Paul Cowan
Νίκος
Καζαντζάκης «Μια Κυριακή στην Κνωσό»
Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από
τη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέκο
(1961). Στο απόσπασμα ο συγγραφέας-αφηγητής περιγράφει το διαχρονικό μεγαλείο
του αρχαίου μινωικού πολιτισμού, την κρητική γη και τους ανθρώπους της.
Για ν’ αλλαξοστρατίσω το νου μου, την
άλλη μέρα, Κυριακή, την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες κι οι χριστιανοί πήγαιναν
στον Αϊ-Μηνά να λειτουργηθούν, κίνησα για άλλο εγώ προσκύνημα, να χαιρετήσω την
Άγια Κρήτη, που τα χρόνια εκείνα είχε ξεθαφτεί από τα παμπάλαια χώματα της
Κνωσού. [...]
Δεξόζερβά μου αμπέλια κι ελιές, ακόμα δεν είχαν τρυγήσει, και τα
σταφύλια κρέμουνταν βαριά κι ακουμπούσαν στη γης. Μύριζε ο αγέρας συκόφυλλο.
Μια γριούλα πέρασε, στάθηκε, ανασήκωσε από το καλάθι που κρατούσε μερικά
συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε δυο σύκα.
- Με γνωρίζεις, κυρά μου; τη
ρώτησα.
Με κοίταξε ξαφνιασμένη.
- Όχι, παιδί μου· είναι ανάγκη να
σε γνωρίζω για να σε φιλέψω; Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος είμαι κι εγώ· δε
φτάνει;
Γέλασε, ένα δροσερό κοριτσίστικο γέλιο, και τράβηξε το δρόμο της κούτσα
κούτσα κατά το Κάστρο.
Έσταζαν τα δυο σύκα μέλι, ποτέ θαρρώ δε γεύτηκα πιο νόστιμα· τα ‘τρωγα
και με δρόσιζαν τα λόγια της γριάς· άνθρωπος είσαι, άνθρωπος κι εγώ, φτάνει!
Ένας ίσκιος έπεσε πλάι στον ίσκιο μου· στράφηκα, ένας φραγκόπαπας. Με
κοίταξε, μου χαμογέλασε:
- Ο αβάς Μυνιέ, μου ‘πε και μου
‘δωκε το χέρι∙ θέλετε να μου κάνετε συντροφιά; Δεν ξέρω ελληνικά· μονάχα
αρχαία: Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδω Αχιλήος...
-...ουλομένην, η μυρι’ Αχαιοίς άλγε’ έθηκε... εξακολούθησα εγώ.
Γελάσαμε. Προχωρούσαμε απαγγέλνοντας τους αθάνατους στίχους. Αργότερα
έμαθα πως ο αβάς ετούτος που γελούσε κι απάγγελνε, κι ανέμιζαν μια τούφα γκρίζα
μαλλιά απάνω από το μέτωπό του, ήταν ξακουστός για την αγιοσύνη του και για την
εξυπνάδα· πολλούς μεγάλους άθεους στο Παρίσι τούς είχε φέρει στο δρόμο του
Θεού. Σύχναζε στον κόσμο, μιλούσε και χωράτευε με μεγάλες κυράδες, σπίθες
πετούσε το μυαλό του, μα πίσω από την παιχνιδιάρα ετούτη σαλευόμενη επιφάνεια
υψώνουνταν βράχος ασάλευτος κι απόρθητος ο σταυρωμένος Χριστός. Όχι ο
σταυρωμένος, ο αναστημένος Χριστός.
Έτρεχε ο φύλακας να μας υποδεχτεί και
να μας ξηγήσει· ήταν ένας απλοϊκός Κρητικός, με βράκες, με μια μαγκούρα,
πρόσχαρος· τον έλεγαν Δαβίδ· τόσα χρόνια φύλακας κι, οδηγός στην Κνωσό, είχε
μάθει, πολλά και μιλούσε για το Παλάτι σαν να ‘ταν το σπίτι του· και μας
υποδέχτηκε σαν νοικοκύρης.
Πήγε μπροστά, τέντωνε τη μαγκούρα του, μας έδειχνε:
- Να η μεγάλη βασιλικιά αυλή, 60 μέτρα πλάτος, 29 μάκρος· να οι αποθήκες
με τα θεόρατα ξομπλιαστά πιθάρια· εδώ μέσα έβαζε τις σοδειές του ο βασιλιάς και
τάιζε το λαό του· βρήκαμε στα πιθάρια κατακάθια από λάδι και κρασί, κουκούτσια
από ελιές, κουκάκια, ρεβίθια, σιτάρι, κριθάρι και φακές - όλα είχαν γίνει
κάρβουνο από τις πυρκαγιές. [...]
Ξηγούσα τα λόγια του φύλακα στον αβά, κι αυτός είχε καρφώσει τα μάτια
του στα πέτρινα σκαλοπάτια του θεάτρου και θα μάχουνταν να ξαναφέρει στο φως το
θεϊκό παιχνίδι.
Με πήρε από το μπράτσο, προχωρήσαμε.
- Δύσκολο πολύ, μουρμούρισε, να παίζεις
με το Θεό και να μην αιματώνεσαι.
Σταθήκαμε σε μια τετράγωνη κολόνα από γυαλιστερή γυψόπετρα, που απάνω
της ήταν χαραγμένο το ιερό σημάδι, το διπλοπέλεκο. Ο αβάς έσμιξε τα χέρια,
λύγισε μια στιγμή το γόνατο και τα χείλια του σάλεψαν, σαν να προσεύχουνταν.
Ξαφνιάστηκα.
- Προσεύχεστε; τον ρώτησα.
- Και βέβαια προσεύχουμαι, μικρέ
μου φίλε, μου αποκρίθηκε. Κάθε ράτσα και κάθε εποχή δίνει στο Θεό την εδική της
μάσκα· μα πίσω απ’ όλες τις μάσκες βρίσκεται, σε όλες τις εποχές και σε όλες
τις ράτσες, ο ίδιος πάντα Θεός.
Σώπασε, και σε λίγο:
- Εμείς έχουμε το σταυρό ιερό
σημάδι, οι πιο παλιοί σου πρόγονοι είχαν το διπλοτσέκουρο· μα πίσω από το
σταυρό και το διπλοτσέκουρο ξεκρίνω εγώ και προσκυνώ, αναμερίζοντας τα εφήμερα
σύμβολα, τον ίδιο Θεό.
Ήμουν τότε πολύ νέος, τη μέρα εκείνη δεν κατάλαβα· ύστερα από χρόνια
μπόρεσε το μυαλό μου να χωρέσει και να καρπίσει τα λόγια ετούτα· πίσω απ’ όλα
τα θρησκευτικά σύμβολα άρχισα κι εγώ να διακρίνω το αμετασάλευτο αιώνιο πρόσωπο
του Θεού· κι ακόμα αργότερα, όταν παραπλάτυνε ο νους, όταν παραθράσεψε η
καρδιά, άρχισα να διακρίνω και πίσω από το πρόσωπο του Θεού, ένα φοβερό
ακατοίκητο σκοτάδι, το χάος. Χωρίς να το θέλει, τη μέρα εκείνη στην Κνωσό, ο
άγιος αυτός αβάς μού άνοιξε ένα δρόμο, τον πήρα, μα δε στάθηκα όπου θα ‘θελε να
σταθώ· εωσφορική περιέργεια με κυρίεψε, προχώρεσα πιο πέρα και βρήκα την
άβυσσο.
Καθίσαμε ανάμεσα σε δυο κολόνες· ο ουρανός ήταν πύρινος κι έλαμπε σαν
ατσάλι· γύρα από το Παλάτι, μέσα από τον ελαιώνα, τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν τον
αέρα· ο φύλακας ακούμπησε στην κολόνα, έβγαλε από τη ζώνη του την καπνοσακούλα
κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Κανένας δε μιλούσε· νιώθαμε πως η στιγμή ετούτη
είναι άγια, ο τόπος ετούτος είναι άγιος και μονάχα η σιωπή ταίριαζε. Δυο
περιστέρια πέταξαν από πάνω μας και κάθισαν σε μια κολόνα· τα ιερά πουλιά της
Μεγάλης Θεάς που λάτρευαν εδώ οι Κρητικοί· άλλοτε τα βλέπουμε να κάθουνται
απάνω σε μια κολόνα κι άλλες φορές να τα κρατάει η θεά ανάμεσα στα ξεχειλισμένα
γάλα βυζιά της.
- Τα περιστέρια. είπα σιγά, σαν να
φοβόμουν μην ακούσουν τη φωνή μου, σκια- χτούν και φύγουν από την κολόνα.
Ο αβάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα.
- Σώπα, είπε.
Ο νους μου ξεχείλιζε ρωτήματα, δε μίλησα· πέρασαν πάλι από τα μάτια μου
οι εξαίσιες τοιχογραφίες -μάτια μεγάλα, μυγδαλάτα, μαύρες πλεξούδες κυματιστές,
βαριές κυράδες ανοιχτοστήθες, με χοντρά φιλήδονα χείλια, πουλιά, φασιανοί και
πέρδικες, μαϊμούδες γαλάζιες, βασιλόπουλα με φτερά παγονιού στο κεφάλι, άγριοι
άγιοι ταύροι, νιούτσικες ιέρειες με τα μπράτσα περιτυλιμένα με ιερά φίδια,
γαλάζια αγόρια σε ανθισμένους κήπους- χαρά, δύναμη, πλούτος μεγάλος, ένας
κόσμος όλο μυστήριο, μια Ατλαντίδα που πρόβαλε από το βυθό της κρητικιάς γης,
μας κοιτάζει με τεράστια μαύρα μάτια, μα τα χείλια της είναι ακόμα σφραγισμένα.
Τι κόσμος είναι ετούτος, συλλογιζόμουν, πότε θ’ ανοίξει τα χείλια του να
μιλήσει; Τι άθλους να ‘καμαν και τούτοι οι πρόγονοι, απάνω στο χώμα εδώ που
πατούμε;
Η Κρήτη στάθηκε το πρώτο γιοφύρι ανάμεσα Ευρώπης, Ασίας κι Αφρικής· η
Κρήτη φωτίστηκε πρώτη σε όλη την κατασκότεινη τότε Ευρώπη. Κι εδώ η ψυχή της
Ελλάδας εξετέλεσε τη μοιραία της αποστολή: έφερε το θεό στην κλίμακα του
ανθρώπου. Τα τεράστια ασάλευτα αιγυπτιακά ή ασσυριακά αγάλματα έγιναν εδώ, στην
Κρήτη, μικρά, χαριτωμένα, το σώμα κινήθηκε, το στόμα χαμογέλασε, και το πρόσωπο
και το μπόι του θεού πήρε το πρόσωπο και το μπόι του ανθρώπου. Μια ανθρωπότητα
καινούρια έζησε κι έπαιξε στα κρητικά χώματα, πρωτότυπη, διαφορετικιά από τους
κατοπινούς Έλληνες, όλο ευκινησία και χάρη κι ανατολίτικη χλιδή.
Κοίταζα γύρα τους ήμερους χαμηλούς λόφους, τις αριόφυλλες ελιές, ένα λιγνό
κυπαρίσσι που αργολύγιζε ανάμεσα στις πέτρες, αφουγκραζόμουν το ανάλαφρο
αρμονικό κουδούνισμα από κάποιο αόρατο γιδοκόπαδο, ανάσαινα το μυρωδάτο αέρα
που έρχουνταν, καβαλικεύοντας το λόφο, από τη θάλασσα -και θαρρώ πως όλο κι
έμπαινε πιο βαθιά μέσα μου και φωτίζουνταν το παμπάλαιο κρητικό μυστικό. Δε
νοιάζεται αυτό για τα πέρα της γης προβλήματα, παρά για τα καθημερινά,
ακατάπαυτα ανανεούμενα, όλο θερμές λεπτομέρειες προβλήματα της επίγειας
ανθρώπινης ζωής.
- Τι συλλογιέσαι; με ρώτησε ο
αβάς.
- Την Κρήτη... αποκρίθηκα.
- Κι εγώ την Κρήτη, είπε ο
σύντροφός μου· την Κρήτη και την ψυχή μου. Αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα ‘θελα να
ξαναδώ το φως εδώ στα χώματα ετούτα. Εδώ υπάρχει κάποια μαγεία ακαταμάχητη.
Πάμε να φύγουμε.
Σηκωθήκαμε· ρίξαμε στερνή αργοσάλευτη ματιά στο εξαίσιο όραμα∙ εγώ θα το
ξανάβλεπα, μα ο αβάς αναστέναξε:
- Ποτέ πια... μουρμούρισε.
Κούνησε το χέρι του στις κολόνες, στις αυλές, στις τοιχογραφίες.
- Έχετε γεια, είπε, ένας φραγκόπαπας
ήρθε από την άκρα του κόσμου να σας προσκυνήσει, σας προσκύνησε, έχετε γεια!
* ν’
αλλαξοστρατίσω: να ξεχαστώ, να αλλάξω περιβάλλον * φίλεψε: κέρασε, πρόσφερε * Κάστρο:
το Ηράκλειο * αβάς: καθολικός ιερέας
* Μήνιν άειδε...: ο πρώτος στίχος
από το προοίμιο της Ιλιάδας * χωράτευε:
αστειευόταν * ξομπλιαστά: με
στολίδια * ξεκρίνω: διακρίνω * αναμερίζοντας: παραμερίζοντας,
απομακρύνοντας * εφήμερα: πρόσκαιρα
* αμετασάλευτο: αμετακίνητο * παραθράσεψε: φούντωσε υπερβολικά
(μεταφορικά) * εωσφορική: σατανική *
σφραγισμένα: κλειστά * χλιδή: πολυτέλεια * αφουγκραζόμουν: άκουγα με προσοχή
Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο,
Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη
Ερωτήσεις
1. Ποια
κοινά ενδιαφέροντα, εμπειρίες και απόψεις διαπιστώνει ο αφηγητής από τη
συνομιλία του με τον αβά Μυνιέ, καθώς περιηγούνται στην Κνωσό;
«- Ο αβάς Μυνιέ, μου ‘πε και μου ‘δωκε
το χέρι∙ θέλετε να μου κάνετε συντροφιά; Δεν ξέρω ελληνικά∙ μονάχα αρχαία:
Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδω Αχιλήος...
-...ουλομένην, η μυρι’ Αχαιοίς άλγε’ έθηκε... εξακολούθησα εγώ.
Γελάσαμε. Προχωρούσαμε απαγγέλνοντας τους αθάνατους στίχους.»
Ο καθολικός ιερέας είναι, όπως και ο
αφηγητής, εξοικειωμένος με την αρχαιοελληνική γλώσσα χάρη στην ενασχόληση με
κορυφαία λογοτεχνικά δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων, όπως είναι η Ιλιάδα του
Ομήρου, απ’ την οποία και επιλέγει να απαγγείλει τους εισαγωγικούς στίχους. Η
κοινή αυτή αγάπη για τα έργα του αρχαιοελληνικού πνεύματος τους φέρνει κοντά
και αποτελεί ένα πρώτο στοιχείο που διευκολύνει τη μεταξύ τους επικοινωνία,
μιας και φανερώνει πως έχουν ένα σημαντικό σημείο επαφής στην παιδεία τους.
Εμφανής είναι παράλληλα η ανάλαφρη
διάθεση και η εγκαρδιότητα των δύο προσώπων απ’ το γεγονός ότι ενώ δεν
γνωρίζονται μεταξύ τους πλησιάζουν ο ένας τον άλλον με μια αβίαστη φυσικότητα
και επικοινωνούν με πλήρη ειλικρίνεια, χωρίς ν’ αφήνουν τη διαφορά της γλώσσας
και της εθνικής τους προέλευσης να αποτελέσουν εμπόδιο.
«Ξηγούσα τα λόγια του φύλακα στον αβά,
κι αυτός είχε καρφώσει τα μάτια του στα πέτρινα σκαλοπάτια του θεάτρου και θα
μάχουνταν να ξαναφέρει στο φως το θεϊκό παιχνίδι.»
Κατά τη διάρκεια της ξενάγησής του στο
χώρο της Κνωσού από τον φύλακα, ο αφηγητής διαπιστώνει το βαθύ ενδιαφέρον του
αβά για το ανεκτίμητης αξίας αυτό ιστορικό μέρος. Είναι, όπως επισημαίνει
χαρακτηριστικά, σαν να προσπαθούσε ο καθολικός ιερέας να ξαναζωντανέψει στη
σκέψη του το «θεϊκό παιχνίδι» της ζωής και των παραστάσεων που κάποτε
διαδραματίζονταν στο θέατρο του ανακτόρου. Ενδιαφέρον που συγκινεί τον αφηγητή,
καθώς κι ο ίδιος αισθάνεται μεγάλο θαυμασμό για το ανάκτορο της Κνωσού και
αντιλαμβάνεται πλήρως την εκπληκτική αξία του.
Ο αβάς, μάλιστα, προχωρά τη σύνδεσή του
με τον ιστορικό χώρο ακόμη περισσότερο, αφού δε διστάζει να γονατίσει μπροστά
στο ιερό μινωικό σύμβολο, το διπλοπέλεκο, και να προσευχηθεί, κάτι που προκαλεί
την έκπληξη του αφηγητή. Ο αβάς του εξηγεί τότε πως όποιο «εφήμερο» σύμβολο κι
αν έδιναν οι εκάστοτε λαοί στη θεότητα, όλοι εξέφραζαν το σεβασμό τους στον
έναν και μοναδικό Θεό, σ’ αυτόν που έχει αφιερώσει κι ο ίδιος τη ζωή του. Με
αυτό τον τρόπο ο αβάς κατόρθωσε εκείνη τη μέρα να προσφέρει ένα ουσιαστικό
μάθημα στον αφηγητή, έστω κι αν χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια από τότε
μέχρι να κατορθώσει εκείνος να αντιληφθεί πλήρως το βαθύτερο νόημά του.
Ο αφηγητής αναγνωρίζει πως ο αβάς του
άνοιξε έναν νέο πνευματικό δρόμο με τα λόγια του, που του επέτρεψε ν’
αναγνωρίζει κι ο ίδιος το αιώνιο πρόσωπο του Θεού πίσω απ’ όλα τα θρησκευτικά
σύμβολα. Ωστόσο, επισημαίνει πως η περιέργειά του, μια σατανική περιέργεια,
όπως την χαρακτηρίζει, τον ώθησε να προσπαθήσει να δει και πιο πέρα από τον
Θεό, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως πίσω από τον Θεό βρίσκεται το χάος.
Ό,τι απομένει, δηλαδή, αν κάποιος επιχειρήσει να δει και να καταλάβει τον κόσμο
χωρίς τον Θεό, είναι η άβυσσος και το σκοτάδι.
«Καθίσαμε ανάμεσα σε δυο κολόνες∙ ο
ουρανός ήταν πύρινος κι έλαμπε σαν ατσάλι∙ γύρα από το Παλάτι, μέσα από τον
ελαιώνα, τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν τον αέρα∙ ο φύλακας ακούμπησε στην κολόνα,
έβγαλε από τη ζώνη του την καπνοσακούλα κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Κανένας
δε μιλούσε∙ νιώθαμε πως η στιγμή ετούτη είναι άγια, ο τόπος ετούτος είναι άγιος
και μονάχα η σιωπή ταίριαζε.»
Μετά το πέρας της ξενάγησης ο αφηγητής
διαπιστώνει πως τόσο ο ίδιος όσο και ο αβάς αισθάνονται πως η στιγμή της εκεί
παρουσίας τους, αλλά και ο τόπος στον οποίο βρίσκονται έχουν κάτι το άγιο∙ μια
εκπληκτική αξία που ξεπερνά κατά πολύ οτιδήποτε άλλο. Βιώνουν κι οι δύο με
κατανυκτική σχεδόν διάθεση την κοινή τους εμπειρία, εφόσον αντιλαμβάνονται πως
τους δόθηκε η ευκαιρία να βαδίσουν σ’ έναν χώρο εξαιρετικής ομορφιάς και
βαρύνουσας πολιτιστικής και ιστορικής σημασίας. Έτσι, η σκέψη τους πως ό,τι
ταιριάζει περισσότερο εκείνη τη στιγμή είναι η σιωπή, προκειμένου να μπορέσουν
να αισθανθούν και να εκτιμήσουν όσο περισσότερο μπορούν την ιδιαίτερη
ατμόσφαιρα του ιστορικού ανακτόρου, φανερώνει πως τόσο για τον Έλληνα αφηγητή, όσο
και για τον καθολικό ιερέα -που δεν γνωρίζει καν ελληνικά-, ο χώρος της Κνωσού
αποτελεί έναν «άγιο» χώρο που ξεπερνά κάθε πιθανό διαχωρισμό (γλώσσας,
εθνικότητας, πολιτιστικού υπόβαθρου) και τους φέρνει κοντά, αφού κι οι δυο
αναγνωρίζουν και κατανοούν την ιστορική του αξία.
«-Τι συλλογιέσαι; με ρώτησε ο αβάς.
- Την Κρήτη... αποκρίθηκα.
- Κι εγώ την Κρήτη, είπε ο σύντροφός μου∙ την Κρήτη και την ψυχή μου.
Αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα ‘θελα να ξαναδώ το φως εδώ στα χώματα ετούτα. Εδώ
υπάρχει κάποια μαγεία ακαταμάχητη. Πάμε να φύγουμε.
Σηκωθήκαμε∙ ρίξαμε στερνή αργοσάλευτη ματιά στο εξαίσιο όραμα∙ εγώ θα το
ξανάβλεπα, μα ο αβάς αναστέναξε:
- Ποτέ πια... μουρμούρισε.»
Η Κρήτη, ο εκπληκτικά όμορφος αυτός
τόπος που γεννά ανθρώπους με αγνή ψυχή, όπως είναι η γριούλα που συνάντησε ο
αφηγητής προτού φτάσει στην Κνωσό, μα κι ο τόπος που δημιούργησε έναν τόσο
κορυφαίο πολιτισμό, όπως ήταν ο μινωικός, λειτουργεί ως ο βαθύτερος ίσως
συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον αφηγητή και τον αβά, αφού κι οι δυο κρατούν στη
σκέψη τους το θαύμα αυτού του νησιού. Ο αβάς, μάλιστα, παραδέχεται πως αν
υπήρχε περίπτωση να ξαναγεννηθεί θα ήθελε να γεννηθεί στα χώματα της Κρήτης,
για να βιώσει την ακαταμάχητη μαγεία του εξαίρετου αυτού τόπου.
2. O
φύλακας του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού υποδέχτηκε και ξενάγησε τους
επισκέπτες «σαν νοικοκύρης». Σχολιάστε
αυτή την παρομοίωση, με στόχο να αναδείξετε τα συναισθήματα που νιώθει ο
απλοϊκός αυτός Κρητικός για τους αρχαίους προγόνους του.
«Έτρεχε ο φύλακας να μας υποδεχτεί και
να μας ξηγήσει∙ ήταν ένας απλοϊκός Κρητικός, με βράκες, με μια μαγκούρα,
πρόσχαρος∙ τον έλεγαν Δαβίδ∙ τόσα χρόνια φύλακας κι, οδηγός στην Κνωσό, είχε
μάθει, πολλά και μιλούσε για το Παλάτι σαν να ‘ταν το σπίτι του∙ και μας
υποδέχτηκε σαν νοικοκύρης.
Πήγε μπροστά, τέντωνε τη μαγκούρα του, μας έδειχνε:
- Να η μεγάλη βασιλικιά αυλή, 60 μέτρα πλάτος, 29 μάκρος∙ να οι αποθήκες
με τα θεόρατα ξομπλιαστά πιθάρια∙ εδώ μέσα έβαζε τις σοδειές του ο βασιλιάς και
τάιζε το λαό του∙ βρήκαμε στα πιθάρια κατακάθια από λάδι και κρασί, κουκούτσια
από ελιές, κουκάκια, ρεβίθια, σιτάρι, κριθάρι και φακές - όλα είχαν γίνει κάρβουνο
από τις πυρκαγιές.»
Ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου της
Κνωσού, έχοντας υπηρετήσει για πολλά χρόνια σ’ αυτή τη θέση, είχε μάθει τόσα
πράγματα για τον αρχαιολογικό αυτό χώρο κι είχε εξοικειωθεί σε τέτοιο βαθμό με
το μινωικό ανάκτορο, ώστε το ένιωθε σαν να είναι το σπίτι του, γι’ αυτό και
υποδέχτηκε τους δύο επισκέπτες ακριβώς σαν να ήταν ο νοικοκύρης. Ο απλοϊκός
αυτός Κρητικός δεν αισθάνεται και δεν αντικρίζει το μινωικό ανάκτορο σαν να
είναι κάτι ξένο, αντιθέτως νιώθει πως αποτελεί ένα πολύτιμο μνημείο των
προγόνων του, που εκείνοι το «εμπιστεύτηκαν» στους απογόνους τους για να το
προσέχουν και να το προστατεύουν. Το έχει γνωρίσει, έτσι, σημείο προς σημείο
και το αντιμετωπίζει σαν να αποτελεί περιουσία δική του και των άλλων Κρητικών
συμπολιτών του. Μιλά για τις διαστάσεις των αιθουσών και αναφέρεται στη χρήση
των διαφόρων ευρημάτων, όπως είναι τα μεγάλα πιθάρια, με την άνεση που θα είχε
μόνο κάποιος που έχει αγαπήσει κι έχει νοιαστεί πραγματικά το χώρο αυτό.
Είναι, άρα, σαφές πως ο Κρητικός
φύλακας αισθάνεται αφενός βαθιά υπερηφάνεια για το ανάκτορο της Κνωσού κι
αφετέρου νιώθει τον ιστορικό αυτό χώρο σαν κομμάτι της δικής του ταυτότητας,
αφού προφανώς αντιλαμβάνεται πως υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον και
στους αρχαίους προγόνους του, που δημιούργησαν έναν τόσο σημαντικό
πολιτισμό.
3. Πού
οφείλεται η ανυπέρβλητη ομορφιά της Κνωσού, σύμφωνα με τα κριτήρια των δύο
περιηγητών; Εντοπίστε τα
συγκεκριμένα χωρία όπου ο αφηγητής και ο αβάς εκθέτουν τις απόψεις τους.
«Καθίσαμε ανάμεσα σε δυο κολόνες· ο
ουρανός ήταν πύρινος κι έλαμπε σαν ατσάλι· γύρα από το Παλάτι, μέσα από τον
ελαιώνα, τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν τον αέρα· ο φύλακας ακούμπησε στην κολόνα,
έβγαλε από τη ζώνη του την καπνοσακούλα κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Κανένας
δε μιλούσε· νιώθαμε πως η στιγμή ετούτη είναι άγια, ο τόπος ετούτος είναι άγιος
και μονάχα η σιωπή ταίριαζε. Δυο περιστέρια πέταξαν από πάνω μας και κάθισαν σε
μια κολόνα· τα ιερά πουλιά της Μεγάλης Θεάς που λάτρευαν εδώ οι Κρητικοί·
άλλοτε τα βλέπουμε να κάθουνται απάνω σε μια κολόνα κι άλλες φορές να τα
κρατάει η θεά ανάμεσα στα ξεχειλισμένα γάλα βυζιά της.»
Ο αφηγητής φροντίζει μέσα από τις
συνεχείς περιγραφές που παραθέτει να δείξει πως η εξαίρετη ομορφιά του
ιστορικού χώρου της Κνωσού προκύπτει μέσα από το συνδυασμό του φυσικού
περιβάλλοντος με τα εκπληκτικής τεχνοτροπίας δημιουργήματα των ανθρώπων. Ο
καταγάλανος ουρανός κι ο λαμπερός ήλιος λειτουργούν ως το ιδανικό πλαίσιο για
να θαυμάσει και να εκτιμήσει κανείς το κάλλος των εξαίσιων τοιχογραφιών του
ανακτόρου∙ οι γυναίκες με τα υπέροχα αμυγδαλωτά μάτια, τις κυματιστές μαύρες
πλεξούδες των μαλλιών τους, τα χοντρά ηδονικά χείλη και τα φορέματα που αφήνουν
το στήθους τους να φαίνεται, τα βασιλόπουλα με τα φτερά παγωνιού στο κεφάλι, οι
νεαρές ιέρειες που έχουν τυλιγμένα στα μπράτσα τους ιερά φίδια, τα αγόρια με το
γαλάζιο χρώμα, καθώς και τα διάφορα ζώα, όπως είναι οι μαϊμούδες, οι άγριοι
ταύροι και τα πουλιά, δημιουργούν έναν εκπληκτικό και γεμάτο μυστήριο κόσμο,
που δημιουργεί στον παρατηρητή την εντύπωση πως είναι μια Ατλαντίδα που αίφνης
αναδύθηκε στο φως και φανερώνει σε όλους την ανυπέρβλητη ομορφιά της. Είναι
ένας κόσμος γεμάτος ζωντάνια, μιας και τα πρόσωπα στις τοιχογραφίες έχουν
αποδοθεί με τέτοιον εντυπωσιακό ρεαλισμό, ώστε μοιάζουν έτοιμα να μιλήσουν∙ και
θα είχαν, άλλωστε, πολλά να πουν, εφόσον αποτελούν μέρος ενός αξιοθαύμαστου
πολιτισμού που επιτέλεσε σημαντικότατους άθλους.
Σημαντικό επίτευγμα του μινωικού
πολιτισμού, όπως το σημειώνει ο αφηγητής, είναι το γεγονός πως σε αντίθεση με
άλλους πολιτισμούς, που είχαν την τάση να μετουσιώνουν τον θαυμασμό τους για
τον Θεό σε έργα τεράστια και ασάλευτα, στην Κρήτη δημιουργήθηκαν μικρά και
χαριτωμένα έργα, τα οποία έφεραν τον Θεό στην κλίμακα του ανθρώπου και τον
κατέστησαν έτσι οικείο και προσιτό. Ένας πρωτότυπος και πολύ διαφορετικός από
τους κατοπινούς πολιτισμός, που είχε το προνόμιο να αναπτυχθεί σ’ έναν τόπο
γεμάτο φυσική ομορφιά. Χαμηλοί λόφοι που ευωδιάζουν από τον θαλασσινό αέρα,
ελιές, κυπαρίσσια και ζώα, που συνυπάρχουν όλα αρμονικά στον εντυπωσιακό χώρο
της Κρήτης, δημιουργούν ένα σύνολο ακαταμάχητα μαγευτικό, όπως το χαρακτηρίζει
ο αβάς. Τόσο μαγευτικό, μάλιστα, ώστε ο καθολικός ιερέας φτάνει στο σημείο να
παραδεχτεί πως αν ήταν να ξαναγεννηθεί θα ήθελε να δει το φως ακριβώς σ’ αυτόν
τον εκπληκτικό τόπο της Κρήτης, που διακρίνεται για την ομορφιά και την αρμονία
του.
4. Με
ποιους πολιτισμούς συγκρίνεται ο μινωικός πολιτισμός και σε ποια στοιχεία
επικεντρώνεται η σύγκριση αυτή;
[Η Κρήτη στάθηκε το πρώτο γιοφύρι
ανάμεσα Ευρώπης, Ασίας κι Αφρικής∙ η Κρήτη φωτίστηκε πρώτη σε όλη την
κατασκότεινη τότε Ευρώπη. Κι εδώ η ψυχή της Ελλάδας εξετέλεσε τη μοιραία της
αποστολή: έφερε το θεό στην κλίμακα του ανθρώπου. Τα τεράστια ασάλευτα
αιγυπτιακά ή ασσυριακά αγάλματα έγιναν εδώ, στην Κρήτη, μικρά, χαριτωμένα, το
σώμα κινήθηκε, το στόμα χαμογέλασε, και το πρόσωπο και το μπόι του θεού πήρε το
πρόσωπο και το μπόι του ανθρώπου. Μια ανθρωπότητα καινούρια έζησε κι έπαιξε στα
κρητικά χώματα, πρωτότυπη, διαφορετικιά από τους κατοπινούς Έλληνες, όλο
ευκινησία και χάρη κι ανατολίτικη χλιδή.]
Ο Καζαντζάκης συγκρίνει τον μινωικό
πολιτισμό με τον αιγυπτιακό και τον ασσυριακό σε σχέση με το πώς αποτυπώθηκε
στην τέχνη τους ο Θεός και η εκπληκτική δύναμή του. Τονίζεται, λοιπόν, ότι ενώ
οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι επέλεγαν να αναπαριστούν το θεϊκό μεγαλείο με
τεράστια και ασάλευτα αγάλματα, που αφενός προκαλούσαν το δέος στους ανθρώπους
και αφετέρου καθιστούσαν το Θεό μια έννοια απρόσιτη και μυστηριακή, στην Κρήτη
η απόδοση του θεϊκού στοιχείου προσαρμόστηκε στην κλίμακα του ανθρώπου κι
απέκτησε έτσι έναν πιο οικείο χαρακτήρα. Τα αγάλματα του μινωικού πολιτισμού
είναι μικρά και χαριτωμένα, με το σώμα τους να αποκτά κίνηση και το στόμα τους
να χαμογελά, ενώ, πολύ περισσότερο, σ’ αυτά ο Θεός αποκτά ανθρώπινο πρόσωπο και
ανάστημα, που τον φέρνει πιο κοντά στους ανθρώπους. Στην Κρήτη ο Θεός
εξανθρωπίστηκε, επιτρέποντας στους ανθρώπους να τον προσεγγίσουν πιο εύκολα και
να θεωρήσουν την ύπαρξή του πιο στενά συνδεδεμένη με τη δική τους.
Συνάμα, ο Καζαντζάκης συγκρίνει τον
μινωικό πολιτισμό με αυτόν των μεταγενέστερων Ελλήνων, διαπιστώνοντας πως στην
Κρήτη παρουσιάστηκε ένας πολιτισμός εντελώς πρωτότυπος και τελείως διαφορετικός
από τους κατοπινούς, ο οποίος διακρινόταν για τη χάρη, την ευκινησία του, αλλά
και την ανατολίτικη χλιδή του.
Ενώ, παράλληλα, ο συγγραφέας φροντίζει
να επισημάνει την ιδιαίτερη σημασία της Κρήτης, μιας και αποτέλεσε τη γέφυρα
που ένωσε την Ευρώπη με την Αφρική και την Ασία, αποκτώντας αυτή πριν από κάθε
άλλο ευρωπαϊκό έδαφος το φως ενός ακμάζοντος και ισχυρού πολιτισμού.
5. Ποια
στοιχεία από το περιεχόμενο και τη μορφή φανερώνουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα
του κειμένου;
Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του
κειμένου γίνεται εμφανής από τη χρήση α΄ προσώπου στην αφήγηση κι από το
γεγονός ότι ο αφηγητής αναφέρεται σε προσωπικά του βιώματα, είναι δηλαδή
ομοδιηγητικός «Για ν’ αλλαξοστρατίσω το νου μου... / ποτέ θαρρώ δε γεύτηκα πιο
νόστιμα... κ.ά.). Επίσης, σημαντικό στοιχείο που φανερώνει τον αυτοβιογραφικό
χαρακτήρα του κειμένου είναι πως αναφέρεται σε γεγονότα του παρελθόντος, τα
οποία επανεξετάζει εκ των υστέρων ο συγγραφέας και μας αποκαλύπτει τη σημασία που
διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της σκέψης και της προσωπικότητάς του «Ήμουν τότε
πολύ νέος, τη μέρα εκείνη δεν κατάλαβα∙ ύστερα από χρόνια μπόρεσε το μυαλό μου
να χωρέσει και να καρπίσει τα λόγια ετούτα». Ενώ, η εξέταση της σημασίας αυτών
των γεγονότων, δίνει -υπό μία έννοια- σε ορισμένα σημεία του κειμένου την
εντύπωση πως πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο, για μια εσωτερική
διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης: «πίσω απ’ όλα τα θρησκευτικά σύμβολα άρχισα
κι εγώ να διακρίνω το αμετασάλευτο αιώνιο πρόσωπο του Θεού∙ κι ακόμα αργότερα,
όταν παραπλάτυνε ο νους, όταν παραθράσεψε η καρδιά, άρχισα να διακρίνω και πίσω
από το πρόσωπο του Θεού, ένα φοβερό ακατοίκητο σκοτάδι, το χάος.»
Τέλος, γίνεται εμφανής η προσωπική
συμμετοχή του αφηγητή-συγγραφέα σε όλα τα περιστατικά του κειμένου, είτε αυτά
δίνονται αφηγηματικά είτε με τη μορφή διαλόγου είτε ακόμη και μέσα από
περιγραφές:
Αφήγηση: «κίνησα για άλλο εγώ
προσκύνημα, να χαιρετήσω την Άγια Κρήτη, που τα χρόνια εκείνα είχε ξεθαφτεί από
τα παμπάλαια χώματα της Κνωσού.»
Διάλογος: «- Με γνωρίζεις, κυρά μου; τη
ρώτησα.»
Σκέψεις του αφηγητή: «Τι κόσμος είναι
ετούτος, συλλογιζόμουν, πότε θ’ ανοίξει τα χείλια του να μιλήσει;»
Περιγραφές με έντονο το στοιχείο της
προσωπικής εμπλοκής του αφηγητή: «Κοίταζα γύρα τους ήμερους χαμηλούς λόφους,
τις αριόφυλλες ελιές, ένα λιγνό κυπαρίσσι που αργολύγιζε ανάμεσα στις πέτρες,
αφουγκραζόμουν το ανάλαφρο αρμονικό κουδούνισμα από κάποιο αόρατο γιδοκόπαδο,
ανάσαινα το μυρωδάτο αέρα που έρχουνταν, καβαλικεύοντας το λόφο, από τη θάλασσα
-και θαρρώ πως όλο κι έμπαινε πιο βαθιά μέσα μου και φωτίζουνταν το παμπάλαιο
κρητικό μυστικό.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου