David Talley
Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Μίλτος Σαχτούρης «Ο
Ελεγκτής» [υπερλογικό / παράλογο / ρεαλισμός / υπερρεαλισμός / συμβολισμός]
«Έσφιξα τα σκοινιά μου»: Να αναλύσετε
το νοηματικό περιεχόμενο του στίχου.
Ο ποιητής ως ο ελεγκτής των αστεριών
οφείλει να μεταβεί στο χώρο του ουρανού, τρέπεται έτσι σ’ έναν μηχανοδηγό που
ετοιμάζει την πτήση του ή την ανοδική του πορεία προς το ουράνιο στερέωμα. Το
σφίξιμο των σκοινιών που επί της ουσίας υποδηλώνει την αποφασιστικότητα του
ποιητή και την αφοσίωσή του στο χρέος που έχει, αφήνει συνάμα να εννοηθεί πως η
άνοδος στο χώρο των αστεριών θα γίνει με κάποια πτητική μηχανή. Εννοείται,
βέβαια, πως ο ποιητής δεν προχωρά σε κάποια περεταίρω εξήγηση αυτής της πτήσης,
καθώς εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η ρεαλιστική αιτιολόγηση του πώς θα
φτάσει ως τον ουρανό, αλλά η συμβολική σημασία της ανάγκης του να ελέγξει τα
αστέρια.
Η πτήση αυτή, η ανοδική πορεία θα είναι
ριψοκίνδυνη και δύσκολη, μα ο ποιητής δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει
το χρέος του. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που θα ανέβει στον ουρανό για να
ελέγξει τα αστέρια (πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’ αστέρι). Άρα, όταν ο
ποιητής δηλώνει πως έσφιξε τα σκοινιά του, κατέχει την αποφασιστικότητα και την
επίγνωση που του προσφέρει και η προγενέστερη εμπειρία του. Με γενναιότητα και
τόλμη, σαν μηχανοδηγός που θα επιχειρήσει μια εξαιρετικά απαιτητική και
επικίνδυνη αποστολή, ο ποιητής φανερώνει πόσο συνειδητοποιημένος είναι σε σχέση
με την υποχρέωση που έχει απέναντι στους συμπολίτες τους. Έτσι, με ετοιμότητα
και μια διάθεση αυτοθυσίας θα προχωρήσει χωρίς δισταγμό προς την εκπλήρωση του
χρέους που του αναλογεί.
Για ποιο λόγο ο ποιητής αισθάνεται την
ανάγκη να λειτουργήσει ως ελεγκτής; Γιατί νομίζετε ότι έχει «σπασμένα φτερά»;
Κινούμενος στα δύσκολα μετεμφυλιακά
χρόνια κι έχοντας ήδη γνωρίσει τον όλεθρο του εμφυλίου πολέμου, ο ποιητής έχει
πλήρη συναίσθηση του κλίματος που επικρατεί στην ελληνική πολιτεία και του
μίσους που κατευθύνει τις πράξεις πολλών ανθρώπων. Αισθάνεται, λοιπόν, πως
είναι απόλυτα αναγκαίο να έρθουν οι συνάνθρωποί του ξανά σε επαφή με τις αξίες
του παρελθόντος, με την έννοια της αλληλοκατανόησης και της αγάπης, αλλά και με
την ελπίδα ενός καλύτερου και αρμονικότερου μέλλοντος. Κι είναι δικό του χρέος
να κατευθύνει τους ανθρώπους προς τη θέαση αυτών των πραγμάτων, καθώς ο ίδιος,
ως ποιητής, έχει τη δυνατότητα να κινείται σε υψηλότερους χώρους και να απέχει
από τη διάθεση αλληλοσπαραγμού που έχει κατακλύσει τη σκέψη των άλλων ανθρώπων.
Με την αντικειμενικότητα της δικής του κρίσης, με την αποστασιοποίησή του από
τα πάθη που κλονίζουν την ελληνική κοινωνία, είναι αυτός που οφείλει να ελέγξει
το φως των αστεριών, αποκαθιστώντας έτσι την επικοινωνία των ανθρώπων με τον
ουρανό, με τα ιδανικά και τις αρετές που έχει να τους προσφέρει.
Ωστόσο, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής έχει
γνωρίσει βαθιά στην ψυχή του τον πόνο απ’ όλες αυτές τις απώλειες που σημάδεψαν
τα εμπόλεμα χρόνια. Η ικανότητά του να πετά ψηλότερα δε σημαίνει για κανένα
λόγο πως ο ίδιος ξέφυγε αλώβητος από τη δίνη των φρικτών εκείνων γεγονότων.
Έχει πληρώσει το τίμημα, έχει τραυματιστεί ψυχικά κι έχει υποφέρει σωματικά∙
εντούτοις δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει στις εσωτερικές του πληγές. Δεν
σκοπεύει να αφήσει την οδύνη του παρελθόντος να τον εμποδίσει από τη διεκδίκηση
ενός καλύτερου μέλλοντος, από τη διεκδίκηση μιας καλύτερης διαβίωσης για τους
συνανθρώπους του.
Πληγές, άλλωστε, έχουν όλοι οι
συγκαιρινοί του, γι’ αυτό και δυσκολεύονται να αποδεχτούν όσα συνέβησαν και
συνεχίζουν να βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους. Χρέος του ποιητή
είναι να ελέγξει το φως των αστεριών και να αποκαταστήσει την ισορροπία ανάμεσα
στον ουρανό και τη γη, όχι αιτούμενος τη λησμοσύνη των γεγονότων -το παρελθόν
αποτελεί πολύτιμο κομμάτι της ύπαρξης ενός λαού και δεν πρέπει ποτέ να
ξεχνιέται-, αλλά φροντίζοντας ώστε οι άνθρωποι να επανέλθουν στις αξίες του
παρελθόντος, στον αλληλοσεβασμό και στη συγχώρεση, για να μπορέσουν έτσι να
συνεχίσουν την κοινή τους πορεία.
Ποια υπερρεαλιστικά και συμβολιστικά
στοιχεία διακρίνετε στο ποίημα;
Ο υπερρεαλισμός γίνεται αντιληπτός στην
ποιητική σύνθεση του Σαχτούρη μέσα από τις εικόνες που υπερβαίνουν τα όρια της
πραγματικότητας, τη στιχουργική μορφή που διακρίνεται για τον ελεύθερο στίχο,
την απουσία σχεδόν των σημείων στίξης, αλλά και τους μονολεκτικούς στίχους∙ την
τραγικότητα που μεταδίδεται σε ό,τι αφορά την πορεία που ακολουθεί η ζωή των
ανθρώπων.
Στις τρεις εικόνες που συναποτελούν το
ποίημα διακρίνουμε τόσο την υπέρβαση της πραγματικότητας -ο ποιητής ετοιμάζεται
να πετάξει μέχρι τα αστέρια προκειμένου να τα ελέγξει-, όσο και την αίσθηση του
τραγικού -ο ουρανός παρομοιάζεται μ’ έναν μπαξέ που είναι γεμάτος αίμα-. Οι
στίχοι είναι σύντομοι, ακόμη και μονολεκτικοί (Εγώ / πρέπει), με κύριο σκοπό
βέβαια να τονιστεί ιδιαίτερα τόσο η προσωπική συμμετοχή του ίδιου του ποιητή,
όσο και η ευθύνη, το ηθικό χρέος που έχει απέναντι στους άλλους ανθρώπους.
Συνάμα, ο ποιητής φροντίζει να θρυμματίσει τους στίχους του δίνοντάς μας
έτσι το ρυθμό ανάγνωσης κι ενισχύοντας παράλληλα την αίσθηση της βαρύτητας του
μηνύματος, το οποίο διατυπώνεται μέχρι και λέξη - λέξη.
Σύμφωνα με τα κελεύσματα του
υπερρεαλισμού ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην
πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, το
όνειρο και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας
και της ευλογοφάνειας∙ μόνον έτσι θα μπορέσει να αντικρίσει νέους ορίζοντες,
ξεφεύγοντας από τον έλεγχο της λογικής και από τις κάθε είδους προκαταλήψεις,
τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής γραφής
θεωρούνται: η απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική, οι απρόσμενοι
συνδυασμοί λέξεων και οι εντυπωσιακές εικόνες, καθώς και στοιχεία όπως το
όνειρο, το χιούμορ και το παράλογο.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Σαχτούρης
εντάσσεται στους νεοϋπερρεαλιστές, τους υπερρεαλιστές δηλαδή της μεταπολεμικής
γενιάς, οι οποίοι επηρεασμένοι από τη γύρω πραγματικότητα, δε θεωρούν τη γλώσσα
τόσο ως μέσο με το οποίο θα προκαλέσουν έκπληξη, αλλά ως όργανο που θα τους
βοηθήσει να συλλάβουν και να εκφράσουν τις εφιαλτικές καταστάσεις που βιώνουν.
Οι νεοϋπερρεαλιστές κάτω από την επίδραση των δραματικών γεγονότων της εποχής
τους, αποκτούν μια τραγική αίσθηση της ζωής, που στα βαθύτερα συστατικά της
περνά στην ποίησή τους.
Παράλληλα στην ποίηση του Σαχτούρη
εντοπίζουμε και την επίδραση του συμβολισμού, υπό την έννοια πως ο ποιητής
κινείται στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος σε καθαρά συμβολικό επίπεδο. Ο
ελεγκτής, ο ιδιαίτερος αυτός ρόλος του ποιητή, όπως και η εν γένει πράξη του
ελέγχου των αστεριών, δεν μπορούν να εννοηθούν ούτε ως κυριολεκτικές εκφράσεις,
ούτε μόνο ως εκφάνσεις του υπερρεαλισμού. Πρόκειται πρωτίστως για αμιγώς
συμβολικές παραστάσεις του χρέους που έχει ο ποιητής απέναντι στους ανθρώπους
και της ευθύνης του να φροντίσει ώστε να βρουν εκ νέου τον ορθό προσανατολισμό
τους. Αντιστοίχως, συμβολικός είναι ο ρόλος των αστεριών, η παρουσίαση του
ποιητή ως κληρονόμου πουλιών, αλλά και τα σπασμένα του φτερά.
Πώς αντιλαμβάνεσθε το νόημα της φράσης
«κληρονόμος πουλιών»;
Ο ποιητής προσδιορίζει τον εαυτό του ως
κληρονόμο πουλιών, διεκδικώντας έτσι μια διαφοροποίηση ως προς τη φύση του, η
οποία του επιτρέπει να πετά, να βρίσκεται δηλαδή σ’ επαφή με τον ελεύθερο χώρο
του ουρανού. Ο ποιητής έχει έτσι πρόσβαση στο χώρο της ελπίδας και στο χώρο της
αμιγούς πνευματικής ύπαρξης, ο οποίος δεν είναι προσβάσιμος από τους υπόλοιπους
ανθρώπους. Κι είναι, άλλωστε, αυτό το προνόμιο που έχει ο ποιητής να κινείται
στον ουράνιο χώρο, που γεννά την υποχρέωση και το χρέος απέναντι στους συνανθρώπους
του. Η ιδιαίτερη φύση των ποιητών, η διαρκής ενασχόλησή τους με το χώρο της
πνευματικής δημιουργίας κι η επίμονη αναμέτρηση με τον εαυτό τους, με τα
βιώματα και τους προβληματισμούς της εποχής τους, τούς επιτρέπει μια ικανή
εμβάθυνση σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Έτσι, οι ποιητές καθίστανται
προνομιακοί θεατές των ανθρώπινων πραγμάτων και έχουν τη δυνατότητα να
κινούνται ψηλότερα από τους άλλους ανθρώπους.
Σε συμβολικό επίπεδο η κληρονομιά που
λαμβάνει ο ποιητής από τον κόσμο των πουλιών είναι η δυνατότητα να κινείται
απόλυτα ελεύθερος σ’ ένα κόσμο που βρίσκεται πάνω από τα συνήθη δεσμά της
ανθρώπινης υπόστασης. Η σκέψη του ποιητή διατηρεί την ανεξαρτησία της και δεν
επηρεάζεται από το κλίμα εξαρτήσεων και συνενοχής που δεν επιτρέπει στους
συγκαιρινούς του να βρουν τη διέξοδο απ’ τη δύσκολη εμπειρία που βιώνουν. Ο
ποιητής αποκτά έτσι μια πιο αντικειμενική ματιά, καθώς όντας αποστασιοποιημένος
στο χώρο του ουράνιου στερεώματος, δεν βλέπει τα πράγματα υπέρ της μίας ή της
άλλης πλευράς. Αντικρίζει τα προβλήματα της εποχής του στην ολότητά τους και
αναλαμβάνει το καθήκον του να προσφέρει στους συμπολίτες του την οπτική εκείνη
που θα τους βοηθήσει να επιστρέψουν σε μια αρμονικότερη συνύπαρξη. Αδέσμευτος,
ελεύθερος και προνομιακός θεατής ενός ανώτερου κόσμου, ο ποιητής αποκτά χάρη
στην κληρονομιά των πουλιών ένα σημαντικό ρόλο και μια σπουδαία αποστολή.
Ο αυτοπροσδιορισμός του ποιητή ως
κληρονόμου πουλιών μας παραπέμπει επίσης στον πλατωνικό διάλογο «Ίων» όπου ο
φιλόσοφος μέσω του Σωκράτη μιλά για την ιδιαιτερότητα των ποιητών, σχολιάζοντας
πως οι ποιητές δεν δημιουργούν το έργο τους χάρη στη δική τους σκέψη, αλλά
φτάνουν σε αυτό δεχόμενοι τη θεϊκή έμπνευση. Σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο
ποιητής είναι κάτι το κενό, κάτι το ελαφρύ, ένα πετούμενο, αλλά και κάτι το
ιερό (κούφον γαρ χρήμα ποιητής εστιν και πτηνόν και ιερόν…), που δεν μπορεί να
δημιουργήσει αν δεν περιέλθει σε κατάσταση έκστασης, χάνοντας κάθε λογική μέσα
του. Οι ποιητές, κατά τον Σωκράτη, δεν συνθέτουν τα άριστα έργα τους χάρη σε
δική τους ικανότητα, αλλά χάρη σε δύναμη θεϊκή που τους προσφέρει την ανάλογη
έμπνευση. Ο Σαχτούρης, λοιπόν, αξιοποιεί αυτή την πλατωνική ιδέα, καταγράφοντας
ωστόσο τη μέγιστη ευθύνη και το υψηλό χρέος που έχουν οι ποιητές απέναντι στους
ανθρώπους της κοινωνίας τους.
Μια άλλη παράμετρος που θα πρέπει να
ληφθεί υπόψη σχετικά με τη φράση αυτή είναι η ταυτότητα του ποιητή. Ο Μίλτος
Σαχτούρης, Υδραίος στην καταγωγή, ήταν εγγονός του Μιλτιάδη Σαχτούρη,
αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αλλά και δισέγγονος του Γιώργη Σαχτούρη, ο
οποίος είχε λάβει ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821 ως αξιωματικός του
πολεμικού ναυτικού, συμμετέχοντας σε πολλές ναυτικές αναμετρήσεις. Ο ποιητής,
λοιπόν, έχει στενούς δεσμούς με τη θάλασσα και τη ναυτιλία, τόσο μέσω της ίδιας
του της οικογένειας, όσο και μέσω του τόπου καταγωγής του, την περίφημη Ύδρα,
με τους ικανότατους ναυτικούς. Ήταν, μάλιστα, τέτοια η δεινότητα των Υδραίων
ναυτικών ώστε από νωρίς είχαν αποκτήσει ευρύτατη φήμη και αποκαλούνταν απ’ τους
υπόλοιπους Έλληνες «θαλασσοπούλια» (J. L. S. Bartholdy “Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα
1803-1804”
Εκδόσεις Εκάτη). Ο Σαχτούρης, επομένως, όταν αποκαλεί τον εαυτό του κληρονόμο
πουλιών και όταν σχολιάζει πως πρέπει να ελέγξει τα αστέρια, στην
πραγματικότητα κινείται σ’ ένα χώρο πολύ πιο προσωπικό και οικείο απ’ ό,τι
γίνεται αρχικώς αντιληπτό. Ο ποιητής δανείζεται τον έλεγχο των αστεριών από τη
ναυτική παράδοση, ενώ αποκαλώντας τον εαυτό του κληρονόμο πουλιών υποδηλώνει,
όχι μόνο την ποιητική του ιδιότητα, αλλά και την καταγωγή του.
Ποιος είναι ο χώρος του ποιήματος;
Ποιες λέξεις του κειμένου τον ορίζουν;
Ο χώρος του ποιήματος είναι κατά κύριο
λόγο ο ουρανός στον οποίο εντοπίζεται η αποστολή του ποιητή-ελεγκτή, και κατά
δεύτερο λόγο η γη απ’ όπου θα ξεκινήσει την ανοδική του πορεία ο ποιητής. Το
γήινο επίπεδο δράσης του ποιητή δεν ορίζεται λεκτικά, προκύπτει ωστόσο ως
δεδομένο τόσο κατά την προετοιμασία της αποστολής του, όσο και ως τελικός
αποδέκτης του ελέγχου των αστεριών. Ο ποιητής τη στιγμή που σφίγγει τα σκοινιά
του εντοπίζεται ακόμη στο χώρο της γης, ενώ η ανάγκη του να βρεθεί στον ουρανό
για να ελέγξει τα αστέρια, προκύπτει ως φανέρωμα του χρέους που έχει απέναντι
στους συνανθρώπους του. Άρα ο ποιητής ξεκινά την ανοδική του πορεία από τη γη,
η οποία θα είναι και ο τελικός αποδέκτης της σημαντικής αποστολής του.
Ο ουρανός από την άλλη πλευρά ως ο
κατεξοχήν χώρος δράσης του ποιήματος, έστω και ως πρόθεση, έλκει την προσοχή
του ποιητή και ως εκ τούτου καθορίζεται, με τρόπο μάλιστα που να τον καθιστά
περισσότερο οικείο στον αναγνώστη. Είναι, λοιπόν, ο ουρανός ένας μπαξές γεμάτος
αίμα και λίγο χιόνι∙ ένας κήπος είναι ο ουρανός στον οποίο καθρεφτίζονται τα
δεινά των ανθρώπων. Συνάμα είναι και ο χώρος στον οποίο βρίσκονται τα αστέρια,
που πρέπει να ελεγχθούν από τον ποιητή, αλλά και ο χώρος στον οποίο κινούνται
τα πουλιά, απ’ τα οποία ο ποιητής έχει λάβει την πολύτιμη κληρονομιά του.
Η ποίηση του Σαχτούρη κινείται σ’ ένα
«υπερλογικό» χώρο, σ’ ένα κόσμο παράλογο, όπου κυριαρχεί η τολμηρή φαντασία.
Ποιες εικόνες του ποιήματος επιβεβαιώνουν αυτό το χαρακτηριστικό της ποίησής
του;
[Η παρομοίωση του ουρανού με μπαξέ που
είναι γεμάτος αίμα, η μεταμόρφωση του ποιητή σε πουλί – «μηχανοδηγό» κ.ά.]
Στην ποίηση του Σαχτούρη οι επώδυνες
εμπειρίες, οι εφιαλτικές συνθήκες της ιστορικής πραγματικότητας και τα αδιέξοδα
των ανθρώπων, μετουσιώνονται σε εικόνες που παραβιάζουν τους κανόνες της
λογικής. Ο ποιητής επιλέγει αυτόν τον τρόπο για να δώσει το δύσκολο υλικό που
έχει αντλήσει από περιόδους εξαιρετικής σκληρότητας και βιαιότητας. Έτσι,
κατορθώνει αφενός να μεταφέρει έστω και αποσπασματικά τα ακραία συμβάντα που
έχει βιώσει και αφετέρου να διασώσει την ποιητικότητα του έργου του. Ό,τι θα
μπορούσε να έχει αποτελέσει μια σκοτεινή, πλήρως ρεαλιστική αποτύπωση των
δεινών που πέρασαν οι Έλληνες στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, τρέπεται
στα χέρια του Σαχτούρη σ’ ένα ενδιαφέρον και απαιτητικό ταξίδι σ’ έναν χώρο
πάνω από τα όρια της πραγματικότητας, σ’ έναν κόσμο όπου η φαντασία έχει τον
κυρίαρχο ρόλο.
Το σύντομο αυτό ποίημα αποτελείται από
μόλις τρεις εικόνες που επιβεβαιώνουν ωστόσο την κίνηση του ποιητικού λόγου σ’
έναν υπερλογικό χώρο. Στην πρώτη εικόνα ο ουρανός ορίζεται ως ένας κήπος, ένα
περιβόλι γεμάτο με αίμα και λίγο χιόνι. Εμφανής εδώ η αντίθεση ανάμεσα στο κόκκινο
χρώμα του αίματος -που αποδίδει με κυριολεκτική σύνδεση προς την πραγματικότητα
την πληθώρα των νεκρών- και στο λευκό χρώμα του χιονιού, που λειτουργεί εδώ ως
σύμβολο αγνότητας και αισιοδοξίας. Το αίμα είναι η αρνητική έκφανση της
πραγματικότητας και με την αφθονία του υποδηλώνει πόσο δύσκολο είναι να
κατορθώσει κανείς να περισώσει τους πολίτες από τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας.
Οι νεκροί των τραγικών γεγονότων που
έχουν προηγηθεί (2ος παγκόσμιος πόλεμος, γερμανική κατοχή, εμφύλιος πόλεμος,
μετεμφυλιακές διώξεις και εκτελέσεις) έχουν αφήσει ένα διαρκές σημάδι στις
ψυχές των επιζώντων. Το αίμα καλείται να αντιμετωπίσει ο ποιητής, όχι
επιδιώκοντας τη λησμοσύνη, αλλά θέτοντάς το σε σωστή προοπτική απέναντι στο
ελάχιστο μεν, υπαρκτό δε λευκό χρώμα του χιονιού. Το χιόνι, αν και παραπέμπει
στο χειμώνα και θυμίζει τους φονικούς χειμώνες των χρόνων της κατοχής, γίνεται
αντιληπτό κυρίως μέσω της χρωματικής του αντίθεσης. Είναι το ελάχιστο λευκό
-που δεν μπορεί, και δε χρειάζεται ωστόσο, να εκμηδενίσει το κόκκινο του
αίματος- με τη διαχείριση του οποίου ο ποιητής θα επιχειρήσει μια εξισορρόπηση.
Είναι το αντίβαρο στην άπλετη δυστυχία που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του
μπαξέ-ουρανού.
Στη δεύτερη εικόνα ο ποιητής
παρουσιάζει τον εαυτό του να σφίγγει τα σκοινιά του, έτοιμος να βρεθεί στον
ουρανό για να ελέγξει τα αστέρια, κάνοντας μια πτήση προς τον ουρανό. Ενώ στην
τρίτη, ως κληρονόμος πουλιών, έχει κι αυτός την ικανότητα -και την υποχρέωση-
να πετάει, έστω κι αν τα φτερά του είναι σπασμένα.
Βασικό γνώρισμα της ποίησης του
Σαχτούρη είναι η ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής πραγματικότητας. Ποιες
ενδείξεις για την εποχή έχουμε στο ποίημα;
[Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη,
γενικότερα, απεικονίζει τα προσωπικά βιώματα του ποιητή από τα σκοτεινά
μετεμφυλιακά χρόνια. Ο Ελεγκτής ανήκει στην ποιητική συλλογή Τα φάσματα ή η
χαρά στον άλλο δρόμο που δημοσιεύτηκε το 1958. Σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή
παραπέμπουν οι εικόνες του ποιήματος (ο ματωμένος ουρανός, το χιόνι, τα
σπασμένα φτερά).]
Παρά το γεγονός πως το ποίημα Ο
Ελεγκτής βασίζεται κυρίως σε εικόνες που παραβιάζουν τα όρια της
πραγματικότητας, εμπεριέχει ωστόσο τρεις αναφορές που μας βοηθούν να
κατανοήσουμε την εποχή στην οποία αναφέρεται. Το αίμα με το οποίο είναι γεμάτος
ο ουρανός και το λίγο χιόνι, μας παραπέμπουν στα δύσκολα χρόνια που βίωσε ο
ελληνικός λαός ως συνέπεια των γεγονότων της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου που
ακολούθησε, και φυσικά της μετεμφυλιακής περιόδου κατά την οποία οι αριστεροί
συνέχισαν να γνωρίζουν διώξεις, εκτελέσεις και φυλακίσεις. Το αίμα είναι μια
σαφής αναφορά στους νεκρούς των χρόνων αυτών, ενώ το χιόνι φέρνει στη σκέψη
τους δύσκολους και φονικούς χειμώνες που έφεραν τους ανθρώπους σε ακόμη πιο
δεινή θέση. Συνάμα, τα σπασμένα φτερά του ποιητή υποδηλώνουν τις αρνητικές
συνέπειες που είχαν τα γεγονότα αυτά και στον ίδιο. Ο ποιητής έχει βιώσει, μαζί
με τους συγκαιρινούς του, τις φρικτές αυτές περιπέτειες της χώρας και φυσικά
δεν έχει βγει αλώβητος από αυτές.