Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Μίλτος Σαχτούρης «Ο Ελεγκτής» [υπερλογικό / παράλογο / ρεαλισμός / υπερρεαλισμός]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David Talley 

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Μίλτος Σαχτούρης «Ο Ελεγκτής» [υπερλογικό / παράλογο / ρεαλισμός / υπερρεαλισμός / συμβολισμός]

«Έσφιξα τα σκοινιά μου»: Να αναλύσετε το νοηματικό περιεχόμενο του στίχου.

Ο ποιητής ως ο ελεγκτής των αστεριών οφείλει να μεταβεί στο χώρο του ουρανού, τρέπεται έτσι σ’ έναν μηχανοδηγό που ετοιμάζει την πτήση του ή την ανοδική του πορεία προς το ουράνιο στερέωμα. Το σφίξιμο των σκοινιών που επί της ουσίας υποδηλώνει την αποφασιστικότητα του ποιητή και την αφοσίωσή του στο χρέος που έχει, αφήνει συνάμα να εννοηθεί πως η άνοδος στο χώρο των αστεριών θα γίνει με κάποια πτητική μηχανή. Εννοείται, βέβαια, πως ο ποιητής δεν προχωρά σε κάποια περεταίρω εξήγηση αυτής της πτήσης, καθώς εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η ρεαλιστική αιτιολόγηση του πώς θα φτάσει ως τον ουρανό, αλλά η συμβολική σημασία της ανάγκης του να ελέγξει τα αστέρια.
Η πτήση αυτή, η ανοδική πορεία θα είναι ριψοκίνδυνη και δύσκολη, μα ο ποιητής δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει το χρέος του. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που θα ανέβει στον ουρανό για να ελέγξει τα αστέρια (πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’ αστέρι). Άρα, όταν ο ποιητής δηλώνει πως έσφιξε τα σκοινιά του, κατέχει την αποφασιστικότητα και την επίγνωση που του προσφέρει και η προγενέστερη εμπειρία του. Με γενναιότητα και τόλμη, σαν μηχανοδηγός που θα επιχειρήσει μια εξαιρετικά απαιτητική και επικίνδυνη αποστολή, ο ποιητής φανερώνει πόσο συνειδητοποιημένος είναι σε σχέση με την υποχρέωση που έχει απέναντι στους συμπολίτες τους. Έτσι, με ετοιμότητα και μια διάθεση αυτοθυσίας θα προχωρήσει χωρίς δισταγμό προς την εκπλήρωση του χρέους που του αναλογεί.

Για ποιο λόγο ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να λειτουργήσει ως ελεγκτής; Γιατί νομίζετε ότι έχει «σπασμένα φτερά»;

Κινούμενος στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια κι έχοντας ήδη γνωρίσει τον όλεθρο του εμφυλίου πολέμου, ο ποιητής έχει πλήρη συναίσθηση του κλίματος που επικρατεί στην ελληνική πολιτεία και του μίσους που κατευθύνει τις πράξεις πολλών ανθρώπων. Αισθάνεται, λοιπόν, πως είναι απόλυτα αναγκαίο να έρθουν οι συνάνθρωποί του ξανά σε επαφή με τις αξίες του παρελθόντος, με την έννοια της αλληλοκατανόησης και της αγάπης, αλλά και με την ελπίδα ενός καλύτερου και αρμονικότερου μέλλοντος. Κι είναι δικό του χρέος να κατευθύνει τους ανθρώπους προς τη θέαση αυτών των πραγμάτων, καθώς ο ίδιος, ως ποιητής, έχει τη δυνατότητα να κινείται σε υψηλότερους χώρους και να απέχει από τη διάθεση αλληλοσπαραγμού που έχει κατακλύσει τη σκέψη των άλλων ανθρώπων. Με την αντικειμενικότητα της δικής του κρίσης, με την αποστασιοποίησή του από τα πάθη που κλονίζουν την ελληνική κοινωνία, είναι αυτός που οφείλει να ελέγξει το φως των αστεριών, αποκαθιστώντας έτσι την επικοινωνία των ανθρώπων με τον ουρανό, με τα ιδανικά και τις αρετές που έχει να τους προσφέρει.

Ωστόσο, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής έχει γνωρίσει βαθιά στην ψυχή του τον πόνο απ’ όλες αυτές τις απώλειες που σημάδεψαν τα εμπόλεμα χρόνια. Η ικανότητά του να πετά ψηλότερα δε σημαίνει για κανένα λόγο πως ο ίδιος ξέφυγε αλώβητος από τη δίνη των φρικτών εκείνων γεγονότων. Έχει πληρώσει το τίμημα, έχει τραυματιστεί ψυχικά κι έχει υποφέρει σωματικά∙ εντούτοις δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει στις εσωτερικές του πληγές. Δεν σκοπεύει να αφήσει την οδύνη του παρελθόντος να τον εμποδίσει από τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος, από τη διεκδίκηση μιας καλύτερης διαβίωσης για τους συνανθρώπους του.

Πληγές, άλλωστε, έχουν όλοι οι συγκαιρινοί του, γι’ αυτό και δυσκολεύονται να αποδεχτούν όσα συνέβησαν και συνεχίζουν να βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους. Χρέος του ποιητή είναι να ελέγξει το φως των αστεριών και να αποκαταστήσει την ισορροπία ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, όχι αιτούμενος τη λησμοσύνη των γεγονότων -το παρελθόν αποτελεί πολύτιμο κομμάτι της ύπαρξης ενός λαού και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται-, αλλά φροντίζοντας ώστε οι άνθρωποι να επανέλθουν στις αξίες του παρελθόντος, στον αλληλοσεβασμό και στη συγχώρεση, για να μπορέσουν έτσι να συνεχίσουν την κοινή τους πορεία. 

Ποια υπερρεαλιστικά και συμβολιστικά στοιχεία διακρίνετε στο ποίημα;

Ο υπερρεαλισμός γίνεται αντιληπτός στην ποιητική σύνθεση του Σαχτούρη μέσα από τις εικόνες που υπερβαίνουν τα όρια της πραγματικότητας, τη στιχουργική μορφή που διακρίνεται για τον ελεύθερο στίχο, την απουσία σχεδόν των σημείων στίξης, αλλά και τους μονολεκτικούς στίχους∙ την τραγικότητα που μεταδίδεται σε ό,τι αφορά την πορεία που ακολουθεί η ζωή των ανθρώπων.

