Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προτεινόμενα Θέματα για τη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προτεινόμενα Θέματα για τη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προτεινόμενο θέμα για τον Ελεγκτή του Μίλτου Σαχτούρη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Martine Roch

Προτεινόμενο θέμα για τον Ελεγκτή του Μίλτου Σαχτούρη

Μίλτος Σαχτούρης «Ο Ελεγκτής»

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
                   είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.

(Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)

1Ο Μίλτος Σαχτούρης ανήκει σ’ εκείνους τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που ακολούθησαν την τάση της νεοϋπερρεαλιστικής ποίησηςΠοια είναι τα χαρακτηριστικά της τάσης αυτής και πώς γίνονται αντιληπτά στο συγκεκριμένο ποίημα;
[Μονάδες 15]

Οι νεοϋπερρεαλιστές αποζητούν με μέσα και τρόπους επαναστατικούς μια ριζική ανανέωση στην ουσία και στο ύφος της ποιητικής, ανατρέχοντας σε μια νέα εφαρμογή των τρόπων του υπερρεαλισμού.
Οι ποιητές που ανήκουν στην τάση αυτή έμειναν ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής τους και τους φανατισμούς, όχι όμως και από το δράμα που εκτυλισσόταν γύρω τους. Υπόστρωμα της ποίησής τους -στους κυριότερους τουλάχιστον εκπροσώπους- είναι η κατοχική και μετακατοχική περίοδος, απαλλαγμένη όμως από καθετί το επικαιρικό. Γενικότερα, η μεταπολεμική υπερρεαλιστική ποίηση αφομοιώνει, ανανεώνει και προωθεί σημαντικά την υπερρεαλιστική του Μεσοπολέμου.
Οι βασικές τους διαφορές εντοπίζονται κυρίως στη γλώσσα και τη θεματογραφία. Ο μεσοπολεμικός υπερρεαλιστής ρίχνει όλο του το βάρος στη γλώσσα και προσπαθεί, καταφεύγοντας στις γνωστές μεθόδους του υπερρεαλισμού, να εντυπωσιάσει. Αντίθετα, ο μεταπολεμικός υπερρεαλιστής, επηρεασμένος και από τη γύρω του πραγματικότητα, δεν θεωρεί τη γλώσσα ως μέσο με το οποίο θα προκαλέσει έκπληξη, αλλά ως όργανο που θα τον βοηθήσει να συλλάβει και να εκφράσει τη γύρω του εφιαλτική πραγματικότητα. Η στάση επίσης των μεσοπολεμικών υπερρεαλιστών είναι σε γενικές γραμμές, και στην αρχική φάση της ποίησής τους, αισιόδοξη απέναντι στη ζωή. Οι μεταπολεμικοί υπερρεαλιστές, αντίθετα, χωρίς να μένουν ανεπηρέαστοι από αυτή τη διάθεση, σιγά σιγά, κάτω από την επίδραση των δραματικών γεγονότων της εποχής τους, αποκτούν μια τραγική αίσθηση της ζωής, που στα βαθύτερα συστατικά της θα περάσει στην ποίησή τους.
Στα νεοϋπερρεαλιστικά στοιχεία του ποιήματος μπορούμε να εγγράψουμε την αποτύπωση της τραγικότητας που διακρίνει την εποχή του ποιητή «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα / είν’ ο ουρανός», καθώς και το γεγονός ότι αυτή η αποτύπωση γίνεται χωρίς να επιχειρείται η προάσπιση κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας ή παράταξης. Ο ποιητής απέχει απ’ τον πολιτικό διχασμό των μετεμφυλιακών χρόνων∙ ενδιαφέρεται μόνο να καταγράψει και να τονίσει τη σκληρότητα της εποχής του. Ορατή είναι, επίσης, στην αποτύπωση αυτή, η πρόθεση να δοθεί το εφιαλτικό της πραγματικότητας, χωρίς να γίνεται ο ίδιος ο ποιητικός λόγος στοιχείο εντυπωσιασμού, όπως συνηθιζόταν στον μεσοπολεμικό υπερρεαλισμό.
Ενώ, συνάμα, ο υπερρεαλισμός στην ποιητική σύνθεση του Σαχτούρη γίνεται αντιληπτός μέσα από τις εικόνες που υπερβαίνουν τα όρια της πραγματικότητας, τη στιχουργική μορφή που διακρίνεται για τον ελεύθερο στίχο, την απουσία σχεδόν των σημείων στίξης, αλλά και τους μονολεκτικούς στίχους.

2Στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη η πύκνωση του λόγου επιτυγχάνεται με τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων που αποκτούν συμβολική διάσταση και εμπεριέχουν σημαντικό μέρος του νοηματικού βάρους όλου του ποιήματοςΝα εξηγήσετε το ιδιαίτερο νόημα που λαμβάνουν στο πλαίσιο του ποιήματος τα ουσιαστικά: μπαξές, αίμα, ουρανός, χιόνι.
[Μονάδες 20]

μπαξές: Η παρουσίαση του ουρανού ως κήπου έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς γίνεται έτσι εμφανής η στενή σύνδεση του γήινου με το ουράνιο επίπεδο. Ο κήπος, αν και παραπέμπει συνειρμικά σε μια ωραία εικόνα, δεν παύει να είναι ένας χώρος καθαρής ανταπόδοσης∙ μας δίνει πίσω μόνο ό,τι του δώσουμε κι εμείς. Αν τον εγκαταλείψουμε, καθρεφτίζει αμέσως την εγκατάλειψη, κι αντιστοίχως σε συμβολικό επίπεδο, αν στη γη κυριαρχούν οι φόνοι και οι εκτελέσεις, τότε εύλογα είναι γεμάτος αίμα. Μέσω του μπαξέ, επομένως, ο ποιητής αναδεικνύει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το πόσο επηρεάζεται ακόμη κι ο ουράνιος ιδανικός χώρος από τα γεγονότα του γήινου χώρου. Είναι, το δίχως άλλο, εξαιρετικά δύσκολο να σταθούν τα προσδοκώμενα και τα επιθυμητά ιδανικά σ’ έναν κόσμο βίας.

