώπινης γνώσης, κι αυτό πιστοποιεί την ελευθερία της. Η φιλοσοφία, επομένως, είναι ελεύθερη όπως ελεύθερος είναι ένας άνθρωπος που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του κι όχι για κάποιον άλλον. Όπως, λοιπόν, ο ελεύθερος άνθρωπος καθορίζει ο ίδιος τον εαυτό του, τις επιδιώξεις του, τις αναζητήσεις και την ταυτότητά του, έτσι κι η φιλοσοφία είναι μια επιστήμη που προσδιορίζει η ίδια τον εαυτό της, θέτοντας ως μόνο στόχο της τη σοφία και τη γνώση.

2. Γιατί ο φιλόμυθος είναι και κατά κάποιο τρόπο και φιλόσοφος για τον Αριστοτέλη; Διερευνήστε τη σχέση μύθου και φιλοσοφικού στοχασμού στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι όποιος αγαπά τους μύθους (φιλόμυθος) είναι κατά κάποιο τρόπο και φιλόσοφος, εφόσον κι οι μύθοι, ως ένα βαθμό, καλούνταν να δώσουν απαντήσεις στις απορίες των ανθρώπων για διάφορα άξια θαυμασμού στοιχεία που παρατηρούσαν στη φύση ή στη ζωή τους. Εμπεριέχεται υπ’ αυτή την έννοια στους μύθους η προσπάθεια να καλυφθούν κρίσιμα ερωτήματα των ανθρώπων και να διερευνηθούν τα αίτια ορισμένων φαινομένων. Ο μύθος, άλλωστε, υπήρξε κομμάτι του φιλοσοφικού στοχασμού, ιδίως σε ό,τι αφορά τις συνήθεις πρακτικές του Πλάτωνα. Ο μύθος δεν εμποδίζει, αντίθετα διευκολύνει τη φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας. Κι αυτό γιατί ο μύθος έρχεται με τη φαντασία, την αφήγηση και τη συμβολική γλώσσα να συμπληρώσει και να διευρύνει τους ορίζοντες της λογικής σκέψης και της φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας. Κατά παρόμοιο τρόπο μάλιστα αξιοποιούνταν οι μύθοι από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, αλλά και τους σοφιστές αργότερα, εφόσον τους προσέφεραν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν την αλήθεια για φαινόμενα ή γεγονότα που βρίσκονταν πολύ πέρα από τα όρια της τότε ανθρώπινης γνώσης και επιστήμης.

Γ. Για τη γλώσσα του κειμένου
1. Αφού εντοπίσετε τα έναρθρα απαρέμφατα, να μελετήσετε στο κείμενο την ονοματική και ρηματική λειτουργία του καθενός.

Δι τ θαυμζειν: Εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας. Ως υποκείμενο του έναρθρου απαρεμφάτου τίθεται το ο νθρωποι (ταυτοπροσωπία).
δι τ φεγειν τν γνοιαν: Εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας. Υποκείμενο (εννοείται) ο νθρωποι. Αντικείμενο απαρεμφάτου: τν γνοιαν.
δι τ εδναι: Εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας. Ως υποκείμενο του έναρθρου απαρεμφάτου τίθεται το ο νθρωποι (ταυτοπροσωπία).
τ πστασθαι δωκον: Έναρθρο απαρέμφατο ως πτώση αιτιατική ως αντικείμενο του ρήματος.

Η επιλογή των έναρθρων απαρεμφάτων στη θέση αφηρημένων ουσιαστικών φανερώνει την πρόθεση του Αριστοτέλη να τονίσει την ενεργητική διάθεση του φιλοσοφικού στοχασμού. Η φιλοσοφία δεν είναι μια στατική κατάσταση κι αυτό διαφαίνεται πληρέστερα με την αξιοποίηση έναρθρων απαρεμφάτων, εφόσον αυτά πέρα από τη δήλωση της αφηρημένης έννοιας, έχουν και ρηματική φύση, οπότε εκφράζουν ενέργεια.

2. Να αναζητήσετε στο κείμενο όλους τους τρόπους αιτιολόγησης. Τι αιτιολογούν κάθε φορά οι συγκεκριμένες εκφράσεις/συντακτικές δομές;

Δι γρ τ θαυμζειν: Εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας. Με τον εμπρόθετο αυτό αιτιολογείται η στροφή των ανθρώπων στη φιλοσοφία ως αποτέλεσμα της απορίας και του θαυμασμού τους για τα παράδοξα του καθημερινού τους βίου.
δι κα φιλμυθος φιλσοφς πς στιν· Με τον αιτιολογικό σύνδεσμο διό (δι’ = δι’ ν λόγον) ο Αριστοτέλης αιτιολογεί τη διασύνδεση μεταξύ φιλοσοφίας και αγάπης για τους μύθους στην κοινή και στις δύο δραστηριότητες απορία και ανάγκη για κάποια εύλογη εξήγηση.

γρ μθος σγκειται κ θαυμασων: Σε άμεση συσχέτιση με την προηγούμενη πρόταση η αιτιολόγηση εξειδικεύεται με τη διευκρίνιση του φιλοσόφου πως και ο μύθος διαμορφώνεται με γεγονότα που προκαλούν το θαυμασμό.
δι τ φεγειν τν γνοιαν φιλοσφησαν: Με τον εμπρόθετο της αιτίας τονίζεται πως βασικό κίνητρο για την έναρξη του φιλοσοφικού στοχασμού υπήρξε η επιθυμία των ανθρώπων να ξεφύγουν από την άγνοια.  
φανερν τι δι τ εδναι τ πστασθαι δωκον: Κατά παρόμοιο τρόπο, ο εμπρόθετος της αιτίας επισημαίνει πως οι άνθρωποι επιδίωξαν την επιστήμη για χάρη της ίδιας της γνώσης.  
ο χρσες τινος νεκεν: Με τον εμπρόθετο τελικού αιτίου τονίζεται πως η φιλοσοφία δεν καλείται να καλύψει κάποια πρακτική ανάγκη.
μόνη γρ ατη ατς νεκέν στιν: Με τον αιτιολογικό σύνδεσμο γάρ και με τον εμπρόθετο του τελικού αιτίου, επισημαίνεται εμφατικά η ελεύθερη φύση της φιλοσοφίας, αφού είναι η μόνη επιστήμη που υπάρχει γι’ αυτή την ίδια, χωρίς την αξίωση να αποδείξει τη χρησιμότητά της σε πρακτικό επίπεδο.

3. Με ποιους όρους και με ποια μορφή ορίζονται οι χρονικές φάσεις στο κείμενο;

κα νν κα τ πρτον ρξαντο φιλοσοφεν, ξ ρχς μν τ πρχειρα τν τπων θαυμσαντες, ετα κατ μικρν οτω προϊντες κα περ τν μειζνων διαπορσαντες
Με το χρονικό επίρρημα «νν» δηλώνεται πως ακόμη και τώρα, και σήμερα, οποιαδήποτε στιγμή η έναρξη του φιλοσοφικού στοχασμού αντλεί το πρώτο του ερέθισμα απ’ όσα προκαλούν απορία και θαυμασμό στους ανθρώπους.
Με το τακτικό αριθμητικό «τ πρτον» (σε επιρρηματική χρήση) δηλώνεται πως η πρώτη αρχή της φιλοσοφίας προέκυψε εξαιτίας της απορίας των ανθρώπων για τα παράδοξα του καθημερινού βίου. Πρόκειται για την απορία εκείνη που μπορεί να πυροδοτήσει τη φιλοσοφική διαδικασία ανά πάσα στιγμή, σε όποια χρονική περίοδο τώρα ή στο μέλλον.
Το ρήμα ρξαντο  και ο εμπρόθετος προσδιορισμός χρόνου ξ ρχς επισημαίνουν πως αρχή του φιλοσοφικού στοχασμού αποτέλεσε ο θαυμασμός για τα παράδοξα της καθημερινότητας, για όσα δηλαδή αποτελούσαν μέρος του καθημερινού βίου κι ήταν ως εκ τούτου πιο εύκολο να προξενήσουν το ενδιαφέρον του ατόμου, αλλά και πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν.
Με το επίρρημα «ετα» δηλώνεται το σταδιακό πέρασμα σε πιο δύσκολες φιλοσοφικές αναζητήσεις, εφόσον οι άνθρωποι πέρασαν από τα παράξενα της καθημερινότητας σε πολύ πιο σημαντικά κι ως εκ τούτου πολύ πιο δύσκολο να ερμηνευτούν ζητήματα, όπως τα φαινόμενα που αφορούσαν τον ήλιο και τη σελήνη, αλλά και την ίδια τη γέννηση του σύμπαντος.
Ακολούθως, ο φιλόσοφος επανέρχεται στην αρχή της φιλοσοφικής αναζήτησης ( τοιαύτη φρόνησις ρξατο ζητεσθαι) προκειμένου να διευκρινίσει πως αυτή ξεκίνησε μόνο όταν οι άνθρωποι κάλυψαν τις άμεσες ανάγκες τους και κατόρθωσαν να διασφαλίσουν μια σχετική άνεση στον καθημερινό τους βίο, εφόσον η φιλοσοφία δεν επιδιώκεται για την κάλυψη πρακτικών αναγκών και δεν συνιστά ως εκ τούτου άμεση προτεραιότητα των ανθρώπων.

Παράλληλα Κείμενα

1. ΠΛΑΤΩΝ Συμπόσιον 203e-204b

Το αρχαιοελληνικό συμπόσιο, εκτός από το δείπνο, περιλάμβανε συζήτηση, διασκέδαση, ύμνους προς τους θεούς κ.λπ. Στο ομότιτλο έργο του Πλάτωνα βασικό θέμα συζήτησης, για το οποίο μιλούν διαδοχικά ορισμένοι από τους συνδαιτυμόνες, είναι ο έρωτας. Το ακόλουθο απόσπασμα ανήκει σε συζήτηση που είχε ο Σωκράτης με τη σοφή ιέρεια Διοτίμα, η οποία μιλά για τον έρωτα ως γιο του Πόρου και της Πενίας, ως μια ενδιάμεση κατάσταση όπου η αίσθηση της έλλειψης γεννά την επιδίωξη της ολοκλήρωσης –συμβαίνει και με τη φιλοσοφία. Τον λόγο της μεταφέρει ο Σωκράτης στους συνδαιτυμόνες του Συμποσίου (αφηγημένος πλάγιος λόγος).

«Ούτε άπορος ποτέ τελείως είν’ ο Έρως, ούτε πλούσιος εις μέσα. Και πάλι ευρίσκεται εις το μέσον μεταξύ σοφίας και μωρίας. Τα πράγματα δηλαδή έχουν ως εξής: Θεός κανένας δεν φιλοσοφεί, ούτε ποθεί σοφός να γίνει, αφού είναι, ομοίως και οιοσδήποτ’ άλλος είναι σοφός, δεν φιλοσοφεί. Αφ’ ετέρου ούτε οι μωροί φιλοσοφούν, ούτε ποθούν σοφοί να γίνουν. Διότι αυτό ακριβώς είναι το κακόν της μωρίας, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος και καλός και φρόνιμος, είναι ικανοποιημένος από τον εαυτόν του· εκείνος επομένως, που δεν φαντάζεται ότι του λείπει τίποτε, δεν έχει τον πόθον εκείνου, το οποίον δεν φαντάζεται πως του χρειάζεται».
«Και ποίοι είναι τότε οι φιλοσοφούντες, Διοτίμα» ηρώτησα εγώ «αφού δεν είναι μήτε οι σοφοί μήτε οι μωροί;».
«Μα αυτό επιτέλους» είπε, «είναι και εις ένα παιδί φανερόν: ακριβώς όσοι ευρίσκονται εις το μέσον αυτών των δύο. Μεταξύ αυτών θα πρέπει να είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία ανήκει φυσικά εις τα ωραιότερα πράγματα ο Έρως είναι έρως προς το ωραίον. κατ’ ανάγκην άρα ο Έρως είναι φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος που είναι, ευρίσκεται μεταξύ της σοφίας και της μωρίας. Οφείλεται δε και τούτο εις την καταγωγήν του. επειδή είναι από πατέρα μεν σοφόν και πολυμήχανον, από μητέρα δε αμήχανον και όχι σοφήν».
(μετάφραση Ι. Συκουτρής)

Ενδεικτικές Δραστηριότητες
1. Το απόσπασμα είναι τυπικό για δύο γνωστά χαρακτηριστικά της πλατωνικής φιλοσοφικής γραφής: τον διάλογο και τις μυθολογικές αναφορές. Θεωρείτε ότι αυτά τα δύο χαρακτηριστικά προάγουν για έναν φιλόσοφο την αναζήτηση της αλήθειας, όπως την εννοεί ο Αριστοτέλης στο Κείμενο Αναφοράς;

Ζητούμενο του φιλοσοφικού στοχασμού είναι η γνώση, ώστε το άτομο να είναι σε θέση να κατανοεί και να εξηγεί όσα του προκαλούν θαυμασμό είτε αυτά αφορούν μερικότερα ζητήματα του καθημερινού βίου είτε πιο δύσκολα στην προσέγγιση ζητήματα, όπως αυτά που σχετίζονται με τη δημιουργία του σύμπαντος. Ο Αριστοτέλης θέτει, επομένως, ως στόχο την κατάκτηση της γνώσης, χωρίς να θέτει περιορισμούς στο πώς θα επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Άρα, η αναζήτηση της αλήθειας μπορεί να γίνει τόσο με τον διάλογο, αφού αυτός λειτουργεί ως δραστική εξωτερίκευση μιας εσωτερικής συζήτησης, όσο και με τον μύθο, αφού μέσω της φαντασίας που αξιοποιεί αυτός διευρύνονται τα όρια της λογικής σκέψης.

2. Ποιο είναι, σύμφωνα με το κείμενο, το βασικό χαρακτηριστικό όσων φιλοσοφούν;

Το κείμενο, καταγράφοντας την άποψη της Διοτίμας, προσδιορίζει ως βασικό χαρακτηριστικό όσων φιλοσοφούν το γεγονός πως βρίσκονται σε μια μέση κατάσταση ανάμεσα στη σοφία και την ανοησία. Μπαίνουν, άρα, στη διαδικασία να φιλοσοφήσουν, αφενός διότι δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να γίνουν σοφοί κι έχουν έτσι πολλά που θέλουν να μάθουν, κι αφετέρου διότι δεν είναι ανόητοι, ώστε να μην έχουν επίγνωση της άγνοιάς τους.

3. Ποιοι, κατά τα λόγια της Διοτίμας, δεν φιλοσοφούν και για ποιον λόγο;

Σύμφωνα με τη Διοτίμα δεν φιλοσοφούν εκείνοι που είναι ήδη σοφοί -θεοί ή άνθρωποι-, εφόσον έχουν επιτύχει την κατάκτηση της γνώσης, κι οι ανόητοι, οι οποίοι δεν έχουν μάλιστα καμία επιθυμία να γίνουν σοφοί. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, των ανόητων ανθρώπων είναι ότι δεν επιδιώκουν τη βελτίωση του εαυτού τους, επειδή αισθάνονται ικανοποιημένοι με αυτό που είναι. Προκειμένου, βέβαια, να αναζητήσει και να θελήσει κάποιος κάτι, οφείλει να έχει επίγνωση πως το στερείται. Οι ανόητοι, όμως, ακριβώς επειδή αισθάνονται επαρκείς και ολοκληρωμένοι, δεν επιδιώκουν την κατάκτηση της σοφίας, διότι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν πόσο τη χρειάζονται. Έτσι, εκείνοι που χρειάζονται περισσότερο τη σοφία δεν την επιδιώκουν, μιας και δεν αντιλαμβάνονται μήτε ότι δεν την κατέχουν, μήτε πόσο θα τους ωφελούσε αν την κατακτούσαν.   

2. ΡΕΝΕ ΝΤΕΚΑΡΤ Αρχές Φιλοσοφίας

Ο γάλλος φιλόσοφος René Descartes (1596-1650), γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Καρτέσιος, είναι ένας από τους θεμελιωτές της νεότερης φιλοσοφίας. Σε αυτό το διδακτικό εγχειρίδιο (1644) συνοψίζει τη δική του φιλοσοφία. Ωστόσο, στο παρακάτω απόσπασμα (από την προλογική επιστολή), περιγράφει την έννοια της φιλοσοφίας, αναφέροντας πρώτα απόψεις που παραπέμπουν στην αρχαιότητα και ήταν γνωστές στους τότε σπουδαστές.

Θα ήθελα πρώτα πρώτα να εξηγήσω τι είναι φιλοσοφία, αρχίζοντας από τα πλέον κοινότοπα: ότι η λέξη φιλοσοφία σημαίνει τη μελέτη της σοφίας κι ότι ως σοφία δεν εννοούμε μόνο τη σύνεση σε πρακτικές υποθέσεις, αλλά μια τέλεια γνώση όλων όσα μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος, τόσο για την καθοδήγηση της ζωής του όσο και για τη διατήρηση της υγείας του και για την επινόηση όλων των τεχνών. Προκειμένου αυτή η γνώση να είναι τέτοιου είδους, είναι αναγκαίο να συνάγεται από τα πρώτα αίτια. για να μελετήσουμε πώς την αποκτάμε, ό,τι δηλαδή για την ακρίβεια ονομάζουμε φιλοσοφείν, πρέπει ν’ αρχίζουμε από την αναζήτηση των πρώτων αιτίων, δηλαδή των αρχών.

(μετάφραση Β. Γρηγοροπούλου)

Ενδεικτικές Δραστηριότητες
1. Σε ποια σημεία συμφωνεί ο Ντεκάρτ με τον Αριστοτέλη (Κείμενο Αναφοράς) σχετικά με το περιεχόμενο του όρου «φιλοσοφία» και τους λόγους για τους οποίους ο άνθρωπος φιλοσοφεί;

Ο Ντεκάρτ, αν και διευρύνει σημαντικά το περιεχόμενο του όρου «φιλοσοφία», επισημαίνει εντούτοις πως η μελέτη αυτή της σοφίας δεν σχετίζεται -μόνο- με τις πρακτικές υποθέσεις του ανθρώπινου βίου. Ως προς αυτό συμφωνεί με τον Αριστοτέλη, ο οποίος τονίζει πως η αναζήτηση της γνώσης δεν γίνεται χάριν κάποιας χρησιμότητας. Παράλληλα, η σύνδεση της φιλοσοφίας με την αναζήτηση των πρώτων αιτιών βρίσκει το ανάλογό της στη σκέψη του Αριστοτέλη πως σταδιακά μέσω της φιλοσοφίας οι άνθρωποι οδηγήθηκαν στα σημαντικά ερωτήματα, όπως είναι για παράδειγμα το πώς προέκυψε η γέννηση του σύμπαντος.

2. Ο Ντεκάρτ συνδέει εμφατικά τη φιλοσοφία με την αναζήτηση των πρώτων αιτίων. Εντοπίζετε κάποια σχετική νύξη στο αριστοτελικό κείμενο;

Ο Ντεκάρτ τονίζει πως προκειμένου η γνώση που θα προκύψει να έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει καθοδηγητή σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου βίου, οφείλει να ξεκινά από τα πρώτα αίτια, ώστε να έχει ασφαλές υπόβαθρο. Αναφορά στα πρώτα αίτια εντοπίζουμε και στο κείμενο του Αριστοτέλη, έστω κι αν έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Ο Αριστοτέλης δεν προσδιορίζει τα πρώτα αίτια ως αρχή του φιλοσοφικού στοχασμού, τα τοποθετεί ως επιδίωξη που προέκυψε σταδιακά, όταν οι άνθρωποι πέρασαν από τα παράξενα της καθημερινότητας στα πιο σημαντικά ζητήματα. Έτσι, η ενασχόληση της φιλοσοφικής σκέψης με τη γέννηση του σύμπαντος δεν αποτέλεσε το πρώτο φιλοσοφικό ερώτημα, προέκυψε όμως στην πορεία, καθώς ωρίμαζε η διάθεση της φιλοσοφικής αναζήτησης κι είχε δοκιμαστεί ήδη σε θέματα μικρότερης σημασίας, αλλά και μικρότερης δυσκολίας.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...