Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew Hitchen

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»

Το ψαράκι της γυάλας
(διήγημα)

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.
Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;
Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».
Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.
«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.
Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.
— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.
— Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ’ έξω.
— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.
Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.
Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Τότε ήταν Ιούλιος: Αναφέρεται στις διαδηλώσεις του Ιουλίου 1965, μετά το βασιλικό πραξικόπημα. (Ο βασιλεύς Κων/νος ανάγκασε την κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου να παραιτηθεί).
Καπούη: ιταλική πόλη όπου ξεχειμώνιασαν οι στρατιώτες του Αννίβα μετά τη μάχη των Καννών. Από τότε η φράση «απολαύσεις της Καπούη» σημαίνει απώλεια πολύτιμου χρόνου.

Ερωτήσεις

1. Να παρακολουθήσετε τη συμπεριφορά του ήρωα στις διάφορες φάσεις της: α) στο απώτερο παρελθόν β) στα Ιουλιανά (1965) γ) την ημέρα της επιβολής της δικτατορίας (1967). Ποια κλίμακα ακολουθεί η αγωνιστικότητά του;

Ο ήρωας στα χρόνια της νεότητάς του υπήρξε ιδιαιτέρως αγωνιστικός και αφοσιωμένος στην υπεράσπιση της ιδεολογίας του, γεγονός που του κόστισε πολλά χρόνια φυλάκισης και εξορίας. Θεωρούσε τότε πως τα ιδανικά του ήταν σαφώς πιο σημαντικά από την προσωπική του ασφάλεια και τις δικές του ανέσεις, γι’ αυτό και δε δίσταζε να εκτίθεται απέναντι στις αρχές, με αποτέλεσμα να συλλαμβάνεται και να εξορίζεται.
Με την πάροδο των χρόνων, ωστόσο, η αγωνιστική του διάθεση είχε καμφθεί, μιας και δεν ήταν πια τόσο νέος, ώστε να αψηφά με την ίδια άνεση τον εαυτό του και τις ανάγκες του. Έτσι, στα επεισόδια των Ιουλιανών, ο ήρωας πήγαινε με προφυλάξεις στις συγκεντρώσεις∙ όχι πια στην καρδιά των γεγονότων, αλλά στις παρυφές, έχοντας μαζί του κι ένα καρπούζι, προκειμένου να το δείξει στους αστυνομικούς, αν γινόταν κάποια φασαρία, και να τους ξεγελάσει, λέγοντας πως είναι ένας φιλήσυχος άνθρωπος που πηγαίνει απλώς στο σπίτι του.
Η πτώση της αγωνιστικότητάς του γίνεται ακόμη πιο αισθητή την ημέρα επιβολής της δικτατορίας, κατά την οποία, ενώ ξεκινά το πρωί με τη σκέψη να βρεθεί -έστω και με τις κατάλληλες προφυλάξεις- στο κέντρο της πόλης, όπου εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, σταδιακά αρχίζει να έχει επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο μπορεί και θέλει να αναμιχθεί σε αυτά, μόνο και μόνο για να καταλήξει, αφού κάνει ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το κέντρο, να επιστρέψει το βράδυ στην ασφάλεια του σπιτιού του, στην Καισαριανή.
Καθίσταται, κατ’ αυτό τον τρόπο, προφανές το γεγονός ότι ο ήρωας έχει πια συμβιβαστεί με την κοινωνική του πραγματικότητα κι έχει αποδεχτεί πως δεν μπορεί να επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή. Έτσι, έστω κι αν δεν εγκαταλείπει την ιδεολογία και τα ιδανικά του, έχει, εντούτοις, αλλοτριωθεί από τις ανέσεις που προσφέρει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής κι από την αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει η «φιλήσυχη» ζωή, μακριά από την αγωνιστική δράση.

2. Τι θέλει να πει ο συγγραφέας στην παράγραφο όπου μιλάει για τα εμβατήρια και τον κοινό βηματισμό;

Ο ήρωας συνειδητοποιεί κάποια στιγμή πως βαδίζει ρυθμικά, ακολουθώντας το ρυθμό του εμβατηρίου που είχε ακούσει στο σπίτι της ξαδέρφης του, ενώ προς έκπληξή του αντιλαμβάνεται πως τον ίδιο ρυθμό στο βάδισμά του ακολουθεί κι άλλος ένας άνθρωπος που περπατούσε μπροστά του, σαν να άκουγε ακριβώς το ίδιο εμβατήριο από μικροσκοπικά μεγάφωνα. Με την αναφορά στα πατριωτικά εμβατήρια, τα οποία οι δικτάτορες χρησιμοποιούσαν προπαγανδιστικά, για να δημιουργούν στους πολίτες την αίσθηση πως το καθεστώς έθετε το καλό της πατρίδας πάνω απ’ όλα, ο αφηγητής αναδεικνύει ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, αυτό της μαζοποίησης και του κομφορμισμού.
Οι πολίτες προσαρμόζονται πολύ γρήγορα στα πολιτικά δεδομένα και συμβιβάζονται με την εκάστοτε εξουσία -νόμιμη ή μη-, χωρίς να αντιδρούν ή να επαναστατούν, διότι εκείνο που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι να διαφυλάττουν την ησυχία τους. Προκειμένου, λοιπόν, να μπορούν να συνεχίζουν απερίσπαστοι τη ζωή τους, χωρίς δυσάρεστες περιπέτειες και χωρίς κινδύνους, αποδέχονται όποια πολιτική κατάσταση επικρατεί, αδιαφορώντας για το αν την εξουσία την κατέχει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ή όχι.
Όπως χαρακτηριστικά το θέτει ο ήρωας: «Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου». Ένας φαινομενικά απλός συμβιβασμός, που επιτρέπει στον κάθε πολίτη να συνεχίζει την καθημερινότητά του, χωρίς να διακινδυνεύει διώξεις, φυλακίσεις και οδυνηρές αναμετρήσεις με τους έχοντες την εξουσία.

3. Ποιοι είναι οι παράγοντες που κατά το συγγραφέα, έχουν αλλάξει τον ήρωα του διηγήματος, ώστε τελικά να προτιμήσει το «ψαράκι της γυάλας»;

Με το πέρασμα των χρόνων η αγωνιστική διάθεση του ήρωα έχει μειωθεί σημαντικά, καθώς έχοντας περάσει τα χρόνια της νεότητάς του σε συνεχή σύγκρουση με τους εκάστοτε κρατούντες κι έχοντας πληρώσει αυτή του τη μαχητικότητα με φυλακίσεις, εξορίες και πολλαπλές στερήσεις, απέκτησε αίφνης κάποια χρήματα που του επέτρεψαν να αγοράσει ένα σπιτάκι και να διασφαλίσει έτσι για τον εαυτό του μια πιο άνετη ζωή. Ο άλλοτε μαχητικός νέος έχει τραπεί σ’ έναν μεσήλικα που έχει παχύνει και δεν έχει διάθεση να κάνει το οτιδήποτε∙ ακόμη και το να αλλάξει το νερό του χρυσόψαρου του φαίνεται μια βαρετή ασχολία.
Παρά το γεγονός ότι ο ήρωας δεν έχει παντρευτεί, ώστε να έχει τις ευθύνες μιας οικογένειας, και μόνο το ότι απέκτησε ένα δικό του σπίτι τού δημιουργεί ένα «γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν». Σε πλήρη αντίθεση με τις στερήσεις του παρελθόντος και με την πλήρη αδιαφορία για τις προσωπικές του ανάγκες, τώρα έχει τη δυνατότητα να ζει ελεύθερος σ’ ένα σπίτι με μια πόρτα που την ανοίγει όποτε θέλει και με παράθυρα που δεν έχουν κάγκελα, όπως είχαν αυτά της φυλακής. Τώρα μπορεί να κοιμάται σ’ ένα αναπαυτικό κρεβάτι, να ζεσταίνεται το χειμώνα με τη σόμπα και να έχει ψυγείο με παγάκια για τα καυτά καλοκαίρια. Μικρές ίσως ανέσεις, τις οποίες όμως «δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του».
Ο ήρωας, βέβαια, δεν έχει ξεκόψει πλήρως με το παρελθόν του, εφόσον συνεχίζει να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις, όταν του το ζητούν, και να πληρώνει την κομματική συνδρομή του. Ωστόσο, τώρα προτιμά να αναπολεί τα μυθοποιημένα πια γεγονότα του παρελθόντος, καθισμένος στη σαιζ λογκ και ακούγοντας τραγούδια που αναφέρονται σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια, παρά να βρίσκεται στη διαρκή εγρήγορση της νεότητάς του. Τώρα πια «ήταν μια χαρά βολεμένος» και δεν έβλεπε το λόγο να ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή το κυνηγητό και τις κακουχίες.
Ο ήρωας καταλαβαίνει πως είναι αναγκαία κι η δική του συμμετοχή για να πέσει το καθεστώς της δικτατορίας, μιας και δεν γίνεται να αποσυρθούν απ’ την εξουσία χωρίς την ύπαρξη δυναμικής αντίδρασης, ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά το εκφράζει ο ίδιος: «Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο». Τώρα πια δεν έχει το ψυχικό σθένος της νεότητάς του∙ τώρα η σκέψη ότι μπορεί κι εκείνος να γυρίσει στο σπίτι του και να παραμείνει εκεί ασφαλής, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι συμπολίτες του, τον συγκινεί περισσότερο από το ενδεχόμενο να βρεθεί εκ νέου διωκόμενος και να διακινδυνεύσει το να φυλακιστεί για άλλη μια φορά.
Μη βρίσκοντας, βέβαια, μια πραγματική δικαιολογία για την επιλογή του να επιστρέψει στο σπίτι του, όπως θα ήταν το να έχει μια σύζυγο και οικογένεια, δίνει αίφνης υπέρμετρη σημασία στη μοναδική «ζωή» που τον περιμένει σπίτι του∙ στο ψαράκι στη γυάλα.  

4. Ποια είναι η στάση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του; Φανερώνει αγανάκτηση, χλευασμό, ειρωνεία ή κατανόηση; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

Ο συγγραφέας δείχνει επί της ουσίας κατανόηση απέναντι στον ήρωά του και στην κάμψη της αγωνιστικότητάς του, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν κι εκείνα τα στοιχεία ειρωνείας που καθιστούν πρόδηλη την πρόθεσή του να καταγγείλει την τάση πολλών ανθρώπων αγωνιστικού παρελθόντος να συμβιβάζονται και να παρασύρονται από τις ανέσεις του μικροαστικού βίου.
Ειδικότερα, η στάση κατανόησης γίνεται αντιληπτή απ’ το λεπτομερή τρόπο με τον οποίο καταγράφεται η εσωτερική πάλη του ήρωα σχετικά με το αν θα πρέπει να συμμετάσχει στα γεγονότα εκείνης της ημέρας ή όχι, καθώς και από την επισήμανση πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που είχε ήδη περάσει τη μισή του ζωή στη φυλακή και στην εξορία. Όταν ο ήρωας μονολογεί: «Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατέβουν στο κέντρο οι νέοι», ακούμε τη φωνή ενός ανθρώπου με πολυετή ήδη αγωνιστική δράση, που έχει θυσιάσει τη νεότητά του στο να υπηρετεί την ιδεολογία του, μα δεν έχει πια την ψυχική αντοχή να συνεχίσει.
Αισθητή, βέβαια, γίνεται κι η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του, όταν αναφέρεται σ’ εκείνες τις ανέσεις που τον κρατούν πια μακριά από την παλιά αγωνιστική του ζωή: «Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ». Ο συμβιβασμός του ήρωα προβάλλεται εδώ με σχεδόν σαρκαστικό τρόπο, εφόσον παρουσιάζεται να έχει εγκαταλείψει την ηρωική του στάση προκειμένου να απολαμβάνει την άνεση ενός μικρού δανέζικου σαλονιού, και τον αναπαυτικό ύπνο που του χαρίζει το «στρωματέξ». Σκοπίμως εδώ ο συγγραφέας επιλέγει την πλαστή λέξη «στρωματέξ» που παραπέμπει σε καταναλωτικό προϊόν, παρά την κανονική λέξη στρώμα, ώστε να τονίσει ακόμη περισσότερο τη διαβρωτική επίδραση του καταναλωτισμού.
Ακόμη πιο εμφανής γίνεται, πάντως, η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα όταν παρουσιάζει τον ήρωά του να ιεραρχεί το ψαράκι στη γυάλα ως πιο σημαντικό από την ανάγκη να λάβει μέρος στα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Η περιγραφή του χρυσόψαρου και των χαριτωμένων κινήσεών του, όπως και το ενδεχόμενο του αιφνίδιου θανάτου του, σε περίπτωση που ο ήρωας δεν έσπευδε να του αλλάξει το νερό του, που αποκτά αίφνης μεγάλη βαρύτητα στη σκέψη του ήρωα, είναι στην πραγματικότητα μια δίχως υπόσταση δικαιολογία για την επιλογή του να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού του. Σε αντίθεση με τα χρόνια του παρελθόντος κατά τα οποία οι άνθρωποι θυσίαζαν ακόμη και τη ζωή τους για χάρη των ιδανικών τους, ο ήρωας εμφανίζεται να αγωνιά για τη ζωή ενός χρυσόψαρου∙ ενός, ούτως ή άλλως, εφήμερου χρυσόψαρου.  

Πρόσθετες ερωτήσεις

1. Με ποιες αφηγηματικές τεχνικές εκφράζεται η σταδιακή αλλαγή της νοοτροπίας του ήρωα;

[Η περιγραφή, ο εσωτερικός μονόλογος, οι παρεμβάσεις και οι αναδρομικές αφηγήσεις είναι οι σπουδαιότερες τεχνικές αφήγησης που χρησιμοποιούνται και αποδίδουν τη σταδιακή αλλαγή στη συμπεριφορά του ήρωα.]

Περιγραφή: «Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.»
Εσωτερικός μονόλογος:  «Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Παρεμβάσεις: «Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.»
Αναδρομικές αφηγήσεις: Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Ο συγγραφέας φροντίζει να μας παρουσιάσει μέσα από περιγραφές τις ανέσεις που είχε αποκτήσει πλέον ο ήρωας∙ ανέσεις που είχαν αμβλύνει την αγωνιστική του διάθεση. Με τη χρήση του εσωτερικού μονολόγου την έντονα συγκρουσιακή κατάσταση που βιώνει, εφόσον γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον του και τι αναμένεται από εκείνον με βάση το παρελθόν του, αλλά και την παρούσα ψυχική του διάθεση, η οποία φανερώνει έναν άνθρωπο που δεν έχει πια τη δύναμη να αντέξει νέες ταλαιπωρίες και νέες διώξεις. Με τις παρεμβάσεις ο συγγραφέας καυτηριάζει κάποιες από τις απόψεις του ήρωά του, όπως για παράδειγμα τη βολική, μα γενικόλογη θέση πως σύντομα οι δικτάτορες θα πέσουν. Ενώ, με τις αναδρομικές αφηγήσεις φροντίζει να παρουσιάσει την αγωνιστικότητα των νεανικών του χρόνων, καθώς και τη σταδιακή κάμψη αυτής.

2. Ποια είναι η σχέση του τίτλου με το διήγημα;

Ο τίτλος «Το ψαράκι της γυάλας» είναι ειρωνικός, υπό την έννοια πως συμβολίζει τον πλήρη συμβιβασμό του ήρωα και την απροθυμία του να εγκαταλείψει τις μικρές ανέσεις της αστικής του ζωής για χάρη των οφειλόμενων αγώνων που απαιτεί η προστασία της δημοκρατίας. Το ψαράκι της γυάλας, το οποίο στην αρχή αναφέρεται σχεδόν αδιάφορα, ως μια ακόμη από τις ασχολίες που προκαλούν ανία στον ήρωα, κατόπιν αποκτά μεγάλη βαρύτητα, εφόσον το ψαράκι αυτό είναι η μόνη «ζωούλα» της οποίας την ευθύνη έχει ο ίδιος, και, άρα, συνιστά τον μόνο «πραγματικό» λόγο που μπορεί να βρει προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή του να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού του.
Αποτελεί, βέβαια, καυστικότατη ειρωνεία το γεγονός ότι ένα χρυσόψαρο αποκτά αίφνης τόση βαρύτητα, ώστε ένας παλαίμαχος αγωνιστής να εγκαταλείπει για χάρη του τις ευθύνες που του αναλογούν απέναντι στην προφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ειρωνεία που γίνεται πληρέστερα κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι παλαιότερα οι άνθρωποι θυσίαζαν ακόμη και τη ζωή τους για χάρη των ιδανικών τους, ενώ τώρα ακόμη κι ένα τόσο εφήμερο χρυσόψαρο μπορεί να σταθεί ως ικανή αφορμή για να τους αποτρέψει από το να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι στη δημοκρατία και την ελευθερία.

3. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γράφει πως ένα από τα θέματα του Χάκκα είναι “η ιδεολογία που ναυάγησε”. Να εξηγήσετε την άποψη αυτή με βάση το κείμενο.

Ο Χάκκας αποδίδει στα κείμενά του τον εκφυλισμό της αριστερής ιδεολογίας, η οποία ενώ κάποτε υπηρετούνταν από άτομα που πίστευαν πως μπορούν να δημιουργήσουν μια δίκαιη κοινωνία, χωρίς ταξικές διακρίσεις, συντρίφτηκε κατόπιν υπό την πίεση της πραγματικότητας. Ακόμη κι εκείνοι που ξεκίνησαν με τις αγαθότερες των προθέσεων αλλοτριώθηκαν στη συνέχεια από τις ανέσεις και τις ευκολίες που προσφέρει ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Ό,τι απέμεινε από την άλλοτε ισχυρή αυτή ιδεολογία είναι η τάση πολλών ανθρώπων να την υποστηρίζουν εντελώς υποκριτικά και επιφανειακά, αφού επί της ουσίας κανείς δεν θέλει να στερηθεί τα οφέλη του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η αριστερή ιδεολογία ναυάγησε, διότι κατέστη απολύτως προφανές πως ο κόσμος που οραματιζόταν είναι μια ανέφικτη ουτοπία. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν σε συνθήκες απόλυτης ισότητας -ιδίως όταν αυτή ταυτίζεται εν τέλει με συνθήκες αμοιβαίας οικονομικής εξαθλίωσης και φτώχιας-, ούτε έχουν καμία διάθεση να εγκαταλείψουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο που μόνο ο φιλελευθερισμός μπορεί να τους διασφαλίσει. Προτιμούν, έτσι, να κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις σχετικά με την κοινωνική αδικία και τη βάρβαρη φύση του καπιταλισμού, αλλά να απολαμβάνουν αμέσως μετά τις θερινές διακοπές τους, τις καθημερινές ανέσεις και τα ταξίδια που τους διασφαλίζει το «βάρβαρο» αυτό οικονομικό σύστημα.
Με τον ίδιο τρόπο που σήμερα τους άλλοτε αγνούς αριστερούς έχουν αντικαταστήσει υποκριτικής διάθεσης -κατ’ όνομα μόνο- αριστεροί που τρέμουν μη χάσουν τα προνόμιά τους και την οικονομική τους άνεση, ο παλιός αγωνιστικός εαυτός του ήρωα έχει παραχωρήσει τη θέση του στον νέο «βολεμένο» εαυτό του, που δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να διακινδυνεύσει την ασφάλειά του και τις ανέσεις του.  
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί πως το πρώτο «ναυάγιο» της αριστερής ιδεολογίας επήλθε σε στρατιωτικό επίπεδο, καθώς οι αριστεροί θέλησαν να καταλάβουν την εξουσία με τη δύναμη των όπλων κι έσυραν τη χώρα σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, τον οποίο και έχασαν. Στη συνέχεια κι αφού συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούν να πάρουν την εξουσία με τη βία, μετέφεραν τη «μάχη» σε ιδεολογικό επίπεδο, γνωρίζοντας, ωστόσο, συνεχείς ήττες, εφόσον οι πολίτες, έστω κι αν συγκινούνται σε θεωρητικό επίπεδο από τον «ιδανικό» κόσμο που οραματίζεται η αριστερά, δεν έχουν καμία απολύτως πρόθεση να εγκαταλείψουν τις ανέσεις του ρεαλιστικού φιλελεύθερου κόσμου.

4. “-Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε”. Ποια είναι η κοινωνική πραγματικότητα που αναδεικνύει το παραπάνω χωρίο;

Σε αντίθεση με τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος αν και τελικά αποφασίζει να μην εμπλακεί στα γεγονότα εκείνης της κρίσιμης ημέρας, έχει ωστόσο να επιδείξει ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό παρελθόν, και φτάνει στην παραίτηση μόνο μετά από αγωνιώδη εσωτερικό έλεγχο, υπήρχαν -όπως και υπάρχουν ακόμη- εκείνοι οι πολίτες που δεν έχουν πολιτική συνείδηση και πολιτικές ανησυχίες. Πολίτες που ενδιαφέρονται μόνο για τις καθημερινές τους ασχολίες και απολαύσεις χωρίς να νοιάζονται για το τι συμβαίνει γύρω τους. Πολίτες που διόλου δεν απασχολούν τη σκέψη τους με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, καθώς οι ίδιοι είναι αφοσιωμένοι αποκλειστικά στις ατομικές τους επιδιώξεις και ενασχολήσεις.  

5. Στο τέλος του διηγήματος ο συγγραφέας λέει: “Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε τη δύναμη”. Να σχολιάσετε το παραπάνω χωρίο.

Ο ήρωας του διηγήματος, αν και ξεκινά τη μέρα του με την πρόθεση να βρεθεί εκεί που διαδραματίζονται τα σοβαρά για τη χώρα γεγονότα, καταλήγει στο να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή με αυτά, εφόσον συνειδητοποιεί πως δεν έχει πια το κουράγιο και τη δύναμη να δώσει το παρόν σε μια ακόμη κρίσιμη στιγμή της δημοκρατίας. Μέσα από μια διαδικασία αυτοελέγχου φτάνει στο οδυνηρό για τον ίδιο συμπέρασμα πως δεν είναι πια ο ίδιος που ήταν κάποτε. Τότε, στα νεανικά του χρόνια, μπορούσε να εκθέτει τον εαυτό του σε κινδύνους και κακουχίες, για χάρη των ιδανικών του, μα τώρα πια δεν έχει το ανάλογο ψυχικό σθένος. Τώρα πια σκέφτεται πως αν κάνει κι εκείνος «τη μικρή προσαρμογή» που έχουν κάνει κι οι άλλοι γύρω του∙ αν συμβιβαστεί κι εκείνος, θα μπορέσει να επιστρέψει στο σπίτι του και να αισθανθεί ασφαλής.
Επιλέγει, έτσι, να γυρίσει πίσω, δήθεν για να φροντίσει το χρυσόψαρό του, μα επί της ουσίας για να γλιτώσει τον εαυτό του από νέες δυσάρεστες περιπέτειες, αποδεχόμενος πως δεν έχει πια τη δύναμη για τα σοβαρά και τα μεγάλα. Καταλήγει, επομένως, ο ήρωας του διηγήματος να συμβιβαστεί με τον μικροαστικό του βίο, προτιμώντας τις ανέσεις του από το να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο προκειμένου να εκπληρώσει το καθήκον του απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Μάριος Χάκκας (1931-1972)
Γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας και μεγάλωσε στην Καισαριανή. Το 1954 τον συνέλαβαν λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση. Για δεύτερη φορά τον συνέλαβαν με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Ποιήματα: Όμορφο καλοκαίρι (1965). Διηγήματα: Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970). Θεατρικά μονόπρακτα: Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά (1971).

Ιουλιανά

Στα τέλη Ιουνίου του 1965 το χάσμα ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης έφτασε στο χείριστο δυνατό σημείο και ο πρώτος –αποφασισμένος να αναλάβει πλέον προσωπικά την ηγεσία του υπουργείου- κάλεσε τον δεύτερο να υποβάλει την παραίτησή του, θεωρώντας τον συνυπεύθυνο για την τροπή που είχε πάρει η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Οι εξελίξεις από την κίνηση αυτή του Γ. Παπανδρέου ήταν ραγδαίες και απρόσμενες. Ο Π. Γαρουφαλιάς, με την προφανή κάλυψη του θρόνου, αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή του πρωθυπουργού, δημιουργώντας μια άνευ προηγούμενου εμπλοκή στην πολιτική ζωή. Ήταν η μόνη ίσως φορά που ένας υπουργός θεωρούσε το υπουργείο του ως ανεξάρτητο «φέουδο» στα πλαίσια του ενιαίου κυβερνητικού μηχανισμού και την υπουργική του ιδιότητα ως φορέα αυτοδύναμης εξουσίας, υπόλογης μόνον απέναντι στον θρόνο.
Η ρήξη στις σχέσεις Παπανδρέου-Γαρουφαλιά δημοσιοποιήθηκε την 1η Ιουλίου και τις αμέσως επόμενες μέρες το χάσμα μεγάλωσε, μετά από κάποιες ενέργειες του υπό απομάκρυνση υπουργού (πολιτική κάλυψη των μεθόδων που ακολουθούσαν οι ανακριτικές Αρχές για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ), που θεωρήθηκαν ως ανοιχτή πρόκληση. Έτσι, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε την αποπομπή του υπουργού του (πράγμα που δικαιούτο κατά το Σύνταγμα) και ενημέρωσε σχετικά τον βασιλιά. Η απάντηση του άνακτα ήλθε μέσω του Πολιτικού Γραφείου του και υπήρξε απόλυτα αρνητική, γεγονός που εξέπληξε και εξόργισε τον πρωθυπουργό, ο οποίος θεώρησε ότι φαλκιδεύεται πλέον η ίδια η ουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Έτσι, διαβίβασε στον Κωνσταντίνο τις έντονες διαμαρτυρίες του και επανέλαβε την απαίτησή του για απομάκρυνση του Π. Γαρουφαλιά και ανάληψη του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τον ίδιο.
Από τις 8 Ιουλίου άρχισε μια αλληλογραφική διελκυστίνδα μεταξύ βασιλιά-πρωθυπουργού, που επιβεβαίωσε το βαθύ χάσμα ανάμεσα στους δύο βασικούς παράγοντες του πολιτεύματος.
Ο βασιλιάς επέστρεψε από την Κέρκυρα, όπου γεννήθηκε η διάδοχος Αλεξία, στην Αθήνα το πρωί της 15ης Ιουλίου και το βράδυ της ίδιας μέρας ορίστηκε η αποφασιστική αλλά και μοιραία συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, που έμελλε να χαράξει τη νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία. Στο μεταξύ, καταβάλλονταν απεγνωσμένες προσπάθειες βασικών στελεχών του κυβερνώντος κόμματος να πείσουν τον Γ. Παπανδρέου να υποχωρήσει (των Κ. Μητσοτάκη, Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Σ. Στεφανόπουλου, Η. Τσιριμώκου κ.ά.), που όμως δεν έγιναν δεκτές. Παράλληλα, ο ακόμη υπουργός Εθνικής Άμυνας κινητοποιούσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στην πρωτεύουσα για να προλάβει -όπως ισχυρίστηκε αργότερα- οχλοκρατικές εκδηλώσεις που υποτίθεται ότι θα υποκινούσε ο ακόμη νόμιμος πρωθυπουργός της χώρας.  
Η ιστορική συνάντηση έγινε στις 7 το απόγευμα και κράτησε ελάχιστα λεπτά. Σύμφωνα με μαρτυρίες που επιβεβαιώθηκαν και από τις δύο πλευρές, ο Γ. Παπανδρέου επέμεινε στην απαίτησή του και ο Κωνσταντίνος την απέρριψε αποφασιστικά. Στη συνέχεια διαμείφθηκε ο εξής διάλογος:
«- Ώστε, Μεγαλειότατε, ευρισκόμεθα εν διαφωνία.
- Δυστυχώς! Και αυτό σημαίνει ότι παραιτείσθε;
- Βεβαιότατα. Αύριο θα σας υποβάλω εγγράφως την παραίτησιν της κυβερνήσεώς μου.
- Δεν χρειάζεται, κύριε πρόεδρε. Μου αρκεί η προφορική υποβολή της. Θεωρώ την παραίτησίν σας δεδομένην από την στιγμήν αυτή».
Με τη συζήτηση αυτή τερματίστηκε η θητεία της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, η οποία -με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε και πραγματοποιήθηκε- είχε μάλλον τον χαρακτήρα απόλυσης παρά παραίτησης. Το γεγονός αυτό πυροδότησε την πιο μεγάλη πολιτική κρίση στη μεταπολεμική ιστορία του τόπου, που -όπως έδειξαν οι εξελίξεις- υπονόμευσε του κοινοβουλευτικούς θεσμούς και αυτόν ακόμα τον θρόνο.
Ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Γ. Παπανδρέου συνοδεύτηκε από βασιλικούς χειρισμούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ερμηνευτούν παρά ως προσπάθεια διάσπασης της «Ένωσης Κέντρου». Πρώτη πράξη στην αλυσίδα των χειρισμών αυτών ήταν η ανάθεση της εντολής στον πρόεδρο της Βουλής Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, ο οποίος κλήθηκε εσπευσμένα από τη Βουλή και -εν αγνοία του Γ. Παπανδρέου- ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 8.22΄ το βράδυ, μια ώρα δηλαδή μετά τη συνάντηση Κωνσταντίνου-Παπανδρέου.
Σημειώνεται ότι, επισήμως, υποστηριζόταν η άποψη ότι ο βασιλιάς, σεβόμενος τη λαϊκή ετυμηγορία της 16ης Φεβρουαρίου 1964, είχε ορίσει κυβέρνηση απαρτιζόμενη αποκλειστικά από στελέχη της Ενώσεως Κέντρου.
Η αιφνίδια πολιτική αλλαγή προκάλεσε την οργή του ανατραπέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μίλησε για παραβίαση του πολιτεύματος εκ μέρους του ανώτατου άρχοντα και κάλεσε τον λαό σε νέο «ανένδοτο αγώνα» για την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Παράλληλα, χαρακτήρισε το νέο Υπουργικό Συμβούλιο «κυβέρνηση ανδρεικέλων» και «προδοτών».
Η «έκρηξη» του Γ. Παπανδρέου πυροδότησε μεγάλες σε έκταση και πάθος πολιτικές αναταραχές, που ξεκίνησαν από την επομένη της αποπομπής του και έμειναν στην ιστορία με τον όρο «Ιουλιανά». Η πρώτη αναμέτρηση ξεκίνησε με τις αιματηρές διαδηλώσεις που έγιναν το βράδυ της 16ης Ιουλίου και οδήγησαν στον τραυματισμό 50 περίπου διαδηλωτών και ισάριθμων αστυνομικών (πολλών σοβαρά). Τρεις μέρες αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου οργάνωσε εντυπωσιακή «κάθοδο στην Αθήνα» επικεφαλής μεγάλης πομπής αυτοκινήτων και έγινε αντικείμενο θερμότατων εκδηλώσεων από τεράστιο πλήθος λαού, που δεν δίστασε να κραυγάσει αντιμοναρχικά συνθήματα. Η κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται από τις 22 Ιουλίου και την επομένη -κατά τη διάρκεια συγκρούσεων στο κέντρο της Αθήνας- βρήκε τον θάνατο ο νεαρός αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Το γεγονός αυτό όξυνε στο έπακρο τα πνεύματα (ακούστηκαν συνθήματα για «κυβέρνηση του αίματος») και η κηδεία του άτυχου νέου έγινε αφορμή για μια εξαιρετικά μαχητική αντικυβερνητική αλλά και αντιβασιλική εκδήλωση.
Η έκταση και το πάθος των κινητοποιήσεων εκείνων αιφνιδίασαν του πάντες, ανεξάρτητα από ποια πλευρά βρίσκονταν, και γρήγορα οδήγησαν σε νέες πολιτικές ανακατατάξεις και ομογενοποιήσεις.

Γιώργος Σεφέρης «Έγκωμη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Design Turnpike

Γιώργος Σεφέρης «Έγκωμη»

Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός∙ από μακριά φαι-
     νόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου - κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη∙ το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζαν
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες∙ θα ‘χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.

Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά∙ τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου ναρκοδότη ή του χειρουργού.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δούλευαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει.
Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,
χορός ακίνητος.

Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν άγγιζαν
γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.
Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει∙
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.
Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν∙ μια ανάληψη.
                                          Ο κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
                                         Αρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά∙
κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

[Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄]

Έγκωμη. Πανάρχαιη πολιτεία, χτισμένη ανάμεσα στα δύο ποτάμια που χύνονται στον κόλπο της Αμμοχώστου (ο Πηδιάς και ο Γιαλιάς). Αναρίθμητοι τάφοι μαρτυρούν τη μακραίωνα ιστορία της. Η μεγαλύτερη ακμή της χρονολογείται κατά τη μέση εποχή του χαλκού∙ επέζησε όμως ως τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ., οπότε οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν βορειότερα, στη Σαλαμίνα. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μυκηναϊκά ευρήματα: οι ανασκαφές της σουηδικής αποστολής το 1932 έφεραν στο φως θαυμάσια χρυσά κοσμήματα και τη σκαλιστή φιλντισένια θήκη που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Οι ανασκαφές που έκανε από το 1948 και κατόπιν η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με την καθηγητή Claude Schaeffer, και συνέχισε αργότερα το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου αποκάλυψαν ολόκληρη μυκηναϊκή πολιτεία η οποία, σύμφωνα με νεότερα συμπεράσματα, ήταν αυτή που γνώρισε μεγάλη ακμή το 1600-1200 π.Χ., εξαφανίστηκε το 1050 π.Χ., πιθανόν από σεισμό, και είχε το όνομα Αλασία (ή Αλάσια).

Στο ποίημα αυτό ο Γιώργος Σεφέρης μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στο χώρο των ανασκαφών στην Έγκωμη το Νοέμβρη του 1953. Χάρη, βέβαια, στην οξυμένη αντίληψη του ποιητή και στην πολιτική του σκέψη, το αποτέλεσμα ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας αναδιήγησης γεγονότων ή μιας απλής καταγραφής εικόνων∙ ο ποιητής προχωρά πολύ βαθύτερα και μας δίνει μια πολιτικών διαστάσεων δήλωση για την τότε κατάσταση στην Κύπρο.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Σεφέρης δημιουργεί εδώ τη δική του εκδοχή της σολωμικής «Φεγγαροντυμένης» την οποία τοποθετεί όχι στην επιφάνεια του νερού, αλλά την αναδύει μέσα από το χώμα της κυπριακής γης, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη εικόνα αποδέσμευσης και απελευθέρωσης. 

«Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός∙ από μακριά φαι-
     νόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου - κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη∙ το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζαν
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες∙ θα ‘χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.»

Η εισαγωγική στροφή παρουσιάζει με ήπιο λυρισμό το τοπίο της Έγκωμης, όπως το αντίκρισε ο ποιητής καθώς πλησίαζε στον ιστορικό αυτό χώρο. Ένας πλατύς και στρωτός κάμπος, στον οποίο μπορούσε κανείς να δει από μακριά τη χαρακτηριστική κίνηση των χεριών εκείνων που έσκαβαν στην περιοχή. Η ματιά του ποιητή, ωστόσο, απομακρύνεται για μια στιγμή απ’ τους ανθρώπους και στρέφεται ψηλότερα, στον ουρανό, όπου τα σύννεφα με τις καμπύλες τους στολίζονταν ανά διαστήματα από χρυσές και ρόδινες ακτίνες του απογευματινού ήλιου. Ενώ, κάτω στη γη, στο λιγοστό της χορτάρι και στ’ αγκάθια, μπορούσε κανείς να αισθανθεί τις διακριτικές ανάσες δροσιάς που έρχονται μετά τη βροχή, και πιο πέρα, διακρίνονταν τα βουνά που σιγά-σιγά έπαιρναν χρώμα από τον ήλιο που άρχιζε την καθοδική του πορεία.   

«Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά∙ τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου ναρκοδότη ή του χειρουργού.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.»

Ο ποιητής πλησιάζει τους ανθρώπους που πραγματοποιούν την ανασκαφή∙ άντρες και γυναίκες με τις αξίνες τους μέσα σε χαντάκια, επιχειρούν να φέρουν στο φως τα απομεινάρια μιας κάποτε ένδοξης πόλης. Από την παλιά αυτή πολιτεία μπορούσε κανείς να δει τα ίχνη των τειχών, των δρόμων και των σπιτιών, που αναδύονταν από το έδαφος σαν πετρωμένοι μύες Κυκλώπων, δημιουργώντας έναν εντυπωσιακό χάρτη όσων απέμειναν από την τότε ανθρώπινη δραστηριότητα. Πρόκειται για μια έξοχη παρομοίωση, μέσα από την οποία ο Σεφέρης κατορθώνει να μεταδώσει την αίσθηση του μεγέθους και της αποπνέουσας δύναμης των θεμελίων της παλιάς πόλης, που σιγά σιγά έρχονται εκ νέου στο φως.
Το όλο θέαμα, ωστόσο, προκαλεί μια πικρή αίσθηση στον ποιητή, καθώς όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει, μοιάζει με την ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης∙ μιας δύναμης που κάποτε προσέφερε πολλά, μα τώρα κείτεται υπό το διερευνητικό μάτι του αρχαιολόγου «ναρκοδότη», του αρχαιολόγου που δρα σαν τον αναισθησιολόγο ή τον χειρουργό μιας μετά θάνατον επέμβασης∙ μιας θλιβερής νεκροψίας.
Ό,τι κάποτε έσφυζε από ζωή, τώρα δεν είναι παρά το φάντασμα μιας άλλοτε εμφανώς ισχυρής πολιτείας, η χλιδή του τότε πλούτου, τα υφάσματα των πολυτελών ενδυμάτων, όπως και τα χείλη των ανθρώπων, όλα χωνεμένα παρουσιάζονται νεκρά και διαλυμένα στα μάτια των αρχαιολόγων και των παρατηρητών. Σαν να έχει κάποιος ανοίξει διάπλατα τα παραπετάσματα, που μέχρι πρότινος έκρυβαν τον πόνο του ολέθρου, κι έχει αφήσει τον τάφο όλων αυτών των ανθρώπων να φαίνεται πια γυμνός, μα και αδιάφορος, εφόσον ελάχιστοι μπορούν να αισθανθούν πλέον την οδύνη της πανάρχαιας πολιτείας.
Η πραγματικότητα της εγκατάλειψης και της συντριπτικής παρακμής, δημιουργεί αρνητικούς συσχετισμούς στη σκέψη του ποιητή, εφόσον αυτή είναι ή ενδέχεται να είναι η μοίρα των προσπαθειών τόσο των μεμονωμένων ατόμων, όσο και ολόκληρων ανθρώπινων κοινωνιών. Ο ποιητής αντικρίζει τα απομεινάρια της Έγκωμης και σκέφτεται πιθανώς πως μια τέτοια κατάληξη μπορεί να έχει συνολικά ο ελληνικός πολιτισμός της Κύπρου, αν οι Βρετανοί πετύχουν το στόχο τους να αλλοτριώσουν την ελληνική συνείδηση των ανθρώπων του νησιού. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως το 1953 η Κύπρος βρισκόταν ακόμη υπό τον έλεγχο της Βρετανίας κι οι ξένοι αυτοί «αφέντες» ήθελαν με κάθε τρόπο να σπάσουν τους δεσμούς αίματος της Κύπρου με την Ελλάδα, προκειμένου να σταματήσουν τις διεκδικήσεις ανεξαρτησίας των Κυπρίων, κι ακόμη περισσότερο να τερματίσουν το όραμα της Ένωσης με την Ελλάδα.
Χαρακτηριστικές ως προς αυτό οι ακόλουθες σκέψεις του Σεφέρη: «Από το καλοκαίρι του ’53 που πήγα στην Κύπρο (ξαναπήγα και φέτο) και προσπάθησα να προσέξω και να ιδώ όσο μπορούσα από πιο κοντά, τούτο με βασανίζει: Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Έλληνες που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα «κουλτούρας» με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων «πολιτική προπαγάνδα»...
[Γιώργος Θεοτοκάς & Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1930-1966), φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ερμής 1975]

«Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δούλευαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.»

Ο ποιητής κοιτάζει προς τη μεριά των ανθρώπων που εργάζονται στο χώρο της ανασκαφής, βλέπει τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα τους που χτυπούν με γρήγορο και βαρύ ρυθμό το νεκρό πια χώρο της Έγκωμης, και σκέφτεται πως είναι σαν να περνάει από τα αρχαία αυτά χαλάσματα ο «τροχός της μοίρας». Είναι σαν να επανέρχεται εκ των υστέρων η πανίσχυρη δύναμη της μοίρας, που τότε καθόρισε την εγκατάλειψη και την καταστροφή της αρχαίας πολιτείας, και τώρα αναζητά να αναδείξει τα καθαγιασμένα απομεινάρια εκείνου του πολιτισμού, θέλοντας, ίσως, να υπενθυμίσει την άφευκτη πορεία που διατρέχει τα ανθρώπινα∙ κάθε γέννα έχει το θάνατό της και κάθε ακμή έχει την παρακμή της.
Η ανασύνθεση της ιστορίας της Έγκωμης θα γίνει με βάση τα όσα θα έρθουν στο φως στο πλαίσιο της ανασκαφής και με βάση τα λογικά συμπεράσματα που θα προκύψουν από τη μελέτη αυτών των στοιχείων∙ δεν θα είναι, όμως, παρά μια πιθανολογική αφήγηση, που θα έχει σημαντικά κενά, αφού η ίδια η «μοίρα» θα καθορίσει τι θα φανερωθεί εκ νέου και τι θα έχει χαθεί οριστικά. Η ίδια η μοίρα θα έχει αφανίσει διαπαντός την ιστορία πολλών ανθρώπων που έζησαν εκεί∙ θα έχει αφανίσει τις πράξεις, τα όνειρά τους και τις προσδοκίες τους.
Κάποια από τα συμπεράσματα που θα προκύψουν, μάλιστα, ενδέχεται να απέχουν πολύ από την αλήθεια, εφόσον θα λείπει το σύνολο της εικόνας που θα επέτρεπε να «διαβαστεί» ορθότερα η ιστορία της κατεστραμμένης πολιτείας.
Μια λανθασμένη ανάγνωση της ιστορίας που μπορεί να βρει το ανάλογό της στο τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι χάνουν επαφή με την αλήθεια της καταγωγής τους. Οι Κύπριοι, που τόσο επίμονα ζητούσαν την Ένωση με την Ελλάδα, θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε διαφορετικές επιδιώξεις, αρκεί να τους αφαιρούνταν η επίγνωση πως η Ελλάδα ήταν η μητρική τους πατρίδα. Κι αυτό ακριβώς επιδίωκαν συστηματικά οι Βρετανοί. Ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του (Παρασκευή, 1η Οκτώβρη 1954): «Μ., λέει, μίλησε στο F.O.: εξέφρασε άποψη αναγνωριστούν πνευματικοί δεσμοί με Ελλάδα. Απάντηση: αν γίνει αυτό χάνομε Κύπρο σε δύο μήνες. Προσθέτει ότι του είπαν πως μας θεωρούν ως second rate ally μετά Τουρκία.
Ήθελαν να αλλάξουν πολιτική όσον αφορά παιδεία – να σφίξουν τα μέτρα προς τον εξαγγλισμό.»
Αυτή την εποχή, στο Foreign Office προΐστατο ο Anthony Eden. Το 1955, όταν έγινε πρωθυπουργός και σχεδίαζε την Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου, είχε υπ’ όψη, αν πετύχαινε ο αντικειμενικός στόχος, να ιδρύσει Πανεπιστήμιο στην Κύπρο, με σκοπό να αποκόψει πνευματικά του Κυπρίους από την Ελλάδα: «Νομίζω ότι αν τα σχέδιά μας για μια συνδιάσκεψη με τους Έλληνες και τους Τούρκους στο θέμα της Κύπρου εξελιχθούν όπως ελπίζουμε, θα ήταν πολύ σημαντικό να είμαστε έτοιμοι να ανακοινώσουμε το συντομότερο ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης για την αποικία. Αυτό θα δημιουργήσει στους Κυπρίους μια ευνοϊκή προοπτική και πιθανόν να έχει, με την πάροδο του χρόνου, κάποια επίδραση στη στάση τους ως προς το ζήτημα των δεσμών με τη Μεγάλη Βρετανία. Εφ’ όσον η προσφορά ενός φιλελεύθερου συντάγματος πρόκειται να γίνει μετά τη συνδιάσκεψη, θα ήταν καλό αν μπορούσε ταυτόχρονα να ανακοινωθεί και το σχέδιο ανάπτυξης. Η παιδεία έχει, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερη σημασία. Θα έχουμε ίσως πολλά να κερδίσουμε από την παροχή ενός ιδρύματος πανεπιστημιακού επιπέδου, συνδεόμενου με τα δικά μας πανεπιστήμια, που θα βοηθούσε ώστε να αποκοπούν οι Κύπριοι από την πολιτιστική έλξη της Αθήνας.» Σε σύντομο διάστημα καταρτίστηκε ένα σχέδιο ανάπτυξης με κόστος 30 εκατ. λιρών περίπου και έγινε ο προγραμματισμός μιας νέας Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
(Anthony Eden, Full Circle, Cassell, London 1960)

«Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει.»

Καθώς η ανασκαφή προχωρά και σύντομα πρόκειται να έρθει στο φως -εντελώς αιφνίδια- μια θεότητα, ο Σεφέρης αξιοποιεί το σχήμα της ακινησίας που προηγείται της θεϊκής επιφάνειας, όπως αυτό το βρίσκουμε στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Λίγο προτού γεννηθεί ο Χριστός, ο Ιωσήφ βιώνει για μερικές στιγμές μια συγκλονιστική εμπειρία∙ τόσο ο ίδιος, όσο και καθετί γύρω του μοιάζει να «παγώνει» μέσα στο χρόνο. Ό,τι επέρχεται είναι τόσο απόλυτα σημαντικό, ώστε ο χρόνος χάνει στιγμιαία τη δύναμη και την αξία του.
«18. 1. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο, την έβαλε μέσα και άφησε τους γιους του να την φροντίζουν. Κατόπιν βγήκε να αναζητήσει μαμή στα μέρη της Βηθλεέμ. 2. Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη∙ όσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολονών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε υψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους.»
Όπως ο Ιωσήφ, έτσι κι ο ποιητής, που σε λίγο θα αντικρίσει μπροστά του μια θεότητα, νιώθει για μερικές στιγμές σαν να ακινητοποιούνται όλα. Τελείως ξαφνικά κι ενώ περπατούσε, νιώθει σαν να μην περπατά πια∙ στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό κι αντικρίζει τα πουλιά μαρμαρωμένα∙ κοιτάζει τον αιθέρα τ’ ουρανού και μοιάζει θαμπωμένος, σαν να έχει χάσει αίφνης τη ζωτικότητά του∙ κοιτάζει τα κορμιά των ανθρώπων που μέχρι πριν από λίγο εργάζονταν ακατάπαυστα και μοιάζουν να έχουν ακινητοποιηθεί πλήρως. Κι αίφνης ανάμεσα στους εργάτες της ανασκαφής, ένα πρόσωπο θεϊκό αρχίζει να αναδύεται και να κινείται στο φως. Η απρόσμενη επιφάνεια μιας θεϊκής μορφής, που δίνει εκ νέου ζωή σ’ έναν τόπο για καιρό νεκρωμένο.
Ο ποιητής αναφέρεται σε μια θεϊκή μορφή, αντλεί όμως την έμπνευσή του από τα χαρακτηριστικά μιας νεαρής κοπέλας που εργαζόταν στην ανασκαφή, η οποία του προκάλεσε εκπληκτική εντύπωση με την ομορφιά της. Το απόσπασμα που ακολουθεί, από το ημερολόγιο του ποιητή, είναι βοηθητικό για την κατανόηση συνολικά του ποιήματος:  
Παρασκευή, 13 Νοέμβρη 1953.
«Απόγεμα: Έγκωμη∙ στον κάμπο των ανασκαφών. Καταπληκτικό απόγεμα∙ ο τόπος μιας μυκηναϊκής πολιτείας, ακίνητος για χιλιάδες χρόνια. Δρόμοι, σπίτια σχεδίαζαν με τα θεμέλιά τους τη μορφή μιας ζωής όπως εσταμάτησε – στεκάμενη δύναμη κι εδώ και παρακάτω, πιο έντονα, εκεί που φαίνεται η βάση απ’ τα τείχια, υπέρογκα βράχια αραδιασμένα σαν απολιθωμένοι μυώνες Τιτάνων. Χόρευε το φως και δε χόρευε∙ αίσθηση στο γαλάζιο μιας αχάραχτης αγάπης, ασύλληπτης κι όμως εκεί. Άπειρες καμπύλες στα σύννεφα και κάπου-κάπου η σάλπιγγα ενός χρυσοκόκκινου τόνου. Η πλατωσιά του κάμπου σαν προσφορά, και στη χούφτα αυτής της παλάμης η αρχαία πολιτεία, οι χαραματιές μιας ακίνητης μοίρας.
Θα ήταν κάτι μέσα σ’ όλα αυτά που σ’ αγκύλωνε στο λαρύγγι.
Οι κοπέλες -χορεύοντας- τις έβλεπες γυμνές. Και η μία.»  

Η μαρτυρία του Ευάγγελου Λουίζου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα την εντύπωση που προκάλεσε στον ποιητή η ομορφιά της νεαρής κοπέλας:
«Για μια στιγμή προσέξαμε ένα ζευγάρι ωραίες γάμπες από πίσω, που φτυαρίζανε σκυμμένες, κι’ αλληλοκυταχτήκαμε με τη Μάρω, και χωρίς να μιλήσουμε ή να συνεννοηθούμε, κάναμε ένα μεγάλο γύρο για να την ιδούμε κι από μπροστά [...]
Στο μεταξύ ο Γιώργος είχε πιάσει ψιλοκουβέντα με τον Schaeffer και τους άλλους αρχαιολόγους κ’ ερχότανε προς το μέρος μας. Τότε η Μάρω κι’ εγώ κατεβήκαμε να τους συναντήσουμε, κι’ αφού γίναν οι αναγκαίες συστάσεις, τράβηξα το Γιώργο με τρόπο και ξαναπήγαμε μαζί από κει που πρωτοείδα την Εγκωμίτισσα [...] Όταν έφτασε μπροστά της, η κοπέλα ανασηκώθηκε για να πάρει ανάσα όπως και προηγουμένως και τότε είδα το Γιώργο πώς την κύτταξε! Στάθηκε κάμποση ώρα εκεί συλλογισμένος και κυττώντας.»
[Ευάγγελος Λουίζος, «Ένα απόγεμα στην Έγκωμη» (Για τον Σεφέρη – Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, Αθήνα 1961)]     

«Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,
χορός ακίνητος.»

Η μορφή της νεαρής κοπέλας κι οι υπερκόσμιες ιδιότητες της θεϊκής παρουσίας συνδυάζονται στην περιγραφή που μας δίνει ο ποιητής, ενισχύοντας την παραστατικότητα και τη ζωντάνια της. Τα μαλλιά της θεότητας χύνονταν μαύρα και λαμπερά στο λαιμό της∙ τα φρύδια της καμπυλωτά και γεμάτα ζωή, είχαν το φτερούγισμα της χελιδόνας∙ τα ρουθούνια έστεκαν καμαρωτά πάνω από τα χείλη της, και το σώμα της έβγαινε ξεγυμνωμένο από την πάλη που έδιναν τα χέρια των εργατών με το χώμα, ενώ το άγουρο ακόμη στήθος της ήταν στητό, σαν να έδειχνε το δρόμο, σαν να οδηγούσε όσους το αντίκριζαν. Μια εκπληκτική χορογραφία κινήσεων και εντυπώσεων, που μετέδιδε, ωστόσο, κατά τρόπο παράδοξο μια αίσθηση ακινησίας, όπως αυτή ταίριαζε στη θαυμαστή επιφάνεια της θεότητας.

«Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν άγγιζαν
γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.
Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει∙
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.»

Ενώ το σώμα της θεότητας -που απέδιδε ουσιαστικά το σώμα της νεαρής Κύπριας, σε μια ευφυή ένωση της αρχαίας θεότητας με το σύγχρονο κάλλος του νησιού- συνέχιζε την ανοδική του πορεία στο φως, ο ποιητής χαμήλωσε για λίγο τα μάτια του για να δει τι συνέβαινε γύρω από το εκπληκτικό αυτό γεγονός της επιφάνειας. Τα κορίτσια της περιοχής ζύμωναν, χωρίς να αγγίζουν τη ζύμη, κι οι γυναίκες γνέθανε το μαλλί, χωρίς ωστόσο τα αδράχτια να γυρίζουν∙ τα αρνιά έπιναν νερό, μα η γλώσσα τους παρέμενε ακίνητη πάνω απ’ το πράσινο νερό, που έμοιαζε να έχει αποκοιμηθεί, κι ο ζευγάς είχε απομείνει ακίνητος με το ραβδί του σηκωμένο στον αέρα, έτοιμος να κεντρίσει μ’ αυτό τα ζώα του, μα χωρίς να μπορεί να κινηθεί. Όλα έμοιαζαν να έχουν ακινητοποιηθεί υπό την επίδραση της θεϊκής δύναμης.
Ο ποιητής κοίταξε ξανά τη θεότητα που ανέβαινε στον ουρανό, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως γύρω της είχαν μαζευτεί πάρα πολλοί άνθρωποι, σαν μυρμήγκια, ενώ κάποιοι τη χτυπούσαν με κοντάρια, χωρίς εντούτοις να είναι σε θέση να τη λαβώσουν.
Η εμφάνιση μιας θεότητας από το αρχαίο παρελθόν της Κύπρου, που έρχεται να υπενθυμίσει τις ρίζες του νησιού, προκαλεί έκπληξη και αναστάτωση∙ η εμφάνιση μιας θεότητας που μας θυμίζει αίφνης το «θαύμα» εκείνο που για χρόνια προσδοκούσαν οι άνθρωποι του νησιού∙ την ανεξαρτητοποίησή τους, που θα σήμαινε μια απολύτρωση από τα δεσμά αιώνων, όπως λυτρωμένη αναδύθηκε κι η θεότητα αυτή.
Ένα θαύμα, ωστόσο, που δέχτηκε πολλαπλά χτυπήματα από τους Βρετανούς, οι οποίοι ξανά και ξανά αρνήθηκαν να ενδώσουν στο δίκαιο αίτημα των Κυπρίων∙ έστω κι αν γινόταν ολοένα και πιο σαφές πως δεν θα μπορούσαν για πολύ ακόμη να στερούν από τον βασανισμένο αυτό λαό την ελευθερία του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν σχετικά με το τι πραγματικά πίστευαν για την Κύπρο οι Βρετανοί -λίγες δεκαετίες προτού επιτέλους το νησί αποδεσμευτεί από τον έλεγχο της Βρετανίας-, οι απόψεις ενός παλαιότερου Βρετανού κυβερνήτη της∙ του Sir Ronald Storrs.
Ο Sir Ronald Storrs διορίστηκε κυβερνήτης της Κύπρου το 1926. Στην αρχή φαινόταν φιλελεύθερος, έπειτα όμως αποδείχτηκε πολύ συντηρητικός και αποικιοκράτης (Κ. Άμαντος, Σύντομος Ιστορία της Κύπρου, 1956)∙ ωστόσο θεωρούσε αναμφισβήτητη την ελληνικότητα της Κύπρου. Το 1929, όταν οι Κύπριοι είχαν επιδιώξει πάλι την ένωση με την Ελλάδα και η απάντηση της Εργατικής Κυβέρνησης της Αγγλίας ήταν αρνητική, επέβαλε καταπιεστικά μέτρα και προσπάθησε, με την εξαγορά, να δημιουργήσει αγγλόφιλο ρεύμα. Τον Οκτώβριο του 1931 έγιναν στην Κύπρο πολυπληθή συλλαλητήρια που εξελίχθηκαν σε εξέγερση εναντίον των Άγγλων με νεκρούς και τραυματίες. Επακολούθησαν πολλές συλλήψεις, απελάσεις∙ ο Storrs κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κυκλοφορία, λογοκρισία στον τύπο κλπ. Τον διαδέχτηκε ο τυραννικότερος Palmer (1932-1939)∙ τα καταπιεστικά μέτρα διατηρήθηκαν ως το 1940 που η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο, μόνη σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας.
Όταν ο Storrs δεν ήταν πια κυβερνήτης, δημοσίευσε τα Απομνημονεύματά του, όπου μεταξύ άλλων έγραφε: «Οι Έλληνες άποικοι εξελλήνισαν την Κύπρο από τον 14ο αιώνα π.Χ.  Οι Φοίνικες ήρθαν αργότερα, τον 11ο αιώνα, και κατέλαβαν μόνο ορισμένες παραλιακές πόλεις, το Κίτιο και τη Λάπηθο, για να εμπορεύονται τα προϊόντα τους με τους ντόπιους. Τριάντα τρεις αιώνες κατοχής αποτελούν έναν τίτλο ιδιοκτησίας πολύ παλαιότερο και κυρίως πολύ περισσότερο ενιαίο από τους τίτλους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη...» «Κάθε ένας είναι της φυλής που με πάθος αισθάνεται ότι ανήκει. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι Κύπριοι είναι Έλληνες στη γλώσσα, Έλληνες στη σκέψη, Έλληνες στα αισθήματα...»
(The Memoirs of Sir Ronald Storrs, Putnam’s Sons, New York 1937)  

«Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν∙ μια ανάληψη.»

Η κοιλιά της γυμνής θεότητας έλαμπε στο φως του ήλιου, με το θελκτικό εκείνο φως του φεγγαριού, και δημιουργούσε στον ποιητή την εντύπωση πως ο ίδιος ο ουρανός υπήρξε η μήτρα που κάποτε γέννησε τη θεϊκή αυτή μορφή και τώρα την ξανάπαιρνε κοντά του∙ και γινόταν έτσι η θεότητα μάνα η ίδια, λόγω τη γυναικείας της φύσης, αλλά και βρέφος συνάμα, καθώς επέστρεφε στη μήτρα απ’ την οποία προήλθε.
Η τελευταία εικόνα που αντίκρισε ο ποιητής, προτού η θεϊκή μορφή αναληφθεί στον ουρανό, ήταν τα πόδια της που απέμειναν για λίγο ακόμη μαρμαρένια -ακίνητα- κι ύστερα χάθηκαν κι αυτά. Μια εντυπωσιακή ανάληψη, μιας θεότητας που απελευθερώθηκε απ’ τα ερείπια της αρχαίας πόλης και επέστρεψε στο χώρο της γέννησής της∙ στον ουρανό. Μια αναπάντεχη απελευθέρωση που ωθεί σε αντίστοιχους συνειρμούς για το ποια θεωρούσε ο ποιητής ως αναπόφευκτη -ή, προτιμότερα, επιθυμητή- μοίρα του νησιού.

«Ο κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.»

Ύστερα απ’ την ανάληψη της θεότητας, ο Σεφέρης δίνει επιγραμματικά την εντύπωση που του δημιουργήθηκε. Ο κόσμος -η Κύπρος- γινόταν ξανά, όπως ήταν πάντα, δικός μας∙ δικός μας, με τον καιρό, με την μακραίωνη ελληνική παρουσία εκεί, και με το χώμα, με τους τόσους και τόσους μόχθους των Ελλήνων που έχουν διαποτίσει το χώμα του νησιού με έργα, πράξεις και θυσίες.  

«Αρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά∙
κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.»

Κι αμέσως μετά, όλα επανήλθαν στην πρότερη κατάστασή τους, καθώς οι αισθήσεις αποδεσμεύτηκαν απ’ τη μαγεία της θεϊκής μορφής κι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τα πράγματα, όπως ήταν. Αρώματα από το μαστιχόδεντρο επιχείρησαν για μια στιγμή να ξυπνήσουν μνήμες παλιές, φέρνοντας στη σκέψη υγρά χείλη και κόρφους θελκτικούς∙ μα ό,τι κυριάρχησε περισσότερο απ’ όλα ήταν η αίσθηση πως στέγνωσαν όλα διαμιάς στον κάμπο. Η απόγνωση της εγκαταλελειμμένης στο κράτος του ήλιου πέτρας, η δύναμη κι η ζωντάνια του αρχαίου χώρου που εξαντλήθηκε πια, κι ο άδειος τόπος, με το λιγοστό του χορτάρι και τα αγκάθια του, συνέθεταν και πάλι το τοπίο που αντίκρισε ο ποιητής στην αρχή της επίσκεψής του.
Ο άδειος τόπος με το λιγοστό χορτάρι, όπου ξέγνοιαστο γλιστρά ένα φίδι, είναι ένας τόπος στον οποίο οι άνθρωποι ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν, καθώς πολύ προτού αφεθούν οριστικά στο έλεος του θανάτου, βιώνουν την παρακμή και την πτώση των δυνάμεών τους. Δύσκολα αποφεύγεται εδώ ο αρνητικός συσχετισμός του φιδιού με την προδοσία, όπως και το εν γένει δυσοίωνο κλείσιμο του ποιήματος που έρχεται σε αντίθεση με την αισιόδοξη εικόνα της απελευθερωμένης θεότητας. Ο Σεφέρης ελπίζει, βέβαια, πως το απρόσμενο είναι μια πιθανότητα, δεν παύει όμως να λαμβάνει υπόψη του τα πικρά μαθήματα της ιστορίας και να διατηρεί έτσι μια πιο απαισιόδοξη στάση απέναντι στα πράγματα.

Βιβλιογραφία:
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος
Γιώργος Σεφέρης, «Μέρες ΣΤ΄» 20 Απρίλη 1951 – 4 Αυγούστου 1956, Ίκαρος
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...