Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προτεινόμενα Θέματα για τη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προτεινόμενα Θέματα για τη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προτεινόμενο θέμα για το Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Γιώργου Ιωάννου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jamie Beck and Kevin Burghas

Προτεινόμενο θέμα για το Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Γιώργου Ιωάννου

Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς

Στέκομαι καί κοιτάζω τά παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στό ρισμένο καφενεο· σέ λίγο θά σχολάσουν καί θ’ ρχίσουν νά καταφτάνουν ο μεγάλοι. Κουρασμένοι π’ τή δουλειά, εναι πολύ πιό ληθινοί. Ο περισσότεροι γεννήθηκαν δ σ’ ατή τήν πόλη, πως κι γώ. Κι μως διατηρον πιό καθαρά τά χαρακτηριστικά τς ράτσας τους καί τήν ψυχή τους, πό μς τούς διεσπαρμένους. δίως ταν τούς βλέπω δ, μο φαίνονται πιό γνήσιοι. Κάπως λλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σέ λλα περιβάλλοντα συναντημένοι.
λήθεια πάντως εναι πώς στό ζήτημα τς ναγνωρίσεως χω φοβερά ξασκηθε. που κι ν εμαι, τόν Πόντιο, ς πομε, τόν διακρίνω πό μακριά· κι πό μιά γραμμή το κορμιο του μονάχα. Δέν εναι νάγκη ν’ κούσω τήν μιλία του, οτε νά διαπιστώσω τήν λλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως νά πέσω ξω. πό κοντά μως εμαι λότελα λάνθαστος. Τό διο καί μέ τούς Καραμανλδες, τούς Καυκάσιους, τούς Μικρασιάτες π’ τίς κτές, τούς λλους π’ τά βάθη, τούς Κωνσταντινουπολίτες, πό μέσα π’ τά περίχωρα, κι ς επιμένουν λοι τους πώς εναι π’ τήν καρδιά τς Πόλης, κι π’ τό Γαλατά. Ο Θρακιτες μως ρχονται πιό καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι εκολότερα μπερδεύονται μέ πρόσφυγες πό μέρη λλα. ξάλλου σά νά χουν χάσει τήν διαίτερη προφορά τους σως γώ νά τήν χω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ’ ατούς πού ρθαν π’ τή Ρωμυλία. Ατό συμβαίνει κι νάμεσα στούς πειρτες καί στούς λλους π’ τίς περιοχές το Μοναστηριο.
ταν τούς μπερδεύω, τό καταλαβαίνω συνήθως ργά· γιατί χω τόση πεποίθηση πάνω σ’ ατό τό ζήτημα, στε σπανίως ρωτ. Κατά βάθος βέβαια ατό δέν εναι σφάλμα, εναι διαπίστωση.
Κι μως πόση συγκίνηση χει νά κοιτάζεις νά συζητς στά καφενεα καί νά διαισθάνεσαι τή δική σου μιά λλη πανάρχαια ράτσα. κος κενες τίς φωνές μέ τή ζεστή προφορά καί σο ‘ρχεται ν’ γκαλιάσεις. νόματα πό σβησμένους τάχα λαούς καί χρες δειλιάζουν μέσα στό νο· μεθ μονάχα καί πού τά λέω πό μέσα μου, καθώς λοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι νά κοιτάζω τίς δρές καί τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι νατριχιάζω βαθιά, ταν σκέφτομαι πώς ατός πού μο μιλ εναι δικός μου νθρωπος, τς φυλς μου. Κάτι σά ζεστό κύμα μέ σκεπάζει ξαφνικά, θαρρες καί γύρισα πιτέλους στήν πατρίδα. Δέν χει σημασία πού δέ γνώρισα ποτέ ατή τήν πατρίδα πού δέ γεννήθηκα κάν κε. Τό αμα μου πό κε μονάχα τραβάει· κτός κι ν εναι ληθινό πώς νθρωπος ποτελεται π’ ατά πού τρώει καί πίνει, πότε πράγματι εμαι πό δ. Καί πς ξηγεται τότε λη ατή λαχτάρα;
Γυρν μές στούς προσφυγικούς συνοικισμούς μέ δυνατή εχαρίστηση. Θράκες, Χετταοι, Φρύγες, μορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρες, νθον νάμεσά μας. Ο διοι δέν ξέρουν βέβαια ατά τά νόματα· γιά μένα μως εναι φορτωμένα μυστήριο καί γάπη. Κι ν κόμα δέν εναι, πολύ θά θελα νά ταν τσι λήθεια.
Κι μως τά τελευταα χρόνια χουν κάνει τό πν γιά νά σκορπίσει μορφιά ατή στούς τέσσερεις νέμους. Ο γκληματίες τν γραφείων κμεταλλεύτηκαν τή ζωηράδα τους καί τήν γνότητά τους. Τούς ξώθησαν νά σφάξουν καί νά σφαχτον· νά φαγωθον, δίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τούς τρέμουν καί προσπαθον νά τούς ξεφορτωθον μέ τή μετανάστευση. Πολύ ργά, νομίζω.
Κάθε φορά πού φεύγω πό κε, μέ ποχαιρετον χωρίς νά δείξουν παραξένεμα, ν καί γνωστοί μου νθρωποι. Τούς πληροφορε τό αμα τους γιά μένα, πως καί τό δικό μου μέ κάνει νά τούς κατέχω λόκληρους. Πάντως ποτέ τους δέν πιμένουν νά μέ κρατήσουν στίς παρέες τους.
λομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στίς μεγάλες ρτηρίες. ταν νάβει τό κόκκινο καί σταματον τ’ ατοκίνητα, μο φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς παύει ντελς κάθε θόρυβος. ρυθρά καί λευκά αμοσφαίρια σά νά κυκλοφορον. Κι μως βλέπω πώς τό πλθος ξακολουθε νά περπατ, νά κουβεντιάζει νά γελάει. Σταματ πολλές φορές στή μέση το πεζοδρομίου, κι πως στό κούτσουρο πού κόβει τό νερό, τσι περιστρέφονται γύρω μου ο διαβάτες. Τώρα πού δέν μποδίζουν ο μηχανές, κούω χιλιάδες βήματα στό πλακόστρωτο. Μο ‘ρχεται νά καμπυλώσω τή ράχη μου γιά νά περάσει χωρίς μπόδια ατό τό ποτάμι. Τς Γονατιστς, ταν περνάει πό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στό χμα, γιά νά μή βγάλουν ο ψυχές ξαιτίας μου τόν παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.
γώ μως πό τώρα εμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στούς ξένους καί στά ξένα πράγματα ζ διαρκς· στά τοιμα καί στά νοικιασμένα. Συγκατοικ μέ νθρώπους πού διαφορον τελείως γιά μένα, κι γώ γι’ ατούς. Οτε μικροδιαφορές δέν πάρχουν κάν μεταξύ μας. νας ποφεύγει τόν λλο, σο μπορε. Μά κι ν τύχει νά σο μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγματικά τους στοιχεα σά νά ‘ναι τίποτε κακοποιοί. Τό δανικό, τελευταία λέξη το πολιτισμο, εναι, λέει, νά μή ξέρεις οτε στή φάτσα τό γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμο, γιά νά διευκολύνονται ο ταξίες.
Γι’ ατό ζηλεύω ατούς πού βρίσκονται στόν τόπο τους, στά χωράφια τους, στούς συγγενες τους, στά πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ς μουν σ’ να προσφυγικό συνοικισμό μέ νθρώπους τς ράτσας μου τριγύρω.

(Γιά να φιλότιμο, 1964)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α1. Στα χαρακτηριστικά της γραφής του Γιώργου Ιωάννου έχουν επισημανθεί: το εσώστροφο στοιχείο, η ένταξη έκτυπων επεισοδίων στην αφήγηση, η ειρωνεία, η καταγραφή υποκειμενικών αντιδράσεων, το ενδιαφέρον για τον λαϊκό μας πολιτισμό.  Για καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.
[Μονάδες 15]

Εσώστροφο στοιχείο γραφής: Ο Γιώργος Ιωάννου συνθέτει τα πεζογραφήματά του προσεγγίζοντας τη γύρω πραγματικότητα μέσα από τις εσωτερικές του ψυχικές αντιδράσεις και διαδρομές. Ο λόγος του δίνει την αίσθηση ενός μονολόγου, όπου καθετί γίνεται αντιληπτό σε σχέση με τον αντίκτυπο ή την αντίδραση που προκαλεί στην ατομική συνείδηση και σκέψη του γράφοντος. Το προβαλλόμενο εγώ της αφηγηματικής φωνής δημιουργεί την εντύπωση πως μας δίνονται οι πιο μύχιες και άρα οι πιο αληθινές σκέψεις ενός προσώπου. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης παρακολουθεί το ξετύλιγμα των κάποτε συνειρμικών σκέψεων και συναισθημάτων του πεζογράφου, με την προσοχή και το ενδιαφέρον που θα παρακολουθούσε μιαν αμιγώς εξομολογητική εκμυστήρευση.
«Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.»

Έκτυπα επεισόδια: Η αφηγηματική ροή των πεζογραφημάτων του Ιωάννου εμπεριέχει συχνά ετερόκλητα επεισόδια που δεν έχουν στενή ή έστω εμφανή σχέση με το βασικό διαπραγματευόμενο θέμα. Τα επεισόδια αυτά που μοιάζουν να προκύπτουν συνειρμικά στο λόγο του αφηγητή καλούνται έκτυπα, υπό την έννοια ότι ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο αφηγηματικό ιστό.
«Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τούς εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν· να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τούς τρέμουν και προσπαθούν να τούς ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.»

Ειρωνεία: Ο Γιώργος Ιωάννου αξιοποιεί συχνά στα κείμενά του τη λεκτική ειρωνεία είτε για να προχωρήσει σ’ έναν καυστικό αυτοσαρκασμό είτε για να επισημάνει με εναργή τρόπο ελαττώματα, ελλείψεις ή λάθη των ανθρώπων της εποχής του. Η χρήση της ειρωνείας ενισχύει τη χιουμοριστική διάθεση που χαρακτηρίζει συχνά το λόγο του συγγραφέα και εμπλουτίζει τα νοηματικά επίπεδα πρόσληψης του κειμένου.
«... τούς Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ’ την καρδιά της Πόλης, κι απ’ το Γαλατά.»

Καταγραφή υποκειμενικών αντιδράσεων: Ένα στοιχείο που ξεχωρίζει ιδιαίτερα τα πεζογραφήματα του Ιωάννου είναι η τάση του συγγραφέα να καταγράφει το πώς βιώνει ή εκλαμβάνεται ο ίδιος τα πράγματα γύρω του, έστω κι αν ο δικός του τρόπος δεν ταυτίζεται με τον τρόπο των άλλων ανθρώπων. Μας προσφέρεται έτσι η δυνατότητα να αντικρίσουμε  καταστάσεις, γεγονότα και ανθρώπους της εποχής, μέσα από την προσωπική ματιά του Ιωάννου, που συχνά ανιχνεύει στοιχεία ή συναισθήματα απρόσιτα στην τρέχουσα ευαισθησία.
«Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη.»

Ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό: Ο Γιώργος Ιωάννου ως ιστορικός και φιλόλογος έδειχνε πάντοτε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ό,τι σχετιζόταν με την ιστορική και λαϊκή παράδοση των ελληνικών τόπων, στοιχείο που γίνεται εμφανές μέσα από την αναφορά ιστορικών στοιχείων και εθίμων στο έργο του. Οι αναφορές αυτές βέβαια γίνονται στα πεζογραφήματά του παρεμπιπτόντως, καθώς ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να απομακρύνει την προσοχή των αναγνωστών από το κύριο πραγματευόμενο κάθε φορά θέμα.
«Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.»

[της Γονατιστής· πρόκειται για την Κυριακή της Πεντηκοστής, κατά την οποία διαβάζεται ο εσπερινός μετά τη Θεία Λειτουργία. Ο εσπερινός λέγεται «Γονατιστή» γιατί περιέχει ευχές γονυκλισίας (ο ιερέας παροτρύνει τους πιστούς να γονατίσουν). Στον εσπερινό αυτό υπάρχουν ειδικές ευχές για ζωντανούς και νεκρούς. Η παραμονή της Πεντηκοστής, το Σάββατο, είναι των ψυχών. Σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, από το Μεγάλο Σάββατο οι ψυχές ελευθερώνονται από τον Άδη και έρχονται στον κόσμο λόγω της Αναστάσεως. Μετά τη Γονατιστή τελειώνει η περίοδος χάριτος των νεκρών και αρχίζει ο θρήνος των ψυχών.
γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα· Στη Θράκη την ημέρα της Πεντηκοστής πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας κλώνους καρυδιάς και γονάτιζαν πάνω στα φύλλα. Πίστευαν ότι η καρυδιά εξασφαλίζει υγεία και αποδιώχνει τα κακά πνεύματα. Γι’ αυτό και την εβδομάδα που προηγείται της Πεντηκοστής έβαζαν στον κόρφο τους φύλλα καρυδιάς. (Βλ. Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τόμος ΙΗ ', ΙΘ ', 1965-1966, σελ. 313-314).
«…Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής χρησιμοποιούσαν καρυδόφυλλα για να κλείνουν τα μάτια τους, να μην τα δουν οι ψυχές των νεκρών, αναγνωρίσουν τους δικούς τους και δεν μπορούν μετά να τους αποχωριστούν». (Βλ. Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1985).
σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο βόμβο· Η κάθοδος των ψυχών και η επιστροφή τους στον Άδη είναι αρχαιοελληνική δοξασία, καθώς δεν υπάρχει ο διαχωρισμός κόλασης και παραδείσου. Αρχαιοελληνικές γιορτές σαν την Πεντηκοστή: τα Λεμούρια — 9, 11, 13 Μαΐου — (οι ψυχές έρχονταν απ’ τον Άδη) και τα Ανθεστήρια. Και για τις δύο περιπτώσεις πιστεύεται ότι οι ψυχές είναι τόσο λεπτές στην υφή (σαν να έχουν μια υλικότητα), ώστε μπορούν να κρεμαστούν από έναν ιστό αράχνης... Γι’ αυτό εκείνες τις μέρες οι ζωντανοί δεν πρέπει να κινούνται έντονα γιατί μια κίνησή τους μπορεί να τραυματίσει μια ψυχή. (Βλ. Γ.Α. Μέγας, Ελληνικαί εορταί, Αθήνα 1956).]

Β1. α) «Ο χώρος» γράφει ο Gaston Bachelard στην Ποιητική του χώρου «έτσι όπως τον συλλαμβάνει η φαντασία, δεν έχει πια σχέση με τον αδιάφορο χώρο που παραδίνεται στο μέτρο και στο λογισμό του γεωμέτρη. Είναι ένας βιωμένος χώρος. Βιωμένος όχι μόνο στη θετικότητά του, αλλά και με όλες τις μεροληψίες της φαντασίας». Να αναφέρετε στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν αυτή την άποψη σε σχέση με το πώς γίνεται αντιληπτή η Θεσσαλονίκη στο κείμενο. (Μονάδες 8)

Η Θεσσαλονίκη για τον Γιώργο Ιωάννου δεν είναι απλώς η πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, αλλά πολύ περισσότερο ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της προσωπικότητάς του. Ο συγγραφέας, μάλιστα, συνήθιζε να περπατά σε κάθε σημείο της αγαπημένης του πόλης γνωρίζοντας από κοντά κάθε περιοχή και κάθε γωνιά της. Είναι, επομένως, γι’ αυτόν ένας χώρος πλήρως βιωμένος, τόσο στη θετικότητά του, στις πραγματικές του δηλαδή διαστάσεις, όσο και μέσα από το αναμορφωτικό πρίσμα της φαντασίας. Ο Ιωάννου κινείται στην πόλη του και την αντικρίζει, όχι μόνο στη ρεαλιστική της εκδοχή, αλλά και με τη δύναμη της φαντασίας του προσδίδοντάς της τις σχεδόν μυστικιστικές αρετές ενός χώρου ζωντανού, όπου το παρελθόν συνδιαλέγεται αδιάκοπα με το παρόν, και όπου ένα πολυποίκιλο φυλετικό και εθνολογικό μίγμα προσφέρει στον ξεχωριστό χαρακτήρα της πόλης μια σπάνια ποιότητα. Τρέπεται, έτσι, η πόλη σ’ ένα πανεθνικό σύμβολο χρονικής και εθνολογικής συνύπαρξης.
Ειδικότερα, στο πεζογράφημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» μπορούμε να εντοπίσουμε ενδεικτικά μια θετική και μιαν αρνητική πρόσληψη της πόλης. Η θετική, που ενισχύεται «με τις μεροληψίες της φαντασίας», έχει να κάνει με το προνόμιο που της έχει δοθεί να φιλοξενεί στους κόλπους της ανθρώπους πολλών φυλών∙ ανθρώπων που φέρουν μέσα τους την πανάρχαια ιστορία του τόπου και της φυλής τους. Ενώ η αρνητική, η οποία βασίζεται στη ρεαλιστική θέαση, εστιάζει στον εκσυγχρονισμό της πόλης που της προσδίδει με γοργό ρυθμό το χαρακτήρα μιας απρόσωπης μεγαλούπολης.
Η θετική όψη της Θεσσαλονίκης εντοπίζεται από τον συγγραφέα στους προσφυγικούς συνοικισμούς της, εκεί όπου διάφοροι πολιτισμοί και διάφορα έθνη συναντώνται και συνυπάρχουν με υποδειγματική αρμονία. «Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Εμφανής, βέβαια, η διάθεση ωραιοποίησης απ’ τη μεριά του Ιωάννου, καθώς θα πρέπει να προσεχτεί πως οι συνδέσεις με το παρελθόν και η συγκινητική αίσθηση αποδοχής των ετεροχθόνων της πόλης λειτουργεί κυρίως μέσα από την ιδιαίτερη ευαισθησία του συγγραφέα, και δεν αντανακλά κατ’ ανάγκη τον τρόπο που γίνονταν αποδεκτοί από το σύνολο των πολιτών. Το υπονοεί, άλλωστε, και ο ίδιος στην αρχή του πεζογραφήματος, όπου τονίζεται πως οι πρόσφυγες μόνο στο ασφαλές πλαίσιο των συνοικισμών φανερώνουν το γνήσιο πρόσωπό τους. Οι ίδιοι άνθρωποι, αν τους συναντήσει κανείς μακριά από τους συνοικισμούς, φαίνονται διαφορετικοί, ίσως επειδή δεν αισθάνονται την οικειότητα που τους προσδίδει η συνύπαρξη με ανθρώπους όμοιας τύχης και πορείας. «Ιδίως όταν τούς βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.»
Η αρνητική όψη της Θεσσαλονίκης γίνεται αισθητή, όταν ο συγγραφέας περνά στα κεντρικά σημεία της πόλης, μακριά από την απλότητα των συνοικισμών. Εδώ χάνεται αίφνης η αίσθηση συνοχής και η σύμπνοια των ανθρώπων∙ εδώ κυριαρχεί η βιασύνη, η αδιαφορία και το κλείσιμο του καθενός στον προσωπικό του μικρόκοσμο.
«Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.»

β) Ο Γιώργος Ιωάννου σε συνέντευξή του έχει σχολιάσει το εξής: «Αυτοί που ασχολούνται με το αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή φανταστικό, δεν ξέρουν τι λένε, και εν πάση περιπτώσει δεν καταλαβαίνουν από τη λειτουργία της λογοτεχνικής δοκιμασίας».
Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν στο εξεταζόμενο κείμενο; Γιατί, κατά τη γνώμη σας, στο πλαίσιο της λογοτεχνικής δοκιμασίας καθίσταται αδιάφορο αν το κείμενο συντίθεται με αυτοβιογραφικά ή φανταστικά στοιχεία; (Μονάδες 12)
[Μονάδες 20]

Το σημαντικότερο αυτοβιογραφικό στοιχείο που μας παρέχεται στο πεζογράφημα αυτό είναι πως ο συγγραφέας ανήκε σε οικογένεια προσφύγων, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να έχει γεννηθεί στην πατρική γη ή να την έχει έστω επισκεφτεί ποτέ. «Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. Δεν έχει σημασία πού δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή πού δε γεννήθηκα καν εκεί.»
Στα επιμέρους αυτοβιογραφικά στοιχεία μπορούμε να εντάξουμε τα ακόλουθα:
Η συνήθεια του Ιωάννου να πηγαίνει στους προσφυγικούς συνοικισμούς, παρόλο που δε μένει εκεί, θέλοντας να διατηρεί μιαν επαφή με τους πρόσφυγες: «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο». Ο συγγραφέας, αν και προσφυγικής οικογένειας, έμενε σε άλλο σημείο της πόλης, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες που είχαν έρθει νωρίτερα από το μεγάλο κύμα προσφύγων, και δεν τοποθετήθηκαν έτσι σε συνοικισμούς: «Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τούς διεσπαρμένους».
Στο κείμενο εκφράζεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Ιωάννου για τους άλλους πρόσφυγες, με τους οποίους νιώθει πως συνδέεται λόγω της κοινής ή πλησίστιας καταγωγής: «Η αλήθεια πάντως είναι πως στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί.» / «Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα.».
Ο συγγραφέας καταγράφει, επίσης, την έντονη μοναξιά που χαρακτηρίζει τη ζωή του: «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες». Καθώς και το γεγονός πως ο ίδιος δεν έχει αποκτήσει ένα δικό του σπίτι∙ στοιχείο που σχολιάζεται από τον Ιωάννου και σε άλλα πεζογραφήματά του: «Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα».
Ενώ σημαντική είναι και η επιθυμία που εκφράζει πως θα ήθελε να ζει κι αυτός σ’ έναν από τους συνοικισμούς: «Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω».

Ο Γιώργος Ιωάννου, αν και χρησιμοποιούσε στα πεζογραφήματά του κυρίως το πρώτο πρόσωπο, δεν κατέγραφε σε αυτά πάντοτε προσωπικές του εμπειρίες. Η καταγραφή, άλλωστε, προσωπικών βιωμάτων δεν διασφαλίζει κατ’ ανάγκη την αλήθεια και την αξία του αποτελέσματος. Ένας συγγραφέας που διστάζει να αποκαλύψει όλες τις διαστάσεις μιας εμπειρίας του ή να δώσει με πλήρη ειλικρίνεια το βίωμά του, μπορεί να έχει λιγότερη γνησιότητα στο έργο του από κάποιον άλλον που πραγματεύεται ένα παραπλήσιο θέμα, χωρίς ωστόσο να το έχει ζήσει προσωπικά. Εκείνο, λοιπόν, που προέχει δεν είναι αν το υλικό του συγγραφέα είναι αυτοβιογραφικό ή προϊόν φαντασίας, αλλά το κατά πόσο ο δημιουργός είναι διατεθειμένος να προσεγγίσει με ειλικρίνεια και αμεροληψία το θέμα που πραγματεύεται. Το λογοτεχνικό αποτέλεσμα είναι σαφώς ανώτερο, όταν ο συγγραφέας προχωρά άφοβα και χωρίς παρωπίδες ή προκαταλήψεις, στην διαπραγμάτευση της ιδέας ή του συναισθήματος που έχει κατά νου.
Η πτυχή για παράδειγμα της μοναξιάς μέσα στη μεγαλούπολη δεν μπορεί να αποδοθεί επαρκώς, αν ο συγγραφέας δεν είναι διατεθειμένος να απογυμνώσει την ψυχή του και να καταγράψει με ειλικρίνεια τα συναισθήματά του -αν αποτελούν προσωπικό του βίωμα- ή αν δεν επιχειρήσει να αντικρίσει το θέμα από την οπτική ενός ανθρώπου που νιώθει τη μοναξιά αυτή να τον πονά -σε περίπτωση που δεν αποτελεί δικό του βίωμα. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως η ποιότητα της καταγραφής δεν έγκειται τόσο στον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του υλικού, όσο στην πρόθεση και τη δύναμη του γράφοντος να αφεθεί στην αλήθεια εκείνων που επιχειρεί να πραγματευτεί.   

Β2. α) Να εντοπίσετε στο κείμενο τρεις μεταφορές και δύο παρομοιώσεις, και να ερμηνεύσετε το νόημά τους. (Μονάδες 10)

Μεταφορές:
«Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Με τη μεταφορική απόδοση ζεστασιάς στην προφορά των προσφύγων ο συγγραφέας θέλει να τονίσει την οικειότητα και τα θετικά συναισθήματα που του προκαλεί το άκουσμα της ομιλίας τους.

«Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας.» Με τη μεταφορά αυτή ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει με έμφαση την αίσθησή του πως στο πρόσωπο το προσφύγων βλέπει την αναγέννηση αρχαίων -και για πολλούς ξεχασμένων- φυλών.

«Τούς εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν· να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους.» Με τη μεταφορά αυτή δίνεται εντονότερα η σκληρή πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου.

Παρομοιώσεις:
«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα.» Η πληθώρα των θετικών συναισθημάτων που κατακλύζει την ψυχή του συγγραφέα, αποδίδεται μέσα από την παρομοίωση αυτή σαν ένα ζεστό κύμα που τον καλύπτει, μεταδίδοντάς του την ασφάλεια και την οικειότητα της πατρίδας.

«Μα κι αν τύχει να σου μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να ‘ναι τίποτε κακοποιοί.» Η απροθυμία των κατοίκων της μεγαλούπολης να επικοινωνήσουν, να εμπιστευτούν και να δημιουργήσουν ουσιαστικές σχέσεις ακόμη και με τους ανθρώπους που μένουν στο ίδιο κτήριο ή στην ίδια γειτονιά, δίνεται με ιδιαίτερη ενάργεια μέσα από αυτή την παρομοίωση. Κρύβουν τα στοιχεία τους σαν να είναι κακοποιοί και φοβούνται μην προδοθεί η πραγματική τους ταυτότητα.  

β) «Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.», «Και πώς εξηγείται τότε όλη αυτή η λαχτάρα;», «Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.» Να εντοπίσετε το συνεκτικό δεσμό αυτών των φράσεων και να διατυπώσετε σύντομα την άποψή σας. (Μονάδες 10)
[Μονάδες 20]

Ο Ιωάννου αισθάνεται μια στενή σύνδεση με τους άλλους πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης, καθώς αναγνωρίζει σε αυτούς ένα σημαντικό σημείο επαφής με την πατρική του γη και με την ιστορική του καταγωγή. Οι πρόσφυγες του δημιουργούν αισθήματα οικειότητας τόσο έντονα, ώστε αισθάνεται πως είναι σαν να τον φέρνει κοντά σε εκείνους τους ανθρώπους το ίδιο του το αίμα. Ωστόσο, παρά τη σύνδεση που αισθάνεται και αναγνωρίζει ο ίδιος, εκείνοι δέχονται απλώς την παρουσία του, χωρίς να τον αποδέχονται πλήρως ως κομμάτι του δικού τους κόσμου. Έτσι, παρόλο που ο συγγραφέας αισθάνεται παράταιρος ανάμεσα στους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης, δεν ανήκει εντούτοις πραγματικά ούτε με τους ανθρώπους των συνοικισμών, αφού ο ίδιος και η οικογένειά του δεν έζησαν ποτέ μαζί με τους πρόσφυγες αυτούς. Μένει, επομένως, η ανάγκη του να αισθανθεί πως ανήκει κι ο ίδιος σε μια συλλογική οντότητα, σε μια ομάδα ανθρώπων, χωρίς ουσιαστική πλήρωση.

Γ1. α) Στο κείμενο ακολουθούνται οι τεχνικές του διασπασμένου και του αδιάσπαστου θέματος. Να υποδείξετε πώς γίνεται εμφανής στο κείμενο η χρήση τους. (Μονάδες 12) 

Η μη ύπαρξη μιας κεντρικής αφηγηματικής ιστορίας δημιουργεί συχνά στα πεζογραφήματα του Ιωάννου την αίσθηση πως καταγράφονται με τρόπο συνειρμικό, αν όχι τυχαίο, εμπειρίες και σκέψεις του. Ο συγγραφέας, άλλωστε, επιχειρεί κυρίως την πραγμάτευση κάποιου θέματος και όχι την καταγραφή κάποιας αληθινής ή πλασματικής ιστορίας με στοιχεία πλοκής και αυθύπαρκτους χαρακτήρες.
Ό,τι ονομάζεται τεχνική του διασπασμένου θέματος είναι υπό μία έννοια η τάση του συγγραφέα να φωτίζει την κεντρική του ιδέα από διάφορες οπτικές, οι οποίες κάποτε μοιάζουν ακόμη και ετερόκλητες. Έτσι, στο πεζογράφημα αυτό εντοπίζουμε κατά σειρά:
- την αναφορά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, η οποία διανθίζεται με την έντεχνη παρουσίαση ανθρώπων από διάφορες μεριές του απόμακρου ελληνισμού, αλλά και άλλων εθνικοτήτων
- τη συσχέτιση των προσφύγων με την επώδυνη εμπειρία του εμφυλίου πολέμου
- την περιήγηση του Ιωάννου στους απρόσωπους δρόμους της Θεσσαλονίκης
- την ειδικότερη αναφορά στην αδιαφορία, επιφυλακτικότητα και ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των κατοίκων της πόλης
- την επαναφορά στους προσφυγικούς συνοικισμούς με την ευχή του αφηγητή να έμενε σ’ έναν από αυτούς (σχήμα κύκλου).
Η αντιθετική παρουσίαση της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς με αυτή στην κυρίως πόλη, εμπλουτίζεται με αναφορές σε ιστορικές εθνότητες, αλλά και σε γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος (εμφύλιος), κατά τρόπο που το διαπραγματευόμενο θέμα μοιάζει να διασπάται σε επιμέρους διακριτές ψηφίδες.

Ωστόσο, το κείμενο διαπερνά μια ευρύτερη θεματική, αυτή της μοναξιάς του συγγραφέα και της ανάγκης του να ζήσει κι αυτός ανάμεσα σε ανθρώπους που θα τον δέχονταν ως δικό τους, η οποία συνέχει το κείμενο. Η αντίθεση ανάμεσα στον απλό και ζεστό τρόπο ζωής των προσφυγικών συνοικισμών και σ’ αυτόν της ανωνυμίας και της ψυχρότητας που βιώνει ο αφηγητής στην πόλη, δεν είναι παρά η έκφραση της αγωνίας και του πόνου του. Ο αφηγητής δεν θέλει να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον, θέλει να βιώσει κι εκείνος το αίσθημα αποδοχής και ενότητας που βλέπει να διακρίνει τους πρόσφυγες των συνοικισμών. Άρα, το θέμα του πεζογραφήματος, αν και δίνει την εντύπωση της διάσπασης, παραμένει εντούτοις αδιάσπαστο, εφόσον πρόθεση του συγγραφέα είναι να αναδείξει πόσο πιο προτιμητέα είναι η ζωή των ανθρώπων που αισθάνονται δεμένοι μεταξύ τους, σε σχέση με τη διαφαινόμενη τάση της απομόνωσης, της αδιαφορίας και της ανωνυμίας.

β) «Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.» Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13) [Μονάδες 25]

Ο συγγραφέας αισθάνεται πως αν βρεθεί κοντά με κάποιον πρόσφυγα μπορεί είτε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εμφάνισης ή την ομιλία του να αναγνωρίσει ακριβώς από ποια περιοχή κατάγεται. Ωστόσο, κάποιες φορές, παρά την πεποίθηση που έχει στη σχετική του ικανότητα αναγνώρισης, μπερδεύει τις καταγωγές των προσφύγων, γεγονός που το εκλαμβάνει όχι ως δικό του λάθος, αλλά ως διαπίστωση. Διαπίστωση που έγκειται στο ότι με το πέρασμα των χρόνων πολλοί πρόσφυγες μοιάζουν να χάνουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που τους συνδέουν με τον τόπο καταγωγή τους. Καθώς η μία γενιά διαδέχεται την άλλη, η αφομοίωση των προσφύγων γίνεται ολοένα και πιο έντονη, αλλοιώνοντας στοιχεία όπως είναι η προφορά, αλλά και στοιχεία εμφάνισης, όταν μέσα από τις επιμειξίες προκύπτουν νέες γενιές που συνδυάζουν διάφορα φυλετικά χαρακτηριστικά.

Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του Γιώργου Ιωάννου «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» με το απόσπασμα που ακολουθεί από το πεζογράφημα «Ο ξενιτεμένος» του ίδιου συγγραφέα. [Μονάδες 20]

Γιώργος Ιωάννου «Ο ξενιτεμένος»

«Εδώ που ζω, μονάχα άντρες κυκλοφορούν στους δρόμους. Οι γυναίκες βγαίνουν αριά και που, μα και τότε δεν τις βλέπεις, καθώς είναι κουκουλωμένες με χοντρά σεντόνια υφαντά. Συνήθως πηγαίνουν πολλές μαζί, κι όταν περνούν, ο δρόμος φλομώνει απ’ τη γλυκερή βρώμα, που αναδίνουν από μέσα τους. Αν δεν ήταν έτσι σκεπασμένες, ίσως να μετριάζονταν κάπως για τους διαβάτες αυτή η βρωμιά ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, να χανόταν ολότελα.
Έχω υπόψη μου όμως κάποιον ξενιτεμένο, που, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται, καθόλου δεν παραξενεύτηκε με όλα αυτά. Και έχει μάλιστα την εντύπωση, πως ζει από πολλά χρόνια σε μια τέτοια χώρα. Κάπως σα να γεννήθηκε εδώ ή καλύτερα σα να ήταν ξενιτεμένος σε τέτοια μέρη από τότε που ένιωσε τον κόσμο. Αυτό βέβαια δεν το χάρηκε διόλου∙ είχε ελπίσει βαθιά σ’ αυτή τη φυγή, την τελευταία του, καθώς νομίζει.
Όπως εδώ, και στην πατρίδα, στους δρόμους, τις γυναίκες δεν τις έβλεπε, κι ας μην ήταν κουκουλωμένες. Ή, όταν τις γνώριζε κάπου, κατόπι δεν τις αναγνώριζε. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει ούτε τα ονόματά τους, ούτε προπάντων τις φυσιογνωμίες τους. Πολλές φορές ένιωθε να τον τραβούν απ’ το σακάκι μέσα στο δρόμο, και πάντα ήθελε μερικά δευτερόλεπτα για να θυμηθεί, πως αυτή που τον χαιρετούσε τόσο εγκάρδια ήταν μια συγγένισσά του ή κάποια γειτονοπούλα. Μ’ αυτά τα συμπτώματα, όσο περνούσε ο καιρός, τον έζωναν τα φίδια. Και για μοναδική ανακούφισή του είχε την υπόνοια, ότι κι αυτές ποτέ τους δεν τον είχανε πραγματικά κοιτάξει.»  

Ως προς τη μορφή των δύο κειμένων θα πρέπει να προσεχθεί πως στο πεζογράφημα «Ο ξενιτεμένος» ο Ιωάννου ενώ χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπως στα περισσότερα κείμενά του, σταδιακά δίνει με την αφήγησή του -φαινομενικά- την εμπειρία και τις σκέψεις ενός άλλου προσώπου, το οποίο ο συγγραφέας φέρεται να έχει υπόψη του. Ωστόσο, το πέρασμα αυτό στις εμπειρίες του τρίτου προσώπου δεν είναι παρά ένας μηχανισμός αποστασιοποίησης, μιας και στην πραγματικότητα ο συγγραφέας αποδίδει και πάλι προσωπικές σκέψεις και προσωπικά βιώματα, τα οποία όμως διστάζει να αποδεχτεί ως δικά του. Η αδιαφορία αυτή για τις γυναίκες, που θα μπορούσε να φανερώσει ευαίσθητα στοιχεία για την προσωπικότητα του αφηγητή-συγγραφέα, αποδίδονται σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
Το γεγονός πως το «πρόσωπο» αυτό της ιστορίας αδυνατεί να συγκρατήσει τις φυσιογνωμίες και τα ονόματα των γυναικών, έρχεται σε αντίθεση με την οξυμένη παρατηρητικότητα του ήρωα-αφηγητή του πεζογραφήματος «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», που μπορεί ν’ αναγνωρίσει πολύ εύκολα την καταγωγή άλλων προσφύγων «κι από μιά γραμμή του κορμιού του μονάχα». Το προσωπικό ενδιαφέρον του αφηγητή για τους πρόσφυγες -εφόσον κι ο ίδιος προέρχεται από οικογένεια προσφύγων-, φανερώνεται από τη συνήθειά του να συχνάζει στους συνοικισμούς και να τους παρατηρεί με προσοχή. Εντούτοις, αν και ο «ξενιτεμένος» δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τις γυναίκες γύρω του, ο αφηγητής στην αρχή του αποσπάσματος μας δίνει αρκετά στοιχεία για τον τρόπο ενδυμασίας, όπως και για την ιδιαίτερη μυρωδιά τους -παρατήρηση που ενέχει αρνητική χροιά-, γεγονός που υποδηλώνει κι εδώ την επίμονη τάση του συγγραφέα να παρατηρεί τα πρόσωπα και τους ανθρώπους.  
Σημαντική αντιστοιχία ανάμεσα στα δύο κείμενα αποτελεί η αίσθηση οικειότητας του «ξενιτεμένου» για την ξένη χώρα, η οποία δεν του προκάλεσε καμία εντύπωση, σχεδόν σαν να είχε γεννηθεί εκεί ή σαν να ήταν ανέκαθεν ξενιτεμένος σε παραπλήσια μέρη. Η σύνδεση αυτή, που βιώνει ο «ξενιτεμένος», μας παραπέμπει σε μια παρόμοια αίσθηση του αφηγητή στο «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», όταν συνομιλεί με τους πρόσφυγες απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα του: «Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. Δεν έχει σημασία πού δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή πού δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει.». Ο αφηγητής αισθάνεται κι εδώ μιαν έντονη οικειότητα μ’ έναν χώρο ωστόσο που δεν του είναι στην πραγματικότητα οικείος. Νιώθει πως μέσα από την επικοινωνία με τους άλλους πρόσφυγες επιστρέφει σε μια πατρίδα που δεν γνώρισε ποτέ, σε μια πατρίδα που δεν αποτελεί καν τον τόπο γέννησής του.
Παρατηρούμε, λοιπόν, τη διαφαινόμενη τάση των δύο προσώπων -αν θεωρήσουμε τον ξενιτεμένο ως άλλο πρόσωπο- να δημιουργούν ψυχικούς δεσμούς με τόπους μέχρι τώρα -ή και τελείως- άγνωστους. Τάση που εμμέσως τονίζει την πεποίθηση του συγγραφέα πως οι άνθρωποι ενέχουν μέσα τους τα ταξίδια και τις εμπειρίες που είναι καταγεγραμμένα στο αίμα τους, μέσα από την πορεία των προγόνων, έστω κι αν δεν συνιστούν πραγματικές εμπειρίες των ίδιων. Η παλαιότερη επαφή του ξενιτεμένου με μουσουλμανικές χώρες: «Κάπως σα να γεννήθηκε εδώ ή καλύτερα σα να ήταν ξενιτεμένος σε τέτοια μέρη από τότε που ένιωσε τον κόσμο», δεν είναι πραγματική, όπως αντίστοιχα δεν είναι πραγματική και η επιστροφή του ήρωα στην πατρίδα, συνιστούν όμως απηχήσεις βιωμάτων βαθιά περασμένων στο αίμα -ίσως και στην ψυχή-, που ξυπνούν μέσα από τα ερεθίσματα του παρόντος.
Ένα επιμέρους στοιχείο σύγκλισης των δύο κειμένων είναι η αναφορά σε ανθρώπους και τόπους που δεν σχετίζονται άμεσα με τον κυρίως ελληνικό χώρο. Στο «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» ο αφηγητής έχει την ευκαιρία να αναφερθεί σε ανθρώπους από τον Καύκασο μέχρι τη Μικρά Ασία, καθώς και σε αρχαίες εθνότητες του ασιατικού χώρου, όπως ανάλογα και στο «Ο ξενιτεμένος» που οι περιγραφές και οι αναφορές του αφορούν μια μουσουλμανική χώρα.
[Πρόκειται, προφανώς για τη Λιβύη, όπου ο Ιωάννου μετατέθηκε το 1962.]

Ας προσεχθεί τέλος πως και στα δύο κείμενα το κεντρικό πρόσωπο εκφράζει την επιθυμία απομάκρυνσης / φυγής από τον τόπο που διαμένει. Ένα αίσθημα ελλιπούς πληρότητας, πιθανώς εσωτερικής, που εκφράζεται με την αλλαγή ή την επιθυμία αλλαγής χώρου εγκατάστασης. Στο «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» ο αφηγητής εκφράζει την ευχή να μπορούσε κι εκείνος να μένει σ’ έναν από τους συνοικισμούς μαζί με ανθρώπους της ράτσας του. Ενώ στο πεζογράφημα «Ο ξενιτεμένος» το κεντρικό πρόσωπο έχει βρεθεί στην ξένη χώρα έχοντας θελήσει να φύγει από τον τόπο που ζούσε και του ήταν περισσότερο απ’ ό,τι επιθυμούσε οικείος και γνωστός. Το ανεκπλήρωτο της ευχής του πρώτου πεζογραφήματος, μοιάζει μάλιστα να βρίσκει μια έμμεση ταύτιση και με το γεγονός ότι ο ξενιτεμένος παρόλο που θέλησε να βρεθεί σ’ ένα τελείως ανοίκειο περιβάλλον εν τέλει δεν το κατόρθωσε, εφόσον αισθάνεται τη χώρα τόσο γνώριμη, σαν να έχει γεννηθεί εκεί. 


Προτεινόμενο θέμα για το Σημείο Αναγνωρίσεως της Κικής Δημουλά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
John Everett Millais

Προτεινόμενο θέμα για το Σημείο Αναγνωρίσεως της Κικής Δημουλά

Σημείο Αναγνωρίσεως
άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς  πως έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,
πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμαλώτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.

Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.

[Το λίγο του κόσμου, 1971]

Ερωτήσεις

1Οι αμφισημίεςη εναλλαγή της κυριολεκτικής και της μεταφορικής σημασίας των λέξεωνη απουσία ρήματοςη μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το γενικό στο ειδικό καθώς και η πολλαπλότητα των γενών αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής της Κικής ΔημουλάΝα εντοπίσετε στο ποίημα ένα τουλάχιστον παράδειγμα για κάθε γνώρισμα.
[Μονάδες 15]

Αμφισημία: «Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη», στο σημείο αυτό, ο γλύπτης, μπορεί να γίνει αντιληπτός είτε ως ο πραγματικός γλύπτης που έφτιαξε το συγκεκριμένο άγαλμα είτε ως η κοινωνία-διαμορφωτής που έχει καταστήσει τις γυναίκες αιχμάλωτες. Επειδή όλο το ποίημα διατρέχεται από τη διττή πρόσληψη της γυναίκας με τα δεμένα χέρια ως άγαλμά αλλά και ως διαχρονικό σύμβολο των γυναικών, πολλά σημεία του ποιήματος μπορούν να διαβάζονται είτε ως αναφορές στο άγαλμα είτε ως αναφορές στη μοίρα των γυναικών.
Εναλλαγή κυριολεκτικής και μεταφορικής σημασίας: Στο ποίημα Σημείο Αναγνωρίσεως η κατεξοχήν εναλλαγή μεταξύ των δύο σημασιών βρίσκεται στις αναφορές που γίνονται στο άγαλμα της γυναίκας, καθώς άλλοτε η ποιήτρια απευθύνεται πράγματι στο άγαλμα και άλλοτε αναφέρεται εν γένει στις γυναίκες. Εδώ, η εναλλαγή κυριολεξίας μεταφοράς, εξυπηρετεί τις πολλαπλές αμφίσημες αναγνώσεις του ποιήματος. Για παράδειγμα, στην αρχή του ποιήματος όταν η ποιήτρια λέει ότι το άγαλμα στολίζει κάποιο πάρκο, χρησιμοποιεί κυριολεκτικά τη λέξη άγαλμα, ενώ στην πορεία του ποιήματος η λέξη άγαλμα χρησιμοποιείται περισσότερο μεταφορικά και υποδηλώνει τη γυναίκα. Όπως στους στίχους: «κι υπόσχονται οι γοφοί σου / ευγονία αγαλμάτων, / καλή σοδειά ακινησίας», η ποιήτρια πλέον αναφέρεται στις γυναίκες, οι οποίες είναι προορισμένες ή καταδικασμένες, να γεννούν, να φέρνουν στον κόσμο θηλυκά παιδιά που είναι προορισμένα με τη σειρά τους να υποταχθούν κι αυτά στις απαιτήσεις της κοινωνίας και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ανδρών. Καλή σοδειά ακινησίας, σημαίνει μια ακόμη γενιά γυναικών που κι αυτές θα αποδεχτούν το σκληρό ρόλο τους και θα συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, χωρίς να φέρνουν αντιρρήσεις.
Απουσία ρήματος: «ευγονία αγαλμάτων, / καλή σοδειά ακινησίας», εδώ η βασική επιδίωξη της ποιήτριας είναι να εκφράσει την απόλυτη υποταγή της γυναίκας, η οποία αποδέχεται τη θέση της χωρίς καμία αντίδραση, όπως δηλαδή ένα άγαλμα παραμένει απολύτως ακίνητο, έτσι και οι γυναίκες οφείλουν να μην αντιδρούν καθόλου. Την αίσθηση αυτής της ακινησίας, της πλήρους αυτής έλλειψης ενέργειας και δράσης, εκφράζει με ιδανικό τρόπο η απουσία ρημάτων.
Η μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο: Παρατηρούμε την κίνηση της ποιήτριας από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο σε σημεία όπως είναι η αναφορά της στους πιθανούς αγώνες για ελευθερία και ισότητα των αγαλμάτων (δηλαδή των γυναικών), οι οποίοι συγκρίνονται με τους αντίστοιχους αγώνες που θα μπορούσαν να κάνουν οι δούλοι  (συγκεκριμένο), οι νεκροί (αφηρημένο) και το αίσθημά μας  (αφηρημένο). Οι αγώνες των δούλων για ελευθερία λειτουργούν στα πλαίσια της κυριολεξίας, οι αγώνες όμως των νεκρών αποτελούν μια εξ ορισμού καταδικασμένη προσπάθεια μιας και οι νεκροί δε θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Αντίστοιχα, οι αγώνες των αισθημάτων μας κινούνται καθαρά σ’ ένα αφηρημένο πλαίσιο, καθώς τα αισθήματα λειτουργούν περισσότερο ως σύμβολο της προσπάθειας των ανθρώπων να αποδεσμευτούν από τις συμβάσεις, τις προκαταλήψεις, αλλά και την πλήρη αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους. Με τη χρήση, βέβαια, της κτητικής αντωνυμίας «μας» η έννοια της φράσης στενεύει, αν ληφθεί ως ταύτιση του ποιητικού υποκειμένου με το γυναικείο φύλο, οπότε και αναφέρεται περισσότερα στα συναισθήματα καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες.
Η μετάβαση από το γενικό στο ειδικό: «Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα / εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν», η ποιήτρια αντιδιαστέλλει τη δική της πρόσληψη του έργου από την πρόσληψη των πολλών, μεταβαίνοντας από τη γενική εικόνα που έχουν οι άλλοι ότι πρόκειται για ένα ακόμη άγαλμα, στην ειδικότερη διαπίστωση της ποιήτριας ότι πρόκειται για μια γυναίκα, για μία αιχμάλωτη γυναίκα.
Η πολλαπλότητα των γενών: Στους ίδιους στίχους βλέπουμε ότι το πέρασμα από την αντίληψη ότι πρόκειται για ένα άγαλμα (ουδέτερο) στη σκέψη ότι πρόκειται για μία γυναίκα (θηλυκό), εκφράζεται η αντίθεση της ποιήτριας στον τρόπο που η κοινωνία βλέπει και αντιμετωπίζει τις γυναίκες. Η γυναίκα με τα δεμένα χέρια για την ποιήτρια δεν είναι ένα άγαλμα, ένα αντικείμενο, αλλά μια γυναίκα βασανισμένη και αιχμαλωτισμένη, όπως όλες οι γυναίκες που έχουν περάσει ποτέ από αυτόν τον κόσμο.

2. α) Να καταγράψετε τα εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδεται η «αιχμαλωσία» της γυναίκαςβ) Να διερευνήσετε τις πιθανές συμβολικές προεκτάσεις που προκύπτουν από την αναφορά στον Άργο.
[Μονάδες 20]

α) Στα εκφραστικά μέσα ενός ποιήματος εγγράφονται τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν τους ιδιαίτερους τρόπους που λαμβάνει η έκφραση του λόγου, ώστε να δοθεί πιο αποτελεσματικά η σκέψη, ο προβληματισμός ή και η διάθεση του δημιουργού. Συγκαταλέγονται, έτσι, σε αυτά, όχι μόνο τα σχήματα λόγου, τα οποία και αποτελούν μέρος μόνο των εκφραστικών μέσων, αλλά και:
- το ύφος γραφής (λιτό, δυσπρόσιτο νοηματικά, πομπώδες ή υψηλό)
- η στάση του γράφοντος απέναντι στο εξεταζόμενο θέμα, αν δηλαδή το προσεγγίζει με ειρωνικό ή σοβαρό τρόπο,
- η πρόθεση του να κοσμήσει το λόγο του με τη χρήση επιθέτων ή λέξεων ιδιαίτερα ποιητικών ή και απρόσμενων λεκτικών συνδυασμών,
- ο τρόπος εκφοράς του λόγου σε συντακτικό επίπεδο (ελλειπτικές διατυπώσεις, σύντομες ή εκτενείς περίοδοι, ευθύς ή πλάγιος λόγος, καθώς και πιθανές συντακτικές ανακολουθίες),
- αξιοποίηση εικόνων, προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη παραστατικότητα,
- προσωποποιήσεις μη φυσικών στοιχείων
- τυχόν επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων κατά τρόπο που να λειτουργούν ως μοτίβα

Η αιχμαλωσία της γυναίκας αποτελεί βασική θεματική του ποιήματος γι’ αυτό και η ποιήτρια την παρουσιάζει με πληθώρα σχημάτων λόγου. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο δίνει με έμφαση την κεντρική θεματική, αλλά παράλληλα διατηρεί αναλλοίωτη και την ποιητικότητα του κειμένου.
Η εισαγωγή στο θέμα της αιχμαλωσίας γίνεται με μια αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα που δίνει το άγαλμα σε όσους το κοιτούν από μακριά και στην πικρή συνειδητοποίηση της αιχμαλωσίας του που αποκαλύπτεται σε όσους το πλησιάζουν. Από μακριά το άγαλμα μοιάζει να έχει ανακαθίσει για να θυμηθεί ένα ωραίο όνειρο, αλλά από κοντά γίνεται εμφανής η αγωνία του αιχμαλώτου, που επιχειρεί μάταια να ξεφύγει από τα δεσμά του.
Η αιχμαλωσία του αγάλματος παρουσιάζεται, επομένως, ακόμη πιο εμφατικά μέσα από την εικόνα των στίχων 9-13, όπου η ποιήτρια μας μεταφέρει με περισσότερη λεπτομέρεια τα δεσμά που κρατούν αιχμάλωτο το άγαλμα, αλλά και την αγωνία που εκφράζει τελικά η στάση του∙ είναι δηλαδή ελαφρά ανασηκωμένο σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει.
Η όλη θεματική, μάλιστα, αποκτά ιδιαίτερη δραματικότητα με τη χρήση του β΄ προσώπου και την προσωποποίηση του αγάλματος, που προσδίδουν στη σύνθεση την αίσθηση της επικοινωνίας ανάμεσα στην ποιήτρια και την αιχμαλωτισμένη γυναίκα.
Την αιχμαλωσία, επίσης, η ποιήτρια την εκφράζει μέσα από τις επαναλήψεις των καίριων εκφράσεων αιχμαλωσίας, όπως είναι φυσικά τα δεμένα χέρια του αγάλματος, που αναφέρονται αρχικά στον στίχο 9 και ξανά στους στίχους 19, 30 και 38. Καθώς και στην αναφορά στην κατάσταση της αιχμαλωσίας στους στίχους: 13 (την αγωνία του αιχμάλωτου), στο μονολεκτικό στίχο 15 (αιχμάλωτη), όπου η λέξη αιχμάλωτη φέρει όλο το νοηματικό βάρος κι επαρκεί ώστε να αποτελέσει από μόνη της έναν στίχο, εκφράζοντας έτσι με ιδιαίτερη έμφαση τη νοηματική σημασία του μηνύματος που εκπέμπει. Η λέξη αιχμάλωτη επαναλαμβάνεται επίσης στο στίχο 30 αλλά και στον καταληκτικό στίχο 42, αποτελώντας παράλληλα και τη λέξη που κλείνει το ποίημα, αποκτώντας έτσι μια τελευταία αλλά καίρια νοηματική ενίσχυση.
Ενώ, στο ποίημα επαναλαμβάνεται 5 φορές η λέξη μάρμαρο, αν συμπεριλάβουμε και τη μεταφορική χρήση της φράσης «μ’ ένα σχοινί μαρμάρινο», αποδίδοντας έτσι με ιδιαίτερη έμφαση τόσο την ακινησία που διακρίνει τις δέσμιες γυναίκες, όσο και τη διαχρονικότητα της αιχμαλωσίας τους.
Η αδυναμία του αγάλματος, και κατ’ επέκταση της γυναίκας, να χαρεί ακόμη και τις πιο απλές απολαύσεις της ζωής, δίνεται με τη μεταφορική χρήση του ρήματος «ζυγίσεις» και το σχήμα εξ αναλόγου που προκύπτει στους στίχους 17-18, όπου το ρήμα του στίχου 17 (ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου) είναι το ρήμα που συμπληρώνει και τον επόμενο στίχο (ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα) αλλά παραλείπεται καθώς μπορεί εύκολα να εννοηθεί.
Στους στίχους 23-30, έχουμε μια πολύ δυνατή εικόνα κατά την οποία η γυναίκα–άγαλμα σε μια ενδεχόμενη απόπειρα των αγαλμάτων να διεκδικήσουν την ελευθερία τους παρουσιάζεται να κινείται όπως και πριν αιχμαλωτισμένη, με τα χέρια δεμένα. Στους στίχους αυτούς έχουμε και μια τριμερή παρομοίωση που έρχεται να δείξει το βαθμό στον οποίο η γυναίκα είναι καταδικασμένη να παραμείνει για πάντα εγκλωβισμένη στα δεσμά που έχει ετοιμάσει για εκείνη η κοινωνία. Βλέπουμε, δηλαδή, στους στίχους 25, 26, 27 η προσπάθεια του αγάλματος για τη διεκδίκηση της ελευθερίας του να παρομοιάζεται με μια ανάλογη προσπάθεια των δούλων, των νεκρών, αλλά και του αισθήματός μας.
Ενώ, ας προσεχθεί πως η αναφορά σε «ελευθερίες και ισότητες» αποκτά ειρωνική διάσταση με τη χρήση των πληθυντικών που υπονομεύουν δραστικά τις εκφραζόμενες έννοιες. Καθίστανται αίφνης η ελευθερία και η ισότητα ως ανέφικτα διεκδικούμενα.   
Στη συνέχεια η ποιήτρια επαναλαμβάνει τη θέση της, ότι αποκαλεί το άγαλμα αμέσως γυναίκα, και δικαιολογεί αυτή της την άποψη με ένα σχήμα άρσης και θέσης, λέει δηλαδή ότι την αποκαλεί γυναίκα, όχι γιατί την παρέδωσε γυναίκα στο μάρμαρο ο γλύπτης... (άρση) στίχοι 33 έως 37, αλλά γιατί τα χέρια της είναι δεμένα...., (θέση) στίχοι 38 έως 40. Εδώ, παράλληλα, έχουμε κι ένα σχήμα παράλλαξης καθώς η άρση εκφέρεται με μια πρόταση, συγκεκριμένα με μια αιτιολογική πρόταση (γιατί γυναίκα σε παρέδωσε...), ενώ η θέση δίνεται με ένα εμπρόθετο (για τα δεμένα χέρια σου).
Επιπλέον, στον στίχο 37 έχουμε τη μεταφορά (σοδειά ακινησίας) η οποία εκφράζει με έμφαση τη διαχρονικότητα της αιχμαλωσίας των γυναικών, μιας και οι γυναίκες που πρόκειται να γεννηθούν θα είναι κι αυτές αιχμάλωτες και χωρίς τη δυνατότητα να αντισταθούν αποτελεσματικά στα δεσμά που τους επιβάλλει η κοινωνία. Σκέψη που προβάλλεται επίσης με τις μεταφορές «κοσμογονία των μαρμάρων» και «ευγονία αγαλμάτων».  

βΗ αναφορά στον Άργο προεκτείνει χρονικά την κατάσταση αιχμαλωσίας των γυναικών στο απώτερο παρελθόν. Ενώ, το γεγονός πως ο Άργος ο Πανόπτης είχε 100 μάτια, με τα οποία ήλεγχε μέρα-νύχτα την αιχμάλωτη Ινώ, μας παραπέμπει στον συνεχή έλεγχο που βιώνουν οι γυναίκες ως προς τη στάση, τη συμπεριφορά και το κατά πόσο εκπληρώνουν όλα όσα συνιστούν τις πλείστες υποχρεώσεις που τους έχουν ανατεθεί.
Η ποιήτρια δηλώνει πως δεσμοφύλακας της γυναίκας-αγάλματος δεν είναι μόνο το μάρμαρο, θέλοντας να επισημάνει πως ό,τι κρατά δέσμια τη γυναίκα δεν είναι μόνο οι νομοθετικές ρυθμίσεις, αφού ακόμη και μετά την άρση αυτού του ζητήματος, ακόμη δηλαδή και μετά την νομική εξίσωση των δύο φύλων, οι γυναίκες παρέμειναν δέσμιες. Στοιχείο που σημαίνει πως πέρα από τα νομικά ζητήματα υπάρχει ένα πλήθος στερεοτύπων και βαθιά ριζωμένων αντιλήψεων που συνεχίζουν να διατηρούν τις αρνητικές συμπεριφορές εις βάρος της γυναίκας. Έτσι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Άργος, ο έξωθεν επιβεβλημένος δεσμοφύλακας, η θέση της γυναίκας θα συνέχιζε να είναι η ίδια, αφού η κοινωνία έχει τόσο συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε δύσκολα μπορεί να αποδεχτεί την απελευθέρωση των γυναικών.
Η κυριότερη, ωστόσο, σημασιοδοτική προέκταση που επιτυγχάνεται με την αναφορά στον Άργο είναι η υπενθύμιση πως συχνά ο έλεγχος και η αυστηρότητα απέναντι στις γυναίκες προκύπτει από τις ίδιες τις γυναίκες. Ο Άργος τίθεται ως φύλακας της Ιούς από την Ήρα, τη ζηλόφθονη σύζυγο του Δία, και κατ’ επέκταση τονίζεται πως πολύ συχνά οι γυναίκες διατηρούν και αναπαράγουν πρότυπα συμπεριφοράς και νοοτροπίες του παρελθόντος, επικρίνοντας μάλιστα τις γυναίκες εκείνες που δεν συμμορφώνονται σε ό,τι θεωρείται δέον για το φύλο τους.
Οι ίδιες οι γυναίκες ως βασικοί παράγοντες παιδαγωγίας και ανατροφής κάθε νέας γενιάς θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα διαφορετικό τρόπο θέασης του γυναικείου φύλου. Ωστόσο, παρατηρείται μια σταθερή μετάδοση στερεότυπων αντιλήψεων για το ρόλο της γυναίκας, η οποία, αν και δεν βαρύνει αποκλειστικά τις γυναίκες, συντηρείται σε κάποιο ή μεγάλο βαθμό κι από τις ίδιες.

3. Ο Τάκης Καρβέλης έχει αναφερθεί στους μηχανισμούς της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης» στην ποιητική γραφή της Κικής Δημουλά. Με τον πρώτο όρο εννοεί το πώς η Κική Δημουλά κατορθώνει, αφορμώμενη από τα πιο ασήμαντα ερεθίσματα, να προκαλεί τη γέννηση του ποιήματος και να το αναπτύσσει με μια δημιουργική προσθετική ικανότηταΜε το δεύτερο το πώς και πάλι κατορθώνει, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ποίησής της, να προχωρεί συμφύροντας τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό, αποτυπώνοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις. [Τάκης Καρβέλης,  Η ποίηση της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης», Δεύτερη ανάγνωση, δοκίμια, Καστανιώτης, 1984]
Να αιτιολογήσετε κατά πόσο οι δύο αυτοί μηχανισμοί βρίσκουν εφαρμογή στο συγκεκριμένο ποίημα.
[Μονάδες 20]

Η πολλαπλασιαστική ευαισθησία της ποιητικής γραφής γίνεται εμφανής στο συγκεκριμένο ποίημα από τον τρόπο που η Δημουλά προσεγγίζει ένα ήδη σημασιολογικά φορτισμένο έργο τέχνης∙ το γλυπτό «Η Βόρειος Ήπειρος» του Κωνσταντίνου Σεφερλή, και του προσδίδει μια διαφορετική ερμηνεία, εμπλουτίζοντας έτσι τους αρχικούς συμβολισμούς του. Το σύμβολο της αιχμάλωτης πατρίδας γίνεται αίφνης ένα πανεθνικό σύμβολο για τη θέση των γυναικών που βιώνουν μια συνεχή και διαχρονική καταπίεση από την κοινωνία. Η ποιήτρια ανιχνεύει στοιχεία του γλυπτού, από τα πιο προφανή, όπως είναι τα δεμένα χέρια και η αγωνία της προσπάθειάς του να διαφύγει τα δεσμά του, μέχρι κι εκείνα που δεν θα συνέδεε κανείς εύκολα με τη μοίρα των γυναικών, όπως είναι το ίδιο του το υλικό κατασκευής, το μάρμαρο, και αναπλάθει μέσα από αυτά τις δυσκολίες που βιώνουν οι γυναίκες. Το δεδομένο της ακινησίας που συνοδεύει καθετί πλασμένο από μάρμαρο δίνεται από την ποιήτρια όχι μόνο ως το γνώρισμα της αιχμάλωτης από την κοινωνία γυναίκας, αλλά και ως το στοιχείο που θα χαρακτηρίζει ακόμη και τους απογόνους της «κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων».
Η Δημουλά κατορθώνει να αναγνώσει σε αυτό το αρχικό ερέθισμα όχι μόνο την παρούσα και παρελθοντική κατάσταση των γυναικών, αλλά και τη μελλοντική τους θέση, τονίζοντας πως η αιχμάλωτη γυναίκα δεν μπορεί παρά να δώσει ζωή σε άλλες αιχμάλωτες γυναίκες διαιωνίζοντας έτσι τη δέσμια ύπαρξη του φύλου της. Συνάμα, μέσα από την αναφορά στην παραγγελία που δόθηκε στον γλύπτη (Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη), η ποιήτρια επιτυγχάνει να διευρύνει το θέμα της καταπίεσης των γυναικών υπαινισσόμενη τη συλλογική ευθύνη της κοινωνίας, η οποία μοιάζει να εξυπηρετείται από τη διαχρονικά συνεχιζόμενη αιχμαλωσία της γυναίκας.
Η λυρική αφαίρεση στον ποιητικό λόγο της Δημουλά προκύπτει απ’ τη δυνατότητα της ποιήτριας να αποδίδει ακόμη και τις λεπτότερες αποχρώσεις του πώς βιώνει μια γυναίκα τη δέσμια κατάσταση της κοινωνικής και ατομικής της ζωής. Η αιχμαλωσία της γυναίκας γίνεται πιο παραστατικά αισθητή, όχι μέσα από τα σημαντικά που στερείται, αλλά από την καίρια διαπίστωση πως δεν της είναι επιτρεπτό να απολαύσει ακόμη και τις πιο μικρές χαρές της ζωής (Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου, ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα. Δεμένα είναι τα χέρια σου). Πώς θα ήταν εφικτό σε μια γυναίκα να αισθανθεί ελεύθερη και σε θέση να αξιοποιήσει στο έπακρο τη δυναμικότητά της, όταν σε καθημερινό επίπεδο δεν έχει τη δυνατότητα να ζήσει και τα πιο απλά πράγματα∙ διαπίστωση, άρα, που καθιστά περιττή τη διερεύνηση των σημαντικότερων εμποδίων που συναντά μια γυναίκα, καθώς απ’ την αδυναμία βίωσης των πιο απλών γίνεται σαφέστερο σε τι βαθμό της αποκλείονται τα σπουδαιότερα.
Συνάμα, με μια σύντομη μνεία στο αίσθημα των γυναικών, στον ψυχικό και συναισθηματικό τους κόσμο, η ποιήτρια κατορθώνει να εκφράσει, έστω και υπαινικτικά, την ένταση της καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες. Ένας πιθανός αγώνας των αγαλμάτων για ελευθερίες και ισότητες θα ήταν καταδικασμένος για τη γυναίκα-άγαλμα, όπως ακριβώς ο αγώνας των δούλων, των νεκρών και του αισθήματός μας. Κι είναι το γεγονός ότι τα αισθήματα των γυναικών αναφέρονται σκοπίμως σαν κάτι που προκύπτει παρεμπιπτόντως στη ροή του λόγου, το οποίο και φανερώνει πόσο εν τέλει επώδυνη είναι αυτή η αιχμαλωσία, ώστε η ποιήτρια να μην επιζητεί να τους δώσει κεντρική και αυτόνομη θέση στο ποίημά της.
Το συναισθηματικό τίμημα αυτής της αιχμαλωσίας ξεπερνά τα όρια της απλής διαπίστωσης ή της εύκολης προσέγγισης, ώστε να είναι εφικτή η συνοπτική διερεύνησή του στο πλαίσιο ενός ποιήματος. Έτσι, η Δημουλά επιλέγει να το δώσει υπαινικτικά εντάσσοντας την πιθανή συναισθηματική απελευθέρωση των γυναικών, την πιθανή ελεύθερη έκφραση του αισθήματός τους, στους αγώνες εκείνους που είναι, αν όχι απόλυτα καταδικασμένοι, πάντως εξαιρετικά δυσεπίτευκτοι.

4. Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (200-250 λέξεων) το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων:

«Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερία και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.»
[Μονάδες 25]

Η ποιήτρια θέλοντας να δώσει με έμφαση τη δυσκολία του αγώνα που θα επιχειρούσαν τα αγάλματα, και κατ’ επέκταση οι γυναίκες, αν διεκδικούσαν την ελευθερία τους, προχωρά σε μια ενδιαφέρουσα τριμερή παρομοίωση, συγκρίνοντας τον αγώνα των αγαλμάτων με τον αντίστοιχο αγώνα των δούλων, των νεκρών και του αισθήματός μας.
Το πρώτο σκέλος της παρομοίωσης αναφέρεται στους αγώνες των δούλων, οι οποίοι για να φτάσουν σε αίσιο τέλος χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες, μιας και δεν είναι ποτέ εύκολο να ανατραπούν παγιωμένες καταστάσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών.
Ενώ το δεύτερο σκέλος παρουσιάζει έναν αγώνα κυριολεκτικά ακατόρθωτο∙ εκείνο των νεκρών για μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, για την ανάστασή τους και ίσως για μια ζωή χωρίς τέλος.
Έπειτα, έχουμε το τρίτο σκέλος της παρομοίωσης που είναι και το πιο εξατομικευμένο, καθώς το «αίσθημά μας», μέσω της κτητικής αντωνυμίας αποκτά έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Ο αγώνας του αισθήματος μπορεί να ληφθεί ως η προσπάθεια των ατόμων για συναισθηματική πληρότητα ή για συναισθηματική ανεξαρτησία, καθώς ένα από τα εγγενή ελαττώματα των ανθρώπων είναι η διαρκής τους ανάγκη να εξαρτώνται συναισθηματικά από άλλους ανθρώπους∙ αγώνας όμως που δεν μπορεί να κατακτηθεί συλλογικά.
Ο αγώνας αυτός θα μπορούσε συνάμα να ιδωθεί ως η προσπάθεια των γυναικών ν’ αποτινάξουν το αίσθημα καταπίεσης και διαρκούς υπονόμευσης που βιώνουν∙ αγώνας εξαιρετικά δυσεπίτευκτος, όπως και οι προηγούμενοι, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη των τελευταίων στίχων πως σε κάθε πιθανή προσπάθεια των αγαλμάτων για ελευθερία η γυναίκα-άγαλμα θα συνεχίσει να πορεύεται διαχρονικά αιχμάλωτη σε όλες τις επόμενες γενιές.
[Λέξεις: 250]

5. Σας δίνεται ένα απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Να εξετάσετε συγκριτικά το πώς παρουσιάζεται από τους δύο ποιητές η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στον κοινωνικό και ατομικό βίο.
[Μονάδες 20]

«Φορές – φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του
           αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
      πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
     αρκούδας –
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
       μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, του αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο
         παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χει-
        λιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της
      ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που τις
        ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.»

Στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος» ο υπαινικτικός παραλληλισμός ανάμεσα στην πορεία της γερασμένης αρκούδας και τη ζωή μιας γυναίκας, αποδίδει με ιδιαίτερη σκληρότητα το απαιτητικό και βασανιστικά ψυχοφθόρο πλαίσιο των αξιώσεων που υπήρχε απέναντι στη γυναίκα των περασμένων δεκαετιών. Η αιχμαλωτισμένη αρκούδα που ακολουθεί κατ’ ανάγκη το αφεντικό της μας παραπέμπει, άλλωστε, στην αιχμάλωτη γυναίκα-άγαλμα του ποιήματος της Κικής Δημουλά «Σημείο Αναγνωρίσεως».
Η αρκούδα που έχει πια γεράσει δεν μπορεί να εκτελεί το συνηθισμένο της πρόγραμμα∙ δεν μπορεί πια να χορεύει και να φορά τη δαντελένια σκουφίτσα -που έκανε πιο αισθητή τη συσχέτισή της με μια γυναίκα-, για να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους και τους απαιτητικούς. Η όλη σκηνοθεσία της παράστασης, που για χρόνια έδινε και δίνει η αρκούδα, υποδηλώνουν έμμεσα τη διαρκή υποχρέωση της γυναίκας να παραμερίζει τις δικές της ανάγκες και να πασχίζει για να ευχαριστήσει όλους τους άλλους γύρω της. Είναι η μάνα που αδιάκοπα προστρέχει στις επιθυμίες και στις ανάγκες των παιδιών της∙ είναι η σύζυγος που οφείλει να φροντίζει τις απαιτήσεις του άντρα της∙ μα συνάμα είναι κι η ερωμένη που οφείλει να στολίζει τον εαυτό της, προκειμένου να είναι αρεστή και αποδεκτή. Η αναφορά, μάλιστα, στη «δαντελένια σκουφίτσα», στο στοιχείο καλλωπισμού της αρκούδας, βρίσκει το ανάλογό της στη διαπίστωση της Κικής Δημουλά «Στολίζεις κάποιο πάρκο», που υπαινίσσεται την αντιμετώπιση της γυναίκας ως διακοσμητικού στοιχείου στο πλαίσιο της κοινωνικής και ατομικής της ζωής.
Το πέρασμα του χρόνου και η συνεχής προσπάθεια, ωστόσο, έχουν κουράσει τόσο πολύ την αρκούδα, ώστε είναι πια έτοιμη να δηλώσει τη διάθεσή της για παραίτηση απ’ όλη αυτή την αδιάκοπη εκμετάλλευση και υποτίμηση που βιώνει. Είναι έτοιμη να αντιδράσει απέναντι στα συμφέροντα των άλλων, απέναντι στις ίδιες της τις ανάγκες, αλλά και απέναντι στη ζωή, αφήνοντας τον εαυτό της στην έστω αργή έλευση του θανάτου. Είναι πολύ περισσότερο έτοιμη ακόμη και να δείξει την ανυπακοή της απέναντι στο θάνατο, κερδίζοντας τη μάχη μαζί του μέσα από τη συνέχεια της ζωής, αλλά και μέσα από την επώδυνα αποκτημένη γνώση της ζωής, που μπορεί να προχωρήσει πέρα και πάνω απ’ τη σκλαβιά της. Η ύστατη αυτή ανυπακοή μπορεί να βρει την έκφρασή της μέσα από τη δράση των απογόνων της (μεταφορικά των παιδιών της αρκούδας – κυριολεκτικά των νέων γυναικών), καθώς κάθε επόμενη γενιά είναι μια συνέχεια της ζωής, και άρα μια νίκη απέναντι στο θάνατο, και συνάμα η γνώση, η επίγνωση και η συνειδητοποίηση της σκλαβιάς μεταφερόμενες στις επόμενες γενιές λειτουργούν αφυπνιστικά γι’ αυτές και τις ωθούν σε μια καίρια αντίδραση.
Τα στοιχεία απέναντι στα οποία είναι έτοιμη η αρκούδα να εκφράσει την ανυπακοή της βρίσκουν το ανάλογό τους στην τρίπτυχη παρομοίωση της Δημουλά:
α) οι αγώνες των δούλων, είναι η ανυπακοή της αρκούδας στα συμφέροντα των άλλων και στους κρίκους των χειλιών της που την κρατούν αιχμαλωτισμένη, και την καθιστούν για χρόνια αντικείμενο εκμετάλλευσης
β) οι αγώνες των νεκρών, είναι η τελική ανυπακοή της αρκούδας απέναντι στο θάνατο που μπορεί να λάβει ένα είδος δικαίωσης μόνο με τη συνέχεια της ζωής μέσω των απογόνων, καθώς και με το πέρασμα της αποκτημένης γνώσης στις επόμενες γενιές ως μέσου προειδοποίησης και ως κάλεσμα για έγκαιρη αντίδραση
γ) οι αγώνες του αισθήματός μας, είναι η ανυπακοή της αρκούδας απέναντι στον πόνο και στη ζωή∙ έναν αγώνα που η αρκούδα γνωρίζοντας πως δεν μπορεί να κερδίσει είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει παραιτούμενη απ’ την ίδια τη ζωή, έστω κι αν αντιλαμβάνεται πως ο θάνατος δεν μπορεί να επέλθει τόσο γρήγορα ή τόσο απλά.
Ωστόσο, όπως δηλώνεται μέσα από το ρητορικό ερώτημα του ποιήματος «Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;», η σκλαβιά της αρκούδας συνεχίζεται χωρίς δυνατότητα διαφυγής κι εκείνη αναγκάζεται να υπακούσει στο λουρί και στους κρίκους της∙ αναγκάζεται να υποταχθεί στα δεσμά της.Διαπίστωση που υποδηλώνει το μάταιο κάθε προσπάθειας της αρκούδας να αντιδράσει απέναντι στην αιχμαλωσία της, και βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τη διαπίστωση της Δημουλά πως ακόμη κι αν πήγαινε ν’ αλλάξει κάτι στην πορεία των μαρμάρων, η γυναίκα-άγαλμα θα συνέχιζε να πορεύεται με τα χέρια δεμένα, αιχμάλωτη, και άρα αδύναμη να επιτύχει οποιαδήποτε απελευθέρωση από τα δεσμά της.
Η αρκούδα αναγκάζεται να συνεχίσει την παράστασή της χαμογελώντας με τα σκισμένα της χείλη στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουν και λέγοντας ευχαριστώ, γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι ευχαριστώ. Μια πολύ έντονη αποτύπωση της σκλαβιάς που βιώνουν οι γυναίκες και μια ακόμη πιο σκληρή υπενθύμιση πως είναι όχι μόνο αναγκασμένες να πασχίζουν για την ελάχιστη αναγνώριση απ’ τη μεριά των άλλων, μα και να τους ευχαριστούν για τα ψήγματα ανταπόδοσης που της δίνουν.
Η τραγική αυτή εικόνα δεν βρίσκει το ανάλογό της στο ποίημα της Δημουλά, καθώς η ποιήτρια παρουσιάζει μεν την κατάσταση αιχμαλωσίας της γυναίκας, ωστόσο δεν προχωρά σε στοιχεία που να προδίδουν το πώς γίνεται αντιληπτή και τι αναγνώριση έχει απ’ τους άλλους η προσφορά της δέσμιας γυναίκας.
Ο Γιάννης Ρίτσος είτε γιατί έχει κατά νου μια προγενέστερη εποχή είτε γιατί δε διστάζει να φανερώσει και τις πλέον σκληρές πτυχές του βίου των γυναικών, υπαινίσσεται στοιχεία πολύ πιο επώδυνα από εκείνα που αγγίζει το ποίημα της Δημουλά.
Η ποιήτρια φορτίζει συναισθηματικά τους στίχους της κυρίως αναφερόμενη στην αγωνία του αιχμαλώτου, και στην αδυναμία του αγάλματος να ζυγίσει έστω και μια βροχή ή μια μαργαρίτα στο χέρι του∙ αναφορές που υπερκαλύπτονται στο ποίημα του Ρίτσου, καθώς για την αρκούδα-γυναίκα το ζήτημα δεν είναι πια οι απλές χαρές της ζωής και η ανάγκη για ελευθερία, είναι πολύ περισσότερο ζήτημα επιβίωσης, εφόσον η γερασμένη αρκούδα έχει φτάσει στο έσχατο σημείο να θέλει πια να παραιτηθεί πλήρως απ’ τη ζωή, τόσο εξαντλημένη απ’ την αθλιότητα της αιχμαλωσίας της.

Μια επιπλέον διαφορά ανάμεσα στα δύο ποιήματα είναι πως η ποιήτρια δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της συνέχειας της ζωής, στο θέμα των απογόνων, τονίζοντας έτσι την έμμονη τάση της κοινωνίας να εκλαμβάνει τη μητρότητα ως βασικό ρόλο και καθήκον των γυναικών (κοσμογονία των μαρμάρων / ευγονία αγαλμάτων / καλή σοδειά ακινησίας). Με το πρόσθετο στοιχείο πως η Δημουλά προδικάζει το γεγονός πως και οι επόμενες γενιές θα παραμείνουν στο ίδιο καθεστώς αιχμαλωσίας, μη δυνάμενες να ξεφύγουν απ’ την ακινησία και την απραξία που χαρακτήριζε ως τώρα τις γυναίκες. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...