Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θραύω»
θραύω
= σπάω, συντρίβω
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θραύω, θραύεις,
θραύει, θραύομεν, θραύετε, θραύουσι(ν)
Υποτακτική
θραύω,
θραύῃς, θραύῃ, θραύωμεν, θραύητε, θραύωσι(ν)
Ευκτική
θραύοιμι,
θραύοις, θραύοι, θραύοιμεν, θραύοιτε, θραύοιεν
Προστακτική
---,
θραῦε, θραυέτω,
---, θραύετε, θραυόντων (ή θραυέτωσαν)
Απαρέμφατο
θραύειν
Μετοχή
θραύων,
θραύουσα, θραῦον
Αόριστος
Οριστική
ἔθραυσα, ἔθραυσας, ἔθραυσε(ν), ἐθραύσαμεν, ἐθραύσατε, ἔθραυσαν
Υποτακτική
θραύσω,
θραύσῃς, θραύσῃ, θραύσωμεν, θραύσητε, θραύσωσι(ν)
Ευκτική
θραύσαιμι,
θραύσαις ή θραύσειας, θραύσαι ή θραύσειε(ν), θραύσαιμεν, θραύσαιτε, θραύσαιεν ή
θραύσειαν
Προστακτική
---,
θραῦσον,
θραυσάτω, ---, θραύσατε, θραυσάντων (ή θραυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
θραῦσαι
Μετοχή
θραύσας,
θραύσασα, θραῦσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θραύομαι, θραύῃ ή θραύει, θραύεται, θραυόμεθα,
θραύεσθε, θραύονται
Υποτακτική
θραύωμαι,
θραύῃ, θραύηται,
θραυώμεθα, θραύησθε, θραύωνται
Ευκτική
θραυοίμην,
θραύοιο, θραύοιτο, θραυοίμεθα, θραύοισθε, θραύοιντο
Προστακτική
---,
θραύου, θραυέσθω, ---, θραύεσθε, θραυέσθων ή θραυέσθωσαν
Απαρέμφατο
θραύεσθαι
Μετοχή
θραυόμενος
θραυομένη
θραυόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐθραύσθην, ἐθραύσθης, ἐθραύσθη, ἐθραύσθημεν, ἐθραύσθητε, ἐθραύσθησαν
Υποτακτική
θραυσθῶ, θραυσθῇς, θραυσθῇ, θραυσθῶμεν, θραυσθῆτε, θραυσθῶσι(ν)
Ευκτική
θραυσθείην,
θραυσθείης, θραυσθείη, θραυσθείημεν ή θραυσθεῖμεν, θραυσθείητε ή θραυσθεῖτε, θραυσθείησαν ή θραυσθεῖεν
Προστακτική
---,
θραύσθητι, θραυσθήτω, ---, θραύσθητε, θραυσθέντων ή θραυσθήτωσαν
Απαρέμφατο
θραυσθῆναι
Μετοχή
θραυσθείς
θραυσθεῖσα
θραυσθέν
Παρακείμενος
Οριστική
τέθραυσμαι, τέθραυσαι,
τέθραυσται, τεθραύσμεθα, τέθραυσθε, τεθραυσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
τεθραυσμένος- τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ὦ
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ᾖς
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον ᾖ
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα ὦμεν
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα ἦτε
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα ὦσι
Ευκτική
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εἴην
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εἴης
τεθραυσμένος-
τεθραυσμένη- τεθραυσμένον εἴη
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εἴημεν
(εἶμεν)
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εἴητε
(εἶτε)
τεθραυσμένοι-
τεθραυσμέναι- τεθραυσμένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---,
τέθραυσο, τεθραύσθω, --- τέθραυσθε, τεθραύσθων ή τεθραύσθωσαν
Απαρέμφατο
τεθραῦσθαι
Μετοχή
τεθραυσμένος,
τεθραυσμένη,
τεθραυσμένον
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἁρπάζω»
Το α
του ρήματος είναι βραχύχρονο
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἁρπάζω, ἁρπάζεις, ἁρπάζει, ἁρπάζομεν, ἁρπάζετε, ἁρπάζουσι(ν)
