Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Δίκτυα πατρωνίας / Πελατειακές σχέσεις

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
 
Δημητσάνα 

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των παραθεμάτων και τις ιστορικές σας γνώσεις, να προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά του συστήματος των πελατειακών σχέσεων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. 
 
Κείμενο 1
Δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οικογένειες
Ό,τι συνέβαινε µε τη γη, που την καλλιεργούσαν από κοινού κάτω από την επίβλεψη και την οδηγία του αρχηγού της οικογένειας, συνέβαινε και µε τις εμπορικές επιχειρήσεις των νησιών οι οποίες αποτελούσαν επίσης οικογενειακές υποθέσεις. Η διακυβέρνηση των καραβιών γινόταν σε επίπεδο οικογενειακό: ο επικεφαλής της οικογένειας κυβερνούσε το µμεγαλύτερο και καλύτερο σκάφος, ενώ τα υπόλοιπα καράβια τα εμπιστευόταν στους γιούς και σε στενούς συγγενείς. Άλλα µέλη, φτωχότερα ή µε µμακρινότερη συγγένεια, υπηρετούσαν ως πληρώματα. Ας σημειωθεί πως η νησιωτική αυτή αριστοκρατία ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στο θέμα της ανεξαρτησίας της. Σε περιοχές όπως το Σούλι και η Μάνη, η οικογενειακή ενότητα και αλληλεγγύη στάθηκαν παροιμιώδεις. Στη Μάνη, κάθε σημαντική οικογένεια κατείχε τον πύργο της και οι οικογενειακές ενώσεις αποτελούσαν αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
Αν συγγενικοί δεσμοί και υλικά συμφέροντα συνέδεαν εκατό ή και περισσότερα άτομα σε μια ανεπτυγμένη ομάδα που θεωρούνταν ως μια οικογένεια, διαπιστώνεται επίσης η ύπαρξη καθιερωμένων ευρύτερων θεσμών χάρη στους οποίους οικογένειες ενώνονταν είτε οριζόντια σε μιαν «ένωση» ίσων ατόμων είτε σε µιαν ιεραρχημένη σχέση εξαρτήσεως ή και στα δυο. Βασικά, οι σχέσεις αυτές ήταν τέσσερίς: επιγαμίες, υιοθεσία, κουμπαριά, «αδελφική φιλία» (αδελφοποιτοί).
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄
 
Κείμενο 2
Κύριο στοιχείο του ανεπίσημου συστήματος (σηµ.: διακυβερνήσεως- παραδοσιακή επιβίωση από την οθωμανική εποχή, το οποίο λειτουργεί συγχρόνως µε το επίσημο σύστημα διακυβερνήσεως που ενυπήρχε στις δυτικότροπες καινοτομίες, κατά την οθωνική περίοδο) ήταν η «προστασία». ∆εν ήταν θεσμός νομοθετημένος αλλά καθιερωμένος από την καθημερινή χρήση και τη συνήθεια. Δημιούργημα µιας κοινωνίας χωρίς έντονη διαφοροποίηση στον πολιτικό, τον οικονομικό, τον κοινωνικό τομέα, η «προστασία» αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού διακανονισμού τον οποίο οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει στον προσωπικό τρόπο ζωής τους. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η εξάρτηση· όχι όμως εξάρτηση από το φεουδάρχη, όταν οι θεσμοί αμετάκλητοι και διαρκείς, καθορίζονταν από το νόμο ή την κοινωνική θέση, εκτός από ειδικές περιστάσεις που καθορίζονταν από το νόμο και το έθος. Η εξάρτηση του τύπου «προστάτης-πελάτης» προϋπέθετε και την ικανότητα του πρώτου να εξυπηρετεί τον «πελάτη» και την ελευθερία του τελευταίου να διακόπτει τους δεσμούς όταν έβρισκε ότι δεν τον ικανοποιούσαν τα ανταλλάγματα µε τα οποία εξαγόραζαν την εξάρτησή του. Η εξάρτηση ευνοούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους «προστάτες» για να επιτύχουν την υπακοή των «πελατών» και ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό των τελευταίων για να εξασφαλίσουν την εύνοια των «προστατών». Λειτουργούσε πέρα από διαχωρισμούς τάξεων, δημιουργώντας πλέγματα οριζόντια σε σχήμα πυραμίδας, έτσι ώστε ο προστάτης μπορούσε να γίνεται «πελάτης» ανάλογα µε τη θέση του απέναντι σε κάποιον που θα ήταν λιγότερο ή σε κάποιον άλλο που θα ήταν περισσότερο ισχυρός.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Κατά την προεπαναστατική περίοδο, για αντικειμενικούς λόγους, οι Έλληνες δεν είχαν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν πολιτικά κόμματα. Υπήρχε όμως μια άλλη μορφή υποστήριξης των συμφερόντων τους, τα πελατειακά δίκτυα, στην οργάνωση των οποίων οδήγησαν οι εξής λόγοι: ο ανταγωνισμός μεταξύ προσώπων για την κατάληψη θέσεων εξουσίας, η ελλιπής παροχή προστασίας από μέρους της οθωμανικής διοίκησης προς τους υπηκόους της σε περιπτώσεις αυθαιρεσιών, η απουσία συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, πράγμα που δημιουργούσε διαρκή αίσθηση αβεβαιότητας στους ανθρώπους.
Οι παραπάνω λόγοι οδηγούσαν τους υπηκόους να καταφεύγουν σε μη κρατικούς φορείς, οι οποίοι θα τους παρείχαν τη στοιχειώδη ασφάλεια. Ο πρώτος φορέας ήταν η ευρύτερη οικογένεια. Όπως, μάλιστα, τονίζεται στο Κείμενο 1, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπως ήταν η Μάνη και το Σούλι, η ενότητα μεταξύ των οικογενειών και η προσφερόμενη αλληλεγγύη αποτελούσαν απόλυτα σταθερές αξίες. Στη Μάνη ειδικότερα κάθε σημαντική οικογένεια διέθετε τον δικό της πύργο και η στενή σύνδεση μεταξύ των μελών της οικογένειας αποτελούσε μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Παραλλήλως, στο Κείμενο 1 διευκρινίζεται το πώς λειτουργούσε η στήριξη στο πλαίσιο των οικογενειών. Στις αγροτικές περιοχές, για παράδειγμα, η καλλιέργεια της γης γινόταν υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση του αρχηγού της οικογένειας, και κατά τρόπο αντίστοιχο λειτουργούσαν οι εμπορικές επιχειρήσεις στα νησιά, οι οποίες στελεχώνονταν σαφώς από τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Ο αρχηγός της οικογένειας ήταν ο κυβερνήτης του μεγαλύτερου και καλύτερου σκάφους, ενώ τα υπόλοιπα καράβια της επιχείρησης τα αναλάμβαναν οι γιοι του, αλλά και οι στενοί συγγενείς του. Απασχόληση, ωστόσο, προσφερόταν και σε άτομα με πιο μακρινή συγγένεια ή άλλα φτωχότερα συγγενικά πρόσωπα, τα οποία αποτελούσαν τα πληρώματα των πλοίων. Κάθε οικογένεια, παράλληλα, συνδεόταν οριζόντια με άλλες οικογένειες και κάθετα με πάτρωνες-προστάτες και τις οικογένειές τους, που είχαν υψηλότερη κοινωνική θέση. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από το Κείμενο 1, στο οποίο παρέχονται πρόσθετα στοιχεία. Η οριζόντια ή και η κάθετη ένωση προσώπων που είχαν μεταξύ τους είτε συγγενικούς δεσμούς είτε κοινά υλικά συμφέροντα μπορούσε να συνδέσει εκατό ή και περισσότερα άτομα, και οι ενώσεις αυτές επιτυγχανόταν όχι μόνο μέσω των οικογενειακών σχέσεων, αλλά και μέσω ευρύτερων παγιωμένων θεσμών, όπως ήταν η επιγαμίες -γάμοι μεταξύ προσώπων διαφορετικής κοινωνικής θέσης-, η υιοθεσία, η κουμπαριά, αλλά και ο θεσμός της αδελφικής φιλίας χάρη στον οποίοι οι φίλοι θεωρούνταν αδελφοποιτοί.  
Στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο 1715-1821 αναπτύχθηκαν δύο μεγάλα δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονταν οικογένειες προκρίτων. Ανάμεσα σ’ αυτές επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός για την άσκηση επιρροής σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής και για την κατάληψη των δημοσίων θέσεων. Στη Στερεά Ελλάδα φορείς της πατρωνίας ήταν μεγαλοαρματολοί. Στα νησιά, εξάλλου, στην ηγεσία των δικτύων πατρωνίας βρίσκονταν οι οικογένειες των μεγάλων πλοιοκτητών. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο 2, τα δίκτυα παροχής προστασίας αποτέλεσαν απότοκα όχι μιας νομοθετημένης τακτικής, αλλά μιας παγιωμένης από τη συνεχή χρήση και συνήθεια επιλογής των ανθρώπων. Ο θεσμός της προστασίας είχε προκύψει στην ελληνική κοινωνία, διότι τα μέλη της δεν είχαν έντονες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις στο πώς αντιλαμβάνονταν τους κρίσιμους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας. Η προστασία, άλλωστε, αποτελούσε κομμάτι ενός «κοινωνικού διακανονισμού», τον οποίο οι Έλληνες είχαν υιοθετήσει, διότι τον είχαν δοκιμάσει στην καθημερινότητά τους και τον είχαν αποδεχτεί. Βασιζόταν, βέβαια, η προστασία στην εξάρτηση, αλλά η εξάρτηση αυτή δεν παρέπεμπε στη δουλική εξάρτηση από τον αλλοτινό φεουδάρχη, όταν επικρατούσαν απαρασάλευτοι θεσμοί, καθορισμένοι από το νόμο, την κοινωνική θέση ή το έθος της τότε εποχής. Η εξάρτηση των πελατειακών σχέσεων ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς βασιζόταν αφενός στη δυνατότητα του «προστάτη» να εξυπηρετεί τον προστατευόμενο «πελάτη» κι αφετέρου στη δυνατότητα του «πελάτη» να αποχωρεί από τη δέσμευση αυτή, όταν θεωρούσε πως τα όσα αποκόμιζε από τον προστάτη δεν αντιστοιχούσαν στα όσα όφειλε να προσφέρει για να διασφαλίσει τη σχετική προστασία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, άλλωστε, η έννοια της εξάρτησης δημιουργούσε ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους επίδοξους προστάτες προκειμένου να διασφαλίσουν την αφοσίωση των πελατών, και παραλλήλως δημιουργούσε ανταγωνισμό μεταξύ των «πελατών» προκειμένου να διασφαλίσουν την εύνοια εκείνων που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως προστάτες τους. Οι πελατειακές αυτές σχέσεις είχαν, συνάμα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι ξεπερνούσαν τις ταξικές διακρίσεις και διαμόρφωναν ένα σχήμα πυραμίδας, στο πλαίσιο του οποίου ο προστάτης κάποιων μπορούσε να είναι ο ίδιος πελάτης ενός άλλους ισχυρότερου προστάτη.  
Τα κατοπινά κόμματα δεν αποτελούν απλή μετεξέλιξη των δικτύων πατρωνίας. Επί τουρκοκρατίας το πολιτικό πλαίσιο ήταν δεδομένο και αναμφισβήτητο: η οθωμανική κυριαρχία. Τα ζητήματα στα οποία μπορούσαν να εκφραστούν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις ήταν είτε η διεκδίκηση δημοσίων αξιωμάτων είτε η αντιμετώπιση μικροπροβλημάτων της καθημερινής ζωής, περισσότερο «τεχνικής» υφής, όπως π.χ. ζητήματα δημοσίων έργων. Οι φορείς της πατρωνίας δεν είχαν λόγο σε ζητήματα που άπτονταν της νομοθεσίας ή της εξωτερικής πολιτικής, και επομένως τα δίκτυα πατρωνίας δεν διαμόρφωναν διαφορετικές πολιτικές απόψεις. Γενικότερα, τα δίκτυα πατρωνίας δεν λειτουργούσαν κάτω από τους ίδιους όρους και δεν ανταποκρίνονταν στις ίδιες ανάγκες με τα κατοπινά κόμματα.
 

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Το Σύνταγμα του 1844

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε τις προβλέψεις του Συντάγματος του 1844 ως προς:
α. τις εξουσίες του βασιλιά (μονάδες 8)
β. το δικαίωμα και τον τρόπο ψηφοφορίας (μονάδες 8)
γ. την ύπαρξη δύο νομοθετικών σωμάτων (μονάδες 9).
 
Κείμενο Α
Το Σύνταγμα του 1844 αναγνώριζε στον βασιλιά σημαντικότατες εξουσίες. Πέρα από την εκτελεστική εξουσία, η οποία βέβαια του «ανήκε» και την ασκούσε μέσω των υπουργών «του» -τους οποίους διόριζε και έπαυε ελεύθερα-, ο βασιλιάς συμμετείχε στην άσκηση και της νομοθετικής εξουσίας: Άμεσα μεν με τη νομοθετική πρωτοβουλία (που ανήκε επίσης στους βουλευτές και τους γερουσιαστές) και, προπάντων, με την κύρωση των νόμων, έμμεσα δε επιλέγοντας τους γερουσιαστές. Επί πλέον, ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να διαλύει τη βουλή κατ’ ουσίαν οποτεδήποτε.
 
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011.
 
Κείμενο Β
Άρθρο 19
[Τρόπος ψηφοφορίας]
Η εκλογή γίνεται δια ψηφοδελτίων. – Έκαστος ψηφοφόρος γράφει μόνος, ή δι’ άλλου της εμπιστοσύνης του, ισάριθμα ονόματα βουλευτών, τους οποίους οφείλει να δώση η επαρχία, και ρίπτει αυτός ο ίδιος εις την κάλπην· το όνομα του ψηφοφόρου σημειούται εις το πρωτόκολλον […].
 
Εφημερίς της Κυβερνήσεως, φ. 7/25.3.1844
 
Κείμενο Γ
Η ίδρυση δεύτερου νομοθετικού σώματος, αν και ήταν ο κανόνας στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα προκάλεσε εντονότατες αντιπαραθέσεις στην Α΄ Εθνοσυνέλευση. Είναι αλήθεια ότι επί της αρχής, η Εθνοσυνέλευση τάχθηκε υπέρ της Γερουσίας με ψήφους 159 υπέρ και 37 κατά, προκειμένου, όπως τότε ειπώθηκε, να ανακοπεί το «θερμουργόν» της «νεότητος, ήτις επικρατεί εις την Βουλήν», χάρη στη μεγαλύτερη πείρα και σοφία που, όπως πιστευόταν, θα είχαν οι γερουσιαστές. Επίσης, με μεγάλη πλειοψηφία η Εθνοσυνέλευση δέχτηκε να είναι ο βασιλιάς εκείνος που θα διορίζει τα μέλη της Γερουσίας, επιλέγοντας τα καταλληλότερα πρόσωπα. Ωστόσο, μόνο με 112 ψήφους υπέρ (έναντι 92 κατά) η Εθνοσυνέλευση δέχθηκε την ισοβιότητά τους. Τελικά, όπως φάνηκε, στα χρόνια που ακολούθησαν, χάρη στο προνόμιο της ισοβιότητας, οι γερουσιαστές αποδείχθηκαν πολύ πιο αξιόπιστοι και ανεξάρτητοι προς τον ευεργέτη τους, δηλαδή τον βασιλιά, σε σύγκριση με τους βουλευτές, παρότι οι τελευταίοι εκλέγονταν από τον λαό.
 
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 έδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων. Οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις των κομμάτων εκφράστηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια και τα κόμματα άρχισαν να παίζουν ενεργότερο ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το σύνταγμα έγιναν σαφέστερες οι μεταξύ τους διαφορές Πάντως, και τα τρία κόμματα τάχθηκαν υπέρ του συντάγματος. Ακόμη και το ρωσικό θεώρησε την ψήφιση συντάγματος ως μοναδική λύση, αφού δεν ήταν δυνατόν να ανατραπεί ο Όθων. Το ζητούμενο λοιπόν κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης του συντάγματος ήταν ο περιορισμός των εξουσιών του βασιλιά.
Στο σύνταγμα του 1844 καθορίστηκαν και οι βασιλικές εξουσίες. Μεταξύ των σπουδαιοτέρων ήταν η συμμετοχή του βασιλιά στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και η αρχηγία του κράτους και του στρατού. Όμως, καμία πράξη του δεν είχε ισχύ χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου υπουργού. Όπως διευκρινίζεται από τον Νίκο Αλιβιζάτο (Κείμενο Α), οι εξουσίες του βασιλιά ήταν πολύ σημαντικές. Σε πρώτο επίπεδο ουσιαστικά κατείχε την εκτελεστική εξουσία, την οποία ασκούσε μέσω των υπουργών, τους οποίους μπορούσε να διορίσει και να παύσει ανά πάσα στιγμή κατά τη δική του βούληση. Δευτερευόντως, ο βασιλιάς συμμετείχε και στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας είτε κατά τρόπο άμεσο μέσω της νομοθετικής πρωτοβουλίας, η οποία ανήκε εξίσου στους βουλευτές και τους γερουσιαστές, αλλά και κυρίως μέσω της επικύρωσης των νόμων, είτε έμμεσα, εφόσον εκείνος είχε την αρμοδιότητα να επιλέγει τους γερουσιαστές, οι οποίοι συμμετείχαν στο δεύτερο νομοθετικό σώμα της χώρας. Παραλλήλως, βέβαια, ο βασιλιάς είχε και το πρόσθετο δικαίωμα να διαλύει τη βουλή οποιαδήποτε στιγμή και όσο συχνά το επιθυμούσε.
 
β) Με άλλες διατάξεις του συντάγματος α) κατοχυρωνόταν, με ελάχιστους περιορισμούς, το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες, ρύθμιση που αποτελούσε παγκόσμια πρωτοπορία, και β) οριζόταν η εκλογική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι εκλογείς μπορούσαν να δώσουν θετική ψήφο σε όσους υποψηφίους ήθελαν, συμπληρώνοντας ψηφοδέλτια, ακόμη και διαφορετικών Συνδυασμών. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Άρθρο 19 του σχετικού συντάγματος, το οποίο αφορούσε τον τρόπο ψηφοφορίας, η διαδικασία γινόταν με ψηφοδέλτια, τα οποία κάθε ψηφοφόρος μπορούσε να συμπληρώσει μόνος του ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου της εμπιστοσύνης του. Στο ψηφοδέλτιο έγραφαν ίσο αριθμό βουλευτών με εκείνον που μπορούσε να εκλέξει κάθε εκλογική επαρχία. Το ψηφοδέλτιο το έριχνε ο ίδιος ο ψηφοφόρος στην κάλπη και το όνομά του καταγραφόταν στο πρωτόκολλο.
Το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας δημιούργησε νέους όρους για την πολιτική και κομματική δράση, καθώς ανοίχτηκε ευρύ πεδίο για τη συμμετοχή πολιτών και κομμάτων στο δημόσιο βίο και διευκολύνθηκε η διεκδίκηση συμφερόντων.
 
γ) Στο σύνταγμα του 1844 προβλεπόταν η ύπαρξη Βουλής και Γερουσίας. Οι γερουσιαστές θα διορίζονταν από τον βασιλιά και θα διατηρούσαν το αξίωμά τους ισόβια. Όπως επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος (Κείμενο Γ), παρά το γεγονός ότι η ύπαρξη δεύτερου νομοθετικού σώματος αποτελούσε τον κανόνα του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, η ίδρυση της Γερουσίας προκάλεσε έντονες διαμάχες στο πλαίσιο της Α΄ Εθνοσυνέλευσης. Αν και στη συζήτηση επί της αρχής η Εθνοσυνέλευση συμφώνησε να ιδρυθεί η Γερουσία με μεγάλη πλειοψηφία (159 ψήφοι υπέρ και μόλις 37 κατά), διότι θεωρήθηκε πως ένα νομοθετικό σώμα αποτελούμενο από άτομα μεγαλύτερης εμπειρίας και γνώσης, όπως αναμενόταν να είναι αυτό τον γερουσιαστών, θα συγκρατούσε την πιθανή απερισκεψία των νέων σε ηλικία βουλευτών, και παρόλο που έγινε αντίστοιχα δεκτή με μεγάλη πλειοψηφία η πρόταση να επιλέγονται και να διορίζονται τα κατάλληλα πρόσωπα από τον βασιλιά, το πρόβλημα προέκυψε με το ζήτημα της ισοβιότητας των μελών της γερουσίας. Η πρόταση αυτή συγκέντρωσε μόνο 112 ψήφους υπέρ και 92 κατά, γεγονός που φανέρωνε τις αντιδράσεις που προκάλεσε. Εν τέλει, ωστόσο, όπως έγινε αντιληπτό κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων, το προνόμιο της ισοβιότητας υπήρξε επωφελές, καθώς προσέφερε στους γερουσιαστές μεγαλύτερα περιθώρια αυτονομίας και ανεξαρτησίας από τον βασιλιά σε σχέση με το πώς δρούσαν οι βουλευτές, παρά το γεγονός πως οι δεύτεροι εκλέγονταν από τον λαό και όφειλαν να υπηρετούν τις δικές του ανάγκες.   
  

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Ο Χρύσανθος στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι και οι διαπραγματεύσεις με τους Αρμένιους

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Ο Χρύσανθος στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι και οι διαπραγματεύσεις με τους Αρμένιους 

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε στη διπλωματική δραστηριότητα που ανέπτυξε το 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος, όσον αφορά το Ποντιακό Ζήτημα, στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι (μονάδες 15) και στις διαπραγματεύσεις του με τους Αρμένιους μέχρι την υπογραφή της συνθήκης φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και τον Κεμάλ τον Μάρτιο του 1921 (μονάδες 10).
Μονάδες 25
 
Κείμενο Α
Τήν οσιαστική εθύνη γιά τήν προβολή τν ποντιακν θέσεων στή Συνδιάσκεψη τς Ερήνης νέλαβε ο μητροπολίτης Χρύσανθος. πό τό 1919 ς τό 1922 θρησκευτικός ατός γέτης πρξε δυναμικός κφραστής το κινήματος γιά τήν δρυση ποντιακο κράτους. Σέ τελευταία νάλυση Χρύσανθος, καθώς καί λες ο ποντιακές ργανώσεις, πιθυμοσε τήν νωση το Πόντου μέ τό λεύθερο λληνικό κράτος. [...]
τσι, μαζί μέ τόν Τοποτηρητή το Πατριαρχικο Θρόνου, Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο, καί τόν Πατριαρχικό σύμβουλο γιατρό λέξανδρο Παππ, Χρύσανθος πγε στό Παρίσι γιά νά ντιπροσωπεύσει κε στήν Διάσκεψη τά δίκαια το λύτρωτου ποντιακο λληνισμο. Χωρίς χρονοτριβή Χρύσανθος, μέ τήν βοήθεια το Παππ, προετοίμασε να κτενές πόμνημα [...] (με το οποίο) ζητοσε τήν παλλαγή το λληνικο στοιχείου π τό τουρκικό καί τήν δρυση νός «Ατονόμου λληνικο Κράτους». [...] Γάλλος διπλωμάτης (Ζύλ Καμπόν) πέδειξε στόν Μητροπολίτη νά προετοιμάσει τό δαφος παρουσιάζοντας τίς ξιώσεις του στούς Βρετανούς καί μερικανούς ντιπροσώπους. Τήν πόδειξη ατή Χρύσανθος κολούθησε χωρίς καθυστέρηση. πό τό πνεμα κείνου το πομνήματος μίλησε Μητροπολίτης στό Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ καθώς καί στά μέλη τς γγλικς ποστολς. Στόν Κλεμανσώ εδικά δωσε καί πρόσθετο σημείωμα περί το ποντιακο ζητήματος...
 
A.’Αλεξανδρς νάπτυξη το θνικο πνεύματος τν λλήνων το Πόντου, 1918-1922: λληνική ξωτερική πολιτική καί τουρκική ντίδραση, στό: Μελετήματα γύρω πό τόν Βενιζέλο καί τήν ποχή του, μέ τήν ποπτεία Θ. Βερέμη καί Ο. Δημητρακόπουλου (Δοκίμιο-στορία, 1), θήνα: Φιλιππότης, 1980, σσ. 436-437.
 
Κείμενο Β
Χρύσανθος κολουθώντας τίς δηγίες το Βενιζέλου, συνομίλησε νεπίσημα μέ τούς ρμενίους ντιπροσώπους στή Διάσκεψη τς Ερήνης τόν Μάϊο το 1919 στό Παρίσι. τσι, παρόλο πού παρέμεινε νας φοσιωμένος θιασώτης το ποντιακο κινήματος νεξαρτησίας, μετά τίς συναντήσεις του μέ τόν Βενιζέλο δέχθηκε νά διερευνήσει τίς πιθανότητες ρμενο-ποντιακς συνεργασίας. Μιά τέτοια πρόταση γινε περισσότερο λκυστική μετά τήν ποτυχία το Μητροπολίτη νά ξασφαλίσει συγκεκριμένη βοήθεια γιά τήν δρυση χωριστο κράτους Πόντου κατά τή διάρκεια τν διπλωματικν του νεργειν στήν Ερώπη τό καλοκαίρι το 1919. [...] Συνεχίζοντας τή διπλωματική του προσπάθεια, Χρύσανθος φθασε στήν ρμενική πρωτεύουσα ριβάν. κε λαβε μέρος σέ παρατεταμένες συνδιασκέψεις μέ τήν ρμενική κυβέρνηση πό τίς 10 ς τίς 16 ανουαρίου 1920. [...] Τελικά, ατές ο παρατεταμένες διαπραγματεύσεις τερματίσθηκαν ταν ο λληνες Πόντιοι καί ρμενική κυβέρνηση το ριβάν συμφώνησαν νά δημιουργηθε μιά «ποντιο-ρμενική συνομοσπονδία», μεινε μως να καθορισθε πακριβς βαθμός μοσπονδοποίησής της. συμφωνία πογράφτηκε πό τόν ρμένιο Πρωθυπουργό Α. Χατισιάν καί τόν Μητροπολίτη Χρύσανθο...
 
A.’Αλεξανδρς νάπτυξη το θνικο πνεύματος τν λλήνων το Πόντου, 1918-1922: λληνική ξωτερική πολιτική καί τουρκική ντίδραση, στό: Μελετήματα γύρω πό τόν Βενιζέλο καί τήν ποχή του, μέ τήν ποπτεία Θ. Βερέμη καί Ο. Δημητρακόπουλου (Δοκίμιο-στορία, 1), θήνα: Φιλιππότης, 1980, σσ. 446-448.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν αρχικά σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων. Στο συνέδριο Ειρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε το Δεκέμβριο του 1918, ο Ελ. Βενιζέλος πιέστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων, και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου, συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία.
Η πρόταση του Ελ. Βενιζέλου προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στους Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι στα διάφορα συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Μπακού, στο Κρασνοντάρ, στο Βατούμ και στη Μασσαλία, διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Πολλά ποντιακά σωματεία έστειλαν τότε τηλεγραφήματα στο Παρίσι για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό, τον οποίο επισκέφθηκε μάλιστα τον Απρίλιο του 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Όπως, μάλιστα, επισημαίνεται στο Κείμενο Α, ο Χρύσανθος μετέβη στο Παρίσι μαζί με τον Τοποτηρητή του Πατριαρχικού Θρόνου, Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο και τον Πατριαρχικό σύμβουλο, τον γιατρό Αλέξανδρο Παππά. Μετά τη διεξοδική ενημέρωση που έλαβε ο Έλληνας πρωθυπουργός από τον Χρύσανθο, για το Ποντιακό Ζήτημα, αποφάσισε να ενισχύσει τις προσπάθειες των Ποντίων και έδωσε την έγκριση του στο μητροπολίτη να συνεχίσει την προσπάθεια ενημέρωσης όλων των πολιτικών που έλαβαν μέρος στη Συνδιάσκεψη. Σύμφωνα με το Κείμενο Α, ο Χρύσανθος επιδίωκε την ίδρυση ποντιακού κράτους, αν και στην πραγματικότητα δική του θέληση, όπως και όλων των ποντιακών οργανώσεων, ήταν η ένωση της περιοχής του Πόντου με το ελληνικό κράτος. Ύστερα, ωστόσο, από τη συνάντηση με τον Βενιζέλο το ζητούμενο ήταν η ίδρυση ενός «Αυτόνομου Ελληνικού Κράτους» στον Πόντο, για την επίτευξη του οποίου ο Χρύσανθος με τη συνδρομή του Αλέξανδρου Παππά συνέταξαν ένα αναλυτικό υπόμνημα προκειμένου να γίνουν σαφή τα αιτήματα του αλύτρωτου ποντιακού ελληνισμού και να διεκδικηθεί πιο αποτελεσματικά η απαλλαγή των εκεί Ελλήνων από τον τουρκικό έλεγχο.
Οι περισσότεροι από τους πολιτικούς που μετείχαν στη Συνδιάσκεψη, με εξαίρεση τους Άγγλους αντιπροσώπους, είδαν με πολλή κατανόηση τα αιτήματα των Ελληνοποντίων. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, όπως αναφέρεται στο Κείμενο Α, είχε λάβει τη συμβουλή ενός Γάλλου διπλωμάτη, του Ζύλ Καμπόν να ενημερώσει τους αντιπροσώπους τόσο της Βρετανίας όσο και της Αμερικής για τις αξιώσεις των Ελλήνων του Πόντου. Φρόντισε, έτσι, να έχει προσωπική επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Πουανκαρέ, καθώς και με τους εκπροσώπους της Αγγλίας. Στον Γάλλο Πρωθυπουργό Κλεμανσώ, μάλιστα, παρέδωσε κι ένα επιπλέον σημείωμα με στοιχεία για το ποντιακό ζήτημα.   Στην πρόταση του μητροπολίτη να γίνει ο Πόντος ανεξάρτητο κράτος υπό ελληνική εντολή, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Ουίλσον απάντησε: «Είναι θαυμάσια όσα μου λέτε. Ο Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος. Μίαν ψήφον έχω εις την Συνδιάσκεψιν, αλλά θα την διαθέσω υπέρ του λαού σας».
Σύμφωνα με το Κείμενο Β, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, αν και διατηρούσε σταθερά την επιθυμία για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του Πόντου, αντιλήφθηκε ύστερα από τις συνομιλίες του με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο, πως οφείλει να διερευνήσει το ενδεχόμενο και άλλων επιλογών, όπως θα μπορούσε να είναι η συνεργασία με τους Αρμένιους, για τη δημιουργία ενός κοινού κράτους. Υπό το πνεύμα αυτό και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, στο πλαίσιο της εκεί Συνδιάσκεψης ειρήνης, είχε διερευνητικές συνομιλίες με τους Αρμένιους αντιπροσώπους τον Μάϊο του 1919. Το γεγονός, άλλωστε, πως παρά τις προσπάθειες του δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει κάποια συγκεκριμένη μορφή βοήθειας για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους από τους ηγέτες που βρίσκονταν στη Συνδιάσκεψη στο Παρίσι, κατέστησε την επιλογή της συνεργασίας με τους Αρμένιους πιο ελκυστική.
Έτσι, παράλληλα με τον παν-ποντιακό αγώνα των Ελλήνων της Ρωσίας, ο Χρύσανθος επισκέφθηκε το Εριβάν και διαπραγματεύτηκε με τους Αρμένιους, καθώς επίσης και με τους μουσουλμάνους του Πόντου, μια μορφή συνομοσπονδίας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, στο οποίο επιπροσθέτως αναφέρεται πως οι διαπραγματεύσεις με την αρμενική κυβέρνηση διήρκεσαν από τις 10 έως και τις 16 Ιανουαρίου του 1920. Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν η συμφωνία να δημιουργηθεί μια «ποντιο-αρμενική συνομοσπονδία», χωρίς να έχει καθοριστεί πλήρως μέχρι ποιου σημείου θα προχωρούσε η σχετική ομοσπονδοποίηση. Τη συμφωνία αυτή, μάλιστα, υπέγραψαν ο Μητροπολίτης Χρύσανθος και ο Πρωθυπουργός της Αρμενίας, Α. Χατισιάν.  Ωστόσο, η αμοιβαία καχυποψία έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος αποδείχθηκε μοιραίος, εξαιτίας των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Το πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος ήταν η συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφηκε το Μάρτιο του 1921 ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και τον Κεμάλ.
Η συνθήκη αυτή έδωσε στον αδύναμο ως τότε Κεμάλ την οικονομική, στρατιωτική και ηθική δυνατότητα να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του κατά των Ποντίων και, ακόμη, να εμφανιστεί στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με υπερβολικές απαιτήσεις, που λόγω της ιστορικής συγκυρίας δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες Δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι ήταν σύμμαχοι με τους Έλληνες.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Η Τραπεζούντα υπό τη διοίκηση του Χρύσανθου & Πρωτοβουλίες του Κ. Κωνσταντινίδη (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αγώνες για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας (1917-1922)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνεται, να παρουσιάσετε:
α) Τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της κατοχής της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, όπως και όσα ακολούθησαν μετά την αποχώρησή τους.
β) Τις προσπάθειες των Ποντίων της Διασποράς -κυρίως του Κ. Κωνσταντινίδη- για την ανεξαρτητοποίηση του Πόντου, καθώς και την αρχική στάση του Ελ Βενιζέλου απέναντι στις επιδιώξεις αυτές.
 
Κείμενο 1
Όλες οι ενέργειες του Χρύσανθου κατέτειναν προς τον ίδιο σκοπό: «ίνα η χώρα συνταχθή βαθμηδόν εις είδος αυτονόμου κράτους συνδιοικουμένου υπό των Ελλήνων και Μουσουλμάνων». Η πρόθεση αυτή ήταν έκδηλη από τις πρώτες κιόλας ενέργειες του μητροπολίτη. Αυτή είναι, εξάλλου, και η μοναδική ερμηνεία που θα μπορούσε να δοθεί στην απόφασή του να διασφαλίσει την μουσουλμανική συμμετοχή σε βασικούς διοικητικούς μηχανισμούς, όπως το δημαρχιακό συμβούλιο, ήδη από τις πρώτες μέρες λειτουργίας του νέου καθεστώτος. Ενδεικτικά, σημειώνουμε ότι η συμμετοχή στη διοίκηση συνιστούσε, την εποχή εκείνη, μια επιλογή, στην οποία το τουρκικό στοιχείο της περιοχής, ουσιαστικά αποδυναμωμένο, δεν μπορούσε καν να ελπίσει – πόσο μάλλον να την επιδιώξει.
 
Ελευθερία Κυφωνίδου, Ποντιακό Ζήτημα: Στρατηγικές επιλογές και αδιέξοδα, 1917-1922
 
Κείμενο 2
Ο σημαντικότερος σύνδεσμος σε σχέση με το εθνικό ζήτημα των Ελλήνων του Πόντου ήταν μάλλον αυτός που ιδρύθηκε στη Γαλλία. Από το Σεπτέμβριο του 1917 είχε εμφανισθεί στη Μασσαλία μία κίνηση, με πρωτοβουλία του Έλληνα εμπόρου από την Κερασούντα Κωνσταντίνου-Ιάσωνα Κωνσταντινίδη, η οποία για πρώτη φορά διεκδικούσε ξεκάθαρα την ανεξαρτησία του Πόντου, καθώς η αυτονομία εντός της Ρωσίας φαινόταν απραγματοποίητη λόγω των εξελίξεων, η συμπερίληψη στην Αρμενία αποκλειόταν και η ένωση με την Ελλάδα ήταν αδύνατη. Με πρωτοβουλία του Κωνσταντινίδη την 1η Οκτωβρίου του 1917 ν. η. οι Πόντιοι του Παρισιού ίδρυσαν τον Εθνικό Σύνδεσμο του Πόντου (League Nationale du Pont) που έθετε ως σκοπό του τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο και το οποίο θα είχε δημοκρατικό πολίτευμα.
Σύντομα προχώρησε και σε συνολικότερη πρόταση όπου βάσει επιχειρημάτων, κυρίως ιστορικών και πληθυσμιακών, έθετε το ζήτημα δημιουργίας ανεξάρτητης Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου με συγκεκριμένα προτεινόμενα όρια που αποτυπώνονταν στο χάρτη που σχεδιάστηκε και κυκλοφόρησε και σε επιστολικό δελτάριο.
Το Νοέμβριο του 1917 ο Κωνσταντινίδης συναντήθηκε στη Νίκαια και με τον Βενιζέλο στον οποίο εξέθεσε τις θέσεις και το σχέδιό του για ανεξαρτητοποίηση του Πόντου. Ο Βενιζέλος σύμφωνα με τον Κωνσταντινίδη επιδοκίμασε θεωρητικά το σχέδιό του, χωρίς όμως να υποσχεθεί κάποια βοήθεια, και τον ενθάρρυνε για την επιτυχία του.
Ο Κωνσταντινίδης ενέτεινε τις προσπάθειές του οργανώνοντας, λίγο πριν από την πτώση της Τραπεζούντας, στις 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουάριου 1918, στη Μασσαλία Παμποντιακό Συνέδριο με αντιπροσώπους από Ποντίους της Ευρώπης (πληρεξούσιοι από Ελλάδα, Βρετανία, Γαλλία, Ελβετία και Αίγυπτο) και της Αμερικής όχι όμως της Ρωσίας και του Πόντου.
Το συνέδριο εξέλεξε προεδρείο με πρόεδρο τον Κωνσταντινίδη, αντιπρόεδρο τον I. Σ. Ιωαννίδη και γραμματέα τον Σ. I. Κολάση και προσπάθησε να προωθήσει το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου, στέλνοντας μάλιστα και επιστολή στον Τρότσκυ ζητώντας τη βοήθεια των μπολσεβίκων.
 
Ευριπίδης Γεωργανόπουλος, Οι προσπάθειες των Ελλήνων του Πόντου για αυτοδιάθεση κατά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1916-1922.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Λίγες μέρες πριν από τη ρωσική κατοχή της Τραπεζούντας, τον Απρίλιο του 1916, έγινε η παράδοση της πόλης από τον Τούρκο Βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη στο μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος λόγω της συνετής πολιτικής του απέναντι στους μουσουλμάνους της περιοχής, έγινε δεκτός, από τους Ρώσους αλλά και από τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ως ηγέτης στην ευαίσθητη περιοχή, όπου ήταν ακόμη νωπές στους κατοίκους οι μνήμες από τις σφαγές και τις εχθροπραξίες. Η δίχρονη προεδρία του Χρύσανθου ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Η διαπίστωση αυτή τεκμηριώνεται από την Ελευθερία Κυφωνίδου (Κείμενο 1) μέσω της καταγραφής των ενεργειών του Χρύσανθου, δεδηλωμένη πρόθεση του οποίου ήταν η σταδιακή δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους που θα διοικούταν συνεργατικά από τους Έλληνες και τους Μουσουλμάνους. Ειδικότερα, ο Χρύσανθος φρόντισε από την αρχή κιόλας της λειτουργίας του νέου σχήματος διοίκησης της Τραπεζούντας να διασφαλίσει τη συμμετοχή των μουσουλμάνων σε καίριους διοικητικούς φορείς, όπως ήταν, για παράδειγμα, το δημαρχιακό συμβούλιο. Επρόκειτο για μια απόφαση που βασιζόταν καθαρά στη δική του βούληση, μιας και οι Τούρκοι της περιοχής, έχοντας χάσει πλήρως την ισχύ τους, δεν είχαν θεωρήσει πως θα μπορούσε να τους παραχωρηθεί ένα τέτοιο προνόμιο, γι’ αυτό και δεν το είχαν καν ζητήσει. Το Φεβρουάριο, πάντως, του 1918 η κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά, όταν ύστερα από την επικράτηση των μπολσεβίκων το 1917, ο ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την Τραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε στην κατοχή των Νεοτούρκων.
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές, χιλιάδες Έλληνες του ανατολικού Πόντου και του Καρς, για να γλιτώσουν από τις διώξεις από τους Νεότουρκους, πήραν το δρόμο της φυγής προς τη Ρωσία, η οποία δοκιμαζόταν τότε από εμφύλιο πόλεμο.
 
β) Ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ευαισθητοποίησε τους Έλληνες της Ρωσίας, οι οποίοι ήδη από το Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο, τον Ιούλιο του 1917 στο Ταϊγάνιο αποφάσισαν την εκλογή Κεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους, με προσωρινή έδρα την πόλη Ροστόβ.
Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της Διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο), καθως επίσης και στις πόλεις του εξωτερικού.
Στην Ευρώπη πρωτεργάτης του αγώνα ήταν ο Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος από τη Μασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος (Κείμενο 2), ο Κωνσταντίνος-Ιάσωνας Κωνσταντινίδης, που ήταν έμπορος από την Κερασούντα, είχε ξεκινήσει με δική του πρωτοβουλία στη Μασσαλία της Γαλλίας ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1917 μια κίνηση που είχε ως στόχο τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του Πόντου. Η διεκδίκηση αυτή βασιζόταν στο γεγονός πως το να αυτονομηθεί ο Πόντος στο πλαίσιο του ρωσικού κράτους δεν αποτελούσε ρεαλιστική προσδοκία λόγω των εκεί πολιτικών εξελίξεων, η συμπερίληψη του Πόντου στο αρμενικό κράτος ήταν μη αποδεκτή λύση, αλλά και η ένωση με την Ελλάδα μη εφικτή επιλογή. Με αυτές τις συνθήκες κατά νου, την 1η Οκτωβρίου του 1917 οι Πόντιοι που ζούσαν στο Παρίσι ίδρυσαν, με πρωτοβουλία του Κωνσταντινίδη, τον Εθνικό Σύνδεσμο του Πόντου, στόχος του οποίου ήταν η συγκρότηση ανεξάρτητου δημοκρατικού κράτους στον Πόντο.  Ο ίδιος επίσης τύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης ποντιακής δημοκρατίας. Αυτό το χάρτη τύπωσε και σε απλό σχήμα ταχυδρομικού δελτίου (καρτ-ποστάλ) με γραπτό κείμενο στα γαλλικά: «Πολίτες τον Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματα σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία». Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται και από τον Ευριπίδη Γεωργανόπουλο, ο οποίος, επιπροσθέτως, αναφέρει ότι η πρόταση για τη δημιουργία μιας Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου, στηριζόταν σε επιχειρήματα ιστορικά και πληθυσμιακά, τα οποία και δικαιολογούσαν την οριοθέτηση της διεκδικούμενης περιοχής. Η ρωσική επανάσταση ξεσήκωσε τους Έλληνες του Πόντου για το δικό τους εθνικό αγώνα, ενώ στο πρώτο παγκόσμιο Παν-ποντιακό Συνέδριο, που οργανώθηκε στη Μασσαλία το Φεβρουάριο του 1918, ο ίδιος ο Κ. Κωνσταντινίδης, με τηλεγράφημα που έστειλε στον Λ. Τρότσκι, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης. Τα γεγονότα αυτά, όπως διευκρινίζει ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος, συνέβησαν λίγο προτού περάσει η Τραπεζούντα στον έλεγχο των Νεότουρκων. Στο πλαίσιο, μάλιστα, του Παμποντιακού Συνεδρίου είχαν προσέλθει ως αντιπρόσωποι Πόντιοι από χώρες της Ευρώπης (Ελλάδα, Βρετανία, Γαλλία και Ελβετία), από την Αίγυπτο και από την Αμερική, αλλά όχι από τον ίδιο τον Πόντο και τη Ρωσία λόγω των πολιτικών εξελίξεων και των στρατιωτικών συγκρούσεων που διαδραματίζονταν εκεί. Το Συνέδριο εξέλεξε, συνάμα, προεδρείο, ορίζοντας τον Κωνσταντινίδη πρόεδρο, τον Ι. Ιωαννίδη αντιπρόεδρο και τον Σ. Κολάση γραμματέα, θέτοντας ως στόχο την προώθηση του ζητήματος της ανεξαρτησίας του Πόντου.
Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν αρχικά σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων. Όπως καταγράφεται από τον Ευριπίδη Γεωργανόπουλο, ο Χρύσανθος είχε συναντήσει τον Βενιζέλο στη Νίκαια της Γαλλίας το Νοέμβριο του 1917 και του είχε παρουσιάσει τις απόψεις του για την ανεξαρτητοποίηση του Πόντου. Στη συνάντηση αυτή, σύμφωνα με τον Κωνσταντινίδη, ο Βενιζέλος είχε επιδοκιμάσει το σχέδιο αυτό και τον είχε ενθαρρύνει, χωρίς πάντως να δεσμευτεί για την παραχώρηση κάποιας συγκεκριμένης βοήθειας. Στο συνέδριο Ειρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε το Δεκέμβριο του 1918, ο Ελ. Βενιζέλος πιέστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων, και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου, συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...