Che Abu Bakar Che Said
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἶδα»
Ενεστώτας (Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα)
Οριστική
οἶδα, οἶσθα, οἶδε, ἴσμεν, ἴστε, ἴσασι(ν)
Υποτακτική
εἰδῶ, εἰδῇς, εἰδῇ, εἰδῶμεν, εἰδῆτε, εἰδῶσι(ν)
Ευκτική
εἰδείην, εἰδείης, εἰδείη, εἰδείημεν (εἰδεῖμεν), εἰδείητε (εἰδεῖτε), εἰδείησαν (εἰδεῖεν)
Προστακτική
---, ἴσθι, ἴστω, ---, ἴστε, ἴστων (ή ἴστωσαν)
Απαρέμφατο
εἰδέναι
Μετοχή
εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός
Παρατατικός (Υπερσυντέλικος με σημασία Παρατατικού)
Οριστική
ᾔδειν, ᾔδεις, ᾔδει, ᾔδεμεν, ᾔδετε, ᾔδεσαν
& ᾔδη,
ᾔδησθα, ᾔδειν, ᾖσμεν, ᾖστε, ᾖσαν
Μέσος Μέλλοντας
Οριστική
εἴσομαι, εἴσῃ/εἴσει, εἴσεται, εἰσόμεθα, εἴσεσθε, εἴσονται
Ευκτική
εἰσοίμην, εἴσοιο, εἴσοιτο, εἰσοίμεθα, εἴσοισθε, εἰσοιντο
Απαρέμφατο
εἴσεσθαι
Μετοχή
εἰσόμενος
εἰσομένη
εἰσόμενον
Μέλλοντας
Οριστική
εἰδήσω, εἰδήσεις, εἰδήσει, εἰδήσομεν, εἰδήσετε, εἰδήσουσι(ν)
Ευκτική
εἰδήσοιμι, εἰδήσοις, εἰδήσοι, εἰδήσοιμεν, εἰδήσοιτε, εἰδήσοιεν
Απαρέμφατο
εἰδήσειν
Μετοχή
εἰδήσων, εἰδήσουσα, εἰδῆσον
[Οι υπόλοιποι χρόνοι αναπληρώνονται από
το συνώνυμο «γιγνώσκω»]
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔγνων, ἔγνως, ἔγνω, ἔγνωμεν, ἔγνωτε, ἔγνωσαν
Υποτακτική
γνῶ, γνῷς, γνῷ, γνῶμεν, γνῶτε, γνῶσι(ν)
Ευκτική
γνοίην, γνοίης, γνοίη, γνοῖμεν, γνοῖτε, γνοῖεν
Προστακτική
---, γνῶθι, γνώτω, ---, γνῶτε, γνόντων ή γνώτωσαν
Απαρέμφατο
γνῶναι
Μετοχή
γνούς, γνοῦσα, γνόν
Παρακείμενος
Οριστική
ἔγνωκα, ἔγνωκας, ἔγνωκε, ἐγνώκαμεν, ἐγνώκατε, ἐγνώκασι(ν)
Υποτακτική
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ὦ
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ᾖς
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ᾖ
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα ὦμεν
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα ἦτε
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα ὦσι
Ευκτική
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός εἴην
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός εἴης
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός εἴη
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα εἴημεν (εἶμεν)
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα εἴητε (εἶτε)
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ἴσθι
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ἔστω
---
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα ἔστε
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα ἔστων
Απαρέμφατο
γεγραφέναι
Μετοχή
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐγνώκειν, ἐγνώκεις, ἐγνώκει, ἐγνώκεμεν, ἐγνώκετε, ἐγνώκεσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἶδα»
Ενεστώτας (Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα)
Οριστική
οἶδα, οἶσθα, οἶδε, ἴσμεν, ἴστε, ἴσασι(ν)
εἰδῶ, εἰδῇς, εἰδῇ, εἰδῶμεν, εἰδῆτε, εἰδῶσι(ν)
εἰδείην, εἰδείης, εἰδείη, εἰδείημεν (εἰδεῖμεν), εἰδείητε (εἰδεῖτε), εἰδείησαν (εἰδεῖεν)
---, ἴσθι, ἴστω, ---, ἴστε, ἴστων (ή ἴστωσαν)
εἰδέναι
εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός
Παρατατικός (Υπερσυντέλικος με σημασία Παρατατικού)
Οριστική
ᾔδειν, ᾔδεις, ᾔδει, ᾔδεμεν, ᾔδετε, ᾔδεσαν
Μέσος Μέλλοντας
Οριστική
εἴσομαι, εἴσῃ/εἴσει, εἴσεται, εἰσόμεθα, εἴσεσθε, εἴσονται
εἰσοίμην, εἴσοιο, εἴσοιτο, εἰσοίμεθα, εἴσοισθε, εἰσοιντο
εἴσεσθαι
εἰσόμενος
Οριστική
εἰδήσω, εἰδήσεις, εἰδήσει, εἰδήσομεν, εἰδήσετε, εἰδήσουσι(ν)
εἰδήσοιμι, εἰδήσοις, εἰδήσοι, εἰδήσοιμεν, εἰδήσοιτε, εἰδήσοιεν
εἰδήσειν
εἰδήσων, εἰδήσουσα, εἰδῆσον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔγνων, ἔγνως, ἔγνω, ἔγνωμεν, ἔγνωτε, ἔγνωσαν
γνῶ, γνῷς, γνῷ, γνῶμεν, γνῶτε, γνῶσι(ν)
γνοίην, γνοίης, γνοίη, γνοῖμεν, γνοῖτε, γνοῖεν
---, γνῶθι, γνώτω, ---, γνῶτε, γνόντων ή γνώτωσαν
γνῶναι
γνούς, γνοῦσα, γνόν
Παρακείμενος
Οριστική
ἔγνωκα, ἔγνωκας, ἔγνωκε, ἐγνώκαμεν, ἐγνώκατε, ἐγνώκασι(ν)
Υποτακτική
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ὦ
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ᾖς
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα ὦμεν
Ευκτική
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός εἴην
Προστακτική
---
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός ἴσθι
ἐγνωκότες- ἐγνωκυῖαι- ἐγνωκότα ἔστε
Απαρέμφατο
γεγραφέναι
Μετοχή
ἐγνωκώς- ἐγνωκυῖα- ἐγνωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐγνώκειν, ἐγνώκεις, ἐγνώκει, ἐγνώκεμεν, ἐγνώκετε, ἐγνώκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου