Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Ζ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

David Talley 

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Ζ΄

Ήρθαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

Με αφορμή τη Γερμανική Κατοχή ο ποιητής θυμάται τις πολλαπλές επεμβάσεις ξένων κρατών στην Ελλάδα, που δεν έγιναν πάντα με τον ξεκάθαρα εχθρικό τρόπο μιας επίθεσης. Πολλές φορές, με την ελπίδα κάποιας βοήθειας, με την προσδοκία μιας ουσιαστικής συνδρομής, η Ελλάδα είχε δεχτεί τις παρεμβάσεις, κυρίως Ευρωπαϊκών κρατών, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη με τη βιαιότητά τους, με την αδυναμία τους να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό και με τη διάθεσή τους να εκμεταλλευτούν το νεοσύστατο αυτό κράτος.

Ήρθαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.

Πολλές φορές οι εχθροί, υποκρινόμενοι πως έρχονται για να βοηθήσουν, πάτησαν το παμπάλαιο ελληνικό χώμα, το χώμα με την μακραίωνη ιστορία, το χώμα που γέννησε και προσέφερε στον κόσμο σημαντικές ιδέες και αξίες.
Το χώμα, όμως, αυτό ποτέ δεν παρέμεινε δέσμιό τους τους απέρριψε ως ξένο σώμα και διατήρησε την ελευθερία του. Μια καίρια υπενθύμιση και συνάμα προειδοποίηση του ποιητή προς όλους εκείνους που θέλησαν ή θέλουν να επιβληθούν στην ελληνική γη.
Το ελληνικό κράτος έχοντας διανύσει μια σύντομη, αλλά εξαιρετικά επίπονη πορεία από τη σύστασή του, βρέθηκε συχνά στην ανάγκη μιας εξωτερικής βοήθειας, γεγονός που οι «φίλοι» έσπευσαν πάντοτε να εκμεταλλευτούν.

Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.

Οι υποτιθέμενοι φίλοι της Ελλάδας έφερναν μαζί τους και τους ιδανικούς γνώστες, ώστε να μπορέσουν να αναμορφώσουν το ελληνικό κράτος. Σαφής εδώ η ειρωνική διάθεση του ποιητή που παραθέτει τις ιδιότητες των επαϊόντων σα να είναι αριστοφανικοί ήρωες.
Έφερναν μαζί τους «πάνσοφα» εγχειρίδια, βίβλους, που περιείχαν όλη την αναγκαία γνώση, για να επιτύχουν το στόχο τους και συνάμα είχαν κι όλη την απαιτούμενη δύναμη για να επιβάλλουν τη θέλησή τους.
Οι αναφορές αυτές του ποιητή μας παραπέμπουν εύλογα στις παρεμβάσεις των Βαυαρών στα χρόνια του Όθωνα, αλλά και στις μετέπειτα περιόδους που το Ελληνικό κράτος τέθηκε υπό Διεθνή οικονομικό έλεγχο, λόγω της αδυναμίας του να αποπληρώσει τα δάνεια που είχε λάβει.
Οι «φίλοι», λοιπόν, του ελληνικού έθνους εξουσίαζαν με τη βοήθεια των όπλων τη χώρα, έθεταν υπό τον έλεγχό τους το «παμπάλαιο φως», τον ελληνικό δηλαδή πολιτισμό, αλλά ποτέ δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν αυτόν τον ιδιαίτερο πολιτισμό.
Ποτέ δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την αξία του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής ψυχής, γι’ αυτό και ποτέ δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τους Έλληνες.
Οι προθέσεις τους, άλλωστε, ήταν πάντοτε εμφανείς, καθώς ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να προσφέρουν κάποια αρωγή στο ελληνικό κράτος. Το μόνο που ήθελαν ήταν να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Ελλήνων.
Δεν ξεγέλασαν, λοιπόν, κανέναν με την υποτιθέμενη φιλική τους προσφορά και ο ελληνικός λαός τους αντιμετώπιζε -όπως άλλωστε ήταν- ως εχθρούς.

Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.

Κανένας Έλληνας δεν ξεγελάστηκε από την υποκρισία των ξένων κρατών, κανένας δεν πίστεψε ποτέ πως έχουν κάποια άλλη σκέψη πέρα από το προσωπικό τους συμφέρον. Στοιχείο που πολύ παραστατικά μας δίνει ο ποιητής αναφερόμενος στη μέλισσα και στο ζέφυρο.
Έτσι, όχι μόνο τους Έλληνες δεν ξεγέλασαν, αλλά ούτε καν μια μέλισσα δεν τους πίστεψε, για να ξεκινήσει το ευδαιμονικό της πέταγμα κάτω από τις αχτίδες του ήλιου, ούτε καν ο άνεμος δεν ανταποκρίθηκε φουσκώνοντας τα πανιά των πλοίων.
Η χώρα εξέλαβε την παρουσία τους ως κατοχική δύναμη, έστω κι αν οι ίδιοι παρουσιάζονταν ως φίλοι και σύμμαχοι.

Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.

Οι εχθροί της Ελλάδας, λαμβάνοντας τον έλεγχο της χώρας, έχτισαν δυνατούς πύργους και πολυτελείς κατοικίες, έφεραν στα λιμάνια τα πλοία τους, καθιστώντας την παρουσία τους εμφανή και συνάμα απρόσβλητη από τις πιθανές απόπειρες αντίδρασης των Ελλήνων.
Θέσπισαν τους νόμους που εξυπηρετούσαν τα καλά και συμφέροντα ό,τι δηλαδή διασφάλιζε τα συμφέροντά τους, παραγκωνίζοντας το «παμπάλαιο μέτρο», το ελληνικό μέτρο της μεσότητας και της μη υπερβολής.
Με την αδιαλλαξία της δύναμης που τους παρείχαν τα όπλα, με τη βεβαιότητα ότι μπορούσαν να επιβάλουν οποιοδήποτε νόμο στους Έλληνες, δε σκέφτηκαν ούτε μια στιγμή να διατηρήσουν το μέτρο, να μη φανούν υπερβολικοί στις απαιτήσεις τους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν σε μια χώρα που διένυσε αιώνες βασιζόμενη στην αρχή του μέτρου, στην αποχή από τα άκρα και την υπερβολή, δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν την πολύτιμη αυτή σοφία.
Με βιαιότητα και υπεροψία ξεπέρασαν εξαρχής το μέτρο, φανέρωσαν την απληστία τους κι έδειξαν στον ελληνικό λαό το αληθινό τους πρόσωπο. 

Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.

Οι εχθροί βρέθηκαν στη χώρα αυτή, ήρθαν σ’ επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, με τους τρόπους της ελληνικής σκέψης, αλλά δεν κατόρθωσαν να λάβουν και να κατανοήσουν τίποτε.
Στην ψυχή τους δεν έμεινε ούτε ίχνος από το ελληνικό θαύμα, από την ευλογία του Θεού, όπως αντίστοιχα, κανένα στοιχείο του ελληνισμού δε θέλησε να αλληλεπιδράσει μαζί τους, ούτε μια νεράιδα δεν καταδέχτηκε να πάρει τη φωνή τους.
Η αναφορά εδώ στην παράδοση των νεράιδων που έκλεβαν τη φωνή των ανδρών που τολμούσαν να τις κοιτάξουν, όταν κολυμπούσαν γυμνές στα νερά των ποταμών, τονίζει πόσο αδιάφοροι στάθηκαν οι ξένοι κατακτητές απέναντι στη μαγεία του ελληνικού πολιτισμού και στον πλούτο της ελληνικής παράδοσης.

Έφτασαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

Στο κλείσιμο του ποιήματος ο Ελύτης επανέρχεται στην υποκρισία των εχθρών της χώρας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν τάχα ως φίλοι, ενώ στην πραγματικότητα η μόνη προσφορά που είχαν για τους Έλληνες ήταν τα «παμπάλαια δώρα» της βίας και της καταστροφής. Με σίδερο, φωτιά και όπλα έρχονταν οι ξένοι «φίλοι», με σίδερο, φωτιά και όπλα απαντούσαν στις εκκλήσεις των Ελλήνων για βοήθεια.
Στα ανοιχτά δάχτυλα ενός υπερήφανου λαού, που είχε ανάγκη για μια ουσιαστική στήριξη, απαντούσαν με τη βίαιη επιβολή της εξουσίας τους, με καταστροφές και θανάτους.
Η τριπλή επανάληψη των δώρων «όπλα, σίδερο και φωτιά» που γίνεται στην καταληκτική στροφή, παρουσιάζει με ιδιαίτερη έμφαση τη βιαιότητα, τη σκληρότητα, και την έλλειψη πολιτισμού των ξένων κατακτητών, και βρίσκεται σε ανταπόκριση με τους τρεις αποφατικούς στίχους του ποιήματος: «Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους / Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους / Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους».
Οι ξένοι «φίλοι» γνωρίζουν μόνο τους βίαιους τρόπους και την καταστροφή, δεν έχουν καμία αίσθηση συμπόνιας και κανένα ειλικρινές συναίσθημα, πέρα από τον πόθο τους για το κέρδος. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν μπόρεσαν ποτέ να στεριώσουν στο ελληνικό έδαφος, γι’ αυτό εκδιώχθηκαν κάθε φορά από τους Έλληνες. Δεν κατόρθωσαν ποτέ να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό, δεν ένιωσαν ποτέ σεβασμό για το βάθος της ελληνικής ψυχής και φυσικά δεν αντιλήφθηκαν ποτέ την αξία της διατήρησης του μέτρου στις πράξεις και τις επιδιώξεις τους.

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Β΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips



Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Β΄

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μο δωσαν λληνική·
τό σπίτι φτωχικό στίς μμουδιές το μήρου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου στίς μμουδιές το μήρου.
κε σπάροι καί πέρκες
νεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μές στά γαλάζια
σα εδα στά σπλάχνα μου ν’ νάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
μέ τά πρτα λόγια τν Σειρήνων
στρακα ρόδινα μέ τά πρτα μαρα ρίγη.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου μέ τά πρτα μαρα ρίγη.
κε ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θεοι κι ξάδελφοι
τό λάδι δειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια·
καί πνοές πό τη ρεματιά εωδιάζοντας
λυγαριά καί σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
μέ τά πρτα πιπίσματα τν σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι!
κε δάφνες και βάγια
θυμιατό καί λιβάνισμα
τίς πάλες ελογώντας καί τά καριοφίλια.
Στό χμα τό στρωμένο μέ τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
καί Χριστός Ανέστη
μέ τά πρτα σμπάρα τν λλήνων.
γάπες μυστικές μέ τά πρτα λόγια το μνου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα λόγια το μνου!

Ο δεύτερος Ψαλμός του Άξιον Εστί αποτελεί έναν εξαίσιο ύμνο για τον ελληνισμό και την ελληνική ταυτότητα. Με το μοναδικό τρόπο του Ελύτη η ελληνική γλώσσα, η ελληνική φύση, η θρησκεία, η ιστορία κι οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες συνδυάζονται σε μια σειρά συνειρμών και αποκτούν την απαιτούμενη συνοχή με την επαναφορά της κυρίαρχης θεματικής του ποιήματος που είναι η ελληνική γλώσσα (Μονάχη γνοια γλώσσα μου).
Από τον Όμηρο μέχρι το Διονύσιο Σολωμό η ελληνική γλώσσα ονοματίζει το φυσικό περιβάλλον του ελληνικού χώρου και συνάμα εκφράζει συναισθήματα κι ανάγκες της ελληνικής ψυχής, με σημαντικότερη όλων την ανάγκη για ελευθερία.

Αναλυτικότερα:
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μο δωσαν λληνική·
τό σπίτι φτωχικό στίς μμουδιές το μήρου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου στίς μμουδιές το μήρου.

Ο πρώτος κιόλας στίχος αναδεικνύει την ιδιαίτερη αξία που έχει για τον ποιητή το γεγονός ότι η μητρική του γλώσσα είναι η ελληνική. Ένα ιδιαίτερο προνόμιο, αλλά και συνάμα μια σημαντική ευθύνη για τον ποιητή, ο οποίος αναλογίζεται τη μοναδική πορεία της ελληνικής γλώσσας από τα χρόνια ήδη του Ομήρου μέχρι και σήμερα. Μια γλώσσα που επέτρεψε τη διατύπωση ιδεών που άλλαξαν τον τρόπο σκέψης όλης της ανθρωπότητας, μια γλώσσα που αποτύπωσε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα, μια γλώσσα που αποτελεί το συνεκτικό δεσμό ενός έθνους δοκιμασμένου στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων.
Στον ποιητή δίνεται η γλώσσα ελληνική, μ’ όλο τον πλούτο που τη συνοδεύει, αλλά το σπίτι φτωχικό. Η αντίφαση αυτή είναι χαρακτηριστική για το ελληνικό έθνος που παρά την πολύτιμη ιστορία του, που έχει συνδεθεί με τη γλώσσα του, δεν απέκτησε έναν ανάλογο υλικό πλούτο. Έτσι, το σπίτι φτωχικό, μα τοποθετημένο στις αμμουδιές του Ομήρου, μιας και ο ελληνικός τόπος, έστω κι αν δεν έχει υλικό πλούτο, διαθέτει πλούσια και πανταχού παρούσα την πνευματική παράδοση των ανθρώπων της.
Το πνευματικό ανάστημα κι η κληρονομιά του Ομήρου δεσπόζουν στο ελληνικό τοπίο, που αποτυπώθηκε όλο στο έργο του κι ανυψώθηκε ως ο χώρος εκείνος που γέννησε κι ανέθρεψε ανθρώπους μοναδικής πνευματικής δύναμης. Το βάρος αυτής της κληρονομιάς είναι επομένως η μόνη έγνοια του ποιητή, καθώς ζει και κινείται στης αμμουδιές του Ομήρου.
Η ελληνική γλώσσα που έφτασε σε πρωτόφαντη αρτιότητα στα χέρια του Ομήρου είναι για τον ποιητή συνάμα κληρονομιά κι ευθύνη, καθώς αισθάνεται πως η γλώσσα αυτή δεν πρέπει να προδοθεί και δεν πρέπει να ξεπέσει. Η γλώσσα που υπηρέτησε τη διάνοια του Ομήρου και τόσο σημαντικών φιλοσόφων και ποιητών, δεν πρέπει να παραμεληθεί. Η γλώσσα αυτή, έχοντας εκφράσει κι έχοντας δώσει ζωή σε ιδέες καινοφανείς και πολύτιμες, είναι για τον Ελύτη -και για κάθε Έλληνα- η μοναδική του έγνοια, καθώς παραμένει ζωντανή και ικανή να δώσει και πάλι νέα ώθηση στην ανθρώπινη σκέψη.

κε σπάροι καί πέρκες
νεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μές στά γαλάζια
σα εδα στά σπλάχνα μου ν’ νάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
μέ τά πρτα λόγια τν Σειρήνων
στρακα ρόδινα μέ τά πρτα μαρα ρίγη.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου μέ τά πρτα μαρα ρίγη.

Η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με το φυσικό τοπίο, με το χώρο που τη γέννησε, είναι για τον ποιητή μια σχέση πρόδηλη και γίνεται αντιληπτή άλλωστε κι απ’ τον τρόπο που ο ίδιος αισθάνεται μέσα του την επαφή του με τη γλώσσα. Γλώσσα και φυσικό τοπίο -δύο ισότιμα στοιχεία της ιδιαίτερης υπόστασης του ποιητή- συμβαδίζουν μαζί σε μια πορεία αιώνων.
Οι σπάροι κι οι πέρκες, δηλωτικά του φυσικού τοπίου, συνδέονται στο κάλεσμα μιας παρήχησης (ρ) με τα ανεμόδαρτα ρήματα, τα ρήματα που δοκιμάστηκαν απ’ τη μανία της φύσης κι απέκτησαν μερίδιο της ομορφιάς της, ρήματα όμορφα και δυνατά, σαν τα πράσινα ρεύματα μες στο γαλάζιο της θάλασσας.
Συνειρμικά και παρηχητικά ο ποιητής δένει αξεδιάλυτα τη γλώσσα με τη φύση, αποδίδοντας την εύλογη σύνδεση των δύο στοιχείων, καθώς οι λέξεις της ελληνικής δεν κατέχουν μόνο την αξία του σημαίνοντος, αλλά και μιαν αυτόνομη ομορφιά, ανάλογη αυτής του σημαινόμενου.
Η ομορφιά της ελληνικής γλώσσας στην αξεδιάλυτη σύνδεσή της με την ελληνική φύση, όπως αποδόθηκε όχι μόνο στα χρόνια της γένεσής της, αλλά και όπως τη βίωσε ο ίδιος ο ποιητής, καθώς αισθάνθηκε για πρώτη φορά τη μαγεία που ασκεί το άκουσμά της. Όσα είδε ν’ ανάβουνε στα σπλάχνα του, μαγεμένος απ’ την ακατάλυτη γοητεία της, ήταν εικόνες της ελληνικής φύσης, που αναδύθηκαν μέσα του αυτόκλητες κι οργανικά συνδεδεμένες με τους ήχους μιας γλώσσας που έλκει σαν το ερωτικό τραγούδι των Σειρήνων.
Οι λέξεις που θα δομήσουν το λόγο και την ποίησή του, είναι λέξεις μιας γλώσσας σφυρηλατημένης στις αντιθέσεις και δοκιμασμένης απ’ την πρώτη της αρχή. Τα ρόδινα όστρακα, που παραπέμπουν στη γένεση της γλώσσας, συνδέονται συγχρονικά με τα πρώτα μαύρα ρίγη, με τα δυσοίωνα ρίγη που προμηνύουν κινδύνους, για ένα έθνος που γνώρισε από νωρίς τις δοκιμασίες του πολέμου. Η ελληνική γλώσσα ακολουθεί τη μοίρα του ελληνικού έθνους, σε κινδύνους και δοκιμασίες, κι είναι στις δοκιμασίες αυτές που ο ποιητής διατηρεί ως μόνη του έγνοια τη γλώσσα· μέλημα διαρκές για έναν θεράποντα του ελληνικού λόγου.

κε ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θεοι κι ξάδελφοι
τό λάδι δειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια·
καί πνοές πό τη ρεματιά εωδιάζοντας
λυγαριά καί σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
μέ τά πρτα πιπίσματα τν σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι!

Μετά τις εικόνες της θάλασσας και την επαφή της γλώσσας με το σημαντικό αυτό κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, ο ποιητής περνά στο στεριανό τοπίο και στις μνήμες της παιδικής ηλικίας. Η γλώσσα παρούσα κι εκεί να ονοματίσει καθετί γύρω του «ρόδια, κυδώνια», να εκφράσει το θαυμασμό των πρώτων προτύπων του ποιητή «θεοί μελαχρινοί», που δεν είναι άλλοι απ’ τους θείους και τα ξαδέλφια. Τα παρηχητικά παιχνιδίσματα δίνουν μελωδικότητα στους στίχους και αναδεικνύουν κρυφά μονοπάτια ανάμεσα στις λέξεις (θεοί – θείοι).
Πράξεις της καθημερινότητας -το άδειασμα του λαδιού στα πελώρια πιθάρια- που χαρακτηρίζουν τη ζωή στην Κρήτη απ’ τη μινωική εποχή αδιάκοπα μέχρι τα χρόνια του ποιητή. Πρώτες εικόνες της παιδικής ηλικίας που πλουτίζονται με την ευλογία των γεμάτων ευωδία πνοών απ’ τη ρεματιά, που φέρνουν στο χώρο μεθυστικά αρώματα από τις λυγαριές, τα σπάρτα και τις πιπερόριζες. Ευωδιές που χαράζονται στη μνήμη, αποτελώντας το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο που χρωματίζει τα παιδικά χρόνια του ποιητή.
Οι ευωδιές, μάλιστα, συνδυάζονται με τα πιπίσματα των νεογνών σπίνων, χτίζοντας έναν ολόκληρο κόσμο ήχων και μυρωδιών, που θα μείνει για πάντα ο ευδαιμονικός χώρος των παιδικών χρόνων και της ξεγνοιασιάς. Εμφανής η παρήχηση του «π», στο πέρασμα από τις ευωδιές της πιπερόριζας στα πιπίσματα των σπίνων.
Οι ήχοι της φύσης κατόπιν θα δεθούν αρμονικά και με τις πρώτες γλυκές ψαλμωδίες απ’ τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Οι λειτουργίες στην εκκλησία, με τους βυζαντινούς ύμνους που αποτελούν έναν μικρό γρίφο για κάθε ελληνόπουλο, είναι τα πρώτα ακούσματα του ποιητή, που ενισχύουν την αγάπη του για την πολύπτυχη αυτή γλώσσα. Έτσι, και στο άκουσμα των πρώτων Δόξα Σοι, σε μικρή μάλιστα ηλικία, μονάχη έγνοια του ποιητή η ελληνική γλώσσα, πάντοτε πολύπλευρη, αινιγματική, μαγευτική.

κε δάφνες και βάγια
θυμιατό καί λιβάνισμα
τίς πάλες ελογώντας καί τά καριοφίλια.
Στό χμα τό στρωμένο μέ τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
καί Χριστός Ανέστη
μέ τά πρτα σμπάρα τν λλήνων.
γάπες μυστικές μέ τά πρτα λόγια το μνου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα λόγια το μνου!

Την ελληνική φύση και τις μνήμες των παιδικών χρόνων, διαδέχονται εικόνες που έχουν συνδυαστεί με την ελληνική επανάσταση του 1821. Οι δάφνες και τα βάγια την Κυριακή των Βαΐων, την Κυριακή πριν απ’ το Πάσχα, όπου οι εκκλησίες ευλόγησαν τις σπάθες και τα όπλα των ελλήνων επαναστατών. Κι ύστερα η τσίκνα απ’ το ψήσιμο των αρνιών, τα τσουγκρίσματα των αυγών και η ανταλλαγή ευχών, με τους πρώτους πυροβολισμούς των Ελλήνων να δονούν τον αέρα.
Η παράλληλη πορεία του ελληνισμού με τη χριστιανική θρησκεία είναι κάτι που τιμάται απ’ τον ποιητή, ο οποίος αναγνωρίζει την πολύτιμη προσφορά της εκκλησίας στους αγώνες των Ελλήνων. Η εκκλησία στάθηκε πάντοτε ακλόνητο στήριγμα για τους Έλληνες, που στρέφονται πάντοτε σ’ αυτή για ηθική, πνευματική, αλλά και υλική ενίσχυση, στις δύσκολες περιόδους της ιστορίας τους.
Η πίστη των Ελλήνων στο Θεό και η ανάδειξη της εκκλησίας σε αναμφισβήτητο πνευματικό ηγέτη τους, είναι στοιχεία που διέσωσαν τον ελληνισμό ακόμη και στις πιο σκληρές δοκιμασίες του. Είτε επρόκειτο για την περίοδο της τουρκοκρατίας είτε για τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, η εκκλησία αποτέλεσε πάντοτε το ιερό καταφύγιο των Ελλήνων. Η εκκλησία στάθηκε αυστηρός θεματοφύλακας των παραδόσεων και της γλώσσας, του ήθους και της ελληνικότητας, του δοκιμαζόμενου λαού.
Παραμένοντας στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ο Ελύτης τιμά τον εθνικό μας ποιητή, που έδωσε με τους συλλογισμούς και το έργο του το παράδειγμα στους πνευματικούς απογόνους του. «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στό νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καί γλώσσα;» έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, κατευθύνοντας όχι μόνο τη δική του πορεία, αλλά και θέτοντας ένα σημαντικό πρότυπο για τους μεταγενέστερους ποιητές. «Μονάχη γνοια γλώσσα μου», γράφει ο Ελύτης, τιμώντας το Σολωμό και τονίζοντας την αγάπη και το διαρκές ενδιαφέρον του για την πολύτιμη αυτή γλώσσα.
Η ελληνική γλώσσα βέβαια, δεν είναι η μόνη έγνοια του Ελύτη, που ακολουθώντας κι εδώ το παράδειγμα του Σολωμού -στο έργο του οποίου έχει θητεύσει- διατηρεί την αγάπη για την πατρίδα και για την ελευθερία της ως τιμαλφές μέλημά του.
Οι μυστικές αγάπες με τα πρώτα λόγια του Ύμνου, αποκαλύπτουν την επίδραση που άσκησε ο Σολωμός, όχι μόνο στον ποιητή, αλλά και σε κάθε Έλληνα που με συγκίνηση ακούει και μελετά τον εθνικό μας ύμνο. «Σε γνωρίζω από την κόψη / Του σπαθιού την τρομερή...». Η βαθιά ανάγκη των Ελλήνων για τη διασφάλιση της ελευθερίας τους θα τους ωθήσει στην ηρωική επανάσταση του 1821, στα χρόνια του Σολωμού, και θα τους οπλίσει με δύναμη και στα χρόνια του Ελύτη κατά την επώδυνη περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Η συνάντηση του Ελύτη με το Σολωμό δεν είναι τυχαία, τόσο γιατί ιστορικά ζουν και οι δύο ποιητές σε δύσκολα χρόνια για το ελληνικό έθνος, όσο και γιατί θέτουν κι οι δύο την ελληνική γλώσσα ως βασική τους προτεραιότητα. Αγώνες για την ελευθερία και συνεχείς προσπάθειες για την ελληνική γλώσσα είναι το κοινό πεδίο των δύο μεγάλων ποιητών μας. 

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Άσμα Δ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ryan P

Οδυσσέας Ελύτης «Τό ξιον στί»

Άσμα Δ΄

ΕΝΑ τό χελιδόνι * κι  νοιξη κριβή
Γιά νά γυρίσει  λιος * θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες * νά ‘ναι στους Τροχούς
Θέλει κι ο ζωντανοί * νά δίνουν τό αμα τους.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ χτισες μέσα στά βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ κλεισες μές στή θάλασσα!

Πάρθηκεν πό Μάγους * τό σώμα το Μαγιο
Τό ‘χουνε θάψει σ’ να * μνμα το πέλαγου
Σ’ να βαθύ πηγάδι * τό ‘χουνε κλειστό
Μύρισε τό σκοτά * δι κι λη  βυσσο.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μέσα στίς πασχαλιές καί Σύ
Θέ μου Πρωτομάστορα * μύρισες τήν νάσταση!

Σάλεψε σάν τό σπέρμα * σέ μήτρα σκοτεινή
Τό φοβερό τς μνήμης * ντομο μές στή γ
Κί πως δαγκώνει ράχνη * δάγκωσε τό φς
λαμψαν ο γιαλοί * κι λο τό πέλαγος.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ ζωσες τίς κρογιαλιές
Θέ μου Πρωτομάστορα * στά βουνά μέ θεμέλιωσες!

Το ποίημα γεννημένο απ’ την επώδυνη εμπειρία της γερμανικής κατοχής, αποδίδει την απόγνωση των Ελλήνων μπροστά στη φονική δράση των Γερμανών, στην πείνα που θέριζε κατά χιλιάδες τους πολίτες και στην αδυναμία ουσιαστικής αντίδρασης. Στις δραματικές αυτές στιγμές για το ελληνικό έθνος καθίσταται σαφές πως οι άνθρωποι οφείλουν να δράσουν συλλογικά, αποδεχόμενοι πως η ατομική δράση δεν επαρκεί και πως το βίωμα του πολέμου είναι καθολικό. Μια κοινή εμπειρία που καλεί τους πολίτες να ενωθούν, για να αντιμετωπίσουν μαζί τον πόνο και να δώσουν μαζί το σημαντικότερο αγώνα της ζωής τους.
Η αγωνιστική διάθεση πάντως του ποιήματος και η απουσία συγκεκριμένων αναφορών, το αποδεσμεύουν απ’ τη δεδομένη ιστορική περίοδο και το καθιστούν διαχρονικό σύμβολο ελπίδας για τον πολύπαθο ελληνισμό. Ο Ελύτης, άλλωστε, αξιοποιεί στο Άξιον Εστί ολόκληρη την πορεία του ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο γλωσσικό όσο και σε επίπεδο ποιοτικής απόδοσης της ελληνικής ταυτότητας. Ο ποιητής αναδεικνύει το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο της ελληνικής ψυχής, που έχει δώσει σ’ αυτό το λαό τη δυνατότητα να αντιστέκεται και να επιβιώνει παρά τις πλείστες δυσκολίες που έχει συναντήσει στη μακραίωνη πορεία του.

Αναλυτικότερα:
ΕΝΑ τό χελιδόνι * κι  νοιξη κριβή
Γιά νά γυρίσει  λιος * θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες * νά ‘ναι στους Τροχούς
Θέλει κι ο ζωντανοί * νά δίνουν τό αμα τους.

Οι δεινές συνθήκες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θέτουν σε σκληρή δοκιμασία το ηθικό σθένος των Ελλήνων κι εκμηδενίζουν τις ελπίδες τους για την πολυπόθητη απελευθέρωση. Το ένα και μοναδικό χελιδόνι δεν επαρκεί για να φέρει τη δυσεπίτευκτη άνοιξη. Τα ελάχιστα μηνύματα αισιοδοξίας και οι μεμονωμένες προσπάθειες, δεν αρκούν για να αλλάξουν την επώδυνη κατάσταση που βιώνει ο ελληνικός λαός.
Η δύσκολη αυτή εμπειρία είναι ένα δίδαγμα συλλογικότητας και σύμπνοιας. Ο μόνος τρόπος για να γυρίσει ο ήλιος, για να αλλάξει η ροή της ιστορίας, είναι να τεθεί στον αγώνα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ο αγώνας απαιτεί χιλιάδες νεκρούς, αλλά και πολλαπλές θυσίες απ’ όσους παραμένουν ζωντανοί.
Ο θάνατος εκείνων που αγωνίζονται πρέπει να αναγνωρίζεται από τους υπόλοιπους και να αποτελεί πολύτιμο παράδειγμα για τη δική τους στάση. Ο αγώνας για την ελευθερία, ο αγώνας για την αλλαγή κάθε δύσκολης κατάστασης, δεν είναι υποχρέωση ή κατάκτηση λίγων ανθρώπων, είναι αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας, στα πλαίσια της οποίας όλοι καλούνται να προσφέρουν ό,τι περισσότερο μπορούν, ακόμη και την ίδια τους τη ζωή.
Η ελευθερία δεν κερδίζεται με την προσπάθεια και τη θυσία του ενός, η ελευθερία είναι ένα ακριβό αγαθό, που απαιτεί κόπους, αγώνες και διάθεση αυτοθυσίας από κάθε πολίτη. Μόνο έτσι, το ένα χελιδόνι, το πρώτο και μικρό προανάκρουσμα ελπίδας, θ’ αποκτήσει τη σαρωτική δύναμη που χρειάζεται, για να γυρίσει τον ήλιο, για ν’ αλλάξει τα δεδομένα.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ χτισες μέσα στά βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ κλεισες μές στή θάλασσα!

Η φωνή του ποιητή εκπροσωπεί τον Έλληνα, τον κάθε Έλληνα πολίτη και αποκαλύπτει το βαθύ δέσιμο με τον τόπο του. Μες στα βουνά και μες στη θάλασσα, σε όλο το ιδιαίτερο τοπίο της χώρας μας, βρίσκεται αξεδιάλυτα ενωμένη η ελληνική ψυχή με τον ελληνικό τόπο. Ο νησιώτης ποιητής έχει σαφώς την προτίμησή του στη θάλασσα, χωρίς ποτέ όμως να αδιαφορεί και για την ομορφιά των ορεινών περιοχών.
Ο Θεός προσφωνείται πρωτομάστορας, ως ο πρώτος -χρονικά και ποιοτικά- όλων των δημιουργών και του αποδίδεται η ακατάλυτη αγάπη του Έλληνα για τον τόπο του, μιας κι έχτισε κομμάτι της ψυχής των Ελλήνων σε κάθε σημείο της ελληνικής γης, συνδέοντας έτσι δια παντός τους ανθρώπους με τον όμορφο αυτό τόπο.
Μονάχα η θεϊκή παρέμβαση μπορεί να εξηγήσει την ομορφιά αυτού του τόπου, που περιτριγυρισμένος (κλεισμένος) στο μεγαλύτερο μέρος του απ’ τη θάλασσα, κρατά κλεισμένους κοντά του και τους ανθρώπους, που δε θέλουν και δε μπορούν να απαρνηθούν την ομορφιά της Ελλάδας, που μέσα της έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει.

Πάρθηκεν πό Μάγους * τό σώμα το Μαγιο
Τό ‘χουνε θάψει σ’ να * μνμα το πέλαγου
Σ’ να βαθύ πηγάδι * τό ‘χουνε κλειστό
Μύρισε τό σκοτά * δι κι λη  βυσσο.

Το σώμα του Μάη, το σώμα της άνοιξης, έχει παρθεί από Μάγους, που το έθαψαν βαθιά στο πέλαγος. Οι μάγοι, που μας παραπέμπουν συνειρμικά στους τρεις μάγους κατά τη γέννηση του Χριστού, έχουν θάψει το σώμα του Μαγιού σ’ ένα μνήμα, δημιουργώντας σύνδεση με το θάνατο του Χριστού και φυσικά με την προσμονή της Ανάστασης.
Το θάψιμο του σώματος της άνοιξης έχει διπλή σημασιοδότηση, καθώς από τη μία εκφράζει την απουσία της ελπίδας, όπως αυτή βιώνεται από τους Έλληνες στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, κι απ’ την άλλη γεννά την προσδοκία της ανάστασης και της κατανίκησης του ίδιου του θανάτου.
Το γεγονός ότι σταδιακά αρχίζει το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσος να μυρίζει απ’ τις ευωδιές του Μαγιού, αποτελεί την πρώτη εκείνη ένδειξη πως η άνοιξη, που τόσο προσδοκάται απ’ τους Έλληνες, δεν μπορεί παρά να έρθει, φέρνοντας την απελευθέρωση απ’ την επαχθή γερμανική κατοχή.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μέσα στίς πασχαλιές καί Σύ
Θέ μου Πρωτομάστορα * μύρισες τήν νάσταση!

Η επανάληψη των αποστροφών προς τον πρωτομάστορα Θεό ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος και συνάμα τονίζει τη βαθιά ανάγκη της θρησκευτικής συνδρομής. Οι σκληρά δοκιμαζόμενοι Έλληνες βρίσκουν παρηγοριά κι ελπίδα στην χριστιανική τους πίστη και στη σκέψη πως στον αγώνα που δίνουν δεν είναι μόνοι τους. Άλλωστε, σε όλες τις μεγάλες δοκιμασίες του ελληνισμού, οι Έλληνες βρήκαν στη χριστιανική τους πίστη μια σταθερή πηγή ελπίδας κι ένα ισχυρό σημείο αναφοράς για την κοινή τους προσπάθεια.
Ο Θεός ενυπάρχει στις πασχαλιές, ως η ζωοποιός εκείνη δύναμη που ωθεί στο πέρασμα από το θάνατο στην ανάσταση, απ’ το χειμώνα στην άνοιξη και κατ’ επέκταση απ’ τη σκλαβιά στην ελευθερία. Οι πασχαλιές, άρρηκτα συνδεδεμένες με το Πάσχα, αποτελούν ένα διττό σύμβολο υπό την έννοια ότι συμβολίζουν τόσο την άνοιξη, όσο και την ιερή γιορτή. Κι αν η άνοιξη, διαχρονικό σύμβολο ελπίδας, είναι το απλούστερο πέρασμα απ’ την αδράνεια του χειμώνα σε μια έκρηξη ανθοφορίας και στο ζωντάνεμα της φύσης, το Πάσχα είναι το ισχυρότερο σύμβολο της ανατροπής μιας κατάστασης που θεωρείται ανέκκλητη. Το Πάσχα συμβολίζει το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, από τη Σταύρωση στην Ανάσταση.
Ο Θεός που έδωσε στον Ιησού Χριστό τη δύναμη να νικήσει το θάνατο και να προσφέρει στην ανθρωπότητα το ισχυρότερο μήνυμα ελπίδας, όχι μόνο βρίσκεται μέσα στις πασχαλιές, αλλά «μυρίζει» μαζί με τους ανθρώπους το μήνυμα της επερχόμενης Ανάστασης, συνυπάρχει μαζί τους, είναι πλάι τους, παντοτινός ηγέτης και συνοδοιπόρος.

Σάλεψε σάν τό σπέρμα * σέ μήτρα σκοτεινή
Τό φοβερό τς μνήμης * ντομο μές στή γ
Κί πως δαγκώνει ράχνη * δάγκωσε τό φς
λαμψαν ο γιαλοί * κι λο τό πέλαγος.

Η μνήμη των Ελλήνων, η μνήμη της ελευθερίας, που αποτέλεσε πάντοτε τη βασική επιδίωξη τους και συνάμα η μνήμη όλων των παλαιότερων αγώνων που απέβλεπαν στην απελευθέρωση από εισβολείς και κατακτητές, αποτελεί άρρηκτο τμήμα της υπόστασής τους. Η μνήμη αυτή, ως ανεκτίμητη παρακαταθήκη των προηγούμενων γενιών, διατρέχει πάντοτε το είναι των Ελλήνων και δεν τους επιτρέπει να αφεθούν σε μια κατάσταση παραίτησης. Βρίσκεται πάντοτε εκεί για να τους υπενθυμίσει πως οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν σκλαβωμένοι, υποταγμένοι και ηττημένοι.
Το ηρωικό παράδειγμα των προηγούμενων γενιών, οι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων, δίνουν ζωή -όπως το σπέρμα- στην ακατάλυτη θέληση των Ελλήνων και τους ωθούν ακατάπαυστα στην υπέρβαση κάθε δυσκολίας.
Έτσι, το «έντομο» της μνήμης, παρόλο που βρίσκεται θαμμένο στο πέλαγος και κλεισμένο σε βαθύ πηγάδι, μαζί με το σώμα του Μαγιού -μαζί με την ελπίδα-, λαμβάνει εκ νέου ζωή και αντιδρά. Το ζωντανό παρελθόν, η επίγνωση όλων εκείνων των δυσκολιών που υπερνικήθηκαν παλιότερα, η αθάνατη ψυχή των Ελλήνων, μετουσιώνεται σε φως και φωτίζει πέρα ως πέρα τους γιαλούς και το πέλαγος.
Ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές του ελληνισμού, ακόμη και στις πιο σκληρές δοκιμασίες, όταν η ελπίδα μοιάζει χαμένη, οι Έλληνες έχουν στη σκέψη τους το ηρωικό τους παρελθόν και την ένδοξη ιστορία τους. Οι Έλληνες δεν ξεχνούν τις πλείστες δοκιμασίες του έθνους τους και δεν ξεχνούν πως, έστω και μετρώντας χιλιάδες νεκρούς, κατόρθωσαν πάντοτε να νικήσουν όποιον προσπάθησε να τους στερήσει την ελευθερία τους.
Η μνήμη του παρελθόντος, επομένως, λειτουργεί ως ασίγαστη μήτρα που γεννά δύναμη, κουράγιο κι ελπίδα, ωθώντας τους Έλληνες σε δράση και αγώνες. Η μνήμη του παρελθόντος δεν επιτρέπει στους Έλληνες να δειλιάζουν και να μένουν άπραγοι στη δυστυχία τους, έρχεται σαν αιφνίδιο δάγκωμα αράχνης και τους ξυπνά απ’ το λήθαργο του πόνου και της σκλαβιάς. Έρχεται ως αιφνίδια στιγμή διαύγειας και φωτίζει το νου τους με την αλήθεια της υπόστασής τους. Οι Έλληνες δεν γεννήθηκαν για να ζουν σκλαβωμένοι, γεννήθηκαν για να ζουν ελεύθεροι, γεννήθηκαν για να προασπίζονται με κάθε κόστος την ελευθερία τους.
Με όπλα τη γνώση της ιστορίας τους και την πίστη τους στο Θεό, οι Έλληνες είναι ικανοί να δουν τα σημάδια της ελπίδας, τα σημάδια της επερχόμενης Ανάστασης, όσο καλά κι αν προσπαθούν οι εχθροί να τους τα κρύψουν. Ακόμη κι αν θάψουν το σώμα του Μαγιού στα βάθη του πελάγους, το φως της ελπίδας, το μήνυμα της Ανάστασης, θα βρει το δρόμο του στις ψυχές των Ελλήνων.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ ζωσες τίς κρογιαλιές
Θέ μου Πρωτομάστορα * στά βουνά μέ θεμέλιωσες!

Το δίστιχο που κλείνει το άσμα αποτελεί νοηματικά επανάληψη του πρώτου διστίχου, καθώς ο ποιητής επαναφέρει τη σκέψη πως ο Θεός έχει συνδέσει αξεδιάλυτα τον Έλληνα ποιητή και άνθρωπο με τον τόπο του (στα βουνά με θεμέλιωσες) και τον έχει συνάμα περιτριγυρίσει με ακρογιαλιές, μιας κι η χώρα αυτή δέχεται τη διαρκή ευλογία της θάλασσας, που κυριαρχεί στο ελληνικό τοπίο.
Ο Θεός πρωτομάστορας που χτίζει και θεμελιώνει τον ποιητή -και κατ’ επέκταση κάθε Έλληνα- στα βουνά, μας παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι «Της Άρτας το γιοφύρι», όπου η γυναίκα του πρωτομάστορα χτίζεται στα θεμέλια του γεφυριού. Όπως χρειάστηκε η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα, για να μπορέσει να χτιστεί και να παραμείνει γερό το γεφύρι της Άρτας, έτσι κι ο τόπος αυτός έχει δεχτεί τις θυσίες χιλιάδων Ελλήνων, προκειμένου να διατηρηθεί ελεύθερος κι ελληνικός.
Το θεμελίωμα, βέβαια, του ποιητή στα βουνά της Ελλάδας, δεν υποδηλώνει αναγκαία την έννοια της θυσίας, φανερώνει ωστόσο τον ισχυρό δεσμό του με τον τόπο αυτό. Ο ποιητής και μαζί του οι Έλληνες, είναι δεμένοι μ’ αυτή τη χώρα και δεν μπορούν να την απαρνηθούν.

Το ποίημα είναι χωρισμένο σε τρεις τετράστιχες στροφές και τρεις δίστιχες. Οι δίστιχες στροφές, με την επαναφορά του πρώτου ημιστιχίου «Θε μου Πρωτομάστορα» έχουν δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενώ στις τετράστιχες στροφές έχουμε δεκατρισύλλαβους τους δύο πρώτους στίχους και δωδεκασύλλαβους τους δύο επόμενους. Το τυπογραφικό σύμβολο, που χωρίζει τα δύο ημιστίχια των στίχων, τίθεται στην τομή της έβδομης συλλαβής, με εξαίρεση τον τέταρτο στίχο κάθε τετράστιχου, όπου έχουμε τομή μετά την έκτη συλλαβή.

Ε / ΝΑ / τό / χε / λι / δό / ν ι  (7) * κι   / νοι / ξη /  / κρι / βή (6)
Γιά  / νά  / γυ / ρί / σει /   /λιος (7) * θέ / λει / δου / λειά / πολ / λή (6)
Θέ / λει / νε / κροί / χι /λιά / δες (7) * νά  /‘ναι / στους / Τρο / χούς (5)
Θέ / λει / κι ο / ζω / ντα / νοί  (6) * νά / δί / νουν / τό α /μα / τους. (6)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...