Στις τρεις εικόνες που συναποτελούν το ποίημα διακρίνουμε τόσο την υπέρβαση της πραγματικότητας -ο ποιητής ετοιμάζεται να πετάξει μέχρι τα αστέρια προκειμένου να τα ελέγξει-, όσο και την αίσθηση του τραγικού -ο ουρανός παρομοιάζεται μ’ έναν μπαξέ που είναι γεμάτος αίμα-. Οι στίχοι είναι σύντομοι, ακόμη και μονολεκτικοί (Εγώ / πρέπει), με κύριο σκοπό βέβαια να τονιστεί ιδιαίτερα τόσο η προσωπική συμμετοχή του ίδιου του ποιητή, όσο και η ευθύνη, το ηθικό χρέος που έχει απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Συνάμα,  ο ποιητής φροντίζει να θρυμματίσει τους στίχους του δίνοντάς μας έτσι το ρυθμό ανάγνωσης κι ενισχύοντας παράλληλα την αίσθηση της βαρύτητας του μηνύματος, το οποίο διατυπώνεται μέχρι και λέξη - λέξη.

Σύμφωνα με τα κελεύσματα του υπερρεαλισμού ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, το όνειρο και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας και της ευλογοφάνειας∙ μόνον έτσι θα μπορέσει να αντικρίσει νέους ορίζοντες, ξεφεύγοντας από τον έλεγχο της λογικής και από τις κάθε είδους προκαταλήψεις, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής γραφής θεωρούνται: η απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική, οι απρόσμενοι συνδυασμοί λέξεων και οι εντυπωσιακές εικόνες, καθώς και στοιχεία όπως το όνειρο, το χιούμορ και το παράλογο.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Σαχτούρης εντάσσεται στους νεοϋπερρεαλιστές, τους υπερρεαλιστές δηλαδή της μεταπολεμικής γενιάς, οι οποίοι επηρεασμένοι από τη γύρω πραγματικότητα, δε θεωρούν τη γλώσσα τόσο ως μέσο με το οποίο θα προκαλέσουν έκπληξη, αλλά ως όργανο που θα τους βοηθήσει να συλλάβουν και να εκφράσουν τις εφιαλτικές καταστάσεις που βιώνουν. Οι νεοϋπερρεαλιστές κάτω από την επίδραση των δραματικών γεγονότων της εποχής τους, αποκτούν μια τραγική αίσθηση της ζωής, που στα βαθύτερα συστατικά της περνά στην ποίησή τους.

Παράλληλα στην ποίηση του Σαχτούρη εντοπίζουμε και την επίδραση του συμβολισμού, υπό την έννοια πως ο ποιητής κινείται στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος σε καθαρά συμβολικό επίπεδο. Ο ελεγκτής, ο ιδιαίτερος αυτός ρόλος του ποιητή, όπως και η εν γένει πράξη του ελέγχου των αστεριών, δεν μπορούν να εννοηθούν ούτε ως κυριολεκτικές εκφράσεις, ούτε μόνο ως εκφάνσεις του υπερρεαλισμού. Πρόκειται πρωτίστως για αμιγώς συμβολικές παραστάσεις του χρέους που έχει ο ποιητής απέναντι στους ανθρώπους και της ευθύνης του να φροντίσει ώστε να βρουν εκ νέου τον ορθό προσανατολισμό τους. Αντιστοίχως, συμβολικός είναι ο ρόλος των αστεριών, η παρουσίαση του ποιητή ως κληρονόμου πουλιών, αλλά και τα σπασμένα του φτερά.

Πώς αντιλαμβάνεσθε το νόημα της φράσης «κληρονόμος πουλιών»;

Ο ποιητής προσδιορίζει τον εαυτό του ως κληρονόμο πουλιών, διεκδικώντας έτσι μια διαφοροποίηση ως προς τη φύση του, η οποία του επιτρέπει να πετά, να βρίσκεται δηλαδή σ’ επαφή με τον ελεύθερο χώρο του ουρανού. Ο ποιητής έχει έτσι πρόσβαση στο χώρο της ελπίδας και στο χώρο της αμιγούς πνευματικής ύπαρξης, ο οποίος δεν είναι προσβάσιμος από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κι είναι, άλλωστε, αυτό το προνόμιο που έχει ο ποιητής να κινείται στον ουράνιο χώρο, που γεννά την υποχρέωση και το χρέος απέναντι στους συνανθρώπους του. Η ιδιαίτερη φύση των ποιητών, η διαρκής ενασχόλησή τους με το χώρο της πνευματικής δημιουργίας κι η επίμονη αναμέτρηση με τον εαυτό τους, με τα βιώματα και τους προβληματισμούς της εποχής τους, τούς επιτρέπει μια ικανή εμβάθυνση σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Έτσι, οι ποιητές καθίστανται προνομιακοί θεατές των ανθρώπινων πραγμάτων και έχουν τη δυνατότητα να κινούνται ψηλότερα από τους άλλους ανθρώπους.

Σε συμβολικό επίπεδο η κληρονομιά που λαμβάνει ο ποιητής από τον κόσμο των πουλιών είναι η δυνατότητα να κινείται απόλυτα ελεύθερος σ’ ένα κόσμο που βρίσκεται πάνω από τα συνήθη δεσμά της ανθρώπινης υπόστασης. Η σκέψη του ποιητή διατηρεί την ανεξαρτησία της και δεν επηρεάζεται από το κλίμα εξαρτήσεων και συνενοχής που δεν επιτρέπει στους συγκαιρινούς του να βρουν τη διέξοδο απ’ τη δύσκολη εμπειρία που βιώνουν. Ο ποιητής αποκτά έτσι μια πιο αντικειμενική ματιά, καθώς όντας αποστασιοποιημένος στο χώρο του ουράνιου στερεώματος, δεν βλέπει τα πράγματα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Αντικρίζει τα προβλήματα της εποχής του στην ολότητά τους και αναλαμβάνει το καθήκον του να προσφέρει στους συμπολίτες του την οπτική εκείνη που θα τους βοηθήσει να επιστρέψουν σε μια αρμονικότερη συνύπαρξη. Αδέσμευτος, ελεύθερος και προνομιακός θεατής ενός ανώτερου κόσμου, ο ποιητής αποκτά χάρη στην κληρονομιά των πουλιών ένα σημαντικό ρόλο και μια σπουδαία αποστολή.

Ο αυτοπροσδιορισμός του ποιητή ως κληρονόμου πουλιών μας παραπέμπει επίσης στον πλατωνικό διάλογο «Ίων» όπου ο φιλόσοφος μέσω του Σωκράτη μιλά για την ιδιαιτερότητα των ποιητών, σχολιάζοντας πως οι ποιητές δεν δημιουργούν το έργο τους χάρη στη δική τους σκέψη, αλλά φτάνουν σε αυτό δεχόμενοι τη θεϊκή έμπνευση. Σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο ποιητής είναι κάτι το κενό, κάτι το ελαφρύ, ένα πετούμενο, αλλά και κάτι το ιερό (κούφον γαρ χρήμα ποιητής εστιν και πτηνόν και ιερόν…), που δεν μπορεί να δημιουργήσει αν δεν περιέλθει σε κατάσταση έκστασης, χάνοντας κάθε λογική μέσα του. Οι ποιητές, κατά τον Σωκράτη, δεν συνθέτουν τα άριστα έργα τους χάρη σε δική τους ικανότητα, αλλά χάρη σε δύναμη θεϊκή που τους προσφέρει την ανάλογη έμπνευση. Ο Σαχτούρης, λοιπόν, αξιοποιεί αυτή την πλατωνική ιδέα, καταγράφοντας ωστόσο τη μέγιστη ευθύνη και το υψηλό χρέος που έχουν οι ποιητές απέναντι στους ανθρώπους της κοινωνίας τους.

Μια άλλη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σχετικά με τη φράση αυτή είναι η ταυτότητα του ποιητή. Ο Μίλτος Σαχτούρης, Υδραίος στην καταγωγή, ήταν εγγονός του Μιλτιάδη Σαχτούρη, αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αλλά και δισέγγονος του Γιώργη Σαχτούρη, ο οποίος είχε λάβει ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821 ως αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, συμμετέχοντας σε πολλές ναυτικές αναμετρήσεις. Ο ποιητής, λοιπόν, έχει στενούς δεσμούς με τη θάλασσα και τη ναυτιλία, τόσο μέσω της ίδιας του της οικογένειας, όσο και μέσω του τόπου καταγωγής του, την περίφημη Ύδρα, με τους ικανότατους ναυτικούς. Ήταν, μάλιστα, τέτοια η δεινότητα των Υδραίων ναυτικών ώστε από νωρίς είχαν αποκτήσει ευρύτατη φήμη και αποκαλούνταν απ’ τους υπόλοιπους Έλληνες «θαλασσοπούλια» (J. L. S. Bartholdy “Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804” Εκδόσεις Εκάτη). Ο Σαχτούρης, επομένως, όταν αποκαλεί τον εαυτό του κληρονόμο πουλιών και όταν σχολιάζει πως πρέπει να ελέγξει τα αστέρια, στην πραγματικότητα κινείται σ’ ένα χώρο πολύ πιο προσωπικό και οικείο απ’ ό,τι γίνεται αρχικώς αντιληπτό. Ο ποιητής δανείζεται τον έλεγχο των αστεριών από τη ναυτική παράδοση, ενώ αποκαλώντας τον εαυτό του κληρονόμο πουλιών υποδηλώνει, όχι μόνο την ποιητική του ιδιότητα, αλλά και την καταγωγή του.  

Ποιος είναι ο χώρος του ποιήματος; Ποιες λέξεις του κειμένου τον ορίζουν;

Ο χώρος του ποιήματος είναι κατά κύριο λόγο ο ουρανός στον οποίο εντοπίζεται η αποστολή του ποιητή-ελεγκτή, και κατά δεύτερο λόγο η γη απ’ όπου θα ξεκινήσει την ανοδική του πορεία ο ποιητής. Το γήινο επίπεδο δράσης του ποιητή δεν ορίζεται λεκτικά, προκύπτει ωστόσο ως δεδομένο τόσο κατά την προετοιμασία της αποστολής του, όσο και ως τελικός αποδέκτης του ελέγχου των αστεριών. Ο ποιητής τη στιγμή που σφίγγει τα σκοινιά του εντοπίζεται ακόμη στο χώρο της γης, ενώ η ανάγκη του να βρεθεί στον ουρανό για να ελέγξει τα αστέρια, προκύπτει ως φανέρωμα του χρέους που έχει απέναντι στους συνανθρώπους του. Άρα ο ποιητής ξεκινά την ανοδική του πορεία από τη γη, η οποία θα είναι και ο τελικός αποδέκτης της σημαντικής αποστολής του.

Ο ουρανός από την άλλη πλευρά ως ο κατεξοχήν χώρος δράσης του ποιήματος, έστω και ως πρόθεση, έλκει την προσοχή του ποιητή και ως εκ τούτου καθορίζεται, με τρόπο μάλιστα που να τον καθιστά περισσότερο οικείο στον αναγνώστη. Είναι, λοιπόν, ο ουρανός ένας μπαξές γεμάτος αίμα και λίγο χιόνι∙ ένας κήπος είναι ο ουρανός στον οποίο καθρεφτίζονται τα δεινά των ανθρώπων. Συνάμα είναι και ο χώρος στον οποίο βρίσκονται τα αστέρια, που πρέπει να ελεγχθούν από τον ποιητή, αλλά και ο χώρος στον οποίο κινούνται τα πουλιά, απ’ τα οποία ο ποιητής έχει λάβει την πολύτιμη κληρονομιά του.  

Η ποίηση του Σαχτούρη κινείται σ’ ένα «υπερλογικό» χώρο, σ’ ένα κόσμο παράλογο, όπου κυριαρχεί η τολμηρή φαντασία. Ποιες εικόνες του ποιήματος επιβεβαιώνουν αυτό το χαρακτηριστικό της ποίησής του;

[Η παρομοίωση του ουρανού με μπαξέ που είναι γεμάτος αίμα, η μεταμόρφωση του ποιητή σε πουλί – «μηχανοδηγό» κ.ά.]

Στην ποίηση του Σαχτούρη οι επώδυνες εμπειρίες, οι εφιαλτικές συνθήκες της ιστορικής πραγματικότητας και τα αδιέξοδα των ανθρώπων, μετουσιώνονται σε εικόνες που παραβιάζουν τους κανόνες της λογικής. Ο ποιητής επιλέγει αυτόν τον τρόπο για να δώσει το δύσκολο υλικό που έχει αντλήσει από περιόδους εξαιρετικής σκληρότητας και βιαιότητας. Έτσι, κατορθώνει αφενός να μεταφέρει έστω και αποσπασματικά τα ακραία συμβάντα που έχει βιώσει και αφετέρου να διασώσει την ποιητικότητα του έργου του. Ό,τι θα μπορούσε να έχει αποτελέσει μια σκοτεινή, πλήρως ρεαλιστική αποτύπωση των δεινών που πέρασαν οι Έλληνες στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, τρέπεται στα χέρια του Σαχτούρη σ’ ένα ενδιαφέρον και απαιτητικό ταξίδι σ’ έναν χώρο πάνω από τα όρια της πραγματικότητας, σ’ έναν κόσμο όπου η φαντασία έχει τον κυρίαρχο ρόλο.

Το σύντομο αυτό ποίημα αποτελείται από μόλις τρεις εικόνες που επιβεβαιώνουν ωστόσο την κίνηση του ποιητικού λόγου σ’ έναν υπερλογικό χώρο. Στην πρώτη εικόνα ο ουρανός ορίζεται ως ένας κήπος, ένα περιβόλι γεμάτο με αίμα και λίγο χιόνι. Εμφανής εδώ η αντίθεση ανάμεσα στο κόκκινο χρώμα του αίματος -που αποδίδει με κυριολεκτική σύνδεση προς την πραγματικότητα την πληθώρα των νεκρών- και στο λευκό χρώμα του χιονιού, που λειτουργεί εδώ ως σύμβολο αγνότητας και αισιοδοξίας. Το αίμα είναι η αρνητική έκφανση της πραγματικότητας και με την αφθονία του υποδηλώνει πόσο δύσκολο είναι να κατορθώσει κανείς να περισώσει τους πολίτες από τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας.

Οι νεκροί των τραγικών γεγονότων που έχουν προηγηθεί (2ος παγκόσμιος πόλεμος, γερμανική κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, μετεμφυλιακές διώξεις και εκτελέσεις) έχουν αφήσει ένα διαρκές σημάδι στις ψυχές των επιζώντων. Το αίμα καλείται να αντιμετωπίσει ο ποιητής, όχι επιδιώκοντας τη λησμοσύνη, αλλά θέτοντάς το σε σωστή προοπτική απέναντι στο ελάχιστο μεν, υπαρκτό δε λευκό χρώμα του χιονιού. Το χιόνι, αν και παραπέμπει στο χειμώνα και θυμίζει τους φονικούς χειμώνες των χρόνων της κατοχής, γίνεται αντιληπτό κυρίως μέσω της χρωματικής του αντίθεσης. Είναι το ελάχιστο λευκό -που δεν μπορεί, και δε χρειάζεται ωστόσο, να εκμηδενίσει το κόκκινο του αίματος- με τη διαχείριση του οποίου ο ποιητής θα επιχειρήσει μια εξισορρόπηση. Είναι το αντίβαρο στην άπλετη δυστυχία που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του μπαξέ-ουρανού.    

Στη δεύτερη εικόνα ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του να σφίγγει τα σκοινιά του, έτοιμος να βρεθεί στον ουρανό για να ελέγξει τα αστέρια, κάνοντας μια πτήση προς τον ουρανό. Ενώ στην τρίτη, ως κληρονόμος πουλιών, έχει κι αυτός την ικανότητα -και την υποχρέωση- να πετάει, έστω κι αν τα φτερά του είναι σπασμένα. 

Βασικό γνώρισμα της ποίησης του Σαχτούρη είναι η ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής πραγματικότητας. Ποιες ενδείξεις για την εποχή έχουμε στο ποίημα;

[Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, γενικότερα, απεικονίζει τα προσωπικά βιώματα του ποιητή από τα σκοτεινά μετεμφυλιακά χρόνια. Ο Ελεγκτής ανήκει στην ποιητική συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο που δημοσιεύτηκε το 1958. Σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή παραπέμπουν οι εικόνες του ποιήματος (ο ματωμένος ουρανός, το χιόνι, τα σπασμένα φτερά).]

Παρά το γεγονός πως το ποίημα Ο Ελεγκτής βασίζεται κυρίως σε εικόνες που παραβιάζουν τα όρια της πραγματικότητας, εμπεριέχει ωστόσο τρεις αναφορές που μας βοηθούν να κατανοήσουμε την εποχή στην οποία αναφέρεται. Το αίμα με το οποίο είναι γεμάτος ο ουρανός και το λίγο χιόνι, μας παραπέμπουν στα δύσκολα χρόνια που βίωσε ο ελληνικός λαός ως συνέπεια των γεγονότων της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, και φυσικά της μετεμφυλιακής περιόδου κατά την οποία οι αριστεροί συνέχισαν να γνωρίζουν διώξεις, εκτελέσεις και φυλακίσεις. Το αίμα είναι μια σαφής αναφορά στους νεκρούς των χρόνων αυτών, ενώ το χιόνι φέρνει στη σκέψη τους δύσκολους και φονικούς χειμώνες που έφεραν τους ανθρώπους σε ακόμη πιο δεινή θέση. Συνάμα, τα σπασμένα φτερά του ποιητή υποδηλώνουν τις αρνητικές συνέπειες που είχαν τα γεγονότα αυτά και στον ίδιο. Ο ποιητής έχει βιώσει, μαζί με τους συγκαιρινούς του, τις φρικτές αυτές περιπέτειες της χώρας και φυσικά δεν έχει βγει αλώβητος από αυτές.


Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια [Ενότητα 1η] φύσις & ἔθος

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pete Mcbride

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια [Ενότητα 1η] φύσις & θος

Ποια σχέση έχουν µε τις ηθικές αρετές φύσις και τό θος; Να δώσετε το εννοιολογικό περιεχόµενο των όρων.

Διττς δ τς ρετς οσης, τς μν διανοητικς τς δ θικς, μν διανοητικ τ πλεον κ διδασκαλίας χει κα τν γένεσιν κα τν αξησιν, διόπερ μπειρίας δεται κα χρόνου,  δ’ θικ ξ θους περιγίνεται, θεν κα τονομα σχηκε μικρν παρεκκλνον π το θους. ξ ο κα δλον τι οδεμία τν θικν ρετν φύσει μν γγίνεται˙ οθν γρ τν φύσει ντων λλως θίζεται, οον λίθος φύσει κάτω φερόμενος οκ ν θισθείη νω φέρεσθαι, οδ’ ν μυριάκις ατν θίζ τις νω ιπτν, οδ τ πρ κάτω, οδ’ λλο οδν τν λλως πεφυκότων λλως ν θισθείη. Οτ’ ρα φύσει οτε παρ φύσιν γγίνονται α ρεταί, λλ πεφυκόσι μν μν δέξασθαι ατάς, τελειουμένοις δ δι το θους.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως οι ηθικές αρετές συνιστούν απόρροια του έθους, της συνήθειας δηλαδή, καθώς ο άνθρωπος αποκτά τα επιθυμητά ψυχικά και πνευματικά χαρακτηριστικά μέσω της διαρκούς εφαρμογής των ζητούμενων ποιοτήτων στη συμπεριφορά του. Σε αντίθεση με παλαιότερες αντιλήψεις που συνέδεαν τις κάθε είδους αρετές με την ευγενική και αριστοκρατική καταγωγή (φύσις), ο Αριστοτέλης πρεσβεύει πως η κατάκτηση των ηθικών αρετών επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη συνειδητή προσπάθεια του ατόμου, το οποίο καλείται από νωρίς να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένους τρόπους, ώστε οι τρόποι αυτοί να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και του χαρακτήρα του.

Οι ηθικές αρετές που αποδίδονται απ’ τον φιλόσοφο στο «πιθυμητικόν μέρος της ψυχής, σ’ εκείνο δηλαδή που μετέχει και στο «λόγον χον» και στο «λογον» μέρος, δεν αποκτώνται με τη διδασκαλία, όπως οι διανοητικές, αλλά μέσα από μια επίμονη και χρονοβόρα διαδικασία εθισμού, κατά την οποία το άτομο συνηθίζει να συμπεριφέρεται μ’ έναν ορισμένο τρόπο. Μια διαδικασία τόσο αναγκαία για την απόκτηση του επιδιωκόμενου ήθους, ώστε ο Αριστοτέλης επικαλείται ακόμη και την ετυμολογική σύνδεση των λέξεων ηθικής και έθους, προκειμένου να καταδείξει πληρέστερα τη μεταξύ τους σχέση. Σύμφωνα, άλλωστε, με τις απόψεις των αρχαίων Ελλήνων η ετυμολογική και γλωσσική σχέση ανάμεσα στις λέξεις φανέρωνε και μία βαθύτερη συσχέτιση των σημαινόμενων σε επίπεδο πραγματικότητας. Ορθώς, άλλωστε, ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως η λέξη ηθική προκύπτει από τη λέξη έθος, καθώς το θος αποτελεί συνεσταλμένη βαθμίδα της λέξης θος.

Το θος ως όρος αποδίδει την έννοια της συνήθειας, της έξης, που προκύπτει από τη διαρκή επανάληψη μιας πράξης ή συμπεριφοράς. Εύλογα, επομένως, ο Αριστοτέλης συνδέει το έθος (τη συνήθεια) με τη διαμόρφωση του ήθους και κατ’ επέκταση της ηθικής ενός ατόμου, αφού η επανάληψη μιας συμπεριφοράς (έθος) λειτουργεί ως γενεσιουργό αίτιο για την σταθερότερη πρόσκτηση της αντίστοιχης ηθικής ποιότητας. Η ηθική ιδωμένη υπ’ αυτό το πρίσμα δεν είναι παρά ένα πλέγμα συμπεριφορών και αντιδράσεων, που μπορούν να παγιωθούν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου, μόνο μέσα από τον εθισμό, τη συνήθεια, στις ζητούμενες ενέργειες.

Στον αντίποδα του έθους, και άρα των επίκτητων γνωρισμάτων, βρίσκεται η έννοια της φύσις, της έμφυτης δηλαδή ύπαρξης μιας ιδιότητας στον άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης παρεκκλίνει εδώ από την παλαιότερη πεποίθηση που ήθελε την ευγενική καταγωγή να σηματοδοτεί και την έμφυτη ύπαρξη πλείστων αρετών στο άτομο, τονίζοντας πως η απόκτηση των ηθικών αρετών είναι καθαρά ζήτημα προσωπικής προσπάθειας και εθισμού στις επιζητούμενες αρετές. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεννηθεί κατέχοντας ως φυσικό του γνώρισμα τη δικαιοσύνη, μπορεί ωστόσο να γίνει δίκαιος, αν συνηθίσει να φέρεται κατ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε περίπτωση. Προφανής, βέβαια, η δυσκολία μιας τέτοιας επιδίωξης, καθώς το άτομο προκειμένου να αποκτήσει την επιζητούμενη αρετή οφείλει να εφαρμόζει απαρέγκλιτα την επιθυμητή ποιότητα στη συμπεριφορά του, ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες και τις εκάστοτε περιστάσεις.

Ο Αριστοτέλης, πάντως, προχωρά σε μια πολύ σημαντική διευκρίνιση στο κλείσιμο της ενότητας, επισημαίνοντας πως παρά το γεγονός ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, δεν είναι εντούτοις αντίθετες προς την ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί με τη δυνατότητα να δεχτούν τις ηθικές αρετές και να τις τελειοποιήσουν με τον εθισμό, με το έθος. Προχωρά, έτσι, σε μια συνεργατική σύζευξη των εννοιών της φύσις και του έθους, υπό την έννοια πως οτιδήποτε είναι αντίθετο ή μη συμβατό προς τη φύση δεν μπορεί να εδραιωθεί ως διαρκές γνώρισμα, όσες προσπάθειες εθισμού κι αν γίνουν. Είναι, άρα, σαφές πως εφόσον ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει τις ηθικές αρετές, αυτές δεν είναι αντίθετες ή ασυμβίβαστες με την ανθρώπινη φύση.

Ας προσεχθεί, βέβαια, πως το δυνάμει της ανθρώπινης φύσης δεν σημαίνει ότι οδηγεί κατ’ ανάγκη, εύκολα ή άκοπα στο «τελειουμένοις». Ο άνθρωπος οφείλει να επιδιώξει με αφοσίωση, αποφασιστικότητα και πλήρη αυτοέλεγχο τις ηθικές αρετές.  


Οδυσσέας Ελύτης «Ήλιος ο Πρώτος» XVI

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mike Dawson 

Οδυσσέας Ελύτης «Ήλιος ο Πρώτος» XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.
Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

Το 1943, χρονιά που εκδόθηκε η συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Ήλιος ο Πρώτος», οι Έλληνες δοκιμάζονταν σκληρά από την ανηλεή Γερμανική Κατοχή, γεγονός που καθιστούσε την απελευθέρωση της χώρας ζητούμενο και προσδοκία όλων. Συνάμα, όμως, η ελληνική κοινωνία συγκλονιζόταν κι από μιαν ακόμη διαφαινόμενη ελπίδα, αυτή της πλήρους αναμόρφωσης των πολιτικών και κοινωνικών δομών μέσω της ολοένα ενισχυόμενης κομμουνιστικής ιδεολογίας. Έτσι, το μήνυμα του ποιητή για τον ερχομό της «ωραίας πολιτείας», για τον ερχομό της προσδοκώμενης αλλαγής, ήταν όχι μόνο ευπρόσδεκτο, μα και αναγκαίο, για να ενισχυθεί το κλονισμένο ηθικό των Ελλήνων.
Οι ελπιδοφόροι στίχοι του Ελύτη, βέβαια, ξεπερνούν κατά πολύ τη χρονική συγκυρία και τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν, καθώς η σκέψη πως το όραμα κι οι επιθυμίες των ανθρώπων μπορούν να υλοποιηθούν κάποια στιγμή -Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα- καλύπτει μιαν ανάγκη διαχρονική.

«Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.»

Ο Οδυσσέας Ελύτης, που προσέφερε με το έργο του μια ανατρεπτική θέαση της ποιητικής πραγμάτωσης, γνωρίζει καλά πως κάθε καίρια αλλαγή προκύπτει χάρη σ’ εκείνους που τολμούν να ονειρευτούν και να επιδιώξουν όσα στους άλλους μοιάζουν ουτοπικά ή ακόμη και ανεπιθύμητα. Γνωρίζει πως οι πρωτοπόροι κάθε κοινωνίας, όπως άλλωστε κι οι αγωνιστές, αντιμετωπίζονται από εκείνους που έχουν υποταχθεί στη δύναμη των παγιωμένων καταστάσεων, ως αιθεροβάμονες που επιζητούν ανέφικτες ανατροπές. Γνωρίζει πως μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες για να προκύψει μια επιδιωκόμενη αλλαγή -όσο μικρή ή παράτολμη- είναι να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις κι η πολεμική εκείνων που από φόβο ή δειλία αδυνατούν να δεχτούν τα οφέλη από την ανατροπή όσων μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσαν γι’ αυτούς τη μόνη οικεία πραγματικότητα.
Οι άνθρωποι, επομένως, που διατηρούν την ανεξαρτησία της σκέψης τους και δεν διστάζουν να διεκδικούν ριζικές ή κάποτε και τελείως απαραίτητες βελτιώσεις στη ζωή τους, είναι αναγκασμένοι να δέχονται τα χτυπήματα όχι μόνο εκείνων ενάντια των οποίων αγωνίζονται, μα και μιας μεγάλης μερίδας των συμπολιτών τους, οι οποίοι παρά το γεγονός πως συνυπάρχουν στις ίδιες συνθήκες καταπίεσης, ανέχειας και υποδούλωσης, δεν έχουν το απαραίτητο ηθικό σθένος για να δεχτούν πως η «απελευθέρωση» είναι εφικτή∙ κυρίως γιατί ο δρόμος προς αυτή είναι στρωμένος με δύσκολους αγώνες και σημαντικές απώλειες.
Οι οραματιστές κι οι αγωνιστές, λοιπόν, της κοινωνίας -κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής- χρειάζονται, όχι μόνο την πνευματική εκείνη ελευθερία που θα τους επιτρέψει να διακρίνουν τις δυνατότητες πίσω και πέρα από κάθε εμπόδιο, μα και τη δύναμη να αντέξουν τις αλλεπάλληλες αντιδράσεις, καθώς και τη συνεχή προσπάθεια, μέχρι να δουν το όνειρό τους να υλοποιείται. Κι είναι αυτό το στοιχείο που συγκινεί τον ποιητή απέναντι στους συνανθρώπους του που δεν παύουν να αγωνίζονται.
Μπορεί οι άνθρωποι αυτοί να δίνουν την εντύπωση πως είναι αεροβάτες, που έχουν ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα και άρα ελάχιστα αποθέματα ψυχικής δύναμης, μα η αλήθεια τους είναι τελείως διαφορετική. Είναι σε θέση να οραματίζονται ακριβώς γιατί το όνειρο κι η ελπίδα έχουν σφυρηλατηθεί μέσα τους με πόνο και αγωνία τέτοιας έντασης, ώστε η υπόστασή τους να έχει καταστεί πλέον ακλόνητη. Τα υλικά που συνθέτουν τους ανθρώπους με τα πιο παράτολμα όνειρα, είναι πέτρες, σίδερο, φωτιά και αίμα∙ είναι τα πιο σκληρά και τα πιο σταθερά υλικά, που έχουν πάρει το βάπτισμά τους στην απώλεια, στην απογοήτευση, μα και στην απαντοχή.
Αν στους άλλους μοιάζουν να στερούνται ερεισμάτων λογικής και ηθικής, επειδή έχουν το «θράσος» να διεκδικούν δυσεπίτευκτες αλλαγές∙ αν στους άλλους δίνουν την εντύπωση πως είναι φτιαγμένοι από «σκέτο σύννεφο», επειδή ό,τι αποζητούν μοιάζει επικίνδυνα νεφελώδες και ανυπόστατο, αυτό δεν είναι παρά μια παραπλανητική εντύπωση. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν δομήσει την προσωπικότητα και τη θέλησή τους παλεύοντας για χρόνια αρνήσεις και δυσκολίες. Έχουν νικήσει μέσα τους την αμφισβήτηση χιλιάδες φορές, προτού αποδώσουν φωνή και πράξεις στις προσδοκίες τους.
Μόνο ο Θεός το ξέρει πώς έχουν περάσει τις μέρες και τις νύχτες τους, πόσες φορές έχουν φτάσει στην πλήρη απόγνωση κι έχουν επανακάμψει, πόσες φορές έχουν εγκαταλείψει, μόνο για να γυρίσουν ξανά πιο δυνατοί. Έτσι, εκείνοι που τους λιθοβολούν και τους αποκαλούν αεροβάτες, δεν γνωρίζουν καθόλου πόσο πολύ έχει δοκιμαστεί κι έχει ισχυροποιηθεί μέσα τους η απόφαση να δράσουν και να επιτύχουν το ανέφικτο που επιθυμούν.  

«Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.»

Ο ποιητής με τη χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου στην πρώτη στροφή εντάσσει τον εαυτό του στη χορεία των οραματιστών, που διεκδικούν την αναγέννηση της πολιτείας. Ενώ, στη δεύτερη στροφή, απευθύνει το λόγο σ’ έναν φίλο και ομοϊδεάτη, θέλοντας να παρουσιάσει με μεγαλύτερη έμφαση την αγωνιώδη ψυχική δοκιμασία όσων, όπως κι ο ίδιος, πόθησαν την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης. Μέσα, λοιπόν, από τα λόγια παραμυθίας που ακολουθούν καθίστανται ορατές οι διακυμάνσεις κι οι δοκιμασίες εκείνων που δεν έπαψαν να προσδοκούν και να επιδιώκουν την καλυτέρευση της ζωής και την αποτίναξη των δεσμών.

Συνεχίζοντας ο ποιητής την καταληκτική σκέψη της πρώτης στροφής, πως μόνο ο Θεός ξέρει πως περνούν τις μέρες και τις νύχτες τους, μας δίνει μιαν εικόνα από τα αγωνιώδη ξενύχτια, που συνοδεύουν την απροθυμία παράδοσης στην αδράνεια του συμβιβασμού. Όταν, λοιπόν, η νύχτα ανάβει την ηλεκτρική οδύνη του ανήσυχου ανθρώπου, γίνεται αίφνης ορατό το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται και διακλαδώνεται στην πόλη. Τα νυχτερινά φώτα στα σπίτια εκείνων που ξαγρυπνούν λειτουργούν ως δείκτης εντοπισμού των αδέσμευτων ψυχών∙ των ψυχών που δεν μπορούν να αφεθούν στην εύκολη λήθη του ύπνου.

Άνθρωποι που ξαγρυπνούν με αναμμένα τα φώτα, μα και άνθρωποι που βρίσκονται διαρκώς σε μια στάση ικεσίας, παρακαλώντας τη λευκή -και άρα αγνή- Ιδέα να πραγματωθεί επιτέλους, ανατρέποντας τα δεινά και επιφέροντας μια ουσιαστική αλλαγή στη ζωή τους. Μια ικεσία όμως που διαρκεί χρόνια, καθώς η ζητούμενη αλλαγή, όπως και κάθε πραγματική μετάπλαση της κοινωνίας, δεν μπορεί παρά να χρειάζεται πολύ χρόνο, μέχρι να μπορέσει να υλοποιηθεί. Ιδίως, μάλιστα, όταν η αλλαγή αυτή έρχεται αντιμέτωπη με τα συμφέροντα ανθρώπων, ομάδων και κοινωνικών τάξεων που για χρόνια κρατούσαν τον έλεγχο της πολιτείας.

«Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.»

Κι αν η αναμονή είναι μακρόχρονη και αγωνιώδης, εντούτοις αυτό δε σημαίνει πως η πραγμάτωση της ελπίδας και της προσδοκίας δεν επέρχεται ποτέ. Έτσι, αυτό που ποθείται κι αυτό που συνιστά το όραμα των ανθρώπων, ξυπνά μια μέρα έχοντας λάβει μορφή, έχοντας πραγματοποιηθεί. Εκεί που κάποτε άστραφτε η γυμνή ερημιά∙ εκεί που κάποτε υπήρχαν μόνο αντιξοότητες, χωρίς καμία ένδειξη για τη δυνατότητα επίτευξης της αλλαγής, τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία όπως τη θέλησαν οι άνθρωποι, που ποτέ δεν έπαψαν να πιστεύουν, να αγωνίζονται και να προσπαθούν.
Ο ποιητής καλεί τον φίλο του να τον ακολουθήσει προς την αναγεννημένη πολιτεία, προς την πολιτεία που αποτίναξε όλα εκείνα τα δεσμά των ξένων και των εγχώριων κατακτητών, τα δεσμά των όπλων και των οικονομικών συμφερόντων. Μια πρόσκληση που ενέχει το στοιχείο μιας διττής δικαίωσης, καθώς όχι μόνο θα καταφέρει να δει την πολιτεία για την οποία αγωνίστηκε, μα θα έχει την ευκαιρία να την αντικρίσει νωρίτερα απ’ όλους τους άλλους.  

«Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά
Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!»

Ο ποιητής είναι εκείνος που θα οδηγήσει τον φίλο του στην ωραία πολιτεία, προτού την αποκαλύψει η προσωποποιημένη Αυγή σε όλους τους ανθρώπους. Η Αυγή λαμβάνει εδώ την έννοια του φανερώματος μιας νέας αρχής, μιας νέας εποχής, μακριά από τους εφιάλτες και τους πόνους του παρελθόντος.
Δώσε το χέρι σου, λέει ο ποιητής, προτού μαζευτούν τα πουλιά στους ώμους των ανθρώπων και κελαηδήσουνε την έλευση της νέας εποχής. Εικόνα που μας παραπέμπει βέβαια στον παμψυχισμό της δημοτικής ποίησης, όπου οι ανθρώπινες ιδιότητες αποδίδονταν σε καθετί έμψυχο ή άψυχο.
Τα πουλιά θα κελαηδήσουνε σε όλους πως έρχεται πια και στη δική μας χώρα η παρθένα Ελπίδα, το αισιόδοξο μήνυμα της αλλαγής και της ανανέωσης, που έχει ήδη ηχήσει σε άλλες μακρινές περιοχές∙ έρχεται, ως ανταμοιβή μα και ως κεκτημένο δικαίωμα, ύστερα από τόσα χρόνια προσμονής και αγωνίας.
Πάμε, λοιπόν, καλεί ο ποιητής τον φίλο του, κι ας μας λιθοβολούν κι ας μας αποκαλούν αεροβάτες, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ πόση δύναμη και πόση αντοχή κρύβουμε στην ψυχή μας. Η ελπίδα και το όνειρο ανήκουν, άλλωστε, σ’ εκείνους που έχουν δομήσει το είναι τους με τα ισχυρότερα υλικά. Οι πέτρες, το σίδερο, το αίμα κι η φωτιά συμβολίζουν τις αγωνίες, τις απώλειες, τον πόνο και τους αδιάκοπους αγώνες που έδωσαν οι άνθρωποι αυτοί προκειμένου να μπορούν να τραγουδούν, να ελπίζουν και να ονειρεύονται. Χτίζουν, έτσι, την «ωραία πολιτεία», όχι με ανέξοδα όνειρα, μα με κομμάτια της ψυχής τους που τα θυσίασαν στο όνομα μιας νέας, αναμορφωμένης, ελεύθερης και δικαιότερης κοινωνίας.

Σωτήρης Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό» ως παράλληλο στο «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mike Dawson

Σωτήρης Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό» [απόσπασμα]

«Ευτυχώς που συχνά η μνήμη ανάσερνε και τόπους θαλπωρής με αεράκι και αθώα λογάκια, ξένοιαστα και δροσερά καλοκαίρια, σχεδόν πάντα απ’ την πρώτη νιότη μου. Μια εικόνα δε την επανέφερε συνεχώς με επιμονή.
Είμαι παιδάκι, αρχές καλοκαιριού, και με τ’ αδέρφια μου πηγαίνουμε με το λεωφορείο στο χωριό μας, στη γιαγιά μας. Απόλυτη χαρά και αιθρία είναι η ύπαρξή μας.
Μετά τις πικροδάφνες στο Ξενία τελειώνει η πόλη και το βλέμμα μας ψάχνει με λαχτάρα πέρα στα βουνά του ορίζοντα. Μια φευγαλέα στιγμούλα πριν, ανάμεσα στις πικροδάφνες είδα έναν σκελετό ποδηλάτου. Εν παρόδω, σ’ όλη μου την ζωή όποτε ήθελα έκλεινα τα μάτια και βρισκόμουν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στην απλωσιά προς το χωριό μου.
Το λεωφορείο σταματάει σε μια κωμόπολη. Είμαι στο καφενεδάκι του σταθμού και με νανουρίζουν φωνούλες-καμπανούλες, η προσδοκία του βουνού μου, τα τζιτζίκια.
Ο τοπικός σταθμός των λεωφορείων και το καφενείο μυρίζουν τσίχλα.
Ξάφνου στα τζάμια του καφενείου προβάλλει ένα κοριτσίστικο σοβαρό πρόσωπο και με κοιτάζει με έκδηλη περιέργεια και ταραχή. Η αριστερή μεριά του χείλους της γέρνει λίγο και προσπαθεί με μια αμήχανη γκριμάτσα να την ισορροπήσει.
Μια ελάχιστη γλυκοθυμία γέρνει τα βλέφαρά μου και μόλις τα ξανανοίγω έχει φύγει.
«Άιντε, Έλπι»
«Τώρεγια»* άκουσα την ψιλόηχη φωνούλα της καθώς έτρεχε.
Κελαρυστό ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου. Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια; Η μνήμη, σαν να ήθελε να με βοηθήσει, μου έδειξε ένα άλλο καλοκαιράκι κάπου στις αρχές της ενήλικης ζωής μου.
Είναι μια μικρή θάλασσα, ένα κορίτσι το ίδιο ολόκληρο, μονάχα λιγάκι στοχαστικό και εξεταστικό. Τι να έγιναν εκείνες οι προσεκτικές φωνούλες, εκείνα τα γλυκαπορούντα βλέμματα;
Με το χειμώνα χαθήκαμε. Τότε άρχισαν οι ομιχλώδεις και μακρινές παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες, οι κοινωνικοί νόμοι και τα καθήκοντα να αποκτούν τερατώδη φυσική ισχύ. Αναρωτιέμαι μήπως το βλέμμα του κοριτσιού συνέβαλε σ’ αυτήν την αλλαγή. Οι επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες. Παράδερνα μόνος μου.
Η ανελευθερία που με είχε σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη ανελευθερία. Όποτε επιχειρούσα να παρακούσω, γύριζε τα πάνω κάτω η ζωή μου, σαν να ‘βγαινε ο ήλιος απ’ την δύση. Όμως ούτε είχα την απαραίτητη αδιαφορία για να συστοιχηθώ. Έτσι έγινα μισός, μετέωρος και φοβισμένος. 
Η αγάπη που διπλασιάζει το καλό και μοιράζει το κακό ίσως μου ‘δειχνε τον δρόμο, ίσως όπλιζε τη θέλησή μου με θάρρος, ίσως αφαιρούσε υπακοή και φόβο.
Από κείνον τον χειμώνα και πέρα χειμώνας ήταν η ζωή μου.
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ’ την γη ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος στις στιγμές του παρόντος. Διέφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες.
Ούτε την μουσική απόλαυσα ποτέ τελείως, ούτε τον ήλιο και τα πουλιά της αυγής, ούτε τις δροσιές και τους κάμπους. Πίσω απ’ το λούστρο χαράς μια μόνιμη βαρυθυμία είχε ρίξει βαριά άγκυρα. Ποτέ μετά την εφηβεία δεν ήμουν πραγματικά διαθέσιμος.»

*Τώρεγια: Ελληνοαλβανική λέξη, που αποδίδεται ως «τώρα έρχομαι»

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ’ ευθύς κατόπιν μ’ επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ’ έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”. Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο δάσκαλος”. Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ’ εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
....

Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ’ εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
(Διά την αντιγραφήν)

Η αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά και τη δυστυχία της ωριμότητας, που προβάλλεται εμφατικά στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα», εντοπίζεται και στο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Σαν το λίγο το νερό». Ειδικότερα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ορισμένες βασικές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο κείμενα:

Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια παρουσιάζονται ως η κατεξοχήν περίοδος ευτυχίας τόσο για τον ήρωα του Παπαδιαμάντη «Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής.», όσο και για τον πρωτοπρόσωπο ήρωα του Δημητρίου «Κελαρυστό ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου. Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια;». Η «απόλυτη χαρά και αιθρία», όπως χαρακτηριστικά αποδίδει το κυρίαρχο συναίσθημα των παιδικών χρόνων ο Δημητρίου, πηγάζει προφανώς από την απόλυτη ελευθερία και ξεγνοιασιά εκείνων των χρόνων, καθώς και από την αθωότητα της παιδικής ψυχής, που δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί από τους πειρασμούς και τις ανάγκες της ενήλικης ζωής.

- Στο μεταίχμιο της ενήλικης ζωής (Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα / κάπου στις αρχές της ενήλικης ζωής μου) τοποθετείται για τα κεντρικά πρόσωπα και των δύο κειμένων η εμπειρία εκείνη που λειτούργησε συνάμα ως κορύφωση της ευτυχίας, αλλά και ως πέρασμα στη «δυστυχία» των μετέπειτα χρόνων. Μια εμπειρία, μάλιστα, που ταυτίζεται και για τους δύο με την παρουσία μιας κοπέλας, η οποία δρα αφυπνιστικά για την ερωτική επιθυμία και για τις συναισθηματικές εξαρτήσεις που τη συνοδεύουν.
Αξίζει να προσεχθεί πως η ερωτική γνωριμία τοποθετείται και στις δύο ιστορίες το καλοκαίρι, αφήνοντας ανοιχτή τη συμβολική σύνδεση της θερινής περιόδου με την ευδαιμονία του έρωτα, όπως και αντίστοιχα τη σύνδεση του χειμώνα (Από κείνον τον χειμώνα και πέρα χειμώνας ήταν η ζωή μου) με τη «βαρυθυμία» της ενηλικίωσης.

- Είναι χαρακτηριστικό πως και στα δύο κείμενα τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα παρουσιάζονται να συνδέουν την αλλαγή στη ζωή τους με την ερωτική παρουσία μιας κοπέλας: (Αναρωτιέμαι μήπως το βλέμμα του κοριτσιού συνέβαλε σ’ αυτήν την αλλαγή. / Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός;).
Το ξύπνημα του ερωτικού συναισθήματος -ο πειρασμός στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη- αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια ηλικία όπου η ύπαρξη του άλλου ατόμου -της συντρόφου- λειτουργεί καθοριστικά για την ιεράρχηση των επιδιώξεων και των αποφάσεων. Ο νεαρός βοσκός δεν έχει πια την αθωότητα εκείνη που θα του επέτρεπε να γίνει κληρικός, όπως κι ο ήρωας του μυθιστορήματος αρχίζει να αισθάνεται τις «ομιχλώδεις και μακρινές παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες».

- Σημαντική ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι η σύνδεση της ενήλικης ζωής με την πλήρη έλλειψη ελευθερίας, στοιχείο που επιτείνει τα αρνητικά συναισθήματα και των δύο πρωταγωνιστών: (Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του... / Η ανελευθερία που με είχε σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη ανελευθερία.).
Το πέρασμα στην ενήλικη ζωή σηματοδοτείται συγχρόνως και στα δύο κείμενα αφενός με την απώλεια της αγαπημένης γυναίκας (Με το χειμώνα χαθήκαμε. / Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα...), κι αφετέρου με την πιεστική αύξηση όλων εκείνων των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που καθιστούν τη ζωή των ενηλίκων εξαιρετικά καταπιεστική, αφαιρώντας αίφνης την ελευθερία κινήσεων και την ανεμελιά των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Όπως πολύ εύστοχα το διατυπώνει ο Δημητρίου «Οι επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες.»

- Μια επιμέρους ομοιότητα είναι πως κι οι δύο ήρωες συνδέουν τις πιο ευτυχισμένες τους στιγμές με τον τόπο καταγωγής τους, μακριά από την καταπιεστική ζωή της Αθήνας (σ’ όλη μου την ζωή όποτε ήθελα έκλεινα τα μάτια και βρισκόμουν σ’ εκείνο το λεωφορείο, στην απλωσιά προς το χωριό μου / Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!). Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, παρουσιάζει με πολύ μεγαλύτερη έμφαση την ομορφιά της φύσης και την ευτυχία που αντλεί ο ήρωας από την επαφή του με το φυσικό περιβάλλον του νησιού του. 


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...