Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;» ως παράλληλο στο Αμάρτημα της μητρός μου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;» ως παράλληλο στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;»

- Διες εσύ! είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ’ αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ’ ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην’ ανοιχτή την θύρα έως τα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ’ ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρει κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ’ έβλεπα στον ύπνο μου, και μ’ εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ’ εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; - Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο.
(απόσπασμα)

Να αναζητήσετε αναλογίες στη συμπεριφορά της μητέρας του παραπάνω αποσπάσματος και της μητέρας του «Αμαρτήματος της μητρός μου».


«Το αμάρτημα της μητρός μου»

Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα.
- Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! - Ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν 'μπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! - Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους.
- Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πά' στὸν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.

Οι γονείς του Βιζυηνού τον έστειλαν από πολύ μικρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να μάθει τη ραπτική τέχνη, από εκεί πήγε στα 18 του χρόνια στην Κύπρο, έπειτα συνέχισε της σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και ύστερα ξεκίνησε μια πολύχρονη πορεία σπουδών σε σημαντικά πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η απουσία του υπήρξε μακρόχρονη και επειδή εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ουσιαστικά μέσα επικοινωνίας, η μητέρα του για πολύ μεγάλα διαστήματα αγνοούσε που είναι ο γιος της, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία.
Την ανησυχία της μητέρας του ο συγγραφέας την αποτυπώνει τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου όσο και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου. Η μητέρα μη έχοντας τρόπο να μάθει για την κατάσταση του παιδιού της, έβγαινε στους δρόμους του χωριού της και ρωτούσε τους περαστικούς μήπως και γνώριζαν κάτι. Φοβόταν πως δε θα προλάβει να τον δει, πως μέχρι να γυρίσει εκείνη θα είχε πεθάνει και τα βράδια άφηνε ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού της, ώστε το παιδί της να καταλάβει πως κάποιος είναι εκεί και τον περιμένει. Την πίκραινε το γεγονός πως το παιδί της βρισκόταν στην ξενιτιά κι επειδή δεν μπορούσε να είναι κοντά του να τον φροντίζει, προσέφερε τη βοήθειά της σ’ όποιον ξένο έβρισκε να ζητιανεύει στους δρόμους, με την ελπίδα πως η προσφορά της θα ανταποδοθεί στο παιδί της από κάποιον άλλο, σε όποια χώρα κι αν βρισκόταν.
Η μητέρα αγανακτούσε με τις κακές ειδήσεις που της έδιναν για το γιο της, αλλά από φόβο μήπως κάτι από αυτά αληθεύει, προσευχόταν στο Θεό με την ελπίδα πως το παιδί της είναι καλά και θα γυρίσει κοντά της.
Ο συγγραφέας φροντίζει βέβαια να μην επαναλάβει στα δύο διηγήματά του την ίδια ακριβώς περιγραφή των πράξεων της μητέρας του, οπότε το κοινό στοιχείο και στις δυο περιγραφές είναι η συνήθεια της μητέρας να ρωτά τους περαστικούς για το παιδί της και φυσικά η εμφανής αγωνία της για την τύχη του γιου της που βρίσκεται στα ξένα. Αν και στα δύο διηγήματα η αγωνία εκφράζεται με διαφορετικές πράξεις, αυτό που έχει σημασία είναι πως η μητέρα προσπαθεί με κάθε τρόπο να μάθει για το παιδί της και φυσικά να το βοηθήσει, έστω κι αν βρίσκεται μακριά του. Ακόμη και το γεγονός ότι αφήνει την πόρτα της ανοιχτή τα βράδια, είναι έκφραση της μεγάλης αγάπης που του έχει και σκέφτεται πως θα αισθανθεί ο γιος της γυρνώντας ξαφνικά από την ξενιτιά αν βρει την πόρτα του σπιτιού κλειστή.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...