Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιωάννης Πολέμης «Η Μάννα» ως παράλληλο στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michel Rouhana

Ιωάννης Πολέμης «Η Μάννα»

Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
τη μάννα που τον ‘γέννα.

Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
- Που να σε κόψει ο Χάρος!

Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.

Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.

- Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;

- Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!

Να συγκρίνετε τη μητέρα του διηγήματος του Βιζυηνού με τη μάνα του παραπάνω ποιήματος.


Η μητέρα στο ποίημα του Πολέμη, μη αντέχοντας άλλο τον ξυλοδαρμό από το γιο της, τον καταριέται να πεθάνει. Η μητέρα αυτή βιώνει όχι μόνο το σωματικό πόνο αλλά και τον πολύ βαθύτερο συναισθηματικό πόνο που της προκαλεί η επίγνωση ότι το παιδί που μεγάλωσε με τόσες θυσίες και τόση αγάπη, τώρα πια έχει στραφεί εναντίον της και την αντιμετωπίζει με σκληρότητα και μίσος. Η κατάρα της είναι βέβαια σκληρή, αλλά εκφράζει τη δίκαιη αγανάκτησή της.
Όταν, όμως, η μητέρα συνειδητοποιεί ότι η κατάρα της έπιασε κι ο Χάρος έχει εμφανιστεί έτοιμος να πάρει τη ζωή του παιδιού της, τότε ξεχνά κάθε χτύπημα, κάθε πόνο και πίκρα κι αμέσως ζητά από το Χάρο να πάρει τη δική της ζωή κι όχι του παιδιού της. Η μητέρα παρά τις πίκρες που της έχει δώσει το παιδί της, δεν παύει να το αγαπά ολόψυχα και δεν παύει να είναι πρόθυμη να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή της για χάρη του.
Η κατάρα της μητέρας του ποιήματος του Πολέμη, μας παραπέμπει στην προσευχή της μητέρας του αφηγητή, στο Αμάρτημα της μητρός μου, η οποία ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι σε αντάλλαγμα για τη σωτηρία του άρρωστου κοριτσιού της.
«- Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, καθ' ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι!»

Η προσευχή αυτή ηχεί στα αυτιά του μικρού αφηγητή ως ακλόνητη απόδειξη ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά και πως είναι έτοιμη να τον θυσιάσει προκειμένου να σώσει την αγαπημένη της κόρη.
Στην πραγματικότητα η ευχή αυτή δεν είναι παρά η έκφραση του πόνου και της απελπισίας που αισθάνεται η μητέρα, η οποία προσπαθώντας να σώσει το παιδί της έκανε ό,τι μπορούσε, δοκίμασε κάθε πιθανή θεραπεία, κάθε πιθανό γιατροσόφι, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη με το αναπότρεπτο του χαμού της μικρής της κόρης. Η μητέρα δεν ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι, πιστεύοντας ότι υπάρχει περίπτωση να εισακουστεί η προσευχή της, εκφράζει απλώς την απόγνωσή της και δηλώνει πως δεν έχει μείνει τίποτε άλλο που να μπορεί να κάνει για τη σωτηρία του παιδιού της, παρά μόνο να προσφέρει σε αντάλλαγμα τη ζωή του αγοριού της. Η προσευχή αυτή αποτελεί την ύστατη κραυγή απελπισίας, μιας μητέρας που πολύ σύντομα θα αποδεχτεί τη σκληρή μοίρα του κοριτσιού της και θα αφήσει τα πράγματα να πάρουν τη φυσική τους πορεία.
Η μητέρα του μικρού αφηγητή σαφώς και δεν είχε καμία πρόθεση να θυσιάσει τη ζωή του παιδιού της κι αυτό άλλωστε μας το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο αφηγητής παραθέτοντας τη σκηνή της διάσωσής του από τη μητέρα του, όταν τον παρέσυρε ο χείμαρρος.

«Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ.
Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ' ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος “τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι”, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον.
Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της.»

Η μητέρα θα διακινδυνεύσει τη ζωή της για να σώσει το παιδί της, έστω κι αν είναι το παιδί που λίγο καιρό πριν είχε προσφερθεί να θυσιάσει για να γίνει καλά η Αννιώ. Η μητέρα αγαπά το γιο της με την ίδια ένταση που αγαπά και τα υπόλοιπα παιδιά της και είναι σαφώς πρόθυμη να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της για να διασφαλίσει τη σωτηρία του.
Όπως, λοιπόν η μητέρα του ποιήματος προτιμά να πεθάνει παρά να αφήσει το Χάροντα να πάρει τη ζωή του παιδιού της, έτσι και η μητέρα στο Αμάρτημα της μητρός μου, είναι πρόθυμη να πέσει στα νερά του ορμητικού χειμάρρου, για να μπορέσει να σώσει το παιδί της που κινδυνεύει.

Γεώργιος Βιζυηνός «Νοσταλγία»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Brandi Solomon

Γεώργιος Βιζυηνός «Νοσταλγία»

Εψές ο ήλιος έδυνε στην άγια μου πατρίδα
κ’ ένα του δώκαν φίλημα σε θλιβερήν αχτίδα
Να μου το φέρ’ εμένα.
Θέλω να δω τη μάνα μου, τ’ δέρφια μ’ να φιλήσω,
στον τάφο του πατέρα μου θέλω να προσκυνήσω,
βαρέθηκα τα ξένα.

Μικρό μικρό μ’ ωρφάνεψε η αλύπητή μου μοίρα,
μικρό μικρό της ξενητειάς το μονοπάτι πήρα,
με χείλη πικραμένα.
Μα τώρα πια τα χόρτασα της ξενητειάς τα κάλλη,
αν είναι και παράδεισος θα την αφήσω πάλι,
βαρέθηκα τα ξένα.
………………………………………………………
(απόσπασμα, Βοσπορίδες Αύραι)

Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του Βιζυηνού που επισημάνατε στο διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου υπάρχουν και στο ποίημα «Νοσταλγία»;


Ο Βιζυηνός έχοντας φύγει σε μικρή ηλικία από το χωριό του τη Βιζύη για να πάει στην Κωνσταντινούπολη (1860, όταν ήταν μόλις 11 χρονών) και στην πορεία έχοντας ακολουθήσει μια πολύχρονη παραμονή σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού [Κωνσταντινούπολη (1860-1868), Λευκωσία (1868-1872), Χάλκη (1872), Αθήνα (1873-1875), Γοτίγγη (1875), Λιψία (1877), Βερολίνο (1879), Λονδίνο (1882), Αθήνα (1884)], βρίσκεται εκ των πραγμάτων μακριά από την οικογένειά του για πολύ καιρό κι αυτό του προκαλεί έντονη στεναχώρια. Ο Βιζυηνός χάνει νωρίς τον πατέρα του (1854), όταν δηλαδή ο συγγραφέας ήταν μόλις 5 ετών, κι αυτό ενισχύει το συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα και τα αδέρφια του.
Η συνεχής απουσία του συγγραφέα, κρατά τη μητέρα του σε μια διαρκή αγωνία, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί του και πολύ περισσότερο καθώς δεν μπορεί να γνωρίζει αν το παιδί της είναι καλά ή αν αντιμετωπίζει προβλήματα. Η μητέρα του, όπως διαπιστώνουμε τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου, όσο και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, μη έχοντας άλλο τρόπο να σταθεί στο παιδί της, βοηθά όποιον ξένο έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι η βοήθεια που προσφέρει στους ξένους θα ανταποδοθεί στο παιδί της από κάποιον άλλο εκεί στη ξενιτιά που βρίσκεται ο γιος της. Τις προσπάθειες αυτές της μητέρας του ο Βιζυηνός της αποδίδει στο ποίημά του με το φίλημα που οι δικοί του δίνουν στην αχτίνα του ήλιου, για να το μεταφέρει σ’ αυτόν, όπου κι αν είναι.
Ο Βιζυηνός αισθάνεται έντονη νοσταλγία για την άγια πατρίδα του, αλλά και για τους δικούς του, καθώς τόσα χρόνια στην ξενιτιά νιώθει πια έντονη την ανάγκη να δει ξανά τη μητέρα και τους αδερφούς του, και φυσικά να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του.
Ο συγγραφέας τονίζει στους στίχους του ποιήματος τον πρόωρο χαμό του πατέρα του, καθώς και το γεγονός ότι έχει φύγει από την πατρίδα κι από τους δικούς του από μικρό παιδί, κι ότι πια δεν αντέχει άλλο τις πίκρες της ξενιτιάς. Παρά το γεγονός ότι οι ξένες χώρες του προσέφεραν άφθονες εμπειρίες και παρά το γεγονός ότι η ζωή στο εξωτερικό μοιάζει σαν παράδεισος, σε σύγκριση με την Ελλάδα που είχε ελάχιστα αναπτυχθεί εκείνα τα χρόνια, ο ίδιος αισθάνεται πως έχει πια κουραστεί κι έχει βαρεθεί τη ζωή της ξενιτιάς.
Παρόλο που στο διήγημα το Αμάρτημα της μητρός μου ο συγγραφέας καταγράφει την απουσία του περισσότερο ως προς τον αντίκτυπο που είχε στη μητέρα του, εδώ -με έντονα εξομολογητική διάθεση- μας παρουσιάζει κυρίως τα δικά του συναισθήματα.

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;» ως παράλληλο στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;»

- Διες εσύ! είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ’ αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ’ ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην’ ανοιχτή την θύρα έως τα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ’ ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρει κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ’ έβλεπα στον ύπνο μου, και μ’ εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ’ εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; - Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο.
(απόσπασμα)

Να αναζητήσετε αναλογίες στη συμπεριφορά της μητέρας του παραπάνω αποσπάσματος και της μητέρας του «Αμαρτήματος της μητρός μου».


«Το αμάρτημα της μητρός μου»

Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα.
- Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! - Ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν 'μπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! - Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους.
- Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πά' στὸν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.

Οι γονείς του Βιζυηνού τον έστειλαν από πολύ μικρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να μάθει τη ραπτική τέχνη, από εκεί πήγε στα 18 του χρόνια στην Κύπρο, έπειτα συνέχισε της σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και ύστερα ξεκίνησε μια πολύχρονη πορεία σπουδών σε σημαντικά πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η απουσία του υπήρξε μακρόχρονη και επειδή εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ουσιαστικά μέσα επικοινωνίας, η μητέρα του για πολύ μεγάλα διαστήματα αγνοούσε που είναι ο γιος της, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία.
Την ανησυχία της μητέρας του ο συγγραφέας την αποτυπώνει τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου όσο και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου. Η μητέρα μη έχοντας τρόπο να μάθει για την κατάσταση του παιδιού της, έβγαινε στους δρόμους του χωριού της και ρωτούσε τους περαστικούς μήπως και γνώριζαν κάτι. Φοβόταν πως δε θα προλάβει να τον δει, πως μέχρι να γυρίσει εκείνη θα είχε πεθάνει και τα βράδια άφηνε ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού της, ώστε το παιδί της να καταλάβει πως κάποιος είναι εκεί και τον περιμένει. Την πίκραινε το γεγονός πως το παιδί της βρισκόταν στην ξενιτιά κι επειδή δεν μπορούσε να είναι κοντά του να τον φροντίζει, προσέφερε τη βοήθειά της σ’ όποιον ξένο έβρισκε να ζητιανεύει στους δρόμους, με την ελπίδα πως η προσφορά της θα ανταποδοθεί στο παιδί της από κάποιον άλλο, σε όποια χώρα κι αν βρισκόταν.
Η μητέρα αγανακτούσε με τις κακές ειδήσεις που της έδιναν για το γιο της, αλλά από φόβο μήπως κάτι από αυτά αληθεύει, προσευχόταν στο Θεό με την ελπίδα πως το παιδί της είναι καλά και θα γυρίσει κοντά της.
Ο συγγραφέας φροντίζει βέβαια να μην επαναλάβει στα δύο διηγήματά του την ίδια ακριβώς περιγραφή των πράξεων της μητέρας του, οπότε το κοινό στοιχείο και στις δυο περιγραφές είναι η συνήθεια της μητέρας να ρωτά τους περαστικούς για το παιδί της και φυσικά η εμφανής αγωνία της για την τύχη του γιου της που βρίσκεται στα ξένα. Αν και στα δύο διηγήματα η αγωνία εκφράζεται με διαφορετικές πράξεις, αυτό που έχει σημασία είναι πως η μητέρα προσπαθεί με κάθε τρόπο να μάθει για το παιδί της και φυσικά να το βοηθήσει, έστω κι αν βρίσκεται μακριά του. Ακόμη και το γεγονός ότι αφήνει την πόρτα της ανοιχτή τα βράδια, είναι έκφραση της μεγάλης αγάπης που του έχει και σκέφτεται πως θα αισθανθεί ο γιος της γυρνώντας ξαφνικά από την ξενιτιά αν βρει την πόρτα του σπιτιού κλειστή.

Γεώργιου Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tobi Czumak

Γεώργιου Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» παράλληλο για το "Αμάρτημα της μητρός μου"

- Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου μετ’ απεριγράπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ’ ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελός ο καημένος! …
… εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μεσ’ στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι αν του κάμουν. Μόνο σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μια παράξενη φωνή - Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Άλλο απ’ αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!…
… Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήλθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει εις τον μύλον, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ’ αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ’ ανάφτη με το χέρι του!
(απόσπασμα)

Να συγκρίνετε την αντίδραση του Κιαμήλη και της μητέρας μετά τον ακούσιο φόνο.

[Ο Κιαμήλης σκοτώνει το Χρηστάκη, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι γιος της γυναίκας που τον είχε περιθάλψει και του είχε σώσει τη ζωή. Ο Κιαμήλης μαθαίνει την αλήθεια μετά από χρόνια, ενώ η μητέρα του Χρηστάκη ποτέ. Στο απόσπασμα η μητέρα περιγράφει τη συμπεριφορά του Κιαμήλη στον αφηγητή ο οποίος της είχε ζητήσει να τον διώξει από το σπίτι τους.]

Ο Κιαμήλης που έχει σκοτώσει άθελά του το γιο της γυναίκας που τον φρόντισε σαν παιδί της όταν ήταν άρρωστος, μόλις συνειδητοποιεί πως αντί να σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, σκότωσε το γιο της ευεργέτιδάς του, από τις τύψεις χάνει τα λογικά του και βρίσκει ψυχική ηρεμία μόνο όταν βρίσκεται κοντά της να τη βοηθά και να την υπηρετεί. Η αφοσίωση του Κιαμήλη στη μητέρα του αφηγητή λειτουργεί ως μια προσπάθεια εξιλέωσης για το μεγάλο κακό που της έχει προκαλέσει και παρόλο που η μητέρα δεν γνωρίζει την αλήθεια εκείνος αισθάνεται καλύτερα όταν βρίσκεται κοντά της να τη φροντίζει. Ο Κιαμήλης δε θέλει, βέβαια, για κανένα λόγο να μάθει η μητέρα την αλήθεια, γιατί θεωρεί πως δε θα τον συγχωρέσει ποτέ για το έγκλημά του, οπότε μένει πλάι της φροντίζοντάς την κι εκείνη, μη γνωρίζοντας τον πραγματικό λόγο της αφοσίωσής του, πιστεύει πως είναι εκεί για να της ξεπληρώσει την πολύμηνη φροντίδα που του είχε προσφέρει όταν ήταν άρρωστος. Οι τύψεις του Κιαμήλη αποτελούν ένα πανίσχυρο κίνητρο να αφιερώσει τη ζωή του στη μητέρα του αφηγητή, αφενός γιατί σκότωσε το γιο της κατά λάθος κι αφετέρου γιατί εκείνη χωρίς να τον γνωρίζει τον είχε πάρει σπίτι της και τον φρόντιζε μέχρι να γίνει καλά από την αρρώστια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι, αφοσιώνεται στη μητέρα και η μόνη του ανησυχία είναι να μη μάθει ποτέ την αλήθεια η μητέρα του αφηγητή: «Για το Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα!», αυτά ήταν τα λόγια που είχε αναφωνήσει ο Κιαμήλης πέφτοντας λιπόθυμος στα πόδια του αφηγητή όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει.
Οι τύψεις και οι ενοχές εξουσιάζουν και τη ζωή της μητέρας, η οποία έχοντας πλακώσει άθελά της το πρώτο της κορίτσι, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει εξιλέωση για το αμάρτημά της. Ο θάνατος και του δεύτερου κοριτσιού της, παρά το γεγονός ότι η ίδια έκανε ό,τι μπορούσε για να το βοηθήσει, θα δημιουργήσουν στη μητέρα την εντύπωση πως ο Θεός την τιμωρεί για το αμάρτημά της κι αυτό θα την ωθήσει να παλέψει με κάθε τρόπο για να κερδίσει τη συγχώρεσή του. Η μητέρα θα υιοθετήσει δύο ξένα κορίτσια και θα τα μεγαλώσει, παρά τις αντιξοότητες, καλύτερα και από τα δικά της παιδιά, πιστεύοντας πως όσο περισσότερο ταλαιπωρηθεί φροντίζοντας τα παιδιά που υιοθέτησε, τόσο μικρότερη θα είναι η τιμωρία που θα της επιφυλάσσει ο Θεός. Η μητέρα παλεύει ολόκληρη τη ζωή της με τις τύψεις, προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να φτάσει στην κάθαρση, αλλά τίποτε δε μοιάζει ικανό να απαλύνει τον πόνο και τις ενοχές της. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του από τις τύψεις του όταν συνειδητοποιεί το λάθος του, έτσι και η μητέρα πασχίζει μια ολόκληρη ζωή να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της, αλλά η πραγματικότητα δεν αναιρείται και το γεγονός παραμένει πως η μητέρα σκότωσε το ίδιο της το παιδί.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...