Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Φραντς Κάφκα (Franz Kafka) «Μπροστά στο νόμο»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Marvin Blaine

Φραντς Κάφκα (Franz Kafka) «Μπροστά στο νόμο»

Ο Κάφκα (1883-1924), Τσέχος εβραϊκής καταγωγής που έγραψε στα γερμανικά, είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς. Το έργο του, αγχώδες και εφιαλτικό (στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί: Η Δίκη, Ο Πύργος, Η Μεταμόρφωση, η Αμερική κ.ά.), έχει ως επίκεντρο το παγιδευμένο άτομο που προσπαθεί μάταια να βρει διέξοδο και λύτρωση. Για το έργο του Κάφκα έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Άλλοι το ερμηνεύουν μεταφυσικά ή θρησκευτικά με βάση την απουσία και την αναζήτηση του Θεού. Άλλοι ψυχολογικά με βάση την ανασφάλεια, την ασυνεννοησία ή το πλέγμα ενοχής. Άλλοι κοινωνιολογικά με βάση τη μοναξιά και την αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσα στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας ή της τεχνοκρατίας. Γενικά το έργο του Κάφκα εκφράζει τη μοίρα του ανθρώπου που βρίσκεται σε διάσταση με τον κόσμο που τον περιβάλλει, με την παράλογη λογική του και με τις μορφές εξουσίας που κυριαρχούν (Θεός, πατέρας, νόμος, διευθυντής, γραφειοκρατία) και που αξιώνουν απόλυτη υποταγή συντρίβοντας την ατομικότητα. Το μικρό αφήγημα που ακολουθεί το βρίσκουμε και στη Δίκη, το πιο αντιπροσωπευτικό έργο του Κάφκα, και είναι ένα είδος παραβολής που εκφράζει συνοπτικά το πνεύμα του συγγραφέα.

Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ’ αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ’ όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ’ όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ’ αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να ‘ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα». Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν’ αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε, κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν’ ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος...» «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω.»

μτφρ.: Τεα Ανεμογιαννη

Ερωτήσεις:

1. Να παρατηρήσετε και να χαρακτηρίσετε α) τη συμπεριφορά του φύλακα β) τη συμπεριφορά του χωρικού γ) τη σχέση που δημιουργείται.

α) Ο φύλακας ως υπάλληλος του απρόσωπου συστήματος εκτελεί κατά τρόπο άριστο τα καθήκοντά του, αν ληφθεί υπόψη η αυστηρότητα με την οποία απαγορεύει στον χωρικό να περάσει την είσοδο, καθώς και η αποτελεσματικότητα με την οποία του εμπνέει το αίσθημα της απογοήτευσης ενημερώνοντάς τον για το πόσο δυνατοί είναι οι επόμενοι θυρωροί που θα συναντήσει μπροστά του σε περίπτωση που επιχειρήσει να περάσει την είσοδο παρά τη σχετική απαγόρευση. Δέχεται τις δωροδοκίες του χωρικού -παρουσιάζοντας έτσι μια φαινομενικά άνομη στάση- όχι, όμως, διότι προτίθεται να ενδώσει στις παρακλήσεις του, αλλά για να του επιτρέψει να αισθανθεί πως κατέβαλε κάθε πιθανή προσπάθεια∙ μια ιδιότυπη παραχώρηση παραμυθίας.
Ο φύλακας περνά χρόνια κοντά στον χωρικό, ανέχεται τις παρακλήσεις του, καθώς και το πλήθος των ερωτήσεών του, μα δεν αφήνει να υπάρξει η παρανόηση πως πρόκειται να τον αντιμετωπίσει ποτέ με τρόπο πιο ήπιο ή εφεκτικό. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και τον χωρικό διατηρείται με αξιοσημείωτη σταθερότητα.
Ο φύλακας, αν και γνωρίζει πως δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψει στον χωρικό την είσοδο, εντούτοις του δημιουργεί σκοπίμως την εντύπωση πως ίσως σε κάποια μελλοντική στιγμή να υπάρξει άρση της σχετικής απαγόρευσης, παγιδεύοντάς τον έτσι σε μια αέναη διαδικασία αναμονής. Αντιστοίχως, ενώ γνωρίζει πως η είσοδος αυτή είναι προορισμένη αποκλειστικά για τον συγκεκριμένο χωρικό, δεν του προσφέρει αυτή την πληροφορία παρά μόνο όταν ο χωρικός πλησιάζει προς το τέλος της ζωής του∙ αφήνοντας, έτσι, την πιο καίρια απάντηση να έρθει περισσότερο ως απόρροια της καθαρότητας που επιτρέπει πλέον -έστω και αργά- το πλήθος των εμπειριών του χωρικού, παρά ως πραγματικά δική του αποσαφήνιση.
Ο φύλακας μπορεί εύλογα να ιδωθεί ως σύμβολο και η συμπεριφορά του ερμηνεύεται έτσι με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την προσέγγιση που επιλέγεται κάθε φορά. Αν, για παράδειγμα, ληφθεί υπόψη η ψυχολογική ερμηνεία, τότε ο φύλακας συμβολίζει υπό μία έννοια τις ανασφάλειες του ατόμου, που το καθιστούν αδρανές και ανενεργό, αφού δεν του επιτρέπουν να προχωρά ανενόχλητο σε δράση. Με βάση αυτή την ερμηνεία, άλλωστε, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο φύλακας λειτουργεί καθησυχαστικά για τη συνείδηση του χωρικού, όταν δεχόμενος τις διάφορες δωροδοκίες, επισημαίνει πως τις λαμβάνει μόνο και μόνο για να μη νομίζει πως παρέλειψε τίποτε∙ πως δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. Ο φύλακας υποκαθιστά κατ’ αυτό τον τρόπο την εσωτερική εκείνη φωνή της ανασφάλειας και του φόβου που καθηλώνει το άτομο στην απραξία και συνάμα επιχειρεί να το διαβεβαιώσει πως η όποια αποτυχία δεν αποτελεί δική του ευθύνη, αφού έκανε ό,τι μπορούσε απέναντι στα «ανυπέρβλητα» εμπόδια που του παρουσιάστηκαν.
Από την άλλη, αν ληφθεί υπόψη η κοινωνιολογική ερμηνεία, ο φύλακας συμβολίζει την απρόσωπη κρατική γραφειοκρατία, που εξουθενώνει τον πολιτική και δεν του επιτρέπει να προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο σημείο. Το άτομο αδύναμο να αντιπαλέψει τα συνεχή προσχώματα που εντέχνως τίθενται από τους φορείς εξουσίας συντρίβεται και παραιτείται απέναντι στη δύναμη των κρατούντων να επιβάλλουν πάντοτε τη θέλησή τους.
β) Ο χωρικός, που ως απλός πολίτης θέλει να εισέλθει στην αίθουσα του νόμου, αφού, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει: «Ο νόμος ωστόσο πρέπει να ‘ναι στον καθένα και πάντα προσιτός», δέχεται την αναμονή που του επιβάλλεται. Η αναμονή αυτή, εντούτοις, παρατείνεται υπέρμετρα, με αποτέλεσμα ο χωρικός να περιμένει πλάι στον φύλακα για χρόνια ολόκληρα, φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του. Η πολύχρονη αυτή αναμονή δημιουργεί και τα περισσότερα ερωτήματα σε σχέση με την επιλογή του χωρικού να παραμείνει εκεί, έξω από το χώρο όπου βρίσκεται ο νόμος, για τόσα χρόνια. Ο χωρικός, βέβαια, θα καταβάλει κάθε πιθανή προσπάθεια για να του επιτραπεί η είσοδος∙ θα παρακαλέσει τον φύλακα, θα τον δωροδοκήσει με ό,τι πολύτιμο είχε, θα εκφράσει την οργή του με το να καταριέται χωρίς συγκρατημό την κακή του τύχη, θα φτάσει στο -παρανοϊκό- σημείο μέχρι και να παρακαλέσει τους ψύλλους στο γούνινο γιακά του φύλακα να τον βοηθήσουν και να του αλλάξουν τη γνώμη, ώστε να του επιτραπεί η είσοδος. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές δεν επαρκούν για να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι ο χωρικός παραμένει τόσα χρόνια καθηλωμένος εκεί.
Η συμπεριφορά του χωρικού θα πρέπει, επομένως, να ιδωθεί σε συμβολικό επίπεδο προκειμένου να γίνει κατανοητή. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτό το παράδειγμα αναμονής για να δείξει με τον πλέον εξόφθαλμο τρόπο την αγωνία και την τελμάτωση που βιώνουν οι πολίτες στη ζωή τους, όταν έρχονται αντιμέτωποι με την αναλγησία και την αναποτελεσματικότητα του κρατικού και δικαστικού μηχανισμού. Πολίτες που περιμένουν για χρόνια τη δικαίωσή τους από τα επίσημα δικαστήρια∙ πολίτες που δεν κατορθώνουν ποτέ να δουν τη δικαίωση αυτή, μιας και η υπόθεσή τους παραμένει ανενεργή για δεκαετίες. Πολίτες που εγκλωβίζονται στη φτώχια, στην ανεργία και την ανέχεια εξαιτίας της ανικανότητας του κρατικού μηχανισμού να διασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ορθή ανάπτυξη του οικονομικού κλίματος. Πολίτες που συνθλίβονται στα γρανάζια της κρατικής γραφειοκρατίας, μη κατορθώνοντας ποτέ να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους -μικρά ή μεγάλα αδιάφορο-, εφόσον δεν έχουν τις κατάλληλες γνωριμίες για να κινητοποιήσουν τον αδρανή κρατικό μηχανισμό. Πολίτες που βλέπουν τον κόπο μιας ζωής να χάνεται, διότι οι αποφάσεις και η πολιτική των κυβερνώντων οδηγούν το κράτος από τη μία αποτυχία στην άλλη, τινάζοντας στον αέρα κάθε έννοια οικονομικής σταθερότητας και εύρυθμης οικονομικής λειτουργίας. Πολίτες, εν τέλει, που υποτάσσονται στη δύναμη των κρατούντων και στην απόλυτη εξουσία των δικαστικών αρχών, έχοντας προηγουμένως χάσει πολύτιμα χρόνια από τη ζωή τους μένοντας εγκλωβισμένοι και ουσιαστικά καθηλωμένοι σε μια ψυχοφθόρα απραξία, αφού οι μηδαμινές τους δυνάμεις δεν επαρκούσαν να τους απεγκλωβίσουν από τα δεσμά της γραφειοκρατίας και των διαρκών εμποδίων που τους έθετε η κρατική εξουσία.
Ο χωρικός, άρα, που απομένει επί της ουσίας αδρανής σε μιαν αέναη διαδικασία αναμονής, μη επιλέγοντας κάποια άλλη μορφή δράσης ή ενέργειας και μη βρίσκοντας τρόπο να παρακάμψει το εμπόδιο του φύλακα, συμβολίζει όλους εκείνους τους πολίτες που προσέκρουσαν στα πλείστα προσχώματα της κρατικής ή της δικαστικής εξουσίας και είδαν τα χρόνια της ζωής τους να χάνονται, ανήμποροι να ξεπεράσουν τα υπέρμετρα γι’ αυτούς εμπόδια της απρόσωπης εξουσίας. Η συμπεριφορά του χωρικού μοιάζει, εύλογα, ανεξήγητη στα μάτια ενός ανθρώπου που έχει πάντοτε τις κατάλληλες γνωριμίες και πετυχαίνει πάντοτε εύκολα και γρήγορα αυτό που επιθυμεί∙ μοιάζει, όμως, τραγικά οικεία στα μάτια εκείνων των πολιτών που. μη έχοντας μήτε γνωριμίες μήτε πολιτικά μέσα, έχουν βιώσει τον εγκλωβισμό στα γρανάζια της γραφειοκρατίας κι έχουν αισθανθεί πλήρως αδύναμοι απέναντι στις ποικίλες αποφάσεις της κυβερνητικής εξουσίας που τους στέρησαν ευκαιρίες και τους καθήλωσαν στην αδράνεια.
γ) Η σχέση ανάμεσα στον χωρικό -τον πολίτη- και στον φύλακα, που έχει την ευθύνη να υπηρετεί την απρόσωπη εξουσία, θα διατηρηθεί παρά τη μεγάλη χρονική διάρκεια της συνύπαρξής τους σε τυπικό επίπεδο. Ο φύλακας δεν θα ενδώσει ποτέ στις παρακλήσεις του χωρικού και θα του απευθύνει το λόγο μόνο για να του κάνει «μικρορωτήματα», όπως αυτά που απευθύνουν οι μεγάλοι κύριοι σ’ εκείνους που βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση. Θα δεχτεί τις δωροδοκίες του χωρικού, αλλά μόνο για να του προσφέρει την παρηγοριά πως τον άφησε να προσπαθήσει ό,τι ήταν δυνατό, και θα δείξει μια κάποια ένδειξη εφεκτικότητας μόνο όταν θα διαπιστώσει πως ο χωρικός φτάνει πια στο τέλος της ζωής του, οπότε και θα του αποκαλύψει πως αυτή η είσοδος ήταν προορισμένη αποκλειστικά για εκείνον. Ο χωρικός, από την άλλη, θα εστιάσει τις προσπάθειές του στον συγκεκριμένο φύλακα σε τέτοιο βαθμό, ώστε από ένα σημείο και μετά θα τον θεωρεί το μόνο εμπόδιο που στέκει ανάμεσα σ’ εκείνον και στο νόμο, ξεχνώντας πως στις επόμενες αίθουσες υπάρχουν κι άλλοι φύλακες, χειρότεροι απ’ αυτόν. Θα τον παρατηρεί και θα τον μελετά αδιάκοπα, φτάνοντας να γνωρίσει μέχρι και τους ψύλλους που βρίσκονται στον γούνινο γιακά του, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ να του εμπνεύσει τη συμπάθεια ή την εκτίμηση εκείνη που θα οδηγούσε τον φύλακα στο να παραβλέψει τις εντολές που έχει και να επιτρέψει στον χωρικό να περάσει στην αίθουσα.
Ο φύλακας είναι, βέβαια, ένας απλός υπάλληλος του απρόσωπου συστήματος, μα θα φτάσει να προσωποποιεί στα μάτια του χωρικού την άτεγκτη και δίχως έλεος εξουσία που καταδυναστεύει τη ζωή του.    

2. Στο εισαγωγικό σημείωμα παραθέτονται οι διάφορες ερμηνείες που έχουν δοθεί στο έργο του Κάφκα και που ισχύουν και για τη συγκεκριμένη παραβολή. Ποια ερμηνευτική εκδοχή ανταποκρίνεται, κατά τη γνώμη σας, περισσότερο;

Η ερμηνευτική εκδοχή που ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα της συγκεκριμένης παραβολής είναι η κοινωνιολογική που έρχεται να τονίσει την αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσα στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας. Αν και το αφήγημα αυτό ακολουθεί και τα γενικότερα χαρακτηριστικά των έργων του Κάφκα, με την παρουσίαση τόσο της παγίδευσης του ατόμου, όσο και της διάστασης που υπάρχει ανάμεσα στο άτομο και την παράλογη λογική του κόσμου που το περιβάλλει αφενός και αφετέρου τις μορφές εξουσίας που κυριαρχούν, οι οποίες αξιώνουν την απόλυτη υποταγή του συντρίβοντας τελικά την ατομικότητα. 
Ο χωρικός, ως άτομο και ως πολίτης, έρχεται αντιμέτωπος με τη γραφειοκρατία και την απρόσιτη για τους απλούς ανθρώπους εξουσία, η οποία, αν και θεωρητικά υπάρχει για να υπηρετεί τις ανάγκες και το όφελος των πολιτών, στην πραγματικότητα όμως λειτουργεί κατά τρόπο που να τους υποτάσσει, αφαιρώντας τους κάθε δυνατότητα αντίδρασης. Ο χωρικός δεν θα κατορθώσει ποτέ να σταθεί απέναντι στο νόμο, όπως πλήθος άλλων πολιτών πριν και μετά από αυτόν δεν μπόρεσαν ποτέ να δικαιωθούν, εφόσον η ασημαντότητα της ύπαρξής τους δεν ήταν αρκετή για να «συγκινήσει» την επίσημη δικαιοσύνη, προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Κατά παρόμοιο τρόπο, άλλωστε, πλήθος πολιτών συντρίβεται εξαιτίας της αναλγησίας του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος ως πρώτιστο στόχο του θέτει την υποταγή των πολιτών και όχι τη διασφάλιση εκείνων των συνθηκών που θα τους επιτρέψουν την επίτευξη προσωπικών τους στόχων και επιδιώξεων.
Ο χωρικός καθηλώνεται απέναντι στην απρόσωπη εξουσία, μαθαίνοντας ή συνειδητοποιώντας στο τέλος πως αυτή η είσοδος, μπροστά στην οποία πέρασε τόσα χρόνια από τη ζωή του περιμένοντας, ήταν προορισμένη μόνο για εκείνον. Έξοχη επιλογή για την ανάδειξη της μερικότητας που εκφράζεται μέσω αυτής της ιστορίας∙ η ιστορία του χωρικού δεν είναι η ιστορία όλων των ανθρώπων, είναι η ιστορία του συγκεκριμένου προσώπου -κι όλων εκείνων που βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Η έννοια της κοινωνικής αδικίας αποτελεί εδώ το κλειδί για την ανάγνωση του κειμένου. Τη στιγμή που ο χωρικός έρχεται αντιμέτωπος με το ανυπέρβλητο εμπόδιο μιας ανυποχώρητης άρνησης, άλλοι πολίτες, σαφώς πιο ευνοημένοι, βρίσκουν όλες τις πόρτες ανοιχτές, αφού έχουν τις κατάλληλες πολιτικές ή άλλες διασυνδέσεις. Η πόρτα που κλείνει για τον χωρικό και τον εξαθλιώνει, συμβολίζει εν μέρει κι εκείνες τις «αναγκαίες» αδικίες που σημειώνονται συνεχώς, προκειμένου να διασφαλιστούν τα επιπλέον προνόμια που θα δοθούν απλόχερα στους ευνοημένους του συστήματος.


Έκθεση Α΄ Λυκείου: Αντιμετωπίζοντας τον αναλφαβητισμό των νέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Randoms print

Έκθεση Α΄ Λυκείου: Αντιμετωπίζοντας τον αναλφαβητισμό των νέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

 Καθώς εκατομμύρια μαθητές σχολείων από όλη την Ευρώπη προετοιμάζονται για τη νέα σχολική χρονιά, η στατιστική διαπίστωση, ότι ένας στους πέντε δεκαπεντάχρονους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στερείται των βασικών γνώσεων ανάγνωσης και γραφής, δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητή. Πρόκειται, βεβαίως, για ένα θέμα με σοβαρότατες κοινωνικές προεκτάσεις, αφού πιθανότατα να αποτελέσει εμπόδιο για τη μελλοντική απασχόληση αυτών των παιδιών ή και ακόμα να οδηγήσει στον κοινωνικό αποκλεισμό τους. Η ανάγκη για άμεση δράση στο ζήτημα του αναλφαβητισμού έχει ήδη επισημανθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ενδεικτικό μπορεί να θεωρηθεί ότι ποσοστό της τάξης του 20% των δεκαπεντάχρονων στην ΕΕ, είχε κριθεί το 2009 ότι έχει πολύ χαμηλή επίδοση σε θέματα ανάγνωσης. Μια διεθνής έκθεση που δημιουργήθηκε από το «Πρόγραμμα για Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών» (PISA) εξετάζει τις επιδόσεις δεκαπεντάχρονων μαθητών στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες.
Η έκθεση αυτή, η οποία κάθε τρία χρόνια ανανεώνεται, έχει αναδείξει ότι σε σχέση με άλλα συγκρίσιμα κράτη παγκοσμίως, σε αυτό το θέμα η ΕΕ έχει τις χαμηλότερες επιδόσεις. Η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα μαθητών, που χαρακτηρίζεται από τις πολύ στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης και γραφής, δικαιολογημένα αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα μετά το σχολείο.
Σύμφωνα με μελλοντικές εκτιμήσεις, μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, θα αυξηθεί αρκετά το ποσοστό των θέσεων εργασίας που θα προϋποθέτουν εξειδικευμένη κατάρτιση υψηλού επιπέδου. Αυτό θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τους αναλφάβητους να βρουν εργασία, ενώ πολύ ορατός είναι ο κίνδυνος για τον επακόλουθο κοινωνικό τους αποκλεισμό.
Η ανάγκη για δράση δεν αφορά μόνο μαθητές σχολείων, αλλά και ενήλικες. Περίπου ογδόντα εκατομμύρια Ευρωπαίοι ενήλικες, το ένα τρίτο δηλαδή του εργατικού δυναμικού της ΕΕ, έχουν πολύ λίγες ή τις απαραίτητες γνώσεις. Σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, στον οποίο η διά βίου μάθηση θεωρείται πλέον το κλειδί για επαγγελματική απασχόληση, οικονομική επιτυχία και ολοκληρωμένη συμμετοχή στην κοινωνία, η απουσία των βασικών γνώσεων γραφής και ανάγνωσης μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική. Μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει θετικές συνέπειες σε μια σειρά από άλλα ζητήματα, όπως τη φτώχεια, την ανεργία και την υγεία. Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, πολλοί οργανισμοί έχουν αναλάβει δράση και κατά του αναλφαβητισμού που παρατηρείται στους ενήλικες.
Η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο τη μείωση του ποσοστού των αναλφάβητων δεκαπεντάχρονων μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια. Πρόκειται για έναν από τους πέντε κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους στο θέμα της εκπαίδευσης. Με το κάθε κράτος-μέλος να είναι βεβαίως υπεύθυνο για το δικό του εκπαιδευτικό σύστημα, οι πολιτικές που αποφασίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο σκοπεύουν στο να υποστηρίξουν τις εθνικές δράσεις.
Για την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού εντός της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προγραμματίσει μια σειρά από στοχευμένες δράσεις, σχέδια και μελέτες. Πρώτη από αυτές τις δράσεις θα είναι μια καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, η οποία θα σκοπεύει στο να δοθούν κίνητρα σε παιδιά, έφηβους, αλλά και ενήλικες, για να διαβάζουν, αλλάζοντας το στυλ της ζωής τους και επομένως το κοινωνικό προφίλ τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης αρχίσει δύο έρευνες οι οποίες στοχεύουν στη συλλογή περισσότερων στοιχείων σχετικών με την ανάγνωση, στη συμμετοχή των γονιών στο θέμα της αντιμετώπισης του αναλφαβητισμού και στη διδασκαλία του διαβάσματος. Σκοπός αυτών των ερευνών είναι να εντοπιστούν από τη μία οι πιο σημαντικές παράμετροι που επηρεάζουν την ικανότητα για ανάγνωση και από την άλλη να αναδειχθούν πετυχημένες πρακτικές στο εθνικό επίπεδο κάθε χώρας μέλους της ΕΕ. Η μάχη, λοιπόν, κατά του αναλφαβητισμού έχει ξεκινήσει.

Ιστοσελίδα της Κυπριακής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 23. 8. 2012 (διασκευή).

ΘΕΜΑΤΑ

Α1. Για ποιους λόγους, σύμφωνα με το κείμενο, οι βασικές γνώσεις ανάγνωσης και γραφής για έναν έφηβο δεν είναι αρκετές για τη μετέπειτα ζωή του; (60-80 λέξεις)

Οι βασικές γνώσεις ανάγνωσης και γραφής δεν είναι αρκετές για τη μετέπειτα ζωή ενός εφήβου, καθώς οι απαιτήσεις για τη διασφάλιση της αναγκαίας επαγγελματικής αποκατάστασης είναι σαφώς υψηλότερες. Είναι, μάλιστα, σαφές πως σταδιακά θα αυξάνονται όλο και περισσότερο οι θέσεις εργασίας που θα προϋποθέτουν εξειδικευμένη κατάρτιση ανώτερου επιπέδου, καθιστώντας έτσι ανεπαρκείς ακόμη και τις απλές πανεπιστημιακές σπουδές. Η αδυναμία, άλλωστε, εύρεσης μιας εργασίας με καλές προοπτικές ή ακόμη χειρότερα η ανεργία, συνιστά έναν παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει το άτομο στον κοινωνικό του αποκλεισμό, αφού δεν θα είναι σε θέση να συμμετέχει επαρκώς στις διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.  

Α1. Για ποιους λόγους η δράση για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού αφορά και τους ενήλικες; (60-80 λέξεις)

Η δράση για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού αφορά και τους ενήλικες, διότι ένα σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού της ΕΕ έχει ελάχιστες ή μόνο τις απαραίτητες γνώσεις. Το στοιχείο αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, καθώς στον διαρκώς εξελισσόμενο σύγχρονο κόσμο η δια βίου μάθηση είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλίζεται η αναγκαία ικανότητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Αν, επομένως, συνεχίσει να υφίσταται η απουσία βασικών γνώσεων, πολλοί άνθρωποι δεν θα είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τις σχετικές εξελίξεις και δεν θα έχουν τη δυνατότητα να βρουν εργασία. Η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού, άλλωστε, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα σε πλήθος ζητημάτων, όπως είναι η φτώχεια, η ανεργία, αλλά και η υγεία.

Α1. Με ποιους τρόπους, σύμφωνα με το κείμενο, προσπαθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του αναλφαβητισμού; (60-80 λέξεις)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της αρμόδιας Επιτροπής έχει σχεδιάσει μια σειρά από σχετικές δράσεις και μελέτες για την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού. Πρώτη από αυτές είναι μια ενημερωτική εκστρατεία που στοχεύει στο να δοθούν κίνητρα σε παιδιά αλλά και σε ενήλικες, ώστε να διαβάζουν περισσότερο αλλάζοντας έτσι τον τρόπο ζωής τους. Ενώ, παράλληλα, η Επιτροπή έχει ξεκινήσει δύο έρευνες που αποσκοπούν στο να συλλεχθούν ικανά στοιχεία σχετικά με την ανάγνωση και το ρόλο των γονιών στην αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού, όπως και στη διδασκαλία του διαβάσματος. Απώτερος στόχος αυτών των ερευνών είναι να εξακριβωθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν την ικανότητα ανάγνωσης, καθώς και να αναδειχθούν οι πιο αποτελεσματικές πρακτικές στον τομέα αυτό σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Α2. Ποια είναι τα δομικά στοιχεία της τελευταίας παραγράφου του κειμένου (Για την αντιμετώπιση... έχει ξεκινήσει);

Θεματική περίοδος: Για την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού εντός της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προγραμματίσει μια σειρά από στοχευμένες δράσεις, σχέδια και μελέτες.
Σχόλια / Λεπτομέρειες: Πρώτη από αυτές τις δράσεις θα είναι μια καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, η οποία θα σκοπεύει στο να δοθούν κίνητρα σε παιδιά, έφηβους, αλλά και ενήλικες, για να διαβάζουν, αλλάζοντας το στυλ της ζωής τους και επομένως το κοινωνικό προφίλ τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης αρχίσει δύο έρευνες οι οποίες στοχεύουν στη συλλογή περισσότερων στοιχείων σχετικών με την ανάγνωση, στη συμμετοχή των γονιών στο θέμα της αντιμετώπισης του αναλφαβητισμού και στη διδασκαλία του διαβάσματος. Σκοπός αυτών των ερευνών είναι να εντοπιστούν από τη μία οι πιο σημαντικές παράμετροι που επηρεάζουν την ικανότητα για ανάγνωση και από την άλλη να αναδειχθούν πετυχημένες πρακτικές στο εθνικό επίπεδο κάθε χώρας μέλους της ΕΕ.
Κατακλείδα: Η μάχη, λοιπόν, κατά του αναλφαβητισμού έχει ξεκινήσει.

Α2. Ποια είναι τα δομικά στοιχεία της πέμπτης παραγράφου (Η ανάγκη για δράση... ενήλικες) του κειμένου;

Θεματική περίοδος: Η ανάγκη για δράση δεν αφορά μόνο μαθητές σχολείων, αλλά και ενήλικες.
Σχόλια / Λεπτομέρειες: Περίπου ογδόντα εκατομμύρια Ευρωπαίοι ενήλικες, το ένα τρίτο δηλαδή του εργατικού δυναμικού της ΕΕ, έχουν πολύ λίγες ή τις απαραίτητες γνώσεις. Σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, στον οποίο η διά βίου μάθηση θεωρείται πλέον το κλειδί για επαγγελματική απασχόληση, οικονομική επιτυχία και ολοκληρωμένη συμμετοχή στην κοινωνία, η απουσία των βασικών γνώσεων γραφής και ανάγνωσης μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική. Μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει θετικές συνέπειες σε μια σειρά από άλλα ζητήματα, όπως τη φτώχεια, την ανεργία και την υγεία.
Κατακλείδα: Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, πολλοί οργανισμοί έχουν αναλάβει δράση και κατά του αναλφαβητισμού που παρατηρείται στους ενήλικες.

Β1.α. Να αντικαταστήσετε τους δύο υπογραμμισμένους ξενόγλωσσους όρους με σημασιολογικά ισοδύναμες ελληνικές λέξεις/φράσεις: καμπάνια, προφίλ.

Καμπάνια = εκστρατεία
Προφίλ = εικόνα

Β1.β. Με τις σημασιολογικά ισοδύναμες ελληνικές λέξεις / φράσεις να δημιουργήσετε μία περίοδο 20-30 λέξεων.

Με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων λειτουργίας η εταιρεία ξεκίνησε μια εκστρατεία για να προωθήσει τη νέα ανανεωμένη εικόνα της και να προσεγγίσει έτσι ένα πιο νεανικό κοινό.

Β1. Να δημιουργήσετε μία παράγραφο 60-80 λέξεων χρησιμοποιώντας καθεμιά από τις πέντε παρακάτω λέξεις της τελευταίας παραγράφου με έντονη γραφή: κίνητρα, στοχεύουν, συμμετοχή, αντιμετώπισης, επίπεδο.

Προκειμένου η προσπάθεια αντιμετώπισης του ζητήματος του αναλφαβητισμού να έχει κάποιο ουσιαστικό και διαρκέστερο αποτέλεσμα, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια ενιαία εκστρατεία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να παρέχονται στους νέους κίνητρα που θα στοχεύουν στο να ενισχυθεί η ενεργή συμμετοχή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ιδιαίτερη μέριμνα, βέβαια, θα πρέπει να ληφθεί για τα παιδιά που ανήκουν σε οικονομικά ασθενείς οικογένειες, μιας και είναι εκείνα που συνήθως εγκαταλείπουν το σχολείο σε μικρή ηλικία.

Β1. «Η απουσία των βασικών γνώσεων γραφής και ανάγνωσης μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική».

Χρησιμοποιώντας την παραπάνω πρόταση, να δημιουργήσετε μία παράγραφο 60-80 λέξεων.

Η απουσία των βασικών γνώσεων γραφής και ανάγνωσης μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική. Το αναλφάβητο άτομο αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες ακόμη και σε απλές καθημερινές δραστηριότητες και συναλλαγές, γεγονός που το αναγκάζει να εξαρτάται συχνά από τη βοήθεια άλλων ανθρώπων. Ενώ, στο πολύ βασικό ζήτημα της επαγγελματικής αποκατάστασης, περιορίζεται σε χειρωνακτικές κυρίως εργασίες, καθώς δεν του δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσει κάποια εργασιακή θέση με καλύτερες προοπτικές, αφού δεν έχει τα αναγκαία εφόδια.

Β2.α. Στον τίτλο του κειμένου γίνεται μεταφορική / συνυποδηλωτική χρήση της γλώσσας;

Η χρήση της γλώσσας είναι μεταφορική, μιας και το αντιμετωπίζω στην κυριολεκτική του σημασία αναφέρεται στην προβολή αντίστασης απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις.

Β2.β. Να δώσετε έναν δικό σας κυριολεκτικό/δηλωτικό τίτλο στο κείμενο.

Ευρωπαϊκή Ένωση και αναλφαβητισμός.

Β2. Στις παρακάτω προτάσεις / φράσεις να χαρακτηρίσετε κυριολεκτική / δηλωτική ή μεταφορική / συνυποδηλωτική τη χρήση της γλώσσας:

1. «στερείται των βασικών γνώσεων ανάγνωσης και γραφής»
= Κυριολεκτική
2. «η διά βίου μάθηση θεωρείται πλέον το κλειδί για επαγγελματική απασχόληση»
= Μεταφορική
3. «Η μάχη ...κατά του αναλφαβητισμού»
= Μεταφορική

Β2. «Η ανάγκη για άμεση δράση στο ζήτημα του αναλφαβητισμού έχει ήδη επισημανθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή»:

1. Να αιτιολογήσετε την επιλογή της σύνταξης από τον αρθρογράφο.

Με την παθητική σύνταξη δίνεται έμφαση στο αποτέλεσμα της ενέργειας που υποδηλώνεται από το ρήμα (η ανάγκη για άμεση δράση στο ζήτημα του αναλφαβητισμού).

2. Να μετατρέψετε την παθητική σύνταξη σε ενεργητική.


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη επισημάνει την ανάγκη για άμεση δράση στο ζήτημα του αναλφαβητισμού. 

Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) «Ο εγκαταλειμμένος άνθρωπος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dan Holm

Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) «Ο εγκαταλειμμένος άνθρωπος»

Ο Σαρτρ (1905-1980) είναι από τους μεγαλύτερους στοχαστές του καιρού μας και ένας από τους κύριους εκπροσώπους του υπαρξισμού. Ο υπαρξισμός ανήκει στις φιλοσοφίες του ανθρώπου και αποτελεί αντίδραση στη φιλοσοφία της λογικής και των αφηρημένων ιδεών. Αντικείμενό του είναι η ανθρώπινη ύπαρξη στη συγκεκριμένη της πραγματικότητα, δηλαδή στην αδιάκοπη στράτευσή της μέσα στην κοινωνική ζωή. Γιατί ο άνθρωπος για το Σαρτρ, είναι πρώτα μια «ύπαρξη» ριγμένη στον κόσμο τελείως παράλογα, εγκαταλειμμένη, στερημένη από κάθε σημασία και «καταδικασμένη» σε απόλυτη ελευθερία. Τη σημασία, το νόημα, την υπόσταση (ουσία) στην ύπαρξή του θα τη δώσει ο ίδιος ο άνθρωπος με τις πράξεις του και με τις ελεύθερες επιλογές του.
Για να εκλαϊκεύσει και να διαδώσει τις ιδέες του ο Σαρτρ, εκτός από τα καθαρά φιλοσοφικά του έργα (π.χ. Το είναι και το μηδέν) έγραψε και μυθιστορήματα (Η ναυτία, Οι δρόμοι της ελευθερίας — τρεις τόμοι), θεατρικά έργα (Οι μύγες, Κεκλεισμένων των θυρών, Οι έγκλειστοι της Αλτόνα κ.ά.), σενάρια και δοκίμια. Πέρα από το γράψιμο, ο Σαρτρ θέλησε να εφαρμόσει τις ιδέες του με την καθημερινή πολιτική του στράτευση, δηλαδή με την ενεργητική συμμετοχή του στα γεγονότα.
Το έργο του Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός (απ’ όπου και το απόσπασμα) είναι μια διάλεξη που έδωσε ο Σαρτρ το 1946, για να εξηγήσει τις βασικές θέσεις του υπαρξισμού.

Ο άνθρωπος είναι «εγκαταλειμμένος», αφημένος στη δική του πρωτοβουλία. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, που θα σας επιτρέψει να καταλάβετε καλύτερα την «εγκατάλειψη» θ’ αναφέρω την περίπτωση ενός απ’ τους μαθητές μου, που ήρθε να με βρει κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες. Ο πατέρας του είχε τσακωθεί με τη μητέρα του και μάλιστα έδειχνε πως είχε κλίση να γίνει συνεργάτης των Γερμανών· ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε σκοτωθεί στη γερμανική επίθεση του 1940 κι αυτός ο νέος, με κάπως πρωτόγονα συναισθήματα αλλά και περίσσια γενναιοψυχία, επιθυμούσε να εκδικηθεί το θάνατό του. Η μητέρα του ζούσε μαζί του, πολύ στενοχωρημένη από την ημι-προδοσία του πατέρα του και τον χαμό του πρωτότοκου γιου της, και δεν έβρισκε παρηγοριά παρά σ’ αυτόν τον μικρότερο.

Ένα παράδειγμα
Τη στιγμή εκείνη, λοιπόν, ο νεαρός έπρεπε να διαλέξει: ή να φύγει στην Αγγλία και να προσχωρήσει στις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις —δηλαδή να εγκαταλείψει τη μητέρα του— ή να παραμείνει κοντά στη μητέρα του και να τη βοηθήσει να ζήσει. Είχε απόλυτα συνειδητοποιήσει πως αυτή η γυναίκα δεν ζούσε παρά χάρη στην παρουσία του και πως η εξαφάνισή του —και ίσιος ο θάνατός του— θα την εβύθιζαν στην απελπισία. Ήξερε ακόμα πως στο βάθος, συγκεκριμένα, κάθε πράξη που έκανε απέναντι στη μητέρα του είχε το αντίκρυσμά της, με την έννοια πως την βοηθούσε να ζήσει, ενώ κάθε πράξη που θα έκανε για να φύγει και να πολεμήσει ήταν διφορούμενη, αμφίβολης αποτελεσματικότητας, μπορούσε κάλλιστα να χαθεί στις άμμους και να μη χρησιμέψει σε τίποτα.
Για παράδειγμα: φεύγοντας για την Αγγλία, μπορούσε να συλληφθεί και να κλειστεί επ’ αόριστο σ’ ένα ισπανικό στρατόπεδο, καθώς θα περνούσε απ’ την Ισπανία· μπορούσε πάλι να φτάσει κάποτε στην Αγγλία ή στο Αλγέρι κι εκεί να τον ρίξουν σε κανένα γραφείο να μουντζουρώνει χαρτιά.

Δύο τύποι ηθικής
Βρισκόταν, κατά συνέπεια, απέναντι σε δύο τύπους δράσης πολύ διαφορετικούς: η μια ήταν συγκεκριμένη, άμεση, αλλά δεν απευθυνόταν παρά σε ένα μόνον άτομο· η άλλη, που απευθυνόταν σ’ ένα πολύ ευρύτερο σύνολο, σε μιαν εθνικήν ολότητα, ήταν απ’ αυτόν ακριβώς τον προσανατολισμό της διφορούμενη και μπορούσε να διακοπεί στα μισά του δρόμου. Ταυτόχρονα, εδίσταζε ανάμεσα σε δύο τύπους ηθικής. Απ’ τη μια μεριά, είχε να κάνει με μιαν ηθική της συμπάθειας, της ατομικής αφοσίωσης· απ’ την άλλη, αντιμετώπιζε μιαν πολύ ευρύτερη ηθική αλλά πολύ αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας.

Το χριστιανικό δόγμα
Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στις δύο. Ποιος μπορούσε να τον βοηθήσει να διαλέξει; Το χριστιανικό δόγμα; Όχι. Το χριστιανικό δόγμα λέει: έσο φιλάνθρωπος, αγάπα τον πλησίον σου, θυσίασε τον εαυτό σου στους άλλους, διάλεξε τον πιο τραχύ δρόμο, κτλ., κτλ. Ποιος, όμως, είναι ο πιο τραχύς δρόμος; Ποιον πρέπει ν’ αγαπάμε «ως αδελφόν», τον συμμαχητή μας ή τη μητέρα μας; Τι είναι πιο ωφέλιμο, η αόριστη συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις ενός συνόλου ή η συγκεκριμένη βοήθεια σ’ ένα συγκεκριμένο ον για να ζήσει; Ποιος μπορεί ν’ αποφασίσει απ’ τα πριν γι’ αυτά; Κανένας. Καμιά γραπτή ηθική δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα το ένα ή το άλλο.
Η καντιανή ηθική λέει: μη χρησιμοποιείτε ποτέ τους άλλους σαν μέσα αλλά σαν σκοπό. Πάει καλά: αν παραμείνω κοντά στη μητέρα μου, θα της φερθώ σαν να ήταν σκοπός και όχι μέσο, αλλά, απ’ αυτό το ίδιο το γεγονός κινδυνεύω να χρησιμοποιήσω σαν μέσο αυτούς που πολεμάνε γύρω μου· και αντίστροφα, αν πάω κι εγώ να πολεμήσω, θα φερθώ στους συμμαχητές μου σαν να ήταν σκοπός, ενώ κινδυνεύω έτσι να χρησιμοποιήσω τη μητέρα μου σαν μέσο.

Αξία και συναίσθημα
Αν οι αξίες είναι αόριστες, κι αν είναι πάρα πολύ πλατιές για τη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζουμε, δεν μας μένει παρά να εμπιστευθούμε το ένστικτό μας. Αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει κι ο νεαρός· κι όταν τον είδα, έλεγε: στο βάθος, αυτό που έχει σημασία είναι το συναίσθημα· θα έπρεπε να διαλέξω αυτό που με σπρώχνει αληθινά προς κάποια κατεύθυνση.
Αν αισθάνομαι πως αγαπάω αρκετά τη μητέρα μου για να θυσιάσω προς χάρη της όλα τ’ άλλα —την επιθυμία μου για εκδίκηση, την επιθυμία μου για δράση, την επιθυμία μου για περιπέτειες— μένω κοντά της. Αν, αντίθετα, αισθάνομαι πως η αγάπη για τη μητέρα μου δεν είναι αρκετή, τότε φεύγω.
Πώς, όμως, να καθορίσει κανείς την αξία ενός συναισθήματος. Τι έδινε αξία στο συναίσθημά του για τη μητέρα του; Το γεγονός ακριβώς ότι έμενε για χάρη της. Μπορώ να πω: αγαπάω αρκετά τον τάδε φίλο μου για να του θυσιάσω το δείνα ποσό χρημάτων· δεν μπορώ να το πω στ’ αλήθεια παρά μόνον αν το ‘χω κιόλας κάνει. Μπορώ να πω: αγαπάω αρκετά τη μητέρα μου ώστε να μείνω, αν έχω ήδη μείνει κοντά της. Δεν μπορώ να καθορίσω την αξία αυτής της αφοσίωσης, παρά μόνο αν έχω κάνει μια πράξη που να την επικυρώνει και να την προσδιορίζει. Καθώς, όμως, εγώ ζητάω από αυτή την αφοσίωση να δικαιολογήσει την πράξη μου, παρασύρομαι σ’ ένα φαύλο κύκλο.

Το συναίσθημα οικοδομείται με τις πράξεις μας
Άλλωστε ο Αντρέ Ζιντ είπε, πολύ σωστά, πως ένα συναίσθημα που υποκρινόμαστε ή ένα συναίσθημα που ζούμε σαν βίωμα είναι δυο πράγματα σχεδόν αδιαχώριστα: το ν’ αποφασίσω πως αγαπάω τη μητέρα μου μένοντας κοντά της ή να παίξω θέατρο μ’ αποτέλεσμα να φαίνεται πως μένω για τη μητέρα μου, είναι λιγάκι το ίδιο πράγμα. Μ’ άλλα λόγια: το συναίσθημα οικοδομείται με τις πράξεις που κάνουμε· άρα, δεν μπορώ να το συμβουλευθώ και να το χρησιμοποιήσω σαν οδηγό. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορώ ούτε ν’ αναζητήσω μέσα μου την αυθεντική διάθεση που θα με σπρώξει να δράσω, ούτε και να ζητήσω από μιαν έτοιμη ηθική έννοιες που θα μου επιτρέψουν να δράσω.

Εκλογή και δέσμευση
Θα μου πείτε: πήγε τουλάχιστον σ’ έναν καθηγητή για να του ζητήσει συμβουλή: Αν, όμως, πάτε να ζητήσετε συμβουλή σ’ έναν ιερέα, για παράδειγμα, έχετε ήδη διαλέξει αυτόν τον ιερέα κι όχι άλλον, ξέρατε ήδη στο βάθος, κατά το μάλλον ή ήττον, αυτό που θα συμβούλευε. Μ’ άλλα λόγια: διαλέγοντας τον σύμβουλο, σημαίνει και πάλι πως δεσμεύετε τον εαυτό σας. Η απόδειξη είναι πως, αν σας ρωτήσουν κι είσαστε χριστιανός, αμέσως θα πείτε: πηγαίνετε να συμβουλευθείτε έναν ιερέα.
Αλλά υπάρχουν ιερείς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, ιερείς που περίμεναν να δουν κατά πού θα κλίνει η πλάστιγγα και ιερείς που πήραν μέρος στην Αντίσταση. Ποιον να διαλέξει κανείς; Κι αν ο νεαρός διαλέξει έναν ιερέα που ανήκε στην Αντίσταση, ή, αντίθετα ένα συνεργάτη των Γερμανών, έχει κιόλας αποφασίσει το είδος συμβουλής που θα του δοθεί.

Δεν υπάρχει γενική ηθική
Έτσι, καθώς ήρθε να βρει εμένα, ήξερε την απάντηση που θα του έδινα και δεν είχα παρά μιαν απάντηση να του δώσω: είσαστε ελεύθερος, διαλέχτε μόνος σας, δηλαδή εφεύρετε. Καμιά γενική ηθική δεν μπορεί να υποδείξει τι πρέπει να γίνει: δεν υπάρχουν «σημάδια» στον κόσμο. Οι καθολικοί θα απαντήσουν: μα υπάρχουν «σημάδια». Ας το δεχθούμε· πάντως, εγώ διαλέγω το νόημα που θα τους δώσω.

μτφρ: Κώστας Σταματίου

Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις: οι αντιστασιακές γαλλικές δυνάμεις του Στρατηγού Ντε Γκολ.
καντιανή ηθική: η ηθική που προβάλλει ο Γερμανός φιλόσοφος Εμμ. Καντ (1724-1804) και που έχει ως κύριο γνώρισμα την «κατηγορική προσταγή», δηλαδή το αξίωμα: «Πράττε έτσι, ώστε η κάθε πράξη σου να μπορεί να γίνει καθολική νομοθεσία».
Αντρέ Ζιντ (1869-1951): από τους σημαντικότερους Γάλλους μυθιστοριογράφους.

Ερωτήσεις:

1. Ποιο είναι το δίλημμα του νέου και ποιοι οι δύο τύποι ηθικής στους οποίους ανταποκρίνεται;

Το δίλημμα του νέου έχει να κάνει με το αν θα επιλέξει να φύγει για την Αγγλία και να προσχωρήσει στις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί τους Γερμανούς για το χαμό του μεγαλύτερου αδελφού του ή αν θα παραμείνει κοντά στη μητέρα του, προσφέροντάς της το αναγκαίο ψυχολογικό στήριγμα για να συνεχίσει να ζει. Η μητέρα του νέου έχει αφενός χάσει τον έναν της γιο κι αφετέρου έχει τσακωθεί με τον άντρα της, ο οποίος δείχνει πως είναι έτοιμος να συνεργαστεί με τους Γερμανούς, μ’ εκείνους δηλαδή που σκότωσαν το παιδί τους. Κατάσταση που την έχει ωθήσει στο να εξαρτηθεί απόλυτα από την παρουσία του μοναδικού παιδιού που της έχει απομείνει. Από την άλλη, βέβαια, εφόσον η πατρίδα του νέου, η Γαλλία, βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γερμανία, του προσφέρεται η δυνατότητα αφενός να στηρίξει τους συμπολίτες του στον κοινό τους αγώνα και αφετέρου να εκδικηθεί τους δολοφόνους του αδερφού του. Γνωρίζει, όμως, πως αν αφήσει τη μητέρα του για να πάει να πολεμήσει, εκείνη δεν θα έχει πια κανέναν λόγο για να συνεχίσει να ζει.
Το δίλημμα αυτό μπορεί να το προσεγγίσει ο νέος βασιζόμενος σε δύο διαφορετικούς τύπους ηθικής∙ από τη μια μεριά βρίσκεται η ηθική της ατομικής αφοσίωσης σ’ εκείνο το ένα πρόσωπο που έχει τη μεγαλύτερη αξία στη ζωή του, δηλαδή στη μητέρα του, απέναντι στην οποία έχει ένα πολύ συγκεκριμένο και σαφές χρέος, εφόσον γνωρίζει πως πλέον ο ίδιος αποτελεί το μοναδικό στήριγμα που την κρατά στη ζωή. Από την άλλη τίθεται μια ηθική ευρύτερων διαστάσεων, η οποία σχετίζεται με το χρέος απέναντι στην πατρίδα, που θα τον οδηγούσε τόσο στο να υπερασπιστεί την εθνική τους ανεξαρτησία όσο και στο να λάβει εκδίκηση για το χαμό του αδερφού του. Πρόκειται, εντούτοις, για μια ηθική που δεν μπορεί να του διασφαλίσει ένα εγγυημένα θετικό αποτέλεσμα, αφού η συμμετοχή του στον πόλεμο μπορεί να μην αποδώσει απολύτως τίποτε. Είναι, δίχως άλλο, πιθανό να τραυματιστεί, να φονευθεί ή να συλληφθεί προτού καν προλάβει να προσφέρει έστω και το ελάχιστο στον κοινό αγώνα, καταλήγοντας έτσι να θυσιάσει τη ζωή του -μαζί και τη ζωή της μητέρας του-, χωρίς να τελικά να πετύχει αυτό που θέλει.

2. Γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει το νέο στην εκλογή του το χριστιανικό δόγμα ή η καντιανή ηθική;

Το χριστιανικό δόγμα δεν μπορεί να βοηθήσει τον νέο στην απόφασή του, διότι οι αρχές που πρεσβεύει δεν μπορούν επί της ουσίας να αποσαφηνιστούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υποδείξουν με βεβαιότητα τη σωστή επιλογή. Οι αξιώσεις του χριστιανισμού να αγαπούν οι άνθρωποι τον πλησίον τους, να θυσιάζουν τον εαυτό τους για τον άλλο και να διαλέγουν τον πιο δύσκολο δρόμο, δεν προσφέρουν μια σαφή απάντηση, καθώς δεν είναι βέβαιο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ό,τι προέχει είναι η προσφορά βοήθειας στη μητέρα ή στο σύνολο του γαλλικού έθνους. Τι είναι τελικά πιο σημαντικό, να εκφράζει κανείς την αγάπη του απέναντι στη μητέρα του ή την αγάπη του απέναντι στους πιθανούς συμπολεμιστές; Κι αντιστοίχως, τι θα φανεί τελικά πιο ωφέλιμο, το να σταθεί πλάι στη μητέρα του, που είναι δεδομένο πως με την παρουσία του θα τη βοηθήσει να ζήσει ή το να λάβει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις των γαλλικών δυνάμεων, μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων αν θα μπορέσει πράγματι να προσφέρει κάτι σ’ αυτούς τους αγώνες; Τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά και οι αρχές του χριστιανισμού δεν μπορούν να ερμηνευθούν από κάποιον με τόση σαφήνεια, ώστε να δοθεί μια τελική απάντηση για το ποια θα πρέπει να είναι η επιλογή του νέου.
Εξίσου αδύναμη στο να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στον νέο είναι και η καντιανή ηθική, η βασική αρχή της οποίας είναι να μη χρησιμοποιούν οι άνθρωποι τους άλλους σαν μέσα αλλά σαν σκοπό. Το ζήτημα εδώ είναι πως όποια απόφαση κι αν λάβει ο νέος θα καταλήξει να χρησιμοποιεί κάποιον -τη μητέρα του ή τους Γάλλους στρατιώτες- σαν μέσο. Αν, για παράδειγμα, επιλέξει να μείνει κοντά στη μητέρα του, για να τη βοηθήσει να ζήσει, τότε σίγουρα θα την αντιμετωπίσει σαν σκοπό, σαν να αποτελεί εκείνη και η διαφύλαξη της ζωής της τον σκοπό του νέου. Ωστόσο, προκειμένου να έχει εκείνος τη δυνατότητα να μείνει κοντά στη μητέρα του, θα πρέπει κάποιοι άλλοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, οι νέοι εκείνοι δηλαδή που θα πολεμήσουν για χάρη της κοινής πατρίδας, τους οποίους και θα χρησιμοποιήσει ο νέος σαν μέσο, για να πετύχει εκείνο που θέλει∙ τη σωτηρία της μητέρας του. Από την άλλη, βέβαια, αν επιλέξει να πάει στον πόλεμο, τότε θα αντιμετωπίσει τους συμπολεμιστές σαν σκοπό, εφόσον θα βρεθεί πλάι τους για να τους προσφέρει τη βοήθειά του κι ίσως τη ζωή του, αλλά για να το πετύχει αυτό θα έχει χρησιμοποιήσει τη μητέρα του σαν μέσο, εφόσον ο μόνος τρόπος για να βρεθεί στο γαλλικό στράτευμα είναι να θυσιάσει τη δική της ζωή.  

3. Γιατί δεν μπορεί να βασιστεί στο συναίσθημα; Ποια είναι η άποψη του συγγραφέα για την αξία ενός συναισθήματος;

Ο νέος δεν μπορεί να βασίσει την επιλογή του ούτε στο συναίσθημα, διότι αυτό μπορεί να του επιβεβαιώσει τη μία ή την άλλη επιλογή μόνο αν πρώτα αυτές αποτελέσουν βιωμένη πραγματικότητα και όχι νωρίτερα. Ο νέος δεν μπορεί, δηλαδή, να γνωρίζει εκ των προτέρων αν η αγάπη του για τη μητέρα του είναι πράγματι τόσο ισχυρή, ώστε να τον αποτρέψει από το να λάβει εκδίκηση για τον χαμό του αδερφού του και από το να αγωνιστεί για την πατρίδα του, διότι μόνο αν μείνει πράγματι πλάι της θα μπορέσει να αισθανθεί αν τελικά αυτή η επιλογή τον κάνει να αισθάνεται καλά. Αν, επομένως, μείνει κοντά στη μητέρα του και δεν αισθάνεται πως πρόδωσε τον αδερφό του και την πατρίδα του, τότε το συναίσθημα θα μπορέσει να επιβεβαιώσει το ορθό της επιλογής. Το να ζητά, όμως, από το συναίσθημα να τον καθοδηγήσει στη σωστή απόφαση, χωρίς να έχει πρώτα βιώσει τον συναισθηματικό αντίκτυπο αυτής της απόφασης, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να του προσφέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το συναίσθημα θα τον οδηγήσει, υπό μία έννοια, σε μια απόφαση που θα βασιστεί σε μια υπόθεση∙ στην υπόθεση, για παράδειγμα, πως το να λάβει εκδίκηση για τον αδερφό του είναι για τον νέο κάτι πιο σημαντικό από τη σωτηρία της μητέρας του. Το αν, όμως, η απόφαση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα θα το αισθανθεί μόνο όταν θα εγκαταλείψει τη μητέρα του για να πάει στον πόλεμο. Μόνο τότε θα γνωρίζει αληθινά αν η επιλογή αυτή τον ικανοποιεί συναισθηματικά, καθώς είναι πολύ πιθανό τη στιγμή που θα βρεθεί μακριά από τη μητέρα του να δει και να αισθανθεί τα πράγματα με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι πίστευε πως θα τα βιώσει.   
Το συναίσθημα, άλλωστε, είναι κάτι το σχετικό, αφού επί της ουσίας εκείνο που φαίνεται στους άλλους ότι νιώθουμε προκύπτει ως συμπέρασμα από τις πράξεις που επιλέγουμε να κάνουμε. Ένα συναίσθημα που είναι πραγματικό και εκφράζει με ειλικρίνεια όσα νιώθουμε κι ένα συναίσθημα που το υποκρινόμαστε, αλλά το στηρίζουμε με τις ανάλογες πράξεις, οδηγούν εν τέλει στο ίδιο αποτέλεσμα, αφού οι άλλοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα συναισθήματά μας με βάση τις πράξεις μας. Έτσι, είτε ο νέος μείνει κοντά στη μητέρα του, διότι πραγματικά αισθάνεται ότι θέλει να το κάνει αυτό, είτε μείνει κοντά της, υποκρινόμενος πως πρόκειται για κάτι που το θέλει, για τη μητέρα το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, αφού θα έχει δίπλα της τον γιο της. Επομένως, εφόσον το συναίσθημα -που είναι μια εσωτερική διάθεση αφανής στους άλλους- αποκτά πραγματική διάσταση μέσα από τις πράξεις του ατόμου, που είναι εν τέλει οι μόνες που αποτελούν μια χειροπιαστή πραγματικότητα για τους άλλους ανθρώπους, τότε δεν μπορεί να αποτελέσει πραγματικό οδηγό σε μια απόφαση, αφού η ύπαρξη ή η απουσία του μπορεί εύκολα να υποκατασταθεί με τις κατάλληλες πράξεις, που θα δημιουργήσουν την επιθυμητή εντύπωση στους άλλους. Όπως χαρακτηριστικά το διατυπώνει ο συγγραφέας: «το ν’ αποφασίσω πως αγαπάω τη μητέρα μου μένοντας κοντά της ή να παίξω θέατρο μ’ αποτέλεσμα να φαίνεται πως μένω για τη μητέρα μου, είναι λιγάκι το ίδιο πράγμα».

4. Γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά το νέο καμιά συμβουλή; Ποιο πρόβλημα δημιουργείται στην περίπτωση της συμβουλής;

Η επιλογή του να ζητήσει ο νέος συμβουλή από κάποιον άλλον άνθρωπο, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον καθηγητή του, οδηγεί σε μια μορφή δέσμευσης, η οποία προκύπτει όχι εν αγνοία εκείνου που ζητά τη συμβουλή, εφόσον λίγο πολύ γνωρίζει ήδη τις απόψεις του ανθρώπου που συμβουλεύεται. Η ιδέα, άρα, του να λάβει ο νέος τη συμβουλή κάποιου άλλου, δεν είναι διόλου απαλλαγμένη από την έννοια της δέσμευσης, αφού από το πλήθος των ανθρώπων στους οποίους θα μπορούσε να στραφεί επιλέγει συνειδητά έναν συγκεκριμένο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ποια περίπου θα είναι η απάντησή του. Είναι σαν να θέλει ο νέος να μεταθέσει την ευθύνη της επιλογής σ’ εκείνον που θα τον συμβουλεύσει, ενώ είναι σαφές πως η τελική απόφαση είναι δική του, και πως σκοπίμως εν τέλει επιλέγει να λάβει τη συμβουλή ενός συγκεκριμένου προσώπου και όχι κάποιου άλλου.
Αν, για παράδειγμα, ο νέος έκλινε περισσότερο στο να μείνει κοντά στη μητέρα του, θα μπορούσε να ζητήσει τη συμβουλή κάποιου που θα του παρείχε ακριβώς αυτή την παρότρυνση. Η ευθύνη, ωστόσο, της επιλογής πάλι βαρύνει τον νέο, αφού ακόμη κι αν θα ήθελε στη συνέχεια να υποστηρίξει πως ακολούθησε τη συμβουλή που του δόθηκε, στην πραγματικότητα είχε ο ίδιος προκρίνει από ποιον θα ζητήσει συμβουλή, προκειμένου να ακούσει ακριβώς αυτό που ήθελε.

5. Τι θέλει να δείξει ο συγγραφέας με το παράδειγμα που παρουσιάζει; Ποιες βασικές θέσεις του υπαρξισμού στηρίζει μ’ αυτό;

Ο Σαρτρ αξιοποιεί το συγκεκριμένο παράδειγμα για να τονίσει το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος ως προς τις επιλογές της ατομικής του ζωής και γι’ αυτό ακριβώς απόλυτα υπεύθυνος για όσα επιλέγει να κάνει. Ο άνθρωπος είναι «καταδικασμένος» να είναι απόλυτα ελεύθερος στη ζωή του, αφού δεν υπάρχει καμία γενική ηθική ή κανένας τρόπος να λάβει «άνωθεν σημάδια» που να του υποδεικνύουν ποιες θα πρέπει να είναι οι επιλογές του. Το ζήτημα της ηθικής, ειδικότερα, το καλύπτει αποδεικνύοντας μέσω του συγκεκριμένου παραδείγματος πως ακόμη και οι αρχές του χριστιανισμού δεν μπορούν να βοηθήσουν τον νέο αυτής της ιστορίας να επιλύσει το δίλημμά του.  
Οι άνθρωποι οφείλουν να αντιληφθούν πως η ζωή είναι στην πραγματικότητα μια κατάσταση χωρίς προκαθορισμένο νόημα και χωρίς συγκεκριμένη σημασία, γι’ αυτό και έγκειται στον κάθε άνθρωπο χωριστά να της δώσει το νόημα που ο ίδιος θέλει με βάση τις επιλογές και τις αποφάσεις που παίρνει ελεύθερα ο ίδιος. Έτσι, ακόμη κι αν κάποιος θελήσει να επιρρίψει τις ευθύνες για τις επιλογές των πράξεών του σε κάποιον άλλο, ο συγγραφέας φροντίζει μέσα από το παράδειγμα που δίνει σχετικά με την αξία των συμβουλών να φανερώσει πως στην πραγματικότητα ο άνθρωπος πάντοτε έχει γνώσει τι είδους συμβουλές θα λάβει από τα άτομα στα οποία απευθύνεται, και, άρα, έχει και πάλι ο ίδιος την ευθύνη για τις επιλογές που κάνει στη ζωή του.
Ο άνθρωπος είναι εγκαταλειμμένος σε ό,τι αφορά την ατομική του ζωή, εφόσον δεν υπάρχει κανείς και τίποτε που να μπορεί να του δώσει κατευθυντήριες γραμμές ή να του υποδείξει πιο είναι κάθε φορά το ορθό. Καθένας αποφασίζει μόνος του για το πώς θα χειριστεί τη ζωή του και για το πώς θα διαχειριστεί τις επιμέρους καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος.
Κι η εγκατάλειψη αυτή, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή είναι πηγή τόσο της απόλυτης ελευθερίας των ανθρώπων, όσο και της απόλυτης ευθύνης που έχουν για όλες τις επιλογές τους είτε πρόκειται για απλές καθημερινές επιλογές είτε για ιδιαιτέρως κρίσιμες αποφάσεις. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως με βάση τη θεωρία του υπαρξισμού, όπως την παρουσίαζε ο Σαρτρ, ο κάθε άνθρωπος αν και είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την προσωπική του ζωή, δεν παύει να έχει ευθύνη και για το πώς γίνεται εν τέλει αντιληπτή η έννοια του ανθρώπου σε ευρύτερη κλίμακα, καθώς η δική του ατομική συμπεριφορά αποτελεί ένα παράδειγμα κι ίσως κι ένα πρότυπο συμπεριφοράς για άλλους ανθρώπους. Ο άνθρωπος που επιλέγει να είναι καλός, φανερώνει με τη στάση του αυτή τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και στους άλλους, κι αντιστοίχως, ο άνθρωπος που επιλέγει να είναι κακός, δίνει αυτό το παράδειγμα στους άλλους.

Γραπτή εργασία:

Η «εγκατάλειψη» του ανθρώπου στον κόσμο, κατά τον υπαρξισμό του Σαρτρ, έχει ως συνέπεια την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου, την ανάγκη δηλαδή να διαλέγει εντελώς μόνος του την κάθε πράξη του. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι και απόλυτα υπεύθυνος. Να εκθέσετε τις απόψεις σας.

Σύμφωνα με τον Σαρτρ ο άνθρωπος, αν και γεννιέται χωρίς να το θέλει, είναι, εντούτοις, απολύτως υπεύθυνος για τις πράξεις και τις επιλογές του. Ο άνθρωπος, όπως έλεγε ο Σαρτρ, είναι πρώτα μια «ύπαρξη» ριγμένη στον κόσμο τελείως παράλογα, εγκαταλειμμένη, στερημένη από κάθε σημασία και «καταδικασμένη» σε απόλυτη ελευθερία. Τη σημασία, το νόημα, την υπόσταση (ουσία) στην ύπαρξή του θα τη δώσει ο ίδιος ο άνθρωπος με τις πράξεις του και με τις ελεύθερες επιλογές του.
Η κατ’ ανάγκην αυτή απόλυτη ελευθερία προκύπτει από το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια γενική ηθική ή μια οποιαδήποτε άλλη θεωρία ικανή να δώσει συγκεκριμένες κάθε φορά οδηγίες για το πώς να διαχειριστεί ο άνθρωπος τις επιμέρους επιλογές του ατομικού του βίου. Σαφές ως προς αυτό το παράδειγμα με το δίλημμα του νεαρού που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Ο κάθε άνθρωπος έχει την ελευθερία και την υποχρέωση να λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για κάθε μικρό ή σημαντικό στη ζωή του.
Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη πως η ελευθερία αυτή υπάρχει πάντοτε μέσα στα όρια της κοινωνίας στην οποία ζει το άτομο, και, άρα, επηρεάζεται από τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία αυτή. Οπότε, πολύ συχνά, το άτομο έχει την «ελευθερία» να διαχειριστεί απλώς μια κατάσταση που του έχει επιβληθεί από εξωτερικούς παράγοντες. Σε περίπτωση, δηλαδή, που το άτομο είναι πολίτης μιας χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο, η ελευθερία των επιλογών του θα βρίσκεται υπό το βασικό περιορισμό της εμπόλεμης αυτής κατάστασης. Αντιστοίχως, αν το άτομο ζει σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει σημαντικά οικονομικά προβλήματα, με υψηλή ανεργία και μεγάλο ποσοστό φτώχιας, θα έχει την ελευθερία να διαχειριστεί απλώς τις δυσκολίες που του παρουσιάζονται. Δεν θα πρέπει, επομένως, η έννοια της ελευθερίας να συγχέεται με τη δυνατότητα επηρεασμού των εξωτερικών συνθηκών ή τη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός τρόπου ζωής απολύτως σύμφωνου με τις επιθυμίες του ατόμου.

Η ελευθερία θα πρέπει να σχετίζεται περισσότερο με την έννοια της ευθύνης∙ της ευθύνης που έχει το άτομο για τις επιλογές που κάνει και για τις συνέπειες που έχουν οι επιλογές αυτές στο πως εξελίσσεται η ζωή του. Κι αυτό είναι, ίσως, το σημαντικότερο στοιχείο της θεωρίας του Σαρτρ, καθώς είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπουμε ανθρώπους να σπεύδουν να καταλογίσουν τις ευθύνες για τη ζωή τους σε άλλους ανθρώπους, μη έχοντας την ωριμότητα και το ψυχικό σθένος να αναλάβουν οι ίδιοι εξολοκλήρου την ευθύνη για τις επιλογές αλλά και τις παραλείψεις τους, που τους οδήγησαν στο σημείο που βρίσκονται.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...