Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Λυσίας «Υπέρ Μαντιθέου» Λεξιλογικές ασκήσεις [Διήγηση – Απόδειξη 7-8]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joshua Malik

Λυσίας «Υπέρ Μαντιθέου» Λεξιλογικές ασκήσεις  [Διήγηση – Απόδειξη 7-8]

1.α) Να συνδέσετε κάθε λέξη του κειμένου (Α΄ στήλη) με τη συνώνυμή της στη Β΄ στήλη (δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν):

Α΄ ΣΤΗΛΗ              Β΄ ΣΤΗΛΗ
1. γιγνώσκω               α) πείθομαι
2. ρ                         β) θέλω
3. γομαι                  γ) πίσταμαι
4. βούλομαι               δ) γνο
5. πιστεύω                 ε) φελ
στ) οομαι
ζ) βλέπω

γιγνώσκω = πίσταμαι
ρ = βλέπω
γομαι = οομαι
βούλομαι = θέλω
πιστεύω = πείθομαι

β) σχήμα, εμπιστοσύνη, αδόκιμος, κατάχρηση, ατολμία: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.

σχήμα: χοντας
εμπιστοσύνη: πιστεοιτε
αδόκιμος: δοκιμζεσθαι
κατάχρηση: χρωμνους
ατολμία: τλμησν

3. νάβηθι, καταβαλόντα, πεποιηκώς, ξίουν, χρωμένους: Να γράψετε για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις ένα ομόρριζο ουσιαστικό στη νέα ελληνική γλώσσα και να σχηματίσετε με αυτό μία πρόταση.

νάβηθι: αναβάτης [Στις ιπποδρομίες του Άσκοτ παίρνουν μέρος οι καλύτεροι αναβάτες της Αγγλίας.]
καταβαλόντα: προκαταβολή [Ο ιδιοκτήτης ζητούσε προκαταβολή δύο νοίκια.]
πεποιηκώς: ποιητής [Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες ποιητές.]
ξίουν: αξίωμα [Η θέση και το αξίωμα του πρωθυπουργού είναι αιρετά.]
χρωμένους: χρήματα [Τα χρήματα, όπως λένε, δεν αγοράζουν την ευτυχία.]

4. Να αντιστοιχίσετε τα ομόρριζα προς τις λέξεις του κειμένου νάβηθι και ππευσα ουσιαστικά (Α΄ στήλη): νάβασις, ναβάτης, βάθρον, ππάριον και ππευμα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν (Β΄ στήλη):

Α΄ ΣΤΗΛΗ              Β΄ ΣΤΗΛΗ
1. ππάριον                α) ενέργεια ή κατάσταση
2. βάθρον                  β) υποκοριστικό
3. νάβασις               γ) αποτέλεσμα ενέργειας
4. ππευμα                 δ) τόπος
5. ναβάτης               ε) πρόσωπο που ενεργεί

ππάριον = υποκοριστικό
βάθρον = τόπος
νάβασις = ενέργεια ή κατάσταση
ππευμα = αποτέλεσμα ενέργειας
ναβάτης = πρόσωπο που ενεργεί

5.α) ξαλειφθναι, φυλάρχων, στρατηγούς, καταψεύσασθαι, νάβηθι: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.

ξαλειφθναι: κ + λείφομαι
φυλάρχων: φυλή + ρχω
στρατηγούς: στρατός + γω
καταψεύσασθαι: κατά + ψεύδομαι
νάβηθι: νά + βαίνω

β) Να απαντήσετε στα παρακάτω ζητούμενα:

πεποιηκώς: να σχηματίσετε ένα ομόρριζο ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την κατάληξη -ις.
= ποίησις
πολογία: να σχηματίσετε ένα ομόρριζο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
= πολογομαι
δικαιότερον: να γράψετε μία αντώνυμη λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
= δικώτερον
γιγνώσκω: να γράψετε ένα συνώνυμο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
= πίσταμαι
ποδείξειεν: να αναλύσετε τη σύνθετη λέξη στα συνθετικά της.
= πό + δείκνυμι

6. α) Να συνδέσετε κάθε λέξη του κειμένου (Α΄ στήλη) με την αντώνυμή της στη Β΄ στήλη (δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν):

Α΄ ΣΤΗΛΗ              Β΄ ΣΤΗΛΗ
1. πολύ                        α) γγράφω
2. ῥᾴδιον                    β) καλς
3. δικαιότερον          γ) χαλεπόν
4. ξαλείφω               δ) διαγράφω
5. κακς                     ε) λίγον
                                     στ) πλεον
ζ) δικώτερον

πολύ / λίγον
ῥᾴδιον / χαλεπόν
δικαιότερον / δικώτερον
ξαλείφω / γγράφω
κακς / καλς

β) γνώστης, αποζημίωση, πάθος, χρήστης, παράβαση: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.

γνώστης: γνναι
αποζημίωση: ζημιοσθαι
πάθος: ππονθε
χρήστης: χρωμνους
παράβαση: νβηθι

7. α.) Να συνδέσετε τις λέξεις-εκφράσεις του κειμένου, στην Α΄ στήλη, με τη σημασία τους στη Β΄ στήλη (δύο στοιχεία στη Β΄ στήλη περισσεύουν).

Α΄ ΣΤΗΛΗ              Β΄ ΣΤΗΛΗ
1. ποφέρομαι           α) οι κατάλογοι (των φυλάρχων)
2. σύνδικος                β) κακοποιούμαι
3. τ γράμματα         γ) αναζητώ
4. κακς πάσχω       δ) συνήγορος δημοσίου
5. ζημιομαι              ε) δικαστής
στ) τιμωρούμαι
ζ) αναφέρομαι

ποφέρομαι = αναφέρομαι
σύνδικος = συνήγορος δημοσίου
τ γράμματα = οι κατάλογοι (των φυλάρχων)
κακς πάσχω = κακοποιούμαι
ζημιομαι = τιμωρούμαι

β) παραδοθέντα, συνδίκοις, ξαλειφθναι, φυλάρχων, νάβηθι: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.

παραδοθέντα: παρά + δίδομαι  
συνδίκοις: σύν + δίκη
ξαλειφθναι: κ + λείφομαι
φυλάρχων: φυλή + ρχω
νάβηθι: νά + βαίνω

8. α) ποδείξειεν, νάβηθι, παραδοθέντα, καταβαλόντα, ζημιοσθαι: Να γράψετε ένα ομόρριζο ουσιαστικό, απλό ή σύνθετο, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.

ποδείξειεν: πόδειξις, νδειξις, παράδειγμα
νάβηθι: νάβασις, αναβάτης, αναβαθμός
παραδοθέντα: παράδοσις, προδοσία, προδότης
καταβαλόντα: αντικαταβολή, προκαταβολή, μεταβολή
ζημιοσθαι: ζημιά

β) Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους του κειμένου ένα ομόρριζο ουσιαστικό, απλό ή σύνθετο, της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:

ρηματικοί τύποι   κατάληξη     ομόρριζα ουσιαστικά
γνναι                         -η                    γνώση, γνώμη
πεποιηκώς                 -ής                   ποιητής
ξίουν                         -μα                  ξίωμα
πέπονθε                     -ος                   πάθος, πένθος
δοκιμάζεσθαι            -ία                   δοκιμασία

9. βουλή, πολίτης, γνώμη, στρατηγός, πολογία: Να γράψετε για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου ένα ομόρριζο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

βουλή: βουλεύομαι
πολίτης: πολιτεύομαι
γνώμη: γνωματεύω, γιγνώσκω,
στρατηγός: στρατηγ
πολογία: πολογομαι

10. α) Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους του κειμένου ένα ομόρριζο ουσιαστικό, απλό ή σύνθετο, της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:

ρηματικοί τύποι   κατάληξη     ομόρριζα ουσιαστικά
χοντας                      -ις                    ξις, σχέσις
χρωμένους                 -της                 χρήστης
γεσθε                       -μών                γεμών
καταψεύσασθαι       -ος                   ψεδος
μαρτύρησον              -ία                   μαρτυρία

β) παράδειγμα, ανήφορος, καταστατικό, πρόβλημα, διηνεκής: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.

παράδειγμα: ποδεξειεν
ανήφορος: πενεχθναι
καταστατικό: καταστσεις
πρόβλημα: καταβαλντα.
διηνεκής: πενεχθντα

11. Να συνδέσετε κάθε λέξη του κειμένου (Α΄ στήλη) με τη συνώνυμή της στη Β΄ στήλη (δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν):

Α΄ ΣΤΗΛΗ              Β΄ ΣΤΗΛΗ
1. γιγνώσκω               α) βλάπτομαι
2. ρ                         β) θέλω
3. γομαι                  γ) πίσταμαι
4. βούλομαι               δ) γνο
5. ζημιομαι              ε) φελ
στ) οομαι
ζ) βλέπω

γιγνώσκω = πίσταμαι
ρ = βλέπω
γομαι = οομαι
βούλομαι = θέλω

ζημιομαι = βλάπτομαι

Γιώργος Σεφέρης [IZ΄] «Αστυάναξ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Peter Holme III 

Γιώργος Σεφέρης [IZ΄] «Αστυάναξ»

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

(Μυθιστόρημα, 1935)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να εντοπίσετε στο ποίημα τα στοιχεία που σχετίζονται με το περιβάλλον μέσα στο οποίο είδε το φως το παιδί.

Η γέννηση του Αστυάνακτα συνδέεται στενά τόσο με το φυσικό περιβάλλον της Τροίας, όσο και με τους ανθρώπους της, γεγονός που υποδηλώνει πως το παιδί αυτό έχει άρρητο μα σαφές χρέος να γνωρίσει σε βάθος τον τόπο του και να τον τιμήσει με τη ζωή του.
«το παιδί / που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι»
Ο Έκτορας προσδιορίζει τοπικά τη γέννηση του παιδιού δείχνοντας -νοητά- ένα συγκεκριμένο πλατάνι, κάτω απ’ το οποίο η Ανδρομάχη το έφερε στο φως. Ο Αστυάνακτας συνδέεται, έτσι, άρρηκτα με τη μοίρα της Τροίας, όπως ακριβώς και το φυσικό της περιβάλλον, κι όπως αυτό, έτσι κι ο Αστυάνακτας αποτελεί τη φυσική συνέχεια και το μέλλον της.  

«μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια»
Η μέρα που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας, ήταν μέρα πολέμου, και συμμετείχαν σ’ αυτή, όχι μόνο οι άνθρωποι της πόλης, μα και τα άλογά της, που έχοντας υπομείνει με καρτερία τη δυσκολία της μάχης, βρέθηκαν τη στιγμή της γέννησης του παιδιού να σκύβουν ιδρωμένα στη γούρνα με το πράσινο νερό για να ξεδιψάσουν.

«Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας»
Στην πόλη που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας υπάρχουν ακόμη οι ελιές που μετρούν με το μεγάλωμά τους τις ρυτίδες των γονιών του Έκτορα και των άλλων ανθρώπων της Τροίας, αφού με τις δικές τους φροντίδες και με τη δική τους έγνοια φυτεύτηκαν, μεγάλωσαν και κάρπισαν. Εκεί είναι και τα βράχια που κρύβουν τη γνώση των γονιών τους, τη γνώση των προγόνων, αφού στάθηκαν μάρτυρες της χρόνιας επιμονής τους και της ακούραστης προσπάθειάς τους να χτίσουν και να δοξάσουν την πόλη τους. Τα βράχια αυτά γνωρίζουν καλά πόσους αγώνες, πόσα βάσανα και πόσοι κόποι απαιτήθηκαν απ’ τους γονείς του Έκτορα για να διασφαλιστεί η ύπαρξη της Τροίας και της οικογένειάς τους.

«και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα»
Το χώμα αυτής της πόλης διατηρεί ακόμη ζωντανό μέσα του το αίμα του αδερφού μας, το αίμα του κάθε πολίτη της Τροίας που θυσίασε τη ζωή του για να την προστατέψει. Είναι κι αυτό ένας ακόμη μάρτυρας του υψηλού φόρου αίματος που απαιτείται για να διατηρεί μια πόλη την ελευθερία της και το δικαίωμα να υπάρχει.

«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου»
Ο Έκτορας επαναλαμβάνει την αναφορά του στον πλάτανο, κάτω απ’ τα φύλλα του οποίου γεννήθηκε ο Αστυάνακτας, προκειμένου να υπενθυμίσει πως το παιδί αυτό αποτελεί αναγκαίο και πολύτιμο μέρος της Τροίας, αφού είναι μέσω αυτού που θα διασφαλιστεί τόσο η συνέχειά της, όσο και η διαφύλαξη της μνήμης των προγόνων, αλλά και όσων θυσιάστηκαν για χάρη της κοινής τους μητρικής πόλης.

α2. Λαμβάνοντας υπόψη πως στο ποίημα μιλάει ο Έκτορας και ότι απευθύνεται στη γυναίκα του Ανδρομάχη λίγο πριν από τον βίαιο θάνατό του, να εντοπίσετε στο ποίημα τρεις (3) λόγους που επιβάλλουν την ανάγκη της αναχώρησης / φυγάδευσης του παιδιού από τον τόπο του και να τους σχολιάσετε σύντομα, σε μία παράγραφο.

Ο Έκτορας ζητά από τη γυναίκα του, την Ανδρομάχη, να πάρει μαζί της το παιδί τους, τον Αστυάνακτα, διότι, όπως ο ίδιος σχολιάζει «η μέρα της πληρωμής / χαράζει», έρχεται, δηλαδή, η μέρα της ανταπόδοσης και της εκδίκησης∙ σκέψη που προφανώς συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος σκότωσε τον Πάτροκλο, και πως δεν απέχει πολύ η στιγμή κατά την οποία ο Αχιλλέας θα θελήσει να πάρει εκδίκηση για το χαμό του αδελφικού του φίλου. Είναι, άλλωστε, εμφανές ότι οι Αχαιοί έχουν αρχίσει να παίρνουν το πάνω χέρι και πως ούτως ή άλλως ο Έκτορας θα βρεθεί γρήγορα σε δυσμενή θέση έναντι των αντιπάλων του.
Ο Έκτορας αντιλαμβάνεται, λοιπόν, πως ο πόλεμος έχει περιέλθει σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και πως δύσκολα θα μπορέσει να επιβιώσει ο ίδιος των ολοένα και πιο έντονων συγκρούσεων, είτε συμμετάσχει σε αυτές ο Αχιλλέας είτε όχι. Από τα λόγια του στην Ανδρομάχη: «τώρα που κανείς δεν ξέρει / ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει», είναι εμφανές πως ο ήρωας των Τρώων φοβάται πως το τέλος του είναι κοντά, αφού τώρα πια μέσα στην ένταση του εχθρικού μίσους και των συγκρούσεων κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πώς θα επέλθει το τέλος του ή για το ποιον θα αναγκαστεί να σκοτώσει. Με τη δυσοίωνη σκέψη πως το τέλος του δεν αργεί, ο Έκτορας θέλει να διασφαλίσει πως ο γιος του θα γλιτώσει της εκδικητικής μανίας των Αχαιών, γι’ αυτό και ζητά από την Ανδρομάχη να τον φυγαδεύσει.
Η επιθυμία του Έκτορα είναι σαφής: «πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως / κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου / και μάθε του να μελετά τα δέντρα». Ο γιος του θα πρέπει να παραμείνει ζωντανός και θα πρέπει να μάθει την ιστορία και τα βιώματα των γονιών και των προγόνων του, ώστε αφενός να αντιληφθεί το μέγεθος των αγώνων που χρειάστηκε να δώσουν εκείνοι κι αφετέρου ώστε μεγαλώνοντας να έχει κατά νου το δικό τους πρότυπο ανδρείας και γενναιότητας.

β.1. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε σύντομα τη μεταφορά του τελευταίου στίχου: «και μάθε του να μελετά τα δέντρα.»

«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα»

Ο Έκτορας ζητά από την Ανδρομάχη να φυγαδεύσει κι έτσι να διασώσει τον μικρό Αστυάνακτα, διότι στην ύπαρξη αυτού του παιδιού βασίζεται η διατήρηση και η συνέχιση της βασιλικής του οικογένειας. Ο Αστυάνακτας είναι το μέλλον της Τροίας και η φυσική συνέχεια του Έκτορα, γι’ αυτό ο ήρωας ζητά απ’ τη γυναίκα του να φροντίσει να του «μάθει να μελετά τα δέντρα», να του μάθει, δηλαδή, να αναγνωρίζει σε κάθε στοιχείο της πόλης του την προσφορά και τις θυσίες των προγόνων του, ώστε να αντιλαμβάνεται πλήρως το χρέος του απέναντι στην Τροία και στους ανθρώπους της. Όπως κάθε δέντρο κατορθώνει να υπάρχει γιατί έχει ρίζες, έτσι και κάθε άνθρωπος ήρθε στον κόσμο και επιβίωσε χάρη στους αγώνες και στους μόχθους των προγόνων του, τους οποίους και οφείλει να τιμήσει με τη δική του δράση και με τις δικές του ανάλογες προσπάθειες διαφύλαξης και διεύρυνσης του έργου τους.
Ο Έκτορας, εφόσον γνωρίζει πως ο ίδιος δεν θα ζει για να συνεισφέρει στην αγωγή του γιου του, θέλει να είναι βέβαιος πως το παιδί του θα βρει ένα κατάλληλο πρότυπο ήθους και ανδρείας∙ ένα πρότυπο που θα το αντλήσει ακριβώς μέσα από τη μελέτη των όσων έχουν κάνει και επιτύχει οι πρόγονοί του.

β.2. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Μυθιστόρημα στην οποία ο ποιητής αξιοποιεί τους αρχαιοελληνικούς μύθους και αναζητεί το τραγικό στοιχείο μέσα σ’ αυτούς. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή λαμβάνοντας υπόψη και την υποσημείωση που σας δόθηκε.

[Ο Αστυάναξ ήταν γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Οι γονείς του τον είχαν ονομάσει Σκαμάνδριο, όμως ο λαός της Τροίας προς τιμή του ήρωα πατέρα του που σκοτώθηκε με τόση αυτοθυσία για τους Τρώες, τον ονόμασε Αστυάνακτα που σημαίνει βασιλιάς της πόλης. Η μοίρα για τον μικρό Αστυάνακτα κατά τις επικρατέστερες παραδόσεις υπήρξε τραγική. Κατά μία παράδοση τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από τα τείχη της Τροίας, όταν αυτή καταλήφθηκε από τους Αχαιούς, ή ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του.]

Το έντονα τραγικό στοιχείο του ποιήματος προκύπτει από τη γνώση που έχει ο αναγνώστης για την κατάληξη του μικρού Αστυάνακτα. Έτσι, ενώ ο Έκτορας βλέπει στον Αστυάνακτα το μέλλον και την ελπίδα της Τροίας, και νουθετεί την Ανδρομάχη κατάλληλα, ώστε το παιδί του να μεγαλώσει με τις σωστές αρχές και τα σωστά πρότυπα, ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη πως το παιδί αυτό δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμα. Η παρηγοριά που λαμβάνει ο Έκτορας από τη σκέψη πως ο γιος του μεγαλώνοντας θα μπορέσει να συνεχίσει το δικό του έργο, όπως και το έργο των κοινών τους προγόνων, είναι επί της ουσίας μάταιη, εφόσον οι Αχαιοί δεν πρόκειται να δείξουν κανένα έλεος στο μικρό αυτό παιδί. Με την ίδια σκληρότητα που θα σκοτώσουν τον Έκτορα, θα σκοτώσουν κι εκείνο, τερματίζοντας άδοξα κάθε ελπίδα συνέχισης για την οικογένεια του Έκτορα.

Συνάντηση Έκτορα – Ανδρομάχης, Ιλιάδα, Ζ΄ [390-493]

     Έτσι είπε η κελάρισσα∙ κι αυτός γοργά απ’ το σπίτι
τον ίδιο δρόμο τράβηξε στις καλόχτιστες στράτες.
Μέσα απ’ την πόλη βγαίνοντας σαν έφτασε στις πύλες
τις Σκαιές, απ’ όπου ήταν πια να βγει στην πεδιάδα,
εκεί μπροστά τρέχοντας ήρθε η Ανδρομάχη,
του αντρείου Ηετίωνα η ακριβή η κόρη,
που ήταν Κιλίκων ρήγας στη δασωμένη Πλάκο
στην υποπλάκια Θήβα και είχε τότε δώσει
στον Έκτορα το δυνατό την κόρη του γυναίκα.
Στάθηκε αντίκρυ του λοιπόν κι η βάγια από κοντά της,
τ’ αθώο μωρό παιδί τους στην αγκαλιά κρατώντας,
του Έκτορα ακριβό γιο, τον όμοιο μ’ αστέρι
Σκαμάντριο ο Έκτορας, Αστυάνακτα οι άλλοι
τον έλεγαν, γιατί έσωζε ο Έκτορας την Τροία.
Σιωπηλά αχνογέλασε βλέποντας το παιδί του∙
η Ανδρομάχη στάθηκε κοντά του δακρυσμένη,
το χέρι του τού έσφιξε, του μίλησε και είπε:
     «Η ορμή σου το θάνατο, άμοιρε, θα σου φέρει
το μωρό σου δε συμπονάς, την άμοιρη εμένα,
που χήρα γοργά θα μείνω∙ όλοι γοργά ορμώντας
πάνω σου θα σε σκοτώσουν∙ αν στερηθώ εσένα,
ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα για μένα.
Δε θα έχω άλλη ζεστασιά, αν τώρα συ πεθάνεις,
μα βάσανα∙ και δεν μου ζουν πατέρας και μητέρα.
Σκότωσε τον πατέρα μου ο άξιος Αχιλλέας
και την καλόχτιστη πόλη κούρσεψε των Κιλίκων,
τη Θήβα την ψηλόπορτη∙ δεν έγδυσε εκείνον
ωστόσο, σαν τον σκότωσε, σεβάστηκε η ψυχή του∙
με τα λαμπρά τα όπλα του τού έκαψε το σώμα,
τάφο σ’ εκείνον έστησε∙ φτελιές φύτεψαν γύρω
νύμφες των βουνών, οι κόρες του ασπιδοφόρου Δία.
Εφτά στο σπίτι αδερφούς είχα∙ την ίδια μέρα
όλοι στον Άδη τράβηξαν∙ ο άξιος Αχιλλέας
ο γρήγορος τους σκότωσε όλους, καθώς βοσκούσαν
τα βόδια τα στριφτόποδα και τ’ άσπρα πρόβατά μας.
Τη μάνα που βασίλευε στη δασωμένη Πλάκο,
αφού την έφερε εδώ με τ’ άλλα λάφυρά του,
τη λευτέρωσε παίρνοντας λύτρα πολλά για εκείνη,
μα η τοξεύτρα Άρτεμη τη σκότωσε στο σπίτι.
Για μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας
και αδερφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου.
Έλα τώρα, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο,
το γιο μην κάνεις ορφανό και χήρα τη γυναίκα.
Δίπλα στην άγρια συκιά το στρατό στήσε, όπου
η πόλη ευκολοπαίρνεται, το τείχος της πατιέται.
Τρεις φορές οι καλύτεροι δοκίμασαν ν’ ανέβουν,
όσοι ήταν με τους Αίαντες, τον άξιο Ιδομενέα,
κι όσοι ήταν με τους Ατρείδες, το δυνατό Διομήδη∙
ή κάποιος τους συμβούλεψε που από μαντείες ξέρει
ή και η ίδια τους ψυχή αυτούς κινεί και σπρώχνει.»
     Ο λοφοσείστης Έκτορας της μίλησε έτσι τότε:
«Για όλα τούτα νοιάζομαι, γυναίκα, μα τους Τρώες,
τις μακρόπεπλες ντρέπομαι της χώρας μας γυναίκες
μακριά από τον πόλεμο σαν το δειλό να φύγω∙
και δεν το θέλει η καρδιά, γιατί έμαθα να είμαι
αντρείος και να πολεμώ ανάμεσα στους πρώτους
τη φήμη του πατέρα μου κρατώντας, τη δική μου.
Μες στην ψυχή και μες στο νου αυτό το καλοξέρω:
θα έρθει η μοίρα να χαθεί η ιερή μας Τροία
κι ο Πρίαμος ο δυνατός και όλος ο λαός του.
Κι όμως τόσο δε νοιάζομαι για τον καημό των Τρώων,
για της Εκάβης τον καημό, του Πρίαμου του ρήγα,
ούτε των αδερφών μου καν, που και πολλοί και αντρείοι
από τα χέρια των εχθρών θα κυλιστούν στη σκόνη,
όσο για σένα, σαν κάποιος χαλκοαρματωμένος
σκλαβώνοντάς σε πίσω του σε σέρνει δακρυσμένη∙
στο Άργος όντας σ’ αργαλειό μιας ξένης θα υφαίνεις,
άθελα απ’ την Υπέρεια ή απ’ τη Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις, δυνατή θα σε βαραίνει ανάγκη∙
και θα πει κάποιος βλέποντας να χύνεις μαύρο δάκρυ:
     - Του Έκτορα η γυναίκα να, στον πόλεμο της Τροίας
που ήταν στη μάχη πρώτος ανάμεσα στους Τρώες.
Έτσι θα πει∙ και μέσα σου θα ξανανάψει ο πόνος,
που θα σου λείπει ο άντρας σου να διώξει τη σκλαβιά σου.
Μα ας πεθάνω, να μη ζω, η γη να με σκεπάσει,
το σύρσιμό σου κι οι φωνές πριν στα αυτιά μου να φτάσουν!»
     Είπε κι αμέσως άνοιξε τα χέρια στο παιδί του
στης βάγιας της καλόζωστης τον κόρφο εκείνο όμως
ξανάγειρε με κλάματα∙ τρόμαξε απ’ του πατέρα,
τα χάλκινα τα όπλα του, την αλογίσια φούντα,
σαν είδε πως του σάλευε κατάκορφα στο κράνος.
Με την καρδιά τους γέλασαν πατέρας και μητέρα∙
τότε ο λαμπρός ο Έκτορας έβγαλε απ’ το κεφάλι
το κράνος και ολόλαμπρο το άφησε στο χώμα.
Το γιο του πήρε, φίλησε, τον έπαιξε στα χέρια
κι έτσι τότε στους θεούς, στο Δία προσευχόταν:
     «Δία κι οι υπόλοιποι θεοί, δώστε να γίνει ο γιος μου,
όπως κι εγώ, ξεχωριστός ανάμεσα στους Τρώες,
άντρας τρανός και δυνατά στην Τροία ν’ αρχηγέψει∙
και κάποτε κάποιος να πει: - Πιο καλός είναι τούτος
απ’ το γονιό του-, σαν τον δει να γυρνά απ’ τη μάχη
με κούρσα σκοτωμένου εχθρού, και να χαρεί η μάνα.»
     Έδωσε στη γυναίκα του έπειτα το παιδί τους∙
στο μυρωδάτο κόρφο της το δέχτηκε εκείνη
δακρυογελώντας∙ πόνεσε, καθώς την είδε εκείνος,
με το χέρι τη χάιδεψε, της μίλησε και είπε:
     «Άμοιρη, μην πικραίνεσαι μες στην ψυχή σου τόσο∙
κανείς, πέρα απ’ τη μοίρα μου, στον Άδη δεν με στέλνει∙
μα λέω πως τη μοίρα του κανείς μας δεν ξεφεύγει,
ούτε καλός ούτε κακός, σαν γεννηθεί στον κόσμο.
Πάνε τώρα στο σπίτι μας, κοίταξε τις δουλειές σου,
τη ρόκα και τον αργαλειό, και πρόσταξε τις βάγιες
να ασχολούνται με δουλειές∙ ο πόλεμος για όλους
τους Τρώες θα είναι έγνοια και πιο πολύ για μένα.»

[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]


Charles Baudelaire «Το ρολόι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joshua Malik

Charles Baudelaire «Το ρολόι»

Ρολόι: Απαίσια, αναίσθητη, τρομαχτική θεότη,
που φοβερίζει και μας λέει τ’ αχνό της δαχτυλάκι:
Μην το ξεχνάς! στην έντρομη καρδιά σου σε λιγάκι
οι άγριοι Πόνοι θα μπηχτούν όπως σε στόχο, κι ότι

η Ηδονή καθώς ατμός στους ουρανούς θα σβήσει
και σαν συλφίδα θα κρυφτεί μες στη δεντροσχισμάδα∙
κάθε στιγμούλα σιγοτρώει κάτι από τη γλυκάδα
που δόθηκε στον άνθρωπο σ’ όλη του εδώ τη ζήση.

Τρισχίλιες ξακόσες φορές την ώρα, μουρμουρίζει
γοργό το Δευτερόλεπτο: Μην το ξεχνάς! – Και πότε
σαν έντομο το Τώρα λέει: Πέρασα, είμαι το Τότε,
η βρόμικη κεραία μου τη ζωή σου πιπιλίζει!

Esto memor, ω άσωτε! Remember! Μην ξεχάνεις!
(Όλες τις γλώσσες τις μιλεί ο ατσάλινος λαιμός μου.)
Θνητέ θεότρελε, οι στιγμές είναι ο ποταμός μου∙
μην τον αφήνεις να κυλά, χωρίς χρυσό να βγάνεις!

Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός, παίκτης που δε δειλιάζει,
κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να κλέβει.
Μην το ξεχνάς! Η μέρα σβει κι η νύχτα όλο τρανεύει!
Το βάραθρο πάντα διψά και να, η κλεψύδρα αδειάζει!

Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την ώρα,
κι η Αρετή η σεβάσμια, παρθενική μνηστή σου,
ακόμα κι η Μετάνοια, στερνή καταφυγή σου,
«Ψόφα, γέρο δειλέ» θα πουν, «αργά πια είναι τώρα!»

Το ποίημα «Το ρολόι» ανήκει στη συλλογή του Μπωντλαίρ «Τα Άνθη του Κακού» και καταγράφει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο την αγωνιώδη σχέση του ατόμου με το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Το ρολόι, ο μεταλλικός αυτός υπηρέτης του χρόνου, εξανθρωπίζεται υπό μία έννοια και αποκτά έτσι τη δυνατότητα να εκφράζει λεκτικά τις απειλητικές προειδοποιήσεις του προς τον άνθρωπο∙ προειδοποιήσεις που δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από τις αγχώδεις σκέψεις του ίδιου του ατόμου που συνειδητοποιεί πόσο γοργά περνά ο χρόνος και με πόση ταχύτητα στενεύουν τα περιθώρια δράσης και ουσιαστικής βίωσης της ζωής.
Ό,τι δημιουργεί εδώ ο Μπωντλαίρ είναι μια εφιαλτική συνομιλία με τον αυστηρότερο κριτή του ανθρώπινου βίου, τον χρόνο, ο οποίος καταμετρά και αξιολογεί τις πράξεις του κάθε ατόμου, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο αξιοποιείται ορθά το πολύτιμο δώρο της ύπαρξης.    

Ρολόι: Απαίσια, αναίσθητη, τρομαχτική θεότη,
που φοβερίζει και μας λέει τ’ αχνό της δαχτυλάκι:
Μην το ξεχνάς! στην έντρομη καρδιά σου σε λιγάκι
οι άγριοι Πόνοι θα μπηχτούν όπως σε στόχο, κι ότι

η Ηδονή καθώς ατμός στους ουρανούς θα σβήσει
και σαν συλφίδα θα κρυφτεί μες στη δεντροσχισμάδα∙

Το ποίημα ξεκινά με μια εντόνως αρνητική αναφορά στο «Ρολόι» -που συμβολίζει και υποκαθιστά εδώ την αφηρημένη έννοια του χρόνου- το οποίο χαρακτηρίζεται ως απαίσια, αναίσθητη και τρομακτική θεότητα, που έχει την επώδυνα ενοχλητική συνήθεια να μας φοβερίζει, με το «αχνό της δαχτυλάκι», τον λεπτοδείκτη, που κινείται αδιάκοπα, λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ως συνεχής υπόμνηση πως ο χρόνος δεν κάνει καμία παύση και δεν σταματά ποτέ να περνά. Μια αδιάκοπη κίνηση του λεπτοδείκτη, που είναι σαν να ψιθυρίζει στους ανθρώπους: μην το ξεχνάτε ποτέ, πως σύντομα θα μπηχτούν στην έντρομη καρδιά σας οι πόνοι του θανάτου, όπως ακριβώς μπήγεται μια σφαίρα στο στόχο της, και πως όσες ηδονικές στιγμές κι αν έχετε περάσει στη ζωή σας δεν θα έχουν πια καμία σημασία, διότι η Ηδονή θα χαθεί στον ουρανό σαν ατμός και θα κρυφτεί σαν αερικό στις σχισμάδες ενός δέντρου.
Κάθε λεπτό που περνά φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στο τέλος του, το οποίο μπορεί να επέλθει πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι θέλει κανείς να ελπίζει και να πιστεύει, και, δυστυχώς, τη στιγμή εκείνη δεν θα υπάρξει καμία παραμυθία για τον άνθρωπο, διότι τίποτε δεν μπορεί να τον προφυλάξει από τη φρικτή αγωνία του θανάτου. Ακόμη κι αν έχει ζήσει πλήθος ευδαιμονικών στιγμών και εμπειριών, δεν θα μπορέσει να βρει καμία παρηγοριά στην ανάμνηση αυτών, καθώς η ηδονή εξαφανίζεται τελείως απ’ τη σκέψη του ανθρώπου μόλις βρεθεί αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του τέλους του.

κάθε στιγμούλα σιγοτρώει κάτι από τη γλυκάδα
που δόθηκε στον άνθρωπο σ’ όλη του εδώ τη ζήση.

Κάθε λεπτό, κάθε απειροελάχιστη στιγμή που περνά, παίρνει μαζί της και κάτι από τη γλυκάδα και την ομορφιά της ζωής του ανθρώπου, μιας και του στερεί μέρος απ’ τη νεότητά του και τον φέρνει ολοένα και πιο κοντά στην αθλιότητα του γήρατος ή στην οδύνη της ασθένειας. Πρόκειται για μια αδιάκοπη αντίστροφη μέτρηση που δεν σταματά ούτε λεπτό, είτε το συνειδητοποιεί ο άνθρωπος είτε όχι∙ μια πικρή αντίστροφη μέτρηση που εξαντλεί στιγμή προς στιγμή το ούτως ή άλλως ελάχιστο απόθεμα ευδαιμονικής διαβίωσης που αντιστοιχεί στον κάθε άνθρωπο.

Τρισχίλιες ξακόσες φορές την ώρα, μουρμουρίζει
γοργό το Δευτερόλεπτο: Μην το ξεχνάς! – Και πότε
σαν έντομο το Τώρα λέει: Πέρασα, είμαι το Τότε,
η βρόμικη κεραία μου τη ζωή σου πιπιλίζει!

Τρεις χιλιάδες εξακόσιες φορές την ώρα το ασταμάτητο δευτερόλεπτο μουρμουρίζει σε κάθε άνθρωπο: μην το ξεχνάς, ο χρόνος σου περνά, η ζωή σου εξαντλείται. Κι άλλοτε, το μουρμουρητό του γίνεται ακόμη πιο τρομαχτικό, αφού το άπιαστο «Τώρα», σαν σαρκοβόρο έντομο, λέει στον άνθρωπο, πέρασα ήδη, έγινα το «Τότε», ανήκω κιόλας στο παρελθόν κι αντί να σου προσφέρω ευχαρίστηση, έχω μετατραπεί σ’ ένα από εκείνα τα έντομα που σύντομα θα διεκδικήσουν το άψυχο σώμα σου∙ η βρόμικη κεραία μου ήδη πιπιλίζει τη ζωή σου!
Το πέρασμα του χρόνου είναι τόσο γοργό και τόσο αμετάκλητο, ώστε κάθε στιγμή που συνιστά το παρόν μας, περνά τάχιστα στη δικαιοδοσία του παρελθόντος, δοσμένη στο έλεος της αδυσώπητης εκείνης κλεψύδρας που κατατρώει αδιάκοπα τα περιορισμένα περιθώρια του χρόνου που μας αναλογούν.

Esto memor, ω άσωτε! Remember! Μην ξεχάνεις!
(Όλες τις γλώσσες τις μιλεί ο ατσάλινος λαιμός μου.)
Θνητέ θεότρελε, οι στιγμές είναι ο ποταμός μου∙
μην τον αφήνεις να κυλά, χωρίς χρυσό να βγάνεις!

Το ρολόι, όπως και ο σκληρός αφέντης του, μιλά εύλογα όλες τις γλώσσες του κόσμου, μιας και δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην υπόκειται στην ίδια αδιάκοπη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Έτσι, το μήνυμα που στέλνει ο μεταλλικός λαιμός του ρολογιού αφορά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους∙ θεότρελε θνητέ, υπενθυμίζει διαρκώς ο μεταλλικός υπηρέτης του χρόνου, μην ξεχνάς ποτέ πως οι στιγμές κυλούν σαν ποταμός και πως δεν έχεις απολύτως κανένα περιθώριο να σπαταλάς άσκοπα το θείο δώρο που σου έχει δοθεί∙ οι στιγμές κυλούν σαν ποταμός κι είσαι εντελώς ανόητος, αν δεν προσπαθείς με κάθε τρόπο να τις αξιοποιείς στο έπακρο, ώστε να αντλείς απ’ αυτές χρυσό∙ ώστε να κερδίζεις κάτι το ουσιώδες από αυτές.
Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση του ανθρώπου είναι πως υπάρχει αφθονία χρόνου και πως έχει το περιθώριο να χρονοτριβεί, μεταθέτοντας για αργότερα τα όσα έχει ή θέλει να κάνει. Στην πραγματικότητα δεν έχει ποτέ καμία δυνατότητα να γνωρίζει πόσος χρόνος του απομένει, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει ποτέ να τον σπαταλά ή να τον αφήνει να περνά ανεκμετάλλευτος. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει κανείς να αξιοποιήσει πλήρως το χρόνο του είναι να τον αντιμετωπίζει ακριβώς σαν αυτό που είναι∙ σαν κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο και λιγοστό, που δεν μπορεί ποτέ να το επανακτήσει έτσι και το αφήσει να περάσει χωρίς να το έχει χρησιμοποιήσει σωστά.   

Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός, παίκτης που δε δειλιάζει,
κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να κλέβει.
Μην το ξεχνάς! Η μέρα σβει κι η νύχτα όλο τρανεύει!
Το βάραθρο πάντα διψά και να, η κλεψύδρα αδειάζει!

Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ξεχνούν ποτέ πως ο χρόνος είναι ένας «παίκτης», ένας αντίπαλος, που δεν γνωρίζει τι θα πει δειλία. Με κάθε λεπτό του που περνά καταφέρνει στους αντιπάλους του κι ένα καίριο χτύπημα, χωρίς ποτέ να χρειάζεται να καταφύγει στην κλοπή και στην απάτη. Οι όροι του παιχνιδιού είναι τελείως ξεκάθαροι∙ κάθε λεπτό που περνά οδηγεί τους ανθρώπους ολοένα και πιο κοντά στο τέλος τους. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει ποτέ οι άνθρωποι να ξεχνιούνται και να μη συνειδητοποιούν πως το σκοτάδι της νύχτας πλησιάζει πάντοτε απειλητικό, πως η κλεψύδρα τους αδειάζει με κάθε στιγμή που περνά, και πως η δίψα του γκρεμού της ανυπαρξίας είναι ακόρεστη.
Δεν υπάρχει πιο φρικτός αντίπαλος από τον χρόνο, αφού είναι εκείνος που ελέγχει τη διάρκεια του «αγώνα» κι είναι εκείνος που υπονομεύει λεπτό προς λεπτό τις δυνάμεις καθενός που αναμετριέται μαζί του. Ένας ανίκητος αντίπαλος που προσφέρει ελάχιστα περιθώρια σε κάθε άνθρωπο να επιτύχει κάτι το ουσιαστικό στο σύντομο διάστημα που διαρκεί η αναμέτρηση μαζί του.

Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την ώρα,
κι η Αρετή η σεβάσμια, παρθενική μνηστή σου,
ακόμα κι η Μετάνοια, στερνή καταφυγή σου,
«Ψόφα, γέρο δειλέ» θα πουν, «αργά πια είναι τώρα!»

Προτού καν να το καταλάβει ο άνθρωπος έχει σημάνει από τη θεϊκή Τύχη η ώρα του τέλους του∙ έχει έρθει η επίφοβη εκείνη στιγμή που τερματίζει την ύπαρξή του. Και τότε, τόσο η Αρετή, η πρώτη μνηστή κάθε ανθρώπου, που συμβολίζει την αγνότητα των παιδικών χρόνων, όσο και η Μετάνοια, η στερνή καταφυγή κάθε ανθρώπου, μιας κι είναι πολλές οι πράξεις, οι παραλείψεις κι οι χαμένες ευκαιρίες που στοιχειώνουν τη σκέψη του, θα του πουν πως τώρα πια είναι αργά να κάνει ή να διορθώσει το οτιδήποτε∙ τώρα είναι η ώρα να «ψοφήσει», έστω κι αν μέσα του δειλιάζει και τρέμει το πέρασμα στη δίχως τέλος κατάσταση της ανυπαρξίας.
Ό,τι κάναμε λάθος, ό,τι αφήσαμε να περάσει χωρίς να το ζήσουμε, όσες στιγμές κι όσες ευκαιρίες αφήσαμε να χαθούν χωρίς να τις εκμεταλλευτούμε κι όσα θέλαμε να πούμε και τ’ αφήσαμε ανείπωτα, είναι όσα θα μας ταλανίζουν τις στιγμές του τέλους, αφού θα είναι αυτά που ματαίωσαν τον ιδεατό εκείνο βίο που θελήσαμε, μα δεν καταφέραμε ποτέ να ζήσουμε.


[Μπωντλαίρ «Τα Άνθη του Κακού», Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης, Εκδόσεις γράμματα.] 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...