Konstantinos Kavafis, painting by Fabrizio Cassetta
Προτεινόμενο θέμα για το ποίημα Ο
Δαρείος του Κωνσταντίνου Καβάφη
Κωνσταντίνος Καβάφης, Ο Δαρείος
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ).
Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’
αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως —
μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των
μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.
Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που
μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι
αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα
σύνορα.
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά
ποιήματα.
Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’
αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.
Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως
οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται,
βοηθήστε μας.—
Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το
κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι
έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν
και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
Ερωτήσεις:
1. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης χρησιμοποιεί συχνά στην
ποίησή του φανταστικά πρόσωπα, τα οποία ενδεχομένως λειτουργούν και ως
προσωπεία του. Θεωρείτε ότι ο ποιητής Φερνάζης είναι απλώς ένα
φανταστικό πρόσωπο ή ότι λειτουργεί ως προσωπείο του ποιητή; Αφού διατυπώσετε
την άποψή σας, να αιτιολογήσετε και τις δύο πιθανότητες.
[Μονάδες 15]
Με δεδομένη την πρόθεση του Καβάφη να
στηλιτεύσει τη στάση εκείνων των ποιητών που προδίδουν την τέχνη τους
προκειμένου να εξυπηρετήσουν ατομικές φιλοδοξίες, καθίσταται σαφές πως ο Φερνάζης
δεν αποτελεί προσωπείο του ποιητή. Η κενόδοξη φιλοδοξία του, η μικροπρέπεια που
τον διακρίνει, αλλά και η σκέψη του να θυσιάσει την αλήθεια του ποιητικού του
λόγου προκειμένου να γίνει αρεστός στον Μιθριδάτη, συνιστούν στοιχεία που τον
απομακρύνουν απ’ όσα πρέσβευε κι όσα επιθυμούσε ο Καβάφης. Ο Φερνάζης,
το δίχως άλλο, στέκει μακριά απ’ το ιδανικό πρότυπο των θεραπόντων της
ποιητικής τέχνης που είχε κατά νου και στήριζε με τη στάση του ο Καβάφης.
Η διαφορά ήθους ανάμεσα στον Καβάφη και
τον Φερνάζη είναι πρόδηλη, ενώ συμπληρώνεται και μ’ επιμέρους διαφορές, όπως
είναι η ενασχόληση του Φερνάζη με την επική ποίηση, αλλά και το γεγονός ότι ο
Φερνάζης κινείται στην αυλή -και διεκδικεί την εύνοια- ενός βασιλιά.
Ωστόσο, ο Καβάφης δεν επιθυμεί να
κρατήσει απόλυτες αποστάσεις από τον Φερνάζη, καθώς θέλοντας να τηρήσει την
αρχή της ειλικρίνειας που πρεσβεύει, αναγνωρίζει κι εμμέσως παραδέχεται πως
κάποια από τα στοιχεία του Φερνάζη -κάποια από τα αρνητικά στοιχεία του
Φερνάζη- ενυπάρχουν σε πολλούς ανθρώπους∙ άρα και στον ίδιο. Είναι, βέβαια,
σαφές πως ο Καβάφης δεν ενδίδει στις αρνητικές αυτές πτυχές της ανθρώπινης
φύσης (αντιζηλία, υπέρμετρη φιλοδοξία, εκμετάλλευση της τέχνης για ίδια
συμφέροντα)∙ δεν μπορεί εντούτοις ν’ αρνηθεί την ύπαρξή τους, ούτε να
ισχυριστεί με απόλυτη ειλικρίνεια πως ποτέ δεν απασχόλησαν και τον ίδιο.
