John Everett Millais
Προτεινόμενο θέμα για το Σημείο
Αναγνωρίσεως της Κικής Δημουλά
Σημείο Αναγνωρίσεως
άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά
ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,
πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμαλώτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις
στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.
[Το λίγο του κόσμου, 1971]
Ερωτήσεις
1. Οι αμφισημίες, η εναλλαγή της
κυριολεκτικής και της μεταφορικής σημασίας των λέξεων, η απουσία
ρήματος, η μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το
γενικό στο ειδικό καθώς και η πολλαπλότητα των γενών αποτελούν βασικά
χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής της Κικής Δημουλά. Να
εντοπίσετε στο ποίημα ένα τουλάχιστον παράδειγμα για κάθε γνώρισμα.
[Μονάδες 15]
Αμφισημία: «Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη», στο σημείο αυτό, ο γλύπτης, μπορεί να γίνει αντιληπτός είτε ως ο
πραγματικός γλύπτης που έφτιαξε το συγκεκριμένο άγαλμα είτε ως η
κοινωνία-διαμορφωτής που έχει καταστήσει τις γυναίκες αιχμάλωτες. Επειδή όλο το
ποίημα διατρέχεται από τη διττή πρόσληψη της γυναίκας με τα δεμένα χέρια ως
άγαλμά αλλά και ως διαχρονικό σύμβολο των γυναικών, πολλά σημεία του ποιήματος
μπορούν να διαβάζονται είτε ως αναφορές στο άγαλμα είτε ως αναφορές στη μοίρα
των γυναικών.
Εναλλαγή κυριολεκτικής και μεταφορικής
σημασίας: Στο ποίημα Σημείο
Αναγνωρίσεως η κατεξοχήν εναλλαγή μεταξύ των δύο σημασιών βρίσκεται στις
αναφορές που γίνονται στο άγαλμα της γυναίκας, καθώς άλλοτε η ποιήτρια
απευθύνεται πράγματι στο άγαλμα και άλλοτε αναφέρεται εν γένει στις γυναίκες.
Εδώ, η εναλλαγή κυριολεξίας μεταφοράς, εξυπηρετεί τις πολλαπλές αμφίσημες
αναγνώσεις του ποιήματος. Για παράδειγμα, στην αρχή του ποιήματος όταν η
ποιήτρια λέει ότι το άγαλμα στολίζει κάποιο πάρκο, χρησιμοποιεί κυριολεκτικά τη
λέξη άγαλμα, ενώ στην πορεία του ποιήματος η λέξη άγαλμα χρησιμοποιείται
περισσότερο μεταφορικά και υποδηλώνει τη γυναίκα. Όπως στους στίχους: «κι
υπόσχονται οι γοφοί σου / ευγονία αγαλμάτων, / καλή σοδειά ακινησίας», η
ποιήτρια πλέον αναφέρεται στις γυναίκες, οι οποίες είναι προορισμένες ή
καταδικασμένες, να γεννούν, να φέρνουν στον κόσμο θηλυκά παιδιά που είναι
προορισμένα με τη σειρά τους να υποταχθούν κι αυτά στις απαιτήσεις της
κοινωνίας και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ανδρών. Καλή σοδειά ακινησίας, σημαίνει
μια ακόμη γενιά γυναικών που κι αυτές θα αποδεχτούν το σκληρό ρόλο τους και θα
συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, χωρίς να φέρνουν αντιρρήσεις.
Απουσία ρήματος: «ευγονία αγαλμάτων, / καλή σοδειά
ακινησίας», εδώ η βασική επιδίωξη της ποιήτριας είναι να εκφράσει την απόλυτη
υποταγή της γυναίκας, η οποία αποδέχεται τη θέση της χωρίς καμία αντίδραση,
όπως δηλαδή ένα άγαλμα παραμένει απολύτως ακίνητο, έτσι και οι γυναίκες
οφείλουν να μην αντιδρούν καθόλου. Την αίσθηση αυτής της ακινησίας, της πλήρους
αυτής έλλειψης ενέργειας και δράσης, εκφράζει με ιδανικό τρόπο η απουσία
ρημάτων.
Η μετάβαση από το συγκεκριμένο στο
αφηρημένο: Παρατηρούμε την
κίνηση της ποιήτριας από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο σε σημεία όπως είναι η
αναφορά της στους πιθανούς αγώνες για ελευθερία και ισότητα των αγαλμάτων
(δηλαδή των γυναικών), οι οποίοι συγκρίνονται με τους αντίστοιχους αγώνες που
θα μπορούσαν να κάνουν οι δούλοι (συγκεκριμένο), οι νεκροί (αφηρημένο)
και το αίσθημά μας (αφηρημένο). Οι αγώνες των δούλων για ελευθερία
λειτουργούν στα πλαίσια της κυριολεξίας, οι αγώνες όμως των νεκρών αποτελούν
μια εξ ορισμού καταδικασμένη προσπάθεια μιας και οι νεκροί δε θα μπορούσαν να
διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Αντίστοιχα, οι αγώνες των αισθημάτων μας
κινούνται καθαρά σ’ ένα αφηρημένο πλαίσιο, καθώς τα αισθήματα λειτουργούν
περισσότερο ως σύμβολο της προσπάθειας των ανθρώπων να αποδεσμευτούν από τις
συμβάσεις, τις προκαταλήψεις, αλλά και την πλήρη αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζει
τους ανθρώπους. Με τη χρήση, βέβαια, της κτητικής αντωνυμίας «μας» η έννοια της
φράσης στενεύει, αν ληφθεί ως ταύτιση του ποιητικού υποκειμένου με το γυναικείο
φύλο, οπότε και αναφέρεται περισσότερα στα συναισθήματα καταπίεσης που βιώνουν
οι γυναίκες.
Η μετάβαση από το γενικό στο ειδικό: «Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα / εγώ
σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν», η ποιήτρια αντιδιαστέλλει τη δική της πρόσληψη
του έργου από την πρόσληψη των πολλών, μεταβαίνοντας από τη γενική εικόνα που
έχουν οι άλλοι ότι πρόκειται για ένα ακόμη άγαλμα, στην ειδικότερη διαπίστωση
της ποιήτριας ότι πρόκειται για μια γυναίκα, για μία αιχμάλωτη γυναίκα.
Η πολλαπλότητα των γενών: Στους ίδιους στίχους βλέπουμε ότι το
πέρασμα από την αντίληψη ότι πρόκειται για ένα άγαλμα (ουδέτερο) στη σκέψη ότι
πρόκειται για μία γυναίκα (θηλυκό), εκφράζεται η αντίθεση της ποιήτριας στον
τρόπο που η κοινωνία βλέπει και αντιμετωπίζει τις γυναίκες. Η γυναίκα με τα
δεμένα χέρια για την ποιήτρια δεν είναι ένα άγαλμα, ένα αντικείμενο, αλλά μια
γυναίκα βασανισμένη και αιχμαλωτισμένη, όπως όλες οι γυναίκες που έχουν περάσει
ποτέ από αυτόν τον κόσμο.
2. α) Να καταγράψετε τα εκφραστικά μέσα με τα οποία
αποδίδεται η «αιχμαλωσία» της γυναίκας. β) Να
διερευνήσετε τις πιθανές συμβολικές προεκτάσεις που προκύπτουν από την αναφορά
στον Άργο.
[Μονάδες 20]
α) Στα εκφραστικά μέσα ενός ποιήματος εγγράφονται τα στοιχεία
εκείνα που συνιστούν τους ιδιαίτερους τρόπους που λαμβάνει η έκφραση του λόγου,
ώστε να δοθεί πιο αποτελεσματικά η σκέψη, ο προβληματισμός ή και η διάθεση του
δημιουργού. Συγκαταλέγονται, έτσι, σε αυτά, όχι μόνο τα σχήματα λόγου, τα οποία
και αποτελούν μέρος μόνο των εκφραστικών μέσων, αλλά και:
- το ύφος γραφής (λιτό, δυσπρόσιτο
νοηματικά, πομπώδες ή υψηλό)
- η στάση του γράφοντος απέναντι στο
εξεταζόμενο θέμα, αν δηλαδή το προσεγγίζει με ειρωνικό ή σοβαρό τρόπο,
- η πρόθεση του να κοσμήσει το λόγο του
με τη χρήση επιθέτων ή λέξεων ιδιαίτερα ποιητικών ή και απρόσμενων λεκτικών
συνδυασμών,
- ο τρόπος εκφοράς του λόγου σε
συντακτικό επίπεδο (ελλειπτικές διατυπώσεις, σύντομες ή εκτενείς περίοδοι, ευθύς
ή πλάγιος λόγος, καθώς και πιθανές συντακτικές ανακολουθίες),
- αξιοποίηση εικόνων, προκειμένου να
επιτευχθεί μεγαλύτερη παραστατικότητα,
- προσωποποιήσεις μη φυσικών στοιχείων
- τυχόν επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων
κατά τρόπο που να λειτουργούν ως μοτίβα
Η αιχμαλωσία της γυναίκας αποτελεί
βασική θεματική του ποιήματος γι’ αυτό και η ποιήτρια την παρουσιάζει με
πληθώρα σχημάτων λόγου. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο δίνει με έμφαση την
κεντρική θεματική, αλλά παράλληλα διατηρεί αναλλοίωτη και την ποιητικότητα του
κειμένου.
Η εισαγωγή στο θέμα της αιχμαλωσίας
γίνεται με μια αντίθεση ανάμεσα στην
εικόνα που δίνει το άγαλμα σε όσους το κοιτούν από μακριά και στην
πικρή συνειδητοποίηση της αιχμαλωσίας του που αποκαλύπτεται σε όσους το
πλησιάζουν. Από μακριά το άγαλμα μοιάζει να έχει ανακαθίσει για να θυμηθεί ένα
ωραίο όνειρο, αλλά από κοντά γίνεται εμφανής η αγωνία του αιχμαλώτου, που
επιχειρεί μάταια να ξεφύγει από τα δεσμά του.
Η αιχμαλωσία του αγάλματος παρουσιάζεται,
επομένως, ακόμη πιο εμφατικά μέσα από την εικόνα των στίχων 9-13, όπου η
ποιήτρια μας μεταφέρει με περισσότερη λεπτομέρεια τα δεσμά που κρατούν
αιχμάλωτο το άγαλμα, αλλά και την αγωνία που εκφράζει τελικά η στάση του∙ είναι
δηλαδή ελαφρά ανασηκωμένο σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει.
Η όλη θεματική, μάλιστα, αποκτά
ιδιαίτερη δραματικότητα με τη χρήση του β΄ προσώπου και την προσωποποίηση του
αγάλματος, που προσδίδουν στη σύνθεση την αίσθηση της επικοινωνίας ανάμεσα στην
ποιήτρια και την αιχμαλωτισμένη γυναίκα.
Την αιχμαλωσία, επίσης, η ποιήτρια την
εκφράζει μέσα από τις επαναλήψεις των καίριων εκφράσεων αιχμαλωσίας, όπως είναι φυσικά τα δεμένα χέρια του
αγάλματος, που αναφέρονται αρχικά στον στίχο 9 και ξανά στους στίχους 19, 30
και 38. Καθώς και στην αναφορά στην κατάσταση της αιχμαλωσίας στους στίχους: 13
(την αγωνία του αιχμάλωτου), στο μονολεκτικό στίχο 15 (αιχμάλωτη), όπου η λέξη
αιχμάλωτη φέρει όλο το νοηματικό βάρος κι επαρκεί ώστε να αποτελέσει από μόνη
της έναν στίχο, εκφράζοντας έτσι με ιδιαίτερη έμφαση τη νοηματική σημασία του
μηνύματος που εκπέμπει. Η λέξη αιχμάλωτη επαναλαμβάνεται επίσης στο στίχο 30
αλλά και στον καταληκτικό στίχο 42, αποτελώντας παράλληλα και τη λέξη που
κλείνει το ποίημα, αποκτώντας έτσι μια τελευταία αλλά καίρια νοηματική
ενίσχυση.
Ενώ, στο ποίημα επαναλαμβάνεται 5 φορές
η λέξη μάρμαρο, αν
συμπεριλάβουμε και τη μεταφορική χρήση της φράσης «μ’ ένα σχοινί μαρμάρινο»,
αποδίδοντας έτσι με ιδιαίτερη έμφαση τόσο την ακινησία που διακρίνει τις
δέσμιες γυναίκες, όσο και τη διαχρονικότητα της αιχμαλωσίας τους.
Η αδυναμία του αγάλματος, και κατ’
επέκταση της γυναίκας, να χαρεί ακόμη και τις πιο απλές απολαύσεις της ζωής, δίνεται με τη μεταφορική χρήση του
ρήματος «ζυγίσεις» και το σχήμα εξ αναλόγου που προκύπτει στους στίχους 17-18,
όπου το ρήμα του στίχου 17 (ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου) είναι το
ρήμα που συμπληρώνει και τον επόμενο στίχο (ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα) αλλά
παραλείπεται καθώς μπορεί εύκολα να εννοηθεί.
Στους στίχους 23-30, έχουμε μια πολύ
δυνατή εικόνα κατά
την οποία η γυναίκα–άγαλμα σε μια ενδεχόμενη απόπειρα των αγαλμάτων να
διεκδικήσουν την ελευθερία τους παρουσιάζεται να κινείται όπως και πριν
αιχμαλωτισμένη, με τα χέρια δεμένα. Στους στίχους αυτούς έχουμε και μια
τριμερή παρομοίωση που έρχεται να δείξει το βαθμό στον οποίο η γυναίκα
είναι καταδικασμένη να παραμείνει για πάντα εγκλωβισμένη στα δεσμά που έχει
ετοιμάσει για εκείνη η κοινωνία. Βλέπουμε, δηλαδή, στους στίχους 25, 26, 27 η
προσπάθεια του αγάλματος για τη διεκδίκηση της ελευθερίας του να παρομοιάζεται
με μια ανάλογη προσπάθεια των δούλων, των νεκρών, αλλά και του αισθήματός μας.
Ενώ, ας προσεχθεί πως η αναφορά σε
«ελευθερίες και ισότητες» αποκτά ειρωνική διάσταση με τη χρήση των πληθυντικών
που υπονομεύουν δραστικά τις εκφραζόμενες έννοιες. Καθίστανται αίφνης η
ελευθερία και η ισότητα ως ανέφικτα διεκδικούμενα.
Στη συνέχεια η ποιήτρια επαναλαμβάνει
τη θέση της, ότι αποκαλεί το άγαλμα αμέσως γυναίκα, και δικαιολογεί
αυτή της την άποψη με ένα σχήμα άρσης και θέσης, λέει δηλαδή ότι την
αποκαλεί γυναίκα, όχι γιατί την παρέδωσε γυναίκα στο μάρμαρο ο γλύπτης...
(άρση) στίχοι 33 έως 37, αλλά γιατί τα χέρια της είναι δεμένα...., (θέση)
στίχοι 38 έως 40. Εδώ, παράλληλα, έχουμε κι ένα σχήμα παράλλαξης καθώς η άρση
εκφέρεται με μια πρόταση, συγκεκριμένα με μια αιτιολογική πρόταση (γιατί
γυναίκα σε παρέδωσε...), ενώ η θέση δίνεται με ένα εμπρόθετο (για τα δεμένα
χέρια σου).
Επιπλέον, στον στίχο 37 έχουμε
τη μεταφορά (σοδειά ακινησίας) η οποία εκφράζει με έμφαση τη διαχρονικότητα της
αιχμαλωσίας των γυναικών, μιας και οι γυναίκες που πρόκειται να γεννηθούν
θα είναι κι αυτές αιχμάλωτες και χωρίς τη δυνατότητα να αντισταθούν
αποτελεσματικά στα δεσμά που τους επιβάλλει η κοινωνία. Σκέψη που προβάλλεται
επίσης με τις μεταφορές «κοσμογονία των μαρμάρων» και «ευγονία αγαλμάτων».
β) Η αναφορά στον Άργο προεκτείνει χρονικά την κατάσταση
αιχμαλωσίας των γυναικών στο απώτερο παρελθόν. Ενώ, το γεγονός πως ο Άργος
ο Πανόπτης είχε 100 μάτια, με τα οποία ήλεγχε μέρα-νύχτα την αιχμάλωτη Ινώ, μας
παραπέμπει στον συνεχή έλεγχο που βιώνουν οι γυναίκες ως προς τη στάση, τη
συμπεριφορά και το κατά πόσο εκπληρώνουν όλα όσα συνιστούν τις πλείστες
υποχρεώσεις που τους έχουν ανατεθεί.
Η ποιήτρια δηλώνει πως δεσμοφύλακας της
γυναίκας-αγάλματος δεν είναι μόνο το μάρμαρο, θέλοντας να επισημάνει πως ό,τι
κρατά δέσμια τη γυναίκα δεν είναι μόνο οι νομοθετικές ρυθμίσεις, αφού ακόμη και
μετά την άρση αυτού του ζητήματος, ακόμη δηλαδή και μετά την νομική εξίσωση των
δύο φύλων, οι γυναίκες παρέμειναν δέσμιες. Στοιχείο που σημαίνει πως πέρα από
τα νομικά ζητήματα υπάρχει ένα πλήθος στερεοτύπων και βαθιά ριζωμένων
αντιλήψεων που συνεχίζουν να διατηρούν τις αρνητικές συμπεριφορές εις βάρος της
γυναίκας. Έτσι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Άργος, ο έξωθεν επιβεβλημένος
δεσμοφύλακας, η θέση της γυναίκας θα συνέχιζε να είναι η ίδια, αφού η κοινωνία
έχει τόσο συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε δύσκολα μπορεί να αποδεχτεί την
απελευθέρωση των γυναικών.
Η κυριότερη, ωστόσο, σημασιοδοτική
προέκταση που επιτυγχάνεται με την αναφορά στον Άργο είναι η υπενθύμιση πως συχνά ο
έλεγχος και η αυστηρότητα απέναντι στις γυναίκες προκύπτει από τις ίδιες τις
γυναίκες. Ο Άργος τίθεται ως φύλακας της Ιούς από την Ήρα, τη ζηλόφθονη σύζυγο
του Δία, και κατ’ επέκταση τονίζεται πως πολύ συχνά οι γυναίκες διατηρούν και
αναπαράγουν πρότυπα συμπεριφοράς και νοοτροπίες του παρελθόντος, επικρίνοντας
μάλιστα τις γυναίκες εκείνες που δεν συμμορφώνονται σε ό,τι θεωρείται δέον για
το φύλο τους.
Οι ίδιες οι γυναίκες ως βασικοί
παράγοντες παιδαγωγίας και ανατροφής κάθε νέας γενιάς θα μπορούσαν να
διαμορφώσουν ένα διαφορετικό τρόπο θέασης του γυναικείου φύλου. Ωστόσο,
παρατηρείται μια σταθερή μετάδοση στερεότυπων αντιλήψεων για το ρόλο της
γυναίκας, η οποία, αν και δεν βαρύνει αποκλειστικά τις γυναίκες, συντηρείται σε
κάποιο ή μεγάλο βαθμό κι από τις ίδιες.
3. Ο Τάκης Καρβέλης έχει αναφερθεί στους μηχανισμούς της «πολλαπλασιαστικής
ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης» στην ποιητική γραφή της
Κικής Δημουλά. Με τον πρώτο όρο εννοεί το πώς η Κική Δημουλά
κατορθώνει, αφορμώμενη από τα πιο ασήμαντα ερεθίσματα, να προκαλεί τη γέννηση
του ποιήματος και να το αναπτύσσει με μια δημιουργική προσθετική ικανότητα. Με
το δεύτερο το πώς και πάλι κατορθώνει, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της
ποίησής της, να προχωρεί συμφύροντας τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό,
αποτυπώνοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις. [Τάκης Καρβέλης, Η ποίηση
της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης», Δεύτερη
ανάγνωση, δοκίμια, Καστανιώτης, 1984]
Να αιτιολογήσετε κατά πόσο οι δύο αυτοί
μηχανισμοί βρίσκουν εφαρμογή στο συγκεκριμένο ποίημα.
[Μονάδες 20]
Η πολλαπλασιαστική ευαισθησία της
ποιητικής γραφής γίνεται εμφανής στο συγκεκριμένο ποίημα από τον τρόπο που η Δημουλά
προσεγγίζει ένα ήδη σημασιολογικά φορτισμένο έργο τέχνης∙ το γλυπτό «Η Βόρειος
Ήπειρος» του Κωνσταντίνου Σεφερλή, και του προσδίδει μια διαφορετική ερμηνεία,
εμπλουτίζοντας έτσι τους αρχικούς συμβολισμούς του. Το σύμβολο της αιχμάλωτης
πατρίδας γίνεται αίφνης ένα πανεθνικό σύμβολο για τη θέση των γυναικών που
βιώνουν μια συνεχή και διαχρονική καταπίεση από την κοινωνία. Η ποιήτρια
ανιχνεύει στοιχεία του γλυπτού, από τα πιο προφανή, όπως είναι τα δεμένα χέρια
και η αγωνία της προσπάθειάς του να διαφύγει τα δεσμά του, μέχρι κι εκείνα που
δεν θα συνέδεε κανείς εύκολα με τη μοίρα των γυναικών, όπως είναι το ίδιο του
το υλικό κατασκευής, το μάρμαρο, και αναπλάθει μέσα από αυτά τις δυσκολίες που
βιώνουν οι γυναίκες. Το δεδομένο της ακινησίας που συνοδεύει καθετί πλασμένο
από μάρμαρο δίνεται από την ποιήτρια όχι μόνο ως το γνώρισμα της αιχμάλωτης από
την κοινωνία γυναίκας, αλλά και ως το στοιχείο που θα χαρακτηρίζει ακόμη και
τους απογόνους της «κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων».
Η Δημουλά κατορθώνει να αναγνώσει σε
αυτό το αρχικό ερέθισμα όχι μόνο την παρούσα και παρελθοντική κατάσταση των
γυναικών, αλλά και τη μελλοντική τους θέση, τονίζοντας πως η αιχμάλωτη γυναίκα
δεν μπορεί παρά να δώσει ζωή σε άλλες αιχμάλωτες γυναίκες διαιωνίζοντας έτσι τη
δέσμια ύπαρξη του φύλου της. Συνάμα, μέσα από την αναφορά στην παραγγελία που
δόθηκε στον γλύπτη (Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη), η ποιήτρια
επιτυγχάνει να διευρύνει το θέμα της καταπίεσης των γυναικών υπαινισσόμενη τη
συλλογική ευθύνη της κοινωνίας, η οποία μοιάζει να εξυπηρετείται από τη
διαχρονικά συνεχιζόμενη αιχμαλωσία της γυναίκας.
Η λυρική αφαίρεση στον ποιητικό λόγο
της Δημουλά προκύπτει απ’ τη δυνατότητα της ποιήτριας να αποδίδει ακόμη και τις
λεπτότερες αποχρώσεις του πώς βιώνει μια γυναίκα τη δέσμια κατάσταση της
κοινωνικής και ατομικής της ζωής. Η αιχμαλωσία της γυναίκας γίνεται πιο
παραστατικά αισθητή, όχι μέσα από τα σημαντικά που στερείται, αλλά από την
καίρια διαπίστωση πως δεν της είναι επιτρεπτό να απολαύσει ακόμη και τις πιο
μικρές χαρές της ζωής (Δεν μπορείς ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα. Δεμένα είναι τα χέρια σου). Πώς θα ήταν εφικτό σε
μια γυναίκα να αισθανθεί ελεύθερη και σε θέση να αξιοποιήσει στο έπακρο τη
δυναμικότητά της, όταν σε καθημερινό επίπεδο δεν έχει τη δυνατότητα να ζήσει
και τα πιο απλά πράγματα∙ διαπίστωση, άρα, που καθιστά περιττή τη διερεύνηση
των σημαντικότερων εμποδίων που συναντά μια γυναίκα, καθώς απ’ την αδυναμία
βίωσης των πιο απλών γίνεται σαφέστερο σε τι βαθμό της αποκλείονται τα
σπουδαιότερα.
Συνάμα, με μια σύντομη μνεία στο
αίσθημα των γυναικών, στον ψυχικό και συναισθηματικό τους κόσμο, η ποιήτρια
κατορθώνει να εκφράσει, έστω και υπαινικτικά, την ένταση της καταπίεσης που
βιώνουν οι γυναίκες. Ένας πιθανός αγώνας των αγαλμάτων για ελευθερίες και
ισότητες θα ήταν καταδικασμένος για τη γυναίκα-άγαλμα, όπως ακριβώς ο αγώνας
των δούλων, των νεκρών και του αισθήματός μας. Κι είναι το γεγονός ότι τα
αισθήματα των γυναικών αναφέρονται σκοπίμως σαν κάτι που προκύπτει
παρεμπιπτόντως στη ροή του λόγου, το οποίο και φανερώνει πόσο εν τέλει επώδυνη
είναι αυτή η αιχμαλωσία, ώστε η ποιήτρια να μην επιζητεί να τους δώσει κεντρική
και αυτόνομη θέση στο ποίημά της.
Το συναισθηματικό τίμημα αυτής της
αιχμαλωσίας ξεπερνά τα όρια της απλής διαπίστωσης ή της εύκολης προσέγγισης,
ώστε να είναι εφικτή η συνοπτική διερεύνησή του στο πλαίσιο ενός ποιήματος.
Έτσι, η Δημουλά επιλέγει να το δώσει υπαινικτικά εντάσσοντας την πιθανή
συναισθηματική απελευθέρωση των γυναικών, την πιθανή ελεύθερη έκφραση του
αισθήματός τους, στους αγώνες εκείνους που είναι, αν όχι απόλυτα
καταδικασμένοι, πάντως εξαιρετικά δυσεπίτευκτοι.
4. Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (200-250 λέξεων)
το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων:
«Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερία και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.»
[Μονάδες 25]
Η ποιήτρια θέλοντας να δώσει με έμφαση
τη δυσκολία του αγώνα που θα επιχειρούσαν τα αγάλματα, και κατ’ επέκταση οι γυναίκες, αν
διεκδικούσαν την ελευθερία τους, προχωρά σε μια ενδιαφέρουσα τριμερή
παρομοίωση, συγκρίνοντας τον αγώνα των αγαλμάτων με τον αντίστοιχο αγώνα των
δούλων, των νεκρών και του αισθήματός μας.
Το πρώτο σκέλος της παρομοίωσης
αναφέρεται στους αγώνες των δούλων, οι οποίοι για να φτάσουν σε αίσιο τέλος
χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες, μιας και δεν είναι ποτέ εύκολο να
ανατραπούν παγιωμένες καταστάσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών.
Ενώ το δεύτερο σκέλος παρουσιάζει έναν
αγώνα κυριολεκτικά ακατόρθωτο∙ εκείνο των νεκρών για μια δεύτερη ευκαιρία στη
ζωή, για την ανάστασή τους και ίσως για μια ζωή χωρίς τέλος.
Έπειτα, έχουμε το τρίτο σκέλος της
παρομοίωσης που είναι και το πιο εξατομικευμένο, καθώς το «αίσθημά μας», μέσω
της κτητικής αντωνυμίας αποκτά έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Ο αγώνας του
αισθήματος μπορεί να ληφθεί ως η προσπάθεια των ατόμων για συναισθηματική
πληρότητα ή για συναισθηματική ανεξαρτησία, καθώς ένα από τα εγγενή ελαττώματα
των ανθρώπων είναι η διαρκής τους ανάγκη να εξαρτώνται συναισθηματικά από
άλλους ανθρώπους∙ αγώνας όμως που δεν μπορεί να κατακτηθεί συλλογικά.
Ο αγώνας αυτός θα μπορούσε συνάμα να
ιδωθεί ως η προσπάθεια των γυναικών ν’ αποτινάξουν το αίσθημα καταπίεσης και
διαρκούς υπονόμευσης που βιώνουν∙ αγώνας εξαιρετικά δυσεπίτευκτος, όπως και οι
προηγούμενοι, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη των τελευταίων στίχων πως σε
κάθε πιθανή προσπάθεια των αγαλμάτων για ελευθερία η γυναίκα-άγαλμα θα
συνεχίσει να πορεύεται διαχρονικά αιχμάλωτη σε όλες τις επόμενες γενιές.
[Λέξεις: 250]
5. Σας δίνεται ένα απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη
Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Να εξετάσετε συγκριτικά το πώς παρουσιάζεται
από τους δύο ποιητές η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στον κοινωνικό και ατομικό
βίο.
[Μονάδες 20]
«Φορές – φορές, την ώρα που βραδιάζει,
έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο
αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του
αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και
τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει
το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους
για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
πια να
βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
αρκούδας –
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες
στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει
στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια
σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, του αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να
πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,
παίζοντας έτσι το τελευταίο
παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για
παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των
άλλων, στους κρίκους των χει-
λιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου –
έστω κ’ ενός αργού θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με
τη συνέχεια και τη γνώση της
ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη
πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος
αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και
πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους
κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της
στις πενταροδεκάρες που τις
ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι
αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι:
ευχαριστώ, ευχαριστώ.»
Στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα
του σεληνόφωτος» ο υπαινικτικός παραλληλισμός ανάμεσα στην πορεία της
γερασμένης αρκούδας και τη ζωή μιας γυναίκας, αποδίδει με ιδιαίτερη σκληρότητα το απαιτητικό και
βασανιστικά ψυχοφθόρο πλαίσιο των αξιώσεων που υπήρχε απέναντι στη γυναίκα των
περασμένων δεκαετιών. Η αιχμαλωτισμένη αρκούδα που ακολουθεί κατ’ ανάγκη το
αφεντικό της μας παραπέμπει, άλλωστε, στην αιχμάλωτη γυναίκα-άγαλμα του
ποιήματος της Κικής Δημουλά «Σημείο Αναγνωρίσεως».
Η αρκούδα που έχει πια γεράσει δεν
μπορεί να εκτελεί το συνηθισμένο της πρόγραμμα∙ δεν μπορεί πια να χορεύει και
να φορά τη δαντελένια σκουφίτσα -που έκανε πιο αισθητή τη συσχέτισή της με μια
γυναίκα-, για να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους και τους απαιτητικούς.
Η όλη σκηνοθεσία της παράστασης, που για χρόνια έδινε και δίνει η αρκούδα, υποδηλώνουν
έμμεσα τη διαρκή υποχρέωση της γυναίκας να παραμερίζει τις δικές της ανάγκες
και να πασχίζει για να ευχαριστήσει όλους τους άλλους γύρω της. Είναι η
μάνα που αδιάκοπα προστρέχει στις επιθυμίες και στις ανάγκες των παιδιών της∙
είναι η σύζυγος που οφείλει να φροντίζει τις απαιτήσεις του άντρα της∙ μα
συνάμα είναι κι η ερωμένη που οφείλει να στολίζει τον εαυτό της, προκειμένου να
είναι αρεστή και αποδεκτή. Η αναφορά, μάλιστα, στη «δαντελένια σκουφίτσα», στο
στοιχείο καλλωπισμού της αρκούδας, βρίσκει το ανάλογό της στη διαπίστωση της
Κικής Δημουλά «Στολίζεις κάποιο πάρκο», που υπαινίσσεται την αντιμετώπιση της
γυναίκας ως διακοσμητικού στοιχείου στο πλαίσιο της κοινωνικής και ατομικής της
ζωής.
Το πέρασμα του χρόνου και η συνεχής
προσπάθεια, ωστόσο, έχουν κουράσει τόσο πολύ την αρκούδα, ώστε είναι πια έτοιμη
να δηλώσει τη διάθεσή της για παραίτηση απ’ όλη αυτή την αδιάκοπη εκμετάλλευση
και υποτίμηση που βιώνει. Είναι έτοιμη να αντιδράσει απέναντι στα
συμφέροντα των άλλων, απέναντι στις ίδιες της τις ανάγκες, αλλά και απέναντι
στη ζωή, αφήνοντας τον εαυτό της στην έστω αργή έλευση του θανάτου. Είναι
πολύ περισσότερο έτοιμη ακόμη και να δείξει την ανυπακοή της απέναντι στο
θάνατο, κερδίζοντας τη μάχη μαζί του μέσα από τη συνέχεια της ζωής, αλλά και
μέσα από την επώδυνα αποκτημένη γνώση της ζωής, που μπορεί να προχωρήσει πέρα
και πάνω απ’ τη σκλαβιά της. Η ύστατη αυτή ανυπακοή μπορεί να βρει την έκφρασή
της μέσα από τη δράση των απογόνων της (μεταφορικά των παιδιών της αρκούδας –
κυριολεκτικά των νέων γυναικών), καθώς κάθε επόμενη γενιά είναι μια συνέχεια
της ζωής, και άρα μια νίκη απέναντι στο θάνατο, και συνάμα η γνώση, η επίγνωση
και η συνειδητοποίηση της σκλαβιάς μεταφερόμενες στις επόμενες γενιές
λειτουργούν αφυπνιστικά γι’ αυτές και τις ωθούν σε μια καίρια αντίδραση.
Τα στοιχεία απέναντι στα οποία είναι
έτοιμη η αρκούδα να εκφράσει την ανυπακοή της βρίσκουν το ανάλογό τους στην
τρίπτυχη παρομοίωση της Δημουλά:
α) οι αγώνες των δούλων, είναι η ανυπακοή της αρκούδας στα
συμφέροντα των άλλων και στους κρίκους των χειλιών της που την κρατούν
αιχμαλωτισμένη, και την καθιστούν για χρόνια αντικείμενο εκμετάλλευσης
β) οι αγώνες των νεκρών, είναι η τελική ανυπακοή της αρκούδας
απέναντι στο θάνατο που μπορεί να λάβει ένα είδος δικαίωσης μόνο με τη συνέχεια
της ζωής μέσω των απογόνων, καθώς και με το πέρασμα της αποκτημένης γνώσης στις
επόμενες γενιές ως μέσου προειδοποίησης και ως κάλεσμα για έγκαιρη αντίδραση
γ) οι αγώνες του αισθήματός μας, είναι η ανυπακοή της
αρκούδας απέναντι στον πόνο και στη ζωή∙ έναν αγώνα που η αρκούδα γνωρίζοντας
πως δεν μπορεί να κερδίσει είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει παραιτούμενη απ’
την ίδια τη ζωή, έστω κι αν αντιλαμβάνεται πως ο θάνατος δεν μπορεί να επέλθει
τόσο γρήγορα ή τόσο απλά.
Ωστόσο, όπως δηλώνεται μέσα από το
ρητορικό ερώτημα του ποιήματος «Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το
παιχνίδι;», η σκλαβιά της αρκούδας συνεχίζεται χωρίς δυνατότητα διαφυγής κι
εκείνη αναγκάζεται να υπακούσει στο λουρί και στους κρίκους της∙ αναγκάζεται να
υποταχθεί στα δεσμά της.Διαπίστωση που υποδηλώνει το μάταιο κάθε προσπάθειας
της αρκούδας να αντιδράσει απέναντι στην αιχμαλωσία της, και βρίσκεται σε πλήρη
συμφωνία με τη διαπίστωση της Δημουλά πως ακόμη κι αν πήγαινε ν’
αλλάξει κάτι στην πορεία των μαρμάρων, η γυναίκα-άγαλμα θα συνέχιζε να
πορεύεται με τα χέρια δεμένα, αιχμάλωτη, και άρα αδύναμη να επιτύχει
οποιαδήποτε απελευθέρωση από τα δεσμά της.
Η αρκούδα αναγκάζεται να συνεχίσει την
παράστασή της χαμογελώντας με τα σκισμένα της χείλη στις πενταροδεκάρες που της
ρίχνουν και λέγοντας ευχαριστώ, γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που
έμαθαν να λένε είναι ευχαριστώ. Μια πολύ έντονη αποτύπωση της σκλαβιάς που
βιώνουν οι γυναίκες και μια ακόμη πιο σκληρή υπενθύμιση πως είναι όχι μόνο
αναγκασμένες να πασχίζουν για την ελάχιστη αναγνώριση απ’ τη μεριά των άλλων,
μα και να τους ευχαριστούν για τα ψήγματα ανταπόδοσης που της δίνουν.
Η τραγική αυτή εικόνα δεν βρίσκει το
ανάλογό της στο ποίημα της Δημουλά,
καθώς η ποιήτρια παρουσιάζει μεν την κατάσταση αιχμαλωσίας της γυναίκας, ωστόσο
δεν προχωρά σε στοιχεία που να προδίδουν το πώς γίνεται αντιληπτή και τι
αναγνώριση έχει απ’ τους άλλους η προσφορά της δέσμιας γυναίκας.
Ο Γιάννης Ρίτσος είτε γιατί έχει κατά νου μια
προγενέστερη εποχή είτε γιατί δε διστάζει να φανερώσει και τις πλέον σκληρές
πτυχές του βίου των γυναικών, υπαινίσσεται στοιχεία πολύ πιο επώδυνα
από εκείνα που αγγίζει το ποίημα της Δημουλά.
Η ποιήτρια φορτίζει συναισθηματικά τους
στίχους της κυρίως αναφερόμενη στην αγωνία του αιχμαλώτου, και στην αδυναμία
του αγάλματος να ζυγίσει έστω και μια βροχή ή μια μαργαρίτα στο χέρι του∙
αναφορές που υπερκαλύπτονται στο ποίημα του Ρίτσου, καθώς για την
αρκούδα-γυναίκα το ζήτημα δεν είναι πια οι απλές χαρές της ζωής και η ανάγκη
για ελευθερία, είναι πολύ περισσότερο ζήτημα επιβίωσης, εφόσον η γερασμένη
αρκούδα έχει φτάσει στο έσχατο σημείο να θέλει πια να παραιτηθεί πλήρως απ’ τη
ζωή, τόσο εξαντλημένη απ’ την αθλιότητα της αιχμαλωσίας της.
Μια επιπλέον διαφορά ανάμεσα στα δύο
ποιήματα είναι πως η ποιήτρια δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της συνέχειας της
ζωής, στο θέμα των απογόνων, τονίζοντας
έτσι την έμμονη τάση της κοινωνίας να εκλαμβάνει τη μητρότητα ως βασικό ρόλο
και καθήκον των γυναικών (κοσμογονία των μαρμάρων / ευγονία αγαλμάτων / καλή
σοδειά ακινησίας). Με το πρόσθετο στοιχείο πως η Δημουλά προδικάζει το γεγονός
πως και οι επόμενες γενιές θα παραμείνουν στο ίδιο καθεστώς αιχμαλωσίας, μη
δυνάμενες να ξεφύγουν απ’ την ακινησία και την απραξία που χαρακτήριζε ως τώρα
τις γυναίκες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου