Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Σεφέρης [IZ΄] «Αστυάναξ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Peter Holme III 

Γιώργος Σεφέρης [IZ΄] «Αστυάναξ»

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

(Μυθιστόρημα, 1935)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να εντοπίσετε στο ποίημα τα στοιχεία που σχετίζονται με το περιβάλλον μέσα στο οποίο είδε το φως το παιδί.

Η γέννηση του Αστυάνακτα συνδέεται στενά τόσο με το φυσικό περιβάλλον της Τροίας, όσο και με τους ανθρώπους της, γεγονός που υποδηλώνει πως το παιδί αυτό έχει άρρητο μα σαφές χρέος να γνωρίσει σε βάθος τον τόπο του και να τον τιμήσει με τη ζωή του.
«το παιδί / που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι»
Ο Έκτορας προσδιορίζει τοπικά τη γέννηση του παιδιού δείχνοντας -νοητά- ένα συγκεκριμένο πλατάνι, κάτω απ’ το οποίο η Ανδρομάχη το έφερε στο φως. Ο Αστυάνακτας συνδέεται, έτσι, άρρηκτα με τη μοίρα της Τροίας, όπως ακριβώς και το φυσικό της περιβάλλον, κι όπως αυτό, έτσι κι ο Αστυάνακτας αποτελεί τη φυσική συνέχεια και το μέλλον της.  

«μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια»
Η μέρα που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας, ήταν μέρα πολέμου, και συμμετείχαν σ’ αυτή, όχι μόνο οι άνθρωποι της πόλης, μα και τα άλογά της, που έχοντας υπομείνει με καρτερία τη δυσκολία της μάχης, βρέθηκαν τη στιγμή της γέννησης του παιδιού να σκύβουν ιδρωμένα στη γούρνα με το πράσινο νερό για να ξεδιψάσουν.

«Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας»
Στην πόλη που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας υπάρχουν ακόμη οι ελιές που μετρούν με το μεγάλωμά τους τις ρυτίδες των γονιών του Έκτορα και των άλλων ανθρώπων της Τροίας, αφού με τις δικές τους φροντίδες και με τη δική τους έγνοια φυτεύτηκαν, μεγάλωσαν και κάρπισαν. Εκεί είναι και τα βράχια που κρύβουν τη γνώση των γονιών τους, τη γνώση των προγόνων, αφού στάθηκαν μάρτυρες της χρόνιας επιμονής τους και της ακούραστης προσπάθειάς τους να χτίσουν και να δοξάσουν την πόλη τους. Τα βράχια αυτά γνωρίζουν καλά πόσους αγώνες, πόσα βάσανα και πόσοι κόποι απαιτήθηκαν απ’ τους γονείς του Έκτορα για να διασφαλιστεί η ύπαρξη της Τροίας και της οικογένειάς τους.

«και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα»
Το χώμα αυτής της πόλης διατηρεί ακόμη ζωντανό μέσα του το αίμα του αδερφού μας, το αίμα του κάθε πολίτη της Τροίας που θυσίασε τη ζωή του για να την προστατέψει. Είναι κι αυτό ένας ακόμη μάρτυρας του υψηλού φόρου αίματος που απαιτείται για να διατηρεί μια πόλη την ελευθερία της και το δικαίωμα να υπάρχει.

«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου»
Ο Έκτορας επαναλαμβάνει την αναφορά του στον πλάτανο, κάτω απ’ τα φύλλα του οποίου γεννήθηκε ο Αστυάνακτας, προκειμένου να υπενθυμίσει πως το παιδί αυτό αποτελεί αναγκαίο και πολύτιμο μέρος της Τροίας, αφού είναι μέσω αυτού που θα διασφαλιστεί τόσο η συνέχειά της, όσο και η διαφύλαξη της μνήμης των προγόνων, αλλά και όσων θυσιάστηκαν για χάρη της κοινής τους μητρικής πόλης.

α2. Λαμβάνοντας υπόψη πως στο ποίημα μιλάει ο Έκτορας και ότι απευθύνεται στη γυναίκα του Ανδρομάχη λίγο πριν από τον βίαιο θάνατό του, να εντοπίσετε στο ποίημα τρεις (3) λόγους που επιβάλλουν την ανάγκη της αναχώρησης / φυγάδευσης του παιδιού από τον τόπο του και να τους σχολιάσετε σύντομα, σε μία παράγραφο.

Ο Έκτορας ζητά από τη γυναίκα του, την Ανδρομάχη, να πάρει μαζί της το παιδί τους, τον Αστυάνακτα, διότι, όπως ο ίδιος σχολιάζει «η μέρα της πληρωμής / χαράζει», έρχεται, δηλαδή, η μέρα της ανταπόδοσης και της εκδίκησης∙ σκέψη που προφανώς συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος σκότωσε τον Πάτροκλο, και πως δεν απέχει πολύ η στιγμή κατά την οποία ο Αχιλλέας θα θελήσει να πάρει εκδίκηση για το χαμό του αδελφικού του φίλου. Είναι, άλλωστε, εμφανές ότι οι Αχαιοί έχουν αρχίσει να παίρνουν το πάνω χέρι και πως ούτως ή άλλως ο Έκτορας θα βρεθεί γρήγορα σε δυσμενή θέση έναντι των αντιπάλων του.
Ο Έκτορας αντιλαμβάνεται, λοιπόν, πως ο πόλεμος έχει περιέλθει σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και πως δύσκολα θα μπορέσει να επιβιώσει ο ίδιος των ολοένα και πιο έντονων συγκρούσεων, είτε συμμετάσχει σε αυτές ο Αχιλλέας είτε όχι. Από τα λόγια του στην Ανδρομάχη: «τώρα που κανείς δεν ξέρει / ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει», είναι εμφανές πως ο ήρωας των Τρώων φοβάται πως το τέλος του είναι κοντά, αφού τώρα πια μέσα στην ένταση του εχθρικού μίσους και των συγκρούσεων κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πώς θα επέλθει το τέλος του ή για το ποιον θα αναγκαστεί να σκοτώσει. Με τη δυσοίωνη σκέψη πως το τέλος του δεν αργεί, ο Έκτορας θέλει να διασφαλίσει πως ο γιος του θα γλιτώσει της εκδικητικής μανίας των Αχαιών, γι’ αυτό και ζητά από την Ανδρομάχη να τον φυγαδεύσει.
Η επιθυμία του Έκτορα είναι σαφής: «πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως / κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου / και μάθε του να μελετά τα δέντρα». Ο γιος του θα πρέπει να παραμείνει ζωντανός και θα πρέπει να μάθει την ιστορία και τα βιώματα των γονιών και των προγόνων του, ώστε αφενός να αντιληφθεί το μέγεθος των αγώνων που χρειάστηκε να δώσουν εκείνοι κι αφετέρου ώστε μεγαλώνοντας να έχει κατά νου το δικό τους πρότυπο ανδρείας και γενναιότητας.

β.1. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε σύντομα τη μεταφορά του τελευταίου στίχου: «και μάθε του να μελετά τα δέντρα.»

«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα»

Ο Έκτορας ζητά από την Ανδρομάχη να φυγαδεύσει κι έτσι να διασώσει τον μικρό Αστυάνακτα, διότι στην ύπαρξη αυτού του παιδιού βασίζεται η διατήρηση και η συνέχιση της βασιλικής του οικογένειας. Ο Αστυάνακτας είναι το μέλλον της Τροίας και η φυσική συνέχεια του Έκτορα, γι’ αυτό ο ήρωας ζητά απ’ τη γυναίκα του να φροντίσει να του «μάθει να μελετά τα δέντρα», να του μάθει, δηλαδή, να αναγνωρίζει σε κάθε στοιχείο της πόλης του την προσφορά και τις θυσίες των προγόνων του, ώστε να αντιλαμβάνεται πλήρως το χρέος του απέναντι στην Τροία και στους ανθρώπους της. Όπως κάθε δέντρο κατορθώνει να υπάρχει γιατί έχει ρίζες, έτσι και κάθε άνθρωπος ήρθε στον κόσμο και επιβίωσε χάρη στους αγώνες και στους μόχθους των προγόνων του, τους οποίους και οφείλει να τιμήσει με τη δική του δράση και με τις δικές του ανάλογες προσπάθειες διαφύλαξης και διεύρυνσης του έργου τους.
Ο Έκτορας, εφόσον γνωρίζει πως ο ίδιος δεν θα ζει για να συνεισφέρει στην αγωγή του γιου του, θέλει να είναι βέβαιος πως το παιδί του θα βρει ένα κατάλληλο πρότυπο ήθους και ανδρείας∙ ένα πρότυπο που θα το αντλήσει ακριβώς μέσα από τη μελέτη των όσων έχουν κάνει και επιτύχει οι πρόγονοί του.

β.2. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Μυθιστόρημα στην οποία ο ποιητής αξιοποιεί τους αρχαιοελληνικούς μύθους και αναζητεί το τραγικό στοιχείο μέσα σ’ αυτούς. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή λαμβάνοντας υπόψη και την υποσημείωση που σας δόθηκε.

[Ο Αστυάναξ ήταν γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Οι γονείς του τον είχαν ονομάσει Σκαμάνδριο, όμως ο λαός της Τροίας προς τιμή του ήρωα πατέρα του που σκοτώθηκε με τόση αυτοθυσία για τους Τρώες, τον ονόμασε Αστυάνακτα που σημαίνει βασιλιάς της πόλης. Η μοίρα για τον μικρό Αστυάνακτα κατά τις επικρατέστερες παραδόσεις υπήρξε τραγική. Κατά μία παράδοση τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από τα τείχη της Τροίας, όταν αυτή καταλήφθηκε από τους Αχαιούς, ή ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του.]

Το έντονα τραγικό στοιχείο του ποιήματος προκύπτει από τη γνώση που έχει ο αναγνώστης για την κατάληξη του μικρού Αστυάνακτα. Έτσι, ενώ ο Έκτορας βλέπει στον Αστυάνακτα το μέλλον και την ελπίδα της Τροίας, και νουθετεί την Ανδρομάχη κατάλληλα, ώστε το παιδί του να μεγαλώσει με τις σωστές αρχές και τα σωστά πρότυπα, ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη πως το παιδί αυτό δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμα. Η παρηγοριά που λαμβάνει ο Έκτορας από τη σκέψη πως ο γιος του μεγαλώνοντας θα μπορέσει να συνεχίσει το δικό του έργο, όπως και το έργο των κοινών τους προγόνων, είναι επί της ουσίας μάταιη, εφόσον οι Αχαιοί δεν πρόκειται να δείξουν κανένα έλεος στο μικρό αυτό παιδί. Με την ίδια σκληρότητα που θα σκοτώσουν τον Έκτορα, θα σκοτώσουν κι εκείνο, τερματίζοντας άδοξα κάθε ελπίδα συνέχισης για την οικογένεια του Έκτορα.

Συνάντηση Έκτορα – Ανδρομάχης, Ιλιάδα, Ζ΄ [390-493]

     Έτσι είπε η κελάρισσα∙ κι αυτός γοργά απ’ το σπίτι
τον ίδιο δρόμο τράβηξε στις καλόχτιστες στράτες.
Μέσα απ’ την πόλη βγαίνοντας σαν έφτασε στις πύλες
τις Σκαιές, απ’ όπου ήταν πια να βγει στην πεδιάδα,
εκεί μπροστά τρέχοντας ήρθε η Ανδρομάχη,
του αντρείου Ηετίωνα η ακριβή η κόρη,
που ήταν Κιλίκων ρήγας στη δασωμένη Πλάκο
στην υποπλάκια Θήβα και είχε τότε δώσει
στον Έκτορα το δυνατό την κόρη του γυναίκα.
Στάθηκε αντίκρυ του λοιπόν κι η βάγια από κοντά της,
τ’ αθώο μωρό παιδί τους στην αγκαλιά κρατώντας,
του Έκτορα ακριβό γιο, τον όμοιο μ’ αστέρι
Σκαμάντριο ο Έκτορας, Αστυάνακτα οι άλλοι
τον έλεγαν, γιατί έσωζε ο Έκτορας την Τροία.
Σιωπηλά αχνογέλασε βλέποντας το παιδί του∙
η Ανδρομάχη στάθηκε κοντά του δακρυσμένη,
το χέρι του τού έσφιξε, του μίλησε και είπε:
     «Η ορμή σου το θάνατο, άμοιρε, θα σου φέρει
το μωρό σου δε συμπονάς, την άμοιρη εμένα,
που χήρα γοργά θα μείνω∙ όλοι γοργά ορμώντας
πάνω σου θα σε σκοτώσουν∙ αν στερηθώ εσένα,
ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα για μένα.
Δε θα έχω άλλη ζεστασιά, αν τώρα συ πεθάνεις,
μα βάσανα∙ και δεν μου ζουν πατέρας και μητέρα.
Σκότωσε τον πατέρα μου ο άξιος Αχιλλέας
και την καλόχτιστη πόλη κούρσεψε των Κιλίκων,
τη Θήβα την ψηλόπορτη∙ δεν έγδυσε εκείνον
ωστόσο, σαν τον σκότωσε, σεβάστηκε η ψυχή του∙
με τα λαμπρά τα όπλα του τού έκαψε το σώμα,
τάφο σ’ εκείνον έστησε∙ φτελιές φύτεψαν γύρω
νύμφες των βουνών, οι κόρες του ασπιδοφόρου Δία.
Εφτά στο σπίτι αδερφούς είχα∙ την ίδια μέρα
όλοι στον Άδη τράβηξαν∙ ο άξιος Αχιλλέας
ο γρήγορος τους σκότωσε όλους, καθώς βοσκούσαν
τα βόδια τα στριφτόποδα και τ’ άσπρα πρόβατά μας.
Τη μάνα που βασίλευε στη δασωμένη Πλάκο,
αφού την έφερε εδώ με τ’ άλλα λάφυρά του,
τη λευτέρωσε παίρνοντας λύτρα πολλά για εκείνη,
μα η τοξεύτρα Άρτεμη τη σκότωσε στο σπίτι.
Για μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας
και αδερφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου.
Έλα τώρα, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο,
το γιο μην κάνεις ορφανό και χήρα τη γυναίκα.
Δίπλα στην άγρια συκιά το στρατό στήσε, όπου
η πόλη ευκολοπαίρνεται, το τείχος της πατιέται.
Τρεις φορές οι καλύτεροι δοκίμασαν ν’ ανέβουν,
όσοι ήταν με τους Αίαντες, τον άξιο Ιδομενέα,
κι όσοι ήταν με τους Ατρείδες, το δυνατό Διομήδη∙
ή κάποιος τους συμβούλεψε που από μαντείες ξέρει
ή και η ίδια τους ψυχή αυτούς κινεί και σπρώχνει.»
     Ο λοφοσείστης Έκτορας της μίλησε έτσι τότε:
«Για όλα τούτα νοιάζομαι, γυναίκα, μα τους Τρώες,
τις μακρόπεπλες ντρέπομαι της χώρας μας γυναίκες
μακριά από τον πόλεμο σαν το δειλό να φύγω∙
και δεν το θέλει η καρδιά, γιατί έμαθα να είμαι
αντρείος και να πολεμώ ανάμεσα στους πρώτους
τη φήμη του πατέρα μου κρατώντας, τη δική μου.
Μες στην ψυχή και μες στο νου αυτό το καλοξέρω:
θα έρθει η μοίρα να χαθεί η ιερή μας Τροία
κι ο Πρίαμος ο δυνατός και όλος ο λαός του.
Κι όμως τόσο δε νοιάζομαι για τον καημό των Τρώων,
για της Εκάβης τον καημό, του Πρίαμου του ρήγα,
ούτε των αδερφών μου καν, που και πολλοί και αντρείοι
από τα χέρια των εχθρών θα κυλιστούν στη σκόνη,
όσο για σένα, σαν κάποιος χαλκοαρματωμένος
σκλαβώνοντάς σε πίσω του σε σέρνει δακρυσμένη∙
στο Άργος όντας σ’ αργαλειό μιας ξένης θα υφαίνεις,
άθελα απ’ την Υπέρεια ή απ’ τη Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις, δυνατή θα σε βαραίνει ανάγκη∙
και θα πει κάποιος βλέποντας να χύνεις μαύρο δάκρυ:
     - Του Έκτορα η γυναίκα να, στον πόλεμο της Τροίας
που ήταν στη μάχη πρώτος ανάμεσα στους Τρώες.
Έτσι θα πει∙ και μέσα σου θα ξανανάψει ο πόνος,
που θα σου λείπει ο άντρας σου να διώξει τη σκλαβιά σου.
Μα ας πεθάνω, να μη ζω, η γη να με σκεπάσει,
το σύρσιμό σου κι οι φωνές πριν στα αυτιά μου να φτάσουν!»
     Είπε κι αμέσως άνοιξε τα χέρια στο παιδί του
στης βάγιας της καλόζωστης τον κόρφο εκείνο όμως
ξανάγειρε με κλάματα∙ τρόμαξε απ’ του πατέρα,
τα χάλκινα τα όπλα του, την αλογίσια φούντα,
σαν είδε πως του σάλευε κατάκορφα στο κράνος.
Με την καρδιά τους γέλασαν πατέρας και μητέρα∙
τότε ο λαμπρός ο Έκτορας έβγαλε απ’ το κεφάλι
το κράνος και ολόλαμπρο το άφησε στο χώμα.
Το γιο του πήρε, φίλησε, τον έπαιξε στα χέρια
κι έτσι τότε στους θεούς, στο Δία προσευχόταν:
     «Δία κι οι υπόλοιποι θεοί, δώστε να γίνει ο γιος μου,
όπως κι εγώ, ξεχωριστός ανάμεσα στους Τρώες,
άντρας τρανός και δυνατά στην Τροία ν’ αρχηγέψει∙
και κάποτε κάποιος να πει: - Πιο καλός είναι τούτος
απ’ το γονιό του-, σαν τον δει να γυρνά απ’ τη μάχη
με κούρσα σκοτωμένου εχθρού, και να χαρεί η μάνα.»
     Έδωσε στη γυναίκα του έπειτα το παιδί τους∙
στο μυρωδάτο κόρφο της το δέχτηκε εκείνη
δακρυογελώντας∙ πόνεσε, καθώς την είδε εκείνος,
με το χέρι τη χάιδεψε, της μίλησε και είπε:
     «Άμοιρη, μην πικραίνεσαι μες στην ψυχή σου τόσο∙
κανείς, πέρα απ’ τη μοίρα μου, στον Άδη δεν με στέλνει∙
μα λέω πως τη μοίρα του κανείς μας δεν ξεφεύγει,
ούτε καλός ούτε κακός, σαν γεννηθεί στον κόσμο.
Πάνε τώρα στο σπίτι μας, κοίταξε τις δουλειές σου,
τη ρόκα και τον αργαλειό, και πρόσταξε τις βάγιες
να ασχολούνται με δουλειές∙ ο πόλεμος για όλους
τους Τρώες θα είναι έγνοια και πιο πολύ για μένα.»

[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]


Charles Baudelaire «Το ρολόι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joshua Malik

Charles Baudelaire «Το ρολόι»

Ρολόι: Απαίσια, αναίσθητη, τρομαχτική θεότη,
που φοβερίζει και μας λέει τ’ αχνό της δαχτυλάκι:
Μην το ξεχνάς! στην έντρομη καρδιά σου σε λιγάκι
οι άγριοι Πόνοι θα μπηχτούν όπως σε στόχο, κι ότι

η Ηδονή καθώς ατμός στους ουρανούς θα σβήσει
και σαν συλφίδα θα κρυφτεί μες στη δεντροσχισμάδα∙
κάθε στιγμούλα σιγοτρώει κάτι από τη γλυκάδα
που δόθηκε στον άνθρωπο σ’ όλη του εδώ τη ζήση.

Τρισχίλιες ξακόσες φορές την ώρα, μουρμουρίζει
γοργό το Δευτερόλεπτο: Μην το ξεχνάς! – Και πότε
σαν έντομο το Τώρα λέει: Πέρασα, είμαι το Τότε,
η βρόμικη κεραία μου τη ζωή σου πιπιλίζει!

Esto memor, ω άσωτε! Remember! Μην ξεχάνεις!
(Όλες τις γλώσσες τις μιλεί ο ατσάλινος λαιμός μου.)
Θνητέ θεότρελε, οι στιγμές είναι ο ποταμός μου∙
μην τον αφήνεις να κυλά, χωρίς χρυσό να βγάνεις!

Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός, παίκτης που δε δειλιάζει,
κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να κλέβει.
Μην το ξεχνάς! Η μέρα σβει κι η νύχτα όλο τρανεύει!
Το βάραθρο πάντα διψά και να, η κλεψύδρα αδειάζει!

Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την ώρα,
κι η Αρετή η σεβάσμια, παρθενική μνηστή σου,
ακόμα κι η Μετάνοια, στερνή καταφυγή σου,
«Ψόφα, γέρο δειλέ» θα πουν, «αργά πια είναι τώρα!»

Το ποίημα «Το ρολόι» ανήκει στη συλλογή του Μπωντλαίρ «Τα Άνθη του Κακού» και καταγράφει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο την αγωνιώδη σχέση του ατόμου με το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Το ρολόι, ο μεταλλικός αυτός υπηρέτης του χρόνου, εξανθρωπίζεται υπό μία έννοια και αποκτά έτσι τη δυνατότητα να εκφράζει λεκτικά τις απειλητικές προειδοποιήσεις του προς τον άνθρωπο∙ προειδοποιήσεις που δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από τις αγχώδεις σκέψεις του ίδιου του ατόμου που συνειδητοποιεί πόσο γοργά περνά ο χρόνος και με πόση ταχύτητα στενεύουν τα περιθώρια δράσης και ουσιαστικής βίωσης της ζωής.
Ό,τι δημιουργεί εδώ ο Μπωντλαίρ είναι μια εφιαλτική συνομιλία με τον αυστηρότερο κριτή του ανθρώπινου βίου, τον χρόνο, ο οποίος καταμετρά και αξιολογεί τις πράξεις του κάθε ατόμου, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο αξιοποιείται ορθά το πολύτιμο δώρο της ύπαρξης.    

Ρολόι: Απαίσια, αναίσθητη, τρομαχτική θεότη,
που φοβερίζει και μας λέει τ’ αχνό της δαχτυλάκι:
Μην το ξεχνάς! στην έντρομη καρδιά σου σε λιγάκι
οι άγριοι Πόνοι θα μπηχτούν όπως σε στόχο, κι ότι

η Ηδονή καθώς ατμός στους ουρανούς θα σβήσει
και σαν συλφίδα θα κρυφτεί μες στη δεντροσχισμάδα∙

Το ποίημα ξεκινά με μια εντόνως αρνητική αναφορά στο «Ρολόι» -που συμβολίζει και υποκαθιστά εδώ την αφηρημένη έννοια του χρόνου- το οποίο χαρακτηρίζεται ως απαίσια, αναίσθητη και τρομακτική θεότητα, που έχει την επώδυνα ενοχλητική συνήθεια να μας φοβερίζει, με το «αχνό της δαχτυλάκι», τον λεπτοδείκτη, που κινείται αδιάκοπα, λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ως συνεχής υπόμνηση πως ο χρόνος δεν κάνει καμία παύση και δεν σταματά ποτέ να περνά. Μια αδιάκοπη κίνηση του λεπτοδείκτη, που είναι σαν να ψιθυρίζει στους ανθρώπους: μην το ξεχνάτε ποτέ, πως σύντομα θα μπηχτούν στην έντρομη καρδιά σας οι πόνοι του θανάτου, όπως ακριβώς μπήγεται μια σφαίρα στο στόχο της, και πως όσες ηδονικές στιγμές κι αν έχετε περάσει στη ζωή σας δεν θα έχουν πια καμία σημασία, διότι η Ηδονή θα χαθεί στον ουρανό σαν ατμός και θα κρυφτεί σαν αερικό στις σχισμάδες ενός δέντρου.
Κάθε λεπτό που περνά φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο τέλος του, το οποίο μπορεί να επέλθει πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι θέλει κανείς να ελπίζει και να πιστεύει, και, δυστυχώς, τη στιγμή εκείνη δεν θα υπάρξει καμία παραμυθία για τον άνθρωπο, διότι τίποτε δεν μπορεί να τον προφυλάξει από τη φρικτή αγωνία του θανάτου. Ακόμη κι αν έχει ζήσει πλήθος ευδαιμονικών στιγμών και εμπειριών, δεν θα μπορέσει να βρει καμία παρηγοριά στην ανάμνηση αυτών, καθώς η ηδονή εξαφανίζεται τελείως απ’ τη σκέψη του ανθρώπου μόλις βρεθεί αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του τέλους του.

κάθε στιγμούλα σιγοτρώει κάτι από τη γλυκάδα
που δόθηκε στον άνθρωπο σ’ όλη του εδώ τη ζήση.

Κάθε λεπτό, κάθε απειροελάχιστη στιγμή που περνά, παίρνει μαζί της και κάτι από τη γλυκάδα και την ομορφιά της ζωής του ανθρώπου, μιας και του στερεί μέρος απ’ τη νεότητά του και τον φέρνει ολοένα και πιο κοντά στην αθλιότητα του γήρατος ή στην οδύνη της ασθένειας. Πρόκειται για μια αδιάκοπη αντίστροφη μέτρηση που δεν σταματά ούτε λεπτό, είτε το συνειδητοποιεί ο άνθρωπος είτε όχι∙ μια πικρή αντίστροφη μέτρηση που εξαντλεί στιγμή προς στιγμή το ούτως ή άλλως ελάχιστο απόθεμα ευδαιμονικής διαβίωσης που αντιστοιχεί στον κάθε άνθρωπο.

Τρισχίλιες ξακόσες φορές την ώρα, μουρμουρίζει
γοργό το Δευτερόλεπτο: Μην το ξεχνάς! – Και πότε
σαν έντομο το Τώρα λέει: Πέρασα, είμαι το Τότε,
η βρόμικη κεραία μου τη ζωή σου πιπιλίζει!

Τρεις χιλιάδες εξακόσιες φορές την ώρα το ασταμάτητο δευτερόλεπτο μουρμουρίζει σε κάθε άνθρωπο: μην το ξεχνάς, ο χρόνος σου περνά, η ζωή σου εξαντλείται. Κι άλλοτε, το μουρμουρητό του γίνεται ακόμη πιο τρομαχτικό, αφού το άπιαστο «Τώρα», σαν σαρκοβόρο έντομο, λέει στον άνθρωπο, πέρασα ήδη, έγινα το «Τότε», ανήκω κιόλας στο παρελθόν κι αντί να σου προσφέρω ευχαρίστηση, έχω μετατραπεί σ’ ένα από εκείνα τα έντομα που σύντομα θα διεκδικήσουν το άψυχο σώμα σου∙ η βρόμικη κεραία μου ήδη πιπιλίζει τη ζωή σου!
Το πέρασμα του χρόνου είναι τόσο γοργό και τόσο αμετάκλητο, ώστε κάθε στιγμή που συνιστά το παρόν μας, περνά τάχιστα στη δικαιοδοσία του παρελθόντος, δοσμένη στο έλεος της αδυσώπητης εκείνης κλεψύδρας που κατατρώει αδιάκοπα τα περιορισμένα περιθώρια του χρόνου που μας αναλογούν.

Esto memor, ω άσωτε! Remember! Μην ξεχάνεις!
(Όλες τις γλώσσες τις μιλεί ο ατσάλινος λαιμός μου.)
Θνητέ θεότρελε, οι στιγμές είναι ο ποταμός μου∙
μην τον αφήνεις να κυλά, χωρίς χρυσό να βγάνεις!

Το ρολόι, όπως και ο σκληρός αφέντης του, μιλά εύλογα όλες τις γλώσσες του κόσμου, μιας και δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην υπόκειται στην ίδια αδιάκοπη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Έτσι, το μήνυμα που στέλνει ο μεταλλικός λαιμός του ρολογιού αφορά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους∙ θεότρελε θνητέ, υπενθυμίζει διαρκώς ο μεταλλικός υπηρέτης του χρόνου, μην ξεχνάς ποτέ πως οι στιγμές κυλούν σαν ποταμός και πως δεν έχεις απολύτως κανένα περιθώριο να σπαταλάς άσκοπα το θείο δώρο που σου έχει δοθεί∙ οι στιγμές κυλούν σαν ποταμός κι είσαι εντελώς ανόητος, αν δεν προσπαθείς με κάθε τρόπο να τις αξιοποιείς στο έπακρο, ώστε να αντλείς απ’ αυτές χρυσό∙ ώστε να κερδίζεις κάτι το ουσιώδες από αυτές.
Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση του ανθρώπου είναι πως υπάρχει αφθονία χρόνου και πως έχει το περιθώριο να χρονοτριβεί, μεταθέτοντας για αργότερα τα όσα έχει ή θέλει να κάνει. Στην πραγματικότητα δεν έχει ποτέ καμία δυνατότητα να γνωρίζει πόσος χρόνος του απομένει, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει ποτέ να τον σπαταλά ή να τον αφήνει να περνά ανεκμετάλλευτος. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει κανείς να αξιοποιήσει πλήρως το χρόνο του είναι να τον αντιμετωπίζει ακριβώς σαν αυτό που είναι∙ σαν κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο και λιγοστό, που δεν μπορεί ποτέ να το επανακτήσει έτσι και το αφήσει να περάσει χωρίς να το έχει χρησιμοποιήσει σωστά.   

Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός, παίκτης που δε δειλιάζει,
κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να κλέβει.
Μην το ξεχνάς! Η μέρα σβει κι η νύχτα όλο τρανεύει!
Το βάραθρο πάντα διψά και να, η κλεψύδρα αδειάζει!

Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ξεχνούν ποτέ πως ο χρόνος είναι ένας «παίκτης», ένας αντίπαλος, που δεν γνωρίζει τι θα πει δειλία. Με κάθε λεπτό του που περνά καταφέρνει στους αντιπάλους του κι ένα καίριο χτύπημα, χωρίς ποτέ να χρειάζεται να καταφύγει στην κλοπή και στην απάτη. Οι όροι του παιχνιδιού είναι τελείως ξεκάθαροι∙ κάθε λεπτό που περνά οδηγεί τους ανθρώπους ολοένα και πιο κοντά στο τέλος τους. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει ποτέ οι άνθρωποι να ξεχνιούνται και να μη συνειδητοποιούν πως το σκοτάδι της νύχτας πλησιάζει πάντοτε απειλητικό, πως η κλεψύδρα τους αδειάζει με κάθε στιγμή που περνά, και πως η δίψα του γκρεμού της ανυπαρξίας είναι ακόρεστη.
Δεν υπάρχει πιο φρικτός αντίπαλος από τον χρόνο, αφού είναι εκείνος που ελέγχει τη διάρκεια του «αγώνα» κι είναι εκείνος που υπονομεύει λεπτό προς λεπτό τις δυνάμεις καθενός που αναμετριέται μαζί του. Ένας ανίκητος αντίπαλος που προσφέρει ελάχιστα περιθώρια σε κάθε άνθρωπο να επιτύχει κάτι το ουσιαστικό στο σύντομο διάστημα που διαρκεί η αναμέτρηση μαζί του.

Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την ώρα,
κι η Αρετή η σεβάσμια, παρθενική μνηστή σου,
ακόμα κι η Μετάνοια, στερνή καταφυγή σου,
«Ψόφα, γέρο δειλέ» θα πουν, «αργά πια είναι τώρα!»

Προτού καν να το καταλάβει ο άνθρωπος έχει σημάνει από τη θεϊκή Τύχη η ώρα του τέλους του∙ έχει έρθει η επίφοβη εκείνη στιγμή που τερματίζει την ύπαρξή του. Και τότε, τόσο η Αρετή, η πρώτη μνηστή κάθε ανθρώπου, που συμβολίζει την αγνότητα των παιδικών χρόνων, όσο και η Μετάνοια, η στερνή καταφυγή κάθε ανθρώπου, μιας κι είναι πολλές οι πράξεις, οι παραλείψεις κι οι χαμένες ευκαιρίες που στοιχειώνουν τη σκέψη του, θα του πουν πως τώρα πια είναι αργά να κάνει ή να διορθώσει το οτιδήποτε∙ τώρα είναι η ώρα να «ψοφήσει», έστω κι αν μέσα του δειλιάζει και τρέμει το πέρασμα στη δίχως τέλος κατάσταση της ανυπαρξίας.
Ό,τι κάναμε λάθος, ό,τι αφήσαμε να περάσει χωρίς να το ζήσουμε, όσες στιγμές κι όσες ευκαιρίες αφήσαμε να χαθούν χωρίς να τις εκμεταλλευτούμε κι όσα θέλαμε να πούμε και τ’ αφήσαμε ανείπωτα, είναι όσα θα μας ταλανίζουν τις στιγμές του τέλους, αφού θα είναι αυτά που ματαίωσαν τον ιδεατό εκείνο βίο που θελήσαμε, μα δεν καταφέραμε ποτέ να ζήσουμε.


[Μπωντλαίρ «Τα Άνθη του Κακού», Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης, Εκδόσεις γράμματα.] 

Νίκος Καζαντζάκης «Μια Κυριακή στην Κνωσό»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Cowan

Νίκος Καζαντζάκης «Μια Κυριακή στην Κνωσό»

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από τη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέκο (1961). Στο απόσπασμα ο συγγραφέας-αφηγητής περιγράφει το διαχρονικό μεγαλείο του αρχαίου μινωικού πολιτισμού, την κρητική γη και τους ανθρώπους της.

Για ν’ αλλαξοστρατίσω το νου μου, την άλλη μέρα, Κυριακή, την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες κι οι χριστιανοί πήγαιναν στον Αϊ-Μηνά να λειτουργηθούν, κίνησα για άλλο εγώ προσκύνημα, να χαιρετήσω την Άγια Κρήτη, που τα χρόνια εκείνα είχε ξεθαφτεί από τα παμπάλαια χώματα της Κνωσού. [...]
         Δεξόζερβά μου αμπέλια κι ελιές, ακόμα δεν είχαν τρυγήσει, και τα σταφύλια κρέμουνταν βαριά κι ακουμπούσαν στη γης. Μύριζε ο αγέρας συκόφυλλο. Μια γριούλα πέρασε, στάθηκε, ανασήκωσε από το καλάθι που κρατούσε μερικά συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε δυο σύκα.
         -  Με γνωρίζεις, κυρά μου; τη ρώτησα.
         Με κοίταξε ξαφνιασμένη.
         -  Όχι, παιδί μου· είναι ανάγκη να σε γνωρίζω για να σε φιλέψω; Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος είμαι κι εγώ· δε φτάνει;
         Γέλασε, ένα δροσερό κοριτσίστικο γέλιο, και τράβηξε το δρόμο της κούτσα κούτσα κατά το Κάστρο.
         Έσταζαν τα δυο σύκα μέλι, ποτέ θαρρώ δε γεύτηκα πιο νόστιμα· τα ‘τρωγα και με δρόσιζαν τα λόγια της γριάς· άνθρωπος είσαι, άνθρωπος κι εγώ, φτάνει!
         Ένας ίσκιος έπεσε πλάι στον ίσκιο μου· στράφηκα, ένας φραγκόπαπας. Με κοίταξε, μου χαμογέλασε:
         -  Ο αβάς Μυνιέ, μου ‘πε και μου ‘δωκε το χέρι∙ θέλετε να μου κάνετε συντροφιά; Δεν ξέρω ελληνικά· μονάχα αρχαία: Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδω Αχιλήος...
         -...ουλομένην, η μυρι’ Αχαιοίς άλγε’ έθηκε... εξακολούθησα εγώ.
         Γελάσαμε. Προχωρούσαμε απαγγέλνοντας τους αθάνατους στίχους. Αργότερα έμαθα πως ο αβάς ετούτος που γελούσε κι απάγγελνε, κι ανέμιζαν μια τούφα γκρίζα μαλλιά απάνω από το μέτωπό του, ήταν ξακουστός για την αγιοσύνη του και για την εξυπνάδα· πολλούς μεγάλους άθεους στο Παρίσι τούς είχε φέρει στο δρόμο του Θεού. Σύχναζε στον κόσμο, μιλούσε και χωράτευε με μεγάλες κυράδες, σπίθες πετούσε το μυαλό του, μα πίσω από την παιχνιδιάρα ετούτη σαλευόμενη επιφάνεια υψώνουνταν βράχος ασάλευτος κι απόρθητος ο σταυρωμένος Χριστός. Όχι ο σταυρωμένος, ο αναστημένος Χριστός.
Έτρεχε ο φύλακας να μας υποδεχτεί και να μας ξηγήσει· ήταν ένας απλοϊκός Κρητικός, με βράκες, με μια μαγκούρα, πρόσχαρος· τον έλεγαν Δαβίδ· τόσα χρόνια φύλακας κι, οδηγός στην Κνωσό, είχε μάθει, πολλά και μιλούσε για το Παλάτι σαν να ‘ταν το σπίτι του· και μας υποδέχτηκε σαν νοικοκύρης.
         Πήγε μπροστά, τέντωνε τη μαγκούρα του, μας έδειχνε:
         - Να η μεγάλη βασιλικιά αυλή, 60 μέτρα πλάτος, 29 μάκρος· να οι αποθήκες με τα θεόρατα ξομπλιαστά πιθάρια· εδώ μέσα έβαζε τις σοδειές του ο βασιλιάς και τάιζε το λαό του· βρήκαμε στα πιθάρια κατακάθια από λάδι και κρασί, κουκούτσια από ελιές, κουκάκια, ρεβίθια, σιτάρι, κριθάρι και φακές - όλα είχαν γίνει κάρβουνο από τις πυρκαγιές. [...]
         Ξηγούσα τα λόγια του φύλακα στον αβά, κι αυτός είχε καρφώσει τα μάτια του στα πέτρινα σκαλοπάτια του θεάτρου και θα μάχουνταν να ξαναφέρει στο φως το θεϊκό παιχνίδι.
         Με πήρε από το μπράτσο, προχωρήσαμε.
- Δύσκολο πολύ, μουρμούρισε, να παίζεις με το Θεό και να μην αιματώνεσαι.
         Σταθήκαμε σε μια τετράγωνη κολόνα από γυαλιστερή γυψόπετρα, που απάνω της ήταν χαραγμένο το ιερό σημάδι, το διπλοπέλεκο. Ο αβάς έσμιξε τα χέρια, λύγισε μια στιγμή το γόνατο και τα χείλια του σάλεψαν, σαν να προσεύχουνταν.
         Ξαφνιάστηκα.
         -  Προσεύχεστε; τον ρώτησα.
         -  Και βέβαια προσεύχουμαι, μικρέ μου φίλε, μου αποκρίθηκε. Κάθε ράτσα και κάθε εποχή δίνει στο Θεό την εδική της μάσκα· μα πίσω απ’ όλες τις μάσκες βρίσκεται, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ράτσες, ο ίδιος πάντα Θεός.
         Σώπασε, και σε λίγο:
         -  Εμείς έχουμε το σταυρό ιερό σημάδι, οι πιο παλιοί σου πρόγονοι είχαν το διπλοτσέκουρο· μα πίσω από το σταυρό και το διπλοτσέκουρο ξεκρίνω εγώ και προσκυνώ, αναμερίζοντας τα εφήμερα σύμβολα, τον ίδιο Θεό.
         Ήμουν τότε πολύ νέος, τη μέρα εκείνη δεν κατάλαβα· ύστερα από χρόνια μπόρεσε το μυαλό μου να χωρέσει και να καρπίσει τα λόγια ετούτα· πίσω απ’ όλα τα θρησκευτικά σύμβολα άρχισα κι εγώ να διακρίνω το αμετασάλευτο αιώνιο πρόσωπο του Θεού· κι ακόμα αργότερα, όταν παραπλάτυνε ο νους, όταν παραθράσεψε η καρδιά, άρχισα να διακρίνω και πίσω από το πρόσωπο του Θεού, ένα φοβερό ακατοίκητο σκοτάδι, το χάος. Χωρίς να το θέλει, τη μέρα εκείνη στην Κνωσό, ο άγιος αυτός αβάς μού άνοιξε ένα δρόμο, τον πήρα, μα δε στάθηκα όπου θα ‘θελε να σταθώ· εωσφορική περιέργεια με κυρίεψε, προχώρεσα πιο πέρα και βρήκα την άβυσσο.
         Καθίσαμε ανάμεσα σε δυο κολόνες· ο ουρανός ήταν πύρινος κι έλαμπε σαν ατσάλι· γύρα από το Παλάτι, μέσα από τον ελαιώνα, τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν τον αέρα· ο φύλακας ακούμπησε στην κολόνα, έβγαλε από τη ζώνη του την καπνοσακούλα κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Κανένας δε μιλούσε· νιώθαμε πως η στιγμή ετούτη είναι άγια, ο τόπος ετούτος είναι άγιος και μονάχα η σιωπή ταίριαζε. Δυο περιστέρια πέταξαν από πάνω μας και κάθισαν σε μια κολόνα· τα ιερά πουλιά της Μεγάλης Θεάς που λάτρευαν εδώ οι Κρητικοί· άλλοτε τα βλέπουμε να κάθουνται απάνω σε μια κολόνα κι άλλες φορές να τα κρατάει η θεά ανάμεσα στα ξεχειλισμένα γάλα βυζιά της.
         -  Τα περιστέρια. είπα σιγά, σαν να φοβόμουν μην ακούσουν τη φωνή μου, σκια- χτούν και φύγουν από την κολόνα.
         Ο αβάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα.
         -  Σώπα, είπε.
         Ο νους μου ξεχείλιζε ρωτήματα, δε μίλησα· πέρασαν πάλι από τα μάτια μου οι εξαίσιες τοιχογραφίες -μάτια μεγάλα, μυγδαλάτα, μαύρες πλεξούδες κυματιστές, βαριές κυράδες ανοιχτοστήθες, με χοντρά φιλήδονα χείλια, πουλιά, φασιανοί και πέρδικες, μαϊμούδες γαλάζιες, βασιλόπουλα με φτερά παγονιού στο κεφάλι, άγριοι άγιοι ταύροι, νιούτσικες ιέρειες με τα μπράτσα περιτυλιμένα με ιερά φίδια, γαλάζια αγόρια σε ανθισμένους κήπους- χαρά, δύναμη, πλούτος μεγάλος, ένας κόσμος όλο μυστήριο, μια Ατλαντίδα που πρόβαλε από το βυθό της κρητικιάς γης, μας κοιτάζει με τεράστια μαύρα μάτια, μα τα χείλια της είναι ακόμα σφραγισμένα.
         Τι κόσμος είναι ετούτος, συλλογιζόμουν, πότε θ’ ανοίξει τα χείλια του να μιλήσει; Τι άθλους να ‘καμαν και τούτοι οι πρόγονοι, απάνω στο χώμα εδώ που πατούμε;
         Η Κρήτη στάθηκε το πρώτο γιοφύρι ανάμεσα Ευρώπης, Ασίας κι Αφρικής· η Κρήτη φωτίστηκε πρώτη σε όλη την κατασκότεινη τότε Ευρώπη. Κι εδώ η ψυχή της Ελλάδας εξετέλεσε τη μοιραία της αποστολή: έφερε το θεό στην κλίμακα του ανθρώπου. Τα τεράστια ασάλευτα αιγυπτιακά ή ασσυριακά αγάλματα έγιναν εδώ, στην Κρήτη, μικρά, χαριτωμένα, το σώμα κινήθηκε, το στόμα χαμογέλασε, και το πρόσωπο και το μπόι του θεού πήρε το πρόσωπο και το μπόι του ανθρώπου. Μια ανθρωπότητα καινούρια έζησε κι έπαιξε στα κρητικά χώματα, πρωτότυπη, διαφορετικιά από τους κατοπινούς Έλληνες, όλο ευκινησία και χάρη κι ανατολίτικη χλιδή.
         Κοίταζα γύρα τους ήμερους χαμηλούς λόφους, τις αριόφυλλες ελιές, ένα λιγνό κυπαρίσσι που αργολύγιζε ανάμεσα στις πέτρες, αφουγκραζόμουν το ανάλαφρο αρμονικό κουδούνισμα από κάποιο αόρατο γιδοκόπαδο, ανάσαινα το μυρωδάτο αέρα που έρχουνταν, καβαλικεύοντας το λόφο, από τη θάλασσα -και θαρρώ πως όλο κι έμπαινε πιο βαθιά μέσα μου και φωτίζουνταν το παμπάλαιο κρητικό μυστικό. Δε νοιάζεται αυτό για τα πέρα της γης προβλήματα, παρά για τα καθημερινά, ακατάπαυτα ανανεούμενα, όλο θερμές λεπτομέρειες προβλήματα της επίγειας ανθρώπινης ζωής.
         -  Τι συλλογιέσαι; με ρώτησε ο αβάς.
         -  Την Κρήτη... αποκρίθηκα.
         -  Κι εγώ την Κρήτη, είπε ο σύντροφός μου· την Κρήτη και την ψυχή μου. Αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα ‘θελα να ξαναδώ το φως εδώ στα χώματα ετούτα. Εδώ υπάρχει κάποια μαγεία ακαταμάχητη. Πάμε να φύγουμε.
         Σηκωθήκαμε· ρίξαμε στερνή αργοσάλευτη ματιά στο εξαίσιο όραμα∙ εγώ θα το ξανάβλεπα, μα ο αβάς αναστέναξε:
         -  Ποτέ πια... μουρμούρισε.
         Κούνησε το χέρι του στις κολόνες, στις αυλές, στις τοιχογραφίες.
         -  Έχετε γεια, είπε, ένας φραγκόπαπας ήρθε από την άκρα του κόσμου να σας προσκυνήσει, σας προσκύνησε, έχετε γεια!

* ν’ αλλαξοστρατίσω: να ξεχαστώ, να αλλάξω περιβάλλον * φίλεψε: κέρασε, πρόσφερε * Κάστρο: το Ηράκλειο * αβάς: καθολικός ιερέας * Μήνιν άειδε...: ο πρώτος στίχος από το προοίμιο της Ιλιάδας * χωράτευε: αστειευόταν * ξομπλιαστά: με στολίδια * ξεκρίνω: διακρίνω * αναμερίζοντας: παραμερίζοντας, απομακρύνοντας * εφήμερα: πρόσκαιρα * αμετασάλευτο: αμετακίνητο * παραθράσεψε: φούντωσε υπερβολικά (μεταφορικά) * εωσφορική: σατανική * σφραγισμένα: κλειστά * χλιδή: πολυτέλεια * αφουγκραζόμουν: άκουγα με προσοχή

Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο,
Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη

Ερωτήσεις

1. Ποια κοινά ενδιαφέροντα, εμπειρίες και απόψεις διαπιστώνει ο αφηγητής από τη συνομιλία του με τον αβά Μυνιέ, καθώς περιηγούνται στην Κνωσό;

«- Ο αβάς Μυνιέ, μου ‘πε και μου ‘δωκε το χέρι∙ θέλετε να μου κάνετε συντροφιά; Δεν ξέρω ελληνικά∙ μονάχα αρχαία: Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδω Αχιλήος...
         -...ουλομένην, η μυρι’ Αχαιοίς άλγε’ έθηκε... εξακολούθησα εγώ.
         Γελάσαμε. Προχωρούσαμε απαγγέλνοντας τους αθάνατους στίχους.»  

Ο καθολικός ιερέας είναι, όπως και ο αφηγητής, εξοικειωμένος με την αρχαιοελληνική γλώσσα χάρη στην ενασχόληση με κορυφαία λογοτεχνικά δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων, όπως είναι η Ιλιάδα του Ομήρου, απ’ την οποία και επιλέγει να απαγγείλει τους εισαγωγικούς στίχους. Η κοινή αυτή αγάπη για τα έργα του αρχαιοελληνικού πνεύματος τους φέρνει κοντά και αποτελεί ένα πρώτο στοιχείο που διευκολύνει τη μεταξύ τους επικοινωνία, μιας και φανερώνει πως έχουν ένα σημαντικό σημείο επαφής στην παιδεία τους.
Εμφανής είναι παράλληλα η ανάλαφρη διάθεση και η εγκαρδιότητα των δύο προσώπων απ’ το γεγονός ότι ενώ δεν γνωρίζονται μεταξύ τους πλησιάζουν ο ένας τον άλλον με μια αβίαστη φυσικότητα και επικοινωνούν με πλήρη ειλικρίνεια, χωρίς ν’ αφήνουν τη διαφορά της γλώσσας και της εθνικής τους προέλευσης να αποτελέσουν εμπόδιο.   

«Ξηγούσα τα λόγια του φύλακα στον αβά, κι αυτός είχε καρφώσει τα μάτια του στα πέτρινα σκαλοπάτια του θεάτρου και θα μάχουνταν να ξαναφέρει στο φως το θεϊκό παιχνίδι.»

Κατά τη διάρκεια της ξενάγησής του στο χώρο της Κνωσού από τον φύλακα, ο αφηγητής διαπιστώνει το βαθύ ενδιαφέρον του αβά για το ανεκτίμητης αξίας αυτό ιστορικό μέρος. Είναι, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά, σαν να προσπαθούσε ο καθολικός ιερέας να ξαναζωντανέψει στη σκέψη του το «θεϊκό παιχνίδι» της ζωής και των παραστάσεων που κάποτε διαδραματίζονταν στο θέατρο του ανακτόρου. Ενδιαφέρον που συγκινεί τον αφηγητή, καθώς κι ο ίδιος αισθάνεται μεγάλο θαυμασμό για το ανάκτορο της Κνωσού και αντιλαμβάνεται πλήρως την εκπληκτική αξία του.
Ο αβάς, μάλιστα, προχωρά τη σύνδεσή του με τον ιστορικό χώρο ακόμη περισσότερο, αφού δε διστάζει να γονατίσει μπροστά στο ιερό μινωικό σύμβολο, το διπλοπέλεκο, και να προσευχηθεί, κάτι που προκαλεί την έκπληξη του αφηγητή. Ο αβάς του εξηγεί τότε πως όποιο «εφήμερο» σύμβολο κι αν έδιναν οι εκάστοτε λαοί στη θεότητα, όλοι εξέφραζαν το σεβασμό τους στον έναν και μοναδικό Θεό, σ’ αυτόν που έχει αφιερώσει κι ο ίδιος τη ζωή του. Με αυτό τον τρόπο ο αβάς κατόρθωσε εκείνη τη μέρα να προσφέρει ένα ουσιαστικό μάθημα στον αφηγητή, έστω κι αν χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια από τότε μέχρι να κατορθώσει εκείνος να αντιληφθεί πλήρως το βαθύτερο νόημά του.
Ο αφηγητής αναγνωρίζει πως ο αβάς του άνοιξε έναν νέο πνευματικό δρόμο με τα λόγια του, που του επέτρεψε ν’ αναγνωρίζει κι ο ίδιος το αιώνιο πρόσωπο του Θεού πίσω απ’ όλα τα θρησκευτικά σύμβολα. Ωστόσο, επισημαίνει πως η περιέργειά του, μια σατανική περιέργεια, όπως την χαρακτηρίζει, τον ώθησε να προσπαθήσει να δει και πιο πέρα από τον Θεό, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως πίσω από τον Θεό βρίσκεται το χάος. Ό,τι απομένει, δηλαδή, αν κάποιος επιχειρήσει να δει και να καταλάβει τον κόσμο χωρίς τον Θεό, είναι η άβυσσος και το σκοτάδι.  

«Καθίσαμε ανάμεσα σε δυο κολόνες∙ ο ουρανός ήταν πύρινος κι έλαμπε σαν ατσάλι∙ γύρα από το Παλάτι, μέσα από τον ελαιώνα, τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν τον αέρα∙ ο φύλακας ακούμπησε στην κολόνα, έβγαλε από τη ζώνη του την καπνοσακούλα κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Κανένας δε μιλούσε∙ νιώθαμε πως η στιγμή ετούτη είναι άγια, ο τόπος ετούτος είναι άγιος και μονάχα η σιωπή ταίριαζε.»

Μετά το πέρας της ξενάγησης ο αφηγητής διαπιστώνει πως τόσο ο ίδιος όσο και ο αβάς αισθάνονται πως η στιγμή της εκεί παρουσίας τους, αλλά και ο τόπος στον οποίο βρίσκονται έχουν κάτι το άγιο∙ μια εκπληκτική αξία που ξεπερνά κατά πολύ οτιδήποτε άλλο. Βιώνουν κι οι δύο με κατανυκτική σχεδόν διάθεση την κοινή τους εμπειρία, εφόσον αντιλαμβάνονται πως τους δόθηκε η ευκαιρία να βαδίσουν σ’ έναν χώρο εξαιρετικής ομορφιάς και βαρύνουσας πολιτιστικής και ιστορικής σημασίας. Έτσι, η σκέψη τους πως ό,τι ταιριάζει περισσότερο εκείνη τη στιγμή είναι η σιωπή, προκειμένου να μπορέσουν να αισθανθούν και να εκτιμήσουν όσο περισσότερο μπορούν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του ιστορικού ανακτόρου, φανερώνει πως τόσο για τον Έλληνα αφηγητή, όσο και για τον καθολικό ιερέα -που δεν γνωρίζει καν ελληνικά-, ο χώρος της Κνωσού αποτελεί έναν «άγιο» χώρο που ξεπερνά κάθε πιθανό διαχωρισμό (γλώσσας, εθνικότητας, πολιτιστικού υπόβαθρου) και τους φέρνει κοντά, αφού κι οι δυο αναγνωρίζουν και κατανοούν την ιστορική του αξία.

«-Τι συλλογιέσαι; με ρώτησε ο αβάς.
- Την Κρήτη... αποκρίθηκα.
         -  Κι εγώ την Κρήτη, είπε ο σύντροφός μου∙ την Κρήτη και την ψυχή μου. Αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα ‘θελα να ξαναδώ το φως εδώ στα χώματα ετούτα. Εδώ υπάρχει κάποια μαγεία ακαταμάχητη. Πάμε να φύγουμε.
         Σηκωθήκαμε∙ ρίξαμε στερνή αργοσάλευτη ματιά στο εξαίσιο όραμα∙ εγώ θα το ξανάβλεπα, μα ο αβάς αναστέναξε:
         -  Ποτέ πια... μουρμούρισε.»

Η Κρήτη, ο εκπληκτικά όμορφος αυτός τόπος που γεννά ανθρώπους με αγνή ψυχή, όπως είναι η γριούλα που συνάντησε ο αφηγητής προτού φτάσει στην Κνωσό, μα κι ο τόπος που δημιούργησε έναν τόσο κορυφαίο πολιτισμό, όπως ήταν ο μινωικός, λειτουργεί ως ο βαθύτερος ίσως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον αφηγητή και τον αβά, αφού κι οι δυο κρατούν στη σκέψη τους το θαύμα αυτού του νησιού. Ο αβάς, μάλιστα, παραδέχεται πως αν υπήρχε περίπτωση να ξαναγεννηθεί θα ήθελε να γεννηθεί στα χώματα της Κρήτης, για να βιώσει την ακαταμάχητη μαγεία του εξαίρετου αυτού τόπου.

2. O φύλακας του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού υποδέχτηκε και ξενάγησε τους επισκέπτες «σαν νοικοκύρης». Σχολιάστε αυτή την παρομοίωση, με στόχο να αναδείξετε τα συναισθήματα που νιώθει ο απλοϊκός αυτός Κρητικός για τους αρχαίους προγόνους του.

«Έτρεχε ο φύλακας να μας υποδεχτεί και να μας ξηγήσει∙ ήταν ένας απλοϊκός Κρητικός, με βράκες, με μια μαγκούρα, πρόσχαρος∙ τον έλεγαν Δαβίδ∙ τόσα χρόνια φύλακας κι, οδηγός στην Κνωσό, είχε μάθει, πολλά και μιλούσε για το Παλάτι σαν να ‘ταν το σπίτι του∙ και μας υποδέχτηκε σαν νοικοκύρης.
         Πήγε μπροστά, τέντωνε τη μαγκούρα του, μας έδειχνε:
         - Να η μεγάλη βασιλικιά αυλή, 60 μέτρα πλάτος, 29 μάκρος∙ να οι αποθήκες με τα θεόρατα ξομπλιαστά πιθάρια∙ εδώ μέσα έβαζε τις σοδειές του ο βασιλιάς και τάιζε το λαό του∙ βρήκαμε στα πιθάρια κατακάθια από λάδι και κρασί, κουκούτσια από ελιές, κουκάκια, ρεβίθια, σιτάρι, κριθάρι και φακές - όλα είχαν γίνει κάρβουνο από τις πυρκαγιές.»

Ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού, έχοντας υπηρετήσει για πολλά χρόνια σ’ αυτή τη θέση, είχε μάθει τόσα πράγματα για τον αρχαιολογικό αυτό χώρο κι είχε εξοικειωθεί σε τέτοιο βαθμό με το μινωικό ανάκτορο, ώστε το ένιωθε σαν να είναι το σπίτι του, γι’ αυτό και υποδέχτηκε τους δύο επισκέπτες ακριβώς σαν να ήταν ο νοικοκύρης. Ο απλοϊκός αυτός Κρητικός δεν αισθάνεται και δεν αντικρίζει το μινωικό ανάκτορο σαν να είναι κάτι ξένο, αντιθέτως νιώθει πως αποτελεί ένα πολύτιμο μνημείο των προγόνων του, που εκείνοι το «εμπιστεύτηκαν» στους απογόνους τους για να το προσέχουν και να το προστατεύουν. Το έχει γνωρίσει, έτσι, σημείο προς σημείο και το αντιμετωπίζει σαν να αποτελεί περιουσία δική του και των άλλων Κρητικών συμπολιτών του. Μιλά για τις διαστάσεις των αιθουσών και αναφέρεται στη χρήση των διαφόρων ευρημάτων, όπως είναι τα μεγάλα πιθάρια, με την άνεση που θα είχε μόνο κάποιος που έχει αγαπήσει κι έχει νοιαστεί πραγματικά το χώρο αυτό.
Είναι, άρα, σαφές πως ο Κρητικός φύλακας αισθάνεται αφενός βαθιά υπερηφάνεια για το ανάκτορο της Κνωσού κι αφετέρου νιώθει τον ιστορικό αυτό χώρο σαν κομμάτι της δικής του ταυτότητας, αφού προφανώς αντιλαμβάνεται πως υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον και στους αρχαίους προγόνους του, που δημιούργησαν έναν τόσο σημαντικό πολιτισμό.  

3. Πού οφείλεται η ανυπέρβλητη ομορφιά της Κνωσού, σύμφωνα με τα κριτήρια των δύο περιηγητών; Εντοπίστε τα συγκεκριμένα χωρία όπου ο αφηγητής και ο αβάς εκθέτουν τις απόψεις τους.

«Καθίσαμε ανάμεσα σε δυο κολόνες· ο ουρανός ήταν πύρινος κι έλαμπε σαν ατσάλι· γύρα από το Παλάτι, μέσα από τον ελαιώνα, τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν τον αέρα· ο φύλακας ακούμπησε στην κολόνα, έβγαλε από τη ζώνη του την καπνοσακούλα κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Κανένας δε μιλούσε· νιώθαμε πως η στιγμή ετούτη είναι άγια, ο τόπος ετούτος είναι άγιος και μονάχα η σιωπή ταίριαζε. Δυο περιστέρια πέταξαν από πάνω μας και κάθισαν σε μια κολόνα· τα ιερά πουλιά της Μεγάλης Θεάς που λάτρευαν εδώ οι Κρητικοί· άλλοτε τα βλέπουμε να κάθουνται απάνω σε μια κολόνα κι άλλες φορές να τα κρατάει η θεά ανάμεσα στα ξεχειλισμένα γάλα βυζιά της.»

Ο αφηγητής φροντίζει μέσα από τις συνεχείς περιγραφές που παραθέτει να δείξει πως η εξαίρετη ομορφιά του ιστορικού χώρου της Κνωσού προκύπτει μέσα από το συνδυασμό του φυσικού περιβάλλοντος με τα εκπληκτικής τεχνοτροπίας δημιουργήματα των ανθρώπων. Ο καταγάλανος ουρανός κι ο λαμπερός ήλιος λειτουργούν ως το ιδανικό πλαίσιο για να θαυμάσει και να εκτιμήσει κανείς το κάλλος των εξαίσιων τοιχογραφιών του ανακτόρου∙ οι γυναίκες με τα υπέροχα αμυγδαλωτά μάτια, τις κυματιστές μαύρες πλεξούδες των μαλλιών τους, τα χοντρά ηδονικά χείλη και τα φορέματα που αφήνουν το στήθους τους να φαίνεται, τα βασιλόπουλα με τα φτερά παγωνιού στο κεφάλι, οι νεαρές ιέρειες που έχουν τυλιγμένα στα μπράτσα τους ιερά φίδια, τα αγόρια με το γαλάζιο χρώμα, καθώς και τα διάφορα ζώα, όπως είναι οι μαϊμούδες, οι άγριοι ταύροι και τα πουλιά, δημιουργούν έναν εκπληκτικό και γεμάτο μυστήριο κόσμο, που δημιουργεί στον παρατηρητή την εντύπωση πως είναι μια Ατλαντίδα που αίφνης αναδύθηκε στο φως και φανερώνει σε όλους την ανυπέρβλητη ομορφιά της. Είναι ένας κόσμος γεμάτος ζωντάνια, μιας και τα πρόσωπα στις τοιχογραφίες έχουν αποδοθεί με τέτοιον εντυπωσιακό ρεαλισμό, ώστε μοιάζουν έτοιμα να μιλήσουν∙ και θα είχαν, άλλωστε, πολλά να πουν, εφόσον αποτελούν μέρος ενός αξιοθαύμαστου πολιτισμού που επιτέλεσε σημαντικότατους άθλους.
Σημαντικό επίτευγμα του μινωικού πολιτισμού, όπως το σημειώνει ο αφηγητής, είναι το γεγονός πως σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς, που είχαν την τάση να μετουσιώνουν τον θαυμασμό τους για τον Θεό σε έργα τεράστια και ασάλευτα, στην Κρήτη δημιουργήθηκαν μικρά και χαριτωμένα έργα, τα οποία έφεραν τον Θεό στην κλίμακα του ανθρώπου και τον κατέστησαν έτσι οικείο και προσιτό. Ένας πρωτότυπος και πολύ διαφορετικός από τους κατοπινούς πολιτισμός, που είχε το προνόμιο να αναπτυχθεί σ’ έναν τόπο γεμάτο φυσική ομορφιά. Χαμηλοί λόφοι που ευωδιάζουν από τον θαλασσινό αέρα, ελιές, κυπαρίσσια και ζώα, που συνυπάρχουν όλα αρμονικά στον εντυπωσιακό χώρο της Κρήτης, δημιουργούν ένα σύνολο ακαταμάχητα μαγευτικό, όπως το χαρακτηρίζει ο αβάς. Τόσο μαγευτικό, μάλιστα, ώστε ο καθολικός ιερέας φτάνει στο σημείο να παραδεχτεί πως αν ήταν να ξαναγεννηθεί θα ήθελε να δει το φως ακριβώς σ’ αυτόν τον εκπληκτικό τόπο της Κρήτης, που διακρίνεται για την ομορφιά και την αρμονία του.

4. Με ποιους πολιτισμούς συγκρίνεται ο μινωικός πολιτισμός και σε ποια στοιχεία επικεντρώνεται η σύγκριση αυτή;

[Η Κρήτη στάθηκε το πρώτο γιοφύρι ανάμεσα Ευρώπης, Ασίας κι Αφρικής∙ η Κρήτη φωτίστηκε πρώτη σε όλη την κατασκότεινη τότε Ευρώπη. Κι εδώ η ψυχή της Ελλάδας εξετέλεσε τη μοιραία της αποστολή: έφερε το θεό στην κλίμακα του ανθρώπου. Τα τεράστια ασάλευτα αιγυπτιακά ή ασσυριακά αγάλματα έγιναν εδώ, στην Κρήτη, μικρά, χαριτωμένα, το σώμα κινήθηκε, το στόμα χαμογέλασε, και το πρόσωπο και το μπόι του θεού πήρε το πρόσωπο και το μπόι του ανθρώπου. Μια ανθρωπότητα καινούρια έζησε κι έπαιξε στα κρητικά χώματα, πρωτότυπη, διαφορετικιά από τους κατοπινούς Έλληνες, όλο ευκινησία και χάρη κι ανατολίτικη χλιδή.]

Ο Καζαντζάκης συγκρίνει τον μινωικό πολιτισμό με τον αιγυπτιακό και τον ασσυριακό σε σχέση με το πώς αποτυπώθηκε στην τέχνη τους ο Θεός και η εκπληκτική δύναμή του. Τονίζεται, λοιπόν, ότι ενώ οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι επέλεγαν να αναπαριστούν το θεϊκό μεγαλείο με τεράστια και ασάλευτα αγάλματα, που αφενός προκαλούσαν το δέος στους ανθρώπους και αφετέρου καθιστούσαν το Θεό μια έννοια απρόσιτη και μυστηριακή, στην Κρήτη η απόδοση του θεϊκού στοιχείου προσαρμόστηκε στην κλίμακα του ανθρώπου κι απέκτησε έτσι έναν πιο οικείο χαρακτήρα. Τα αγάλματα του μινωικού πολιτισμού είναι μικρά και χαριτωμένα, με το σώμα τους να αποκτά κίνηση και το στόμα τους να χαμογελά, ενώ, πολύ περισσότερο, σ’ αυτά ο Θεός αποκτά ανθρώπινο πρόσωπο και ανάστημα, που τον φέρνει πιο κοντά στους ανθρώπους. Στην Κρήτη ο Θεός εξανθρωπίστηκε, επιτρέποντας στους ανθρώπους να τον προσεγγίσουν πιο εύκολα και να θεωρήσουν την ύπαρξή του πιο στενά συνδεδεμένη με τη δική τους.
Συνάμα, ο Καζαντζάκης συγκρίνει τον μινωικό πολιτισμό με αυτόν των μεταγενέστερων Ελλήνων, διαπιστώνοντας πως στην Κρήτη παρουσιάστηκε ένας πολιτισμός εντελώς πρωτότυπος και τελείως διαφορετικός από τους κατοπινούς, ο οποίος διακρινόταν για τη χάρη, την ευκινησία του, αλλά και την ανατολίτικη χλιδή του.
Ενώ, παράλληλα, ο συγγραφέας φροντίζει να επισημάνει την ιδιαίτερη σημασία της Κρήτης, μιας και αποτέλεσε τη γέφυρα που ένωσε την Ευρώπη με την Αφρική και την Ασία, αποκτώντας αυτή πριν από κάθε άλλο ευρωπαϊκό έδαφος το φως ενός ακμάζοντος και ισχυρού πολιτισμού.  

5. Ποια στοιχεία από το περιεχόμενο και τη μορφή φανερώνουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του κειμένου;

Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του κειμένου γίνεται εμφανής από τη χρήση α΄ προσώπου στην αφήγηση κι από το γεγονός ότι ο αφηγητής αναφέρεται σε προσωπικά του βιώματα, είναι δηλαδή ομοδιηγητικός «Για ν’ αλλαξοστρατίσω το νου μου... / ποτέ θαρρώ δε γεύτηκα πιο νόστιμα... κ.ά.). Επίσης, σημαντικό στοιχείο που φανερώνει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του κειμένου είναι πως αναφέρεται σε γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία επανεξετάζει εκ των υστέρων ο συγγραφέας και μας αποκαλύπτει τη σημασία που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της σκέψης και της προσωπικότητάς του «Ήμουν τότε πολύ νέος, τη μέρα εκείνη δεν κατάλαβα∙ ύστερα από χρόνια μπόρεσε το μυαλό μου να χωρέσει και να καρπίσει τα λόγια ετούτα». Ενώ, η εξέταση της σημασίας αυτών των γεγονότων, δίνει -υπό μία έννοια- σε ορισμένα σημεία του κειμένου την εντύπωση πως πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο, για μια εσωτερική διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης: «πίσω απ’ όλα τα θρησκευτικά σύμβολα άρχισα κι εγώ να διακρίνω το αμετασάλευτο αιώνιο πρόσωπο του Θεού∙ κι ακόμα αργότερα, όταν παραπλάτυνε ο νους, όταν παραθράσεψε η καρδιά, άρχισα να διακρίνω και πίσω από το πρόσωπο του Θεού, ένα φοβερό ακατοίκητο σκοτάδι, το χάος.»
Τέλος, γίνεται εμφανής η προσωπική συμμετοχή του αφηγητή-συγγραφέα σε όλα τα περιστατικά του κειμένου, είτε αυτά δίνονται αφηγηματικά είτε με τη μορφή διαλόγου είτε ακόμη και μέσα από περιγραφές:
Αφήγηση: «κίνησα για άλλο εγώ προσκύνημα, να χαιρετήσω την Άγια Κρήτη, που τα χρόνια εκείνα είχε ξεθαφτεί από τα παμπάλαια χώματα της Κνωσού.»
Διάλογος: «- Με γνωρίζεις, κυρά μου; τη ρώτησα.»
Σκέψεις του αφηγητή: «Τι κόσμος είναι ετούτος, συλλογιζόμουν, πότε θ’ ανοίξει τα χείλια του να μιλήσει;»
Περιγραφές με έντονο το στοιχείο της προσωπικής εμπλοκής του αφηγητή: «Κοίταζα γύρα τους ήμερους χαμηλούς λόφους, τις αριόφυλλες ελιές, ένα λιγνό κυπαρίσσι που αργολύγιζε ανάμεσα στις πέτρες, αφουγκραζόμουν το ανάλαφρο αρμονικό κουδούνισμα από κάποιο αόρατο γιδοκόπαδο, ανάσαινα το μυρωδάτο αέρα που έρχουνταν, καβαλικεύοντας το λόφο, από τη θάλασσα -και θαρρώ πως όλο κι έμπαινε πιο βαθιά μέσα μου και φωτίζουνταν το παμπάλαιο κρητικό μυστικό.»
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...