Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Άσμα Δ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ryan P

Οδυσσέας Ελύτης «Τό ξιον στί»

Άσμα Δ΄

ΕΝΑ τό χελιδόνι * κι  νοιξη κριβή
Γιά νά γυρίσει  λιος * θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες * νά ‘ναι στους Τροχούς
Θέλει κι ο ζωντανοί * νά δίνουν τό αμα τους.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ χτισες μέσα στά βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ κλεισες μές στή θάλασσα!

Πάρθηκεν πό Μάγους * τό σώμα το Μαγιο
Τό ‘χουνε θάψει σ’ να * μνμα το πέλαγου
Σ’ να βαθύ πηγάδι * τό ‘χουνε κλειστό
Μύρισε τό σκοτά * δι κι λη  βυσσο.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μέσα στίς πασχαλιές καί Σύ
Θέ μου Πρωτομάστορα * μύρισες τήν νάσταση!

Σάλεψε σάν τό σπέρμα * σέ μήτρα σκοτεινή
Τό φοβερό τς μνήμης * ντομο μές στή γ
Κί πως δαγκώνει ράχνη * δάγκωσε τό φς
λαμψαν ο γιαλοί * κι λο τό πέλαγος.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ ζωσες τίς κρογιαλιές
Θέ μου Πρωτομάστορα * στά βουνά μέ θεμέλιωσες!

Το ποίημα γεννημένο απ’ την επώδυνη εμπειρία της γερμανικής κατοχής, αποδίδει την απόγνωση των Ελλήνων μπροστά στη φονική δράση των Γερμανών, στην πείνα που θέριζε κατά χιλιάδες τους πολίτες και στην αδυναμία ουσιαστικής αντίδρασης. Στις δραματικές αυτές στιγμές για το ελληνικό έθνος καθίσταται σαφές πως οι άνθρωποι οφείλουν να δράσουν συλλογικά, αποδεχόμενοι πως η ατομική δράση δεν επαρκεί και πως το βίωμα του πολέμου είναι καθολικό. Μια κοινή εμπειρία που καλεί τους πολίτες να ενωθούν, για να αντιμετωπίσουν μαζί τον πόνο και να δώσουν μαζί το σημαντικότερο αγώνα της ζωής τους.
Η αγωνιστική διάθεση πάντως του ποιήματος και η απουσία συγκεκριμένων αναφορών, το αποδεσμεύουν απ’ τη δεδομένη ιστορική περίοδο και το καθιστούν διαχρονικό σύμβολο ελπίδας για τον πολύπαθο ελληνισμό. Ο Ελύτης, άλλωστε, αξιοποιεί στο Άξιον Εστί ολόκληρη την πορεία του ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο γλωσσικό όσο και σε επίπεδο ποιοτικής απόδοσης της ελληνικής ταυτότητας. Ο ποιητής αναδεικνύει το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο της ελληνικής ψυχής, που έχει δώσει σ’ αυτό το λαό τη δυνατότητα να αντιστέκεται και να επιβιώνει παρά τις πλείστες δυσκολίες που έχει συναντήσει στη μακραίωνη πορεία του.

Αναλυτικότερα:
ΕΝΑ τό χελιδόνι * κι  νοιξη κριβή
Γιά νά γυρίσει  λιος * θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες * νά ‘ναι στους Τροχούς
Θέλει κι ο ζωντανοί * νά δίνουν τό αμα τους.

Οι δεινές συνθήκες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θέτουν σε σκληρή δοκιμασία το ηθικό σθένος των Ελλήνων κι εκμηδενίζουν τις ελπίδες τους για την πολυπόθητη απελευθέρωση. Το ένα και μοναδικό χελιδόνι δεν επαρκεί για να φέρει τη δυσεπίτευκτη άνοιξη. Τα ελάχιστα μηνύματα αισιοδοξίας και οι μεμονωμένες προσπάθειες, δεν αρκούν για να αλλάξουν την επώδυνη κατάσταση που βιώνει ο ελληνικός λαός.
Η δύσκολη αυτή εμπειρία είναι ένα δίδαγμα συλλογικότητας και σύμπνοιας. Ο μόνος τρόπος για να γυρίσει ο ήλιος, για να αλλάξει η ροή της ιστορίας, είναι να τεθεί στον αγώνα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ο αγώνας απαιτεί χιλιάδες νεκρούς, αλλά και πολλαπλές θυσίες απ’ όσους παραμένουν ζωντανοί.
Ο θάνατος εκείνων που αγωνίζονται πρέπει να αναγνωρίζεται από τους υπόλοιπους και να αποτελεί πολύτιμο παράδειγμα για τη δική τους στάση. Ο αγώνας για την ελευθερία, ο αγώνας για την αλλαγή κάθε δύσκολης κατάστασης, δεν είναι υποχρέωση ή κατάκτηση λίγων ανθρώπων, είναι αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας, στα πλαίσια της οποίας όλοι καλούνται να προσφέρουν ό,τι περισσότερο μπορούν, ακόμη και την ίδια τους τη ζωή.
Η ελευθερία δεν κερδίζεται με την προσπάθεια και τη θυσία του ενός, η ελευθερία είναι ένα ακριβό αγαθό, που απαιτεί κόπους, αγώνες και διάθεση αυτοθυσίας από κάθε πολίτη. Μόνο έτσι, το ένα χελιδόνι, το πρώτο και μικρό προανάκρουσμα ελπίδας, θ’ αποκτήσει τη σαρωτική δύναμη που χρειάζεται, για να γυρίσει τον ήλιο, για ν’ αλλάξει τα δεδομένα.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ χτισες μέσα στά βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ κλεισες μές στή θάλασσα!

Η φωνή του ποιητή εκπροσωπεί τον Έλληνα, τον κάθε Έλληνα πολίτη και αποκαλύπτει το βαθύ δέσιμο με τον τόπο του. Μες στα βουνά και μες στη θάλασσα, σε όλο το ιδιαίτερο τοπίο της χώρας μας, βρίσκεται αξεδιάλυτα ενωμένη η ελληνική ψυχή με τον ελληνικό τόπο. Ο νησιώτης ποιητής έχει σαφώς την προτίμησή του στη θάλασσα, χωρίς ποτέ όμως να αδιαφορεί και για την ομορφιά των ορεινών περιοχών.
Ο Θεός προσφωνείται πρωτομάστορας, ως ο πρώτος -χρονικά και ποιοτικά- όλων των δημιουργών και του αποδίδεται η ακατάλυτη αγάπη του Έλληνα για τον τόπο του, μιας κι έχτισε κομμάτι της ψυχής των Ελλήνων σε κάθε σημείο της ελληνικής γης, συνδέοντας έτσι δια παντός τους ανθρώπους με τον όμορφο αυτό τόπο.
Μονάχα η θεϊκή παρέμβαση μπορεί να εξηγήσει την ομορφιά αυτού του τόπου, που περιτριγυρισμένος (κλεισμένος) στο μεγαλύτερο μέρος του απ’ τη θάλασσα, κρατά κλεισμένους κοντά του και τους ανθρώπους, που δε θέλουν και δε μπορούν να απαρνηθούν την ομορφιά της Ελλάδας, που μέσα της έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει.

Πάρθηκεν πό Μάγους * τό σώμα το Μαγιο
Τό ‘χουνε θάψει σ’ να * μνμα το πέλαγου
Σ’ να βαθύ πηγάδι * τό ‘χουνε κλειστό
Μύρισε τό σκοτά * δι κι λη  βυσσο.

Το σώμα του Μάη, το σώμα της άνοιξης, έχει παρθεί από Μάγους, που το έθαψαν βαθιά στο πέλαγος. Οι μάγοι, που μας παραπέμπουν συνειρμικά στους τρεις μάγους κατά τη γέννηση του Χριστού, έχουν θάψει το σώμα του Μαγιού σ’ ένα μνήμα, δημιουργώντας σύνδεση με το θάνατο του Χριστού και φυσικά με την προσμονή της Ανάστασης.
Το θάψιμο του σώματος της άνοιξης έχει διπλή σημασιοδότηση, καθώς από τη μία εκφράζει την απουσία της ελπίδας, όπως αυτή βιώνεται από τους Έλληνες στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, κι απ’ την άλλη γεννά την προσδοκία της ανάστασης και της κατανίκησης του ίδιου του θανάτου.
Το γεγονός ότι σταδιακά αρχίζει το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσος να μυρίζει απ’ τις ευωδιές του Μαγιού, αποτελεί την πρώτη εκείνη ένδειξη πως η άνοιξη, που τόσο προσδοκάται απ’ τους Έλληνες, δεν μπορεί παρά να έρθει, φέρνοντας την απελευθέρωση απ’ την επαχθή γερμανική κατοχή.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μέσα στίς πασχαλιές καί Σύ
Θέ μου Πρωτομάστορα * μύρισες τήν νάσταση!

Η επανάληψη των αποστροφών προς τον πρωτομάστορα Θεό ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος και συνάμα τονίζει τη βαθιά ανάγκη της θρησκευτικής συνδρομής. Οι σκληρά δοκιμαζόμενοι Έλληνες βρίσκουν παρηγοριά κι ελπίδα στην χριστιανική τους πίστη και στη σκέψη πως στον αγώνα που δίνουν δεν είναι μόνοι τους. Άλλωστε, σε όλες τις μεγάλες δοκιμασίες του ελληνισμού, οι Έλληνες βρήκαν στη χριστιανική τους πίστη μια σταθερή πηγή ελπίδας κι ένα ισχυρό σημείο αναφοράς για την κοινή τους προσπάθεια.
Ο Θεός ενυπάρχει στις πασχαλιές, ως η ζωοποιός εκείνη δύναμη που ωθεί στο πέρασμα από το θάνατο στην ανάσταση, απ’ το χειμώνα στην άνοιξη και κατ’ επέκταση απ’ τη σκλαβιά στην ελευθερία. Οι πασχαλιές, άρρηκτα συνδεδεμένες με το Πάσχα, αποτελούν ένα διττό σύμβολο υπό την έννοια ότι συμβολίζουν τόσο την άνοιξη, όσο και την ιερή γιορτή. Κι αν η άνοιξη, διαχρονικό σύμβολο ελπίδας, είναι το απλούστερο πέρασμα απ’ την αδράνεια του χειμώνα σε μια έκρηξη ανθοφορίας και στο ζωντάνεμα της φύσης, το Πάσχα είναι το ισχυρότερο σύμβολο της ανατροπής μιας κατάστασης που θεωρείται ανέκκλητη. Το Πάσχα συμβολίζει το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, από τη Σταύρωση στην Ανάσταση.
Ο Θεός που έδωσε στον Ιησού Χριστό τη δύναμη να νικήσει το θάνατο και να προσφέρει στην ανθρωπότητα το ισχυρότερο μήνυμα ελπίδας, όχι μόνο βρίσκεται μέσα στις πασχαλιές, αλλά «μυρίζει» μαζί με τους ανθρώπους το μήνυμα της επερχόμενης Ανάστασης, συνυπάρχει μαζί τους, είναι πλάι τους, παντοτινός ηγέτης και συνοδοιπόρος.

Σάλεψε σάν τό σπέρμα * σέ μήτρα σκοτεινή
Τό φοβερό τς μνήμης * ντομο μές στή γ
Κί πως δαγκώνει ράχνη * δάγκωσε τό φς
λαμψαν ο γιαλοί * κι λο τό πέλαγος.

Η μνήμη των Ελλήνων, η μνήμη της ελευθερίας, που αποτέλεσε πάντοτε τη βασική επιδίωξη τους και συνάμα η μνήμη όλων των παλαιότερων αγώνων που απέβλεπαν στην απελευθέρωση από εισβολείς και κατακτητές, αποτελεί άρρηκτο τμήμα της υπόστασής τους. Η μνήμη αυτή, ως ανεκτίμητη παρακαταθήκη των προηγούμενων γενιών, διατρέχει πάντοτε το είναι των Ελλήνων και δεν τους επιτρέπει να αφεθούν σε μια κατάσταση παραίτησης. Βρίσκεται πάντοτε εκεί για να τους υπενθυμίσει πως οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν σκλαβωμένοι, υποταγμένοι και ηττημένοι.
Το ηρωικό παράδειγμα των προηγούμενων γενιών, οι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων, δίνουν ζωή -όπως το σπέρμα- στην ακατάλυτη θέληση των Ελλήνων και τους ωθούν ακατάπαυστα στην υπέρβαση κάθε δυσκολίας.
Έτσι, το «έντομο» της μνήμης, παρόλο που βρίσκεται θαμμένο στο πέλαγος και κλεισμένο σε βαθύ πηγάδι, μαζί με το σώμα του Μαγιού -μαζί με την ελπίδα-, λαμβάνει εκ νέου ζωή και αντιδρά. Το ζωντανό παρελθόν, η επίγνωση όλων εκείνων των δυσκολιών που υπερνικήθηκαν παλιότερα, η αθάνατη ψυχή των Ελλήνων, μετουσιώνεται σε φως και φωτίζει πέρα ως πέρα τους γιαλούς και το πέλαγος.
Ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές του ελληνισμού, ακόμη και στις πιο σκληρές δοκιμασίες, όταν η ελπίδα μοιάζει χαμένη, οι Έλληνες έχουν στη σκέψη τους το ηρωικό τους παρελθόν και την ένδοξη ιστορία τους. Οι Έλληνες δεν ξεχνούν τις πλείστες δοκιμασίες του έθνους τους και δεν ξεχνούν πως, έστω και μετρώντας χιλιάδες νεκρούς, κατόρθωσαν πάντοτε να νικήσουν όποιον προσπάθησε να τους στερήσει την ελευθερία τους.
Η μνήμη του παρελθόντος, επομένως, λειτουργεί ως ασίγαστη μήτρα που γεννά δύναμη, κουράγιο κι ελπίδα, ωθώντας τους Έλληνες σε δράση και αγώνες. Η μνήμη του παρελθόντος δεν επιτρέπει στους Έλληνες να δειλιάζουν και να μένουν άπραγοι στη δυστυχία τους, έρχεται σαν αιφνίδιο δάγκωμα αράχνης και τους ξυπνά απ’ το λήθαργο του πόνου και της σκλαβιάς. Έρχεται ως αιφνίδια στιγμή διαύγειας και φωτίζει το νου τους με την αλήθεια της υπόστασής τους. Οι Έλληνες δεν γεννήθηκαν για να ζουν σκλαβωμένοι, γεννήθηκαν για να ζουν ελεύθεροι, γεννήθηκαν για να προασπίζονται με κάθε κόστος την ελευθερία τους.
Με όπλα τη γνώση της ιστορίας τους και την πίστη τους στο Θεό, οι Έλληνες είναι ικανοί να δουν τα σημάδια της ελπίδας, τα σημάδια της επερχόμενης Ανάστασης, όσο καλά κι αν προσπαθούν οι εχθροί να τους τα κρύψουν. Ακόμη κι αν θάψουν το σώμα του Μαγιού στα βάθη του πελάγους, το φως της ελπίδας, το μήνυμα της Ανάστασης, θα βρει το δρόμο του στις ψυχές των Ελλήνων.

Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ ζωσες τίς κρογιαλιές
Θέ μου Πρωτομάστορα * στά βουνά μέ θεμέλιωσες!

Το δίστιχο που κλείνει το άσμα αποτελεί νοηματικά επανάληψη του πρώτου διστίχου, καθώς ο ποιητής επαναφέρει τη σκέψη πως ο Θεός έχει συνδέσει αξεδιάλυτα τον Έλληνα ποιητή και άνθρωπο με τον τόπο του (στα βουνά με θεμέλιωσες) και τον έχει συνάμα περιτριγυρίσει με ακρογιαλιές, μιας κι η χώρα αυτή δέχεται τη διαρκή ευλογία της θάλασσας, που κυριαρχεί στο ελληνικό τοπίο.
Ο Θεός πρωτομάστορας που χτίζει και θεμελιώνει τον ποιητή -και κατ’ επέκταση κάθε Έλληνα- στα βουνά, μας παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι «Της Άρτας το γιοφύρι», όπου η γυναίκα του πρωτομάστορα χτίζεται στα θεμέλια του γεφυριού. Όπως χρειάστηκε η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα, για να μπορέσει να χτιστεί και να παραμείνει γερό το γεφύρι της Άρτας, έτσι κι ο τόπος αυτός έχει δεχτεί τις θυσίες χιλιάδων Ελλήνων, προκειμένου να διατηρηθεί ελεύθερος κι ελληνικός.
Το θεμελίωμα, βέβαια, του ποιητή στα βουνά της Ελλάδας, δεν υποδηλώνει αναγκαία την έννοια της θυσίας, φανερώνει ωστόσο τον ισχυρό δεσμό του με τον τόπο αυτό. Ο ποιητής και μαζί του οι Έλληνες, είναι δεμένοι μ’ αυτή τη χώρα και δεν μπορούν να την απαρνηθούν.

Το ποίημα είναι χωρισμένο σε τρεις τετράστιχες στροφές και τρεις δίστιχες. Οι δίστιχες στροφές, με την επαναφορά του πρώτου ημιστιχίου «Θε μου Πρωτομάστορα» έχουν δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενώ στις τετράστιχες στροφές έχουμε δεκατρισύλλαβους τους δύο πρώτους στίχους και δωδεκασύλλαβους τους δύο επόμενους. Το τυπογραφικό σύμβολο, που χωρίζει τα δύο ημιστίχια των στίχων, τίθεται στην τομή της έβδομης συλλαβής, με εξαίρεση τον τέταρτο στίχο κάθε τετράστιχου, όπου έχουμε τομή μετά την έκτη συλλαβή.

Ε / ΝΑ / τό / χε / λι / δό / ν ι  (7) * κι   / νοι / ξη /  / κρι / βή (6)
Γιά  / νά  / γυ / ρί / σει /   /λιος (7) * θέ / λει / δου / λειά / πολ / λή (6)
Θέ / λει / νε / κροί / χι /λιά / δες (7) * νά  /‘ναι / στους / Τρο / χούς (5)
Θέ / λει / κι ο / ζω / ντα / νοί  (6) * νά / δί / νουν / τό α /μα / τους. (6)

Παράλληλα κείμενα στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dorothy Maier

Παράλληλα κείμενα στο Αμάρτημα της μητρός μου

Γεώργιος Βιζυηνός Το ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα)
[...] Ἡ ἀσθενής δέν ἐκοιμᾶτο, ἀλλά δέν ἦτο καί ὅλως διόλου ἔξυπνος. Τά βλέφαρά της ἦσαν ἡμίκλειστα· οἱ δέ ὀφθαλμοί της, ἐφ’ ὅσον διεφαίνοντο, ἐξέπεμπον παράδοξόν τινα λάμψιν διά μέσου τῶν πυκνῶν καί μελανῶν αὐτῶν βλεφαρίδων.
.....
Αἱ οἰκονομικαί μας δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν ἐπῆλθεν ἀνομβρία εἰς τήν χώραν καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ’ ἡ μήτηρ, ἀντί ν’ ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας δι’ ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε να υἱοθετήσῃ. [...]

Στα αποσπάσματα των κειμένων του Γ. Βιζυηνού και του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου που σας δίνονται, να εντοπίσετε και να σχολιάσετε πέντε (5) ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο.

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά
[...] Ένα χρόνο αργότερα ο θάνατος μπήκε στο σπίτι. Αυτό μήτε που τόχε συλλογιστεί. Το τρίτο παιδί, το γελούμενο αγοράκι, έπεσε στο κρεβάτι με τύφο. Ο πατέρας δεν έβαλε κακό με το νου του. Εκείνος δεν έβαζε ποτέ το κακό.
—Αρρώστια είναι και θα περάσει, έλεγε. Δεν έχουμε κάμει συμβόλαιο με το Θεό, να είμαστε πάντα γεροί.
Μα η μητέρα φιδοφαγώθηκε. Νύχτα μέρα καθόταν στο κρεβάτι του άρρωστου παιδιού, με το ζόρι έτρωγε μια μπουκιά, με το ζόρι κοιμόταν μια δυο ώρες. Κ’ ήταν φθινόπωρο και τότε, σ’ έν’ άλλο σπίτι, σε μια στενόχωρη κάμαρη. Το παιδί φλεγόταν από τον πυρετό, σπάραζε και παραμιλούσε. Το άσπρο του προσωπάκι ήταν σκαμένο, τα ματάκια του απόχτησαν ολόμαυρα στεφάνια γύρω τους. Ο γιατρός ερχόταν κάθε μέρα, έπαιρνε το τάληρό του κ’ έφευγε. Κι όλο «αύριο θα ιδούμε» κι «αύριο θα ιδούμε» ψιθύριζε, ίσαμε που ήρθε η ώρα χωρίς αύριο.
Ο Άγγελος στεκόταν συλλογισμένος μπροστά στο νεκρό αδερφό και πότε κοιτούσε τα κίτρινα κεριά που γέμιζαν μαύρο καπνό το δωμάτιο, πότε στύλωνε τη ματιά του στα σταυρωμένα χεράκια, στο κέρινο προσωπάκι του νεκρού αδερφού κ’ ήταν πάλι χαμένος και δε μπορούσε να καταλάβει τίποτε. Η μητέρα δερνόταν, έσκιζε τα μάγουλά της με τα νύχια της, θρηνούσε απαρηγόρητα. Ο πατέρας, ανάμεσα σε δυο τρεις άλλους άντρες, έκλαιγε σα να ήταν συναχωμένος. Μια γειτόνισσα σχολίαζε το περιστατικό, πίσω από τη ράχη του Άγγελου:
— Ακούς εκεί να χάσουν το παιδί μέσ’ απ’ τα χέρια τους, χωρίς λόγο! Σα να μην είναι ο κόσμος γεμάτος κλινικές, μόνε τ’ αφήσανε σ’ αυτόν τον ξυλοσκίστη και τους το πέθανε!
— Τι να σου κάνουν, αποκρινότανε κάποια άλλη, φτωχοί άνθρωποι κι άπραγοι! Τι να σου κάνουν! Δεν το ξέρεις πως η φτώχια κουτιαίνει τον άνθρωπο;
— Με συχωρείς, κυρία μου, ξανάλεγε η πρώτη, πολύ να με συχωρείς! μήπως κ’ εμείς δεν είμαστε μεροκαματιάρηδες; Μα σαν αρρώστησε η Αννίκα μου, σκίσαμε τα βουνά να τη σώσουμε! Σπαράζεται η καρδιά μου ν’ ακούω αυτή τη δυστυχισμένη τη μάνα να δέρνεται. Τον ξέρω εγώ τον πόνο της μάνας. [...]

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά (επιμ. Θ. Πυλαρινός), Εκδόσεις της σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου [Αθήνα 2002], σσ. 32-33.

Ανάμεσα στα δύο κείμενα διακρίνουμε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες ομοιότητες:
α) Η ασθένεια και ο θάνατος ενός μικρού παιδιού, που φέρνει μεγάλο πόνο στην οικογένεια. Στο απόσπασμα από το Αμάρτημα, η μητέρα έχει ήδη δοκιμάσει κάθε δυνατό τρόπο για τη σωτηρία του παιδιού της κι έχει καταφύγει στην τελευταία της προσπάθεια, την επίκληση της ψυχής του νεκρού πατέρα.
Στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου η ασθένεια του μικρού αγοριού θα συνοδευτεί από τις ακαταπόνητες προσπάθειες της μητέρας του να το φροντίσει και να το διαφυλάξει, χωρίς όμως να κατορθώσει να το γλιτώσει από το πρόωρο τέλος του.
β) Οι επισκέψεις του γιατρού, που δεν παρέλειπε ποτέ να λαμβάνει την πληρωμή του, έστω κι αν δεν παρείχε την αναγκαία ίαση στο άρρωστο παιδί.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, ο αφηγητής σχολιάζει πως η χρηματική περιουσία της οικογένειας καταναλώθηκε σε γιατρούς και γιατρικά, σε μάγους και μάγισσες, οι οποίοι περισσότερο εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη και τον πόνο της μητέρας, παρά είχαν να προσφέρουν κάποια ουσιαστική θεραπεία στη μικρή Αννιώ.
Με παρόμοιο τρόπο, στο μυθιστόρημα «Αστροφεγγιά» ο γιατρός επισκεπτόταν το άρρωστο παιδί καθημερινά, δεχόμενος πάντοτε ένα τάλιρο ως αμοιβή, αλλά όπως φαίνεται από την κατάληξη του παιδιού κι από το σχόλιο της γειτόνισσας πως επρόκειτο για έναν «ξυλοσκίστη» (τεχνίτης αδέξιος και αμαθής), ο γιατρός αυτός δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να σώσει το άρρωστο παιδί.
γ) Ο ασυγκράτητος θρήνος της μητέρας μετά το θάνατο του παιδιού της.
Στα δύο κείμενα οι δύο μανάδες μετά το θάνατο του παιδιού τους ξεσπούν σ’ έντονο θρήνο, καθώς έχουν χάσει κι οι δύο πολύ μικρά παιδιά και μάλιστα παρά τις συνεχείς προσπάθειές τους να τα διασώσουν απ’ το άδικο αυτό τέλος. Χωρίς να δίνουν σημασία στους ανθρώπους γύρω τους περιέρχονται σ’ ένα απαρηγόρητο πένθος, μιας και βιώνουν τη μεγαλύτερη απώλεια που μπορεί να γνωρίσει μια μητέρα.
δ) Τα σχόλια των γυναικών της γειτονιάς.
Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος του μικρού παιδιού αποτελεί μια πολύ προσωπική απώλεια για τη μητέρα, δεν παύει στις κλειστές κοινωνίες να γίνεται ένα ζήτημα που απασχολεί και τα πρόσωπα που ζουν κοντά στη θρηνούσα οικογένεια. Στα δύο κείμενα εντούτοις υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση, υπό την έννοια πως ενώ στο Αμάρτημα οι γειτόνισσες έρχονται να παρηγορήσουν τη μητέρα, στο Αστροφεγγιά διατυπώνονται κι επικριτικές κρίσεις για την αδυναμία της οικογένειας να προφυλάξει το άρρωστο παιδί.
ε) Η παρουσία του μικρού αδερφού που αντικρίζει το νεκρό παιδί.
Και στα δύο κείμενα δηλώνεται η παρουσία ενός μικρής ηλικίας αδελφού που παρατηρεί το θάνατο του άρρωστου παιδιού. Στο απόσπασμα από το Αμάρτημα της μητρός μου, ο Γιωργής παρατηρεί τις τελευταίες στιγμές της αδερφής του και την ύστατη προσπάθεια της μητέρας να φέρει το άρρωστο παιδί της σ’ επαφή με την ψυχή του νεκρού πατέρα. Η παρουσία του Γιωργή γίνεται αισθητή κυρίως μέσα από τα σχόλιά του «Τό καϋμένο μας τό Ἀννιώ! ἐγλύτωσεν ἀπό τά βάσανά του!».
Στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου ο μικρός αδερφός παρατηρεί άφωνος και μπερδεμένος το υποβλητικό σκηνικό που δημιουργούν τ’ αναμμένα κεριά και το άψυχο σώμα του αδερφού του.

Γεώργιος Βιζυηνός Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα)
Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.
.....
Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἤρχισα νά κλαίω. Ὤ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπᾷ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος.

Να συγκρίνετε τα συναισθήματα που τρέφει ο συγγραφέας για τη μητέρα του στο απόσπασμα που σας δόθηκε και στο πιο κάτω ποίημά του.

Γεώργιος Βιζυηνός «Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά»

Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά,
κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι
παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά,
σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει.
Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει,
χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά
η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη,
απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά
και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη
η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη.
Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά,
και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά
αισθήματα από την καρδιά που πάλλει
κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά,
αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη.
Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη
λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά,
μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά.
Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη,
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

(Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρόλογος Σπύρου Μελά.[...] [Αθήνα:] Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» [1955], σ. 723).

Στο ποίημά του ο Βιζυηνός παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε πάντοτε η αγάπη της μητέρας του στη ζωή του. Η αγιασμένη αγκαλιά της μητέρας του ήταν πηγή χαράς στα παιδικά του χρόνια κι ασφαλές καταφύγιο στα νεανικά του χρόνια. Ενώ, στα χρόνια της ωριμότητάς του, που η μητέρα του δεν υπάρχει πια, η έλλειψή της αποτελεί μεγάλο πόνο για τον ποιητή. Απογοητευμένος και καταβεβλημένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής αποζητά την αγκαλιά της μητέρα του, για να βρει λίγες στιγμές ησυχίας, αλλά εκείνη δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Έτσι, ο ποιητής σε μια στιγμή ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης ζητά απ’ τη μητέρα φύση να του στερήσει κι εκείνου τη ζωή, ώστε να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του. 
Η μεγάλη αγάπη που έχει ο Βιζυηνός για τη μητέρα του γίνεται αντιληπτή, όχι μόνο στο ποίημά του, αλλά και στα πλαίσια του διηγήματός του, όπου παρά το γεγονός ότι εκείνη στρέφει την προσοχή της αποκλειστικά στην άρρωστη κόρη της, ο μικρός αφηγητής δεν παύει να προσπαθεί με κάθε τρόπο να τη βοηθά και να διεκδικεί την προσοχή της. Έτσι, αν και φοβάται πάρα πολύ να μένει στην εκκλησία, κρύβει το φόβο του κι εκτελεί με κάθε προθυμία τα καθήκοντά του, θέλοντας να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο αρεστός στη μητέρα του.
Η ένταση της αγάπης του, άλλωστε, θα φανεί με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο, όταν ακούγοντας την προσευχή της μητέρας του και το αίτημά της προς το Θεό να σώσει την Αννιώ παίρνοντας στη θέση της εκείνον, θα αισθανθεί τον κόσμο του να καταρρέει. Παρά τις προσπάθειές του να είναι πάντοτε αρεστός στη μητέρα του και παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν έκανε τίποτε να την αδικήσει, εκείνη έδειχνε διαρκώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μικρή αδερφή του. Μετά, μάλιστα, απ’ το άκουσμα της προσευχής της, δεν του μένει πια καμία αμφιβολία πως εκείνη δεν τον αγαπά.
Οι διαπιστώσεις αυτές θα πικράνουν υπέρμετρα τον μικρό αφηγητή, όχι γιατί δεν αγαπά τη μητέρα του, αλλά απεναντίας γιατί δεν έπαψε ποτέ να τη λατρεύει και να αποζητά την προσοχή και το ενδιαφέρον της. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η προσευχή της θα του προκαλέσει μεγάλο πόνο, το μικρό παιδί δε σταματά ποτέ ν’ αγαπά τη μητέρα του, έστω κι αν παύει να είναι βέβαιο για τα δικά της συναισθήματα.
Είναι εύλογο, λοιπόν, πως και στα δύο κείμενα τα συναισθήματα του Βιζυηνού για τη μητέρα του παραμένουν ίδια, μιας και σε κάθε περίοδο της ζωής του, τη θεωρεί ως το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του.

Κωστής Παλαμάς «Το πανηγύρι στα σπάρτα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dorothy Maier

Κωστής Παλαμάς «Το πανηγύρι στα σπάρτα»

Το ποίημα που ακολουθεί είναι από τη συλλογή Ασάλευτη Ζωή. Ανήκει σ’ έναν κύκλο ποιημάτων με το γενικό τίτλο Γυρισμός, όπου κυριαρχεί το μοτίβο του πόνου, της αδυναμίας και της ανικανοποίητης επιθυμίας.

Για κοίτα πέρα και μακριά τι πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι!
Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες στην αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τόνε σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου.
Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και στα βούρλα.
Τ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα βάλτα,
εκεί που στο φλογοβόλο το αψύ του ήλιου
(που δρόσος μιας πνοής; που σκέπασμα ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η άρμη.
Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι αποκάνω και πέφτω, κι αποκαρωμένος
νιώθω στο μέτωπο τ’ αγκάθια, και στα χείλια
νιώθω την πίκρα της αρμύρας, και στα χέρια
νιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και στα ποδάρια
νιώθω το φίλημα του βάλτου, και στα στήθη
νιώθω το χάιδεμα του βούρλου, νιώθω εντός μου
τη μοίρα του γυμνού και τ’ ανήμπορου κόσμου.
(Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά μου;) Και σε βάθη
δειλινών πορφυρών, πλούσια ζωγραφισμένων,
το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν,
το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα,
με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.

σπάρτα: θάμνοι με κίτρινα λουλούδια
βούρλα: αγκαθωτά χόρτα του βάλτου
τα ξόβεργα: παγίδες
αποκαρώνω (ομαι): πέφτω σε λήθαργο
γλίνα: λάσπη

Ο Κωστής Παλαμάς δημιουργεί στο ποίημα αυτό μια ενδιαφέρουσα αλληγορία σχετικά με την επιθυμία των ανθρώπων να βιώσουν στην πληρότητά της την ευδαιμονία της ζωής και τις ποικίλες δυσκολίες που τελικά καθιστούν ανέφικτη την πραγμάτωση αυτής της επιθυμίας. Ό,τι στο ποίημα δίνεται ως προσωπικό βίωμα και ως προσωπική αδυναμία του ποιητή, στην πραγματικότητα εκφράζει μια κατάσταση κοινή για πολλούς ανθρώπους.

Αναλυτικότερα:

Για κοίτα πέρα και μακριά τι πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι!
Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες στην αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τόνε σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου.

Στους πρώτους εννέα στίχους ο ποιητής παρουσιάζει με ιδιαίτερα θελκτικό τρόπο το λιβάδι με τα σπάρτα. Τα κίτρινα λουλούδια, που στο φως του ήλιου μοιάζουν χρυσά, δημιουργούν ένα εξαίσιο πανηγύρι χρωμάτων κι ευωδιάς. Ένα πανηγύρι που ξυπνά στον ποιητή την επιθυμία να βρεθεί κι εκείνος κοντά στα σπάρτα και να μαζέψει στην αγκαλιά του σωρούς απ’ τα όμορφα αυτά λουλούδια. Μάλιστα, τα λουλούδια θέλει να τα απλώσει μπροστά στα πόδια της αγαπημένης του, αποκαλύπτοντας έτσι ένα σημαντικό κίνητρο για την επιθυμία του.
Στα πλαίσια της αλληγορίας το πανέμορφο λιβάδι με τα σπάρτα συμβολίζει το κάλλος και τον ευδαιμονισμό της ζωής. Το πανηγύρι των λουλουδιών, που τόσο θέλει να γευτεί από κοντά ο ποιητής, δεν είναι άλλο από το πανηγύρι της ζωής. Η επιθυμία, δηλαδή, του ποιητή δεν είναι παρά η επιθυμία κάθε ανθρώπου να αφεθεί στο γλυκό κάλεσμα της ζωής και να βιώσει τη χαρά, την ξεγνοιασιά και τις ποικίλες απολαύσεις που έχει να προσφέρει η ζωή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως απ’ τον πρώτο κιόλας στίχο ο ποιητής δηλώνει πως το πανηγύρι αυτό των όμορφων λουλουδιών γίνεται «πέρα και μακριά» από εκεί που βρίσκεται ο ίδιος. Στοιχείο που υποδηλώνει πως ο ποιητής είναι ήδη εγκλωβισμένος σε μια σειρά υποχρεώσεων που τον κρατούν μακριά από τη γαλήνη και την ανέφελη απόλαυση της ζωής.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Παλαμάς, όντας ένας άνθρωπος των γραμμάτων και της μελέτης, που έχει στερηθεί την επαφή με τη φύση, επιλέγει να παρουσιάσει την ομορφιά της ζωής, μέσα από μια εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση πάντως, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε πίσω απ’ το θελκτικό πανηγύρι στο λιβάδι με τα σπάρτα, τις κάθε είδους επιθυμίες κι επιδιώξεις των ανθρώπων. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να περιορίσουμε το συμβολισμό του πανηγυριού σε μερικότερες επιθυμίες των ανθρώπων και όχι απαραίτητα στην ευρύτερη επιθυμία για την πλήρη βίωση της ζωής.
Με το ρήμα «κοίτα», σε β΄ πρόσωπο, ο ποιητής δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει την πρόσκληση προς κάποιο πρόσωπο -ίσως και στον αναγνώστη-, προσδίδοντας ζωντάνια και παραστατικότητα στο περιεχόμενο του ποιήματος. Ενώ, με τη χρήση των ρημάτων σε α΄ πρόσωπο, προσδίδει στα περιγραφόμενα γεγονότα την αλήθεια ενός προσωπικού βιώματος.

Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και στα βούρλα.

Με τον αντιθετικό σύνδεσμο «όμως» στον δέκατο στίχο, ο ποιητής παρουσιάζει τις δυσκολίες που συναντά καθώς ξεκινά για να βρεθεί στο λιβάδι με τα σπάρτα. Το λιβάδι βρίσκεται πολύ μακριά κι όπως απροσδόκητα ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου διακόπτει τη χαρά ενός νέου ανθρώπου (τα λευκά ρούχα αντικαθίσταται από σκούρα και πένθιμα), έτσι χωρίς να το περιμένει ο ποιητής βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ έναν δύσβατο, μακρύ δρόμο, γεμάτο βάλτους και αγκαθωτά χόρτα, χάνοντας γρήγορα τον αρχικό του ενθουσιασμό.
Η συσχέτιση της αλληγορικής αυτής εικόνας με την πραγματικότητα είναι εύλογη, μιας και πολύ συχνά οι άνθρωποι διαπιστώνουν πως η επιθυμία τους να χαρούν ανεμπόδιστα την ευτυχία της ζωής, δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί. Υπάρχουν συχνά πολλές δυσκολίες και προβλήματα που τους κρατούν δέσμιους σε μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις, απογοητεύσεις και πόνο.
Έτσι, ενώ το λιβάδι με τα σπάρτα αποτελεί ένα γοητευτικό κάλεσμα της φύσης κι ο ποιητής θεωρούσε πως εύκολα θα μπορούσε να φτάσει εκεί, συνειδητοποιεί τελικά πως ο δρόμος που πρέπει να διανύσει είναι ανέλπιστα μεγάλος και δύσκολος.

Τ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα βάλτα,
εκεί που στο φλογοβόλο το αψύ του ήλιου
(που δρόσος μιας πνοής; που σκέπασμα ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η άρμη.

Οι πολλαπλές δυσκολίες που προκύπτουν στους ανθρώπους και τους στερούν τελικά τη δυνατότητα να χαρούν τις απολαύσεις της ζωής δίνονται με εξαιρετικά παραστατικό τρόπο απ’ τον ποιητή, καθώς παρουσιάζει το δύσβατο δρόμο που επιχειρεί να διαβεί.
Τα αγκάθια των φυτών ξεσκίζουν το σώμα του σα νύχια και το χώμα τον παγιδεύει σαν ξόβεργα (παγίδα που φτιάχνεται για την παγίδευση μικρών πουλιών, βάζοντας κολλώδη ουσία πάνω σε μια βέργα). Ο δρόμος που προσπαθεί να περάσει ο ποιητής είναι βαλτώδης, με βούρλα ολόγυρα (φυτά που μεγαλώνουν κοντά σε ποτάμια ή και βάλτους).
Παράλληλα, ο ήλιος, που δεν εμποδίζεται από κάποιο ψηλό δέντρο, φλέγει τον τόπο και βασανίζει τον ποιητή, που νιώθει στα μάτια του την αλμυρή αίσθηση του ιδρώτα. Ο ποιητής καθώς περπατά κάτω απ’ το αδιάκοπο και καυτό χτύπημα του ήλιου, σκέφτεται πως δεν υπάρχει ούτε ένα ελάχιστο αεράκι, για να τον δροσίσει, αλλά ούτε κι η σκιά ενός δέντρου, για να γλιτώσει απ’ τις ακτίνες του ήλιου. Οι αντίστοιχες ερωτήσεις που τίθενται στην παρένθεση, αποτυπώνουν ουσιαστικά τις σκέψεις του ποιητή και προσδίδουν στο ποίημα μια πιο εσωτερική διάσταση, δημιουργώντας την αίσθηση πως συντίθεται συγχρονικά με τη βίωση των δυσκολιών που καταγράφει.

Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι αποκάνω και πέφτω, κι αποκαρωμένος
νιώθω στο μέτωπο τ’ αγκάθια, και στα χείλια
νιώθω την πίκρα της αρμύρας, και στα χέρια
νιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και στα ποδάρια
νιώθω το φίλημα του βάλτου, και στα στήθη
νιώθω το χάιδεμα του βούρλου, νιώθω εντός μου
τη μοίρα του γυμνού και τ’ ανήμπορου κόσμου.

Το περπάτημα στον βαλτώδη δρόμο κάτω απ’ τον ανελέητο ήλιο εξουθενώνει τον ποιητή, ο οποίος νιώθει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, χάνει τον προσανατολισμό του και τελικά πέφτει κάτω εξαντλημένος. Η ένταση της ψυχικής και σωματικής εξάντλησης του ποιητικού υποκειμένου δίνεται αρχικά με ασύνδετο σχήμα (λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω) και κατόπιν με πολυσύνδετο (κι αποκάνω και πέφτω, κι αποκαρωμένος), αποδίδοντας με παραστατικό τρόπο την ραγδαία απώλεια της δύναμής του και την πτώση του.  
Ο ποιητής καταγράφει το τι αισθάνεται σωματικά, αλλά και συναισθηματικά από τη στιγμή που θα πέσει στο βαλτώδες χώμα, χρησιμοποιώντας έξι φορές το ρήμα νιώθω (επαναφορά). Δίνει έτσι με ιδιαίτερη έμφαση την εικόνα της πτώσης του, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα της ομορφιάς του λιβαδιού που θέλησε να γνωρίσει από κοντά. Με αυτό τον τρόπο γίνεται σαφέστερη η απογοήτευση του ποιητή, καθώς συνειδητοποιεί πως αντί να βρεθεί στα χρυσά σπάρτα, κατέληξε πεσμένος στο βάλτο, χωρίς τη δύναμη να συνεχίσει πια το δρόμο του.
Ο ποιητής, λοιπόν, νιώθει στο πρόσωπό του τα αγκάθια, στα χείλη του την πίκρα της αρμύρας (είτε απ’ το κάθιδρο μέτωπό του είτε απ’ τα δάκρυά του), στα χέρια του τη λάσπη, στα πόδια του την επαφή με τον βάλτο, που υποχωρεί υπό το βάρος τους, και στο στήθος του το άγγιγμα των βούρλων. Το σημαντικότερο είναι, όμως, πως μέσα του αισθάνεται την τραγική μοίρα του γυμνού και ανήμπορού κόσμου, υπό την έννοια πως βιώνει πια την απογοήτευση όλων εκείνων των ανθρώπων που δεν έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής και καταρρέουν σωματικά και ψυχικά. Ο στίχος αυτός έχει ιδιαίτερη νοηματική βαρύτητα, μιας και αποτυπώνει την οδύνη πολλών ανθρώπων που αντί να βιώνουν την ευδαιμονία της ζωής, γνωρίζουν μόνο τους πόνους και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, που δεν έχουν ούτε την ψυχική δύναμη, αλλά ούτε και τα υλικά μέσα, για να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τους παρουσιάζονται, φτάνοντας στην πλήρη παραίτηση και απελπισία.

(Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά μου;) Και σε βάθη
δειλινών πορφυρών, πλούσια ζωγραφισμένων,
το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν,
το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα,
με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.

Η πορεία του ποιητή, που ξεκίνησε «με τη γλυκιάν ανατολή» για να βρεθεί στα χρυσά σπάρτα και να μαζέψει άφθονα απ’ αυτά, ώστε να τα προσφέρει στην αγαπημένη του, διακόπηκε απροσδόκητα υπό την πίεση των πολλαπλών δυσκολιών που συνάντησε μπροστά του. Έτσι, πεσμένος στο χώμα, πάνω στα βούρλα, σκέφτεται πως όχι μόνο δεν κατόρθωσε να φτάσει στα σπάρτα, αλλά και πως απομακρύνθηκε απ’ την αγαπημένη του που τώρα τη νοσταλγεί και τη χρειάζεται κοντά του.
Κι ενώ η μέρα έχει πια περάσει, το πανηγύρι στο λιβάδι με τα χρυσά σπάρτα, συνεχίζεται ακόμη. Στο βάθος τ’ ουρανού, που χρωματίζεται με τα πορφυρά χρώματα του δειλινού, το προσωποποιημένο πανεύοσμο πανηγύρι βλέπει, καλεί και προσμένει ακόμη τον ποιητή, έστω κι αν εκείνος δεν έχει πια τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσει την προσπάθειά του.
Η διαπίστωση πως η ομορφιά της ζωής και η υπόσχεση μιας πλέριας ευτυχίας, συνεχίζει να υπάρχει, ακόμη κι όταν ο ποιητής έχει πια καταρρεύσει σωματικά και συναισθηματικά, καθιστά ακόμη πιο πικρή την αποτυχία της προσπάθειάς του. Παρόλο που ο ποιητής (και ο κάθε άνθρωπος γενικότερα) ενδέχεται να λυγίσει υπό το βάρος των δυσκολιών που αντιμετωπίζει, δε σημαίνει πως η ζωή παύει να είναι ένα διαρκές κάλεσμα ευτυχίας. Σημαίνει, όμως, πως οι άνθρωποι οφείλουν να συνεχίσουν τη δύσκολη πορεία τους, εγκλωβισμένοι στις υποχρεώσεις και τα προβλήματα, γνωρίζοντας πως δεν έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν τη ζωή όπως θα έπρεπε, ως ένα πανηγύρι ευδαιμονισμού και απόλαυσης.
Το κλείσιμο του ποιήματος πάντως είναι αμφίσημο καθώς μπορεί είτε να εκληφθεί ως κάλεσμα προς τον ποιητή για μια νέα προσπάθεια να φτάσει στα χρυσά σπάρτα είτε ως η πικρή επίγνωση πως παρά τη δική του αποτυχία η ζωή συνεχίζει να προσφέρει απλόχερα ευτυχία σ’ εκείνους που έχουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να τη διεκδικήσουν.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Όταν διεγείρονται»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Alexander Snehotta Von Kimratshofen

Κωνσταντίνος Καβάφης «Οταν διεγείρονται»

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου,
την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.

Το «Όταν διεγείρονται» είναι ένα ποίημα ποιητικής, στο οποίο ο Καβάφης τονίζει την ιδιαίτερη αξία που έχουν για την ποίησή του τα ερωτικά οράματα -είτε πρόκειται για δημιουργήματα της φαντασίας είτε για μνήμες παρελθοντικών βιωμάτων.
Το παραινετικό ύφος που προκύπτει από τη χρήση του β΄ ρηματικού προσώπου και την αποστροφή προς τον «ποιητή» στον 1ο και στον 5ο στίχο, δημιουργεί την αίσθηση πως ο Καβάφης απευθύνει τα λόγια του προς κάποιον ομότεχνό του, αλλά επί της ουσίας πρόκειται για ένα ποίημα εις εαυτόν.
Η παραίνεση του ποιητή να περαστούν τα οράματα του ερωτισμού μισοκρυμμένα στις φράσεις των ποιημάτων, αποτελεί σαφή ένδειξη πως πρόκειται για τις ερωτικές φαντασιώσεις του κατακριτέου -εκείνη την εποχή- ερωτισμού του Καβάφη. Ο ποιητής αναγνωρίζει τον ποιητικό πλούτο που κρύβεται στα ερωτικά του οράματα, γνωρίζει όμως συνάμα πως δεν είναι εύκολο να αποδοθούν αυτά ελεύθερα στην ποίησή του, χωρίς να δημιουργηθούν αντιδράσεις. Έτσι, ο ποιητής, μη θέλοντας να στερηθεί πλήρως την καθαρή έμπνευση που εντοπίζεται στα οράματά του αυτά, προτιμά να τα εντάξει στους στίχους του έστω κι ελλειπτικά ή υπαινικτικά.
Για τον Καβάφη οι ερωτικοί του συλλογισμοί και οραματισμοί αποτελούν μια ουσιαστική πηγή έμπνευσης, που προκύπτει όμως τυχαία και δεν μπορεί να ελεγχθεί από τον ίδιο τον ποιητή. Γι’ αυτό η συμβουλή που δίνει στον ποιητή-αποδέκτη των στίχων του είναι να προσπαθεί να διαφυλάττει τα οράματα αυτά στη σκέψη του, οποιαδήποτε στιγμή κι αν προκύψουν.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, σχολιάζει ο ποιητής, όταν διεγείρονται στο μυαλό σου είτε τη νύχτα είτε στη λάμψη του μεσημεριού. Η αντίθεση ανάμεσα στο σκοτάδι της νύχτας -που μοιάζει ίσως ιδανικότερη στιγμή για τους οραματισμούς του ποιητή- και στη λάμψη του μεσημεριού, έρχεται να τονίσει ακριβώς το αυθόρμητο αυτής της σημαντικής ποιητικής έμπνευσης. Οποιαδήποτε στιγμή, με οποιοδήποτε ερέθισμα, ενδέχεται να γεννηθούν στη σκέψη του ποιητή εικόνες και ηδονικά αισθήματα, που αν διαφυλαχτούν, μπορούν να του προσφέρουν στίχους εξαιρετικής ομορφιάς. Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο ποιητής στην αρχή κιόλας του ποιήματος, είναι πολύ λίγα αυτά που μπορεί να κρατήσει απ’ τα αιφνίδια και φευγαλέα οράματά του.
Η ποιητική έμπνευση είτε αφορά κάποια νοητική σύλληψη είτε εικόνες και αισθήματα, έρχεται στον ποιητή σε στιγμές που του είναι κάποτε δύσκολο να την αξιοποιήσει εγκαίρως, κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απώλειά της. Γι’ αυτό ο Καβάφης συμβουλεύει τον ανώνυμο ποιητή-αποδέκτη και συνάμα τον ίδιο του τον εαυτό να βρίσκεται σε εγρήγορση, ώστε να μπορέσει να διαφυλάξει τα ερωτικά του οράματα, όποια στιγμή κι αν διεγερθούν στο μυαλό του.
Σε αντίθεση με τα αμιγώς νοητικά ποιήματα, που αποτελούν κάποτε αποτέλεσμα επίμονης διεργασίας και μελέτης, υπάρχουν και τα ποιήματα εκείνα που δεν αποδίδουν τόσο ιδέες, όσο συναισθηματικές ή αισθητικές καταστάσεις. Ποιήματα στα οποία επιχειρείται η απόδοση μιας στιγμιαίας διάθεσης που κυριεύει την ψυχή του ποιητή και τον υποβάλει σε μια ορισμένη συναισθηματική κατάσταση. Τέτοιου είδους ποιήματα μπορούν να γεννηθούν καθώς ο ποιητής έχει παρασυρθεί στους ερωτικούς του οραματισμούς κι έχει αφήσει την επιθυμία και τον αισθητισμό να υποσκελίσουν τις αναστολές και την αυστηρότητα των νοητικών συλλογισμών. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...