Επιτρέπει, λοιπόν, ο Καβάφης την εν
μέρει συσχέτισή του με τον Φερνάζη,
αφήνοντας να διαφανούν κάποια κοινά μεταξύ τους στοιχεία:
- είναι κι οι δύο ποιητές (έστω κι αν
ασχολούνται με διαφορετικά είδη ποίησης)
- ζουν υπό την επίδραση του ελληνισμού,
χωρίς να βρίσκονται στην Ελλάδα
- γράφουν κι οι δύο σε περιόδους
πολεμικής έντασης (ο Καβάφης συνέθεσε τον Δαρείο το Μάη του 1917∙ είναι όμως
πιθανό η πρώτη γραφή του ποιήματος να τοποθετείται πριν το 1897)
- συνθέτουν ομότιτλα ποιήματα
- βιώνουν την κυριαρχία της ποιητικής
ιδέας στη σκέψη τους (ο πόλεμος με τους Ρωμαίους που αρχίζει -κι όχι ξεσπά- κι
άρα ήταν αναμενόμενος, προκαλεί μεγάλη έκπληξη στον Φερνάζη, σαν να μην είχε
αντιληφθεί καθόλου τι συνέβαινε στη χώρα του. Απορροφημένος στην ποιητική
δημιουργία ο Φερνάζης∙ και παραμένει έτσι, αφού ακόμη κι όταν μαθαίνει για τον
πόλεμο, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική του ιδέα)
Αν με βάση τις ομοιότητες αυτές
θεωρήσουμε πως ο Φερνάζης λειτουργεί ως προσωπείο του Καβάφη, τότε θα
μπορούσαμε να εκλάβουμε την αλλαγή στη στάση του Φερνάζη ως τελική επιλογή υπέρ
της αλήθειας, και άρα ως επικράτηση της ποιητικής του ιδιότητας. Θα μπορούσαμε,
δηλαδή, να εικάσουμε πως στο τέλος ο Φερνάζης δίνει το προβάδισμα στην τέχνη
του, και πως παραμερίζει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Ωστόσο, ο Καβάφης δεν
επιτρέπει ένα τόσο οριστικό και ξεκάθαρο συμπέρασμα για τα κίνητρα του Φερνάζη,
διατηρώντας αμφίσημη τόσο την τελική επιλογή του Φερνάζη, όσο και κατ’ επέκταση
τη συσχέτισή του με τον επινοημένο ποιητή.
2. Στους ακόλουθους στίχους α) να εντοπίσετε και να
αιτιολογήσετε τη χρήση ειρωνείας, β) να εξηγήσετε τη χρήση των σημείων στίξης
και γ) να εντοπίσετε την αφηγηματική φωνή, αφού διακρίνετε τα είδη αυτής που
συναντώνται σε όλο το ποίημα.
[Μονάδες 20]
«Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως
οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες
λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται,
βοηθήστε μας.— »
α) Το ζήτημα της αναβολής των προσωπικών σχεδίων του Φερνάζη
συνιστά εμφανή ειρωνεία απέναντι στον εγωκεντρικό ποιητή που αδυνατεί να
αντιληφθεί τις ευρύτερες συνέπειες του πολέμου∙ τις συνέπειες δηλαδή πέρα απ’
τη ματαίωση των δικών του φιλόδοξων βλέψεων.
Συνάμα, οι εκφράσεις φόβου «αν έχουμε
κι ασφάλεια στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. / Είναι φρικτότατοι
εχθροί οι Ρωμαίοι», οι ρητορικές ερωτήσεις, αλλά και η επίκληση στους θεούς,
έρχονται να τονίσουν τη δειλία του Φερνάζη και την όψιμη συνειδητοποίηση του
κινδύνου. Η ηττοπάθεια του ποιητή αντιμετωπίζεται ειρωνικά από τον αφηγητή, ο
οποίος επισημαίνει το φόβο του ανθρώπου που μόλις άκουσε για το ξέσπασμα του
πολέμου το πρώτο που σκέφτηκε ήταν η αναβολή της προσωπικής του ανάδειξης.
Άλλωστε, με την επίκληση στους θεούς της Ασίας φανερώνεται πως η επαφή του με
την ελληνική παιδεία -τα ελληνικά είναι η γλώσσα που επιλέγει για το επικό του
ποίημα- συνιστά μια επιφανειακή μόνο συσχέτιση, αφού στην πραγματικότητα
παραμένει ένας Ασιάτης.
Η δραματική ειρωνεία που προκύπτει απ’
την ανατροπή των σχεδίων του Φερνάζη,
κι ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η δειλία κι ο φόβος του, έχουν
ως σκοπό να υποδείξουν την υπεροψία που κατείχε τελικά και τον ίδιο τον
Φερνάζη. Ενώ, δηλαδή, νόμιζε πως θα μπορούσε να επιτύχει την πλήρη
καταξίωσή του, βρίσκεται τώρα έντρομος -έρμαιο της πανίσχυρης και ανεξέλεγκτης
πραγματικότητας- να φοβάται για την ίδια του τη ζωή.
Ο Καβάφης στέκει κι εδώ αυστηρός κριτής
απέναντι σ’ εκείνους που θαρρούν ότι μπορούν να κάνουν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά
τους, χωρίς να έχουν συναίσθηση του πόσο γρήγορα και πόσο εύκολα μπορούν να
ανατραπούν -κι εν τέλει ανατρέπονται- όλα.
β)
«Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως
οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.»
Στους στίχους αυτούς ο Καβάφης
χρησιμοποιεί αρκετές τελείες, ώστε να δημιουργήσει σύντομες προτάσεις, και να
μεταδώσει έτσι τη γρήγορη εναλλαγή των σκέψεων του Φερνάζη. Ο λόγος του
λαμβάνει, έτσι, ζωντάνια, γρήγορο ρυθμό, και αποδίδει εναργέστερα την
αναστάτωση και τον φόβο που τον διακατέχουν.
«Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς, /
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;»
Οι τρεις συνεχόμενες ρητορικές
ερωτήσεις τονίζουν την αναστάτωση και το φόβο του Φερνάζη. Ο θαυμασμός κι
εμπιστοσύνη που είχε στο πρόσωπο του ένδοξου Μιθριδάτη χάνονται μπροστά στο
ενδεχόμενο της ήττας από τους Ρωμαίους, όπως άλλωστε και η αφοσίωσή του στον
βασιλιά του Πόντου και της Καππαδοκίας. Εμφανής κι εδώ η ειρωνεία του ποιητή.
«Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται,
βοηθήστε μας. –»
Η παύλα στο τέλος της επίκλησης του
Φερνάζη, υποδηλώνει μια παύση στην ανάγνωση, ώστε να γίνει αισθητή η μετάβαση
από το κλίμα του φόβου σε μια άλλη διαδικασία, σε αυτήν της ποιητικής
δημιουργίας, η οποία επί της ουσίας δεν αναστέλλεται ποτέ για έναν πραγματικό
ποιητή.
γ) Στο ποίημα έχουμε έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη
αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας ενός
ποιητή, καθώς και τα γεγονότα που εμπλέκονται και επηρεάζουν τη δημιουργία
αυτή. Ο τριτοπρόσωπος αυτός αφηγητής δε θα πρέπει να ταυτίζεται με τον Καβάφη,
καθώς κάθε αφηγηματική φωνή δεν είναι παρά ένα δημιούργημα του ποιητή ή
συγγραφέα∙ μια υποθετική παρουσία που συντίθεται με λέξεις, αλλά δε συνιστά
πραγματική έκφανση του ίδιου του ποιητή. Εμφανής ωστόσο είναι κι η πρωτοπρόσωπη
αφήγηση, όπου το λόγο λαμβάνει κυρίως ο ποιητής Φερνάζης, αλλά κι ο υπηρέτης
του σ’ ένα σημείο.
Το διαρκές πέρασμα απ’ την τριτοπρόσωπη
στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο ποίημα ζωντάνια, συμβάλλοντας στην
ενίσχυση της θεατρικότητάς του. Συνάμα, επιτρέπει την εναλλαγή της
εστίασης και την προβολή των βασικών θεματικών του ποιήματος από διαφορετική
κάθε φορά οπτική. Έχουμε έτσι, από τη μία την εγωκεντρική θέαση των
πραγμάτων από τον ποιητή Φερνάζη και από την άλλη την αντίδραση ενός εξωτερικού
παρατηρητή, του τριτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος μέσω κυρίως της ειρωνείας
εκφράζει έμμεσα τη δική του θέση. Σε αρκετά σημεία επομένως η εναλλαγή αφηγητών
επιτρέπει στην ειρωνεία του ποιητή να καταστεί εναργέστερη, καθώς σε πρώτο
πρόσωπο δίνονται κυρίως οι επιθυμίες του Φερνάζη για προσωπική ανάδειξη κι οι
φόβοι του, όπως στους υπό εξέταση στίχους. Παράλληλα, με τη διαρκή αυτή
εναλλαγή δυσχεραίνεται η διάκριση ανάμεσα στις αφηγηματικές φωνές και άρα η
διαφοροποίησή τους, στοιχείο που συνάδει με το γεγονός ότι ο ποιητής Φερνάζης
επιλύοντας το δίλημμά του υπέρ της ιστορικής αλήθειας, έρχεται εγγύτερα στο
ήθος του παντογνώστη αφηγητή αίροντας κατά κάποιο τρόπο την ειρωνική εις βάρος
του διάθεση.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ανάμεσα στις
αφηγηματικές φωνές και τον ίδιο τον Καβάφη υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ήθους. Από τη μία υπάρχει ο ποιητής
Φερνάζης, ο οποίος θεωρεί πως χρησιμοποιώντας την τέχνη του μπορεί να
αναδειχθεί κερδίζοντας την εύνοια του βασιλιά και αποστομώνοντας παράλληλα τους
επικριτές του. Αμφιταλαντεύεται ωστόσο για το αν θα πρέπει να υπονομεύσει την
ποιητική του ακεραιότητα για χάρη αυτής της ανάδειξης, και εν τέλει μέσα στην
αναστάτωση της έκρηξης του πολέμου αποφασίζει υπέρ της αλήθειας και υπέρ της
τέχνης του.
Από την άλλη υπάρχει η ειρωνική φωνή
του παντογνώστη αφηγητή που επικρίνει την πρόθεση του Φερνάζη να γίνει ένας
απλός κόλακας, τονίζει την κενοδοξία του και προβάλλει πόσο εγωκεντρικός είναι
όταν με το άκουσμα της είδησης για την έναρξη του πολέμου σκέφτεται την αναβολή
των προσωπικών του σχεδίων. Ο παντογνώστης αφηγητής στέκει ως αυστηρός κριτής
του Φερνάζη και του αναγνωρίζει μόνο το γεγονός πως ακόμη και στη σύγχυση και
την ταραχή του πολέμου συνεχίζει να επεξεργάζεται την ποιητική του ιδέα.
3. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι «ο Καβάφης είναι ένας
από τους μάστορες της αποστασιοποίησης» [Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά
Καβαφικά]. Να εξηγήσετε τον όρο «αποστασιοποίηση» και να αιτιολογήσετε
το αν αυτή η διαπίστωση βρίσκει ή όχι εφαρμογή στο συγκεκριμένο ποίημα.
[Μονάδες 20]
Αποστασιοποίηση είναι η τήρηση
αποστάσεων από το υπό διαπραγμάτευση θέμα, καθώς και από τα εμπλεκόμενα
πρόσωπα∙ αποστάσεων που προσφέρουν αφενός συναισθηματική αποδέσμευση και
αφετέρου την αποφυγή ταυτίσεων είτε με καταστάσεις είτε με συγκεκριμένα
πρόσωπα. Μέσω της αποστασιοποίησης καθίσταται εφικτή η τήρηση κριτικής στάσης,
αλλά και η δυνατότητα θέασης του ίδιου ζητήματος από διαφορετικές -ίσως και
αντικρουόμενες- οπτικές.
Ο Καβάφης είναι σαφώς «μάστορας» της
αποστασιοποίησης, υπό την έννοια πως την αξιοποιεί στα περισσότερα ποιήματά του, τόσο για να προφυλάσσεται ο ίδιος από
περιττές ή ανυπόστατες συσχετίσεις, όσο και για να προσφέρει στους αναγνώστες
του τη δυνατότητα προσέγγισης κάποιων βασικών θεμάτων, χωρίς να βρίσκονται υπό
το κράτος συναισθηματικών δεσμεύσεων και επιρροών.
Ας προσεχθεί πως η αποστασιοποίηση δεν
αφορά τόσο τις αποστάσεις του ίδιου του ποιητή από το θέμα που εξετάζει, όσο
-και κυρίως- την αποδέσμευση των αναγνωστών από στοιχεία που θα επηρέαζαν την
κρίση τους, και ενδεχομένως θα τους δημιουργούσαν προκαταλήψεις ή κάποιου
είδους προσωπική και συναισθηματική εμπλοκή με το υπό εξέταση θέμα.
Ειδικότερα, ο Καβάφης επιτυγχάνει την
αποστασιοποίηση στο ποίημα «Ο Δαρείος» με τους εξής τρόπους:
α) Χρήση της ιστορίας
Ο Καβάφης τοποθετεί τη δράση του
ποιήματος σε μια κατά πολύ προγενέστερη εποχή, στα χρόνια δηλαδή της βασιλείας
του Μιθριδάτη ΣΤ΄ (120 - 63 π.Χ), ενώ επιχειρεί και μια ακόμη μεγαλύτερη
μετάθεση προς την εποχή του Δαρείου Α΄ (521 – 486 π.Χ). Με τον τρόπο αυτό μεταφέρει
τους αναγνώστες του σε χρονικές περιόδους που δεν τους αφορούν άμεσα, και άρα
τους είναι δυνατό να ασχοληθούν με το εξεταζόμενο ζήτημα, χωρίς να το
συσχετίζουν με τη δική τους εποχή και εμπειρία ή με πρόσωπα της δικής τους
ιστορικής επικαιρότητας για τα οποία σαφώς θα είχαν διαμορφωμένες απόψεις, και
άρα πιθανές προκαταλήψεις για οποιοδήποτε θέμα σχετιζόταν με αυτά.
Αν το ποίημα αυτό, που δημοσιεύτηκε το
1920 και γράφτηκε το 1917, ενέπλεκε ιστορικά πρόσωπα εκείνης της εποχής (εποχής
εθνικού διχασμού για τους Έλληνες), και επιχειρούσε να ελέγξει -με οποιονδήποτε
τρόπο- τη στάση ενός ποιητή κατά τη διάρκεια ενός εθνικού πολέμου, θα γινόταν
αρνητικά δεκτό στην τόσο έντονα φορτισμένη πολιτική κατάσταση της εποχής.
Ο Καβάφης, επομένως, με ευφυή τρόπο
αποφεύγει τις συναισθηματικές δεσμεύσεις και τις πολιτικές παρωπίδες των
αναγνωστών του, μεταθέτοντας χρονικά το διαπραγματευόμενο θέμα και επιτρέποντάς
τους έτσι μια αντικειμενική και ψύχραιμη θέαση.
β) Χρήση επινοημένων προσώπων
Ο Καβάφης ενισχύει την αντικειμενικότητα
που του προσφέρει η χρονική μετάθεση των γεγονότων με τη δημιουργία φανταστικών
προσώπων, τα οποία φέρουν το πρωταγωνιστικό βάρος στα ποιήματά του. Με τον
τρόπο αυτό το όφελος είναι διττό: αφενός δεν υπάρχει συσχέτιση με υπαρκτά
πρόσωπα, η δράση των οποίων μπορεί να ήταν διαφορετική ή να ερμηνευόταν
διαφορετικά από κάθε αναγνώστη, και αφετέρου επιτρέπει στον ίδιο τον ποιητή να
κρατά αποστάσεις από τις εκφραζόμενες ιδέες. Ας μην ξεχνάμε πως ο Καβάφης
συνέθετε τα ποιήματά του σε μια εποχή κατά την οποία δεν ήταν δεδομένη η μη
συσχέτιση της αφηγηματικής φωνής και των πρωταγωνιστικών προσώπων με τον ίδιο
τον δημιουργό.
γ) Χρήση της ειρωνείας
Ο Καβάφης πέρα από την αποστασιοποίηση
που ήθελε να επιτύχει σε σχέση με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις της εποχής
του, ήθελε να καταστήσει σαφή και την απόστασή του από τον ήρωα του ποιήματος.
Εφόσον ο μόνος τρόπος για να διαχειριστεί ένα θέμα ποιητικής ήταν να
παρουσιάσει έναν ποιητή, έπρεπε παράλληλα να επιτύχει τη δική του αποδέσμευση
από τον επινοημένο ποιητή. Ζητούμενο που το επιδιώκει -όχι απόλυτα- με την
τριτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή, που αντιμετωπίζει με τρόπο ιδιαίτερα ειρωνικό τα
διλήμματα του φιλόδοξου και εγωκεντρικού Φερνάζη.
δ) Εναλλαγή αφηγηματικών φωνών
Με το πέρασμα από την τριτοπρόσωπη στην
πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή, ο Καβάφης κατορθώνει να τονίσει τη διαφοροποίηση
ανάμεσα στο πώς βλέπει τα πράγματα ο Φερνάζης και το πώς κρίνεται η στάση του
αυτή από έναν εξωτερικό παρατηρητή (τον τριτοπρόσωπο αφηγητή). Έτσι, αφενός
γίνεται σαφές πως ο ίδιος ο ποιητής δεν ταυτίζεται με τον Φερνάζη (και, ιδεατά,
ο αναγνώστης εκείνης της εποχής αντιλαμβανόταν πως δεν ταυτίζεται ούτε με τον
τριτοπρόσωπο αφηγητή), και αφετέρου δίνονται δύο οπτικές επί του ίδιου θέματος.
ε) Αμφισημία
Ο Καβάφης μη θέλοντας να δώσει μια
οριστική απάντηση σχετικά με την ποιότητα της συμπεριφοράς του Φερνάζη, δεν
αποκαλύπτει τα πραγματικά κίνητρα της τελικής του επιλογής υπέρ της ποιητικής
αλήθειας. Σιγεί έτσι τον παντογνώστη, τριτοπρόσωπο αφηγητή, και μας δίνει στο
κλείσιμο του ποιήματος μόνο τις σκέψεις του Φερνάζη. Η αμφισημία αυτή, την
οποία συναντάμε και στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», λειτουργεί υπέρ
της επιδιωκόμενης αποστασιοποίησης, καθώς απαλλάσσει τον ποιητή από το να πάρει
μια σαφή θέση σχετικά με τον επινοημένο του ήρωα, και προσφέρει στους
αναγνώστες ένα δίλλημα προς σκέψη και προβληματισμό.
Τίποτε στην πραγματική ζωή δεν είναι
οριστικό και αμετάκλητο και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις πράξεις ή τις
σκέψεις των ανθρώπων. Ο Φερνάζης δεν οριοθετείται με αυστηρότητα∙ μένει
σκοπίμως αινιγματικός (όπως όλοι οι άνθρωποι εν τέλει), και η διερεύνηση των
κινήτρων του επιτρέπει την ενεργή συμμετοχή των αναγνωστών.
Ο Καβάφης διατηρεί αποστάσεις από τον
Φερνάζη, τον οποίο δεν επιθυμεί ούτε να διασώσει ούτε και να καταδικάσει.
Αφήνει τη δράση του να κριθεί από τους αναγνώστες, και δίνει έτσι ένα ιδιαίτερο
φανέρωμα της αποστασιοποίησης. Ο ποιητής είναι αποστασιοποιημένος, όχι μόνο από
τον ήρωα, αλλά και από το ίδιο του το έργο, το οποίο και το προσφέρει αμφίσημα
ανοιχτό σε διαφορετικές αναγνώσεις, αποφεύγοντας να το περιορίσει σε μια
συγκεκριμένη εκδοχή, η οποία και θα δέσμευε τη σκέψη των αναγνωστών.
4. Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο (150-200 λέξεων) το
περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων:
«Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το
κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι
έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν
και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο
Δαρείος.»
Ο Φερνάζης κατακλυσμένος από
συναισθήματα φόβου λόγω του πολέμου που έχει ξεκινήσει με τους Ρωμαίους,
συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική ιδέα. Του αποδίδεται έτσι
ένα γνώρισμα που αναλογεί στους ποιητές εκείνους που είναι πραγματικά
αφοσιωμένοι στο έργο τους κι οι οποίοι έχουν πάντοτε προσηλωμένη τη σκέψη τους
στο έργο τους. Έτσι, παρά την αναστάτωσή του, όχι μόνο δεν εγκαταλείπει την
ποιητική του ιδέα, αλλά την προσεγγίζει πλέον υπό το φως των νέων δεδομένων,
και καταλήγει οριστικά πως τα συναισθήματα του Δαρείου ήταν «υπεροψίαν και
μέθην». Σε πρώτο επίπεδο ο Φερνάζης εν μέσω του πολέμου απαλλάσσεται από την
ανάγκη να κολακεύσει τον Μιθριδάτη και επιλέγει την αλήθεια για τα συναισθήματα
του Δαρείου. Σε αυτή την επιλογή τον βοηθά να φτάσει άλλωστε και το παράτολμο
της απόφασης του Μιθριδάτη που πιστοποιεί την υπεροψία των φιλόδοξων ηγεμόνων.
Ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο είναι πιθανό ο Φερνάζης να καταλήγει στην
επιλογή της υπεροψίας και της μέθης έχοντας κατά νου πως η επόμενη μέρα θα βρει
τους Ρωμαίους νικητές και ηγεμόνες της περιοχής. Ο ποιητής άρα γράφει πλέον όχι
για τον Μιθριδάτη, αλλά για ένα διαφορετικό κοινό που δεν θα έχει κανένα λόγο
να αξιώνει κολακείες υπέρ του Δαρείου.
Ας προσεχθεί συνάμα πως ο Φερνάζης
αντιλαμβάνεται ίσως και τη δική του υπεροψία, η οποία τον ώθησε να συνθέσει ένα
επικό ποίημα που θα λειτουργούσε ως η οριστική επισφράγιση της λογοτεχνικής του
καταξίωσης και ως αποστόμωση των επικριτών του, μη λαμβάνοντας υπόψη πως τα
δεδομένα της πραγματικότητας αλλάζουν γοργά και πως δεν έχει τη δύναμη επί της
ουσίας να ελέγξει το μέλλον και την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα.
Ό,τι μέχρι πρότινος έμοιαζε ως το εισιτήριο για την αποφασιστική ανάδειξή του,
τώρα -υπό το πρίσμα του πολέμου και κυρίως της επόμενης μέρας- καθίσταται
πιθανώς ανεπαρκές, αφού δεν θα έχει ως αποδέκτη τον Μιθριδάτη, που θα δεχόταν
ευνοϊκά ένα ποίημα για τον ένδοξο πρόγονό του.
5. Σας δίνετε το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Εν
πορεία προς την Σινώπην». Αφού το διαβάσετε προσεκτικά να εντοπίσετε τυχόν
θεματικές ομοιότητες.
[Μονάδες 20]
Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός,
μεγάλων πόλεων ο κύριος,
κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων,
πηγαίνοντας προς την Σινώπην πέρασε από
δρόμον
εξοχικόν, πολύ απόκεντρον
όπου ένας μάντις είχε κατοικίαν.
Έστειλεν αξιωματικό του ο Μιθριδάτης
τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ’ αποκτήσει
ακόμη
στο μέλλον αγαθά, πόσες δυνάμεις άλλες.
Έστειλεν αξιωματικό του, και μετά
προς την Σινώπην την πορεία του
ξακολούθησε.
Ο μάντις αποσύρθηκε σ’ ένα δωμάτιο
μυστικό.
Μετά περίπου μισήν ώρα βγήκε
περίφροντις, κ’ είπε στον αξιωματικό,
«Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να
διευκρινίσω.
Κατάλληλη δεν είν’ η μέρα σήμερα.
Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα
καλά. —
Μα ν’ αρκεσθεί, φρονώ, με τόσα που έχει
ο βασιλεύς.
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον
φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν’
αρκείται!
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές.
Να πεις στον βασιλέα Μιθριδάτη:
λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του
προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην
γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε
Μιθριδάτα.»
Η υπεροψία που διακρίνει τον Μιθριδάτη
Ε΄, ο οποίος θεωρεί δεδομένο πως στο μέλλον θα αποκτήσει ακόμη περισσότερα
αγαθά και δυνάμεις, μας παραπέμπει στην αντίστοιχη υπεροψία του γιου του
Μιθριδάτη ΣΤ΄ που δεν δίστασε να αναμετρηθεί με τους Ρωμαίους, αλλά και στην
υπονοούμενη υπεροψία του Φερνάζη, ο οποίος θεωρούσε βέβαιη την καταξίωσή του με
το επικό του ποίημα.
Ωστόσο, όπως εύλογα σχολιάζει ο μάντης
στο συγκεκριμένο ποίημα, «η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές»∙ κι αυτό γίνεται
ιδιαίτερα εμφανές στην ανατροπή των επιδιώξεων του Φερνάζη, ο οποίος σχεδίαζε
τη μελλοντική του ανάδειξη, χωρίς να έχει λάβει υπόψη του τη ρευστή πολιτική
κατάσταση της χώρας του.
Η θεματική, επομένως, της υπεροψίας των
ανθρώπων και η συσχέτισή της με το επισφαλές των ανθρώπινων πραγμάτων, είναι
κοινή και στα δύο ποιήματα. Ο
ποιητής θεωρεί καίριο να κατανοήσουν οι άνθρωποι πόσο γρήγορα μπορούν να
ανατραπούν τα σχέδιά τους, και άρα πόσο ουσιώδες είναι να αποφεύγουν στη ζωή
τους την υπεροψία, και τη ματαιόδοξη επιδίωξη όλο και περισσότερων επιτυχιών
και αποκτήσεων.
Πέρα, βέβαια, από τη βασική αυτή
ομοιότητα, εντοπίζουμε κι επιμέρους κοινά στοιχεία ανάμεσα στα δύο ποιήματα:
- Ο δισταγμός του μάντη να απαντήσει με
πλήρη σαφήνεια σχετικά με το μέλλον του Μιθριδάτη (Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα
να διευκρινίσω. /
Κατάλληλη δεν είν’ η μέρα σήμερα...),
υπενθυμίζει ότι τα πρόσωπα που καλούνται να εκφέρουν λόγο στους βασιλείς ή για
τους βασιλείς, οφείλουν να σκεφτούν καλά τις επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν
σε περίπτωση που με τα λεγόμενά τους τούς δυσαρεστήσουν, και μας παραπέμπει
στην ανάλογη συμπεριφορά του ποιητή Φερνάζη στον Δαρείο: «ίσως υπεροψίαν και
μέθην∙ όχι όμως — μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων. /
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής». Ο Φερνάζης παρόλο που αντιλαμβάνεται την
αλήθεια σχετικά με τον ένδοξο πρόγονο του Μιθριδάτη, ξέρει καλά πως λέγοντάς
την είναι πιθανό να δυσαρεστήσει τον βασιλιά του.
- Ο μάντης επιχειρεί να
προειδοποιήσει τον Μιθριδάτη Ε΄ πως δεν είναι εύκολο (ή πιθανό) να βρεθεί
κάποιος να τον βοηθήσει και να τον σώσει, σε περίπτωση που κάποιοι που
διαφωνούν ή δυσαρεστούνται με την απληστία του θελήσουν να τον βλάψουν.
Προειδοποίηση που φανερώνει τη μονομέρεια των αποφάσεων του Μιθριδάτη Ε΄ και
μας παραπέμπει στην ανάλογη στάση που ακολούθησε και ο γιος του, ο Μιθριδάτης
ΣΤ΄, ο οποίος δεν δίστασε να εμπλακεί σε σειρά πολέμων με τους Ρωμαίους, χωρίς
-όπως και ο πατέρας του- να έχει την απόλυτη εμπιστοσύνη των ανθρώπων του
βασιλείου του: «Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι. / Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’
αυτούς, / οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες
λεγεώνες;».
- Η παράθεση από τον Καβάφη τόσων
επιθέτων για να τονιστεί το μεγαλείο και η ισχύς του Μιθριδάτη Ε΄, (ένδοξος και
κραταιός, / μεγάλων πόλεων ο κύριος...) βρίσκει το ανάλογό της και στο ποίημα
«Ο Δαρείος», για τον γιο του, Μιθριδάτη ΣΤ΄: ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο
Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ-, και αποσκοπεί στο να δώσει έμφαση σε ό,τι εν
τέλει θεωρούνταν σημαντικό από τους δύο βασιλείς. Η στρατιωτική και πολιτική δύναμη,
η δόξα και η κατάκτηση ολοένα και περισσότερων περιοχών, συνιστούσαν για τα δύο
αυτά πρόσωπα τη βασική τους επιδίωξη, καθώς μέσω αυτών εκπλήρωναν την υπέρμετρη
φιλοδοξία τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου