Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θραύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θραύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θραύω»
 
θραύω = σπάω, συντρίβω  
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θραύω, θραύεις, θραύει, θραύομεν, θραύετε, θραύουσι(ν)
Υποτακτική
θραύω, θραύς, θραύ, θραύωμεν, θραύητε, θραύωσι(ν)
Ευκτική
θραύοιμι, θραύοις, θραύοι, θραύοιμεν, θραύοιτε, θραύοιεν
Προστακτική
---, θραε, θραυέτω, ---, θραύετε, θραυόντων (ή θραυέτωσαν)
Απαρέμφατο
θραύειν
Μετοχή
θραύων, θραύουσα, θραον
 
Αόριστος
Οριστική
θραυσα, θραυσας, θραυσε(ν), θραύσαμεν, θραύσατε, θραυσαν
Υποτακτική
θραύσω, θραύσς, θραύσ, θραύσωμεν, θραύσητε, θραύσωσι(ν)
Ευκτική
θραύσαιμι, θραύσαις ή θραύσειας, θραύσαι ή θραύσειε(ν), θραύσαιμεν, θραύσαιτε, θραύσαιεν ή θραύσειαν
Προστακτική
---, θρασον, θραυσάτω, ---, θραύσατε, θραυσάντων (ή θραυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
θρασαι
Μετοχή
θραύσας, θραύσασα, θρασαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θραύομαι, θραύ ή θραύει, θραύεται, θραυόμεθα, θραύεσθε, θραύονται
Υποτακτική
θραύωμαι, θραύ, θραύηται, θραυώμεθα, θραύησθε, θραύωνται
Ευκτική
θραυοίμην, θραύοιο, θραύοιτο, θραυοίμεθα, θραύοισθε, θραύοιντο
Προστακτική
---, θραύου, θραυέσθω, ---, θραύεσθε, θραυέσθων ή θραυέσθωσαν
Απαρέμφατο
θραύεσθαι
Μετοχή
θραυόμενος
θραυομένη
θραυόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
θραύσθην, θραύσθης, θραύσθη, θραύσθημεν, θραύσθητε, θραύσθησαν
Υποτακτική
θραυσθ, θραυσθς, θραυσθ, θραυσθμεν, θραυσθτε, θραυσθσι(ν)
Ευκτική
θραυσθείην, θραυσθείης, θραυσθείη, θραυσθείημεν ή θραυσθεμεν, θραυσθείητε ή θραυσθετε, θραυσθείησαν ή θραυσθεεν
Προστακτική
---, θραύσθητι, θραυσθήτω, ---, θραύσθητε, θραυσθέντων ή θραυσθήτωσαν
Απαρέμφατο
θραυσθναι
Μετοχή
θραυσθείς
θραυσθεσα
θραυσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέθραυσμαι, τέθραυσαι, τέθραυσται, τεθραύσμεθα, τέθραυσθε, τεθραυσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ς
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα μεν
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα τε
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα σι
 
Ευκτική
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εην
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εης
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εη
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εημεν (εμεν)
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εητε (ετε)
τεθραυσμένοι- τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τέθραυσο, τεθραύσθω, --- τέθραυσθε, τεθραύσθων ή τεθραύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τεθρασθαι
Μετοχή
τεθραυσμένος,
τεθραυσμένη,
τεθραυσμένον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...