Υποτακτική
ἁρπάζω, ἁρπάζῃς, ἁρπάζῃ, ἁρπάζωμεν, ἁρπάζητε, ἁρπάζωσι(ν)
Ευκτική
ἁρπάζοιμι, ἁρπάζοις, ἁρπάζοι, ἁρπάζοιμεν, ἁρπάζοιτε, ἁρπάζοιεν
Προστακτική
---,
ἅρπαζε,
ἁρπαζέτω,
---, ἁρπάζετε,
ἁρπαζόντων
(ή ἁρπαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἁρπάζειν
Μετοχή
ἁρπάζων, ἁρπάζουσα, ἁρπάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἥρπαζον, ἥρπαζες, ἥρπαζε, ἡρπάζομεν, ἡρπάζετε, ἥρπαζον
Μέλλοντας
Οριστική
ἁρπάσομαι, ἁρπάσῃ ή ἁρπάσει, ἁρπάσεται, ἁρπασόμεθα, ἁρπάσεσθε, ἁρπάσονται
Ευκτική
ἁρπασοίμην, ἁρπάσοιο, ἁρπάσοιτο, ἁρπασοίμεθα, ἁρπάσοισθε, ἁρπάσοιντο
Απαρέμφατο
ἁρπάσεσθαι
Μετοχή
ἁρπασόμενος
ἁρπασομένη
ἁρπασόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἥρπασα, ἥρπασας, ἥρπασε(ν), ἡρπάσαμεν, ἡρπάσατε, ἥρπασαν
Υποτακτική
ἁρπάσω, ἁρπάσῃς, ἁρπάσῃ, ἁρπάσωμεν, ἁρπάσητε, ἁρπάσωσι(ν)
Ευκτική
ἁρπάσαιμι, ἁρπάσαις ή ἁρπάσειας, ἁρπάσαι ή ἁρπάσειε(ν), ἁρπάσαιμεν, ἁρπάσαιτε, ἁρπάσαιεν ή ἁρπάσειαν
Προστακτική
---,
ἅρπασον,
ἁρπασάτω,
---, ἁρπάσατε,
ἁρπασάντων
(ή ἁρπασάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἁρπάσαι
Μετοχή
ἁρπάσας, ἁρπάσασα, ἁρπάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἥρπακα, ἥρπακας, ἥρπακε, ἡρπάκαμεν, ἡρπάκατε, ἡρπάκασι(ν)
Υποτακτική
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ὦ
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ᾖς
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ᾖ
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ὦμεν
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ἦτε
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ὦσι
Ευκτική
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός εἴην
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός εἴης
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός εἴη
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα εἴημεν (εἶμεν)
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα εἴητε (εἶτε)
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ἴσθι
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός ἔστω
---
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ἔστε
ἡρπακότες- ἡρπακυῖαι- ἡρπακότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἡρπακέναι
Μετοχή
ἡρπακώς- ἡρπακυῖα- ἡρπακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἡρπάκειν, ἡρπάκεις, ἡρπάκει, ἡρπάκεμεν, ἡρπάκετε, ἡρπάκεσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἁρπάζομαι, ἁρπάζῃ ή ἁρπάζει, ἁρπάζεται, ἁρπαζόμεθα, ἁρπάζεσθε, ἁρπάζονται
Υποτακτική
ἁρπάζωμαι, ἁρπάζῃ, ἁρπάζηται, ἁρπαζώμεθα, ἁρπάζησθε, ἁρπάζωνται
Ευκτική
ἁρπαζοίμην, ἁρπάζοιο, ἁρπάζοιτο, ἁρπαζοίμεθα, ἁρπάζοισθε, ἁρπάζοιντο
Προστακτική
---,
ἁρπάζου,
ἁρπαζέσθω,
---, ἁρπάζεσθε,
ἁρπαζέσθων
ή ἁρπαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπάζεσθαι
Μετοχή
ἁρπαζόμενος
ἁρπαζομένη
ἁρπαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἡρπαζόμην, ἡρπάζου, ἡρπάζετο, ἡρπαζόμεθα, ἡρπάζεσθε, ἡρπάζοντο
Παθητικός
Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ἁρπασθήσομαι, ἁρπασθήσῃ ή ἁρπασθήσει, ἁρπασθήσεται, ἁρπασθησόμεθα, ἁρπασθήσεσθε, ἁρπασθήσονται
Ευκτική
ἁρπασθησοίμην, ἁρπασθήσοιο, ἁρπασθήσοιτο, ἁρπασθησοίμεθα, ἁρπασθήσοισθε, ἁρπασθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἁρπασθήσεσθαι
Μετοχή
ἁρπασθησόμενος
ἁρπασθησομένη
ἁρπασθησόμενον
Παθητικός
Μέλλοντας Β΄
Οριστική
ἁρπαγήσομαι, ἁρπαγήσῃ ή ἁρπαγήσει, ἁρπαγήσεται, ἁρπαγησόμεθα, ἁρπαγήσεσθε, ἁρπαγήσονται
Ευκτική
ἁρπαγησοίμην, ἁρπαγήσοιο, ἁρπαγήσοιτο, ἁρπαγησοίμεθα, ἁρπαγήσοισθε, ἁρπαγήσοιντο
Απαρέμφατο
ἁρπαγήσεσθαι
Μετοχή
ἁρπαγησόμενος, ἁρπαγησομένη, ἁρπαγησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἡρπασάμην, ἡρπάσω, ἡρπάσατο, ἡρπασάμεθα, ἡρπάσασθε, ἡρπάσαντο
Υποτακτική
ἁρπάσωμαι, ἁρπάσῃ, ἁρπάσηται, ἁρπασώμεθα, ἁρπάσησθε, ἁρπάσωνται
Ευκτική
ἁρπασαίμην, ἁρπάσαιο, ἁρπάσαιτο, ἁρπασαίμεθα, ἁρπάσαισθε, ἁρπάσαιντο
Προστακτική
---,
ἅρπασαι,
ἁρπασάσθω,
---, ἁρπάσασθε,
ἁρπασάσθων
ή ἁρπασάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπάσασθαι
Μετοχή
ἁρπασάμενος
ἁρπασαμένη
ἁρπασάμενον
Παθητικός
Αόριστος Α΄
Οριστική
ἡρπάσθην, ἡρπάσθης, ἡρπάσθη, ἡρπάσθημεν, ἡρπάσθητε, ἡρπάσθησαν
Υποτακτική
ἁρπασθῶ, ἁρπασθῇς, ἁρπασθῇ, ἁρπασθῶμεν, ἁρπασθῆτε, ἁρπασθῶσι(ν)
Ευκτική
ἁρπασθείην, ἁρπασθείης, ἁρπασθείη, ἁρπασθείημεν ή ἁρπασθεῖμεν, ἁρπασθείητε ή ἁρπασθεῖτε, ἁρπασθείησαν ή ἁρπασθεῖεν
Προστακτική
---,
ἁρπάσθητι,
ἁρπασθήτω,
---, ἁρπάσθητε,
ἁρπασθέντων
ή ἁρπασθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπασθῆναι
Μετοχή
ἁρπασθείς
ἁρπασθεῖσα
ἁρπασθέν
Παθητικός
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἡρπάγην, ἡρπάγης, ἡρπάγη, ἡρπάγημεν, ἡρπάγητε, ἡρπάγησαν
Υποτακτική
ἁρπαγῶ, ἁρπαγῇς, ἁρπαγῇ, ἁρπαγῶμεν, ἁρπαγῆτε, ἁρπαγῶσι(ν)
Ευκτική
ἁρπαγείην, ἁρπαγείης, ἁρπαγείη, ἁρπαγείημεν ή ἁρπαγεῖμεν, ἁρπαγείητε ή ἁρπαγεῖτε, ἁρπαγείησαν ή ἁρπαγεῖεν
Προστακτική
---,
ἁρπάγηθι,
ἁρπαγήτω,
---, ἁρπάγητε,
ἁρπαγέντων
ή ἁρπαγήτωσαν
Απαρέμφατο
ἁρπαγῆναι
Μετοχή
ἁρπαγείς
ἁρπαγεῖσα
ἁρπαγέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἥρπασμαι, ἥρπασαι, ἥρπασται, ἡρπάσμεθα, ἥρπασθε, ἡρπασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον ὦ
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον ᾖς
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον ᾖ
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα ὦμεν
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα ἦτε
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα ὦσι
Ευκτική
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον εἴην
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον εἴης
ἡρπασμένος- ἡρπασμένη- ἡρπασμένον εἴη
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα εἴητε (εἶτε)
ἡρπασμένοι- ἡρπασμέναι- ἡρπασμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---,
ἥρπασο,
ἡρπάσθω,
--- ἥρπασθε,
ἡρπάσθων
ή ἡρπάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἡρπάσθαι
Μετοχή
ἡρπασμένος,
ἡρπασμένη,
ἡρπασμένον
Υπερσυντέλικος
ἡρπάσμην, ἥρπασο, ἥρπαστο, ἡρπάσμεθα, ἥρπασθε, ἡρπασμένοι ἦσαν