Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Χριστούγεννα του χωριού»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sarah Ann Loreth

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Χριστούγεννα του χωριού»

Τα ποιήματα του Χατζόπουλου αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα συμβολισμού, με τον ποιητή να επιχειρεί να υποβάλει τις ψυχικές του διαθέσεις δίνοντας στο ποίημα μουσικότητα (συχνές επαναλήψεις) και συσχετίζοντας τα αντικείμενα ή το περιβάλλον με την ψυχική του κατάσταση. Όπως σχολιάζει ο Λίνος Πολίτης: «Στην ποίησή του αποζήτησε, σύμφωνα με τα διδάγματα του συμβολισμού, την υποβολή με τις θαμπές και αξεκαθάριστες εικόνες και τη μουσική γοητεία του στίχου. Ο τόνος που κυριαρχεί είναι ο ελεγειακός, ένας ακαθάριστος ποιητικός ρεμβασμός, η έλλειψη του συγκεκριμένου.

Χριστούγεννα τοῦ χωριοῦ

Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.


Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.


Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.


Κι ἀντιλαλεῖ τερπνὰ-τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.


Με βάση τις αρχές του συμβολισμού το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο. Το ποίημα αυτό παρουσιάζει την απόλυτη ησυχία της νύχτας, που τη διαδέχεται στο σταδιακό ξύπνημα του χωριού, με κυρίαρχο πρώτο ήχο αυτό της καμπάνας.

Ερώτηση 1η: Να εντοπίσετε τα σχήματα λόγου του ποιήματος και να δηλώσετε κατά πόσο αυτά εκφράζουν την πραγματικότητα ή τη φαντασία.

Τα σχήματα λόγου σε αυτό το ποίημα αναφέρονται κυρίως στην πραγματικότητα, όπως γίνεται αντιληπτή από τον παρατηρητή-ποιητή.
Οι μεταφορές της 1ης και 2ης στροφής (κάτασπρο σεντόνι) – (σιγαλιά θανάτου), αποδίδουν αντίστοιχα μια οπτική και μια ηχητική εικόνα, που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Εντούτοις η μεταφορά «σιγαλιά θανάτου», με την έντασή της εκφράζει την ανησυχητική αίσθηση του παρατηρητή πως κυριαρχεί παντού η απουσία ζωής και δημιουργεί έτσι μια περισσότερο φανταστική κατάσταση.
Η μεταφορά «σιγαλιά θανάτου» είναι ενταγμένη στα πλαίσια της ευρύτερης παρομοίωσης: λες κι απλωμένη σιγαλιά / είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Στην πρώτη στροφή έχουμε επίσης την επανάληψη ψιλό-ψιλό και τη μεταφορά αχνόφεγγη βραδιά. Ενώ στη 2 στροφή έχουμε και τις μεταφορές: πουλιού λαλιά, απλωμένη σιγαλιά.
Στην τρίτη στροφή έχουμε μια μεταφορά (γλυκός ήχος) και μια παρομοίωση (ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό). Η παρομοίωση δημιουργεί μια ψευδή αίσθηση πως ο ήχος δεν είναι επίγειος, αλλά ουράνιος, θέλοντας να αποδώσει τη θρησκευτική και κατανυκτική του υπόσταση. Στοιχείο όμως που την τοποθετεί στο επίπεδο της φαντασίας.
Στην τέταρτη στροφή έχουμε την επανάληψη τερπνά-τερπνά, τη μεταφορά (άφωνη πλάση), την αντίθεση (αντιλαλεί – άφωνη). Η μεταφορά αποδίδει εκ νέου την πρότερη αίσθηση του ποιητικού υποκειμένου για την πλήρη απουσία ζωής, που είχε εντοπιστεί και στη 2η στροφή.
Στην 4η στροφή έχουμε δύο ακόμη μεταφορές: γλυκοξυπνά, άγια μέρα.
Το ποίημα βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην απόλυτη σιωπή της νύχτας και στο ξύπνημα που ξεκινά με τον ήχο από την καμπάνα της εκκλησίας. Αντίθεση που παρουσιάζεται ανάμεσα στις 2 πρώτες στροφές και στις 2 τελευταίες. Η χειμωνιάτικη νύχτα αποδίδεται με εικόνες που παραπέμπουν στο θάνατο, ενώ το ξεκίνημα της Χριστουγεννιάτικης μέρας υποδηλώνει ένα αναγεννητικό ξύπνημα που δίνει εκ νέου ζωή στη φύση και τους ανθρώπους.

Ερώτηση 2η: Πώς λειτουργεί η ομορφιά της φύσης στη διαμόρφωση των συναισθημάτων.

Η κυρίαρχη εντύπωση της σιωπής και το ακόλουθο ξύπνημα του χωριού, που μας μεταδίδουν την προσμονή του ποιητικού υποκειμένου για το ξεκίνημα της εορταστικής διάθεσης και ατμόσφαιρας, ενισχύονται από τις επιμέρους εικόνες ομορφιάς της φύσης.
Για παράδειγμα στην πρώτη στροφή ο ποιητής δημιουργεί το υποβλητικό σκηνικό της αμυδρά φωτισμένης βραδιάς -προφανώς απ’ το φεγγάρι- και το σκέπασμα όλης της λαγκαδιάς από το χιόνι, που δίνει σ’ όλο το τοπίο μια λευκή όψη (αγνότητας). Η λευκότητα του τοπίου και το αμυδρό φως της νύχτας μας εισάγουν σ’ ένα κλίμα σχεδόν θρησκευτικής γαλήνης και υπηρετούν ουσιαστικά την προσπάθεια του ποιητή να μεταδώσει την αίσθηση ακινησίας, ησυχίας και υποβλητικής ομορφιάς του νυχτερινού χειμωνιάτικου τοπίου.
Έχουμε πάντοτε υπόψη μας βέβαια πως τέτοιου είδους υποβλητικά σκηνικά, στα οποία κυριαρχεί μια μελαγχολική διάθεση, αποτελούν συνηθισμένες εικόνες των συμβολιστών.
 
Ερώτηση 3η: Να εντοπίσετε λέξεις ή φράσεις που επιτυγχάνουν την εννοιολογική φόρτιση και εικονογραφική πύκνωση του κειμένου (συμβολιστική δράση).

Η τάση του συμβολισμού να αποδίδει σε ορισμένες λέξεις ή εικόνες ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς μέσα από αυτές υπονοούνται/συμβολίζονται συναισθήματα, ιδέες και διαθέσεις, πλουτίζει το κείμενο σε συνειρμικό επίπεδο.  
Έτσι, ο συμβολισμός μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε σε ορισμένες φράσεις του ποιήματος συμβολισμούς συναισθηματικών καταστάσεων, και αντιστοίχως ιδιαίτερες εννοιολογικές προεκτάσεις που λειτουργούν κυρίως ως συνειρμικές υπονοήσεις.
Για παράδειγμα στο δίστιχο: «λες κι απλωμένη σιγαλιά / είναι κει ολόγυρα θανάτου», δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε τη μελαγχολική διάθεση του ποιητή.
Σε ό,τι αφορά την εννοιολογική φόρτιση μπορούμε να διακρίνουμε στην παρομοίωση «ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό / μέσα στη νύχτα να σκορπιέται», τις θρησκευτικές προεκτάσεις του κειμένου. Η προέλευση του ήχου της καμπάνας που μοιάζει να έρχεται βαθιά μέσα απ’ τον ουρανό, υπονοεί μια συσχέτιση με τη χριστιανική πεποίθηση της ουράνιας κατοικίας του Θεού.
Αντιστοίχως, στο δίστιχο «και το χωριό γλυκοξυπνά / την άγια μέρα να γιορτάσει» που αποτελεί και την καταληκτική κορύφωση του ποιήματος, δημιουργεί συνειρμούς που σχετίζονται με τα γιορταστικά έθιμα των Χριστουγέννων, εμπλουτίζοντας τις εικόνες του κειμένου, έστω κι αν αυτές δεν αποκτούν λεκτική απόδοση στο κείμενο.
Με παρόμοιο τρόπο κι επιμέρους εικόνες (αχνόφεγγη βραδιά – κάτασπρο σεντόνι) μπορούν να ιδωθούν ως έμμεσες υποδείξεις συναισθημάτων του ποιητή (θλίψη), αλλά και εννοιολογικών συμβολισμών (κάτασπρο σεντόνι = θάνατος).

Ερώτηση 4η: Να εντοπίσετε λέξεις ή φράσεις που εκφράζουν ιδέες και συναισθήματα.

Με δεδομένο τον εννοιολογικό περιορισμό του ποιήματος που απαιτεί ο συμβολισμός, μπορούμε να ανιχνεύσουμε κυρίως συναισθηματικές διαθέσεις του ποιητή. Έτσι, πέρα από τη γενικότερη διάθεση που επιχειρεί να δημιουργήσει με τις εικόνες του ποιήματος, μπορούμε να βρούμε ενδείξεις των συναισθημάτων του σ’ επιμέρους φραστικά σύνολα. Για παράδειγμα, στη φράση «γλυκός σημάντρου ήχος» είναι σαφής η θετική πρόσληψη από τον ποιητή του ήχου της καμπάνας, καθώς σηματοδοτεί την εκκίνηση της νέας ημέρας, και μάλιστα της μέρας των Χριστουγέννων, την οποία ο ποιητής μοιάζει να προσδοκά όλη τη νύχτα.
Την ίδια θετική διάθεση του ποιητή αποδίδει και ο τρόπος που περιγράφει τη σταδιακή μετάδοση του ήχου της καμπάνας σε όλη τη γύρω περιοχή «αντιλαλεί τερπνά-τερπνά». Ο ήχος αντιλαλεί ευχάριστα, κατά τον ποιητή, στοιχείο που δείχνει τη ευδιαθεσία που του προκαλεί η έλευση των Χριστουγέννων.
Είναι σημαντικό να προσέξουμε πως στα πλαίσια του συμβολισμού οι ποιητές έχουν την τάση να καθρεφτίζουν τα συναισθήματά τους στα αντικείμενα και στη φύση, κάτι που τους οδηγεί να σηματοδοτούν τις εικόνες ανάλογα με το πώς αισθάνονται. Άρα, ο ήχος ακούγεται ευχάριστος, γιατί ο ποιητής είναι θετικά διακείμενος απέναντι στα Χριστούγεννα. Ενώ σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να σχολιάζει τον ήχο ως πένθιμο ή δυσοίωνο ή με οποιοδήποτε άλλο αρνητικό τρόπο. 

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Ζ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

David Talley 

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Ζ΄

Ήρθαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

Με αφορμή τη Γερμανική Κατοχή ο ποιητής θυμάται τις πολλαπλές επεμβάσεις ξένων κρατών στην Ελλάδα, που δεν έγιναν πάντα με τον ξεκάθαρα εχθρικό τρόπο μιας επίθεσης. Πολλές φορές, με την ελπίδα κάποιας βοήθειας, με την προσδοκία μιας ουσιαστικής συνδρομής, η Ελλάδα είχε δεχτεί τις παρεμβάσεις, κυρίως Ευρωπαϊκών κρατών, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη με τη βιαιότητά τους, με την αδυναμία τους να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό και με τη διάθεσή τους να εκμεταλλευτούν το νεοσύστατο αυτό κράτος.

Ήρθαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.

Πολλές φορές οι εχθροί, υποκρινόμενοι πως έρχονται για να βοηθήσουν, πάτησαν το παμπάλαιο ελληνικό χώμα, το χώμα με την μακραίωνη ιστορία, το χώμα που γέννησε και προσέφερε στον κόσμο σημαντικές ιδέες και αξίες.
Το χώμα, όμως, αυτό ποτέ δεν παρέμεινε δέσμιό τους τους απέρριψε ως ξένο σώμα και διατήρησε την ελευθερία του. Μια καίρια υπενθύμιση και συνάμα προειδοποίηση του ποιητή προς όλους εκείνους που θέλησαν ή θέλουν να επιβληθούν στην ελληνική γη.
Το ελληνικό κράτος έχοντας διανύσει μια σύντομη, αλλά εξαιρετικά επίπονη πορεία από τη σύστασή του, βρέθηκε συχνά στην ανάγκη μιας εξωτερικής βοήθειας, γεγονός που οι «φίλοι» έσπευσαν πάντοτε να εκμεταλλευτούν.

Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.

Οι υποτιθέμενοι φίλοι της Ελλάδας έφερναν μαζί τους και τους ιδανικούς γνώστες, ώστε να μπορέσουν να αναμορφώσουν το ελληνικό κράτος. Σαφής εδώ η ειρωνική διάθεση του ποιητή που παραθέτει τις ιδιότητες των επαϊόντων σα να είναι αριστοφανικοί ήρωες.
Έφερναν μαζί τους «πάνσοφα» εγχειρίδια, βίβλους, που περιείχαν όλη την αναγκαία γνώση, για να επιτύχουν το στόχο τους και συνάμα είχαν κι όλη την απαιτούμενη δύναμη για να επιβάλλουν τη θέλησή τους.
Οι αναφορές αυτές του ποιητή μας παραπέμπουν εύλογα στις παρεμβάσεις των Βαυαρών στα χρόνια του Όθωνα, αλλά και στις μετέπειτα περιόδους που το Ελληνικό κράτος τέθηκε υπό Διεθνή οικονομικό έλεγχο, λόγω της αδυναμίας του να αποπληρώσει τα δάνεια που είχε λάβει.
Οι «φίλοι», λοιπόν, του ελληνικού έθνους εξουσίαζαν με τη βοήθεια των όπλων τη χώρα, έθεταν υπό τον έλεγχό τους το «παμπάλαιο φως», τον ελληνικό δηλαδή πολιτισμό, αλλά ποτέ δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν αυτόν τον ιδιαίτερο πολιτισμό.
Ποτέ δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν την αξία του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής ψυχής, γι’ αυτό και ποτέ δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τους Έλληνες.
Οι προθέσεις τους, άλλωστε, ήταν πάντοτε εμφανείς, καθώς ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να προσφέρουν κάποια αρωγή στο ελληνικό κράτος. Το μόνο που ήθελαν ήταν να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Ελλήνων.
Δεν ξεγέλασαν, λοιπόν, κανέναν με την υποτιθέμενη φιλική τους προσφορά και ο ελληνικός λαός τους αντιμετώπιζε -όπως άλλωστε ήταν- ως εχθρούς.

Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.

Κανένας Έλληνας δεν ξεγελάστηκε από την υποκρισία των ξένων κρατών, κανένας δεν πίστεψε ποτέ πως έχουν κάποια άλλη σκέψη πέρα από το προσωπικό τους συμφέρον. Στοιχείο που πολύ παραστατικά μας δίνει ο ποιητής αναφερόμενος στη μέλισσα και στο ζέφυρο.
Έτσι, όχι μόνο τους Έλληνες δεν ξεγέλασαν, αλλά ούτε καν μια μέλισσα δεν τους πίστεψε, για να ξεκινήσει το ευδαιμονικό της πέταγμα κάτω από τις αχτίδες του ήλιου, ούτε καν ο άνεμος δεν ανταποκρίθηκε φουσκώνοντας τα πανιά των πλοίων.
Η χώρα εξέλαβε την παρουσία τους ως κατοχική δύναμη, έστω κι αν οι ίδιοι παρουσιάζονταν ως φίλοι και σύμμαχοι.

Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.

Οι εχθροί της Ελλάδας, λαμβάνοντας τον έλεγχο της χώρας, έχτισαν δυνατούς πύργους και πολυτελείς κατοικίες, έφεραν στα λιμάνια τα πλοία τους, καθιστώντας την παρουσία τους εμφανή και συνάμα απρόσβλητη από τις πιθανές απόπειρες αντίδρασης των Ελλήνων.
Θέσπισαν τους νόμους που εξυπηρετούσαν τα καλά και συμφέροντα ό,τι δηλαδή διασφάλιζε τα συμφέροντά τους, παραγκωνίζοντας το «παμπάλαιο μέτρο», το ελληνικό μέτρο της μεσότητας και της μη υπερβολής.
Με την αδιαλλαξία της δύναμης που τους παρείχαν τα όπλα, με τη βεβαιότητα ότι μπορούσαν να επιβάλουν οποιοδήποτε νόμο στους Έλληνες, δε σκέφτηκαν ούτε μια στιγμή να διατηρήσουν το μέτρο, να μη φανούν υπερβολικοί στις απαιτήσεις τους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν σε μια χώρα που διένυσε αιώνες βασιζόμενη στην αρχή του μέτρου, στην αποχή από τα άκρα και την υπερβολή, δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν την πολύτιμη αυτή σοφία.
Με βιαιότητα και υπεροψία ξεπέρασαν εξαρχής το μέτρο, φανέρωσαν την απληστία τους κι έδειξαν στον ελληνικό λαό το αληθινό τους πρόσωπο. 

Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.

Οι εχθροί βρέθηκαν στη χώρα αυτή, ήρθαν σ’ επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, με τους τρόπους της ελληνικής σκέψης, αλλά δεν κατόρθωσαν να λάβουν και να κατανοήσουν τίποτε.
Στην ψυχή τους δεν έμεινε ούτε ίχνος από το ελληνικό θαύμα, από την ευλογία του Θεού, όπως αντίστοιχα, κανένα στοιχείο του ελληνισμού δε θέλησε να αλληλεπιδράσει μαζί τους, ούτε μια νεράιδα δεν καταδέχτηκε να πάρει τη φωνή τους.
Η αναφορά εδώ στην παράδοση των νεράιδων που έκλεβαν τη φωνή των ανδρών που τολμούσαν να τις κοιτάξουν, όταν κολυμπούσαν γυμνές στα νερά των ποταμών, τονίζει πόσο αδιάφοροι στάθηκαν οι ξένοι κατακτητές απέναντι στη μαγεία του ελληνικού πολιτισμού και στον πλούτο της ελληνικής παράδοσης.

Έφτασαν
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

Στο κλείσιμο του ποιήματος ο Ελύτης επανέρχεται στην υποκρισία των εχθρών της χώρας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν τάχα ως φίλοι, ενώ στην πραγματικότητα η μόνη προσφορά που είχαν για τους Έλληνες ήταν τα «παμπάλαια δώρα» της βίας και της καταστροφής. Με σίδερο, φωτιά και όπλα έρχονταν οι ξένοι «φίλοι», με σίδερο, φωτιά και όπλα απαντούσαν στις εκκλήσεις των Ελλήνων για βοήθεια.
Στα ανοιχτά δάχτυλα ενός υπερήφανου λαού, που είχε ανάγκη για μια ουσιαστική στήριξη, απαντούσαν με τη βίαιη επιβολή της εξουσίας τους, με καταστροφές και θανάτους.
Η τριπλή επανάληψη των δώρων «όπλα, σίδερο και φωτιά» που γίνεται στην καταληκτική στροφή, παρουσιάζει με ιδιαίτερη έμφαση τη βιαιότητα, τη σκληρότητα, και την έλλειψη πολιτισμού των ξένων κατακτητών, και βρίσκεται σε ανταπόκριση με τους τρεις αποφατικούς στίχους του ποιήματος: «Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους / Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους / Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους».
Οι ξένοι «φίλοι» γνωρίζουν μόνο τους βίαιους τρόπους και την καταστροφή, δεν έχουν καμία αίσθηση συμπόνιας και κανένα ειλικρινές συναίσθημα, πέρα από τον πόθο τους για το κέρδος. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν μπόρεσαν ποτέ να στεριώσουν στο ελληνικό έδαφος, γι’ αυτό εκδιώχθηκαν κάθε φορά από τους Έλληνες. Δεν κατόρθωσαν ποτέ να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό, δεν ένιωσαν ποτέ σεβασμό για το βάθος της ελληνικής ψυχής και φυσικά δεν αντιλήφθηκαν ποτέ την αξία της διατήρησης του μέτρου στις πράξεις και τις επιδιώξεις τους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...