Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νίκος Καρούζος «Ρομαντικός επίλογος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sharon Cummings

Νίκος Καρούζος «Ρομαντικός επίλογος»

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
Ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
Στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Ο Νίκος Καρούζος κλείνει τη συλλογή «Πενθήματα» με τον Ρομαντικό επίλογο, παρουσιάζοντας μέσα από συνεχείς αρνητικές δηλώσεις τις ποιότητες που οφείλουν να έχουν οι ιδανικοί αναγνώστες του. Ποιότητες που αποτελούν αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να μπορέσουν να αισθανθούν και να κατανοήσουν τον ποιητικό του λόγο. Θα πρέπει, έτσι, να είναι άνθρωποι που δεν ακολουθούν τις συμβάσεις∙ άνθρωποι με ελεύθερο πνεύμα, που δεν υποτάσσουν τη ζωή τους στο πλήθος των κοινωνικών κανόνων∙ άνθρωποι που δεν επιδιώκουν την ως προς όλα καλά ρυθμισμένη ζωή του μικροαστισμού. Ο Ρομαντικός επίλογος, άρα, διακόπτει επί της ουσίας την επικοινωνία του ποιητή μ’ εκείνους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του∙ μ’ εκείνους, δηλαδή, τους αναγνώστες που θαρρούν πως η ποίηση είναι μια συμβατική ασχολία, ενταγμένη κι αυτή στο καθημερινό πρόγραμμα ενός ανθρώπου που τηρεί και υιοθετεί πάντοτε τα κοινωνικώς αποδεκτά.
Με δεδομένο, μάλιστα, το γεγονός ότι η συλλογή Πενθήματα εκδόθηκε το 1969, το ποίημα λαμβάνει επιπλέον προεκτάσεις, αν συνδεθεί με το κλίμα καταπίεσης και ανελευθερίας που είχε επιβληθεί από το καθεστώς της δικτατορίας.

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.

Μη με διαβάζετε, δηλώνει και ζητά ο ποιητής, όταν δεν έχετε παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων, θέτοντας αρχής εξαρχής την έννοια της μη συμβατικής συμπεριφοράς, εφόσον μια τέτοια πράξη θα ήταν προφανώς αταίριαστη με το ήθος ενός καθώς πρέπει ανθρώπου, που σέβεται την ιδιωτική φύση μιας τέτοιας τελετής.
Ακόμη κι ο ίδιος, βέβαια, μοιάζει να αναγνωρίζει την υπερβολή του αιτήματος, γι’ αυτό και κάνει έναν σχετικό συμβιβασμό με την αναφορά στα μνημόσυνα, τα οποία έχουν εκ των πραγμάτων λιγότερη συγκινησιακή φόρτιση, και, άρα, η παρουσία ενός ξένου σε αυτά δεν δημιουργεί τόσο έντονο προβληματισμό.

Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν έχετε αντιληφθεί τη δύναμη εκείνη που μπορεί να καταστήσει την αγάπη εξίσου ισχυρή με τον θάνατο. Μια προϋπόθεση που υποδηλώνει την αξία που αναγνωρίζει ο ποιητής στην έντονη βίωση των συναισθημάτων του έρωτα και της αγάπης. Μόνο, άλλωστε, ένας άνθρωπος που έχει νιώσει πως η αγάπη μπορεί να παίξει εξίσου καθοριστικό ρόλο στη ζωή -όπως και ο θάνατος- ανατρέποντας τα πάντα, μπορεί να αισθανθεί μια από τις βασικότερες πηγές του ποιητικού λόγου.
Η αγάπη έχει τη δύναμη όχι μόνο να ανατρέψει ανέκκλητα τα δεδομένα στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά ακόμη και να τον φέρει στο σημείο να αποζητά το θάνατο, ως μόνη πια διαφυγή απ’ την οδύνη ενός συναισθήματος που πνίγεται στην ίδια του την υπερβολή.

Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.

Μη με διαβάζετε, αν δεν γνωρίζετε πώς να βιώσετε πραγματικά και ελεύθερα μια διασκεδαστική ενασχόληση, είναι σαν να λέει ο ποιητής μέσα από την αναφορά στον αϊτό της Καθαρής Δευτέρας.
Βρίσκεστε εκεί για να ζήσετε κάτι ευχάριστο, για να δείτε τον χαρταετό να πετάει στον αέρα, έστω και για λίγο, έστω και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ποιος ο λόγος να τον βασανίζετε τραβώντας διαρκώς το σπάγκο του, ποιος ο λόγος ακόμη και σε μια τέτοια ασχολία να επιδιώκετε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα;
Ο ιδανικός αναγνώστης του ποιητή, θα πρέπει να είναι σε θέση να αφεθεί από την ανάγκη πάντοτε να επιτυγχάνει κάτι∙ θα πρέπει να είναι απαλλαγμένος από τη χρησιμοθηρία και τον ανταγωνισμό. Η ποίηση, άλλωστε, χάνει απευθείας κάθε της νόημα, αν ιδωθεί χρησιμοθηρικά.

Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
Ο Νοστράδαμος.

Μη με διαβάζετε, αν δεν είστε διατεθειμένοι να δεχτείτε κάτι που δεν υπακούει στην αυστηρή λογική, και δεν γνωρίζετε, έτσι, πότε έζησε ο Νοστράδαμος, από περιφρόνηση για τη δράση και την προσωπικότητά του∙ από περιφρόνηση απέναντι σ’ εκείνα που δοκιμάζουν την έννοια του χειροπιαστού και της επιστήμης.

Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
Στην Αποκαθήλωση.

Το χριστιανικό στοιχείο της αναφοράς στην Αποκαθήλωση δημιουργεί εδώ μια αντίφαση με την αναφορά στον Νοστράδαμο και τις προφητείες του, που κινούνται έξω από το θρησκευτικό πλαίσιο. Εντούτοις, ακριβώς αυτή η αντίφαση είναι το ζητούμενο, αφού ο ποιητής μοιάζει να επιθυμεί αναγνώστες που να γνωρίζουν πώς είναι να ζεις έχοντας αποδεχτεί τις πλείστες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση.
Η Αποκαθήλωση λαμβάνει, πάντως, μια ακόμη έννοια, αν συνδεθεί με το επόμενο αίτημα του ποιητή. Η Αποκαθήλωση γίνεται νοητή ως βίωση της απώλειας, ως γνώση του τι σημαίνει να βλέπεις τις προσδοκίες και τις ελπίδες μιας ζωής να ματαιώνονται δια παντός. Μια βαθιά αίσθηση απόγνωσης, που είτε δυναμώνει ψυχικά τον άνθρωπο είτε τον συντρίβει.

Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν ξέρετε τι σημαίνει να έχετε αφήσει πράγματα στο παρελθόν, όταν δεν έχετε ζήσει την απόλυτη εκείνη απώλεια που συνοδεύει τις συντελεσμένες καταστάσεις.

Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.

Μη με διαβάζετε, αν οι ευαισθησίες σας περιορίζονται μόνο στα ανθρώπινα και μόνο σε ό,τι μοιάζει πρόδηλα χαριτωμένο και γοητευτικό. Αν κάποιος συγκινείται από την ομορφιά, για παράδειγμα, ενός κουταβιού, αλλά είναι προκατειλημμένος απέναντι στις νυφίτσες, διότι τις έχει συσχετίσει με τη δολιότητα και τη δυσωδία, δεν έχει θέση στους ιδανικούς αναγνώστες του ποιητή, μιας και εκτιμά μόνο ό,τι ανταποκρίνεται στα πρότυπα μιας καθιερωμένης ομορφιάς και στα πρότυπα μιας συγκεκριμένης οπτικής. Η απόρριψη της νυφίτσας, υποδηλώνει την απροθυμία του αναγνώστη να δει πέρα από το αναμενόμενο και το συνηθισμένο∙ την απροθυμία του ν’ αναζητήσει τη γοητεία του απρόσμενου.

Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.

Μη με διαβάζετε, αν έχετε τόσο συνηθίσει την αιθρία και τη γαλήνη, ώστε οι κεραυνοί σας τρομάζουν και σας ενοχλούν. Οι κεραυνοί, που συμβολίζουν υπό μία έννοια τη διάθεση του ποιητή να έρθει αντιμέτωπος με τις αντιλήψεις και τις απόψεις μιας συμβατικής θέασης της ζωής, αποτελούν εν τέλει το πιο καίριο στοιχείο της ποίησής του. Ο Καρούζος, άλλωστε, δεν γράφει για να δώσει με νέες λέξεις και νέα σχήματα, τις ίδιες εκείνες κοινότοπες ιδέες που τρέφουν τις γενιές των νεοελλήνων. Ο Καρούζος γράφει για να επιφέρει ένα αναγκαίο ρήγμα στο παλιό και καλά εδραιωμένο σύστημα του συντηρητισμού και της μικροπρέπειας.

Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν αντιλαμβάνεστε τη δύναμη του ποιητικού λόγου. Όταν δεν γνωρίζετε πως ο Modigliani -Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης (1884-1920)- ένιωσε κάποτε τόσο έντονη την ανάγκη να στραφεί στον ποιητικό λόγο για να εκφράσει τα συναισθήματά του, ώστε έφτασε μεθυσμένος να χτυπά την πόρτα ενός φίλου του, για να πάρει τα ποιήματα του Βιγιόν -Villon, Γάλλος ποιητής (1431-1463)- κι άρχισε κατόπιν να τα διαβάζει για ώρες δυνατά, προκαλώντας ενόχληση σε όλους.
Ο Modigliani στράφηκε στην ποίηση του «καταραμένου» Villon για να δώσει λόγο στην αγανάκτηση εκείνη που μπορεί εν τέλει να βρει έκφραση μόνο μέσα από τη δύναμη που έχει η ποίηση να αποδίδει και τις πιο λεπτές εκφάνσεις των ανθρώπινων συναισθημάτων.

Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.

Μη με διαβάζετε, όταν είστε τόσο δοσμένοι στις συμβάσεις και στις εδραιωμένες αντιλήψεις και ιδέες, ώστε αποκαλείτε κι εσείς τη φύση «μητέρα», όπως το κάνουν όλοι, και δεν της δίνετε έναν τίτλο διαφορετικό.

Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.

Μη με διαβάζετε, όταν δεν είστε σε θέση να απολαύσετε τις μικρές, καθημερινές απολαύσεις της ζωής, γιατί έχετε τόσο αφοσιωθεί στο κυνήγι των μεγάλων και δαπανηρών προσκτήσεων, ώστε δεν μπορείτε πια ούτε καν να εκτιμήσετε την ομορφιά της απλότητας.  

Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.

Μη με διαβάζετε, αν δεν έχετε καταλάβει πως η εποχή που μας αντιστοιχεί∙ η εποχή που αναλογεί, τόσο στους ποιητές όσο και στους λοιπούς ανθρώπους, είναι η εποχή της άνοιξης, η «Ανθούσα», η εποχή που φέρνει μαζί της την αναγέννηση της φύσης και το ξεπέρασμα της αδράνειας και της απραξίας. Μια σκέψη συμβολική, που διατρέχει διαχρονικά τη λογοτεχνία, διατηρώντας ωστόσο πάντοτε ακέραιη την αξία της, καθώς οι άνθρωποι συχνά τείνουν να μένουν στάσιμοι, αποφεύγοντας την ανάληψη εκείνης της ζωοποιού δράσης, που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα και να οδηγήσει σε νέες επιτεύξεις.
Προσοχή χρώματα, αναγράφεται στην επιγραφή που προειδοποιεί τους αναγνώστες πως στο έργο του ποιητή υπάρχει το υλικό εκείνο που οδηγεί σε σκέψη και προβληματισμό∙ υπάρχει το υλικό εκείνο που μπορεί να οδηγήσει σε μια αναγκαία αφύπνιση, έστω κι αν αυτό επιχειρείται μέσα από διατυπώσεις και διαπιστώσεις που πιθανά θα ενοχλήσουν τους ανθρώπους που έχουν επιλέξει να βολευτούν στην αδράνεια του συνεχούς εφησυχασμού.

Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.

Απολύτως ουσιώδες το αίτημα του ποιητή να μείνουν μακριά από το έργο του εκείνοι που έχουν -ή καλύτερα νομίζουν ότι έχουν- δίκιο. Οι άνθρωποι εκείνοι που τείνουν να πιστεύουν πως η δική τους άποψη είναι -πάντοτε- η ορθή, είτε γιατί ακόμη κι αν τους διαψεύσει η πραγματικότητα εκείνοι αρνούνται να το αποδεχτούν είτε γιατί κινούνται πάντοτε σε τόσο προβλέψιμα επίπεδα, ώστε δεν έχουν γνωρίσει την έννοια τη διάψευσης.
Άνθρωποι δογματικοί, που η απουσία ουσιαστικής πνευματικής παίδευσης δεν έχει φέρει στη ζωή τους το δαίμονα της συνεχούς αμφιβολίας∙ της αμφιβολίας ακόμη και για τα αυταπόδεικτα∙ της αμφιβολίας ακόμη και για την ίδια την ύπαρξη.   

Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…

Μη με διαβάζετε, προτρέπει ο ποιητής, όταν δεν ήρθατε ποτέ σε ρήξη με το σώμα, προκειμένου να δώσετε στο πνεύμα και στη μελέτη την αφοσίωση εκείνη, που κάποτε έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και την παραμέληση στοιχειωδών βιοτικών αναγκών. Αν δεν έχετε χαθεί μέσα στις πνευματικές αναζητήσεις κατά τέτοιο απόλυτο τρόπο, ώστε να έχετε λησμονήσει το σώμα και τις δικές του απαιτήσεις, τότε δεν μπορείτε να αντιληφθείτε τις διαδρομές που έχει κάνει ο ποιητής προκειμένου να φτάσει στη δημιουργία του έργου του.

Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Ο ποιητής ολοκληρώνει αίφνης τις ιδιαίτερες εκείνες προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι αναγνώστες των ποιημάτων του και δηλώνει την πρόθεσή του να αποχωρήσει, αφού δεν έχει πια άλλο κουράγιο, άλλο στήθος, για να συνεχίσει τη σχετική απαρίθμηση, η οποία προφανώς θα μπορούσε να συνεχιστεί ακόμη περισσότερο στο ίδιο κλίμα, συνθέτοντας περαιτέρω το προφίλ του αντισυμβατικού ιδανικού αναγνώστη που οραματίζεται ο δημιουργός.

Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ούτος Εκείνος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Cameron Gray

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ούτος Εκείνος»

Άγνωστος — ξένος μες στην Aντιόχεια — Εδεσσηνός
γράφει πολλά. Και τέλος πάντων, να, ο λίνος
ο τελευταίος έγινε. Με αυτόν ογδόντα τρία

ποιήματα εν όλω. Πλην τον ποιητή
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
και τόση έντασις σ’ ελληνική φρασιολογία,
και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι —

Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία
τον βγάζει — το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,
που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός.

Στο επίκεντρο του ποιήματος, και φυσικά της καβαφικής ειρωνείας, τίθεται η ματαιόδοξη εκείνη φιλοδοξία που ωθεί ορισμένους επίδοξους ποιητές να ασχοληθούν με την Ποιητική Τέχνη∙ την Τέχνη που τόσο βαθιά εκτιμούσε ο Καβάφης. Κεντρικό πρόσωπο εδώ δεν είναι κάποιος μεγάλος ποιητής, για τον οποίο η ποίηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς του, αλλά ένας ασήμαντος στιχοπλόκος -ούτε καν ποιητής-, ο οποίος αντικρίζει την ποίηση χρησιμοθηρικά και ελπίζει πως μέσω αυτής θα αποκτήσει κάποτε μεγάλη φήμη και αναγνώριση. Μια τέτοια αντιμετώπιση της ποίησης βρίσκει, φυσικά, τον Καβάφη απολύτως αντίθετο, αφού φανερώνει έλλειψη σεβασμού απέναντι στην αξία της ποιητικής τέχνης, αλλά και έλλειψη αφοσίωσης. Η Ποίηση, όπως την προσεγγίζει τουλάχιστον ο Καβάφης, οφείλει να είναι ο σκοπός του δημιουργού και όχι το μέσο.

Άγνωστος — ξένος μες στην Αντιόχεια — Εδεσσηνός
γράφει πολλά.

Ο ανώνυμος, ξενόγλωσσος, ελληνομαθής ήρωας του ποιήματος είναι φανταστικό πρόσωπο, καταγόμενο από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Η Έδεσσα ήταν, από το 132 π.Χ., πρωτεύουσα της Οσροηνής, αλλά στα 116 μ.Χ. καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους. Ο πληθυσμός της ήταν κυρίως Σημιτικός.
Σ’ αυτό το ποίημα του 1898, γίνεται η πρώτη εμφάνιση της Αντιόχειας στο ποιητικό έργο του Καβάφη.

Και τέλος πάντων, να, ο λίνος
ο τελευταίος έγινε.

Ο άγνωστος ποιητής που έχει βρεθεί στην Αντιόχεια, αναζητώντας προφανώς μια περιοχή με καλύτερες προοπτικές για έναν τεχνίτη του λόγου, περνά το χρόνο του γράφοντας πολλά στιχουργήματα, ελπίζοντας ίσως πως η ποσότητά τους θα αποτελέσει ικανό αντίβαρο για την απουσία επαρκούς ποιότητας και ουσίας.
λίνος: «Είναι ένα είδος ποιήματος το οποίον κατ’ αρχάς είχεν ως θέμα αντικείμενόν τι -ελεγειακής φύσεως- αφορών τον πανάρχαιον ή μυθικόν ποιητήν Λίνον. Ένα είδος dirge [= μοιρολόγι]. Κατόπιν, όμως, […] ήτο απλώς ένας σκοπός επάνω εις τον οποίον έγραφαν ποιήματα οιασδήποτε φύσεως» (Καβάφης).

Με αυτόν ογδόντα τρία
ποιήματα εν όλω.

Ο άγνωστος ποιητής έχει ήδη συνθέσει 83 ποιήματα, γεγονός που τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής ως προς την ποσότητά τους, αφού πλέον μπορεί να επαίρεται πως έχει πια δημιουργήσει ένα σημαντικό -σε αριθμό- έργο. Ιδιαίτερα καυστικός ως προς το θέμα της ποσότητας των ποιημάτων ο Καβάφης, σ’ ένα σχετικό επεξηγηματικό σχόλιο:  «Τα ογδόντα τρία δύνασαι να τα κάμης 93 ή 73, ή 103, ή 96, ή 70, ή 108, όπως σε βολεί, Αλλ’ όχι ολιγώτερα από 70, διότι τότε πέφτουν λίγα» (Καβάφης)

Πλην τον ποιητή
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
και τόση έντασις σ’ ελληνική φρασιολογία,
και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι —

Ο άγνωστος ποιητής, έχοντας ολοκληρώσει και το τελευταίο του ποίημα, αισθάνεται πια κουρασμένος από την τόση στιχοποιία και την τόση πνευματική ένταση∙ πολύ περισσότερο εφόσον οι συνθέσεις του γίνονται στην ελληνική γλώσσα, που δεν είναι η μητρική του.
Προσέχουμε πως ο φιλόδοξος αυτός ποιητής έχει επιλέξει ως χώρο δράσης του την Αντιόχεια, καθώς είναι μια πόλη με μεγαλύτερη διάδοση των τεχνών και των γραμμάτων απ’ ό,τι η Έδεσσα, κι έχει εύλογα επιλέξει την ελληνική γλώσσα, αφού είναι η γλώσσα του εμπορίου, της εξουσίας, αλλά και των πνευματικών ανθρώπων. Κάθε πολίτης, άλλωστε, των περισσότερων τότε χωρών, που ήθελε να θεωρείται καλλιεργημένος φρόντιζε να μάθει ελληνικά.
Ο ποιητής έχει, λοιπόν, κουραστεί από τη συνεχή ενασχόληση με την στιχοποιία και πλέον τον βαραίνει, του φαίνεται ενοχλητικό και τον εξαντλεί το κάθε τι.
Στιχοποιία: «Επίτηδες μετεχειρίσθην την λέξιν «στιχοποιίαν» δια να δείξω ότι δεν πρόκειται περί κανενός μεγάλου ποιητού (έναν μεγάλο ποιητή ποτέ δεν μπορείς να τον πης Στιχοποιόν. Γι’ αυτό έγραψα και «άγνωστος»). […] Θέλω να περιγράψω ένα φιλόδοξο στιχουργόν, χωρίς όμως εξ έλλου pointedly [= απερίφραστα] να αναφέρω περί αυτού τίποτε εξευτελιστικόν» (Καβάφης).

Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία
τον βγάζει — το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,
που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός.

Παρά την κούραση που αισθάνεται ο επίδοξος ποιητής, μια συγκεκριμένη σκέψη τον συνεφέρει αμέσως από την κακοκεφιά του∙ το εκπληκτικό Ούτος Εκείνος (Είναι Εκείνος) που είχε κάποτε ακούσει ο σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός στον ύπνο του. Η υπόσχεση, δηλαδή της Παιδείας, πως θα τον κοσμήσει με τόσα και τέτοια γνωρίσματα, ώστε όπου κι αν βρεθεί οι άνθρωποι θα τον δείχνουν και θα λένε: Είναι Εκείνος!
Ο επίδοξος ποιητής φαντάζεται μια αντίστοιχη υπόσχεση της Ποίησης, η οποία -ανεξάρτητα από το αν έχει πραγματική αξία ως ποιητής ή όχι- θα φροντίσει να του διασφαλίσει τέτοια φήμη και αναγνώριση, ώστε κάποια στιγμή, ακόμη κι όταν θα βρίσκεται σε χώρα άλλη από τη δική του, οι άνθρωποι θα τον αναγνωρίζουν και θα λένε: Είναι Εκείνος.
Το κίνητρο, άρα, του άγνωστου ποιητή, και η επιθυμία που τον ωθούν να ασχοληθεί με την ποιητική τέχνη, δεν είναι κάποια εσωτερική ανάγκη έκφρασης ή κάποια θέληση να μετουσιώσει σε ποιητικό λόγο εμπειρίες και σκέψεις του, είναι απλώς και μόνο η φιλοδοξία να γίνει διάσημος και να αναγνωριστεί από τους συγκαιρινούς του. Η ποίηση δεν αποτελεί κομμάτι του εαυτού του, δεν είναι μέρος της ψυχής του, είναι μόνο το μέσο για να επιτύχει έναν τελείως εγωκεντρικό -και εντελώς ασύνδετο με την ποίηση- στόχο∙ είναι το μέσο για να αποκτήσει δόξα.   
Μια φιλοδοξία ξένη προς την πραγματική ουσία της ποιητικής τέχνης, που εύλογα προκαλεί ενόχληση σε ποιητές, όπως ήταν ο Καβάφης, που είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στο να υπηρετούν την τέχνη τους και στο να προσπαθούν να φανούν αντάξιοι του δυσαπόκτητου τίτλου «Ποιητής». Ο Καβάφης, άλλωστε, έχει κι άλλες φορές στηλιτεύσει τη διάθεση ορισμένων επίδοξων ποιητών ή στιχοποιών να ασχολούνται με την ποίηση, όχι γιατί είναι πραγματικοί ποιητές, αλλά γιατί θέλουν να αποκομίσουν κάποιο διαφορετικό όφελος∙ ενδεικτικά είναι τα ποιήματα «Ο Δαρείος» και «Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών».

Ούτος Εκείνος: Φράση από το Ενύπνιον του Λουκιανού (γενν. 115 μ.Χ.), ο οποίος λέει ότι, στα νιάτα του, επείστηκε να προτιμήσει το στάδιο των γραμμάτων, όταν ονειρεύτηκε την Παιδεία να του υπόσχεται, ανάμεσα σε άλλα:
«Κν που ποδημς, οδ ᾿ π τς λλοδαπς γνς κα φανς σ∙ τοιατα σοι περιθήσω τ γνωρίσματα, στε τν ρώντων καστος τν πλησίον κινήσας δεει σε τ δακτύλ "οτος κενος" λέγων.»
«Αν δε τύχει και ταξιδεύσεις, ούτε εις τας ξένας χώρας θα είσαι άγνωστος και αφανής. Τοιαύτα γνωρίσματα θα σου επιθέσω, ώστε καθείς που θα σε βλέπει, θα κινεί τον πλησίον και θα σε δεικνύει με τον δάκτυλον λέγων: ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ (μετάφραση: Κονδυλάκη)

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιγνατίου Τάφος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew King

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιγνατίου Τάφος»

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.
Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

Ιστορικοφανές ποίημα. Ο Ιγνάτιος/Κλέων είναι φανταστικό πρόσωπο. Η μεταβολή του κοσμικού ονόματος (εδώ, Κλέων) είναι κανόνας ιδίως για όσους ασπάζονται το μοναχικό σχήμα.

Ο Καβάφης στο ποίημα «Ιγνατίου Τάφος» προσεγγίζει το θέμα της υστεροφημίας, και ειδικότερα της επιθυμίας των ανθρώπων να διαμορφώνουν οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα τους θυμούνται οι άλλοι άνθρωποι. Υπ’ αυτή την έννοια ο Ιγνάτιος αποκηρύσσει το παρελθόν του και τον νεανικό τρόπο ζωής του και δηλώνει απερίφραστα πως η πραγματική του ζωή ξεκίνησε μόνο όταν γνώρισε τον χριστιανισμό.

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.

Το ποίημα είναι ένα είδος επιτύμβιου που έρχεται να συνοψίσει τη ζωή του ανθρώπου που έχει πια πεθάνει και βρίσκεται ενταφιασμένος «εδώ», όπως υποδηλώνει η πρώτη λέξη του ποιήματος. Σ’ αυτόν τον Τάφο, λοιπόν, δεν βρίσκεται ο Κλέων που απέκτησε μεγάλη φήμη στην Αλεξάνδρεια -στην πλούσια Αλεξάνδρεια, όπου οι άνθρωποι δύσκολα αποκτούν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και δύσκολα γίνονται υπερόπτες, εφόσον οι περισσότεροι απολαμβάνουν πολυτελή διαβίωση-, για τα λαμπρά του σπίτια, τους κήπους, τα άλογα και τ’ αμάξια του, για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσε.  
Εδώ, δεν είναι ενταφιασμένος ο εξαιρετικά πλούσιος Κλέων που συνήθιζε να ντύνεται με πολυτελέστατα ενδύματα και να απολαμβάνει έναν βίο αφιερωμένο στα υλικά αγαθά και στη χλιδή.

Άπαγε∙ εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος∙
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.

Σήκω φύγε, δηλώνει με αγανάκτηση ο ήρωας του ποιήματος, και δηλώνει πως εδώ δεν είναι πια εκείνος ο Κλεων∙ κι ακόμη περισσότερο ζητά τα 28 του χρόνια να σβησθούν και να ξεχαστούν. Τα 28 χρόνια που έζησε ως Κλέων και τα αφιέρωσε στα πλούτη και στις απολαύσεις, δεν είναι, σε καμία περίπτωση, ενδεικτικά της προσωπικότητάς του και της αληθινής ταυτότητάς του.

Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα∙ αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

Είμαι ο Ιγνάτιος, δηλώνει η αφηγηματική φωνή, και μας παρουσιάζει έτσι το χριστιανικό όνομα που έλαβε όταν έγινε «αναγνώστης», μισοκληρικός δηλαδή, κι αποφάσισε να αφοσιωθεί στη λατρεία του Θεού, ζώντας μακριά από την τρυφή του κοσμικού βίου. Ο Ιγνάτιος/Κλέων, βέβαια, «συνήλθε» πολύ αργά, εφόσον πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από τις αρχές του χριστιανισμού, δοσμένος στην κενότητα του υλικού πλούτου. Καίριας σημασίας το ρήμα «συνήλθα», μιας και φανερώνει πως ο Ιγνάτιος εκλαμβάνει τα χρόνια που πέρασε ως εθνικός ή έστω ως μη χριστιανός, σαν μια περίοδο κατά την οποία ήταν δοσμένος σε μια πλάνη, χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του και της δράσης του.
Ο Ιγνάτιος αργεί να συνέλθει από το δέλεαρ της ανέφελης ζωής του πλούτου και περνά έτσι μόλις δέκα μήνες ως χριστιανός. Ένα σύντομο διάστημα, το οποίο όμως είναι πολύ σημαντικό για τον ίδιο, εφόσον αυτοί οι δέκα μήνες ήταν μια περίοδος πραγματικής ευτυχίας, αφού τους πέρασε μέσα στη γαλήνη και στην ασφάλεια που του παρείχε ο Χριστός.

Προσέχουμε πως παρά το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν ήταν ένας αφοσιωμένος χριστιανός, εντούτοις δεν παύει να εκφράζει την εκτίμησή του για την ψυχική εκείνη γαλήνη που προσφέρει η θρησκεία αυτή στους πιστούς της. Η αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει ο Χριστιανισμός μέσα από τη διαβεβαίωση πως υπάρχει η προοπτική μιας αιώνιας ζωής μετά το θάνατο∙ η αίσθηση ασφάλειας που προκύπτει από την επίγνωση πως μια ανώτερη δύναμη βρίσκεται εκεί για να προφυλάξει τους ανθρώπους, όπως κι η ευκαιρία συνειδητοποίησης πως δεν έχουν ανάγκη τα υλικά αγαθά και τις λοιπές εκφάνσεις της ματαιότητας είναι στοιχεία που συγκινούν τον ποιητή. 

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η ψυχές των γερόντων»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Erik Brede

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η ψυχές των γερόντων»

Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.

Τι απατηλό πράγμα που είναι η Τέχνη, όταν θέλεις να εφαρμόσεις ειλικρίνεια. Κάθεσαι και γράφεις -εξ εικασίας πολλάκις- δια αισθήσεις, και έπειτα αμφιβάλλεις, με τον καιρό, αν δεν επλανήθης. Έγραψα τα “Κεριά”, τες “Ψυχές των Γερόντων”, και τον “Γέρο”, περί γήρατος. Προχωρώντας προς το γήρας, ή προς την μέσην ηλικίαν, ηύρα που το τελευταίο μου ποίημα δεν περιέχει σωστή εκτίμησι. Οι “Ψυχές των Γερόντων” ακόμη θαρρώ πως είναι σωστές. Αλλά όταν γίνω 70 χρονών, ίσως τες βρω κ’ εκείνες ψεύτικες. Τα “Κεριά” ελπίζω να είναι ασφαλή» (Μικρά Καβαφικά).

Ο Καβάφης συνθέτει το ποίημα «Η ψυχές των γερόντων» το 1898 σε ηλικία 35 ετών και δίνει μια εξαιρετικά έντονη εικόνα της γεροντικής ηλικίας, η οποία παρουσιάζεται ως περίοδος πλήρους παρακμής και εξαθλίωσης. Ο ποιητής αντικρίζει με απαξίωση το γήρας, μιας και αυτό αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους δικούς του φόβους. Για έναν αισθητιστή, άλλωστε, που ταυτίζει την άρτια βίωση της ζωής με τη νεότητα, ο ερχομός των γηρατειών κι η φθορά που αυτά επιφέρουν, δεν μπορεί παρά να γίνει αντιληπτός με αμιγώς αρνητικό τρόπο.

Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.

Τα παλιά και φθαρμένα σώματα, που αποτελούν τον «τόπο» παραμονής των γεροντικών ψυχών, είναι, αν ιδωθούν από άποψη αισθητικής, ένα θέαμα απογοητευτικό, αν όχι αποκρουστικό. Ο Καβάφης θεωρεί πως ένα γεροντικό σώμα δεν έχει πια καμία δυνατότητα να βιώσει κάποια ουσιαστική ευδαιμονία, αφού, πέρα από το γεγονός ότι είναι ασθενικό, είναι συνάμα και φθαρμένο ως προς την εξωτερική του εικόνα.

Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.

Στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή οι ψυχές των γερόντων -και άρα η ζωή τους- μοιάζουν θλιβερές, εφόσον δεν έχουν πια κανένα μερίδιο απ’ όλα εκείνα που συνιστούν τις πραγματικές απολαύσεις του ανθρώπινου βίου. Αδρανείς, εξασθενημένες, απέχουσες από την πραγματική ζωή, βαριούνται τις άθλιες συνθήκες που είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν. Η ζωή τους, δίχως άλλο, δίνει την εντύπωση ενός αδιάκοπου μαρτυρίου, με πλήθος ενοχλήσεων και δυσκολιών, και με καμία ουσιαστική ευχαρίστηση.

Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.

Κι όμως, αυτή τη δύσκολη, βαρετή και στερημένη από απολαύσεις ζωή, οι ψυχές των γερόντων τρέμουν μήπως και τη χάσουν. Οι ηλικιωμένοι αγαπούν υπέρμετρα τη ζωή, έστω κι αν έχει πάψει προ πολλού να τους προσφέρει εκείνες τις ευδαιμονικές στιγμές που τους προσέφερε στα νεανικά τους χρόνια. Έτσι, οι ψυχές των γερόντων, αν και βιώνουν μια κατάσταση συνεχούς φθοράς, στέκουν σαστισμένες απέναντι στο ενδεχόμενο να χάσουν τη ζωή τους, και παρουσιάζουν κατ’ αυτό τον τρόπο μια έντονη αντιφατικότητα, αφού αν και βαριούνται φρικτά τη ζωή που είναι αναγκασμένες να ζουν, εντούτοις δεν θέλουν να τη στερηθούν.
Η εμμονή με την οποία οι ψυχές των γερόντων κρατιούνται στη ζωή, έστω και μέσα στα παλιά και αφανισμένα από τη φθορά «πετσιά» τους, δημιουργεί μια κωμικοτραγική εντύπωση. Κωμική από την άποψη πως αυτό που θέλουν με τόση αποφασιστικότητα να διατηρήσουν, δεν είναι παρά η σκιά μιας άλλοτε γεμάτης έντασης και ζωτικότητας ύπαρξης, αλλά και τραγική, διότι είναι αναγκασμένες να διατηρούν στη μνήμη τους το πλήθος των νεανικών απολαύσεων, τη δυναμικότητα και τη ζωντάνια του παρελθόντος, και να τα συγκρίνουν όλα αυτά με την κατάπτωση και την εξουθένωση του παρόντος. Αναγκάζονται, δηλαδή, οι ηλικιωμένοι να γίνονται μάρτυρες της ίδιας τους της πνευματικής και σωματικής κατάρρευσης, και να είναι εν τέλει οι μόνοι που θυμούνται πως αυτό το παλιό και αφανισμένο πετσί, που αποτελεί πια το σώμα τους, ήταν κάποτε ένα νεανικό και σφριγηλό σώμα, ικανό να λάβει και να προσφέρει ηδονή και ευχαρίστηση.
Ο ποιητής αποτυπώνει με ιδιαίτερα ειρωνικό τρόπο την παράδοξη ένταση με την οποία οι ηλικιωμένοι επιθυμούν να παραμείνουν στη ζωή∙ επιθυμία που μοιάζει ακατανόητη, από τη μεριά των νεότερων, αφού ό,τι αντικρίζουν στους ηλικιωμένους είναι ένα φθαρμένο σώμα, ένα πνεύμα που έχει χάσει την ικμάδα του παρελθόντος και, φυσικά, πλήθος προβλημάτων που δεν επιτρέπουν την πραγματική βίωση της ζωής. Πρόκειται, βέβαια, για μια θέαση της γεροντικής ηλικίας που στέκει μονόπλευρα σε ορισμένες μόνο πτυχές και δεν αποδίδει στην πληρότητά της την περίοδο αυτή του ανθρώπινου βίου, που μπορεί σαφώς να μην έχει αντίστοιχες απολαύσεις μ’ εκείνες της νεότητας, εμπεριέχει εντούτοις τα δικά της ιδιαίτερα στοιχεία. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...