Δημητσάνα
Λαμβάνοντας
υπόψη το περιεχόμενο των παραθεμάτων και τις ιστορικές σας γνώσεις, να
προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά του συστήματος των πελατειακών σχέσεων στην
Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Κείμενο
1
Δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οικογένειες
Ό,τι συνέβαινε µε τη γη, που την καλλιεργούσαν από κοινού κάτω από την επίβλεψη και την οδηγία του αρχηγού της οικογένειας, συνέβαινε και µε τις εμπορικές επιχειρήσεις των νησιών οι οποίες αποτελούσαν επίσης οικογενειακές υποθέσεις. Η διακυβέρνηση των καραβιών γινόταν σε επίπεδο οικογενειακό: ο επικεφαλής της οικογένειας κυβερνούσε το µμεγαλύτερο και καλύτερο σκάφος, ενώ τα υπόλοιπα καράβια τα εμπιστευόταν στους γιούς και σε στενούς συγγενείς. Άλλα µέλη, φτωχότερα ή µε μακρινότερη συγγένεια, υπηρετούσαν ως πληρώματα. Ας σημειωθεί πως η νησιωτική αυτή αριστοκρατία ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στο θέμα της ανεξαρτησίας της. Σε περιοχές όπως το Σούλι και η Μάνη, η οικογενειακή ενότητα και αλληλεγγύη στάθηκαν παροιμιώδεις. Στη Μάνη, κάθε σημαντική οικογένεια κατείχε τον πύργο της και οι οικογενειακές ενώσεις αποτελούσαν αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
Αν συγγενικοί δεσμοί και υλικά συμφέροντα συνέδεαν εκατό ή και περισσότερα άτομα σε μια ανεπτυγμένη ομάδα που θεωρούνταν ως μια οικογένεια, διαπιστώνεται επίσης η ύπαρξη καθιερωμένων ευρύτερων θεσμών χάρη στους οποίους οικογένειες ενώνονταν είτε οριζόντια σε μιαν «ένωση» ίσων ατόμων είτε σε µιαν ιεραρχημένη σχέση εξαρτήσεως ή και στα δυο. Βασικά, οι σχέσεις αυτές ήταν τέσσερίς: επιγαμίες, υιοθεσία, κουμπαριά, «αδελφική φιλία» (αδελφοποιτοί).
Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄
Κείμενο
2
Κύριο στοιχείο του ανεπίσημου συστήματος (σηµ.: διακυβερνήσεως- παραδοσιακή επιβίωση από την οθωμανική εποχή, το οποίο λειτουργεί συγχρόνως µε το επίσημο σύστημα διακυβερνήσεως που ενυπήρχε στις δυτικότροπες καινοτομίες, κατά την οθωνική περίοδο) ήταν η «προστασία». ∆εν ήταν θεσμός νομοθετημένος αλλά καθιερωμένος από την καθημερινή χρήση και τη συνήθεια. Δημιούργημα µιας κοινωνίας χωρίς έντονη διαφοροποίηση στον πολιτικό, τον οικονομικό, τον κοινωνικό τομέα, η «προστασία» αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού διακανονισμού τον οποίο οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει στον προσωπικό τρόπο ζωής τους. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η εξάρτηση· όχι όμως εξάρτηση από το φεουδάρχη, όταν οι θεσμοί αμετάκλητοι και διαρκείς, καθορίζονταν από το νόμο ή την κοινωνική θέση, εκτός από ειδικές περιστάσεις που καθορίζονταν από το νόμο και το έθος. Η εξάρτηση του τύπου «προστάτης-πελάτης» προϋπέθετε και την ικανότητα του πρώτου να εξυπηρετεί τον «πελάτη» και την ελευθερία του τελευταίου να διακόπτει τους δεσμούς όταν έβρισκε ότι δεν τον ικανοποιούσαν τα ανταλλάγματα µε τα οποία εξαγόραζαν την εξάρτησή του. Η εξάρτηση ευνοούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους «προστάτες» για να επιτύχουν την υπακοή των «πελατών» και ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό των τελευταίων για να εξασφαλίσουν την εύνοια των «προστατών». Λειτουργούσε πέρα από διαχωρισμούς τάξεων, δημιουργώντας πλέγματα οριζόντια σε σχήμα πυραμίδας, έτσι ώστε ο προστάτης μπορούσε να γίνεται «πελάτης» ανάλογα µε τη θέση του απέναντι σε κάποιον που θα ήταν λιγότερο ή σε κάποιον άλλο που θα ήταν περισσότερο ισχυρός.
Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄
Ενδεικτική
απάντηση
Κατά την προεπαναστατική περίοδο, για
αντικειμενικούς λόγους, οι Έλληνες δεν είχαν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν
πολιτικά κόμματα. Υπήρχε όμως μια άλλη μορφή υποστήριξης των συμφερόντων τους,
τα πελατειακά δίκτυα, στην οργάνωση των οποίων οδήγησαν οι εξής λόγοι: ο
ανταγωνισμός μεταξύ προσώπων για την κατάληψη θέσεων εξουσίας, η ελλιπής παροχή
προστασίας από μέρους της οθωμανικής διοίκησης προς τους υπηκόους της σε
περιπτώσεις αυθαιρεσιών, η απουσία συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, πράγμα που
δημιουργούσε διαρκή αίσθηση αβεβαιότητας στους ανθρώπους.
Οι παραπάνω λόγοι οδηγούσαν τους υπηκόους να καταφεύγουν σε μη κρατικούς φορείς, οι οποίοι θα τους παρείχαν τη στοιχειώδη ασφάλεια. Ο πρώτος φορέας ήταν η ευρύτερη οικογένεια. Όπως, μάλιστα, τονίζεται στο Κείμενο 1, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπως ήταν η Μάνη και το Σούλι, η ενότητα μεταξύ των οικογενειών και η προσφερόμενη αλληλεγγύη αποτελούσαν απόλυτα σταθερές αξίες. Στη Μάνη ειδικότερα κάθε σημαντική οικογένεια διέθετε τον δικό της πύργο και η στενή σύνδεση μεταξύ των μελών της οικογένειας αποτελούσε μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Παραλλήλως, στο Κείμενο 1 διευκρινίζεται το πώς λειτουργούσε η στήριξη στο πλαίσιο των οικογενειών. Στις αγροτικές περιοχές, για παράδειγμα, η καλλιέργεια της γης γινόταν υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση του αρχηγού της οικογένειας, και κατά τρόπο αντίστοιχο λειτουργούσαν οι εμπορικές επιχειρήσεις στα νησιά, οι οποίες στελεχώνονταν σαφώς από τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Ο αρχηγός της οικογένειας ήταν ο κυβερνήτης του μεγαλύτερου και καλύτερου σκάφους, ενώ τα υπόλοιπα καράβια της επιχείρησης τα αναλάμβαναν οι γιοι του, αλλά και οι στενοί συγγενείς του. Απασχόληση, ωστόσο, προσφερόταν και σε άτομα με πιο μακρινή συγγένεια ή άλλα φτωχότερα συγγενικά πρόσωπα, τα οποία αποτελούσαν τα πληρώματα των πλοίων. Κάθε οικογένεια, παράλληλα, συνδεόταν οριζόντια με άλλες οικογένειες και κάθετα με πάτρωνες-προστάτες και τις οικογένειές τους, που είχαν υψηλότερη κοινωνική θέση. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από το Κείμενο 1, στο οποίο παρέχονται πρόσθετα στοιχεία. Η οριζόντια ή και η κάθετη ένωση προσώπων που είχαν μεταξύ τους είτε συγγενικούς δεσμούς είτε κοινά υλικά συμφέροντα μπορούσε να συνδέσει εκατό ή και περισσότερα άτομα, και οι ενώσεις αυτές επιτυγχανόταν όχι μόνο μέσω των οικογενειακών σχέσεων, αλλά και μέσω ευρύτερων παγιωμένων θεσμών, όπως ήταν η επιγαμίες -γάμοι μεταξύ προσώπων διαφορετικής κοινωνικής θέσης-, η υιοθεσία, η κουμπαριά, αλλά και ο θεσμός της αδελφικής φιλίας χάρη στον οποίοι οι φίλοι θεωρούνταν αδελφοποιτοί.
Στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο 1715-1821 αναπτύχθηκαν δύο μεγάλα δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονταν οικογένειες προκρίτων. Ανάμεσα σ’ αυτές επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός για την άσκηση επιρροής σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής και για την κατάληψη των δημοσίων θέσεων. Στη Στερεά Ελλάδα φορείς της πατρωνίας ήταν μεγαλοαρματολοί. Στα νησιά, εξάλλου, στην ηγεσία των δικτύων πατρωνίας βρίσκονταν οι οικογένειες των μεγάλων πλοιοκτητών. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο 2, τα δίκτυα παροχής προστασίας αποτέλεσαν απότοκα όχι μιας νομοθετημένης τακτικής, αλλά μιας παγιωμένης από τη συνεχή χρήση και συνήθεια επιλογής των ανθρώπων. Ο θεσμός της προστασίας είχε προκύψει στην ελληνική κοινωνία, διότι τα μέλη της δεν είχαν έντονες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις στο πώς αντιλαμβάνονταν τους κρίσιμους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας. Η προστασία, άλλωστε, αποτελούσε κομμάτι ενός «κοινωνικού διακανονισμού», τον οποίο οι Έλληνες είχαν υιοθετήσει, διότι τον είχαν δοκιμάσει στην καθημερινότητά τους και τον είχαν αποδεχτεί. Βασιζόταν, βέβαια, η προστασία στην εξάρτηση, αλλά η εξάρτηση αυτή δεν παρέπεμπε στη δουλική εξάρτηση από τον αλλοτινό φεουδάρχη, όταν επικρατούσαν απαρασάλευτοι θεσμοί, καθορισμένοι από το νόμο, την κοινωνική θέση ή το έθος της τότε εποχής. Η εξάρτηση των πελατειακών σχέσεων ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς βασιζόταν αφενός στη δυνατότητα του «προστάτη» να εξυπηρετεί τον προστατευόμενο «πελάτη» κι αφετέρου στη δυνατότητα του «πελάτη» να αποχωρεί από τη δέσμευση αυτή, όταν θεωρούσε πως τα όσα αποκόμιζε από τον προστάτη δεν αντιστοιχούσαν στα όσα όφειλε να προσφέρει για να διασφαλίσει τη σχετική προστασία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, άλλωστε, η έννοια της εξάρτησης δημιουργούσε ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους επίδοξους προστάτες προκειμένου να διασφαλίσουν την αφοσίωση των πελατών, και παραλλήλως δημιουργούσε ανταγωνισμό μεταξύ των «πελατών» προκειμένου να διασφαλίσουν την εύνοια εκείνων που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως προστάτες τους. Οι πελατειακές αυτές σχέσεις είχαν, συνάμα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι ξεπερνούσαν τις ταξικές διακρίσεις και διαμόρφωναν ένα σχήμα πυραμίδας, στο πλαίσιο του οποίου ο προστάτης κάποιων μπορούσε να είναι ο ίδιος πελάτης ενός άλλους ισχυρότερου προστάτη.
Τα κατοπινά κόμματα δεν αποτελούν απλή μετεξέλιξη των δικτύων πατρωνίας. Επί τουρκοκρατίας το πολιτικό πλαίσιο ήταν δεδομένο και αναμφισβήτητο: η οθωμανική κυριαρχία. Τα ζητήματα στα οποία μπορούσαν να εκφραστούν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις ήταν είτε η διεκδίκηση δημοσίων αξιωμάτων είτε η αντιμετώπιση μικροπροβλημάτων της καθημερινής ζωής, περισσότερο «τεχνικής» υφής, όπως π.χ. ζητήματα δημοσίων έργων. Οι φορείς της πατρωνίας δεν είχαν λόγο σε ζητήματα που άπτονταν της νομοθεσίας ή της εξωτερικής πολιτικής, και επομένως τα δίκτυα πατρωνίας δεν διαμόρφωναν διαφορετικές πολιτικές απόψεις. Γενικότερα, τα δίκτυα πατρωνίας δεν λειτουργούσαν κάτω από τους ίδιους όρους και δεν ανταποκρίνονταν στις ίδιες ανάγκες με τα κατοπινά κόμματα.
Δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οικογένειες
Ό,τι συνέβαινε µε τη γη, που την καλλιεργούσαν από κοινού κάτω από την επίβλεψη και την οδηγία του αρχηγού της οικογένειας, συνέβαινε και µε τις εμπορικές επιχειρήσεις των νησιών οι οποίες αποτελούσαν επίσης οικογενειακές υποθέσεις. Η διακυβέρνηση των καραβιών γινόταν σε επίπεδο οικογενειακό: ο επικεφαλής της οικογένειας κυβερνούσε το µμεγαλύτερο και καλύτερο σκάφος, ενώ τα υπόλοιπα καράβια τα εμπιστευόταν στους γιούς και σε στενούς συγγενείς. Άλλα µέλη, φτωχότερα ή µε μακρινότερη συγγένεια, υπηρετούσαν ως πληρώματα. Ας σημειωθεί πως η νησιωτική αυτή αριστοκρατία ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στο θέμα της ανεξαρτησίας της. Σε περιοχές όπως το Σούλι και η Μάνη, η οικογενειακή ενότητα και αλληλεγγύη στάθηκαν παροιμιώδεις. Στη Μάνη, κάθε σημαντική οικογένεια κατείχε τον πύργο της και οι οικογενειακές ενώσεις αποτελούσαν αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
Αν συγγενικοί δεσμοί και υλικά συμφέροντα συνέδεαν εκατό ή και περισσότερα άτομα σε μια ανεπτυγμένη ομάδα που θεωρούνταν ως μια οικογένεια, διαπιστώνεται επίσης η ύπαρξη καθιερωμένων ευρύτερων θεσμών χάρη στους οποίους οικογένειες ενώνονταν είτε οριζόντια σε μιαν «ένωση» ίσων ατόμων είτε σε µιαν ιεραρχημένη σχέση εξαρτήσεως ή και στα δυο. Βασικά, οι σχέσεις αυτές ήταν τέσσερίς: επιγαμίες, υιοθεσία, κουμπαριά, «αδελφική φιλία» (αδελφοποιτοί).
Κύριο στοιχείο του ανεπίσημου συστήματος (σηµ.: διακυβερνήσεως- παραδοσιακή επιβίωση από την οθωμανική εποχή, το οποίο λειτουργεί συγχρόνως µε το επίσημο σύστημα διακυβερνήσεως που ενυπήρχε στις δυτικότροπες καινοτομίες, κατά την οθωνική περίοδο) ήταν η «προστασία». ∆εν ήταν θεσμός νομοθετημένος αλλά καθιερωμένος από την καθημερινή χρήση και τη συνήθεια. Δημιούργημα µιας κοινωνίας χωρίς έντονη διαφοροποίηση στον πολιτικό, τον οικονομικό, τον κοινωνικό τομέα, η «προστασία» αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού διακανονισμού τον οποίο οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει στον προσωπικό τρόπο ζωής τους. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η εξάρτηση· όχι όμως εξάρτηση από το φεουδάρχη, όταν οι θεσμοί αμετάκλητοι και διαρκείς, καθορίζονταν από το νόμο ή την κοινωνική θέση, εκτός από ειδικές περιστάσεις που καθορίζονταν από το νόμο και το έθος. Η εξάρτηση του τύπου «προστάτης-πελάτης» προϋπέθετε και την ικανότητα του πρώτου να εξυπηρετεί τον «πελάτη» και την ελευθερία του τελευταίου να διακόπτει τους δεσμούς όταν έβρισκε ότι δεν τον ικανοποιούσαν τα ανταλλάγματα µε τα οποία εξαγόραζαν την εξάρτησή του. Η εξάρτηση ευνοούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους «προστάτες» για να επιτύχουν την υπακοή των «πελατών» και ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό των τελευταίων για να εξασφαλίσουν την εύνοια των «προστατών». Λειτουργούσε πέρα από διαχωρισμούς τάξεων, δημιουργώντας πλέγματα οριζόντια σε σχήμα πυραμίδας, έτσι ώστε ο προστάτης μπορούσε να γίνεται «πελάτης» ανάλογα µε τη θέση του απέναντι σε κάποιον που θα ήταν λιγότερο ή σε κάποιον άλλο που θα ήταν περισσότερο ισχυρός.
Οι παραπάνω λόγοι οδηγούσαν τους υπηκόους να καταφεύγουν σε μη κρατικούς φορείς, οι οποίοι θα τους παρείχαν τη στοιχειώδη ασφάλεια. Ο πρώτος φορέας ήταν η ευρύτερη οικογένεια. Όπως, μάλιστα, τονίζεται στο Κείμενο 1, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπως ήταν η Μάνη και το Σούλι, η ενότητα μεταξύ των οικογενειών και η προσφερόμενη αλληλεγγύη αποτελούσαν απόλυτα σταθερές αξίες. Στη Μάνη ειδικότερα κάθε σημαντική οικογένεια διέθετε τον δικό της πύργο και η στενή σύνδεση μεταξύ των μελών της οικογένειας αποτελούσε μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Παραλλήλως, στο Κείμενο 1 διευκρινίζεται το πώς λειτουργούσε η στήριξη στο πλαίσιο των οικογενειών. Στις αγροτικές περιοχές, για παράδειγμα, η καλλιέργεια της γης γινόταν υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση του αρχηγού της οικογένειας, και κατά τρόπο αντίστοιχο λειτουργούσαν οι εμπορικές επιχειρήσεις στα νησιά, οι οποίες στελεχώνονταν σαφώς από τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Ο αρχηγός της οικογένειας ήταν ο κυβερνήτης του μεγαλύτερου και καλύτερου σκάφους, ενώ τα υπόλοιπα καράβια της επιχείρησης τα αναλάμβαναν οι γιοι του, αλλά και οι στενοί συγγενείς του. Απασχόληση, ωστόσο, προσφερόταν και σε άτομα με πιο μακρινή συγγένεια ή άλλα φτωχότερα συγγενικά πρόσωπα, τα οποία αποτελούσαν τα πληρώματα των πλοίων. Κάθε οικογένεια, παράλληλα, συνδεόταν οριζόντια με άλλες οικογένειες και κάθετα με πάτρωνες-προστάτες και τις οικογένειές τους, που είχαν υψηλότερη κοινωνική θέση. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώνεται από το Κείμενο 1, στο οποίο παρέχονται πρόσθετα στοιχεία. Η οριζόντια ή και η κάθετη ένωση προσώπων που είχαν μεταξύ τους είτε συγγενικούς δεσμούς είτε κοινά υλικά συμφέροντα μπορούσε να συνδέσει εκατό ή και περισσότερα άτομα, και οι ενώσεις αυτές επιτυγχανόταν όχι μόνο μέσω των οικογενειακών σχέσεων, αλλά και μέσω ευρύτερων παγιωμένων θεσμών, όπως ήταν η επιγαμίες -γάμοι μεταξύ προσώπων διαφορετικής κοινωνικής θέσης-, η υιοθεσία, η κουμπαριά, αλλά και ο θεσμός της αδελφικής φιλίας χάρη στον οποίοι οι φίλοι θεωρούνταν αδελφοποιτοί.
Στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο 1715-1821 αναπτύχθηκαν δύο μεγάλα δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονταν οικογένειες προκρίτων. Ανάμεσα σ’ αυτές επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός για την άσκηση επιρροής σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής και για την κατάληψη των δημοσίων θέσεων. Στη Στερεά Ελλάδα φορείς της πατρωνίας ήταν μεγαλοαρματολοί. Στα νησιά, εξάλλου, στην ηγεσία των δικτύων πατρωνίας βρίσκονταν οι οικογένειες των μεγάλων πλοιοκτητών. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο 2, τα δίκτυα παροχής προστασίας αποτέλεσαν απότοκα όχι μιας νομοθετημένης τακτικής, αλλά μιας παγιωμένης από τη συνεχή χρήση και συνήθεια επιλογής των ανθρώπων. Ο θεσμός της προστασίας είχε προκύψει στην ελληνική κοινωνία, διότι τα μέλη της δεν είχαν έντονες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις στο πώς αντιλαμβάνονταν τους κρίσιμους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας. Η προστασία, άλλωστε, αποτελούσε κομμάτι ενός «κοινωνικού διακανονισμού», τον οποίο οι Έλληνες είχαν υιοθετήσει, διότι τον είχαν δοκιμάσει στην καθημερινότητά τους και τον είχαν αποδεχτεί. Βασιζόταν, βέβαια, η προστασία στην εξάρτηση, αλλά η εξάρτηση αυτή δεν παρέπεμπε στη δουλική εξάρτηση από τον αλλοτινό φεουδάρχη, όταν επικρατούσαν απαρασάλευτοι θεσμοί, καθορισμένοι από το νόμο, την κοινωνική θέση ή το έθος της τότε εποχής. Η εξάρτηση των πελατειακών σχέσεων ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς βασιζόταν αφενός στη δυνατότητα του «προστάτη» να εξυπηρετεί τον προστατευόμενο «πελάτη» κι αφετέρου στη δυνατότητα του «πελάτη» να αποχωρεί από τη δέσμευση αυτή, όταν θεωρούσε πως τα όσα αποκόμιζε από τον προστάτη δεν αντιστοιχούσαν στα όσα όφειλε να προσφέρει για να διασφαλίσει τη σχετική προστασία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, άλλωστε, η έννοια της εξάρτησης δημιουργούσε ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους επίδοξους προστάτες προκειμένου να διασφαλίσουν την αφοσίωση των πελατών, και παραλλήλως δημιουργούσε ανταγωνισμό μεταξύ των «πελατών» προκειμένου να διασφαλίσουν την εύνοια εκείνων που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως προστάτες τους. Οι πελατειακές αυτές σχέσεις είχαν, συνάμα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι ξεπερνούσαν τις ταξικές διακρίσεις και διαμόρφωναν ένα σχήμα πυραμίδας, στο πλαίσιο του οποίου ο προστάτης κάποιων μπορούσε να είναι ο ίδιος πελάτης ενός άλλους ισχυρότερου προστάτη.
Τα κατοπινά κόμματα δεν αποτελούν απλή μετεξέλιξη των δικτύων πατρωνίας. Επί τουρκοκρατίας το πολιτικό πλαίσιο ήταν δεδομένο και αναμφισβήτητο: η οθωμανική κυριαρχία. Τα ζητήματα στα οποία μπορούσαν να εκφραστούν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις ήταν είτε η διεκδίκηση δημοσίων αξιωμάτων είτε η αντιμετώπιση μικροπροβλημάτων της καθημερινής ζωής, περισσότερο «τεχνικής» υφής, όπως π.χ. ζητήματα δημοσίων έργων. Οι φορείς της πατρωνίας δεν είχαν λόγο σε ζητήματα που άπτονταν της νομοθεσίας ή της εξωτερικής πολιτικής, και επομένως τα δίκτυα πατρωνίας δεν διαμόρφωναν διαφορετικές πολιτικές απόψεις. Γενικότερα, τα δίκτυα πατρωνίας δεν λειτουργούσαν κάτω από τους ίδιους όρους και δεν ανταποκρίνονταν στις ίδιες ανάγκες με τα κατοπινά κόμματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου