Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Τεχνολογία

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leon Zernitsky

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Τεχνολογία

Τεχνολογία: Ο τομέας της γνώσης που ασχολείται με την εφαρμοσμένη επιστήμη, τις εφευρέσεις, την ανάπτυξη και πρακτική αξιοποίηση επιστημονικών γνώσεων και μεθόδων, κυρίως στη μηχανική, τη βιομηχανία κ.λπ.
Συνεκδοχικά, το σύνολο των επιτευγμάτων (εφευρέσεων, διαδικασιών, μεθόδων κ.λπ.) που προκύπτουν μέσω της εφαρμογής επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων για πρακτικούς σκοπούς, καθώς και καθένα από τα παραπάνω επιτεύγματα / προϊόντα.
Το σύνολο των τρόπων με τους οποίους μια κοινωνία εξασφαλίζει τα υλικά αγαθά του πολιτισμού της.

«Μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος αγωνίζεται να θεραπεύσει τα δεινά που προκαλεί στο άνθρωπο μια καταπληκτική τεχνική πρόοδος.» Οδυσσέας Ελύτης

Η θετική συνεισφορά της τεχνολογίας
Η τεχνολογία με τη ραγδαία εξέλιξη που έχει γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες έχει επηρεάσει -θετικά, αλλά και αρνητικά- τις περισσότερες εκφάνσεις του καθημερινού βίου, δημιουργώντας πρωτόγνωρα δεδομένα για την περαιτέρω προώθηση της δημιουργικότητας, αλλά και νέες συνθήκες για τους στόχους που θέτουν πλέον οι άνθρωποι. Ειδικότερα:

- Ανανεώνει και βελτιστοποιεί τις συνθήκες εργασίας. Χάρη στην τεχνολογία πολλές πτυχές του εργασιακού βίου έχουν βελτιωθεί σημαντικά, εφόσον έχει μειωθεί κατά πολύ ο χρόνος δραστηριοτήτων που άλλοτε ήταν εξαιρετικά χρονοβόρες, έχει ελαττωθεί ο χειρωνακτικός μόχθος κι έχει επιτευχθεί ένας ιδιαίτερα αποδοτικός καταμερισμός των εργασιών. Αποτέλεσμα αυτών είναι, εύλογα, η αύξηση της παραγωγικότητας και η ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, μιας και το τελικό προϊόν -είτε αυτό είναι υλικό είτε η παροχή κάποιας υπηρεσίας- είναι υψηλότερης ποιότητας, προκύπτει με μικρότερο κόστος και σε συντομότερο χρόνο.
Ιδιαίτερα εμφανής είναι η συνεισφορά της τεχνολογίας στη βιομηχανική παραγωγή, όπου πλέον με την αυτοματοποίηση των εργασιών έχει προκύψει μια θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Αντίστοιχα εντυπωσιακή, εντούτοις, είναι και η βελτίωση της απόδοσης σε τομείς όπου κάποτε κυριαρχούσε η εξαντλητικά χρονοβόρα γραφειοκρατία, ενώ τώρα χάρη στους υπολογιστές συναντά κανείς αποτελεσματική οργάνωση, γοργή αρχειοθέτηση και τάχιστη εξυπηρέτηση.

- Ενισχύει σημαντικά τον τομέα της υγείας. Η τεχνολογική εξέλιξη έχει βρει άριστη εφαρμογή στο χώρο της υγείας επιτρέποντας τη βελτίωση των χειρουργικών επεμβάσεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται πιο αποτελεσματικές, αλλά λιγότερο παρεμβατικές, γεγονός που μειώνει τον αναγκαίο χρόνο ανάρρωσης.
Χάρη στην τεχνολογία, άλλωστε, έχει καταστεί εφικτή η πιο αποτελεσματική αναζήτηση θεραπειών για ποικίλες ασθένειες, προσφέροντας ανακούφιση σε χιλιάδες ασθενείς σε όλο τον κόσμο.

- Βελτιώνει την καθημερινότητα των πολιτών. Η τεχνολογία βρίσκει πλείστες εφαρμογές σε πτυχές της καθημερινότητας προσφέροντας αισθητή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, εφόσον κάθε πιθανή ελάττωση του κόπου ή του απαιτούμενου χρόνου για την εκπλήρωση μιας εργασίας, συνιστά πολύτιμο κέρδος για τους πολίτες. Έτσι, από την παροχή ταχύτερων και ασφαλέστερων μεταφορών, μέχρι την εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας, προκύπτουν πολλαπλά οφέλη για τους πολίτες τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο.

- Αποτελεσματικότερη αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η τεχνολογία επιτρέπει τη με μεγαλύτερη ασφάλεια εξόρυξη ορυκτών πηγών ενέργειας, αλλά και την αξιοποίηση πιο οικολογικών πηγών, όπως είναι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια. Παρέχει, άρα, τη δυνατότητα καλύτερης διαχείρισης των ωφελειών που έχει να προσφέρει το φυσικό περιβάλλον, διασφαλίζοντας συνάμα την καλύτερη προστασία του τόσο με την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όσο και με τη μείωση των ρυπογόνων απόβλητων.

- Διάδοση του πολιτισμού και ενίσχυση του μορφωτικού επιπέδου. Με τη συνδρομή ιδίως του διαδικτύου διασφαλίζεται εύκολη πρόσβαση σε χιλιάδες ψηφιοποιημένα βιβλία, αλλά και σε μια μεγάλη ποικιλία ιστοσελίδων που καθιστούν προσιτό σε όλους τους πολίτες πλούσιο υλικό για κάθε πιθανό θέμα και αντικείμενο. Έτσι, σε αντίθεση με το παρελθόν που η αναζήτηση ενημέρωσης και πληροφοριών περιοριζόταν στις βιβλιοθήκες και τα έντυπα βιβλία, θέτοντας σημαντικά εμπόδια σε πολλούς ανθρώπους, πλέον με μια απλή διαδικτυακή αναζήτηση κάθε πολίτης, όπου κι αν βρίσκεται, μπορεί να αντλεί τις πληροφορίες που χρειάζεται και μπορεί να μελετά ό,τι τον ενδιαφέρει.
Εξίσου προσιτές καθίστανται πλέον και οι διάφορες μορφές τέχνης, εφόσον οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με το έργο οποιουδήποτε δημιουργού μέσα από αντίστοιχες διαδικτυακές σελίδες. Έχουν δημιουργηθεί, επομένως, οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια νέα εποχή στο πλαίσιο της οποίας η γνώση, η τέχνη, οι καινοτόμες ιδέες, αλλά και οι πληροφορίες, βρίσκονται στη διάθεση κάθε πολίτη, χωρίς περιορισμούς.

- Ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Το διαδίκτυο δίνει ελεύθερο βήμα έκφρασης στους πολίτες γεγονός που επιτρέπει την ευκολότερη διάδοση ιδεών και απόψεων, όπως και την έγκαιρη ευαισθητοποίηση σε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα. Πλέον οι πολίτες δεν λαμβάνουν παθητικά μόνο εκείνες τις πληροφορίες κι εκείνες τις ιδέες που τους προσφέρουν τα παραδοσιακά ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο)∙ πλέον μπορούν να εμπλουτίσουν κατά πολύ τις πηγές ενημέρωσής τους και τις πηγές άντλησης νέων ιδεών, διασφαλίζοντας έτσι μια πρωτόγνωρη ελευθερία στη διαμόρφωση των απόψεών τους.

- Αποτελεσματικότερη διαπολιτισμική και διακρατική επικοινωνία. Η δυνατότητα γρήγορων και ασφαλών ταξιδιών, κι ακόμη περισσότερο η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου, προσφέρουν την ευκαιρία μιας συνεχούς και στενής επαφής ανάμεσα στους πολίτες όλων των κρατών. Δημιουργούνται, άρα, οι βάσεις για μια πιο ουσιαστική -σε σχέση με το παρελθόν- γνωριμία ανάμεσα στους διάφορους λαούς και πολιτισμούς, και οι προϋποθέσεις για μια βαθύτερη εδραίωση της ειρήνης και του αλληλοσεβασμού.

Οι αρνητικές πτυχές της τεχνολογίας
Η τεχνολογική ανάπτυξη έχει αλλάξει άρδην τον τρόπο λειτουργίας και σκέψης στη σύγχρονη κοινωνία προσφέροντας ουσιαστικές βελτιώσεις στους περισσότερους τομείς. Εντούτοις, κατά τρόπο σταδιακό αλλά βέβαιο, έρχεται στην επιφάνεια κι ο αρνητικός αντίκτυπος αυτής της προόδου, ο οποίος δεν μπορεί να θεωρηθεί διόλου αμελητέος εφόσον συνοδεύει επί της ουσίας κάθε επιμέρους επίτευγμα και κάθε θετική προσφορά της τεχνολογίας. Ειδικότερα:

- Μόλυνση και υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος: Το γεγονός ότι η τεχνολογία προσφέρει συνδυαστικά τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης άντλησης φυσικών πόρων και τη δυνατότητα πιο εντατικής παραγωγής προϊόντων, έχει ως άμεση και ιδιαιτέρως επιζήμια συνέπεια τη δίχως προηγούμενο εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, αλλά και την εκτεταμένη μόλυνσή του από βιομηχανικούς και άλλους ρύπους.
Με πολύ γρήγορους ρυθμούς η βιομηχανική παραγωγή πέρασε από τη δημιουργία των βασικών και μόνο προϊόντων στη μαζική κατασκευή μιας τεράστιας ποικιλίας υλικών αγαθών που δεν αποσκοπούν στην κάλυψη ουσιαστικών αναγκών, αλλά στη διαρκή ανανέωση του ενδιαφέροντος των αγοραστών. Με όχημα τον ακόρεστο καταναλωτισμό οι αγορές σε όλο τον κόσμο προωθούν χιλιάδες προϊόντα μη άμεσης χρησιμότητας, για την κατασκευή των οποίων δαπανούνται πολύτιμοι και αναντικατάστατοι φυσικοί πόροι.

- Μείωση των θέσεων εργασίας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει επιτρέψει αφενός την αυτοματοποίηση στη βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή κι αφετέρου τη μείωση των γραφειοκρατικών αναγκών, με άμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό των αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό. Οι μηχανές παραγωγής και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν καταστήσει περιττές χιλιάδες θέσεις εργασίας, εφόσον πλέον διαδικασίες που κάποτε απαιτούσαν την ανθρώπινη μεσολάβηση τελούνται πολύ πιο αποτελεσματικά με αυτοματοποιημένο τρόπο.

- Κίνδυνοι από τη δημιουργία όπλων μαζικής καταστροφής. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει αξιοποιηθεί δυστυχώς όχι μόνο για να βελτιώσει τους όρους ζωής αλλά και για να δημιουργήσει πιο αποτελεσματικούς τρόπους αφανισμού της. Τα κράτη στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν την υπεροπλία εκείνη που θα τα καθιστά «ασφαλή» ή υπέρτερα έναντι των υπαρκτών ή πιθανών εχθρών τους, αποζητούν διαρκώς ολοένα και ισχυρότερα οπλικά συστήματα, εξωθώντας την τεχνολογία σε ολέθρια επιτεύγματα. Απόρροια αυτής της συνεχούς διάθεσης εξοπλισμού είναι η δημιουργία ενός κλίματος έντασης που υπονομεύει την ειρήνη και βρίσκει πρόσκαιρη μόνο εξισορρόπηση ακριβώς επειδή υπάρχει η επίγνωση πως και τα αντίπαλα κράτη διαθέτουν ισχυρά όπλα.  
Σημαντικό, άλλωστε, είναι το ζήτημα που εγείρει η δημιουργία πυρηνικών όπλων, τα οποία, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές ανυπολόγιστης έκτασης. Η ύπαρξή τους και μόνο καθιστά σαφή την απουσία μέτρου στην επιθυμία των κρατών να υπερισχύσουν των αντιπάλων τους, εφόσον φαίνεται πως δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η πιθανή καταφυγή σε τέτοιου είδους όπλα.

- Σταθερή ενίσχυση του καταναλωτισμού και του υλικού ευδαιμονισμού. Οι αγορές θέλοντας να αξιοποιήσουν πλήρως τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής προϊόντων προκειμένου να αποκομίσουν τεράστια οικονομικά κέρδη, επιδίωξαν και κατόρθωσαν -μέσω κυρίως της διαφήμισης- να προωθήσουν το καταναλωτικό πρότυπο ζωής. Καλλιεργήθηκε, λοιπόν, στους πολίτες η λανθασμένη εντύπωση πως η προσωπική τους ευδαιμονία, όπως και η επικύρωση της οικονομικής τους επιτυχίας, εξαρτώνται από την κατοχή και κατανάλωση υλικών αγαθών.
Οι πολίτες σπεύδουν να αγοράσουν κάθε νέο προϊόν, έστω κι αν δεν εξυπηρετεί κάποια άμεση ανάγκη τους, μόνο και μόνο για να επιδειχθούν στους άλλους και να νιώσουν την «ευτυχία» εκείνη που τους υπόσχονται τα διαφημιστικά μηνύματα.

- Αίσθημα αλλοτρίωσης από την εργασία. Η αυτοματοποίηση των εργασιών εκείνων που σχετίζονται με την παραγωγή αγαθών προκαλεί ένα έντονο και ψυχοφθόρο συναίσθημα αλλοτρίωσης, εφόσον ο εργαζόμενος καλείται να πραγματοποιεί για ώρες καθημερινά τις ίδιες τυποποιημένες ενέργειες. Χάνεται, έτσι, το αίσθημα της προσωπικής σύνδεσης με το τελικό προϊόν και το μόνο που απομένει είναι η ανία της διαρκούς και μηχανικής επανάληψης.

- Υπονόμευση της ψυχικής υγείας των ατόμων. Η προώθηση του καταναλωτικού προτύπου, που κρίνεται αναγκαία για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης, δημιουργεί ένα πιεστικό αίσθημα ανεκπλήρωτων επιθυμιών στους ανθρώπους, και ιδίως σ’ εκείνους που έχουν περιορισμένα οικονομικά μέσα. Προκύπτει, έτσι, μια οξύμωρη, αλλά εν δυνάμει επικίνδυνη, κατάσταση, καθώς ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού βιώνει έντονα συναισθήματα απελπισίας επειδή ακριβώς δεν μπορεί να αποκτήσει διάφορα υλικά αγαθά, τα οποία, αν και επί της ουσίας είναι περιττά, έχουν εντούτοις ταυτιστεί με βασικές για τους ανθρώπους έννοιες, όπως είναι αυτή της κοινωνικής καταξίωσης, της οικονομικής επιτυχίας, της αποδοχής κ.λπ.
Οι πολίτες καταλήγουν να απαξιώνουν πολύ πιο ουσιαστικά στοιχεία του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η φιλία, η κοινωνική προσφορά και η πνευματική καλλιέργεια, και προσηλώνονται με εμμονή στην απόκτηση χρημάτων και υλικών αγαθών.

- Τα σύγχρονα μέσα μαζικής επικοινωνίας λειτουργούν ως μέσα χειραγώγησης των πολιτών. Παρά το γεγονός ότι το διαδίκτυο έφερε μια πραγματική επανάσταση σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση των ιδεών και των πληροφοριών, εντούτοις οι ισχυροί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες έχουν επενδύσει πολλά στην ολοένα και πιο αποτελεσματική χειραγώγηση των πολιτών. Παραδοσιακά μέσα, όπως είναι πρωτίστως η διαφήμιση, εξελίσσονται διαρκώς με τη συνδρομή της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, ώστε να επηρεάζουν ολοένα και περισσότερο τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις των πολιτών. Αντιστοίχως, στον τομέα της ενημέρωσης είναι σταθερά εμφανής η προσπάθεια ελέγχου του τελικού αποτελέσματος που φτάνει στην πλειονότητα των πολιτών, χωρίς να λείπει και η συστηματική καθοδήγηση της κοινής γνώμης μέσω του διαδικτύου από άτομα και πηγές που υποτιθέμενα λειτουργούν αντικειμενικά και αυτόνομα.

- Ενίσχυση ανισοτήτων. Η τεχνολογική εξέλιξη, αν κι έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πολλαπλά οφέλη, εντούτοις δεν τίθεται πάντοτε στη διάθεση όλων των κρατών κι όλων των πολιτών, με αποτέλεσμα να ενισχύονται ακόμη περισσότερο ήδη υπάρχουσες ανισότητες. Είναι, έτσι, σαφές πως τα πιο αναπτυγμένα κράτη -εκείνα, άλλωστε, που επενδύουν και τα περισσότερα χρήματα στην καινοτομία και την έρευνα- είναι κι εκείνα που αποκομίζουν -κάποτε ακόμη και μονοπωλιακά- τα περισσότερα οφέλη από την εξέλιξη της τεχνολογίας.

Οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, που δεν έχουν πάντοτε τα αναγκαία κεφάλαια για την επιστημονική έρευνα, βρίσκονται σε θέση εξάρτησης απέναντι στις ισχυρότερες χώρες κι εξαναγκάζονται να εισάγουν από αυτές κάθε νέο τεχνολογικό επίτευγμα, επιβαρύνοντας τα οικονομικά τους μεγέθη. Ενώ, μια παρόμοια κατάσταση ανισότητας παρατηρείται κι αν συγκριθεί η δράση των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των μικρότερων εθνικών επιχειρήσεων. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα κεφάλαια να επενδύσουν στην ανανέωση του εξοπλισμού τους, γεγονός που τους δίνει σαφές προβάδισμα έναντι των μικρότερων εταιρειών που δεν έχουν τη δυνατότητα να ακολουθούν τις τεχνολογικές εξελίξεις. 

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μανουήλ Κομνηνός»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Byzantine School

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μανουήλ Κομνηνός»

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.


Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα. 

Η σχέση του Κωνσταντίνου Καβάφη με τη χριστιανική θρησκεία δημιουργεί ποικίλα ερωτήματα, καθώς δεν είναι αρκετά σαφές το αν ο ποιητής είχε αποδεχτεί τη θρησκεία αυτή ή αν διατηρούσε μια απορριπτική στάση απέναντί της. Στην πραγματικότητα, όμως, η αλήθεια μοιάζει να βρίσκεται κάπου στη μέση, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τον τρόπο που προσεγγίζει το θέμα της θρησκείας σε διάφορα ποιήματά του. Μπορούμε, έτσι, να θεωρούμε μάλλον βέβαιο πως ο Καβάφης δεν αποδεχόταν όλες τις πτυχές του χριστιανισμού, και κυρίως αυτές που σχετίζονταν με την ιδιαιτέρως αυστηρή θέαση του σώματος και των με αυτό σχετιζόμενων απολαύσεων. Ο ποιητής φαίνεται πως δεν εκτιμά την επιμονή του χριστιανισμού να καταπιέζει τον άνθρωπο σε ό,τι αφορά τις ερωτικές απολαύσεις και να καταδικάζει το ανθρώπινο σώμα -παρά το κάποτε εκπληκτικό του κάλλος- σε υποδεέστερη θέση έναντι του πνεύματος. Χαρακτηριστική, ως προς αυτό, η τάση του ποιητή να εκθειάζει την ελευθερία που διέκρινε την εθνική θρησκεία στα ζητήματα του ερωτικού βίου∙ ακόμη και στα θέματα εκείνου του ιδιαίτερου ερωτισμού που τόσο συγκινούσε τον ποιητή.
Συνάμα, ο ποιητής δεν εκτιμά καθόλου τις μικροπρέπειες, τη μισαλλοδοξία και το δογματισμό που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των Χριστιανών. Στέκει, έτσι, κριτικά απέναντι στα ηθικά ελαττώματα των μελών μιας θρησκείας που υποτίθεται πως πρεσβεύει την αγάπη, την αποδοχή, το σεβασμό και την ταπεινότητα. Διότι εκείνο που κυρίως αναγνωρίζει ο Καβάφης στο χριστιανισμό είναι η μέριμνα και η έμφαση που δόθηκε στην ηθικότητα των ατόμων∙ ηθικότητα που ο ποιητής, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, δεν τη συνδέει με το ζήτημα του ερωτισμού, αλλά με ό,τι σχετίζεται με τη συμπεριφορά και τη στάση των ατόμων απέναντι στους συνανθρώπους τους.
Ο Καβάφης, λοιπόν, απορρίπτει το συντηρητισμό της χριστιανικής θρησκείας στο θέμα του έρωτα, εφόσον τέτοιου είδους περιορισμοί υποδηλώνουν μη αποδοχή της ανθρώπινης φύσης στην ολότητά της, αλλά εκτιμά τις προσπάθειες για την ώθηση των ανθρώπων σε μια πιο ηθική πορεία, που θα βασίζεται στο σεβασμό και στην εκτίμηση για τους άλλους ανθρώπους.
Η χριστιανική θρησκεία έχει, τέλος, μια πνευματικότητα και μια εσωτερική γαλήνη που συχνά κεντρίζει το ενδιαφέρον του ποιητή και της προσδίδει στα μάτια του μια θετική χροιά. Για έναν άνθρωπο, όπως ήταν ο Καβάφης, που συχνά γνώρισε την οδύνη της εσωτερικής αναταραχής και της διαρκούς μεταμέλειας για επιλογές και πράξεις -έστω κι αν αυτές επιβάλλονταν από την ίδια του τη φύση-, η προοπτική μιας εσωτερικής γαλήνευσης μοιάζει απροσδόκητα θελκτική και ευπρόσδεκτη. 

Το ποίημα

Ιστοριογενές ποίημα. Το πρώτο μέρος του αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα. Ο Μανουήλ πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1180. Ήταν διάσημος για την ανδρεία και τη λαγνεία του. Ο τόνος του δεύτερου μέρους εξαρτάται από το αν δεχόμαστε ή όχι την προσήλωση του Καβάφη στην χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία. Η θεματική τοποθέτηση του ποιήματος ανάμεσα στο «Τα Επικίνδυνα» και το «Στην Εκκλησία» δεν προσφέρει αντικειμενικότερη απάντηση. [Γ. Π. Σαββίδης]

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.

Ο Καβάφης αξιοποιώντας τη διάθεση οικειότητας που προσδίδει η απλούστερη γλωσσική έκφραση μεταδίδει έμμεσα και χωρίς να χρειαστεί να το δηλώσει την αίσθηση εγγύτητας που νιώθει για τα πρόσωπα της Βυζαντινής περιόδου, και ειδικότερα εδώ για τον Μανουήλ Κομνηνό. Η επίμονη μελέτη της ιστορίας, η καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη κι ο θαυμασμός του για την κορύφωση που γνώρισε ο ελληνισμός στα χρόνια του Βυζαντίου, προσφέρουν στον ποιητή κάτι περισσότερο από μιαν απλή γνώση των βυζαντινών πραγμάτων∙ του προσφέρουν μια ιδιότυπη αίσθηση ταύτισης.
Η αναφορά στους πληρωμένους -και άρα αφερέγγυους- αστρολόγους καθιστά εξαρχής σαφές πως η επαφή του αυτοκράτορα με τη χριστιανική θρησκεία δεν είναι πολύ στενή. Ο Μανουήλ φέρνει στη σκέψη του τη χριστιανική πίστη μόνο και μόνο γιατί αισθάνεται έντονα πως πλησιάζει το τέλος του. Αίσθηση που τον ωθεί να αγνοήσει τη «φλυαρία» των αστρολόγων και να αποζητήσει μια βαθύτερη παραμυθία για την εσωτερική του ανησυχία.
Ο ποιητής με το ειρωνικό «εφλυαρούσαν» εκφράζει με σαφήνεια τη γνώμη του για την ανύπαρκτη αξιοπιστία των αστρολόγων, οι οποίοι, ιδίως μπροστά στη βεβαιότητα του αυτοκράτορα για το επικείμενο τέλος του, φανερώνονται απλοί αυλοκόλακες.

Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ενώ, λοιπόν, οι αστρολόγοι της αυλής συνεχίζουν να λένε, ο Μανουήλ θυμάται τις ευλαβικές συνήθειες παλαιότερων ετών, όταν προφανώς δεν τον είχε ακόμη απομακρύνει η έντονη ζωή του από το γαλήνιο περιβάλλον της εκκλησίας. Προστάζει, έτσι, να του φέρουν από τα κελιά των μοναχών εκκλησιαστικά ενδύματα και αισθάνεται βαθιά χαρά, όταν συνειδητοποιεί πως με αυτά αποκτά τη σεμνή όψη ιερέα ή καλόγερου.
Παρόλο που η εικόνα αυτή δεν είναι παρά επιφανειακή και παρά το γεγονός πως τα εκκλησιαστικά ενδύματα δεν θα αρκούσαν για να αποκαταστήσουν τις ποικίλες ασωτίες του αυτοκράτορα, ο ίδιος νιώθει χάρη σε αυτά πως έρχεται πιο κοντά στην πατρώα πίστη κι αυτό τον καθησυχάζει. Τόσο οι πιθανές ενοχές του, όσο και η βέβαιη ανησυχία του μοιάζουν να υποχωρούν μπροστά στην επίγνωση πως έστω και στην ύστατη στιγμή μπορεί να έχει -εξωτερικά τουλάχιστον- την όψη ενός σεμνού ιερέα.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα. 

Ο Καβάφης αναγνωρίζει την παρηγορητική δύναμη της θρησκευτικής πίστης, που κατορθώνει να κατευνάσει την αγωνία του τέλους, προσφέροντας στους ανθρώπους την ελπίδα μιας συνέχειας ή έστω την προσδοκία μιας ομαλής μετάβασης, ενός ήπιου περάσματος στην άλλη πλευρά υπό τη θεϊκή προστασία και μέριμνα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό όφελος που αποκομίζουν οι πιστοί, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα δεν έχουν περάσει τη ζωή τους πλήρως αφοσιωμένοι στη θρησκεία τους. Σαφές ως προς αυτό το ρήμα «ντυμένοι» που χρησιμοποιεί ο ποιητής για την πίστη, προκειμένου να υπενθυμίσει πως ο Μανουήλ αρκέστηκε στο να φορέσει την τελευταία στιγμή τα εκκλησιαστικά ενδύματα, χωρίς να γνωρίζουμε αν ένιωσε αντίστοιχα και κάποια βαθύτερη μεταμέλεια που να τον έφερε πιο κοντά στη χριστιανική του πίστη.
Αν και ο Καβάφης δεν είναι ένας αφοσιωμένος πιστός ή καλύτερα δεν είναι καν πιστός, εντούτοις έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται και να αναγνωρίζει τα θετικά στοιχεία μιας θρησκευτικής πίστης -άρα και της χριστιανικής. Κι εδώ το θετικό είναι προφανές, εφόσον η θρησκεία λειτουργεί ως εναργής παραμυθία για τους φόβους και τις ανησυχίες των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά στο τέλος της ζωής τους.

Μανουήλ Κομνηνός (1122-1180)
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1143-1180), από τους σημαντικότερους της δυναστείας των Κομνηνών. Ο πατέρας του, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄, εκτιμώντας τα προσόντα και τις αρετές του, τον υπέδειξε για να τον διαδεχτεί (1143), αγνοώντας τον πρωτότοκο Αλέξιο.
Ο Μανουήλ κληρονόμησε έναν καλά οργανωμένο στρατό και το δημόσιο ταμείο σε πολύ καλή κατάσταση. Συνεχίζοντας την πολιτική του πατέρα του, αντιμετώπισε με επιτυχία τις επεκτατικές βλέψεις του σουλτανάτου του Ικονίου, ανάγκασε τον κόμη Ραϊμόνδο της Αντιοχείας να δεχτεί τη βυζαντινή επικυριαρχία (1144) και, για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους της Β΄ Σταυροφορίας, που τότε ετοιμαζόταν, προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Γερμανό μονάρχη και ηγέτη της Κορράδο Γ΄, του οποίου παντρεύτηκε τη νύφη -την αδερφή της γυναίκας του- Βέρθα του Σούλτσμπαχ (1146). Ωστόσο, οι κίνδυνοι από τους σταυροφόρους ήταν ουσιαστικοί και ο Μανουήλ κάλεσε σ’ ενίσχυση τα βυζαντινά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στη Συρία. Παράλληλα, για να απομακρύνει τον κίνδυνο, διευκόλυνε το πέρασμα των Λατίνων στην Ανατολή (1147). Την ίδια εποχή τα σύνορα της Αυτοκρατορίας παραβιάστηκαν από τους Νορμανδούς της Σικελίας, οι οποίοι έκαναν επιδρομές στον ελλαδικό χώρο. Κατέλαβαν την Κέρκυρα και λεηλάτησαν την Αθήνα και τη Θήβα, πόλεις όπου ανθούσε η βιοτεχνία, κυρίως η παραγωγή μεταξιού, και το εμπόριο.
Ο Μανουήλ, για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς, ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών, των οποίων ανανέωσε τα προνόμια (1148). Το 1149, με τη βοήθειά τους, ανακατέλαβε την Κέρκυρα, όμως η νορμανδική απειλή ήταν πάντα έντονη και ο Μανουήλ αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στη Δύση. Το 1151 τα βυζαντινά στρατεύματα κατέλαβαν την Αγκώνα αλλά η παρουσία τους στην Ιταλία, πέρα από τους Νορμανδούς, ενόχλησε και τους Βενετούς, που φοβήθηκαν τα επεκτατικά σχέδια του Βυζαντινού αυτοκράτορα (όπως και του αυτοκράτορα της Δύσης Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσσα, που ανέβηκε στο θρόνο το 1152). Το 1154 οι τελευταίοι συμμάχησαν με τους Νορμανδούς και ο Μανουήλ, για να αντισταθμίσει τη συμμαχία αυτή παραχώρησε προνόμια, ανάλογα με αυτά που είχαν οι Βενετοί, στους Γενουάτες και τους Πισσάτες (1155). Λίγο αργότερα ο βυζαντινός στόλος ηττήθηκε στο Βρινδήσιο ενώ οι Βυζαντινοί πράκτορες στάθηκαν ανίκανοι να ξεσηκώσουν εναντίον των Νορμανδών τους πληθυσμούς της Κάτω Ιταλίας. Έτσι, η δυτική πολιτική του Μανουήλ αποδεικνυόταν πολυδάπανη και αναποτελεσματική. Το 1158, ο αυτοκράτορας συνήψε συμφωνία ειρήνης με το βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμο Β΄, που προέβλεπε και ανταλλαγή αιχμαλώτων. Όμως οι εργάτες μεταξιού που είχαν απαχθεί από την Αθήνα και τη Θήβα δεν επέστρεψαν ποτέ στις πόλεις τους και ήταν αυτοί που οργάνωσαν την επεξεργασία μεταξιού στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
Στα Βαλκάνια, ο Μανουήλ επέβαλε την αναγνώριση της βυζαντινής κυριαρχίας στην επαναστατημένη Σερβία (1151) και μετά από πόλεμο αναγνώρισε στο πρόσωπο του μεγάλου ζουπάνου Στέφανου Α΄ Νεμάνια, ο οποίος είχε ενοποιήσει τις σερβικές περιοχές, τον αρχηγό ενός αυτόνομου κράτους (1165). Ανάγκασε επίσης το βασιλιά της Ουγγαρίας Γκέζα Β΄ να αναγνωρίσει την επικυριαρχία της Αυτοκρατορίας (1152-1156) και όταν εκείνος πέθανε (1161), προσπάθησε να υποτάξει, με εκστρατεία, την Ουγγαρία στο Βυζάντιο. Το 1164 η Ουγγαρία υποτάχθηκε, όμως η παρουσία των βυζαντινών στρατευμάτων στη χώρα αυτή εξακολουθούσε να είναι απαραίτητη, γεγονός που καθιστούσε αυτή την επιχείρηση πολυδάπανη. Τελικά, ύστερα από την ανάκληση των βυζαντινών στρατευμάτων δεν έμεινε στο Βυζάντιο παρά μόνο μια περιοχή των Δαλματικών ακτών (1168), σε κατάσταση έκδηλης και αυτή αστάθειας.
Μάταιες επίσης αποδείχθηκαν οι προσπάθειες του Μανουήλ να προσεγγίσει μέσω κηδεστίας τον αυτοκράτορα της Δύσης Φρειδερίκο Β΄ Βαρβαρόσσα, δηλωμένο εχθρό του Βυζαντίου και γι’ αυτό πήρε το μέρος του πάπα Αλεξάνδρου Γ΄ στη διαμάχη του με το δυτικό αυτοκράτορα. Οι συζητήσεις για την ένωση των εκκλησιών άρχισαν το 1166, ενώ το 1167 ο Μανουήλ εγκατέστησε και πάλι φρουρά στην Αγκώνα, και συζήτησε με τον πάπα επίθεση εναντίον του Φρειδερίκου. Αν και όλα αυτά τα σχέδια απέτυχαν, η βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία ανησυχούσε τη Βενετία (παρόλο που είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το Βυζάντιο) και η συμπεριφορά των Βενετών, που ήταν εγκατεστημένοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία γινόταν ολοένα και πιο ανυπόφορη. Το 1171, ο Μανουήλ διέταξε τη σύλληψη των τελευταίων και τη δήμευση των περιουσιών τους, γεγονός που έγινε αφορμή για έναν τετραετή πόλεμο, κατά τον οποίο ο βενετικός στόλος λεηλάτησε τις ακτές της Δαλματίας και της Ελλάδας και αποπειράθηκε να καταλάβει τη Χίο. Εξάλλου, οι Βενετοί έπεισαν τον Φρειδερίκο να πολιορκήσει την Αγκώνα και βοήθησαν το μεγάλο ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια, στην εξέγερσή του για την ανεξαρτησία της Σερβίας. Τέλος, οι Βενετοί συνήψαν συμμαχία με τους Νορμανδούς της Σικελίας. Μπρος στη συνδυασμένη αυτή επίθεση, ο Μανουήλ υποχώρησε και το 1175 ανανέωσε τα προνόμια των Βενετών και αναγκάστηκε να τους αποζημιώσει για τις δημεύσεις.
Στο χώρο της Μικράς Ασίας, το σουλτανάτο του Ικονίου είχε υποχρεωθεί το 1161 να υπογράψει ειρήνη με το Βυζάντιο και μάλιστα το 1162 ο σελτζουκίδης σουλτάνος Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη και δήλωσε υποτέλεια στον Μανουήλ. Ωστόσο, η ειρήνη αυτή απέβαινε προς όφελος των Σελτζούκων, που εμπέδωναν έτσι την παρουσία τους στη Μικρά Ασία. Το 1176 ο Μανουήλ τέθηκε επικεφαλής των στρατευμάτων του πιστεύοντας ότι θα νικούσε εύκολα τους Σελτζούκους. Τα στρατεύματα συναντήθηκαν στο Μυριοκέφαλο το Σεπτέμβριο του χρόνου αυτού και παρά τον ηρωισμό του Μανουήλ, οι Βυζαντινοί υπέστησαν βαρύτατη ήττα. Με δυσκολία ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα υπολείμματα του στρατού του ενώ οι Σελτζούκοι λεηλατούσαν τη σκευή και τον αυτοκρατορικό θησαυρό. Η νίκη αυτή των Σελτζούκων οριστικοποίησε την τουρκική παρουσία στη Μικρά Ασία.
Στη λατινική Ανατολή, ο Μανουήλ επέβαλε την κυριαρχία του και ανάγκασε τον κόμη Αντιοχείας Ρενώ ντε Σατιγιόν να αναγνωρίσει ταπεινά τη βυζαντινή επικυριαρχία. Το 1158 ο αυτοκράτορας έκανε θρίαμβο στην Αντιόχεια ενώ οι Αρμένιοι της Κιλικίας τον αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους. Ο Μανουήλ ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους Λατίνους πρίγκιπες της λατινικής Παλαιστίνης και αναζήτησε ανάμεσα στα μέλη των οικογενειών τους μια δεύτερη σύζυγο. Το 1161 παντρεύτηκε τη Μαρία της Αντιοχείας ενώ το 1169, μαζί με το βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμωρύ Α΄, οργάνωσε μια σταυροφορία κατά της Αιγύπτου.
Η διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας από τον Μανουήλ ήταν περίοδος σχετικής ευημερίας. Αστικά κέντρα, πέρα από την Κωνσταντινούπολη, άκμαζαν και ο Βενιαμίν της Τουδέλας, που επισκέφτηκε την Αυτοκρατορία στη διάρκεια της βασιλείας του, περιγράφει με θαυμασμό την άνθηση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Ο αυτοκράτορας επέβλεπε ο ίδιος προσωπικά και με αυστηρότητα τη διοίκηση και η παροχή δικαιοσύνης γινόταν με φροντίδα και επιείκεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι απαγόρευσε τη συσσώρευση εγγείων αγαθών από τα μοναστήρια, εξασφαλίζοντας τη συντήρηση των μοναχών από το αυτοκρατορικό ταμείο, έτσι ώστε να ενισχύεται η μικρή ιδιοκτησία. Στη διάρκεια της βασιλείας του άκμασαν τα Γράμματα και οι Τέχνες και μια πλειάδα λογίων, όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, οι αδελφοί Μιχαήλ και Νικήτας Χωνιάτης, ο Νικόλαος Μεθώνης, ο Ευθύμιος Μαλάκης, οι Γεώργιος και Δημήτριος Τορνίκης ανέλαβαν υψηλές θέσεις στην κρατική και εκκλησιαστική ιεραρχία. Στην αυλή έζησαν πολλοί λόγιοι, μεταξύ των οποίων και ο Θεόδωρος Πρόδρομος, που για πρώτη φορά καλλιέργησε, επίσημα, τη δημώδη γλώσσα.         
Ο Μανουήλ θαύμαζε τα λατινικά έθιμα και η αυλή του ήταν γεμάτη από Λατίνους, ενώ παιχνίδια και τελετές δυτικής καταγωγής, όπως οι κονταρομαχίες, ήταν σύνηθες θέαμα. Όμως, η παρουσία των Λατίνων ήταν ακόμη πιο έντονη στο εμπόριο. Η πολιτική των ανοιγμάτων στις ιταλικές πόλεις είχε δημιουργήσει πυρήνες λατινικού πληθυσμού, δημιουργώντας, πέρα από τα προβλήματα για τη βυζαντινή οικονομία και ατμόσφαιρα εχθρότητας που προερχόταν από την επαφή δύο διαφορετικών πολιτισμών και διεύρυνε το χάσμα που χώριζε τη λατινική Δύση από την ελληνική Ανατολή.
Η πολιτική του Μανουήλ προς τη Δύση αποδείχτηκε, όπως προαναφέρθηκε, ανεπιτυχής και πολυδάπανη. Για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες δαπάνες για το στρατό, ο Μανουήλ γενίκευσε το θεσμό της «πρόνοιας», παραχωρώντας δημόσια εισοδήματα σε όσους πρόσφεραν στρατιωτική υπηρεσία. Οι αγρότες δεν είχαν πια να κάνουν με τους δημόσιους υπαλλήλους αλλά κατά κάποιο τρόπο γίνονταν υποχείριοι των κατόχων των «προνοιών». Η βασιλεία του Μανουήλ οριοθετεί την αρχή της παρακμής της Αυτοκρατορίας και είναι η περίοδος κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για την επιθετική πολιτική της Δύσης, που κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204. Οπωσδήποτε, για τους Βυζαντινούς των αρχών του 13ου αιώνα ο Μανουήλ ήταν ο τελευταίος μεγάλος αυτοκράτορας και ο θάνατός του σφράγισε μια περίοδο σταθερότητας και ευημερίας, που τη διαδέχτηκε η σύγχυση και η καταστροφή.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Στην Εκκλησία»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Henrieta Maneva

Κωνσταντίνος Καβάφης «Στην Εκκλησία»

Την εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,
τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό —
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό. 

Το ποίημα αυτό με την πολύ προσεκτική διατύπωσή του δεν αποτελεί ομολογία πίστεως του Καβάφη, αλλά πολύ συγκεκριμένη έκφραση εκτίμησης και σεβασμού απέναντι στη γαλήνια, μα και επιβλητική ατμόσφαιρα των ελληνικών εκκλησιών που του θυμίζουν έντονα την ένδοξη για τον ελληνισμό περίοδο του Βυζαντίου. Ο ποιητής, αν και δεν εντάσσει με σαφήνεια τον εαυτό του στους χριστιανούς, έχει εντούτοις μεγάλη αγάπη για την εκκλησία, η οποία συνδυάζει την υποβλητική ατμόσφαιρα ενός χώρου θρησκευτικής λατρείας, με μια διάχυτη αίσθηση μεγαλοπρέπειας.

Την εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,
τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Η πρώτη στροφή βασίζεται κυρίως στην αναφορά εκείνων των στοιχείων ενός χριστιανικού ναού, που συγκινούν ιδιαίτερα τον ποιητή. Η απαρίθμηση ξεκινά με τα εξαπτέρυγα, τα οποία είναι μεταλλικοί συνήθως δίσκοι, που εικονίζουν τα Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες και προσαρμόζονται σε ειδικά κοντάρια, για να περιφέρονται στις θρησκευτικές τελετές, συνοδεύοντας τα Τίμια Δώρα, τον Σταυρό, το Ευαγγέλιο και τις εικόνες στις λιτανείες. Ακολουθεί αναφορά στο ασήμι των σκευών της εκκλησίας, που συνιστά ένδειξη πλούτου και πολυτέλειας∙ στα κηροπήγια και στα φώτα, που ενισχύουν την υποβλητική εικόνα της εκκλησίας∙ στις εικόνες, που συμβάλλουν σημαντικά στην ξεχωριστή αίσθηση που προκαλούν οι χριστιανικοί ναοί στους πιστούς. Η απαρίθμηση κλείνει με τον άμβωνα, το υψηλό βήμα των χριστιανικών ναών, από όπου διαβάζεται το Ευαγγέλιο και εκφωνείται το κήρυγμα.

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·

Ο Καβάφης θέλοντας να τονίσει πως αναφέρεται στην Ορθόδοξη εκκλησία και όχι γενικώς στις χριστιανικές, που περιλαμβάνουν και αυτές των Καθολικών, επιλέγει να προσδιορίσει ειδικότερα την εκκλησία ως εκείνη των Γραικών, δηλαδή των Ελλήνων. Αξίζει, όμως, να προσεχθεί πως χρησιμοποιεί σκοπίμως των όρο Γραικοί, που παραπέμπει αφενός σ’ εκείνη την περίοδο που δεν υπήρχε ακόμη ελληνικό κράτος και αφετέρου συνιστά εύλογο διαχωρισμό από τους εθνικούς Έλληνες που συνήθως αναφέρονται στα ποιήματά του, και υποδηλώνουν τα χρόνια της ειδωλολατρίας και του δωδεκάθεου.
Προσέχουμε, επίσης, πως ο ποιητής φροντίζει να μην εντάξει των εαυτό του σ’ αυτό το σύνολο, των Γραικών, που συνδέεται με την έννοια της εκκλησίας και του χριστιανισμού, όπως θα κάνει στη συνέχεια -της φυλής μας, στον ένδοξό μας...- όταν θα αναφέρεται στις μεγάλες τιμές των χρόνων του Βυζαντίου, ακριβώς διότι δεν επιθυμεί να δώσει την εντύπωση πως αισθάνεται τις εκκλησίες αυτές ως αναπόσπαστο μέρος της δικής του ταυτότητας, όπως τις αντιλαμβάνονται οι υπόλοιποι Έλληνες. Ο Καβάφης, άλλωστε, δεν προσδιορίζει τον εαυτό του ως Χριστιανό, με την αυστηρή έννοια, και ό,τι τον συγκινεί στις Ορθόδοξες εκκλησίες δεν σχετίζεται με τη χριστιανική πίστη, αλλά με συνειρμούς εθνικής καταξίωσης.   

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό —
ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό. 

Μετά την αναφορά στα υλικά αντικείμενα των εκκλησιών που έγινε στην πρώτη στροφή, ο ποιητής περνά σε στοιχεία της τελετουργίας, που δημιουργούν μια ιδιαίτερα κατανυκτική και υποβλητική ατμόσφαιρα στις εκκλησίες. Το χαρακτηριστικό άρωμα από το λιβάνι του θυμιάματος, οι λειτουργικές φωνές του ιερέα και των ψαλτών, που συχνά συνδέονται σε μια αρμονική συμφωνία, η μεγαλοπρέπεια της παρουσίας των ιερέων, που επιτελούν κάθε τους κίνηση ακολουθώντας ένα ρυθμό εξέχουσας σοβαρότητας∙ μα και η γενικότερη εικόνα των ιερέων που μοιάζουν τόσο λαμπροί με τα άμφιά τους, συνιστούν στοιχεία που παραπέμπουν τη σκέψη του ποιητή στις πιο μεγάλες τιμές της φυλής μας, στα ένδοξα χρόνια δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε στενά συνδεθεί με τον Χριστιανισμό.
Ο Καβάφης αναφερόμενος στον ένδοξο Βυζαντινισμό φροντίζει μέσω της κτητικής αντωνυμίας «μας» να εντάξει και τον εαυτό του στην ελληνική φυλή, εφόσον για τον ίδιο, παρόλο που γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η ελληνική του ταυτότητα αποτελεί στοιχείο μεγάλης περηφάνιας και τιμής. Φροντίζει, μάλιστα, με τη συνδρομή της γλώσσας να δηλώσει έμμεσα και την καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί τις Πολίτικες ιδιοτυπίες (τες ευωδίες, τες λειτουργικές φωνές κ.ά.), που τον συνδέουν με την ιστορική αυτή πόλη.

Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, τη γλώσσα παρατηρούμε πως ο ποιητής πέρα από τη δημοτική, χρησιμοποιεί και στοιχεία καθαρεύουσας (εκκλησίαν, κάθε των) προκειμένου να προσδώσει μέσω αυτής ένα πιο επίσημο ύφος, ανάλογο με αυτό των Ορθόδοξων εκκλησιών. 

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δημάρατος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Team Catf

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δημάρατος»

Το θέμα, ο Χαρακτήρ του Δημαράτου,
που τον επρότεινε ο Πορφύριος, εν συνομιλία,
έτσι το εξέφρασεν ο νέος σοφιστής
(σκοπεύοντας, μετά, ρητορικώς να το αναπτύξει).

«Πρώτα του βασιλέως Δαρείου, κ’ έπειτα
του βασιλέως Ξέρξη ο αυλικός·
και τώρα με τον Ξέρξη και το στράτευμά του,
νά επί τέλους θα δικαιωθεί ο Δημάρατος.

»Μεγάλη αδικία τον έγινε.
Ή τ α ν του Aρίστωνος ο υιός. Aναίσχυντα
εδωροδόκησαν οι εχθροί του το μαντείον.
Και δεν τους έφθασε που τον εστέρησαν την βασιλεία,
αλλ’ όταν πια υπέκυψε, και το απεφάσισε
να ζήσει μ’ εγκαρτέρησιν ως ιδιώτης,
έπρεπ’ εμπρός και στον λαό να τον προσβάλουν,
έπρεπε δημοσία να τον ταπεινώσουν στην γιορτή.

»Όθεν τον Ξέρξη με πολύν ζήλον υπηρετεί.
Με τον μεγάλο Περσικό στρατό,
κι αυτός στην Σπάρτη θα ξαναγυρίσει·
και βασιλεύς σαν πριν, πώς θα τον διώξει
αμέσως, πώς θα τον εξευτελίσει
εκείνον τον ραδιούργον Λεωτυχίδη.

»Κ’ η μέρες του περνούν γεμάτες μέριμνα·
να δίδει συμβουλές στους Πέρσας, να τους εξηγεί
το πώς να κάμουν για να κατακτήσουν την Ελλάδα.

»Πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
είν’ έτσι ανιαρές του Δημαράτου η μέρες·
πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
καμιά στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος·
γιατί χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται 
(δεν είναι· δεν το παραδέχεται·
πώς να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του)
όταν τα πράγματα τον δείχνουν φανερά
που οι Έλληνες θα βγούνε νικηταί.» 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης προσεγγίζει με δεξιοτεχνία έναν από τους ιδιαίτερους γρίφους της ιστορίας∙ το αν ο Δημάρατος ήταν προδότης ή όχι; Ο ποιητής εύλογα δεν δίνει σαφή απάντηση, επιλέγει σκοπίμως να αφήσει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης υπήρξε. Εκείνο, άλλωστε, που τίθεται υπό έλεγχο δεν είναι επί της ουσίας οι προθέσεις του Δημάρατου, οι οποίες ούτως ή άλλως δεν μπορούν πια να αποσαφηνιστούν με ασφάλεια, αλλά η τάση των ανθρώπων να προχωρούν σε απόλυτες κρίσεις για τους συνανθρώπους τους, έχοντας ως μόνο δεδομένο μια πράξη ή μια κουβέντα. Οι άνθρωποι, έστω κι αν αναγνωρίζουν στον ίδιο τους τον εαυτό περιστάσεις κατά τις οποίες δεν έχουν μια σαφή θέση, μια συγκεκριμένη στάση, τείνουν εντούτοις να κρίνουν με απόλυτους όρους τους άλλους ανθρώπους.
Μια πράξη, μια λανθασμένη επιλογή, έστω κι αν έγινε υπό την πίεση του θυμού, αρκεί για να ωθήσει τους άλλους ανθρώπους στο σχηματισμό μιας απόλυτης κρίσης με βάση την οποία εξετάζονται όλες οι ακόλουθες πράξεις του συγκεκριμένου ατόμου. Ο Δημάρατος λειτουργεί υπ’ αυτή την έννοια ως ένα ιστορικό παράδειγμα της τάσης των ανθρώπων να παρερμηνεύουν και να καταδικάζουν, χωρίς δεύτερες σκέψεις, τους συνανθρώπους τους. Δέσμιος της εικόνας που έχει σχηματιστεί γι’ αυτόν -ακόμη και αιώνες μετά- κάθε του πράξη και κάθε του επιλογή λαμβάνεται ως ένδειξη προδοσίας, ως ένδειξη της αρνητικής του διάθεσης απέναντι στους Έλληνες.
Είναι, βέβαια, προφανές πως το ποιος ήταν πραγματικά ο Χαρακτήρας του Δημάρατου, δεν μπορεί πλέον να φανερωθεί πέρα από κάθε αμφιβολία. Εκείνα, όμως, που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι αρκετά, καθώς πέρα από τη δεσμευτική, όπως αποδείχθηκε, επιλογή του να προστρέξει στους Πέρσες, που λήφθηκε ενώ βρισκόταν σε έντονη κατάσταση θυμού και απογοήτευσης, στη συνέχεια φάνηκε να βιώνει μια έντονη εσωτερική συγκρουσιακή κατάσταση. Οι απόπειρές του να προειδοποιήσει τους Έλληνες για τα σχέδια των Περσών δείχνουν ίσως πως η αγάπη του για την πατρίδα δεν έπαψε να είναι μέσα του ισχυρή, χωρίς όμως να κατορθώνει να κάμψει την επιθυμία του να εκδικηθεί εκείνους που του στέρησαν τον θρόνο και κατόπιν τον ταπείνωσαν. Συνάμα, όμως, ο Δημάρατος βρισκόμενος στην περσική αυλή δεν είχε τη δυνατότητα να φανερώσει τα πραγματικά του συναισθήματα, εφόσον θα μπορούσε να κινήσει τις υποψίες των Περσών και να στερηθεί έτσι τα πολύτιμα δώρα τους. Το αν, λοιπόν, είχε μετανιώσει για την αρχική του προδοσία και αναγκαζόταν να παίζει το ρόλο που του αποδόθηκε για να μην βρεθεί αντιμέτωπος με την οργή των Περσών ή το αν διατηρούσε αμείωτα εκδικητικά συναισθήματα, φανερώνοντας μόνο κάποιες στιγμές συναισθηματισμού, θα παραμείνει ανεξακρίβωτο.
Ο Καβάφης θέλοντας να παραμείνει αποστασιοποιημένος απέναντι σ’ ένα τόσο δυσεπίλυτο θέμα, και να αφήσει ελεύθερους τους αναγνώστες να κρίνουν οι ίδιοι, επιλέγει να παρουσιάσει την εξέτασή του μέσα από αλλεπάλληλους παραμορφωτικούς καθρέφτες. Έχουμε, έτσι, τη μεγάλη χρονική απόσταση, την παρέμβαση της διδασκαλίας του Πορφύριου, αλλά και τον τελικό ομιλητή, ο οποίος είναι ένας νέος σοφιστής -μαθητής του Πορφύριου-, που μέσα στην απειρία του έχει κάθε περιθώριο να διαπράττει βασικά λάθη. Πρόθεση, άλλωστε, του ποιητή δεν είναι να λύσει το γρίφο του Δημάρατου, αλλά να δείξει πόσο σύνθετες είναι κάθε φορά οι περιστάσεις που διαμορφώνουν τη δράση ενός προσώπου, και πόσο επισφαλής είναι η κάθε προσπάθεια να φωτιστούν τα κίνητρά του, από τη στιγμή που ακόμη και το ίδιο αυτό πρόσωπο βρισκόταν ενδεχομένως σε μια διαρκή πάλη με τον εαυτό του.
Ο Καβάφης αποφεύγει πάντοτε τις απόλυτες κρίσεις και σέβεται αυτό το πολυποίκιλο των παραγόντων που επηρεάζουν τις εκάστοτε επιλογές των ατόμων. Ένας σεβασμός, ωστόσο, που αφήνει περιθώρια παρερμηνείας ακόμη και του ίδιου του ποιητή, που με το να μη θέλει να επιβάλει μια μονοδιάστατη θέαση του ζητήματος και με το να μην καταφεύγει σε μια ξεκάθαρη, αλλά μονόπλευρη τοποθέτηση, μοιάζει να υπεκφεύγει. Χαρακτηριστικοί ως προς αυτή την πιθανή παρανόηση οι ακόλουθοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, από το ποίημα «Παρανοήσεις», που έχουν γραφτεί για τον Καβάφη:

«Αυτά τα διφορούμενά του, αφόρητα∙ μας βάζουν σε δοκιμασία∙
κι ο ίδιος επίσης δοκιμάζεται∙ προδίδεται ολοφάνερα
η ασάφειά του, ο δισταγμός του, η άγνοια, η δειλία του
κι η έλλειψη σταθερών αρχών. Σίγουρα, πάει να μας εμπλέξει
στην ίδια του περιπλοκή.»

Ο Καβάφης, βέβαια, δεν είναι μπλεγμένος ούτε ασαφής, είναι απλώς ικανότερος και διαλλακτικότερος γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, γι’ αυτό και αντιλαμβάνεται πως οποιαδήποτε απόλυτη κρίση για έναν άνθρωπο συνιστά αδικία, εφόσον επιχειρεί τη μονόπλευρη θέαση ενός όντος που δέχεται πολλαπλές επιρροές και κινείται υπό την πίεση πολλών παράλληλων συναισθημάτων και γεγονότων. Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνο καλός ή κακός∙ προδότης ή σύμμαχος∙ ευσπλαχνικός ή ανελέητος. Κάθε άνθρωπος είναι ικανός για οποιαδήποτε συμπεριφορά ή επιλογή που δεν μπορεί εντούτοις να τον χαρακτηρίσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μπορεί μόνο να φανερώσει την ψυχική κατάσταση της δεδομένης στιγμής που τον ώθησε στην εκάστοτε επιλογή.

Δημάρατος (περίπου μέσα 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ)
Βασιλιάς της Σπάρτης (510-491) από τον οίκο των Ευρυπωντιδών, γνωστός κυρίως για την έκπτωσή του από το βασιλικό αξίωμα και τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του βασιλιά των Περσών Ξέρξη. Διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του Αρίστωνα και ήταν συμβασιλέας του Κλεομένη Α΄, που ανήκε στους Αγιάδες, τον ανώτερο από τους δύο βασιλικούς οίκους της Σπάρτης.
Η υπεροχή λόγω καταγωγής του Κλεομένη, αλλά και η ισχυρή προσωπικότητα και η έντονη φιλοδοξία των δύο συμβασιλέων στάθηκαν η ρίζα της αμοιβαίας αντιπάθειάς τους, που γρήγορα εξελίχθηκε σε ανοιχτή έχθρα. Το 506, όταν οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Αττική, ο Δημάρατος αρνήθηκε να συνεργήσει, ανατρέποντας τα σχέδια του Κλεομένη. Και λίγο πριν από την περσική εκστρατεία του 490, όταν ο τελευταίος θέλησε να προλάβει πιθανές εξελίξεις συλλαμβάνοντας τους αρχηγούς των μηδιζόντων στην Αίγινα, ο Δημάρατος τους ειδοποίησε και ματαίωσε την προσπάθειά του.
Ύστερα από αυτό, ο Κλεομένης αποφάσισε να απαλλαγεί από τον αντίπαλο συμβασιλέα και, για να το επιτύχει, επωφελήθηκε από φήμες σχετικές με την καταγωγή του. Σύμφωνα με αυτές, ο πατέρας του Δημάρατου Αρίστων, που δεν είχε αποκτήσει διάδοχο από δύο προηγούμενους γάμους, όταν η τρίτη του γυναίκα γέννησε γιο, είχε δηλώσει ότι δεν μπορεί να είναι αυτός ο πατέρας του νεογέννητου (σχετικά διαδιδόταν ότι πατέρας ήταν ο φίλος του Αρίστωνα Άγητος). Στη συνέχεια πάντως, όχι μόνο τον αναγνώρισε, αλλά και του έδωσε το όνομα «Δημάρατος» («αυτός που ο λαός ευχόταν», δηλαδή να γεννηθεί ο διάδοχος του οίκου του).
Αυτή η παλιά φήμη η σχετική με τη γέννηση του Δημάρατου ήταν αρκετή για τον Κλεομένη. Σε συνεννόηση με τον Λεωτυχίδη, έμμεσο κληρονόμο του οίκου των Ευρυπωντιδών, αμφισβήτησε τη νομιμότητα του βασιλικού αξιώματος του Δημάρατου, ο οποίος, ύστερα από δελφικό χρησμό, καθαιρέθηκε και στη θέση του αναγορεύτηκε ο Λεωτυχίδης. Ο Δημάρατος, αποφασισμένος να εκδικηθεί, κατέφυγε στους Πέρσες και σύντομα κέρδισε την εύνοια του Ξέρξη και υψηλή θέση στην ανακτορική ιεραρχία. Αναφέρεται μάλιστα ότι ήταν παρών, όταν πάρθηκε στα Σούσα η απόφαση για τη μεγάλη εκστρατεία στην Ελλάδα, που τη γνωστοποίησε με μυστικό μήνυμα στους Σπαρτιάτες. Στη συνέχεια, κατά την εκστρατεία του Πέρση βασιλιά στην Ελλάδα, εμφανίζεται ως ο έμπιστος σύμβουλός του που τολμάει να του μιλάει με παρρησία. Όταν ο Ξέρξης, μετά τη διάβαση του Ελλησπόντου, καταμέτρησε τις δυνάμεις του και τον ρώτησε αν οι Έλληνες θα τολμούσαν να του αντισταθούν, ο Δημάρατος προσπάθησε να του εξηγήσει πόσο ισχυρό είναι στους Έλληνες το πνεύμα της ελευθερίας, προκαλώντας τα γέλια των Περσών. Εξίσου αναξιόπιστη κρίθηκε, λίγο πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών, η απάντησή του στον Ξέρξη ότι θα αντιμετωπίσει από την πλευρά των Ελλήνων αντίσταση μέχρις εσχάτων. Αναφέρεται ακόμη ότι συμβούλευσε τον Ξέρξη να καταλάβει τα Κύθηρα, αλλά η συμβουλή του (που θα παρέλυε την αντίσταση των Σπαρτιατών) απορρίφθηκε από τους Πέρσες στρατηγούς.
Όταν ο Ξέρξης επέστρεψε στην Ασία, αντάμειψε το Δημάρατο για τις υπηρεσίες του παραχωρώντας του τρεις πόλεις της Μυσίας, το Πέργαμο, την Τευθρανία και την Αλίσαρνα. Εκεί, στα αιολικά παράλια, ο Δημάρατος δημιούργησε οικογένεια και έζησε την υπόλοιπη ζωή του. Πότε πέθανε δεν είναι γνωστό.
Η ιστορική μοίρα του Δημάρατου καθορίστηκε από τη σύγκρουσή του με τον Κλεομένη. Πριν από αυτή, φαίνεται ότι είχε δείξει σημαντικές ικανότητες. Πάντως, το καίριο για την τελική εκτίμηση ερώτημα είναι αν η προσωπική περιπέτεια τον οδήγησε στην προδοσία ή αν, μέσα οπωσδήποτε στο πλαίσιο της εξάρτησής του από τους Πέρσες, προσπάθησε να βοηθήσει τους Έλληνες. Όσες πληροφορίες παρέχει η προβληματική πηγή του Ηροδότου μπορούν να στηρίξουν και τις δύο απόψεις.

Πορφύριος (Τύρος, 232 – Ρώμη, μεταξύ 301 και 306 μ.Χ.)
Νεοπλατωνικός φιλόσοφος και φιλόλογος, συνεργάτης, βιογράφος, ερμηνευτής και εκδότης των έργων του Πλωτίνου. Σπούδασε στην Αθήνα (πριν από το 263) κοντά στον πλατωνικό φιλόσοφο και φιλόλογο Κάσσιο Λογγίνο, ο οποίος και εξελήννισε το φοινικικό όνομά του Μάλχος (δηλαδή βασιλιάς) σε Πορφύριος (από το χρώματα των βασιλέων, την πορφύρα) και κατόπιν (263-268) στη Ρώμη, κοντά στον κορυφαίο νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο.
Άρρωστος από βαριά μελαγχολία κατά το 268, εμποδίστηκε από το δάσκαλό του να αυτοκτονήσει και ακολουθώντας τη συμβουλή του εγκαταστάθηκε για ένα μεγάλο διάστημα στο Λιλύβαιο της Σικελίας. Σε προχωρημένη ηλικία επέστρεψε στη Ρώμη και ανέλαβε τη διεύθυνση της φιλοσοφικής σχολής, που είχε η ιδρύσει εκεί ο Πλωτίνος.
Το συγγραφικό έργο του Πορφύριου είναι εκτεταμένο και αναφέρεται σε ποικίλα θέματα. Τα σπουδαιότερα από τα σωζόμενα συγγράματά του είναι: Περί αποχής εμψύχων, που αναφέρεται στην αποφυγή κρεοφαγίας και διασώζει πολύτιμα αποσπάσματα από χαμένα φιλοσοφικά έργα, Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών άντρου, που πραγματεύεται μια αλληγορική ερμηνεία του Ομήρου σε σχέση με την προΰπαρξη της ψυχής, Προς Μαρκέλλαν, που απευθύνεται σε επιστολιμαίο ύφος στη γυναίκα του και αποτελεί προτρεπτικό στη φιλοσοφία, Πυθαγόρου βίος, που είναι μέρος μιας Φιλοσόφου ιστορίας, Εισαγωγή εις τας Αριστοτέλους Κατηγορίας, που πραγματεύεται «περί των πέντε φωνών», δηλαδή το «γένος», το «είδος», τη «διαφορά», το «ίδιον» και το «συμβεβηκός», Εις τας Αριστοτέλους Κατηγορίας κατά πεύσιν και απόκρισιν, που περιέχει εξηγήσεις στις αριστοτελικές «Κατηγορίες» με ερωταποκρίσεις, Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού, Υπομνήματα, με εξηγήσεις κειμένων του Πλωτίνου, και Αφορμαί προς τα νοητά, που αναφέρεται σε κεντρικά θέματα της οντολογίας του Πορφύριου. Έχουν χαθεί στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος τους τα ερμηνευτικά υπομνήματα σε πολλά έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, για τα οποία ο Πορφύριος ήταν ο πρώτος νεοπλατωνικός σχολιαστής τους. Τέλος είναι ακόμη γνωστά, ως τίτλοι και αποσπάσματα, δεκάδες έργα, αναφερόμενα κυρίως στους φιλοσοφικούς τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής, αλλά και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, όπως την ιστορία, τη φιλολογία, τη γλώσσα, τη ρητορική, τη μυθολογία, τη θρησκεία, ακόμη και τα μαθηματικά.
Ο Πορφύριος δεν διακρινόταν για τη δημιουργικότητα του πνεύματός του και για των πρωτοτυπία των σκέψεών του, αλλά για τις πλούσιες και στέρεες γνώσεις του, την οξύτητα της κρίσης του και την καθαρότητα του ύφους και του ήθους του. Αυτές οι ιδιότητες, σε συνδυασμό με τη συγκρατημένη στάση του απέναντι στο ενθουσιαστικό και το μυστικιστικό στοιχείο, καθώς και με την αμείλικτη κριτική του στις δεισιδαιμονίες και τις μαγικές πράξεις της εποχής του, χαρακτηρίζουν τον Πορφύριο ως τον πιο νηφάλιο νεοπλατωνικό. Με το χριστιανισμό η αντίθεσή του συνοψίζεται στο έργο του Κατά χριστιανών σε τρία σημεία, δηλαδή στη δημιουργία και τη συντέλεια του κόσμου, την ενανθρώπιση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων. Εξάλλου, τη «θεουργία» της εποχής του δηλαδή την τελετουργική μαγεία, που επικαλείται υπερφυσικές δυνάμεις με σκοπό να τις σαρκώσει σε κάποιο φυσικό σώμα και να τις κρατήσει στην υπηρεσία των ανθρώπων, ο Πορφύριος την αποκρούει με το επιχείρημα ότι η φυσική τάξη των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να διαταραχθεί και ότι το να θέλουν οι άνθρωποι τις υπερφυσικές δυνάμεις στην υπηρεσία τους είναι βλασφημία.
Ακολουθώντας ορθόδοξα την παράδοση της περιπατητικής σχολής, ο Πορφύριος θεώρησε την αριστοτελική λογική ως όργανο των μορφών ή των τύπων, στους οποίους διαμορφώνεται η ανθρώπινη σκέψη, και πέτυχε να επισημάνει στα φιλοσοφικά προβλήματα τις καθαρά λογικές σχέσεις των εννοιών και να διαφωτίσει τη σημασία που προσλαμβάνουν οι ποικίλοι εκφραστικοί τρόποι. Εξάλλου, υπερασπίστηκε τη νέα, στην εποχή του, σκέψη του δασκάλου του Πλωτίνου απέναντι στη συντηρητική ερμηνεία του ακαδημαϊκού πλατωνισμού.
Οι σχέσεις που μπορεί να έχουν μεταξύ τους οι τρεις υποστάσεις του όντος, όπως τις όριζε ο Πλωτίνος, απασχόλησαν πολύ τον Πορφύριο. Έτσι, αυτός κατάλαβε ότι ο δάσκαλός του εκφραζόταν δογματικά, όταν δίδασκε ότι το ον δεν έχει ούτε λιγότερες ούτε περισσότερες από τρεις υποστάσεις, δηλαδή το απόλυτο «εν», τον «νουν» και την «ψυχήν». Γι’ αυτό υποστήριξε ότι το απόλυτο «εν» μπορεί να θεωρηθεί όχι ως «επέκεινα της ουσίας» αλλά ως ταυτόσημο με το νοητό κόσμο και ότι η «ψυχή» είναι και αυτή λογική ουσία, που ανήκει επίσης στο νοητό κόσμο. Μειώνοντας με αυτό τον τρόπο την απόσταση ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές υποστάσεις του όντος, ο Πορφύριος τελικά τείνει να δεχτεί το «νουν» ως μοναδική μεταφυσική αρχή, από την οποία ερμηνεύει όλα τα όντα.
Αφού ο Πορφύριος θεωρούσε την ψυχή ως ενιαία και μονότυπη λογική ουσία, ήταν επόμενο να δεχτεί ότι και η ψυχή των ζώων δεν είναι διαφορετική στη φύση της και ότι ύστερα από το θάνατο του σώματος μπορεί να ξαναρχίσει το έργο της με ένα άλλο σώμα. Με την έννοια της ψυχής, όπως διαμορφώθηκε στη διδασκαλία του, ο Πορφύριος δεν αφήνει περιθώρια για συζήτηση πάνω στο αν η βούληση είναι ελεύθερη, αφού γι’ αυτόν η ψυχή όχι μόνο δεν δεσμεύεται, αλλά ούτε καν επηρεάζεται από τις καταστάσεις του σώματος, θέση η οποία είναι βέβαια θεμελιακή για τη νεοπλατωνική ηθική. Έτσι, ο Πορφύριος θεωρεί χρέος του ανθρώπου να πραγματώσει τη ζωή της ψυχής, γιατί, όπως είχε πει ο Πλωτίνος, η αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου είναι η ψυχή. Σχετικά ο Πορφύριος δίδαξε ακόμη ότι οι αρετές εκφράζουν τον καθαρό βίο της ψυχής στην περιοχή του νοητού κόσμου και χωρίζονται σε πολιτικές, καθαρτικές, ψυχικές και νοητικές, από τις οποίες οι τελευταίες θεωρούνται ανώτερες. Συνεπής με τη θεωρία του, ο Πορφύριος είδε το σκοπό της φιλοσοφίας στη συμπαράστασή της στον άνθρωπο, που επιδιώκει να πραγματώσει τον ηθικό βίο του.  

Το ποίημα

Το θέμα, ο Χαρακτήρ του Δημαράτου,
που τον επρότεινε ο Πορφύριος, εν συνομιλία,
έτσι το εξέφρασεν ο νέος σοφιστής
(σκοπεύοντας, μετά, ρητορικώς να το αναπτύξει).

Συνεπής στη λογική της αποστασιοποίησης που απαλλάσσει την εξέταση του εκάστοτε θέματος από πιθανές συναισθηματικές ή άλλες εμπλοκές που ενέχει η χρονική εγγύτητα, ο Καβάφης τοποθετεί τον έλεγχο της συμπεριφοράς του Δημάρατου οκτώ περίπου αιώνες μετά τη δράση του ιστορικού αυτού προσώπου στο πλαίσιο ενός σοφιστικού μαθήματος. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος, που ασχολήθηκε συστηματικά με θέματα ηθικής και ψυχολογίας, προτείνει το θέμα του Χαρακτήρα του Δημάρατου ως άσκηση σ’ έναν μαθητή του, που καλείται να το αναπτύξει διεξοδικώς.
Μιας και οι ποικίλες προεκτάσεις του θέματος είναι πολλές, ο νέος σοφιστής θα προχωρήσει πρώτα σε μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας και της προσωπικότητας του Δημάρατου -παρουσίαση που συμπίπτει ουσιαστικά με τα όρια του ποιήματος- αφήνοντας για αργότερα τη διεξοδικότερη ρητορική του ανάπτυξη.
Ο χαρακτήρας του Δημάρατου, λοιπόν, θα αποτελέσει θέμα εξέτασης οκτώ αιώνες μετά το τέλος της ζωής του, οπότε και οι πιθανότητες να βρεθούν στοιχεία που να φωτίζουν επακριβώς τις σκέψεις και τα κίνητρά του έχουν πια εκμηδενιστεί, ενώ η εξέταση αυτή θα γίνει από έναν σπουδαστή, γεγονός που επιτρέπει περιθώρια παρερμηνείας ή ελλιπούς κατανόησης των προθέσεων του ιστορικού προσώπου. Κι αν αυτά τα μέσα αποστασιοποίηση δεν φαίνονται αρκετά, ο ποιητής εντάσσει ένα ακόμη φίλτρο, αυτό του Πορφύριου, που είναι ο δάσκαλος του νέου σοφιστή. Η ενασχόληση του Πορφύριου με το έργο του Πλάτωνα και με τα ζητήματα της ηθικής, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που επηρεάζει τον τρόπο προσέγγισης της στάσης του Δημάρατου.
Τα τόσα επίπεδα αποστασιοποίησης υποδηλώνουν με σαφήνεια πως πρόθεση του ποιητή δεν είναι σαφώς να εξεταστεί η συμπεριφορά του Δημάρατου, ούτε η εξαγωγή κάποιου συγκεκριμένου συμπεράσματος γι’ αυτόν. Ζητούμενο είναι να τονιστεί πόσο σχετική είναι η κρίση μας για τα άλλα πρόσωπα, και ιδίως τα ιστορικά, αφού η γνώση μας γι’ αυτά περιορίζεται σε εξωτερικά φανερώματα της συμπεριφοράς τους και όχι σε πραγματική επαφή με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, που θα έδιναν προφανώς μια πιο καθαρή εικόνα για τα κίνητρα και τις προθέσεις τους. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, περιθώρια για απόλυτες κρίσεις και απόψεις για τα ιστορικά πρόσωπα, όπως δεν υπάρχουν συχνά ούτε για τα πρόσωπα με τα οποία έχουμε μια πιο άμεση επαφή.

«Πρώτα του βασιλέως Δαρείου, κ’ έπειτα
του βασιλέως Ξέρξη ο αυλικός·
και τώρα με τον Ξέρξη και το στράτευμά του,
νά επί τέλους θα δικαιωθεί ο Δημάρατος.

Ο νεαρός σπουδαστής ξεκινά την παρουσίασή του από ένα προχωρημένο σημείο της ιστορίας του Δημάρατου, λίγο πριν, δηλαδή, από την εκστρατεία του Ξέρξη, οπότε και η εκδίκηση που θέλησε ο Δημάρατος, και άρα η δικαίωσή του, είναι έτοιμη να προκύψει. Η διάθεση εκδίκησης του Δημάρατου λαμβάνεται ως δεδομένη, ακριβώς εξαιτίας της παρουσίας του πρώην σπαρτιάτη βασιλιά κοντά στον Ξέρξη, αλλά και εξαιτίας όσων συνέβησαν εις βάρος του, που θα αναφερθούν αμέσως μετά, και τον εξώθησαν σ’ αυτή τη -φαινομενικά τουλάχιστον- προδοτική συμπεριφορά.

»Μεγάλη αδικία τον έγινε.
Ή τ α ν του Aρίστωνος ο υιός. Aναίσχυντα
εδωροδόκησαν οι εχθροί του το μαντείον.
Και δεν τους έφθασε που τον εστέρησαν την βασιλεία,
αλλ’ όταν πια υπέκυψε, και το απεφάσισε
να ζήσει μ’ εγκαρτέρησιν ως ιδιώτης,
έπρεπ’ εμπρός και στον λαό να τον προσβάλουν,
έπρεπε δημοσία να τον ταπεινώσουν στην γιορτή.

Στο πλαίσιο της παρουσίασής του ο νέος σοφιστής λαμβάνει ως δεδομένα δύο ακόμη στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να τεθούν υπό αμφισβήτηση, αλλά πρέπει να ληφθούν ως αληθινά, εφόσον ως τέτοια τα βίωση ο ίδιος ο Δημάρατος. Το βασικότερο είναι πως υπήρξε πράγματι γιος του Αρίστωνα∙ αυτό, μάλιστα, το τονίζει ιδιαίτερα ο ποιητής με την αραιή γραφή του ρήματος ήταν, το οποίο έχει το χαρακτήρα οριστικής διαπίστωσης επί του θέματος. Ενώ το δεύτερο είναι πως οι εχθροί του δωροδόκησαν το μαντείο προκειμένου να δώσει το χρησμό που τους εξυπηρετούσε. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ο χρησμός δόθηκε χωρίς παρέμβαση του Κλεομένη, αλλά μοιάζει απίθανο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εφόσον είναι εκείνος που κίνησε όλη αυτή τη διαδικασία ακριβώς προκειμένου να ξεφορτωθεί το Δημάρατο.
Η επιμονή του Κλεομένη και του Λεωτυχίδη να στερήσουν το Δημάρατο από μια θέση που του ανήκε δικαιωματικά, προκαλεί το πρώτο σημαντικό επίπεδο των γεγονότων που καθόρισαν τη μελλοντική του συμπεριφορά και τη διάθεσή του να επιδιώξει την εκδίκηση και την πιθανή τιμωρία των εχθρών του. Εντούτοις, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις ιστορικές πηγές, ο Δημάρατος ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την εξέλιξη αυτή και να ζήσει ως απλός ιδιώτης, κι ήταν η μνησίκακη συμπεριφορά του Λεωτυχίδη που θέλησε να τον εξευτελίσει περιπαίζοντάς τον μπροστά στους πολίτες για το γεγονός πως δεν ήταν πια βασιλιάς και πως είχε ξεπέσει, που αποτέλεσε το χαριστικό χτύπημα στην ψυχολογία του.
Μετά τη δημόσια ταπείνωσή του ο Δημάρατος δεν μπορούσε πια να δεχτεί μήτε την απώλεια της βασιλικής εξουσίας μήτε τη χαιρεκακία του Λεωτυχίδη. Έτσι, η έλλειψη μέτρου από τη μεριά του αντιπάλου του, που δεν αρκέστηκε στο να τον καθαιρέσει, αλλά θέλησε και να τον εξευτελίσει, λειτούργησε ως το στοιχείο εκείνο που εξώθησε τον Δημάρατο στα άκρα, και στην προδοσία.
Ας προσεχθεί πως κατά την παρουσίασή του ο νέος σοφιστής δείχνεται ιδιαίτερα ευνοϊκός απέναντι στον Δημάρατο, εφόσον αναγνωρίζει πως του έγινε μεγάλη αδικία, πως ήταν πράγματι γιος του Αρίστωνα και πως ήταν αρχικά πρόθυμος να ζήσει ως απλός ιδιώτης, φανερώνοντας μεγάλη στωικότητα και καρτερικότητα απέναντι στην αδικία που υπέστη. 

»Όθεν τον Ξέρξη με πολύν ζήλον υπηρετεί.
Με τον μεγάλο Περσικό στρατό,
κι αυτός στην Σπάρτη θα ξαναγυρίσει·
και βασιλεύς σαν πριν, πώς θα τον διώξει
αμέσως, πώς θα τον εξευτελίσει
εκείνον τον ραδιούργον Λεωτυχίδη.

Μετά την προσβλητική συμπεριφορά του Λεωτυχίδη ο Δημάρατος βρίσκεται -δικαιολογημένα κατά την άποψη του νέου σοφιστή- στην αυλή του Ξέρξη και τον υπηρετεί με ζήλο, προκειμένου να πάρει πίσω το θρόνο του και προκειμένου να του δοθεί η ευκαιρία να εξευτελίσει με τη σειρά του τον ραδιούργο Λεωτυχίδη. Η διαπίστωση του νεαρού σπουδαστή πως ο Δημάρατος υπηρετεί με ζήλο τον Ξέρξη, φανερώνει πως ο νέος έχει στη σκέψη του δικαιολογήσει ήδη τη στάση του Σπαρτιάτη βασιλιά, χωρίς να απασχολείται με τα περιστατικά εκείνα που για πολλούς ήταν ενδείξεις πως ο Δημάρατος δεν ήταν ούτε απόλυτα αφοσιωμένος στον Ξέρξη, ούτε πρόθυμος να πάρει εκδίκηση με κάθε κόστος.

»Κ’ η μέρες του περνούν γεμάτες μέριμνα·
να δίδει συμβουλές στους Πέρσας, να τους εξηγεί
το πώς να κάμουν για να κατακτήσουν την Ελλάδα.

Ο Δημάρατος παρουσιάζεται απόλυτα δοσμένος στην προσπάθειά του να βοηθήσει τους Πέρσες στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν την Ελλάδα. Μια προσέγγιση που μάλλον αδικεί τον πρώην βασιλιά, αφού παραγνωρίζει τις προφανείς εσωτερικές του παλινωδίες και τις απόπειρές του να προειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες. Όσος κι αν ήταν ο θυμός του Δημάρατου, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είχε χάσει σε τέτοιο βαθμό την αγάπη του για την πατρίδα του, ώστε να μην διστάζει και να μην ανησυχεί μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ολοκληρωτικής ήττας των Ελλήνων.
Η εσωτερική αυτή πάλη του Δημάρατου, για την οποία υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις, μπαίνει τελείως στο περιθώριο από τον νεαρό σοφιστή, ο οποίος προτιμά να βλέπει τον Δημάρατο μονόπλευρα ως έναν άνθρωπο που είναι πλήρως αφοσιωμένος στον στόχο του να πάρει εκδίκηση.

»Πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
είν’ έτσι ανιαρές του Δημαράτου η μέρες·
πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο
καμιά στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος·
γιατί χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται 
(δεν είναι· δεν το παραδέχεται·
πώς να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του)
όταν τα πράγματα τον δείχνουν φανερά
που οι Έλληνες θα βγούνε νικηταί.» 

Κι ενώ στην αρχή της παρουσίασής του ο νέος σοφιστής παρουσιάζει τον Δημάρατο έτοιμο να δικαιωθεί, έτοιμο να λάβει την πολυπόθητη εκδίκηση, στην τελική στροφή του ποιήματος, και υπό το βάρος της επερχόμενης ήττας του Ξέρξη, το κλίμα αλλάζει. Ο Δημάρατος εμφανίζεται να περνά τις μέρες του απασχολούμενος διαρκώς και σε επίπεδο μονομανίας με το πώς θα διασφαλίσει τη νίκη των Περσών -διαπίστωση που μοιάζει να ακυρώνεται μέσα στην υπερβολή της. Μια κατάσταση που στερεί κάθε στιγμή χαράς και ηρεμίας από τη ζωή του Δημάρατου, που δεν φαίνεται να έχει άλλη σκέψη η ανησυχία πέρα από το να εκδικηθεί τους Έλληνες.
Ο Δημάρατος, άλλωστε, μπροστά στην προφανή πια έκβαση του πολέμου, όπου είναι σαφές πως οι Έλληνες θα νικήσουν, δεν αισθάνεται πλέον καμία χαρά, διότι όπως σχολιάζεται στους παρενθετικούς στίχους δεν είναι -δεν μπορεί να είναι- χαρά αυτό που αισθάνεται∙ αντιθέτως είναι κορύφωση της δυστυχίας του, εφόσον η έκβαση της αναμέτρησης βρίσκει τους Έλληνες νικητές.
Εύλογα, αυτοί οι καταληκτικοί στίχοι και ιδίως οι παρενθετικοί, φανερώνουν όλη τη μαεστρία του Καβάφη, και όλη τη διάσταση ανάμεσα στο ποια είναι τα πραγματικά συναισθήματα του Δημάρατου και στο ποια είναι τα συναισθήματα που αναμένονται από αυτόν. Ο Δημάρατος, που όσο κι αν θέλησε να πάρει πίσω τη θέση του, κι όσο κι αν θέλησε να εκδικηθεί τους εχθρούς του, πολύ δύσκολα θα έφτανε στο σημείο να αποζητά την καταστροφή όλων των Ελλήνων, βιώνει με έντονο τρόπο την ήττα των Περσών, καθώς ενώ μέσα του αισθάνεται ανακούφιση και χαρά -ειλικρινή χαρά- για τη νίκη των Ελλήνων, δεν μπορεί ωστόσο να εκφράσει ένα τέτοιο συναίσθημα, εφόσον βρίσκεται πλάι στον Ξέρξη, πλάι στον αντίπαλο των ομοεθνών του. Έτσι, ο Δημάρατος είναι εξαναγκασμένος να εκδηλώνει μια τελείως διαφορετική συναισθηματική κατάσταση από αυτή που αισθάνεται, προκειμένου να φαίνεται συνεπής προς την αρχική του διάθεση να εκδικηθεί τους προσωπικούς του εχθρούς. Οι Πέρσες δεν πρέπει να καταλάβουν την ανακούφισή του και τη χαρά του∙ οι Πέρσες πρέπει να συνεχίσουν να τον θεωρούν ως έμπιστο σύμμαχό τους. Διότι η νίκη των Ελλήνων κλείνει οριστικά το δρόμο της επιστροφής του Δημάρατου και το μέλλον του σφραγίζεται κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε αρχικά επιθυμήσει.
Ο Δημάρατος χάνει κάθε ευκαιρία να διεκδικήσει τον θρόνο του -προσωπική απώλεια-, αλλά δεν θα είναι αναγκασμένος να ζει με την επίγνωση πως με τη δική του συνεισφορά ηττήθηκε το ελληνικό έθνος -συλλογικό και προσωπικό κέρδος. Ο Δημάρατος θα πρέπει πλέον να παραμείνει κοντά στους Πέρσες, διατηρώντας ακέραια την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν και στα εκδικητικά του συναισθήματα -ανάγκη συσκότισης των προσωπικών του συναισθημάτων και κινήτρων.
Ένα πρόσωπο, ποικίλες και αντιφατικές μεταξύ τους επιδιώξεις που θα μπορούσαν να σημάνουν ακόμη και την υποταγή όλων των Ελλήνων. Μια τεταμένη κατάσταση που προκαλεί έντονα και τελείως διαφορετικά συναισθήματα την ίδια ακριβώς στιγμή και για τα ίδια ακριβώς γεγονότα. Ο Δημάρατος που θα μείνει χωρίς τη χαρά της εκδίκησης, είναι ο ίδιος που χαίρεται για τη σωτηρία του έθνους του, κι είναι ο ίδιος που θα πρέπει να συνεχίσει να ζει εξόριστος. Ένα πρόσωπο, λοιπόν, αλλά πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσής του, που δεν θα μπορούσαν να επιτρέψουν ποτέ οριστικές και τελεσίδικες κρίσεις για το χαρακτήρα και τις προθέσεις του. Οι άνθρωποι, άλλωστε, δεν είναι ποτέ τελείως μονόπλευροι και δεν κινούνται ποτέ μόνο μεταξύ άσπρου και μαύρου, καλού και κακού.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...