αίμα: Το αίμα είναι η αρνητική έκφανση της πραγματικότητας και με την αφθονία του υποδηλώνει πόσο δύσκολο είναι να κατορθώσει κανείς να περισώσει τους πολίτες από τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας. Οι νεκροί των τραγικών γεγονότων που έχουν προηγηθεί (2ος παγκόσμιος πόλεμος, γερμανική κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, μετεμφυλιακές διώξεις και εκτελέσεις) έχουν αφήσει ένα διαρκές σημάδι στις ψυχές των επιζώντων. Το αίμα καλείται να αντιμετωπίσει ο ποιητής, όχι επιδιώκοντας τη λησμοσύνη, αλλά θέτοντάς το σε σωστή προοπτική απέναντι στο ελάχιστο μεν, υπαρκτό δε λευκό χρώμα του χιονιού.

ουρανός: Ο ουρανός, ως ο χώρος που περιέχει τα αστέρια, είναι συνάμα κι ο χώρος που περιέχει κάθε ιδανικό, κάθε άριστη σκέψη για το πώς της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι ένας χώρος θεϊκός που αντανακλά βέβαια και καθρεφτίζει τον πόνο των ανθρώπων, παρέχει ωστόσο παράλληλα και την εικόνα ενός ουσιαστικότερου και καθαρότερου τρόπου ζωής. Ο ουρανός συμβολίζει έτσι την ελπίδα, καθώς και την ύπαρξη μιας πιο πνευματικής ύπαρξης απαλλαγμένης από τα εγγενή ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης. Είναι το σύμβολο της αγνότητας, αλλά και το σύμβολο ενός σταθερού κελεύσματος για τη δυνατότητα που έχουν οι άνθρωποι να αλλάξουν ριζικά τους όρους διαβίωσής τους, να αποβάλουν την εχθρότητα και τη βιαιότητα, και να οδηγηθούν έτσι σε μια πορεία λύτρωσης.

χιόνι: Το χιόνι, αν και παραπέμπει στο χειμώνα και θυμίζει τους φονικούς χειμώνες των χρόνων της κατοχής, γίνεται αντιληπτό κυρίως μέσω της χρωματικής του αντίθεσης. Είναι το ελάχιστο λευκό -που δεν μπορεί, και δε χρειάζεται ωστόσο, να εκμηδενίσει το κόκκινο του αίματος- με τη διαχείριση του οποίου ο ποιητής θα επιχειρήσει μια εξισορρόπηση. Είναι το αντίβαρο στην άπλετη δυστυχία που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του μπαξέ-ουρανού. Συμβολίζει, έτσι, την ελπίδα, αλλά και αντιθετικά προς το αίμα την αγνότητα και την αθωότητα των ανθρώπων.   

3«Ο ποιητής όμως είναι σαν τον ευγενικό γόνο παλιάς γενιάς και τον βαραίνει η ευθύνη μιας αποστολής και μιας παράδοσης.» [Νόρα Αναγνωστάκη]
Να αιτιολογήσετε τα στοιχεία αυτής της διαπίστωσης βασιζόμενοι στο εξεταζόμενο ποίημα.
[Μονάδες 20]

εγώ
κληρονόμος πουλιών

Ο ποιητής προσδιορίζει τον εαυτό του ως κληρονόμο πουλιών, διεκδικώντας έτσι μια διαφοροποίηση ως προς τη φύση του, η οποία του επιτρέπει να πετά, να βρίσκεται δηλαδή σ’ επαφή με τον ελεύθερο χώρο του ουρανού. Ο ποιητής έχει έτσι πρόσβαση στο χώρο της ελπίδας και στο χώρο της αμιγούς πνευματικής ύπαρξης, ο οποίος δεν είναι προσβάσιμος από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κι είναι, άλλωστε, αυτό το προνόμιο που έχει ο ποιητής να κινείται στον ουράνιο χώρο, που γεννά την υποχρέωση και το χρέος απέναντι στους συνανθρώπους του. Η ιδιαίτερη φύση των ποιητών, η διαρκής ενασχόλησή τους με το χώρο της πνευματικής δημιουργίας κι η επίμονη αναμέτρηση με τον εαυτό τους, με τα βιώματα και τους προβληματισμούς της εποχής τους, τούς επιτρέπει μια ικανή εμβάθυνση σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Έτσι, οι ποιητές καθίστανται προνομιακοί θεατές των ανθρώπινων πραγμάτων και έχουν τη δυνατότητα να κινούνται ψηλότερα από τους άλλους ανθρώπους.
Σε συμβολικό επίπεδο η κληρονομιά που λαμβάνει ο ποιητής από τον κόσμο των πουλιών είναι η δυνατότητα να κινείται απόλυτα ελεύθερος σ’ ένα κόσμο που βρίσκεται πάνω από τα συνήθη δεσμά της ανθρώπινης υπόστασης. Η σκέψη του ποιητή διατηρεί την ανεξαρτησία της και δεν επηρεάζεται από το κλίμα εξαρτήσεων και συνενοχής που δεν επιτρέπει στους συγκαιρινούς του να βρουν τη διέξοδο απ’ τη δύσκολη εμπειρία που βιώνουν. Ο ποιητής αποκτά έτσι μια πιο αντικειμενική ματιά, καθώς όντας αποστασιοποιημένος στο χώρο του ουράνιου στερεώματος, δεν βλέπει τα πράγματα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Αντικρίζει τα προβλήματα της εποχής του στην ολότητά τους και αναλαμβάνει το καθήκον του να προσφέρει στους συμπολίτες του την οπτική εκείνη που θα τους βοηθήσει να επιστρέψουν σε μια αρμονικότερη συνύπαρξη. Αδέσμευτος, ελεύθερος και προνομιακός θεατής ενός ανώτερου κόσμου, ο ποιητής αποκτά χάρη στην κληρονομιά των πουλιών ένα σημαντικό ρόλο και μια σπουδαία αποστολή. Ας προσεχθεί, βέβαια, πως η αποστολή του ποιητή κι η ανάγκη να διατηρεί καθαρή ματιά απέναντι στις δυσκολίες της εποχής του, δυσχεραίνονται από το γεγονός πως έχει κι ο ίδιος πληγωθεί, κι έχει τραυματιστεί από το κλίμα μίσους και έντασης που επικρατεί (έστω και με σπασμένα φτερά). Ωστόσο, παρά το προσωπικό κόστος, ο ποιητής εμφανίζεται αντάξιος συνεχιστής της γενιάς του και θέτει τον εαυτό του σε δεύτερη μοίρα για χάρη των συνανθρώπων του που χρειάζονται τη βοήθεια και τη στήριξή του.  

4Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο (100-120 λέξεων) το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων:

«πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω»
[Μονάδες 25]

Η ικανότητα του ποιητή να πετά ψηλότερα δε σημαίνει για κανένα λόγο πως ο ίδιος ξέφυγε αλώβητος από τη δίνη των φρικτών γεγονότων της εποχής του. Έχει πληρώσει το τίμημα, έχει τραυματιστεί ψυχικά κι έχει υποφέρει σωματικά∙ εντούτοις δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει στις εσωτερικές του πληγές. Δεν σκοπεύει να αφήσει την οδύνη του παρελθόντος να τον εμποδίσει από τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος για τους συνανθρώπους του. Πληγές, άλλωστε, έχουν όλοι οι συγκαιρινοί του, γι’ αυτό και συνεχίζουν να βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους. Με την αντικειμενικότητα της δικής του κρίσης, με την αποστασιοποίησή του από τα πάθη που κλονίζουν την ελληνική κοινωνία, είναι αυτός που οφείλει να ελέγξει το φως των αστεριών∙ είναι δικό του χρέος να πετάει συνεχώς (εξακολουθητικός χρόνος), φροντίζοντας για την καθοδήγηση των συνανθρώπων του.

5Αξιοποιώντας το ποίημα «Παραβολή» του Μίλτου Σαχτούρη να διερευνήσετε το ρόλο των αστεριών και να εξηγήσετε κατά πόσο ο ρόλος αυτός συγκλίνει στα δύο ποιήματα
[Μονάδες 20]

Μίλτος Σαχτούρης «Παραβολή»
(η μεταφυσική νύχτα ή το χιόνι)

Γυρίζει από το ταξίδι του
ο μαύρος κόρακας
με το μαύρο παλτό του
τα μαύρα παπούτσια του
το μαύρο μπαστούνι του

τινάζει από πάνω του το χιόνι

έν’ άστρο έχει μπει μέσ’ στο δεξί του μάτι

το άστρο ρίχνει μια φοβερή φεγγοβολή
μέσ’ στη φεγγοβολή το δάκρυ τ ο υ  ά λ λ ο υ
                                                μ ε γ α λ ώ ν ε ι
ο κρότος είναι εκτυφλωτικός

σκοτώνει              δεν τυφλώνει

το στόμα κόκκινο φυσάει
ένα κουρέλι μαύρο χιόνι

                                      Καθαρή Δευτέρα
                                      25 Φεβρουαρίου 1963

Το μαύρο χρώμα που χαρακτηρίζει καθετί στον κόρακα του ποιήματος, συμβολίζει την ψυχική κατάσταση εκείνων των ανθρώπων που έχουν απευαισθητοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό -έχουν σκληρύνει τόσο πολύ-, ώστε τίποτε πια από τον πόνο των γύρω τους δεν τους συγκινεί. Αν, μάλιστα, το μαύρο χρώμα συνδεθεί στενότερα με την έννοια του θανάτου, καθιστά τον κόρακα μια συμβολική αναπαράσταση, όχι μόνο της ψυχικής σκληρότητας, αλλά και της απανθρωπιάς εκείνης που σκορπίζει το θάνατο στους άλλους ανθρώπους -στους συνανθρώπους-, χωρίς κανένα έλεος ή αίσθηση συμπόνιας.

Εκείνο που λείπει απ’ τους ανθρώπους αυτούς ή εκείνο που τους αναλογεί ως νέμεση είναι η δυνατότητα να αντιληφθούν πλήρως, να νιώσουν απόλυτα, τον πόνο που προκαλούν στους άλλους. Κι αυτό ακριβώς το αιματηρό προνόμιο παρέχεται στον μαύρο κόρακα με τη βοήθεια ενός αστεριού που έχει μπει μέσα στο μάτι του. Το αστέρι με τη λάμψη του, όχι μόνο φωτίζει, αλλά και μεγεθύνει το δάκρυ του άλλου ανθρώπου∙ καθιστά τον πόνο του άλλου εμφανή∙ τον ισχυροποιεί και τον διευρύνει σε τέτοιο σημείο, ώστε ο μέχρι πρότινος αδιάφορος «μαύρος κόρακας» να μην μπορεί πια να τον αγνοήσει.
Το δάκρυ του άλλου ανθρώπου φωτίζεται και μεγαλώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποια στιγμή εκρήγνυται. Μα η λάμψη που παράγει η έκρηξή του δεν περιορίζεται στο να τυφλώνει. Σκοτώνει, σκορπίζοντας θάνατο σε αυτούς που το προκάλεσαν σκορπίζοντας θάνατο. Μια σχεδόν εκδικητική εξισορρόπηση, αφού ο μαύρος κόρακας, ο θύτης, γίνεται αίφνης θύμα, του ίδιου του πόνου που χωρίς οίκτο προκαλούσε στους άλλους ή του πόνου που έβλεπε γύρω του μα τον προσπερνούσε με αδιαφορία.

Το φως των αστεριών, στον Ελεγκτή, ενέχει την έννοια της καθοδήγησης και του προσανατολισμού, όπως για χρόνια βασίζονταν σε αυτά οι ναυτικοί για να καθορίζουν την πορεία τους. Το φως των αστεριών συμβολίζει όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να επαναφέρουν τους ανθρώπους σ’ ένα συνετό και ορθό τρόπο ζωής, μακριά από τις φονικές αναμετρήσεις και το μίσος. Συμβολίζουν τις ιδανικές αξίες των ανθρώπων, τις παραδόσεις του παρελθόντος που διατηρούσαν αλώβητη την κοινωνική συνοχή, την ελπίδα που προσέδιδε κουράγιο στους ανθρώπους, αλλά και την προσδοκία ενός καλύτερου κόσμου. Το φως των αστεριών μπορεί να σηματοδοτήσει ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα αρχή στην πορεία των ανθρώπων, που θα πρέπει ωστόσο να βασιστεί στις κατάλληλες αρχές και αξίες ώστε να αποφευχθεί μια πιθανή επιστροφή στη λογική της εχθρότητας.

Τα αστέρια μας βοηθούν -ιδεατά- να δούμε καθαρότερα την έκταση που λαμβάνει ο πόνος του άλλου ανθρώπου, τον πραγματικό αντίκτυπο του μίσους και της βίας, κι αυτός είναι σίγουρα ένας ασφαλής τρόπος, ώστε να μπορέσουν οι άνθρωποι να προσεγγίσουν την αναγκαία αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση, και να φτάσουν σε μια αρμονικότερη συνύπαρξη. Η καθοδήγηση, όμως, που επιζητά να επιτύχει ο Ελεγκτής ελέγχοντας τ’ αστέρια, διασφαλίζεται με τρόπο βίαιο στην Παραβολή, καθώς με τη μεσολάβηση του αστεριού ο πόνος του άλλου ανθρώπου γίνεται, όχι απλά αισθητός, αλλά απόλυτα κυρίαρχος, σε βαθμό που καθίσταται ικανός να σκοτώσει εκείνους που σκότωναν.

Μια ακραία ανταπόδοση βίας, η οποία όσο κι αν είναι κατανοητή για ανθρώπους που έχουν πονέσει κι έχουν υποφέρει πολύ, δεν συνιστά εντούτοις σε καμία περίπτωση το ζητούμενο. Έχουμε, έτσι, από τη μία τα αστέρια ως καθοδηγητέςκι από την άλλη τα αστέρια ως φορείς εκδίκησης∙ δίκαιης, λυτρωτικής, εξισορροπητικής ίσως, μα και πάλι μιας εκδίκησης που απαντά στον βίαιο πόνο με βία. 


Προτεινόμενο θέμα για τον Δαρείο του Καβάφη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Konstantinos Kavafis, painting by Fabrizio Cassetta

Προτεινόμενο θέμα για το ποίημα Ο Δαρείος του Κωνσταντίνου Καβάφη

Κωνσταντίνος Καβάφης, Ο Δαρείος

Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.

Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.

Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Ερωτήσεις:

1Ο Κωνσταντίνος Καβάφης χρησιμοποιεί συχνά στην ποίησή του φανταστικά πρόσωπα, τα οποία ενδεχομένως λειτουργούν και ως προσωπεία τουΘεωρείτε ότι ο ποιητής Φερνάζης είναι απλώς ένα φανταστικό πρόσωπο ή ότι λειτουργεί ως προσωπείο του ποιητή; Αφού διατυπώσετε την άποψή σας, να αιτιολογήσετε και τις δύο πιθανότητες.
[Μονάδες 15]

Με δεδομένη την πρόθεση του Καβάφη να στηλιτεύσει τη στάση εκείνων των ποιητών που προδίδουν την τέχνη τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν ατομικές φιλοδοξίες, καθίσταται σαφές πως ο Φερνάζης δεν αποτελεί προσωπείο του ποιητή. Η κενόδοξη φιλοδοξία του, η μικροπρέπεια που τον διακρίνει, αλλά και η σκέψη του να θυσιάσει την αλήθεια του ποιητικού του λόγου προκειμένου να γίνει αρεστός στον Μιθριδάτη, συνιστούν στοιχεία που τον απομακρύνουν απ’ όσα πρέσβευε κι όσα επιθυμούσε ο Καβάφης. Ο Φερνάζης, το δίχως άλλο, στέκει μακριά απ’ το ιδανικό πρότυπο των θεραπόντων της ποιητικής τέχνης που είχε κατά νου και στήριζε με τη στάση του ο Καβάφης.
Η διαφορά ήθους ανάμεσα στον Καβάφη και τον Φερνάζη είναι πρόδηλη, ενώ συμπληρώνεται και μ’ επιμέρους διαφορές, όπως είναι η ενασχόληση του Φερνάζη με την επική ποίηση, αλλά και το γεγονός ότι ο Φερνάζης κινείται στην αυλή -και διεκδικεί την εύνοια- ενός βασιλιά.
Ωστόσο, ο Καβάφης δεν επιθυμεί να κρατήσει απόλυτες αποστάσεις από τον Φερνάζη, καθώς θέλοντας να τηρήσει την αρχή της ειλικρίνειας που πρεσβεύει, αναγνωρίζει κι εμμέσως παραδέχεται πως κάποια από τα στοιχεία του Φερνάζη -κάποια από τα αρνητικά στοιχεία του Φερνάζη- ενυπάρχουν σε πολλούς ανθρώπους∙ άρα και στον ίδιο. Είναι, βέβαια, σαφές πως ο Καβάφης δεν ενδίδει στις αρνητικές αυτές πτυχές της ανθρώπινης φύσης (αντιζηλία, υπέρμετρη φιλοδοξία, εκμετάλλευση της τέχνης για ίδια συμφέροντα)∙ δεν μπορεί εντούτοις ν’ αρνηθεί την ύπαρξή τους, ούτε να ισχυριστεί με απόλυτη ειλικρίνεια πως ποτέ δεν απασχόλησαν και τον ίδιο.  
Επιτρέπει, λοιπόν, ο Καβάφης την εν μέρει συσχέτισή του με τον Φερνάζη, αφήνοντας να διαφανούν κάποια κοινά μεταξύ τους στοιχεία:
- είναι κι οι δύο ποιητές (έστω κι αν ασχολούνται με διαφορετικά είδη ποίησης)
- ζουν υπό την επίδραση του ελληνισμού, χωρίς να βρίσκονται στην Ελλάδα
- γράφουν κι οι δύο σε περιόδους πολεμικής έντασης (ο Καβάφης συνέθεσε τον Δαρείο το Μάη του 1917∙ είναι όμως πιθανό η πρώτη γραφή του ποιήματος να τοποθετείται πριν το 1897)
- συνθέτουν ομότιτλα ποιήματα
- βιώνουν την κυριαρχία της ποιητικής ιδέας στη σκέψη τους (ο πόλεμος με τους Ρωμαίους που αρχίζει -κι όχι ξεσπά- κι άρα ήταν αναμενόμενος, προκαλεί μεγάλη έκπληξη στον Φερνάζη, σαν να μην είχε αντιληφθεί καθόλου τι συνέβαινε στη χώρα του. Απορροφημένος στην ποιητική δημιουργία ο Φερνάζης∙ και παραμένει έτσι, αφού ακόμη κι όταν μαθαίνει για τον πόλεμο, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική του ιδέα)   

Αν με βάση τις ομοιότητες αυτές θεωρήσουμε πως ο Φερνάζης λειτουργεί ως προσωπείο του Καβάφη, τότε θα μπορούσαμε να εκλάβουμε την αλλαγή στη στάση του Φερνάζη ως τελική επιλογή υπέρ της αλήθειας, και άρα ως επικράτηση της ποιητικής του ιδιότητας. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να εικάσουμε πως στο τέλος ο Φερνάζης δίνει το προβάδισμα στην τέχνη του, και πως παραμερίζει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Ωστόσο, ο Καβάφης δεν επιτρέπει ένα τόσο οριστικό και ξεκάθαρο συμπέρασμα για τα κίνητρα του Φερνάζη, διατηρώντας αμφίσημη τόσο την τελική επιλογή του Φερνάζη, όσο και κατ’ επέκταση τη συσχέτισή του με τον επινοημένο ποιητή.

2Στους ακόλουθους στίχους α) να εντοπίσετε και να αιτιολογήσετε τη χρήση ειρωνείας, β) να εξηγήσετε τη χρήση των σημείων στίξης και γ) να εντοπίσετε την αφηγηματική φωνή, αφού διακρίνετε τα είδη αυτής που συναντώνται σε όλο το ποίημα.
[Μονάδες 20]

«Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.— »

α) Το ζήτημα της αναβολής των προσωπικών σχεδίων του Φερνάζη συνιστά εμφανή ειρωνεία απέναντι στον εγωκεντρικό ποιητή που αδυνατεί να αντιληφθεί τις ευρύτερες συνέπειες του πολέμου∙ τις συνέπειες δηλαδή πέρα απ’ τη ματαίωση των δικών του φιλόδοξων βλέψεων.
Συνάμα, οι εκφράσεις φόβου «αν έχουμε κι ασφάλεια στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. / Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι», οι ρητορικές ερωτήσεις, αλλά και η επίκληση στους θεούς, έρχονται να τονίσουν τη δειλία του Φερνάζη και την όψιμη συνειδητοποίηση του κινδύνου. Η ηττοπάθεια του ποιητή αντιμετωπίζεται ειρωνικά από τον αφηγητή, ο οποίος επισημαίνει το φόβο του ανθρώπου που μόλις άκουσε για το ξέσπασμα του πολέμου το πρώτο που σκέφτηκε ήταν η αναβολή της προσωπικής του ανάδειξης. Άλλωστε, με την επίκληση στους θεούς της Ασίας φανερώνεται πως η επαφή του με την ελληνική παιδεία -τα ελληνικά είναι η γλώσσα που επιλέγει για το επικό του ποίημα- συνιστά μια επιφανειακή μόνο συσχέτιση, αφού στην πραγματικότητα παραμένει ένας Ασιάτης.
Η δραματική ειρωνεία που προκύπτει απ’ την ανατροπή των σχεδίων του Φερνάζη, κι ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η δειλία κι ο φόβος του, έχουν ως σκοπό να υποδείξουν την υπεροψία που κατείχε τελικά και τον ίδιο τον Φερνάζη. Ενώ, δηλαδή, νόμιζε πως θα μπορούσε να επιτύχει την πλήρη καταξίωσή του, βρίσκεται τώρα έντρομος -έρμαιο της πανίσχυρης και ανεξέλεγκτης πραγματικότητας- να φοβάται για την ίδια του τη ζωή.
Ο Καβάφης στέκει κι εδώ αυστηρός κριτής απέναντι σ’ εκείνους που θαρρούν ότι μπορούν να κάνουν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους, χωρίς να έχουν συναίσθηση του πόσο γρήγορα και πόσο εύκολα μπορούν να ανατραπούν -κι εν τέλει ανατρέπονται- όλα.

β)
«Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.»

Στους στίχους αυτούς ο Καβάφης χρησιμοποιεί αρκετές τελείες, ώστε να δημιουργήσει σύντομες προτάσεις, και να μεταδώσει έτσι τη γρήγορη εναλλαγή των σκέψεων του Φερνάζη. Ο λόγος του λαμβάνει, έτσι, ζωντάνια, γρήγορο ρυθμό, και αποδίδει εναργέστερα την αναστάτωση και τον φόβο που τον διακατέχουν.

«Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς, / οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;»

Οι τρεις συνεχόμενες ρητορικές ερωτήσεις τονίζουν την αναστάτωση και το φόβο του Φερνάζη. Ο θαυμασμός κι εμπιστοσύνη που είχε στο πρόσωπο του ένδοξου Μιθριδάτη χάνονται μπροστά στο ενδεχόμενο της ήττας από τους Ρωμαίους, όπως άλλωστε και η αφοσίωσή του στον βασιλιά του Πόντου και της Καππαδοκίας. Εμφανής κι εδώ η ειρωνεία του ποιητή.

«Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας. –»

Η παύλα στο τέλος της επίκλησης του Φερνάζη, υποδηλώνει μια παύση στην ανάγνωση, ώστε να γίνει αισθητή η μετάβαση από το κλίμα του φόβου σε μια άλλη διαδικασία, σε αυτήν της ποιητικής δημιουργίας, η οποία επί της ουσίας δεν αναστέλλεται ποτέ για έναν πραγματικό ποιητή.

γΣτο ποίημα έχουμε έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας ενός ποιητή, καθώς και τα γεγονότα που εμπλέκονται και επηρεάζουν τη δημιουργία αυτή. Ο τριτοπρόσωπος αυτός αφηγητής δε θα πρέπει να ταυτίζεται με τον Καβάφη, καθώς κάθε αφηγηματική φωνή δεν είναι παρά ένα δημιούργημα του ποιητή ή συγγραφέα∙ μια υποθετική παρουσία που συντίθεται με λέξεις, αλλά δε συνιστά πραγματική έκφανση του ίδιου του ποιητή. Εμφανής ωστόσο είναι κι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου το λόγο λαμβάνει κυρίως ο ποιητής Φερνάζης, αλλά κι ο υπηρέτης του σ’ ένα σημείο.
Το διαρκές πέρασμα απ’ την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο ποίημα ζωντάνια, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της θεατρικότητάς του. Συνάμα, επιτρέπει την εναλλαγή της εστίασης και την προβολή των βασικών θεματικών του ποιήματος από διαφορετική κάθε φορά οπτική. Έχουμε έτσι, από τη μία την εγωκεντρική θέαση των πραγμάτων από τον ποιητή Φερνάζη και από την άλλη την αντίδραση ενός εξωτερικού παρατηρητή, του τριτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος μέσω κυρίως της ειρωνείας εκφράζει έμμεσα τη δική του θέση. Σε αρκετά σημεία επομένως η εναλλαγή αφηγητών επιτρέπει στην ειρωνεία του ποιητή να καταστεί εναργέστερη, καθώς σε πρώτο πρόσωπο δίνονται κυρίως οι επιθυμίες του Φερνάζη για προσωπική ανάδειξη κι οι φόβοι του, όπως στους υπό εξέταση στίχους. Παράλληλα, με τη διαρκή αυτή εναλλαγή δυσχεραίνεται η διάκριση ανάμεσα στις αφηγηματικές φωνές και άρα η διαφοροποίησή τους, στοιχείο που συνάδει με το γεγονός ότι ο ποιητής Φερνάζης επιλύοντας το δίλημμά του υπέρ της ιστορικής αλήθειας, έρχεται εγγύτερα στο ήθος του παντογνώστη αφηγητή αίροντας κατά κάποιο τρόπο την ειρωνική εις βάρος του διάθεση. 
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ανάμεσα στις αφηγηματικές φωνές και τον ίδιο τον Καβάφη υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ήθους. Από τη μία υπάρχει ο ποιητής Φερνάζης, ο οποίος θεωρεί πως χρησιμοποιώντας την τέχνη του μπορεί να αναδειχθεί κερδίζοντας την εύνοια του βασιλιά και αποστομώνοντας παράλληλα τους επικριτές του. Αμφιταλαντεύεται ωστόσο για το αν θα πρέπει να υπονομεύσει την ποιητική του ακεραιότητα για χάρη αυτής της ανάδειξης, και εν τέλει μέσα στην αναστάτωση της έκρηξης του πολέμου αποφασίζει υπέρ της αλήθειας και υπέρ της τέχνης του.
Από την άλλη υπάρχει η ειρωνική φωνή του παντογνώστη αφηγητή που επικρίνει την πρόθεση του Φερνάζη να γίνει ένας απλός κόλακας, τονίζει την κενοδοξία του και προβάλλει πόσο εγωκεντρικός είναι όταν με το άκουσμα της είδησης για την έναρξη του πολέμου σκέφτεται την αναβολή των προσωπικών του σχεδίων. Ο παντογνώστης αφηγητής στέκει ως αυστηρός κριτής του Φερνάζη και του αναγνωρίζει μόνο το γεγονός πως ακόμη και στη σύγχυση και την ταραχή του πολέμου συνεχίζει να επεξεργάζεται την ποιητική του ιδέα.

3Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι «ο Καβάφης είναι ένας από τους μάστορες της αποστασιοποίησης» [Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά]. Να εξηγήσετε τον όρο «αποστασιοποίηση» και να αιτιολογήσετε το αν αυτή η διαπίστωση βρίσκει ή όχι εφαρμογή στο συγκεκριμένο ποίημα.
[Μονάδες 20]

Αποστασιοποίηση είναι η τήρηση αποστάσεων από το υπό διαπραγμάτευση θέμα, καθώς και από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα∙ αποστάσεων που προσφέρουν αφενός συναισθηματική αποδέσμευση και αφετέρου την αποφυγή ταυτίσεων είτε με καταστάσεις είτε με συγκεκριμένα πρόσωπα. Μέσω της αποστασιοποίησης καθίσταται εφικτή η τήρηση κριτικής στάσης, αλλά και η δυνατότητα θέασης του ίδιου ζητήματος από διαφορετικές -ίσως και αντικρουόμενες- οπτικές.

Ο Καβάφης είναι σαφώς «μάστορας» της αποστασιοποίησης, υπό την έννοια πως την αξιοποιεί στα περισσότερα ποιήματά του, τόσο για να προφυλάσσεται ο ίδιος από περιττές ή ανυπόστατες συσχετίσεις, όσο και για να προσφέρει στους αναγνώστες του τη δυνατότητα προσέγγισης κάποιων βασικών θεμάτων, χωρίς να βρίσκονται υπό το κράτος συναισθηματικών δεσμεύσεων και επιρροών.
Ας προσεχθεί πως η αποστασιοποίηση δεν αφορά τόσο τις αποστάσεις του ίδιου του ποιητή από το θέμα που εξετάζει, όσο -και κυρίως- την αποδέσμευση των αναγνωστών από στοιχεία που θα επηρέαζαν την κρίση τους, και ενδεχομένως θα τους δημιουργούσαν προκαταλήψεις ή κάποιου είδους προσωπική και συναισθηματική εμπλοκή με το υπό εξέταση θέμα.

Ειδικότερα, ο Καβάφης επιτυγχάνει την αποστασιοποίηση στο ποίημα «Ο Δαρείος» με τους εξής τρόπους:  

αΧρήση της ιστορίας
Ο Καβάφης τοποθετεί τη δράση του ποιήματος σε μια κατά πολύ προγενέστερη εποχή, στα χρόνια δηλαδή της βασιλείας του Μιθριδάτη ΣΤ΄ (120 - 63 π.Χ), ενώ επιχειρεί και μια ακόμη μεγαλύτερη μετάθεση προς την εποχή του Δαρείου Α΄ (521 – 486 π.Χ). Με τον τρόπο αυτό μεταφέρει τους αναγνώστες του σε χρονικές περιόδους που δεν τους αφορούν άμεσα, και άρα τους είναι δυνατό να ασχοληθούν με το εξεταζόμενο ζήτημα, χωρίς να το συσχετίζουν με τη δική τους εποχή και εμπειρία ή με πρόσωπα της δικής τους ιστορικής επικαιρότητας για τα οποία σαφώς θα είχαν διαμορφωμένες απόψεις, και άρα πιθανές προκαταλήψεις για οποιοδήποτε θέμα σχετιζόταν με αυτά.
Αν το ποίημα αυτό, που δημοσιεύτηκε το 1920 και γράφτηκε το 1917, ενέπλεκε ιστορικά πρόσωπα εκείνης της εποχής (εποχής εθνικού διχασμού για τους Έλληνες), και επιχειρούσε να ελέγξει -με οποιονδήποτε τρόπο- τη στάση ενός ποιητή κατά τη διάρκεια ενός εθνικού πολέμου, θα γινόταν αρνητικά δεκτό στην τόσο έντονα φορτισμένη πολιτική κατάσταση της εποχής.
Ο Καβάφης, επομένως, με ευφυή τρόπο αποφεύγει τις συναισθηματικές δεσμεύσεις και τις πολιτικές παρωπίδες των αναγνωστών του, μεταθέτοντας χρονικά το διαπραγματευόμενο θέμα και επιτρέποντάς τους έτσι μια αντικειμενική και ψύχραιμη θέαση.

βΧρήση επινοημένων προσώπων
Ο Καβάφης ενισχύει την αντικειμενικότητα που του προσφέρει η χρονική μετάθεση των γεγονότων με τη δημιουργία φανταστικών προσώπων, τα οποία φέρουν το πρωταγωνιστικό βάρος στα ποιήματά του. Με τον τρόπο αυτό το όφελος είναι διττό: αφενός δεν υπάρχει συσχέτιση με υπαρκτά πρόσωπα, η δράση των οποίων μπορεί να ήταν διαφορετική ή να ερμηνευόταν διαφορετικά από κάθε αναγνώστη, και αφετέρου επιτρέπει στον ίδιο τον ποιητή να κρατά αποστάσεις από τις εκφραζόμενες ιδέες. Ας μην ξεχνάμε πως ο Καβάφης συνέθετε τα ποιήματά του σε μια εποχή κατά την οποία δεν ήταν δεδομένη η μη συσχέτιση της αφηγηματικής φωνής και των πρωταγωνιστικών προσώπων με τον ίδιο τον δημιουργό.

γΧρήση της ειρωνείας
Ο Καβάφης πέρα από την αποστασιοποίηση που ήθελε να επιτύχει σε σχέση με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις της εποχής του, ήθελε να καταστήσει σαφή και την απόστασή του από τον ήρωα του ποιήματος. Εφόσον ο μόνος τρόπος για να διαχειριστεί ένα θέμα ποιητικής ήταν να παρουσιάσει έναν ποιητή, έπρεπε παράλληλα να επιτύχει τη δική του αποδέσμευση από τον επινοημένο ποιητή. Ζητούμενο που το επιδιώκει -όχι απόλυτα- με την τριτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή, που αντιμετωπίζει με τρόπο ιδιαίτερα ειρωνικό τα διλήμματα του φιλόδοξου και εγωκεντρικού Φερνάζη.

δΕναλλαγή αφηγηματικών φωνών
Με το πέρασμα από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή, ο Καβάφης κατορθώνει να τονίσει τη διαφοροποίηση ανάμεσα στο πώς βλέπει τα πράγματα ο Φερνάζης και το πώς κρίνεται η στάση του αυτή από έναν εξωτερικό παρατηρητή (τον τριτοπρόσωπο αφηγητή). Έτσι, αφενός γίνεται σαφές πως ο ίδιος ο ποιητής δεν ταυτίζεται με τον Φερνάζη (και, ιδεατά, ο αναγνώστης εκείνης της εποχής αντιλαμβανόταν πως δεν ταυτίζεται ούτε με τον τριτοπρόσωπο αφηγητή), και αφετέρου δίνονται δύο οπτικές επί του ίδιου θέματος.

εΑμφισημία
Ο Καβάφης μη θέλοντας να δώσει μια οριστική απάντηση σχετικά με την ποιότητα της συμπεριφοράς του Φερνάζη, δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα της τελικής του επιλογής υπέρ της ποιητικής αλήθειας. Σιγεί έτσι τον παντογνώστη, τριτοπρόσωπο αφηγητή, και μας δίνει στο κλείσιμο του ποιήματος μόνο τις σκέψεις του Φερνάζη. Η αμφισημία αυτή, την οποία συναντάμε και στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», λειτουργεί υπέρ της επιδιωκόμενης αποστασιοποίησης, καθώς απαλλάσσει τον ποιητή από το να πάρει μια σαφή θέση σχετικά με τον επινοημένο του ήρωα, και προσφέρει στους αναγνώστες ένα δίλλημα προς σκέψη και προβληματισμό.
Τίποτε στην πραγματική ζωή δεν είναι οριστικό και αμετάκλητο και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις πράξεις ή τις σκέψεις των ανθρώπων. Ο Φερνάζης δεν οριοθετείται με αυστηρότητα∙ μένει σκοπίμως αινιγματικός (όπως όλοι οι άνθρωποι εν τέλει), και η διερεύνηση των κινήτρων του επιτρέπει την ενεργή συμμετοχή των αναγνωστών.
Ο Καβάφης διατηρεί αποστάσεις από τον Φερνάζη, τον οποίο δεν επιθυμεί ούτε να διασώσει ούτε και να καταδικάσει. Αφήνει τη δράση του να κριθεί από τους αναγνώστες, και δίνει έτσι ένα ιδιαίτερο φανέρωμα της αποστασιοποίησης. Ο ποιητής είναι αποστασιοποιημένος, όχι μόνο από τον ήρωα, αλλά και από το ίδιο του το έργο, το οποίο και το προσφέρει αμφίσημα ανοιχτό σε διαφορετικές αναγνώσεις, αποφεύγοντας να το περιορίσει σε μια συγκεκριμένη εκδοχή, η οποία και θα δέσμευε τη σκέψη των αναγνωστών.

4Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο (150-200 λέξεων) το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων:

«Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.»

Ο Φερνάζης κατακλυσμένος από συναισθήματα φόβου λόγω του πολέμου που έχει ξεκινήσει με τους Ρωμαίους, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική ιδέα. Του αποδίδεται έτσι ένα γνώρισμα που αναλογεί στους ποιητές εκείνους που είναι πραγματικά αφοσιωμένοι στο έργο τους κι οι οποίοι έχουν πάντοτε προσηλωμένη τη σκέψη τους στο έργο τους. Έτσι, παρά την αναστάτωσή του, όχι μόνο δεν εγκαταλείπει την ποιητική του ιδέα, αλλά την προσεγγίζει πλέον υπό το φως των νέων δεδομένων, και καταλήγει οριστικά πως τα συναισθήματα του Δαρείου ήταν «υπεροψίαν και μέθην». Σε πρώτο επίπεδο ο Φερνάζης εν μέσω του πολέμου απαλλάσσεται από την ανάγκη να κολακεύσει τον Μιθριδάτη και επιλέγει την αλήθεια για τα συναισθήματα του Δαρείου. Σε αυτή την επιλογή τον βοηθά να φτάσει άλλωστε και το παράτολμο της απόφασης του Μιθριδάτη που πιστοποιεί την υπεροψία των φιλόδοξων ηγεμόνων. Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο είναι πιθανό ο Φερνάζης να καταλήγει στην επιλογή της υπεροψίας και της μέθης έχοντας κατά νου πως η επόμενη μέρα θα βρει τους Ρωμαίους νικητές και ηγεμόνες της περιοχής. Ο ποιητής άρα γράφει πλέον όχι για τον Μιθριδάτη, αλλά για ένα διαφορετικό κοινό που δεν θα έχει κανένα λόγο να αξιώνει κολακείες υπέρ του Δαρείου.

Ας προσεχθεί συνάμα πως ο Φερνάζης αντιλαμβάνεται ίσως και τη δική του υπεροψία, η οποία τον ώθησε να συνθέσει ένα επικό ποίημα που θα λειτουργούσε ως η οριστική επισφράγιση της λογοτεχνικής του καταξίωσης και ως αποστόμωση των επικριτών του, μη λαμβάνοντας υπόψη πως τα δεδομένα της πραγματικότητας αλλάζουν γοργά και πως δεν έχει τη δύναμη επί της ουσίας να ελέγξει το μέλλον και την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα. Ό,τι μέχρι πρότινος έμοιαζε ως το εισιτήριο για την αποφασιστική ανάδειξή του, τώρα -υπό το πρίσμα του πολέμου και κυρίως της επόμενης μέρας- καθίσταται πιθανώς ανεπαρκές, αφού δεν θα έχει ως αποδέκτη τον Μιθριδάτη, που θα δεχόταν ευνοϊκά ένα ποίημα για τον ένδοξο πρόγονό του.  

5Σας δίνετε το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Εν πορεία προς την Σινώπην». Αφού το διαβάσετε προσεκτικά να εντοπίσετε τυχόν θεματικές ομοιότητες.
[Μονάδες 20]

Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός,
μεγάλων πόλεων ο κύριος,
κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων,
πηγαίνοντας προς την Σινώπην πέρασε από δρόμον
εξοχικόν, πολύ απόκεντρον
όπου ένας μάντις είχε κατοικίαν.

Έστειλεν αξιωματικό του ο Μιθριδάτης
τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ’ αποκτήσει ακόμη
στο μέλλον αγαθά, πόσες δυνάμεις άλλες.

Έστειλεν αξιωματικό του, και μετά
προς την Σινώπην την πορεία του ξακολούθησε.

Ο μάντις αποσύρθηκε σ’ ένα δωμάτιο μυστικό.
Μετά περίπου μισήν ώρα βγήκε
περίφροντις, κ’ είπε στον αξιωματικό,
«Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να διευκρινίσω.
Κατάλληλη δεν είν’ η μέρα σήμερα.
Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά. —
Μα ν’ αρκεσθεί, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς.
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν’ αρκείται!
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές.
Να πεις στον βασιλέα Μιθριδάτη:
λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε Μιθριδάτα.»

Η υπεροψία που διακρίνει τον Μιθριδάτη Ε΄, ο οποίος θεωρεί δεδομένο πως στο μέλλον θα αποκτήσει ακόμη περισσότερα αγαθά και δυνάμεις, μας παραπέμπει στην αντίστοιχη υπεροψία του γιου του Μιθριδάτη ΣΤ΄ που δεν δίστασε να αναμετρηθεί με τους Ρωμαίους, αλλά και στην υπονοούμενη υπεροψία του Φερνάζη, ο οποίος θεωρούσε βέβαιη την καταξίωσή του με το επικό του ποίημα.
Ωστόσο, όπως εύλογα σχολιάζει ο μάντης στο συγκεκριμένο ποίημα, «η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές»∙ κι αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην ανατροπή των επιδιώξεων του Φερνάζη, ο οποίος σχεδίαζε τη μελλοντική του ανάδειξη, χωρίς να έχει λάβει υπόψη του τη ρευστή πολιτική κατάσταση της χώρας του.
Η θεματική, επομένως, της υπεροψίας των ανθρώπων και η συσχέτισή της με το επισφαλές των ανθρώπινων πραγμάτων, είναι κοινή και στα δύο ποιήματα. Ο ποιητής θεωρεί καίριο να κατανοήσουν οι άνθρωποι πόσο γρήγορα μπορούν να ανατραπούν τα σχέδιά τους, και άρα πόσο ουσιώδες είναι να αποφεύγουν στη ζωή τους την υπεροψία, και τη ματαιόδοξη επιδίωξη όλο και περισσότερων επιτυχιών και αποκτήσεων.

Πέρα, βέβαια, από τη βασική αυτή ομοιότητα, εντοπίζουμε κι επιμέρους κοινά στοιχεία ανάμεσα στα δύο ποιήματα:

- Ο δισταγμός του μάντη να απαντήσει με πλήρη σαφήνεια σχετικά με το μέλλον του Μιθριδάτη (Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να διευκρινίσω. /
Κατάλληλη δεν είν’ η μέρα σήμερα...), υπενθυμίζει ότι τα πρόσωπα που καλούνται να εκφέρουν λόγο στους βασιλείς ή για τους βασιλείς, οφείλουν να σκεφτούν καλά τις επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν σε περίπτωση που με τα λεγόμενά τους τούς δυσαρεστήσουν, και μας παραπέμπει στην ανάλογη συμπεριφορά του ποιητή Φερνάζη στον Δαρείο: «ίσως υπεροψίαν και μέθην∙ όχι όμως — μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων. / Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής». Ο Φερνάζης παρόλο που αντιλαμβάνεται την αλήθεια σχετικά με τον ένδοξο πρόγονο του Μιθριδάτη, ξέρει καλά πως λέγοντάς την είναι πιθανό να δυσαρεστήσει τον βασιλιά του.

- Ο μάντης επιχειρεί να προειδοποιήσει τον Μιθριδάτη Ε΄ πως δεν είναι εύκολο (ή πιθανό) να βρεθεί κάποιος να τον βοηθήσει και να τον σώσει, σε περίπτωση που κάποιοι που διαφωνούν ή δυσαρεστούνται με την απληστία του θελήσουν να τον βλάψουν. Προειδοποίηση που φανερώνει τη μονομέρεια των αποφάσεων του Μιθριδάτη Ε΄ και μας παραπέμπει στην ανάλογη στάση που ακολούθησε και ο γιος του, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, ο οποίος δεν δίστασε να εμπλακεί σε σειρά πολέμων με τους Ρωμαίους, χωρίς -όπως και ο πατέρας του- να έχει την απόλυτη εμπιστοσύνη των ανθρώπων του βασιλείου του: «Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι. / Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς, / οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;».

- Η παράθεση από τον Καβάφη τόσων επιθέτων για να τονιστεί το μεγαλείο και η ισχύς του Μιθριδάτη Ε΄, (ένδοξος και κραταιός, / μεγάλων πόλεων ο κύριος...) βρίσκει το ανάλογό της και στο ποίημα «Ο Δαρείος», για τον γιο του, Μιθριδάτη ΣΤ΄: ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ-, και αποσκοπεί στο να δώσει έμφαση σε ό,τι εν τέλει θεωρούνταν σημαντικό από τους δύο βασιλείς. Η στρατιωτική και πολιτική δύναμη, η δόξα και η κατάκτηση ολοένα και περισσότερων περιοχών, συνιστούσαν για τα δύο αυτά πρόσωπα τη βασική τους επιδίωξη, καθώς μέσω αυτών εκπλήρωναν την υπέρμετρη φιλοδοξία τους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...