Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωστής Παλαμάς «Σατιρικά γυμνάσματα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Adam Romanowicz

Κωστής Παλαμάς «Σατιρικά γυμνάσματα»

Τα Σατιρικά γυμνάσματα  είναι δυο σειρές ποιημάτων. Η πρώτη σειρά αποτελείται από 20 ποιήματα που γράφτηκαν το 1907 και δημοσιεύτηκαν τον επόμενο χρόνο στο περιοδικό Νουμάς. Η δεύτερη σειρά αποτελείται από 24 ποιήματα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στο Νουμά το 1909, σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα στο Γουδί. Η σάτιρα του Παλαμά δεν είναι λεπτή ειρωνεία, ούτε ευφυολογία, ούτε απλή και ανώδυνη κριτική. Δεν είναι ούτε κοινωνική σάτιρα, όπως του Λασκαράτου. Είναι μια σάτιρα που κρατάει μαστίγιο και χτυπάει σκληρά την πολιτική κατάσταση και τις κίβδηλες αξίες της εποχής. Είναι πικρός σαρκασμός που βγαίνει από την οργή και την αγανάκτηση του ποιητή και προσπαθεί να ξυπνήσει τις ναρκωμένες συνειδήσεις των συμπολιτών του. Ο ίδιος ο ποιητής γράφει: «Τα Σατιρικά Γυμνάσματα ενώ αρχίζουν με την πρόθεση να χτυπήσουν πρόσωπα και αντικείμενα σε ορισμέν’ απάνου συνταρακτικά ζητήματα, πολιτικά και κοινωνικά, προχωρούν, τραβούν σε στοχαστικές γενικότητες και υπονοητικές εικόνες». Τα δυο σατιρικά που ακολουθούν είναι το 3 και το 5 της δεύτερης σειράς.

α΄

Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι

Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;

Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,

με λογιότατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει

του ναργιλέ κρατώντας το μαρκούτσι.

β΄

Οι βωμοί συντριμμένοι και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,

και μήτε η ευλογία της Παναγίας.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
Τ’ άδειο παντού· το κρύο της αθεΐας.

Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια
ζουν οι ζωές, τρων, τρώγονται και πάνε.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια

υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε.

Τ’ άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!

ζαγάρι: κυνηγητικό σκυλί· μετφ. τιποτένιος άνθρωπος.
μόρτης: αλήτης, μάγκας.
αργός: αυτός που δεν κάνει τίποτε, που ζει χωρίς δουλειά.
λιμοκοντόρος: νέος που, ενώ δεν έχει να φάει, φροντίζει να ντύνεται κομψά και να επιδεικνύεται.
λανσάρω: εμφανίζω, αναδεικνύω κάποιον ή κάτι (γαλλ. λέξη).
Τρικούπης: πρόκειται για το Χαρίλαο Τρικούπη (1832-1896) που διετέλεσε πολλές φορές πρωθυπουργός και θεωρείται από τους πιο επιτυχημένους παλιούς πολιτικούς.
Ψυχάρης: ο μαχητικός ηγέτης του δημοτικισμού. Τρικούπηδες και Ψυχάρηδες· ο ποιητής εννοεί γενικά όλους όσοι προσπαθούν να θεμελιώσουν κάτι καλό και σωστό στον τόπο.
Αρσακιώτισσα: του Αρσακείου. Εκπαιδευτικό ίδρυμα θηλέων, γνωστό για τις συντηρητικές του τάσεις.
λογιότατους: εδώ ειρωνικά: ο σχολαστικός μελετητής των συγγραμμάτων.
αφερίμ: τουρκ. λέξη· επιφώνημα· μπράβο, εύγε (ειρωνικά).
μαρκούτσι: ο μακρύς ευλύγιστος σωλήνας που κρατούν αυτοί που καπνίζουν ναργιλέ.
Οι βωμοί... σβησμένα: Πρβλ. το στίχο «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» από τη Φλογέρα του Βασιλιά.
Αθηνά, Παναγία: Ο ποιητής εννοεί ότι έχουν χαθεί και οι αρχαίες και οι χριστιανικές θεότητες, ότι δηλαδή οι άνθρωποι του καιρού δεν εμπνέονται πια ούτε από το αρχαίο ούτε από το χριστιανικό αγωνιστικό πνεύμα.
Των θεών τα βράδια: Με τη φράση αυτή ο ποιητής υπαινίσσεται το γνωστό έργο του φιλόσοφου Φρειδερίκου Νίτσε Το λυκόφως των ειδώλων, στο οποίο ο Γερμανός φιλόσοφος αναπτύσσει τη θεωρία του για το θάνατο των θεών.
ξωτικό: δαιμόνιο.

Ο Κωστής Παλαμάς στηλιτεύει κατά τρόπο ιδιαίτερα σκληρό τις αρνητικές πτυχές της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως την απροθυμία των Ελλήνων να συναινέσουν σε οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής μεταρρύθμισης του κράτους. Θέληση του ποιητή είναι να αναγκάσει τους συγκαιρινούς τους ν’ αντικρίσουν την πραγματική αλήθεια για τον εαυτό τους, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν.

Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι

Ο ποιητής ξεκινά το πρώτο ποίημα αναφερόμενος σ’ ένα σύνηθες φαινόμενο της εποχής του -που συνοδεύει ακόμη την ελληνική πραγματικότητα-, τις τακτές διαδηλώσεις, πορείες και συγκεντρώσεις στο κέντρο της πόλης, οι οποίες δεν εξωθούνται από μια υγιή διάθεση αντίδρασης ή διεκδίκησης δικαιωμάτων, αλλά είναι υποκινούμενες από πολιτικούς ή άλλα πρόσωπα που επιδιώκουν να θέτουν συνεχώς και με κάθε τρόπο εμπόδια στις εκάστοτε επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για μια ζοφερή κατάσταση που κρατά τον τόπο καθηλωμένο διαρκώς σε αναχρονιστικές και παρωχημένες πολιτικές, μη επιτρέποντας τον έγκαιρο και ταχύ εκσυγχρονισμό του.  
Εμφανής είναι η αγανάκτηση του Παλαμά, ο οποίος επιλέγει επτά κατά σειρά αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τους ανθρώπους αυτούς που λειτουργούν ως πειθήνια όργανα εκείνων που παρεμποδίζουν με αδιανόητη εμμονή ακόμη και την παραμικρή προσπάθεια να υπάρξει κάποια αλλαγή και βελτίωση στη χώρα. Ο ποιητής είναι εύλογα εξοργισμένος μαζί τους, αφού η δική τους συμμετοχή σε όλες αυτές τις διαμαρτυρίες και συγκεντρώσεις είναι το κύριο όπλο για τη διατήρηση της Ελλάδας σε μια αυτοκαταστροφική στασιμότητα.
Άνθρωποι χωρίς αρχές και αξίες∙ άνθρωποι που δεν έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν την τεράστια ζημιά που προκαλούν στον τόπο, χαρακτηρίζονται από τον ποιητή: «ζαγάρια», τιποτένιοι δηλαδή άνθρωποι, «τσακάλια», επιτήδειοι, χωρίς αρχές και ηθική, «κοκόροι», άνθρωποι που παριστάνουν τους γενναίους και τους δυνατούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι απλώς θρασύδειλοι, «μόρτηδες», δηλαδή αλήτες, «λούστροι», κυριολεκτικά εκείνοι που γυαλίζουν παπούτσια, μεταφορικά εκείνοι που είναι πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε για να κερδίσουν λίγα χρήματα, «αργοί», άνθρωποι που ζουν χωρίς δουλειά, «λιμοκοντόροι», εκείνοι που αν και δεν έχουν χρήματα ούτε για να φάνε, φροντίζουν ωστόσο να ντύνονται κομψά και να επιδεικνύονται.
Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που αποτελούν τους συνήθεις συμμετέχοντες στις συγκεντρώσεις και στις πορείες∙ είναι αυτοί που είτε γιατί τους έχουν υποσχεθεί χρήματα είτε με την υπόσχεση κάποιας άλλης εξυπηρέτησης, μαζεύονται και φροντίζουν να δημιουργήσουν εντάσεις και επεισόδια, προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση πως οι πολίτες δεν επιθυμούν και δεν συμφωνούν με την όποια μεταρρύθμιση ή αλλαγή επιχειρείται κάθε φορά. Είναι οι αργόσχολοι εκείνοι άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν την αναγκαιότητα των αλλαγών και του εκσυγχρονισμού, αφού η μόνη δική τους έγνοια είναι πώς θα διασφαλίσουν τα αναγκαία για να βγάλουν άλλη μια μέρα. Καθηλωμένοι στο μη παραγωγικό και δίχως ιδανικά παρόν τους, δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ζημιάς που προκαλούν, καθώς κρίνοντας από τη δική τους πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από την αεργία και τον τυχοδιωκτισμό, αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις που έχει η στάση τους τόσο στους συγκαιρινούς τους όσο, και κυρίως, στις μελλοντικές γενιές.

Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;

Όλος αυτός ο συρφετός αντιπαραγωγικών ανθρώπων υποκινείται βέβαια από «αφέντες», από πρόσωπα δηλαδή που έχουν πολιτική και οικονομική ισχύ, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τους αργόσχολους της ελληνικής κοινωνίας επιτυγχάνουν με αποτελεσματικότητα τους στόχους τους, αφού αδρανοποιούν κάθε προοδευτική κίνηση στη χώρα.
Ποια είναι, αναρωτιέται ο ποιητής, τα «σωστά» και ποια τα «μεγάλα», που δίνουν ορμή και χάρη στις διαρκείς κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες αυτών των ανθρώπων. Ποια είναι τα υποτιθέμενα ιδανικά τους; Το ερώτημα αυτό θα το απαντήσει ο ποιητής στην ακόλουθη στροφή, τονίζοντας πως ο μόνος και σταθερός στόχος όλων αυτών των ανθρώπων που βρίσκονται σε διαρκή διαμαρτυρία -με το αζημίωτο φυσικά- είναι η παρεμπόδιση κάθε πιθανής προσπάθειας να πραγματοποιηθούν εκσυγχρονιστικές αλλαγές στον τόπο.

Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,

με λογιότατους παραγιομισμένη.

Οι άρχοντες που πληρώνουν και συντηρούν την ομάδα των διαδηλωτών -φαινόμενο διαχρονικό στην Ελλάδα- είναι εκείνοι που θέλουν να διατηρήσουν τα πράγματα αναλλοίωτα, καθώς θεωρούν πως οποιαδήποτε αλλαγή θα πλήξει τα συμφέροντά τους. Φροντίζουν, έτσι, να θέτουν διαρκώς εμπόδια σε όποια προσπάθεια γίνεται, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κρατούν τη χώρα και τους πολίτες της σ’ ένα αδιέξοδο τέλμα.
Ο Παλαμάς, μάλιστα, φροντίζει να αναφέρει δύο σημαντικές προσωπικότητες που θέλησαν να προσφέρουν σημαντικό έργο στην Ελλάδα και ν’ αλλάξουν παρωχημένες καταστάσεις, που γνώρισαν τελικά πολύ καλά τη μανία με την οποία οι συντηρητικές δυνάμεις στη χώρα αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις και στις προσπάθειες ανανέωσης. Από τη μία ο Χαρίλαος Τρικούπης, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας επτά φορές κατά το διάστημα μεταξύ 1875-1894. Ο Τρικούπης ήταν πολιτικός με συγκροτημένες και φιλόδοξες ιδέες για τη χώρα, επιδίωξε σημαντικά εκσυγχρονιστικά βήματα και υλοποίησε σημαντικότατα έργα υποδομής. Η πολιτική του γνώρισε, εντούτοις, λυσσαλέα αντίδραση από τις συντηρητικές δυνάμεις της χώρας, με αποτέλεσμα να υπάρξουν περιττές καθυστερήσεις ή και ματαιώσεις στα σχέδιά του.
Από την άλλη ο Γιάννης Ψυχάρης, φιλόλογος και συγγραφέας, καθηγητής της νεοελληνικής γλώσσας στο Παρίσι. Ο Ψυχάρης θα υπερασπιστεί με σθένος την ανάγκη να υιοθετηθεί η δημοτική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αποτελεσματική πνευματική καλλιέργεια του ελληνικού λαού. Προσπάθεια που συνάντησε, βέβαια, φανατισμένη αντίδραση από τους συντηρητικούς κύκλους που θεωρούσαν ότι η καθαρεύουσα αποτελούσε την ιδανική γλωσσική επιλογή, έστω κι αν ήταν δυσνόητη και απρόσιτη για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών.   
Ο ποιητής καταγράφει σε πληθυντικό αριθμό τα ονόματά τους, Τρικούπηδες - Ψυχάρηδες, προκειμένου να υπονοηθούν συνεκδοχικά όλοι οι άνθρωποι της εποχής που επιχειρούν κάποια ουσιαστική αλλαγή.  
Τι είναι, λοιπόν, η Ελλάδα, που τόσο επίμονα αρνείται την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό; Μια δασκάλα του Αρσάκειου - εκπαιδευτικό ίδρυμα θηλέων, γνωστό για τις συντηρητικές του τάσεις-, που είναι παραγεμισμένη με «λογιότατους», με σχολαστικούς δηλαδή μελετητές. Ο συντηρητισμός και η άγονη προσήλωση σε στοιχεία του παρελθόντος είναι, ατυχώς, τα χαρακτηριστικά της χώρας αυτής, που αδυνατεί να λάβει υπόψη της το γεγονός πως ό,τι δεν ανανεώνεται και δεν εκσυγχρονίζεται είναι καταδικασμένο να παρακμάσει και να αφανιστεί. Πώς μπορεί να προκύψει η αναγκαία παρακολούθηση των αλλαγών που συμβαίνουν σε διεθνές επίπεδο και η έγκαιρη προσαρμογή της χώρας στα νέα δεδομένα, αφού οι άνθρωποί της, οι πνευματικοί της άνθρωποι, είναι εγκλωβισμένοι σ’ έναν απρόσφορο σχολαστικισμό; Πώς μπορεί να εξελιχθεί αυτή η χώρα, τη στιγμή που υπονομεύει με κάθε πιθανό τρόπο όποια ανανεωτική προσπάθεια επιχειρείται, τόσο στο χώρο της πολιτικής όσο και στο χώρο του πνεύματος;

Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει

του ναργιλέ κρατώντας το μαρκούτσι.

Κι ο Ρωμιός, αναρωτιέται ο ποιητής∙ τι κάνει ο απλός Έλληνας πολίτης, την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά στη χώρα του; Ο Έλληνας κάθεται στον καφενέ, καπνίζει το ναργιλέ του και καθώς κρατά το μαρκούτσι -τον ευλύγιστο σωλήνα του ναργιλέ που φέρνει τον καπνό στο στόμα του καπνιστή- κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια, χωρίς -εννοείται- να σηκώνεται από τον καφενέ για να αναλάβει κάποια ουσιαστική πρωτοβουλία. Παραμένει μακάρια καθισμένος εκεί, καπνίζει και συγχρόνως κάνει σχέδια επί σχεδίων για μεγάλα επιτεύγματα, όπως για παράδειγμα, το να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Μια εικόνα αρκετά συνηθισμένη για την ελληνική πραγματικότητα, καθώς οι Έλληνες, ακόμη και σήμερα, βρίσκονται σε καφενεία και καφετέριες, και αναπτύσσουν για ώρες τις μεγάλες τους ιδέες, χωρίς, εντούτοις, να έχουν ποτέ την παραμικρή διάθεση ή ικανότητα να υλοποιήσουν καμία από αυτές. Λόγια του αέρα, όπως ο καπνός του ναργιλέ! Εύγε, λοιπόν, σχολιάζει ο ποιητής. Από μυαλό οι Έλληνες, τίποτα!
Ένας λαός που έχει συνηθίσει στις ατέρμονες συζητήσεις, στις κενές υποσχέσεις, στα ρουσφέτια και στους δημαγωγούς∙ ένας λαός που συνεχίζει σταθερά να πιστεύει σε υποτιθέμενους σωτήρες, χωρίς, εντούτοις, να συνδυάζει ποτέ αυτή τη θαυμαστή σωτηρία με την ανάγκη σκληρής δουλειάς, συστηματικότητας, προγραμματισμού και συνέπειας. Ο Έλληνας του καφενέ συνεχίζει να ελπίζει στο θαύμα και να το προσδοκά από κάθε πολιτικό που του δίνει άφθονες υποσχέσεις∙ κι είναι πρόθυμος αυτός ο Έλληνας να υπομείνει πολλά, αρκεί να μην του ζητήσουν να εγκαταλείψει τον καφενέ και το ναργιλέ του!

β΄

Οι βωμοί συντριμμένοι και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,

και μήτε η ευλογία της Παναγίας.
Στο δεύτερο ποίημα ο Παλαμάς παρουσιάζει μια άλλη, εξίσου ανησυχητική πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Έλληνες δεν εμπνέονται πλέον μήτε από τις αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, μα μήτε κι από τις αξίες του χριστιανισμού. Το αγωνιστικό εκείνο πνεύμα που είχε οδηγήσει τους Έλληνες της αρχαιότητας στα εκπληκτικά τους επιτεύγματα, αλλά κι εκείνη η αίσθηση πίστης που προσέφερε ακλόνητη δύναμη στις ψυχές των Χριστιανών, επιτρέποντάς τους να αντιπαλέψουν με πείσμα και αποτελεσματικότητα κατά πολύ υπέρτερους αντιπάλους, έχουν πια χαθεί. Οι Έλληνες έχουν συντρίψει τους ναούς της αρχαιότητας κι έχουν σβήσει τα πολυκάντηλα του χριστιανισμού, και δεν τους συγκινεί ούτε η πολεμική αγωνιστικότητα της Αθηνάς, ούτε η ευλογία της Παναγίας.

Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
Τ’ άδειο παντού∙ το κρύο της αθεΐας.

Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια
ζουν οι ζωές, τρων, τρώγονται και πάνε.

Η αθεΐα, ως μια κατάσταση που αποτρέπει τον άνθρωπο από το να θαυμάζει και να εξιδανικεύει ένα πνεύμα υψηλό και πανίσχυρο, που λειτουργεί ως πιθανός προστάτης, μα πολύ περισσότερο ως αδιάκοπο ερέθισμα και κίνητρο για τις δικές του προσπάθειες, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε πλήρη παρακμή τη διάθεση του ανθρώπου για συνεχή δοκιμή βελτίωσης του εαυτού του. Ο άνθρωπος που αρνείται να δεχτεί την ύπαρξη μιας ανυπέρβλητα ισχυρής παρουσίας, αρνείται επί της ουσίας να θέσει στον εαυτό του εκείνο το άριστο πρότυπο, που θα διατηρεί άσβεστη μέσα του την επιθυμία της επίτευξης ολοένα και σημαντικότερων έργων. Ο άθεος άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει μια άδεια και κρύα ζωή, αφού δεν υπάρχει τίποτε να στηρίξει την ψυχή του στις στιγμές του κινδύνου και της απελπισίας, όπως και δεν υπάρχει τίποτε που να λειτουργεί στην ψυχή του ως αδιάκοπο κάλεσμα για μια συνεχή προσπάθεια αρίστευσης.
Έτσι, στην Ελλάδα του ποιητή οι άνθρωποι έχουν καταστρέψει τα παλάτια και τους ναούς τόσο της αρχαίας όσο και της νέας θρησκείας∙ έχουν αποκαθηλώσει και εγκαταλείψει τα ιερά τους πρότυπα, κι έχουν καταλήξει να ζουν δίχως κανέναν απώτερο σκοπό∙ δίχως καμιά ανώτερη ελπίδα που να τους κρατά στο δρόμο της ηθικής και της επίμονης δουλειάς. Ζουν πλέον άσκοπα και χωρίς προοπτικές, σαν τα κοπάδια των αγριμιών και των αρνιών -παρομοιώσεις-, που τρώνε και τρώγονται∙ που αφανίζονται, δίχως να έχουν επιτύχει τίποτε, δίχως να αφήσουν τίποτε πίσω για τους μεταγενέστερους, μα και δίχως οι ίδιοι να έχουν αισθανθεί τη βαθιά ευδαιμονία του ανθρώπου που ζει για να προσφέρει, για να θεμελιώσει και να δώσει στους επόμενους ένα σταθερό υπόβαθρο για να επιτύχουν ακόμη περισσότερα. Στον κόσμο της αθεΐας δεν υπάρχει η αίσθηση της συνέχειας∙ υπάρχει μόνο η έννοια του τώρα και του στιγμιαίου, που ωθεί τους ανθρώπους στο να αναζητούν πρόχειρους και ανεπαρκείς τρόπους για να ευχαριστηθούν τη στιγμή, χωρίς, ωστόσο, να κατορθώνουν πραγματικά να γεμίσουν το κενό της ψυχής τους, αφού μέσα τους δεν υπάρχει η πίστη σ’ εκείνον τον ανώτερο προορισμό που με τόση σταθερότητα διατηρεί άσβεστη την αίσθηση της ελπίδας και της προσμονής στις ψυχές των πιστών.

Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια

υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε.

Ο ποιητής, ωστόσο, αναγνωρίζει πως ακόμη κι αν οι άνθρωποι απομακρυνθούν από την έννοια της θεότητας, μπορούν και πάλι να βρουν άξια υποκατάστατα στο χώρο των Ιδεών και της Επιστήμης, αφού θα θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία ενός άλλου ιδανικού, το οποίο θα τους ωθήσει με τρόπο διαφορετικό στη συνεπή εργασία και προσπάθεια. Τονίζει, λοιπόν, πως πάνω απ’ όλα των θεών τα βράδια -υπαινικτική αναφορά στο έργο του Νίτσε που σχετίζεται με τη θεωρία του φιλοσόφου για το θάνατο των θεών- έχουν αναδυθεί και εκπέμπουν το φως τους νέα υπέρθεα δαιμόνια∙ νέα ιδανικά, που ξεπερνούν την πιθανώς παρωχημένη έννοια της θεότητας, και τα οποία λατρεύονται από τους Βαρβάρους στους δικούς τους ναούς. Πρόκειται, φυσικά, για την Ιδέα και την Επιστήμη, που εδώ παρουσιάζονται προσωποποιημένες, για την ανάπτυξη δηλαδή των επιστημών και των φιλοσοφικών αναζητήσεων που εξελίσσονται με γοργούς ρυθμούς στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Έξοχη εδώ η ειρωνεία του ποιητή, αφού υπενθυμίζει πως οι Ευρωπαίοι που κάποτε ήταν Βάρβαροι για τους Έλληνες, μιας και είχαν μείνει πίσω σε πολιτισμικό επίπεδο, αίφνης έχουν βρεθεί πολύ μπροστά, καθώς τη στιγμή που οι Έλληνες είναι με το ναργιλέ στον καφενέ, εκείνοι εργάζονται εντατικά υπηρετώντας τις επιστήμες και αντλώντας από αυτές σημαντικά οφέλη, που τους χαρίζουν αδιαφιλονίκητο προβάδισμα σε όλους τους τομείς.   

Τ’ άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!

Συντριπτική για τους Έλληνες η καταληκτική διαπίστωση του ποιητή. Ακόμη και τώρα μας πατά το άλογο του Οθωμανού κατακτητή∙ ακόμη και τώρα οι Έλληνες βρίσκονται υπό τον έλεγχο της ανατολίτικης νοοτροπίας που εξωθεί στην αεργία και στην αδράνεια και υπονομεύει τη δημιουργικότητα, την εργατικότητα και την αποζήτηση της εξέλιξης και του εκσυγχρονισμού. Την ώρα που οι Ευρωπαίοι προοδεύουν με ταχύτατους ρυθμούς, οι Έλληνες -οι κάποτε πρωτοπόροι Έλληνες-, βρίσκονται σε μια ολέθρια κατάσταση αδράνειας και διχασμού.
Ο Παλαμάς με την αποστροφή προς τον Ιμπραήμ πασά, υπενθυμίζει παράλληλα και τις ήττες που υπέστησαν οι Έλληνες από το στρατό των Αιγυπτίων που αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ, για να δοθεί βοήθεια στους Οθωμανούς.

Τα ποιήματα αυτά του Παλαμά έχουν συντεθεί σε τερτσίνες, σε τρίστιχες δηλαδή στροφές, και αποτελούνται από τέσσερις τέτοιες στροφές κι έναν καταληκτικό στίχο. Στις τερτσίνες παρατηρείται προσεγμένη ομοιοκαταληξία με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ενώ από τη δεύτερη στροφή και μετά οι στίχοι αυτοί ομοιοκαταληκτούν με τον δεύτερο κάθε προηγούμενου τρίστιχου. Έχουμε, έτσι, το σχήμα: αβα, βγβ, γδγ, δεδ, ε.
Το μέτρο που ακολουθείται είναι το ιαμβικό και οι στίχοι είναι ενδεκασύλλαβοι.

Ελένη Βακαλό «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robert Casilla

Ελένη Βακαλό «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος»

[Από τη Συλλογή Του κόσμου (1978).]

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Ερωτήσεις:

1. Ο τίτλος δίνει και το θέμα του ποιήματος. Αφού μελετήσετε τις διαδοχικές φάσεις, από τις οποίες περνά ο «μικρός άνθρωπος» ώσπου να γίνει κακός, να απαντήσετε στις ερωτήσεις:

α) Γιατί στην αρχή ο άνθρωπος του ποιήματος χαρακτηρίζεται «μικρός» και «καλός»;

Ο άνθρωπος του ποιήματος χαρακτηρίζεται μικρός, διότι εκπροσωπεί το είδος των φιλήσυχων και αμέτοχων πολιτών που δεν έχουν ούτε το ψυχικό σθένος να στηρίξουν έμπρακτα το αγαθό και το κοινό καλό, μα ούτε και την πνευματική εκείνη διαύγεια που θα τους επέτρεπε να αντιληφθούν πως με την παθητική τους στάση επιτρέπουν απλώς στους ισχυρούς και στους έχοντες να καταδυναστεύουν τον λαό. Χαρακτηρίζεται μικρός, διότι είναι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος που η μόνη του έγνοια είναι πώς θα φροντίσει ώστε η δική του μετρημένη ζωή να παραμείνει αδιασάλευτη χωρίς δυσκολίες και αντιπαραθέσεις. Δεν είναι ένας άνθρωπος που θα τολμούσε ποτέ να εναντιωθεί στους κρατούντες και σε όποιον άλλον έθιγε τα συμφέροντα του απλού λαού, αφού η δική του επιθυμία είναι να μην εκθέτει τον εαυτό του σε ενδεχόμενους κινδύνους και αναστατώσεις. Έτσι, ενώ ένας μεγάλος άνθρωπος θα έδινε αγώνες για να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, ο μικρός άνθρωπος προσπαθεί να αποφεύγει οποιαδήποτε ένταση και οποιαδήποτε έκφραση απόψεων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση πως δεν είναι πλήρως υποταγμένος στη θέληση των αρχόντων.
Χαρακτηρίζεται, επίσης, καλός, εφόσον ως αμέτοχος και αδρανής δίνει ακριβώς αυτή την εντύπωση. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η ποιότητα αυτή του αποδίδεται ειρωνικά, αφού το να εκλαμβάνεσαι ως καλός μόνο και μόνο επειδή απέχεις από οποιαδήποτε δράση και μένεις περιχαρακωμένος στην ατομική σου ζωή και στα προσωπικά σου ζητήματα, δεν συνιστά ουσιαστική ένδειξη καλοσύνης. Καλός είναι ο άνθρωπος που υπηρετεί με πράξεις και με συνέπεια το καλό και το αγαθό∙ καλός δεν είναι ο άνθρωπος που απλώς δεν έχει κάνει τίποτε το κακό, αφού εν γένει αποφεύγει να δρα.

β) Ποια είναι η αιτία των μεταλλαγών του;

Η αλλαγή που παρατηρείται στον μικρό και καλό άνθρωπο της ιστορίας προκύπτει όταν συναντά στο δρόμο του έναν χτυπημένο άνθρωπο. Το θέαμα αυτό του προκαλεί στην αρχή, όπως είναι λογικό, μεγάλη συγκίνηση, όμως η συγκίνηση αυτή γρήγορα μεταλλάσσεται σε φόβο, κι ο φόβος τον οδηγεί σε μια συμπεριφορά -φαινομενικά- τελείως απρόσμενη. Η κύρια αιτία, επομένως, της μεταλλαγής του ανθρώπου του ποιήματος είναι ο φόβος.

γ) Ποιες είναι οι δικαιολογίες που επικαλείται κάθε φορά και ποιον εξυπηρετούν;

Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Το θέαμα του χτυπημένου ξυπνά στον «μικρό και καλό» άνθρωπο του ποιήματος το αίσθημα του φόβου, αφού θεωρεί ίσως πως στην ίδια θέση θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί κι ο ίδιος. Φοβάται τη βία, που θα μπορούσε να έχει υποστεί κι αυτός, φοβάται, όμως και την όποια συσχέτιση με τον χτυπημένο άνθρωπο.

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Ενώ, λογικά, η πρώτη του κίνηση θα έπρεπε να είναι το να βρεθεί κοντά στον πληγωμένο συνάνθρωπό του, εντούτοις εκείνος το σκέφτεται «καλύτερα» και δεν προχωρά σ’ αυτή την αυτονόητη ενέργεια. Ο «φιλήσυχος» άνθρωπος του ποιήματος δεν θέλει να μπλέξει πλησιάζοντας τον χτυπημένο, αφού, πιθανώς, θεωρεί πως από τη στιγμή που θα βρεθεί κοντά του, θα είναι σαν να παίρνει το μέρος του σε ό,τι κι αν έχει συμβεί. Θα είναι, δηλαδή, σαν να παίρνει θέση. Δεν αντιλαμβάνεται την πράξη του αυτή ως πράξη φιλανθρωπίας, όπως θα έπρεπε, αλλά ως πηγή πιθανών προβλημάτων. Βρίσκει, μάλιστα, ως εύκολη δικαιολογία το γεγονός ότι όλο και κάποιος άλλος άνθρωπος θα δει τον χτυπημένο και θα του συμπαρασταθεί∙ τόσοι άνθρωποι περνούν από εκεί, οπότε, ακόμη κι αν εκείνος προσπεράσει, ο χτυπημένος δεν θα μείνει αβοήθητος για πολύ. Αρκεί εκείνος να μην μπλεχτεί με την υπόθεση, αρκεί να μείνει καλά προστατευμένος στην απραξία του και στη μη συμμετοχή του.
Η δικαιολογία ότι κάποιος άλλος θα «ψυχοπονέσει τον καημένο», φανερώνει την άκρως επιζήμια εκείνη τακτική πολλών πολιτών να μεταθέτουν τις ευθύνες τους διαρκώς σε άλλους και να μην αναλαμβάνουν ποτέ οι ίδιοι ενεργή δράση για χάρη των συνανθρώπων τους. Πρόκειται, φυσικά, για μια απαράδεκτη λογική, εφόσον υπηρετεί επί της ουσίας την αδιαφορία απέναντι σε όσους έχουν ανάγκη, αλλά και γενικότερα την αδιαφορία απέναντι στο ηθικό χρέος των πολιτών να συνεισφέρουν με κάθε τρόπο για την προάσπιση του αγαθού και των συνανθρώπων τους. Μια κοινωνία, όμως, της οποίας τα μέλη συνηθίζουν στην απάθεια και στην αδιαφορία, είναι μια κοινωνία αδύναμη να αποκτήσει εκείνη τη συνοχή κι εκείνο το αίσθημα αλληλεγγύης που θα της επιτρέψει να αντιμετωπίσει από κοινού και με αποτελεσματικότητα τις προσπάθειες των κρατούντων να περιορίσουν τα δικαιώματα των πολιτών. Καθίσταται, άρα, μια κοινωνία διχασμένη, ευάλωτη και αέναα στο έλεος των ισχυρών.
Η στάση του «μικρού και καλού» ανθρώπου του ποιήματος αποτελεί σαφές παράδειγμα για το πώς η πρώτη κιόλας ένδειξη αδιαφορίας για το ηθικός χρέος που έχουμε απέναντι στους συνανθρώπους μας μπορεί να οδηγήσει κλιμακωτά σ’ εκείνη την κοινωνική διάσπαση που εξυπηρετεί άριστα τα συμφέρονταν των κρατούντων. Τον βλέπουμε, λοιπόν, να περνά από την απόφαση να μη βοηθήσει τον χτυπημένο συνάνθρωπό του, στο να θεωρεί ακόμη ιδανικότερο να προσποιηθεί πως δεν τον είδε καν∙ σαν να μη συνέβη, δηλαδή, ποτέ η αδικία αυτή απέναντι στον συνάνθρωπό του. Έτσι, όχι μόνο αρνείται να προσφέρει τη βοήθειά του, αλλά ακόμη περισσότερο επιλέγει να προσποιηθεί πως δεν είδε και δεν αντιλήφθηκε ποτέ τίποτε∙ απόφαση, ωστόσο, που τον καθιστά συνένοχο στο έγκλημα αυτό, αφού με τη σιωπή του είναι σαν να συναινεί σε αυτό και σαν να το αποδέχεται.
Πλείστα, βέβαια, τα παραδείγματα από την καθημερινή κοινωνική και πολιτική ζωή, όπου οι πολίτες με τη σιωπή και με την ανοχή που επιδεικνύουν καθίστανται συνένοχοι στην παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, στην κοινωνική αδικία και καταπίεση, στη βία, στον εκφοβισμό, στην εκμετάλλευση και στην εκμηδένιση ουσιαστικά της απόλυτης αξίας που θα έπρεπε να έχει η ανθρώπινη ζωή.
Το πέρασμα από την απραξία στη συνένοχη σιωπή και στην παθητική αποδοχή της αδικίας είναι ατυχώς εύκολο και οδηγεί σταδιακά σε ακόμη μεγαλύτερα δεινά.

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Το επόμενο βήμα στην απευαισθητοποίηση των ανθρώπων απέναντι στον πόνο των συνανθρώπων τους είναι η απόφαση να πάρουν το μέρος των ισχυρών, με την υστερόβουλη σκέψη πως έτσι θα είναι τουλάχιστον οι ίδιοι ασφαλείς, αφού έτσι θα εκφράσουν έμπρακτα την υποταγή τους και την αφοσίωσή τους στους άρχοντες. Ο «μικρός και καλός» άνθρωπος, λοιπόν, έχοντας αισθανθεί βαθιά μέσα του τον φόβο, αρχίζει να σκέφτεται πως το να μη βοηθήσει και το να κάνει πως δεν είδε τίποτα, δεν επαρκούν για να διασφαλίσουν τη δική του ασφάλεια∙ σκέφτεται πως εφόσον υπάρχει μια ανοιχτή αντιπαράθεση ανάμεσα στους απλούς πολίτες, όπως είναι αυτός κι όπως είναι ο χτυπημένος, και τους άρχοντες, η καλύτερη επιλογή είναι να πάρει εμφανώς το μέρος των αρχόντων. Αποτυγχάνει να αντιληφθεί πως αν ενωθεί με τους απλούς πολίτες η συλλογική τους δύναμη θα είναι κατά πολύ ισχυρότερη από τη δύναμη των αρχόντων, και προχωρά σε ό,τι νομίζει πως είναι η πιο βέβαιη και πιο σίγουρη επιλογή.
Η συλλογιστική διαδικασία που του επιτρέπει να δικαιολογήσει αυτή του την επιλογή είναι ενδεικτική της εκλογίκευσης εκείνης που επιτρέπει σ’ έναν άνθρωπο να προδώσει ουσιαστικά τους ανυπεράσπιστους πολίτες της δικής του τάξης και να πάρει το μέρος των ισχυρών. Συλλογίζεται πως για να τον έχουν χτυπήσει θα έχει φταίξει σε κάτι -θα είναι ένοχος για κάτι-, αφού δεν είναι λογικό να τον έχουν χτυπήσει χωρίς να φταίει. Κι αφού, λοιπόν, είναι ένοχος -η ενοχή θεωρείται βολικά αποδεδειγμένη αφού έχει δεχτεί τα χτυπήματα, και τα χτυπήματα υποδηλώνουν τιμωρία-, τότε, λογικά, θα έλαβε εντελώς δικαιολογημένα την τιμωρία του, καθώς, προφανώς, το έγκλημά του θα στράφηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατά των αρχόντων∙ κι αφού τόλμησε να αντιταχθεί στους άρχοντες -την εύνοια των οποίων τόσο απεγνωσμένα αποζητά ο μικρός άνθρωπος-, τότε θα πρέπει να τον χτυπήσει κι εκείνος. Θα υπηρετήσει, έτσι, το δίκαιο (των ισχυρών) και συνάμα θα γίνει αρεστός στους άρχοντες.
Ο φόβος μήπως και βρεθεί στη θέση του θύματος∙ ο φόβος μήπως και χρειαστεί να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του και τα δικαιώματα των συνανθρώπων του∙ ο φόβος μήπως χάσει την ηρεμία της μικρής και περιορισμένης του ζωής, τον οδηγεί στο να αναζητήσει έναν τρόπο για να προφυλαχθεί απέναντι σε ό,τι θα μπορούσε να τον φέρει σε αντιπαράθεση με τους ισχυρούς. Αναζητά τον τρόπο με τον οποίο θα απαλλαγεί από το αίσθημα της ανασφάλειας, από την αίσθηση της αδυναμίας και από τον φόβο πως είναι τόσο απόλυτα ευάλωτος απέναντι στους ισχυρούς. Έτσι, αντί να σταθεί πλάι στον συνάνθρωπό του, αποφασίζει να πάει καθαρά με το μέρος των αρχόντων και να διασφαλίσει την προστασία και την εύνοιά τους. Κι είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο ένας καλός άνθρωπος γίνεται κακός, αφού η μόνη στιγμή που αποφάσισε επιτέλους να δράσει, οι πράξεις του στράφηκαν, εκ του ασφαλούς, εις βάρος ενός αδύναμου και ήδη χτυπημένου ανθρώπου. Ο μικρός άνθρωπος που δεν θα τολμούσε ποτέ να υψώσει το ανάστημά του, βρίσκει τώρα την ευκαιρία να πάρει θέση, στρεφόμενος ενάντια σ’ έναν άνθρωπο που είναι ήδη σωριασμένος στο έδαφος και που δεν έχει φυσικά τη δυνατότητα να αντιδράσει στα νέα χτυπήματα που δέχεται.
Το γεγονός, βέβαια, ότι υπάρχουν πολίτες που φοβούνται τόσο πολύ να πάρουν θέση απέναντι στην ασυδοσία των ισχυρών, ώστε επιλέγουν τελικά να πάνε με το μέρος τους και να υποταχθούν πλήρως στη θέλησή τους, είναι κάτι που εξυπηρετεί απόλυτα τα συμφέροντα των κρατούντων, καθώς αποδυναμώνει τη σθεναρή αντίδραση που θα μπορούσαν να προβάλουν οι πολίτες, αν παρέμεναν ενωμένοι μεταξύ τους και άφοβοι απέναντι στη δύναμη των αρχόντων.  
  
2. Το ποίημα τελειώνει με μια φράση που συνηθίζεται στην αρχή των παραμυθιών. Τι θέλει να δηλώσει μ’ αυτήν η ποιήτρια; Να βρείτε άλλα στοιχεία του ποιήματος, σχετικά με το περιεχόμενο και την έκφραση, που προσιδιάζουν στα παραμύθια.

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Η δήλωση στο τέλος του ποιήματος πως αυτή είναι η αρχή του παραμυθιού έρχεται να τονίσει πως η στιγμή ακριβώς που ο φοβισμένος και αδύναμος πολίτης αποφασίζει να πάει με το μέρος των ισχυρών, για να διασφαλίσει έτσι μια κάποια αίσθηση ασφάλειας για τον εαυτό του, είναι η στιγμή που ξεκινά η μεγάλη αυταπάτη∙ το παραμύθι. Ο φοβισμένος πολίτης, μη συναισθανόμενος πως η δική του θέση είναι πλάι στους ανθρώπους της δικής του τάξης, μαζί με τους οποίους μπορεί και πρέπει να αντιταχθεί στη θέληση των αρχόντων -όταν φαλκιδεύονται τα δικαιώματα των πολιτών-, απλώς εξαπατά τον εαυτό του νομίζοντας πως έχει κερδίσει κάτι, αφού στην πραγματικότητα έχει υποταχθεί στους κρατούντες κι έχει προδώσει τους συνανθρώπους του. Κι είναι πολίτες σαν αυτόν που διασπούν τη συνοχή της κοινωνίας και καθιστούν ανέφικτη την αποτελεσματική αντίδραση των πολιτών. Έτσι, λοιπόν, ξεκινά το παραμύθι ότι οι πολίτες δεν έχουν τη δύναμη να αντιταχθούν στους άρχοντες.
Το ποίημα ήδη με τη στενή συσχέτιση του τίτλου του και των πρώτων στίχων φανερώνει πως αποτελεί μια αφήγηση, μια αφήγηση παραμυθιού: «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος; Θα σας πω πώς έγινε, έτσι είναι η σειρά…». Κατά τον ίδιο τρόπο κι οι επόμενοι στίχοι δημιουργούν την αίσθηση πως μας δίνεται η αφήγηση ενός παραμυθιού: «Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο…».
Πέρα, πάντως, από το γεγονός ότι το ποίημα μιμείται το ύφος αφήγησης των παραμυθιών, ακόμη και η έλλειψη συγκεκριμένων χρονικών και τοπικών προσδιορισμών, όπως και η απουσία καταγραφής ονομάτων, δημιουργεί το κλίμα ενός παραμυθιού, αφού όσα συμβαίνουν τοποθετούνται αόριστα σε κάποιον τόπο, κάποια στιγμή, χωρίς να αποκτούν πιο συγκεκριμένη σύνδεση με την πραγματικότητα. Πρόκειται, φυσικά, για μια αναγκαία επιλογή, μιας και η ιστορία του ανθρώπου αυτού επαναλαμβάνεται διαρκώς υπό διαφορετικές συνθήκες σε διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα.
Σημαντικό, επίσης, στοιχείο που δημιουργεί την αίσθηση πως πρόκειται για μια αφήγηση που παραπέμπει σε παραμύθι, είναι το γεγονός ότι το ποίημα της Βακαλό βρίσκεται σε συνομιλία σχεδόν με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Με τη διαφορά ότι η ποιήτρια επιλέγει να μιλήσει όχι για τον καλό Σαμαρείτη που προσέφερε τη βοήθειά του στον χτυπημένο, αλλά για εκείνους πριν από αυτόν που θεώρησαν σκόπιμο να αδιαφορήσουν για τον πληγωμένο συνάνθρωπό τους.

Ελένη Βακαλό

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921 και το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι. Παντρεύτηκε το ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. Στην ποίησή της χρησιμοποιεί μια γλώσσα απογυμνωμένη από τους παραδοσιακούς λυρικούς τρόπους, που αποβλέπει στο να εκφράσει την ουσία των πραγμάτων. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία (1948), Στη μορφή των Θεωρημάτων (1951), Το Δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958), Περιγραφή του Σώματος (1959), Η Έννοια των Τυφλών (1962), Ο Τρόπος να κινδυνεύουμε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Πριν από το λυρισμό (1981). Δημοσίευσε επίσης λογοτεχνικές κριτικές και δοκίμια Ιστορίας της Τέχνης. Έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1991).

Έκθεση Α΄ Λυκείου: Η ενδυμασία και η σημασία της για τον άνθρωπο

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sharon Cummings

Έκθεση Α΄ Λυκείου: Η ενδυμασία και η σημασία της για τον άνθρωπο

 Η ενδυμασία αποτελείται από κάθε τι με το οποίο ο άνθρωπος καλύπτει και στολίζει το σώμα του. Περιλαμβάνει δηλαδή τα ρούχα και τα συμπληρώματά τους (αξεσουάρ), όπως είναι τα παπούτσια, οι τσάντες, τα καπέλα, τα γάντια και άλλα. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται επίσης τα κοσμήματα, το μακιγιάζ, ακόμα και το χτένισμα.
Η ενδυμασία έχει πολύ μεγάλη σημασία στη ζωή του ανθρώπου. Καταρχάς, είναι απαραίτητη για την υγεία, γιατί προστατεύει το σώμα από τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Όμως, συνδέεται και με τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Καθένας διαλέγει τον τρόπο με τον οποίο ντύνεται ανάλογα με την προσωπικότητά του. Ακόμη, υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ ενδυμασίας και ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γι’ αυτό, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια σημαντική αλλαγή στη ζωή του, φροντίζει να αλλάξει το ντύσιμό του προς το καλύτερο. Εκφράζει μ’ αυτόν τον τρόπο τη διάθεσή του για αλλαγή και βελτίωση του εαυτού του. Εξάλλου, όταν κάποιος είναι ωραία ντυμένος, νιώθει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, γεγονός που αντανακλάται στη συμπεριφορά του. Τέλος, τα χρώματα που διαλέγει ο άνθρωπος για το ντύσιμό του όχι μόνο αποκαλύπτουν την προσωπικότητά του, αλλά επιδρούν και στη διάθεσή του.
Η ενδυμασία μπορεί να δηλώνει την κοινωνική τάξη ενός ανθρώπου και τον ρόλο του μέσα σ’ αυτήν (π.χ. οι ειδικές βασιλικές ενδυμασίες), κάτι που συνέβαινε ιδιαίτερα στο παρελθόν. Επιπλέον, φανερώνει το φύλο του ανθρώπου. Για παράδειγμα, στον δυτικό πολιτισμό το φόρεμα αποτελούσε το χαρακτηριστικό γυναικείο ρούχο και τα παντελόνια το αντίστοιχο αντρικό. Η ενδυμασία μπορεί, επίσης, να δείχνει την ηλικία, όπως συνέβαινε με τα κοντά παντελόνια που παλαιότερα τα φορούσαν μόνο τα μικρά αγόρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ρούχα, ιδίως οι στολές, φανερώνουν το επάγγελμα ενός ατόμου. Άλλες φορές, η ενδυμασία δηλώνει την εθνικότητα (π.χ. οι χαρακτηριστικές εθνικές ενδυμασίες), τη θρησκεία (π.χ. το μαντήλι που καλύπτει συχνά το πρόσωπο των μουσουλμάνων γυναικών) ή την ιδεολογία του ανθρώπου (π.χ. το ντύσιμο των χίπις).
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ενδυμασίας αποτελεί η μόδα. Μόδα είναι οι αλλαγές στον τρόπο ντυσίματος που χαρακτηρίζουν μια χρονική περίοδο. Οι αλλαγές της μόδας εξαρτώνται από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, από τις αισθητικές αντιλήψεις κάθε περιόδου, καθώς και από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Σήμερα η μόδα καθορίζεται κυρίως από τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ενδυμασία.
Σε γενικές γραμμές, η ενδυμασία αποτελεί ένα είδος κώδικα επικοινωνίας. Είναι μια σιωπηλή γλώσσα που φανερώνει πολλά, όχι μόνο για τα άτομα, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο και το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο αυτά ζουν.

Οικιακή Οικονομία (2012). Η ενδυμασία και η σημασία της για τον άνθρωπο, 90-91. Υπ. ΠΔΒΜΘ. "Διόφαντος" ΙΤΥ και Εκδ. (διασκευή).

ΘΕΜΑΤΑ

Α1. Για ποιους λόγους, σύμφωνα με τον συγγραφέα του κειμένου, η ενδυμασία έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή του ανθρώπου; (60-80 λέξεις)

Η ενδυμασία έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή του ανθρώπου για πολλούς λόγους. Αρχικά, είναι αναγκαία για την προφύλαξη της υγείας, αφού προστατεύει το σώμα από τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Έπειτα, επιτρέπει στους ανθρώπους να εκφράζουν μέσω αυτής βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Ενώ, καίριας σημασίας είναι και η αλληλεπίδραση που παρατηρείται ανάμεσα στην ενδυμασία και τη συμπεριφορά των ατόμων, στοιχείο που γίνεται αντιληπτό από την τάση των ανθρώπων που αποφασίζουν να προχωρήσουν σε μια σημαντική αλλαγή στη ζωή τους να βελτιώνουν συνάμα και το ντύσιμό τους. Ενώ, κι αντιστρόφως, όταν ένας άνθρωπος είναι ντυμένος με ωραία ρούχα, αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση κι αυτό γίνεται αισθητό στη συμπεριφορά του. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως ακόμη και τα χρώματα των ρούχων φανερώνουν στοιχεία της προσωπικότητας του ατόμου και παράλληλα επηρεάζουν τη διάθεσή του.

Α1. Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου (Η ενδυμασία… διάθεσή του) διατυπώνεται η άποψη πως υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ της ενδυμασίας και της ανθρώπινης προσωπικότητας. Με ποια επιχειρήματα τεκμηριώνεται αυτή η άποψη; (60-80 λέξεις)

Η άποψη πως υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ της ενδυμασίας και της ανθρώπινης προσωπικότητας τεκμηριώνεται καταρχάς με τη στενή σύνδεση που παρατηρείται ανάμεσα στην ενδυμασία ενός ατόμου και τη συμπεριφορά του. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το παράδειγμα του ανθρώπου που βελτιώνει το ντύσιμό του προκειμένου να εκφράσει και να δηλώσει τη διάθεσή του να αλλάξει και να καλυτερεύσει τον εαυτό του. Επιπλέον, παρατίθεται η συνήθης διαπίστωση της επίδρασης που έχει στην αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου το ωραίο ντύσιμο, και κατ’ επέκταση της αλλαγής που παρατηρείται στη συμπεριφορά του. Ενώ, τέλος, καταγράφεται το ζήτημα των χρωμάτων που διαλέγει ο άνθρωπος για το ντύσιμό του, τα οποία όχι μόνο αποκαλύπτουν την προσωπικότητά του, αλλά επιδρούν και στη διάθεσή του.

Α2. Να δώσετε από έναν πλαγιότιτλο στην πρώτη παράγραφο (Η ενδυμασία… το χτένισμα) και την τρίτη παράγραφο (Η ενδυμασία… των χίπις) του κειμένου.

- Τι συνιστά την ενδυμασία.
- Τα στοιχεία που ενδέχεται να δηλώνονται ή να υποδηλώνονται μέσω της ενδυμασίας.

Α2. Με ποιες λέξεις επιτυγχάνεται η συνοχή στο εσωτερικό της δεύτερης παραγράφου (Η ενδυμασία… διάθεσή του) του κειμένου;

Καταρχάς, Όμως, Ακόμη, Γι’ αυτό, Εξάλλου, Τέλος

Β1.α. Να γράψετε μία συνώνυμη λέξη για καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου με την έντονη γραφή, με βάση τη σημασία τους στο κείμενο: καταρχάς, διαλέγει, αλλάξει, δηλώνει, αντιλήψεις.

Καταρχάς = αρχικά
Διαλέγει = επιλέξει
Αλλάξει = διαφοροποιήσει / μεταβάλει
Δηλώνει = φανερώνει
Αντιλήψεις = πεποιθήσεις

Β1.β. Να γράψετε από μία πρόταση χρησιμοποιώντας καθεμιά από τις συνώνυμες λέξεις.

- Αρχικά θα πρέπει να καταστεί σαφές πως ο κατηγορούμενος δεν είχε καμία κακή πρόθεση.
- Ο έφηβος καλείται να επιλέξει αρκετά νωρίς την επαγγελματική κατεύθυνση που σκοπεύει να ακολουθήσει στη ζωή του.
- Θεώρησε απαραίτητο να μεταβάλει τη διάταξη, για να καλύψει και άλλες περιπτώσεις.
- Η στάση του σώματός μας συχνά φανερώνει κατά τρόπο αρκετά πρόδηλο τη συναισθηματική μας κατάσταση.
- Καταδικάστηκε όχι για κάτι που έκανε, αλλά για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Β1. Να συντάξετε μία παράγραφο 60-80 λέξεων, στην οποία να χρησιμοποιήσετε τις λέξεις/φράσεις του κειμένου με έντονη γραφή, με βάση τη σημασία τους στο κείμενο: εκφράζει, ωραία ντυμένος, νιώθει αυτοπεποίθηση, συμπεριφορά, διάθεση.

Η ενδυμασία εκφράζει σημαντικά στοιχεία της προσωπικότητας του ατόμου, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια τυχαία επιλογή. Είναι, μάλιστα, αξιοσημείωτη η επίδραση που μπορούν να ασκήσουν τα κατάλληλα ρούχα στη συμπεριφορά του ατόμου, καθώς, αν αισθάνεται ότι είναι ωραία ντυμένος, αμέσως αποκτά καλύτερη διάθεση, νιώθει γεμάτος αυτοπεποίθηση και αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά την καθημερινότητά του. Τα ρούχα, άλλωστε, χρησιμοποιούνται συχνά για να εξωτερικεύσουν τη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου και αποτελούν έτσι έναν έμμεσο τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους.

Β2. Να επισημάνετε ποιες λέξεις / φράσεις στις περιόδους λόγου που ακολουθούν χρησιμοποιούνται με μεταφορική / συνυποδηλωτική σημασία:

1. Η ενδυμασία είναι απαραίτητη για την υγεία, γιατί προστατεύει το σώμα από τις άσχημες καιρικές συνθήκες.
= προστατεύει, άσχημες
2. Η ενδυμασία μπορεί να δηλώνει την κοινωνική τάξη ενός ανθρώπου και τον ρόλο του μέσα σ’ αυτήν (π.χ. οι ειδικές βασιλικές ενδυμασίες), κάτι που συνέβαινε ιδιαίτερα στο παρελθόν.
= δηλώνει, τάξη
3. [Η μόδα] είναι μια σιωπηλή γλώσσα που φανερώνει πολλά, όχι μόνο για τα άτομα, αλλά και για το κοινωνικό σύνολο και το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο αυτά ζουν.
= σιωπηλή γλώσσα, πολιτισμικό περιβάλλον  

Β2. Να επισημάνετε τις λέξεις του κειμένου που είναι ξενόγλωσσες και συνδέονται με την ενδυμασία και να εξηγήσετε τον λόγο για τον οποίο ο συγγραφέας τις εντάσσει στο κείμενό του.

- αξεσουάρ
- μακιγιάζ
- χίπις

Ο συγγραφέας εντάσσει τις ξενόγλωσσες αυτές λέξεις στο κείμενό του καθώς είναι όροι καλά εδραιωμένοι στη γλώσσα μας, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα μια αντίστοιχη ελληνική λέξη για να αποδώσει το νόημά τους. Η έννοια της μόδας, άλλωστε, έχει αναπτυχθεί κυρίως σε άλλες χώρες, γι’ αυτό και είναι αναμενόμενη η ύπαρξη πλήθους σχετικών με αυτή ξενόγλωσσων όρων.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...